Βδομάδες πριν το ταξίδι μας στο Σπλιτ, αναρωτιόμασταν ποιο από τα κοντινά του νησιά θα επιλέξουμε για μια ημερήσια εξόρμηση το διάστημα που θα βρισκόμαστε εκεί. Οι επιλογές ήταν δελεαστικές, αλλά η λύση στην αναποφασιστικότητα που κυρίευσε, δόθηκε από έναν Κροάτη, διευκολύνοντάς μας με την εξής πληροφορία: "αν έχετε κάποιο μέσο, είτε αυτό είναι αμάξι είτε μηχανάκι, θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπρατς που έχει υπέροχη ενδοχώρα, αλλιώς αν είστε πεζοί περιηγητές, το Χβαρ είναι ιδανικό, διότι έχει μια πανέμορφη πόλη, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που δεν έχει να προσφέρει κάτι αξιόλογο". Από τη στιγμή λοιπόν που ήμασταν στην Κροατία τηβ περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, προμηθευτήκαμε έγκαιρα τα εισιτήριά μας και Παρασκευή πρωί αναχωρήσαμε με καταμαράν για το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας. Το Χβαρ είναι το τέταρτο σε αριθμό κατοίκων νησί της Κροατίας και το εικοστό έβδομο σε μέγεθος στη Μεσόγειο και βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Μπράτς, Κορτσούλα και Βις. Το περίεργο όνομά του έχει ρίζες από την αρχαία ελληνική ονομασία "Φάρος", από την οποία, οι Κροάτες αφαίρεσαν το "Φ" και το αντικατέστησαν με τα αρχικά σύμφωνα της χώρας τους, το HV (ΧΒ), μετατρέποντάς το στη σημερινή του ονομασία "Χβαρ".
Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από το 385 π.Χ. με την άφιξη των Αρχαίων Ελλήνων από την Πάρο, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Stari Grad (Παλιά Πόλη), την οποία είχαν ονομάσει Φάρο. Το 231 π.Χ. το νησί καταλήφθηκε από τους Ιλλυριούς, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να επέμβουν. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το νησί πέρασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ τον 11ο αιώνα έγινε κομμάτι του Βασιλείου της Κροατίας. Από τον 12ο αιώνα και μετά καταλήφθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην παραγωγή κρασιού, η οποία οδήγησε το νησί σε οικονομική άνθηση, προσελκύοντας αρκετούς διεκδικητές που ήθελαν να προσαρτήσουν ξανά το νησί στη ζώνη κυριαρχίας τους, μ' αποτέλεσμα το Χβαρ να περάσει ξανά σε χέρια Βυζαντινών, Κροατών και Ούγγρων.
Το ταξίδι προς το Χβαρ ήταν σχετικά γρήγορο κι οι παρέες των μεθυσμένων Άγγλων που συνταξίδευαν μαζί μας, πρόσφεραν μια νότα ανεμελιάς, τρέλας κι αχαλίνωτης φαντασίας που μόνο οι μεγάλες ποσότητες φτηνής μπύρας μπορούν να προξενήσουν. Η συνειδητοποίηση της σύστασης και της διόλου νηφάλιας κατάστασης των συνταξιδιωτών μας, με οδήγησε σε μια εύλογη αμφιβολία για την επιλογή στην οποία είχαμε προβεί, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας με το τρικούβερτο πλήθος των συνεπιβατών μας. Όταν όμως φτάσαμε στον προορισμό μας, οι αμφιβολίες μου εξανεμίστηκαν αυτοστιγμεί. Το Χβαρ έλαμπε χάρης στην ανοιχτόχρωμη πέτρα των κτιρίων του και το φρούριο στη κορυφή έστεκε σαν βενετσιάνικο στέμμα.
Αμέσως σκεφτήκαμε να ανέβουμε στο οχυρό, καθώς πολύ φοβόμασταν πως η ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου, θα μας εξαντλούσε εύκολα και γρήγορα. Η ανάβαση τελικά φάνηκε πολύ πιο δύσκολη απ' όσο είχαμε υπολογίσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταματάμε συνεχώς για να πιούμε νερό και να πάρουμε λίγες ανάσες, κοιτώντας από κάτω μας το φυσικό λιμάνι της πόλης. Όταν φτάσαμε στα ριζά του κάστρου, συναντήσαμε ένα πλήθος επισκεπτών που είχαν καταλάβει τα λιγοστά παγκάκια και προσπαθούσαν να συνέλθουν από τη ζέστη, προστατευμένοι κάτω από τις σκιές των δέντρων. Είναι εντυπωσιακό πως παρόλη την άγρια βραχώδη όψη του τοπίου, το νησί ήταν αναζωογονητικά καταπράσινο από άκρη σ' άκρη.
Καθώς σταθήκαμε στη μικρή ουρά για να εισχωρήσουμε στο κάστρο, γίναμε μάρτυρες μιας κωμικοτραγικής συζήτησης ανάμεσα σε μια επισκέπτρια και μια υπάλληλο του μνημείου. Η επισκέπτρια επέμενε πως ήθελε να δει το παλάτι που βρίσκεται μέσα στο μνημείο, με την εργαζόμενη να της εξηγεί υπομονετικά πως στα πεντακόσια χρόνια ύπαρξης του κάστρου, ποτέ δεν υπήρξε εντός του κάποιο παλάτι. Πέρα από την κάπως επιπόλαιη απορία της επισκέπτριας που προπορευόταν, είχα κι εγώ μια απορία, την οποία έθεσα στην εργαζόμενη όταν ήρθε η σειρά μας στο ταμείο. Την ώρα που μας έδινε τα εισιτήρια, της ζήτησα να μας εξηγήσει τους λόγους που το οχυρό ονομάζεται Spanjola Fortress (Ισπανικό Φρούριο). Πώς είναι δυνατόν να έχει αυτήν την ονομασία από τη στιγμή που το νησί δεν κατακτήθηκε ποτέ από Ισπανούς; Η κοπέλα μου απάντησε με πολύ καλοπροαίρετη και χαμογελαστή διάθεση πως η κατασκευή του φρουρίου πραγματοποιήθηκε από Ισπανούς μηχανικούς τον 13ο αιώνα, συμπληρώνοντας πως το φρούριο υπήρξε σωτήριο για τους κατοίκους τον 16ο αιώνα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης των Οθωμανών, οι οποίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν την πόλη καίγοντάς την.
Το Φρούριο δε διέθετε κάτι το ιδιαίτερο που να μας εντυπωσιάσει πέρα από την καλοδιατηρημένη του κατάσταση και την καταπληκτική θέα που εκτεινόταν με τις κατακόκκινες σκεπές των σπιτιών του Χβαρ και τα κυανοπράσινα νερά της Αδριατικής. Από κάτω ατενίζαμε τα πλοία να πηγαινοέρχονται από το Σπλιτ και τα γύρω νησιά, ενώ μικρά καραβάκια μετέφεραν κόσμο στο σύμπλεγμα των καταπράσινων νησιών Paklinski που απλώνονται στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της πόλης.
Μετά τις βόλτες μας στις πυρωμένες πολεμίστρες του κάστρου, κατηφορίσαμε στην πόλη αναζητώντας λίγη δροσιά σε μια από τις κοντινές παραλίες της πόλης. Αυτή που μας φάνηκε πιο δελεαστική ήταν η παραλία Pokonji Dol, η οποία φαινόταν πως απείχε είκοσι λεπτά περπάτημα από την προκυμαία του Χβαρ. Μαζί με άλλους λουόμενους του νησιού, προτιμήσαμε το σύντομο δρόμο που μας έβγαζε το GPS, ο οποίος ήταν αρκετά δύσβατος και κουραστικός, καθώς χρειάστηκε να κατέβουμε από το κακοτράχαλο μονοπάτι μιας απότομης πλαγιάς, χωρίς να φοράμε τα κατάλληλα υποδήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεινοπαθήσουμε μέχρι να φτάσουμε στη βοτσαλωτή παραλία. Τελικά η ταλαιπωρία άξιζε, διότι τα νερά ήταν απίστευτα ευεργετικά στο ταλαιπωρημένο μας κορμί και το τοπίο φάνταζε αρκετά όμορφο χάρης στα λευκά βότσαλα του γιαλού που πρσέδιδαν μια γαλακτώδη όψη στο νερό, αλλά και στο νησάκι με το φάρο που έστεκε στο άνοιγμα του μακρόστενου κόλπου. Αφού ολοκληρώσαμε την πρώτη μας δροσερή βουτιά στα νερά της Αδριατικής, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο που μας έβγαλε μετά από λίγη ώρα στις πρώτες παραθαλάσσιες συνοικίες του Χβαρ. Από εκείνη την πλευρά, η διαδρομή ήταν πολύ πιο βατή κι ευχάριστη σε σχέση με την προηγούμενη ανορθόδοξη κάθοδό μας.
Κατά τη διαδρομή, πρώτα συναντήσαμε το Φραγκισκανικό μοναστήρι, το οποίο ορθώνεται σε ένα διακριτικό ακρωτήρι του νησιού. Το μοναστήρι έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε μουσείο με πλούσια συλλογή εκθεμάτων και νομισμάτων από την ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βενετσιάνικη περίοδο. Γι' αυτό όμως που περηφανεύεται περισσότερο, είναι για μια αρχαία έκδοση του Άτλαντα του Πτολεμαίου που χρονολογείται από το 1524. Εκατέρωθεν του περιτειχισμένου περιβόλου του, υπήρχε μια ακόμη παραλία με λουόμενους, η οποία δε φαινόταν και τόσο καθαρή, καθώς πολιορκούνταν από σταθμευμένα σκάφη. Αυτό το γεγονός όμως δεν πτοούσε κανέναν, καθώς πολλά πιτσιρίκια εκτελούσαν συνεχώς περίτεχνες βουτιές από τις πετρόκτιστες αποβάθρες του παραλιακού μονοπατιού που οδηγούσε προς το λιμάνι.
Ο παραθαλάσσιος περίπατος μας οδήγησε στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου (Trg Sv Stjepana) ή αλλιώς Pjaca, η οποία είναι η μεγαλύτερη πλατεία της Δαλματίας και γύρω της διαρθρώνονται τα περισσότερα αξιοθέατα της πόλης. Στην άκρη της ορθώνεται ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης χριστιανικής εκκλησίας του 6ου αι. Το αρχιτεκτονικό ύφος του ναού αποτελείται από ένα μείγμα γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού, διότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 14ο αι. κι ολοκληρώθηκε τον 17ο αι.
Στην κεντρική πλατεία του Χβαρ βρίσκεται και το παλαιότερο ευρωπαϊκό δημόσιο θέατρο της Ευρώπης, το οποίο χτίστηκε το 1612 από τον δούκα Petar Semitecolo πάνω στις εγκαταστάσεις του παλιού ναυαρχείου (arsenal) που χρησιμοποιούταν για την επιδιόρθωση καραβιών. Το θέατρο δυστυχώς δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό εκείνη τη μέρα ενώ το εναπομείναν ναυαρχείο λειτουργούσε ως χώρος εκθέσεων.
Παρόλα αυτά, εγώ εντυπωσιάστηκα με την αναγεννησιακή Loggia της πόλης που στέκει δίπλα στην πλατεία και συμπληρώνεται από έναν πύργο με ρολόι.
Μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής, επιλέξαμε να περιπλανηθούμε στα σοκάκια που βρίσκονται ανάμεσα στην Pjaca και στο Φραγκισκανικό μοναστήρι. Μέσα τους διασταυρωθήκαμε με όμορφες γειτονιές με καλαίσθητες αυλές και τοξωτά μπαλκόνια. Κάθε τόσο σταματούσαμε σε κάποια μικρή γκαλερί να παρατηρήσουμε τα χειροποίητα αναμνηστικά της ή για να φωτογραφίσουμε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που μας τραβούσαν την προσοχή. Περπατώντας στα ενδότερα του Χβαρ διαπιστώσαμε πως πέρα από την προκυμαία, η πόλη εντυπωσιάζει και στην αθέατη πλευρά της.
Το Χβαρ μπορεί να θεωρείται το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας, αλλά η πραγματική του λάμψη εμφανίζεται μόλις πέσει ο ήλιος. Αμέσως τα μνημεία της πόλης φωταγωγούνται με ένα πανέμορφο ερυθρό φως και το φρούριο παίρνει τη μορφή ενός χρυσού στέμματος που αιωρείται πάνω από τον νησιωτικό οικισμό.
Η τελευταία μας βόλτα στην πόλη, μας οδήγησε σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι πάνω από τη μεγάλη πλατεία. Ίσως το ομορφότερο θεωρείο του παλαιότερου ευρωπαϊκού θεάτρου, που ήταν στραμμένο προς μια άλλη σκηνή, πολύ πιο εντυπωσιακή και ζωντανή. Από εκεί ψηλά θαυμάσαμε για τελευταία φορά τη διαχρονική γοητεία του Χβαρ, με το φωταγωγημένο καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου και τη βενετσιάνικη Loggia με τον κομψό της πύργο, αλλά και τα δαλματικά μέγαρα που κουβαλούσαν πάνω τους τις επιρροές όλων όσων εδραιώθηκαν σ' αυτό το μακρόστενο νησί της Δαλματίας.
Ώσπου να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής, είχαμε αράξει δίπλα σε ένα διακριτικό γλυπτό ενός νεαρού που γέρνει με μια ευδιάκριτη μελαγχολία πάνω από τα γαλαζοπράσινα νερά του νησιού, ενώ κάτω από τα πόδια του κάποιος είχε ζωγραφίσει το σήμα της πιο αγαπημένης ομάδας της πόλης, της Χάιντουκ.
Όταν πια άρχισε η επιβίβαση, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στην πόλη, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε ακόμη και την ύστατη στιγμή τη μαγευτική της εικόνα. Μια εικόνα που επέμενε να φεγγοβολά ακόμη και μέσα από τη θαμπάδα των θαλασσοφαγωμένων παραθύρων του καταμαράν. Κι εκεί ακριβώς είναι που διαπίστωσα πως πολύ πιθανόν αρκετοί από τους συνεπιβάτες μου, που επέλεξαν το Χβαρ για τα ξέφρενα πάρτι του και την έντονη lifestyle διασκέδασή του, να φεύγουν με αυτή τη θαμπή εικόνα. Κι αν συμβαίνει αυτό είναι πολύ κρίμα και για τους ίδιους, αλλά και γι' αυτόν τον τόσο υπέροχο τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου