Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Αλμπερομπέλο, Οστούνι & Μονόπολη, οι λευκές πόλεις της Απουλίας

 


Η Απουλία είναι από τα λιγοστά μέρη της ιταλικής χερσονήσου που είχε μείνει πίσω στον τουριστικό στίβο. Από τη μια ο φτωχός νότος κι από την άλλη τα δυο λιμάνια του Μπάρι και του Μπρίντιζι, έκαναν το "τακούνι της μπότας" να δείχνει στα μάτια των περισσοτέρων αδιάφορο σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ιταλίας που εδώ και δεκαετίες έχουν διαφημιστεί ιδιαιτέρως για τα μνημεία τους, τα μουσεία τους και τις πανέμορφες πόλεις τους. 
Όμως, τα τελευταία χρόνια η Απουλία έχει αρχίσει να τραβάει την προσοχή αρκετών επισκεπτών. Πέρα από το Λέτσε που δικαίως έχει αποκτήσει το προσωνύμιο "Φλωρεντία του Νότου", έχουν αρχίσει να αναδεικνύονται κι άλλα όμορφα μέρη της. Στη συγκεκριμένη ανάρτηση θα αναφερθώ στο Αλμπερομπέλο που έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο πολυδιαφημισμένους προορισμούς των τελευταίων ετών αλλά και στις πανέμορφες πόλεις του Οστούνι και της Μονόπολη, που μας είχε προτείνει μια κοπέλα που είχαμε συναντήσει το περσινό καλοκαίρι στο Σπλιτ της Κροατίας, η οποία είχε σπουδάσει στο περίφημο πανεπιστήμιο του Μπάρι κι είχε επισκεφθεί τα συγκεκριμένα μέρη. 
Αναχωρήσαμε για το Αλμπερομπέλο με τραίνο από το Μπάρι, παρόλο που υπήρχε συχνή συγκοινωνία και με τοπικά λεωφορεία. Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μεγάλη σε σχέση με την απόσταση που είχαμε να διανύσουμε καθώς υπήρχαν εργασίες αναβάθμισης της σύνδεσης της πρωτεύουσας της Απουλίας με το συγκεκριμένο χωριό. Όμως, αυτή η σχετικά αργή μετακίνηση, μας πρόσφερε μια ευχάριστη άφιξη στον προορισμό μας καθώς έξω από τα παράθυρα διακρίναμε κάθε τόσο τους διάσημους "τρούλους" να ξεπροβάλουν μέσα από τους αγρούς του ιταλικού νότου. Κι όσο αυτοί οι "τρούλοι" αυξάνονταν, τόσο συνειδητοποιούσαμε πως προσεγγίζαμε το διάσημο χωριό. 
Το Αλμπερομπέλο, το οποίο στα ιταλικά σημαίνει "Όμορφο Δέντρο" βρίσκεται στην κοιλάδα της Ίτρια και του καρστικού οροπεδίου της Μούρτζια. Ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 10.465 κατοίκους και  βρίσκεται αρκετά κοντά στο Μπάρι και στο Μπρίντιζι, ενώ από την Μονόπολη απέχει μόλις 20χλμ. Το χωριό έγινε παγκοσμίως διάσημο για τα μικρά ασβεστολιθικά του κτίσματα, τα οποία καταλήγουν σε κωνικές, πυραμιδικές ή θολωτές στέγες, οι οποίες είναι κατασκευές με την τέχνη της ξερολιθιάς κι έχουν γίνει γνωστές με τον όρο "Τρούλοι". Γι' αυτό το λόγο, το Αλμπερομπέλο αποκαλείται η "πρωτεύουσα των Τρούλων". 
Το όνομα τρούλοι (trulli) μπορεί να προέρχεται είτε από τη λέξη τύρρις (και τύρσις, turris), που σημαίνει πύργος, περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία, είτε από την ελληνική λέξη θόλος, οικοδόμημα με καμπυλόσχημη στέγη. Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική έκφραση των Τρούλων αναγνωρίστηκε από την ιταλική κυβέρνηση ήδη από το 1910 όταν χαρακτήρισε ως εθνικό μνημείο τη συνοικία Μόντι (Monti) και αργότερα, το 1930, τη συνοικία Αία Πίκολα (Aia Piccola). 
Η τεχνική κατασκευής τους είναι παρόμοια με αυτήν των πρωτόγονων καλυβών των προϊστορικών χρόνων. Κατασκευάζονταν χωρίς κονίαμα για να χρησιμεύσουν ως προσωρινά καταφύγια και αποθήκες, αλλά και ως μόνιμη κατοικία από μικροϊδιοκτήτες γης, εργάτες κι αγρότες. Ο λόγος που προτιμούσαν τέτοιου είδους κατασκευές ήταν προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολόγηση από το Βασίλειο της Νάπολης, αφού πολύ εύκολα τα κτίσματα μπορούσαν να γκρεμιστούν και να κατασκευαστούν ξανά. Ορισμένοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι οι τρούλοι προέρχονται από τη Μέση Ανατολή, αναφερόμενοι στα πλίθινα μελίσσια στο Χαρράν, στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Αυτά τα σπίτια με κυψέλες έχουν παρόμοιο σχήμα και πιστεύεται ότι χρονολογούνται πριν από τουλάχιστον 3.000 χρόνια. Στις μέρες μας, οι "Τρούλοι" του Αλμπερομπέλο θεωρούνται ως ένα από τα καλύτερα σύνολα ξερολιθικών κατασκευών στην Ευρώπη και συγκαταλέγονται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από τις 6 Δεκεμβρίου του 1996.
Η δημιουργία του οικισμού αποδίδεται στους κόμητες Ακουαβίβα του Κονβέρσο, που απέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής λόγω της συμμετοχής τους στις Σταυροφορίες. Το 1480 ο κόμης Ιούλιος Αντόνιο Α΄ Ακουαβίβα (Giulio Antonio I Acquaviva) έλαβε διαταγή από τον βασιλιά Φερδινάνδο Α΄ της Νεάπολης, πατέρα της βασίλισσας της Ουγγαρίας Βεατρίκης της Νεάπολης, να εμποδίσει τους Οθωμανούς να αποβιβαστούν κοντά στο Οτράντο. Η εκστρατεία στέφθηκε με επιτυχία, οι Οθωμανοί υποχώρησαν αλλά ο κόμης σκοτώθηκε στη μάχη. Η βασιλική ανταμοιβή, την οποία πλέον έλαβε ο γιος του, ο Αντρέα Ματέο Γ΄ Ακουαβίβα, ήταν μια ακατοίκητη περιοχή της Μούρτζια που μέχρι τότε ανήκε στους πρίγκιπες της Μαρτίνα Φράνκα. Ο νεαρός κόμης μετέφερε περίπου 40 αγροτικές οικογένειες από το φέουδο του Νότσι (Noci) για να καλλιεργήσουν τη γη, με την υποχρέωση να του αποδίδουν τον δασμό της δεκάτης, δηλαδή το 10% της καλλιέργειας. Ο μικρός οικισμός σταδιακά μεγάλωσε, αλλά παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη την εποχή του κόμη Τζιάν Τζιρολάμο Β΄ Ακουαβίβα. Σύμφωνα με μια υπόθεση, που υποστηρίζεται από ιστορικά έγγραφα, η ανάπτυξη του οικισμού συνδέεται με τη φοροδιαφυγή του κόμητος εις βάρος του βασιλιά της Νάπολης. Το 1635, στο κέντρο της περιοχής, ανήγειρε πανδοχείο, αίθουσα συνεστιάσεων, ταβέρνα, ορατόριο (παρεκκλήσιο) αφιερωμένο στην Παναγία του Λορέτο και στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό και συνέχισε την κατασκευή κατοικιών. 
Η αφθονία του υλικού, ιδιαίτερα του ασβεστόλιθου και της καρστικής πέτρας, σε συνδυασμό με την κατασκευή κατοικιών μόνο με ξερολιθιές, χωρίς συνεκτικό κονίαμα, εξελίχθηκε στον χαρακτηριστικό παραδοσιακό τρούλο και συνέβαλε στην επέκταση του οικισμού. Για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν οι ασβεστολιθικές πλάκες κιάνκε (chianche) για τα δάπεδα και κιανκαρέλε (chiancarelle) για τις κωνικές οροφές. Οι πλάκες διέφεραν ως προς το πάχος: οι κιάνκε προέρχονταν από πέτρινες στρώσεις τουλάχιστον 8-15 εκατοστών, ενώ οι κιανκαρέλε ήταν οι πιο λεπτές. 
Φτάνοντας στο χωριό, προτιμήσαμε να κινηθούμε πρώτα προς τη λιγότερο γνωστή και τουριστική γειτονιά, την Aia Piccola, όπου τα μικρά σπιτάκια με τους κωνικούς τρούλους παραμένουν κατοικίες, διατηρώντας την αυθεντικότητα του οικισμού. Με αθόρυβα βήματα και ψιθυριστές σχεδόν κουβέντες για να μην ταράξουμε την πρωινή ραστώνη των ενοίκων, περιπλανηθήκαμε σ' αυτήν την μικρή γειτονιά φτάνοντας στην κορυφή της όπου δεσπόζει η βασιλική που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό (Parrocchia Santuario Basilica S.S. Cosma E Damiano), οι οποίοι είναι προστάτες του χωριού. Ο ναός είναι έργο του αρχιτέκτονα Αντόνιο Κούρι και διαθέτει δυο δίδυμα καμπαναριά, ενώ το εσωτερικό της είναι διακοσμημένο σε νεοαναγεννησιακό στυλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο ξύλινα αγάλματα των αγίων (1782 και 1784), που φυλάσσονται στο εσωτερικό της εκκλησίας, καθώς επίσης κι η λειψανοθήκη που περιέχει μερικά κομμάτια οστών των αγίων.
Πίσω από τη βασιλική, συναντήσαμε το Trullo Sovrano, ένα ξεχωριστό παραδοσιακό κτίσμα του 18ου αι. το οποίο υπήρξε το μεγαλύτερο και μοναδικό διώροφο σπίτι του χωριού κι άνηκε στην εύπορη οικογένεια του ιερέα Κατάλντο Πέτρα. Σήμερα στεγάζει ένα μουσείο πολιτιστικής κληρονομιάς με αυθεντική επίπλωση εκείνης της περιόδου και καθημερινά χρηστικά αντικείμενα που είχε κάθε οικογένεια. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η εσωτερική διαρρύθμιση του οικήματος, η οποία πρόσφερε σχετικά μεγάλους κι άνετους χώρους παρά το μικρό μέγεθος που δείχνει εξωτερικά. Επίσης οι λευκοί ασβεστωμένοι τοίχοι παρέχουν μια φωτεινότητα στα δωμάτια, παρά τα μικρά παράθυρα που διέθεταν και τα θολωτά ταβάνια πρόσθεταν μια ζεστασιά στους χώρους. Παρά το μεγάλο μου ύψος, θα έμενα ευχάριστα σε ένα απ' αυτά τα παραδοσιακά σπίτια. 
Μετά το Trullo Sovrano, διασχίσαμε την κεντρική οδική αρτηρία του χωριού, την Corso Vittorio Emanuele περνώντας τη Piazza del Popolo στην οποία βρίσκεται το δημαρχείο και σταματήσαμε για λίγο στη βεράντα που ανοίγεται πίσω από την ολόλευκη εκκλησία της Santa Lucia για να θαυμάσουμε από ψηλά τη διασημότερη και πιο πολυφωτογραφημένη γειτονιά Rione Monti, όπου τα παραδοσιακά σπιτάκια του Αλμπερομπέλο ανηφορίζουν σε μια πλαγιά κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας έναν όμορφο παραδοσιακό οικισμό, ο οποίος στις μέρες μας έχει τουριστικοποιηθεί σε αρκετό βαθμό, σβήνοντας με αυτόν τον τρόπο τον αυθεντικό του χαρακτήρα. 
Ανηφορίζοντας στην παραδοσιακή συνοικία Rione Monti, διαπιστώναμε πως είχε κάπως καλυφθεί το παραδοσιακό στοιχείο των τρούλων πίσω από καταστήματα με τουριστικά είδη, μοντέρνα καφέ κι εστιατόρια τα οποία ήταν γεμάτα τουρίστες. Ήταν από τις στιγμές των μέχρι σήμερα ταξιδιών μου, που ένιωσα άβολα στη σκέψη ότι άνηκα σ' αυτό το πολυεθνικό πλήθος που είχε κατακλύσει τα στενά του Αλμπερομπέλο. Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη συνοικία βρίσκονται τα περισσότερα αξιοθέατα του χωριού, όπως το Trullo Siamese με τους δίδυμους τρούλους του, ο οποίος σύμφωνα με τον τοπικό μύθο κατοικούταν από δυο αδέλφια τα οποία ήθελαν την ίδια γυναίκα. Όταν εκείνη επέλεξε τον μικρότερο αδελφό, ο άλλος χώρισε το σπίτι στη μέση χτίζοντας έναν τοίχο, σχηματίζοντας παράλληλα τους δυο πανομοιότυπους τρούλους. 
Δύο ακόμη αξιοθέατα είναι ο "Il trullo più piccolo di Alberobello" ο μικρότερος δηλαδή τρούλος του Αλμπερομπέλο κι η εκκλησία του Saint Antonio da Padova, η οποία είναι η μοναδική εκκλησία στον κόσμο που έχει χτιστεί στο ύφος των σπιτιών του χωριού. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1927 μετά από πρωτοβουλία ενός ντόπιου ιερέα για να εξυπηρετηθεί η φτωχή κοινότητα του Rione Monti. Μιας κι ο οικισμός ήταν προστατευμένος μετά από το βασιλικό διάταγμα του 1910, η εκκλησία χτίστηκε σ' αυτό το αρχιτεκτονικό στυλ. Ο κύριος τρούλος του ναού έχει ύψος 18 μέτρα κι ο εσωτερικός διάκοσμος είναι λιτός, με μοναδικό αξιοπρόσεκτο σημείο την τοιχογραφία "Το Δέντρο της Ζωής" του διάσημου ζωγράφου της Απουλίας, Αντόλφο Ρόλο.
Για τις περιπλανήσεις μας στο χωριό, προτιμήσαμε τα πιο ήρεμα σοκάκια, παρατηρώντας τους γεωμετρικούς σχηματισμούς της ξερολιθιάς των τρούλων, την πολύχρωμη διακόσμηση των κατοίκων στους μικρούς υπαίθριους χώρους των σπιτιών τους αλλά και τα σύμβολα που ήταν σχεδιασμένα πάνω στις σκεπές, τα οποία προστάτευαν τις οικογένειες από το κακό μάτι ή δήλωνα την πίστη των ιδιοκτητών του κάθε  σπιτιού. Επίσης, σε κάποιες σκέπες ήταν σχεδιασμένα τα σύμβολα ισχύος των οικογενειών που τα κατοικούσαν. 
Από το Αλμπερομπέλο φύγαμε με μια ευχάριστη διάθεση που πήγαζε από την λάμψη των λευκών σπιτιών αλλά και με μια κόπωση από το πλήθος των τουριστών που συνωστίζονταν στα στενά του, σε μια όχι και τόσο ιδιαίτερη τουριστική περίοδο. Ευτυχώς αυτήν την κοσμοσυρροή δεν την συναντήσαμε στους άλλους δυο προορισμούς που επισκεφθήκαμε στην Απουλία. 

Επιλέξαμε να επισκεφθούμε το Οστούνι και την Μονόπολη την ίδια μέρα χρησιμοποιώντας το τραίνο που συνδέει το Μπάρι με το Λέτσε. Ήδη από την πρώτη κάθοδό μας προς την "Φλωρεντία του Νότου" διακρίναμε τα λευκά τείχη του Οστούνι να ορθώνονται πάνω από τους ελαιώνες της περιοχής Alt Salento. Την ίδια εικόνα αντικρίσαμε ξανά όταν κατηφορίσαμε προς το νότο για να το επισκεφθούμε. Έξω από τον σταθμό, ο οποίος βρισκόταν στα πεδινά, μας περιμέναν παραδοσιακά τρίκυκλα ταξί για να μας ανεβάσουν πάνω στη "Λευκή Πόλη" (La Città Bianca) της Απουλίας ή ως το "Λευκό Μαργαριτάρι" (La Perla Bianca). Υπήρξαν κάμποσοι που προτίμησαν να ανεβούν με τα πόδια καθώς η απόσταση δεν είναι ιδιαίτερα αποτρεπτική. Θέλοντας όμως να επισκεφθούμε το απόγευμα την Μονόπολη, επιλέξαμε ένα από τα ταξί. 
Το Οστούνι είναι χτισμένο πάνω σε τρεις χαμηλούς λόφους, οι οποίοι προσφέρουν πανοραμική θέα προς την Αδριατική θάλασσα. Η πόλη έχει αρχίσει να αναδεικνύεται τουριστικά την τελευταία δεκαετία, γεγονός που την κάνει να διατηρεί ακόμη την αυθεντικότητά της. Το όνομα της προέρχεται από την αρχαία ελληνική της ονομασία "Αστυνέον". Αρχικά, η περιοχή είχε κατοικηθεί από τους Μεσσάπιους, αλλά η πόλη τους καταστράφηκε κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο από τον Αννίβα. Στη συνέχεια κατοικήθηκε από Έλληνες αποίκους, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Αστυνέον, δηλαδή Νέα Πόλη. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη κατακτήθηκε από τους Οστρογότθους, τους Λομβαρδούς, τους Σαρακηνούς και τους Νορμανδούς. Το 1507 πέρασε στην κατοχή της Ισαβέλλας της Αραγωνίας. Εκείνη την περίοδο, οι Αραγώνες περιτείχισαν την πόλη ώστε να την προστατεύσουν από τις τουρκικές επιδρομές. Παρόλο που τα τείχη κράτησαν τους εχθρούς μακριά, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν την ηρεμία εντός της πόλης καθώς το Οστούνι επαναστάτησε πολλές φορές εναντίων των Βουρβόνων μέχρι να αυτοανακηρυχθεί το 1799 σε ελεύθερη πόλη και δημοκρατία. Ωστόσο, μετά το Συνέδριο της Βιέννης επέστρεψε στους Βουρβόνους μέχρι το 1860, οπότε και έγινε τμήμα της Ιταλίας. Παρόλο που η πόλη πέρασε από πολλά χέρια κατακτητών, έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα το ελληνικό αρχιτεκτονικό της στοιχείο, γεγονός που την κάνει να φαίνεται αρκετά οικεία στα μάτια μας.
Το ταξί μας άφησε στην Piazza della Liberta, στην καρδιά της πόλης όπου βρίσκεται το δημαρχείο το οποίο στεγάζεται σε ένα παλιό μοναστήρι κι η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, η οποία χρονολογείται από τον 14ο αι. Στη συγκεκριμένη πλατεία βρίσκεται κι η στήλη του Αγίου Ορόνζo (Sant' Oronzo), με τον προστάτη της πόλης να ορθώνεται στην κορυφή της. Η Στήλη του Αγίου Ορόνζο, γνωστή και ως Κωδωνοστάσιο του Αγίου Ορόνζο, κατασκευάστηκε το 1771 από τον έμπειρο γλύπτη του Οστούνι, Τζουζέπε Γκρέκο. Η κατασκευή του καθοδηγήθηκε από βαθιά αφοσίωση και βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον πολιούχο της πόλης, τον Άγιο Ορόνζο, ο οποίος ήταν σεβαστός για τη σωτηρία του Οστούνι από την καταστροφική πανώλη. Υψώνεται σε εντυπωσιακό ύψος περίπου είκοσι μέτρων κι αποτελεί την επιτομή του πληθωρικού μπαρόκ στυλ εκείνης της περιόδου. Ο οβελίσκος αποτελείται από τέσσερα ξεχωριστά επίπεδα, καθένα από τα οποία είναι διακοσμημένο με περίπλοκες λεπτομέρειες που γιορτάζουν την αφοσίωση της πόλης στον Άγιο Ορόνζο. 
Από την κεντρική πλατεία ανηφορίσαμε την Via Cattedrale, η οποία οδηγεί στον καθεδρικό της πόλης. Κατά τη διάρκεια της ανάβασής μας, κάθε τόσο ξεπροβάλλανε μικρά σοκάκια που είχαν έντονη αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Προσωπικά, μου θύμιζαν αρκετά τα Μαστιχοχώρια της Χίου με ασβεστομένες τις όψεις των σπιτιών όπως είναι στις Κυκλάδες. Κάθε τόσο το βλέμμα μας έπεφτε πάνω σε αρχοντικές πύλες που διατηρούσαν το μπεζ χρώμα της πέτρας του Λέτσε, δίνοντας έναν πιο γήινο τόνο στις κατάλευκες προσόψεις. Η ανηφόρα της Via Cattedrale καταλήγει σε μια ακόμη καμάρα, η οποία μας έβγαλε μπροστά στον Καθεδρικό. 
Ο Καθεδρικός Ναός του  Οστούνι (Duomo di Ostuni; Basilica concattedrale di Santa Maria Assunta) είναι ένας Ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται στη θέση μιας παλαιότερης εκκλησίας που ασκούσε ορθόδοξες τελετουργίες πριν από το 1000 μ.Χ. Αρχικά είχε ρομανικό ύφος καθώς ανεγέρθηκε το 1228-1229 από τον Φρειδερίκο Β' της Σουαβίας. Όμως, ένας μεγάλος σεισμός που σημειώθηκε το 1456, την ισοπέδωσε. Κατά τη διάρκεια του 1469-1495 ξαναχτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό, αποκτώντας τον 15ο αιώνα τον πανέμορφο ρόδακα της πρόσοψής του. Το 1970 πραγματοποιήθηκε μια αναστήλωση στον ναό (αναπαλαιώθηκε ξανά μεταξύ 2006 και 2007), αναδεικνύοντας διακοσμητικά στοιχεία της αρχικής ρομανικής αρχιτεκτονικής. Ο καθεδρικός ναός ανακηρύχθηκε σε Εθνικό Μνημείο το 1902 ενώ το 2011 έλαβε το καθεστώς μιας μικρής βασιλικής.
Απέναντι από τον Καθεδρικό του Οστούνι στέκει η Αψίδα Σκόπα (Arco Scoppa), η οποία αποτελεί απόδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς κι αρχιτεκτονικής λαμπρότητας της πόλης. Η αρχική της μορφή ήταν ξύλινη και συνέδεε το Palazzo Vescovile (Το Παλάτι του Επισκόπου) με το Palazzo del Seminario (Το Παλάτι του Σεμιναρίου) αλλά το 1750 αντικαταστάθηκε με μια πέτρινη, η οποία προσπάθησε να αντιγράψει τη Γέφυρα των Στεναγμών της Βενετίας. Αυτή η αλλαγή αναφέρεται στη λατινική επιγραφή που είναι τοποθετημένη στο fastigium. Λέει: «PONS ERAT E LIGNO / CONSTRUXIT MARMORE /SCOPPA / MUNIAT UT TIMIDIS / PER LOCA TUTA VIAM / CESI RECTOR FECIT /A. D. 1750». (Αρχικά ήταν μια ξύλινη γέφυρα. Ο Επίσκοπος Σκόππα έχτισε μια νέα πέτρινη, προς όφελος όποιου φοβόταν να τη χρησιμοποιήσει, και η διέλευση θα ήταν λιγότερο επικίνδυνη, μέσω ενός ασφαλούς μονοπατιού). 
Από το ψηλότερο σημείο της πόλης, όπου βρίσκεται ο Καθεδρικός ναός, συνεχίσαμε τις περιπλανήσεις μας στα γραφικά καλντερίμια του Οστούνι. Πέρα από την αρχιτεκτονική που παρέπεμπε σε ελληνικό τοπίο, ήταν κι οι βουκαμβίλιες αλλά κι οι φραγκοσυκιές που μας μπέρδευαν κάνοντάς μας να ξεχνάμε κάθε τόσο ότι περπατάμε σε ιταλικό έδαφος. Η περιπλάνησή μας μας οδήγησε στην Porta Nova, μια από τις αρχαίες πύλες του Οστούνι, που συνδέουν το παλιό με το σύγχρονο κομμάτι της πόλης. Τη διασχίσαμε και κατηφορίσαμε στον μεγάλο περίπατο έξω από τα Λευκά Τείχη. 
Τα Cinta Muraria, γνωστά κι ως Mura Aragonesi, είναι μια εντυπωσιακή σειρά αρχαίων τειχών που χρονολογούνται από τον 15ο αι. Περπατώντας στον πεζόδρομο που απλώνεται κάτω από τα τείχη, είχαμε από τη μια τους ελαιώνες που απλώνονταν ως την Αδριατική θάλασσα κι από την άλλη την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, η οποία εξακολουθεί να είναι ζωντανή καθώς ένα μεγάλο μέρος των οχυρώσεων έχουν μετατραπεί σε κατοικίες. Οπότε πάνω από τις πολεμίστρες και τους απόρθητους πύργους, υπήρχαν μπαλκόνια με τραπεζάκια κι απλωμένα πολύχρωμα ρούχα που δημιουργούσαν μια αντίθεση με το κυρίαρχο λευκό των οχυρώσεων. 
Καθώς κάναμε μια τελευταία βόλτα κάτω από τα Λευκά Τείχη του Οστούνι, διακρίναμε στον ορίζοντα το θεόρατο καμπαναριό του Καθεδρικού της Μονόπολης, να μας καλεί για την απογευματινή μας βόλτα στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής. Έχοντας χορτάσει την αιγαιοπελαγίτικη αύρα του Οστούνι, κατηφορίσαμε με λεωφορείο στο σταθμό των τραίνων περιμένοντας το επόμενο που θα περνούσε για Μπάρι για να μας πάρει. 

Η Μονόπολη (Monopoli) που μέχρι χθες την γνώριζα μόνο ως τίτλο επιτραπέζιου παιχνιδιού, είναι μια παραθαλάσσια πόλη που εξακολουθεί να διατηρεί την αυθεντικότητά της σε αντίθεση με άλλα διάσημα ιταλικά παραλιακά θέρετρα. Η αρχαία Μονόπολις ιδρύθηκε από Έλληνες το 500 π.Χ. κι η στρατηγική της θέση την έκανε περιζήτητη, με πρώτους κατακτητές τους Ρωμαίους, οι οποίοι την είχαν συμπεριλάβει όταν κατασκεύασαν τη Via Traiana, έναν από τους σημαντικότερους δρόμους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 
Η ιστορία της πόλης δεν υπήρξε ήρεμη καθώς πολιορκήθηκε κι από άλλους λαούς. Την περίοδο της βυζαντινής και μετέπειτα νορμανδικής κατοχής αναδείχθηκε σε ακμάζον λιμάνι, ενώ στη συνέχεια, ακολούθησε η προσάρτησή της στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, γύρω στο 1400, γεγονός που ανέβασε το κύρος της ως ναυτική και εμπορική δύναμη σε επίπεδα αντάξια του Αμάλφι, της Γένοβας και της ίδιας της Βενετίας. Για αυτό το λόγο χτίστηκαν οχυρωματικά έργα και αμυντικά τείχη για προστασία από πειρατές και πολιορκητές, μέρος των οποίων διασώζεται μέχρι σήμερα συμβάλλοντας στη γραφική της εικόνα. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος του γοητευτικού της χαρακτήρα οφείλεται σε αυτό το μακρινό της παρελθόν, τόσο με το μικρό λιμανάκι Porto Vecchio το οποίο αιώνες τώρα φιλοξενεί τις παραδοσιακές ψαρόβαρκες της πόλης με το έντονο μπλε και κόκκινο χρώμα, όσο και με το επιβλητικό κάστρο Castello Carlo V που ανεγέρθηκε στην άκρη της πόλης κατά την περίοδο της ισπανικής κυριαρχίας.
Η απογευματινή μας περιπλάνηση ξεκίνησε από τον σταθμό των τραίνων με κατεύθυνση προς τον Καθεδρικό ναό Μadonna della Μadia ή αλλιώς Basilica Cattedrale Maria Santissima della Madia, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην προστάτιδα της πόλης κι η ιστορία του πατάει πάνω σε έναν τοπικό θρησκευτικό θρύλο. Στη θέση του σημερινού θεαματικού μπαρόκ ναού με το θεόρατο καμπαναριό, υπήρχε μια προγενέστερη εκκλησία. Όταν άρχισε η ανοικοδόμηση του νέου ναού, οι εργασίες σταμάτησαν λόγω έλλειψης πόρων καθώς δεν υπήρχαν αρκετά δοκάρια για να ολοκληρωθεί η οροφή. Τότε είναι που συνέβη το "θαύμα", καθώς στις 15 Δεκεμβρίου του 1107 εμφανίστηκε στο λιμάνι της πόλης μια μεγάλη σχεδία αποτελούμενη από τόσα ξύλινα δοκάρια, όσα απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του ναού, με την εικόνα της Μadonna della Μadia να επιπλέει πάνω της. Ο ρομανικού ρυθμού ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 1442, όταν και καθαγιάστηκε. Όμως δύο από τα τρία καμπαναριά υπέστησαν ζημιές κατά την πολιορκία του Μαρκησίου Ντελ Βάστο το 1528 ενώ ο εναπομείνας πύργος κατέρρευσε το 1686, σκοτώνοντας σαράντα κατοίκους της πόλης. Τη θέση εκείνου του ρωμανικού ναού πήρε στα μέσα του 18ου αιώνα ο σημερινός καθεδρικός, με το πολυτελές μπαρόκ εσωτερικό διάκοσμο. Στον εσωτερικό του διάκοσμο ξεχωρίζουν τα υπέροχα παρεκκλήσια από πολύχρωμο μάρμαρο και οι νωπογραφίες με τους τέσσερις Απόστολους. Φυσικά, πολυτιμότερο στοιχείο της εκκλησίας είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, τοποθετημένη στο περίτεχνο ιερό και πλαισιωμένη από ασημένια και μαρμάρινα χερουβείμ. Στους εορτασμούς που γίνονται δύο φορές το χρόνο – 14 Αυγούστου και 16 Δεκεμβρίου – σε ανάμνηση του θαύματος, ομοίωμα της εικόνας μεταφέρεται πανηγυρικά σε πομπή και εν τέλει τοποθετείται εν μέσω πυροτεχνημάτων, στην ίδια εκείνη σχεδία που σώζεται ως τις μέρες μας. Ένα ακόμη ιδιαίτερο στοιχείο του συγκεκριμένου ναού είναι πως υπάρχει ένα ακόμη αντίγραφο της συγκεκριμένης αγιογραφίας, τοποθετημένο στην κορυφή του πανύψηλου καμπαναριού.
Από τον καθεδρικό κατηφορίσαμε στην Cala Porta Vecchia, μια από τις πιο κοντινές παραλίες της πόλης, η οποία βρίσκεται προστατευμένη κάτω από τα σωζόμενα οχυρωματικά τμήματα της πόλης Bastione di Babula και Bastione Santa Maria, τα οποία εξακολουθούν να προστατεύουν την παλιά πόλη από την φθορά της αλμύρας. Καθώς πηγαίναμε προς τα εκεί, σταθήκαμε μπροστά από την μακάβρια πύλη ενός ναού. Ο διάκοσμός της είχε αρκετούς σκελετούς κι επικεντρωνόταν έντονα στον Θρίαμβο του Θανάτου, με αρκετούς σκελετούς που συμβολίζουν την ισότητα όλων μας απέναντι στο θάνατο. Η συγκεκριμένη πύλη ανήκει στην Εκκλησία του Καθαρτηρίου του 17ου αι. η οποία είναι γνωστή κι ως Santa Maria del Suffragio αλλά κι ως Εκκλησία των Όρθιων Νεκρών καθώς φιλοξενεί πώματα από την κατάρρευση του καμπαναριού του Καθεδρικού που είχε σημειωθεί το 1686. Ο συγκεκριμένος ναός χτίστηκε στη μνήμη των θυμάτων εκείνου του καταστροφικού και πολύνεκρου συμβάντος. Μέσα στον ναό βρίσκεται και το λεγόμενο Παρεκκλήσι των Μούμιων, όπου διακρίνονται μουμιοποιημένα σώματα ντυμένα σε λευκούς χιτώνες με μαύρες κάπες. Τα συγκεκριμένα λείψανα ανήκαν στην Αδελφότητα του Καθαρτηρίου. Δυστυχώς ο ναός ήταν κλειστός μ' αποτέλεσμα να μην μας δοθεί η δυνατότητα να θαυμάσουμε τον υπέροχο διάκοσμο του κεντρικού βωμού του ναού σκαλισμένο με την μαλακή πέτρα του Λέτσε. 
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας πίσω από τα παραθαλάσσια τείχη, ακούγοντας κάθε τόσο τον φλοίσβο στα βράχια της ακτογραμμής. Λίγα μέτρα πριν βγούμε στην όμορφη προκυμαία της Santa Maria, συναντήσαμε μια λιλιπούτια εκκλησία με μυστικιστική όψη, καθώς η αλμύρα της θάλασσας έχει φθείρει αρκετά την νεοκλασική της πρόσοψη. Ο San Vito είναι ένα παρεκκλήσι του 16ου αι. που άνηκε στην οικογένεια Del Lago, της οποίας το οικόσημο εξακολουθεί να είναι ορατό πίσω από το βωμό μαζί με έναν καμβά του Αγίου Βίτου με τον σκύλο του. Σήμερα, ο ναός ανήκει σε ιδιώτες κι είναι προσβάσιμος στο κοινό όταν οι ιδιοκτήτες του βρίσκονται εκεί. Στην απογευματινή μας βόλτα σταθήκαμε τυχεροί καθώς ο επιστάτης, κύριος Peppino βρισκόταν εκεί καλωσορίζοντάς μας ευγενικά στην είσοδο του ναού 
Περπατώντας στην παλιά προκυμαία συναντήσαμε ένα ακόμη ενδιαφέρον αξιοθέατα της πόλης, το οποίο κουβαλάει με τη σειρά του μια όμορφη ιστορία. Αναφέρομαι στην Chiesa di San Salvatore, μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Μονόπολης, που χρονολογείται από το 313μ.Χ. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ναού είναι η διαφορετική κατεύθυνση της πρόσοψή της σε σχέση με τους υπόλοιπους ναούς, καθώς η συγκεκριμένη εκκλησία κοιτάει προς τη θάλασσα κι ο λόγος που συμβαίνει αυτό σχετίζεται με τον μύθο που κουβαλάει το χτίσιμό της. Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, η εκκλησία χτίστηκε από πειρατές που σώθηκαν όταν το πλοίο τους ναυάγησε στα ανοιχτά της πόλης. Ούτε σ' αυτήν την εκκλησία καταφέραμε να μπούμε αν κι αυτό που έμαθα αργότερα είναι πως ο εσωτερικός της χώρος είναι πλέον άδειος καθώς πολλά έργα τέχνης καλλιτεχνών της Ναπολιτάνικης σχολής μεταφέρθηκαν σε άλλες εκκλησίες καθώς ο συγκεκριμένος εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 20ου αι. και λεηλατήθηκε κατ' επανάληψη. 
Η βόλτα μας στην προκυμαία, μας οδήγησε στο  Κάστρο του Καρόλου Ε΄ της Ισπανίας – Castello Carlo V, ένα έξοχο δείγμα παραθαλάσσιων οχυρωματικών έργων του 16ου αιώνα. Χτισμένο πάνω σε μια στενή χερσόνησο, το πεντάγωνο κτίσμα που φέρεται να ολοκληρώθηκε το 1552 από τους Ισπανούς κατακτητές, έχει ενσωματωμένα στη δομή του έναν κυλινδρικό ρωμαϊκό πύργο και την αρχαία βασιλική San Nicola della Pinna, που αποτελεί ακόμη και σήμερα την εκκλησία του φρουρίου. Στην πορεία της ιστορίας του χρησιμοποιήθηκε και για τη στέγαση του ισπανικού στρατού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα λειτούργησε ως φυλακή. Το κάστρο σήμερα δεν είναι επισκέψιμο παρά μόνο όταν γίνονται κάποιες περιοδικές καλλιτεχνικές εκθέσεις. 
Διασχίζοντας μια οχυρωματική πύλη βρεθήκαμε στο Porto Antico, το παλιό λιμάνι της πόλης με τις τις χαρακτηριστικές ψαρόβαρκες σε έντονο μπλε και κόκκινο χρώμα, οι οποίες έρχονται σε έντονη αντίθεση με τα γήινα και λευκά χρώματα των σπιτιών της Μονόπολης. Οι συγκεκριμένες ψαρόβαρκες ονομάζονται "gozzo" κι εξακολουθούν να εφοδιάζουν καθημερινά τους κατοίκους με φρέσκια θαλασσινά. Είχαμε την τύχη να απολαύσουμε τη βόλτα μας εκεί λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Το απαλό φως του ήλιου πρόσφερε έναν θερμό τονισμό στις προσόψεις των σπιτιών ενώ ένας Ιταλός τραγουδιστής έντυνε τη βόλτα μας με διάσημα ιταλικά άσματα.  
Από το παλιό λιμάνι εισχωρήσαμε ξανά στο παλιό κομμάτι της Μονόπολης, γεμάτο αριστοκρατικά παλάτσα που μαρτυρούσαν το πλούσιο παρελθόν της πόλης. Το πιο διάσημο απ' αυτά είναι το Palazzo Palmieri που βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία. Αυτό το έξοχο δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα με τα περίτεχνα μαρμάρινα δάπεδα, τις αψιδωτές πύλες και τις μεγαλοπρεπείς νωπογραφίες στις οροφές, ανήκε στην επιφανή οικογένεια Palmieri και κατοικούνταν έως τη δεκαετία του 1920. Χωρίς να υπάρχουν διάδοχοι στην οικογένεια, το εντυπωσιακό κτίσμα μετατράπηκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και κέντρο προώθησης των τεχνών. 
Έχοντας ολοκληρώσει τις βόλτες μας και στην Μονόπολη, ξαποστάσαμε στην Piazza Giuseppe Garibaldi, στην κεντρική πλατεία της παλιάς πόλης, λίγο πριν πάρουμε το τραίνο της επιστροφής για το Μπάρι. Αυτό που έκανε τις περιπλανήσεις μας μοναδικές, είναι ότι οι τρεις πόλεις της Απουλίας που επισκεφθήκαμε έχουν έναν εντελώς ξεχωριστό χαρακτήρα και κουβαλάνε μια διαφορετική πλούσια ιστορία, μ' αποτέλεσμα να είναι τελείως διαφορετικές παρόλο που απέχουν η καθεμία από την άλλη λίγα μόνο χιλιόμετρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μέσα σε ένα διήμερο να θαυμάσουμε τις μοναδικές ξερολιθιές του Αλμπερομπέλο, να περιπλανηθούμε στα ολόλευκα σοκάκια του Οστούνι και να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα στο παλιό λιμάνι της Μονόπολης έχοντας συντροφιά τις όμορφες ψαρόβαρκές της. 

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Φράιμπουργκ, η ηλιόλουστη πράσινη πόλη των ελεύθερων

 


Ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό του Μάη, διασχίσαμε με λεωφορείο τον ποταμό Ρήνο με κατεύθυνση την πιο ηλιόλουστη κι οικολογική πόλη της Γερμανίας, το Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου (Freiburg im Breisgau). Το Φράιμπουργκ είναι μια ιδιαίτερη πόλη τόσο για την 900 χρόνων ιστορία της όσο και για τη γεωγραφική της θέση. Μπορεί στον γερμανικό χάρτη να βρίσκεται στην νοτιοδυτική γωνία της χώρας και συγκεκριμένα στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, αλλά με βάση τον χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου, η πόλη βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της Ευρώπη έχοντας δίπλα της την Γαλλία και την Ελβετία. Επίσης, το Φράιμπουργκ είναι μια μικρή ήσυχη πόλη με υψηλή αισθητική και εξαιρετικές συνθήκες καθημερινού πολιτισμού. 
Το Φράιμπουργκ που σημαίνει "Οχυρωμένη πόλη των ελεύθερων ανθρώπων", είναι μια πόλη 220.000 κατοίκων, δίπλα στον Μέλανα Δρυμό και περιτριγυρισμένη από αμπελώνες, από τους οποίους παράγονται τα υψηλής ποιότητας κρασιά Riesling και Pinot Noir. Ωστόσο, οι κάτοικοι του, νιώθουν περήφανοι για την πόλη τους διότι θεωρείται η πιο ηλιόλουστη της Γερμανίας αλλά κι η πιο πράσινη, καθώς έχει υιοθετήσει πρωτοποριακές οικολογικές πολιτικές και πρακτικές στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στην εναλλακτική ενέργεια αλλά και στη διαχείριση των απορριμμάτων, καταφέρνοντας να μειώσει δραστικά το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Μάλιστα, για τους επισκέπτες της πόλης έχουν σηματοδοτηθεί ειδικές διαδρομές που επιδεικνύουν αυτό το χαρακτηριστικό. 
Παράλληλα, η πόλη προσφέρει ένα υψηλό επίπεδο πολιτισμού και καθημερινής διαβίωσης καθώς φιλοξενεί μια πληθώρα φεστιβάλ καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, όπως το Φεστιβάλ Τζαζ του Φράιμπουργκ και το Φεστιβάλ Κρασιού Breisgau. Τέλος, στην πόλη εδρεύει ένα από τα παλαιότερα και πιο διακεκριμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης, το οποίο μαζί με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ευρύτερης περιοχής, προσελκύει χιλιάδες φοιτητές από όλο τον κόσμο, προσφέροντας στην πόλη μια νεανική και ζωντανή ατμόσφαιρα. Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως σε μια από τις πανεπιστημιακές κλινικές του Φράιμπουργκ απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.
Κατά τη διάρκεια των 900 ετών ιστορίας της, η πόλη έζησε αρκετές ζοφερές περιόδους με πολέμους, πανδημίες, θρησκευτικούς φανατισμούς κι αλληλοσπαραγμούς. Παρ' όλα αυτά, μετά από κάθε καταστροφή, κατάφερνε να ορθοποδήσει ξανά. Τελευταία καταστροφή που υπέστη το Φράιμπουργκ, ήταν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι ισοπέδωσαν το 80% των κτηρίων της. Όμως μετά το τέλος του πολέμου, η πόλη χτίστηκε ξανά όπως ήταν αρχικά, αναδεικνύοντας τα μεσαιωνικά της κτήρια, που το κάθε ένα κουβαλούσε τη δική του ιστορία. Στις μέρες μας, η πόλη διαθέτει ένα καλοδιατηρημένο ιστορικό κέντρο με γραφικές πλατείες, ενδιαφέροντα μουσεία, πλακόστρωτους δρόμους με ζωντανή ατμόσφαιρα, χώρους τέχνης, μπυραρίες κι εστιατόρια. 
Μετά από μια σχετικά σύντομη και ξεκούραστη διαδρομή παράλληλα με τη γαλλογερμανική συνοριογραμμή, το λεωφορείο μας άφησε έξω από τον πολυσύχναστο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Χωρίς να κοιτάξουμε τον χάρτη στα κινητά μας και τις σημειώσεις που είχαμε κρατήσει για τα αξιοθέατα, ακολουθήσαμε το πλήθος, το οποίο κατευθυνόταν προς το ιστορικό κέντρο. 
Πρώτα συναντήσαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο αρχοντικό Colombischlössle, μια εντυπωσιακή νεογοτθική βίλα που χτίστηκε μεταξύ 1859 και 1861. Στην εκθεσιακή του συλλογή υπάρχουν αγαλματίδια από την εποχή του λίθου, είδωλα από την εποχή του Χαλκού, θησαυροί από κελτικούς βασιλικούς τάφους, αντικείμενα καθημερινής χρήσης κ.α. Το μουσείο περιβάλλεται από έναν όμορφο κήπο με παρτέρια, σιντριβάνια και υπαίθρια γλυπτά. Ένα απ' αυτά που μου τράβηξε το ενδιαφέρον, ήταν η μορφή ενός παιδιού που καβαλούσε ένα μεγάλο σαλιγκάρι. Ωστόσο, θα ήθελα να ομολογήσω πως ζήλεψα τις παρέες που απολάμβαναν την ηλιόλουστη μέρα κάνοντας πικ νιπ στον προαύλιο χώρο του μουσείου, μια όμορφη συνήθεια που έχω συναντήσει σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις.
Από το Αρχαιολογικό Μουσείο περάσαμε στην γραφική πλατεία Rathausplatz, στην οποία βρίσκονται το Νέο αλλά και το Παλιό Δημαρχείο. Το Παλαιό Δημαρχείο (Altes Rathaus) χτίστηκε το 1559 σε αναγεννησιακό στυλ και βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας. Η πρόσοψή του είναι διακοσμημένη με οικόσημα σημαντικών κυβερνητικών οικογενειών της πόλης ενώ πάνω από το κεντρικό ρολόι, στέκεται η ανάγλυφη μορφή του δικέφαλου αετού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, το κτήριο λειτουργεί ως τουριστικό γραφείο. 
Δίπλα ακριβώς από το Παλιό Δημαρχείο στέκει το Νέο Δημαρχείο (Neues Rathaus), το οποίο αποτελείται από δύο κατοικίες της αναγεννησιακής εποχής, που συνδέονται μεταξύ τους μέσα από μια στοά. Το κτήριο του Νέου Δημαρχείου είναι παλαιότερο από το κτήριο του Παλιού Δημαρχείου, καθώς χρονολογείται μεταξύ 1539 και 1545. Μέχρι το 1774 το συγκεκριμένο κτίσμα λειτουργούσε, για 300 χρόνια, ως Πανεπιστήμιο (Collegium Universitatis). Όμως στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της πόλης που πραγματοποιήθηκε το 1891, ο δήμος το αγόρασε με 140 μάρκα για να αντικαταστήσει το Παλιό Δημαρχείο. Σταθήκαμε τυχεροί καθώς το Νέο Δημαρχείο φιλοξενούσε έναν πολιτικό γάμο κι έτσι καταφέραμε να μπούμε διακριτικά μαζί με τους υπόλοιπους καλεσμένους στην εσωτερική του αυλή, όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσουμε τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα της στοάς και τα όμορφα ανάγλυφα στα λίθινα πλαίσια των παραθύρων του. 
Φεύγοντας από την πλατεία του Δημαρχείου και προσπερνώντας την αναστηλωμένη εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου, συναντήσαμε ένα από τα πιο διάσημα κι εντυπωσιακά γοτθικά σπίτια της πόλης, το διάσημο κατακόκκινο "Σπίτι των Φαλαινών" (Haus zum Walfisch), το οποίο χτίστηκε μεταξύ 1514 και 1516 από τον Jacob Vilinger von Schonenberg, ταμία του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α'. Το κτήριο αυτό κατοικήθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη της περιοχής, αλλά κι εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής, όπως ο Ολλανδός ανθρωπιστής Erasmus, ο οποίος έζησε εκεί από το 1529 ως το 1531, αφού πρώτα διέφυγε από τη Βασιλεία. Επίσης, σ' αυτό έμειναν οι ουμανιστές ιεροκήρυκες του Καθεδρικού, Otmar Nachtgall και Augustin Marius. Η περίεργη ονομασία του κτηρίου παρόλο που δεν έχει φάλαινες στο γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψής του, προέρχεται σύμφωνα με τον ιστορικό Πέτερ Καλτσάλλερ, από την Βίβλο και την ιστορία του προφήτη Ιωνά και της Φάλαινας. Το κτήριο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς του 1944 και ξαναχτίστηκε μεταξύ 1946 και 1948. Αξίζει να σημειωθεί πως το κτήριο αυτό έγινε παγκοσμίως γνωστό μέσα από την ταινία τρόμου Suspiria (1977) του Dario Argento, όπου εμφανίζεται ως Ακαδημία Χορού.
Από το "Σπίτι των Φαλαινών" κινηθήκαμε προς την Münsterplatz έχοντας σημάδι το πανύψηλο καμπαναριό του Καθεδρικού. Η Πλατεία του Καθεδρικού υπήρξε ένα γραφικό σημείο της πόλης γεμάτη ιστορικά μνημεία, τα οποία ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς του 1944. Τα μόνα κτήρια που γλίτωσαν από τη λαίλαπα του πολέμου είναι ο Καθεδρικός ναός και το Wentzingerhaus, το οποίο είναι ένα όμορφο μπαρόκ αρχοντικό του 1761 που σήμερα στεγάζει το μουσείο της ιστορίας της πόλης. 
Την μέρα που επισκεφθήκαμε την πόλη, η πλατεία του Καθεδρικού φιλοξενούσε άπειρους πάγκους με τοπικά προϊόντα ενώ από την νότια πλευρά του ναού, διάφορα βαν προσέφεραν πολλές γερμανικές γαστρονομικές σπεσιαλιτέ συνοδευόμενα με άφθονη μπύρα και κρασί. Όλη η πλατεία είχε μετατραπεί σε ένα ευχάριστο πανηγύρι με πλανόδιους μουσικούς και νεανικά συγκροτήματα που ανέβαζαν περαιτέρω την ηλιόλουστη διάθεση τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών της πόλης. Ήταν αδύνατον να μην παρασυρθούμε κι εμείς τόσο από τις νοστιμιές όσο κι από τους ρυθμούς γνώριμων μουσικών κομματιών.
Σ' αυτήν την όμορφη υπαίθρια γιορτή, είχαμε ως φόντο την κατακόκκινη πρόσοψη του Historisches Kaufhaus, ενός εντυπωσιακού αναγεννησιακού κτηρίου του 14ου αι. που λειτουργούσε παλαιότερα ως αίθουσα εμπόρων κι αποθήκη τροφίμων. Η δημιουργία του ξεκίνησε το 1378, ενώ ολοκληρώθηκε (με τη μορφή που βλέπουμε σήμερα) το 1520. Δεν είναι γνωστό ποιος είναι ο αρχιτέκτονά του, αν και εικάζεται πως ήταν ο Lienhardt Müller. Πέραν από την πορφυρή του πρόσοψη, διαθέτει πανέμορφα βιτρό τζάμια, ενώ στη κορυφή του στέκονται τέσσερα αγάλματα, τριών αυτοκρατόρων, του Μαξιμιλιανό Α, του Κάρολου Β και του Φερδινάνδου Α, καθώς και του Φίλιππου της Καστίλλης, γιου του Μαξιμιλιανού Α, ο οποίος πέθανε πριν από τον πατέρα του και έτσι δεν πρόλαβε να γίνει αυτοκράτορας. Σήμερα στεγάζει καταστήματα και καφετέριες και φιλοξενεί αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Αυτό όμως που κλέβει τις εντυπώσεις στη συγκεκριμένη πλατεία, είναι ο περίφημος Münster, ο Καθεδρικός Ναός του Φράιμπουργκ, με τον επιβλητικό του όγκο και την μοναδική του αρχιτεκτονική. Η ανέγερση του ναού ξεκίνησε το 1200 σε ρωμανικό στιλ (romanesque) από τον Δούκα του Zähringen Berthold V, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει έναν κατάλληλο τόπο ταφής για τους δούκες, που μέχρι τότε θάβονταν παραδοσιακά στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου στον Μέλανα Δρυμό. Ο καθεδρικός χτίστηκε στα θεμέλια μιας παλιότερης εκκλησίας, της «Konradinische» που υπήρχε εκεί από την αρχή της πόλης το 1120. Η κατασκευή του Καθεδρικού συνεχίστηκε το 1230 σε γοτθικό στιλ και ολοκληρώθηκε το 1360, εκτός από το κομμάτι της χορωδίας και των παρεκκλησιών που χρειάστηκε πάνω από 150 χρόνια για να ολοκληρωθεί, δηλαδή το 1536. Έκτοτε παρέμεινε άθικτος. Τα έντεκα παρεκκλήσια που βρίσκονται περιμετρικά της χορωδίας, πήραν το όνομά τους από τις οικογένειες που κάνανε σημαντικές δωρεές για την κατασκευή του ναού και μερικά από αυτά περιέχουν υψηλού επιπέδου έργα τέχνης. 
Μέχρι το 1330, το Münster ήταν ένα από τα ψηλότερα εκκλησιαστικά κτήρια στον κόσμο. Στις μέρες μας, ο ναός εντυπωσιάζει με τον πύργο του, ο οποίος φτάνει σε ύψος 116 μέτρα και θεωρείται ένας από τους πιο όμορφους στον χριστιανικό κόσμο. Ο θεόρατος πύργος φιλοξενεί 19 καμπάνες με συνολική μάζα περίπου 25 τόνων. Η παλαιότερη καμπάνα είναι η «Hosanna» από το 1258, η οποία ζυγίζει 3.290 κιλά. Για να φτάσει κανείς στην κορυφή του πρέπει να ανεβεί 333 σκαλιά. Επίσης, μεγάλη εντύπωση προκαλεί η πλούσια διακόσμηση της πύλης του, που αποτελείται από πολυάριθμες πέτρινες φιγούρες κι έντονα χρώματα. Το εσωτερικό του είναι εξίσου εντυπωσιακό, αφού είναι διακοσμημένο με φιγούρες και σκηνές από τη Βίβλο. Τέλος, τα βιτρό προέρχονται από όλες τις περιόδους κατασκευής του Καθεδρικού ναού, από τα οποία τα περισσότερα δωρίστηκαν σαν τάματα από τις τοπικές συντεχνίες (Zünfte), κάτι που φανερώνεται από τα σύμβολα που βρίσκονται σ' αυτά, όπως το γνωστό γερμανικό κουλουράκι, μπότες κ.α.
Στον εξωτερικό διάκοσμο του ναού, στέκουν 91 μεμονωμένες φιγούρες gargoyles, οι οποίες λειτουργούσαν ως υδρορροές προστατεύοντας τη σκεπή από το νερό της βροχής. Επίσης, η παράδοση λέει πως τα gargoyles κρατούσαν τους κακούς δαίμονες μακριά από την εκκλησία. Επίσης, αυτά τα φανταστικά θηρία διατηρούσαν μια σαφής και συνεχής υπενθύμιση ότι υπάρχει ο διάβολος και η αρχική αμαρτία στους ανθρώπους. Γι’αυτό το λόγο πολλά από αυτά τα τρομακτικά πλάσματα απεικονίζονται βασανισμένα και παραμορφωμένα. Η πιο διάσημη από αυτές τις περίεργες φιγούρες, είναι ένας τύπος που δείχνει τον γυμνό του κώλο. Η ύπαρξη αυτής της μορφής έχει δημιουργήσει αρκετούς θρύλους. Κάποιοι πιστεύουν πως οι κάτοικοι του Φράιμπουργκ ήθελαν να δείξουν στον επίσκοπο τη γνώμη τους για αυτόν, διότι εκείνος προτιμούσε να ξοδεύει τα χρήματα της ενορίας για αλκοόλ κι όχι για να ολοκληρώσει την εκκλησία. Άλλοι λένε ότι ένας λιθοξόος μάστορας εξέφρασε την οργή του για τον μισθό που πληρώθηκε. Επίσης, ο καθεδρικός κουβαλά έναν ακόμη θρύλο καθώς λέγεται πως ένας γίγαντας με το όνομα "Münster" βοήθησε στην οικοδόμηση του καθεδρικού ναού, μεταφέροντας τις τεράστιες πέτρες στην πλάτη του. 
Κατά περίεργο τρόπο η εκκλησία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άθικτη στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο , αν και τα γύρω κτίρια είχαν ισοπεδωθεί κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της 27ης Νοεμβρίου του 1944 από την Αγγλική Βασιλική Αεροπορία. Επίσης, τα βιτρό του καθεδρικού ναού είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου για να προστατευτούν, μια πρωτοβουλία που τα έσωσε από εκείνον τον βομβαρδισμό.
Φεύγοντας από τον Καθεδρικό ναό, περπατήσαμε προς τις πολύχρωμες και πολύ πιο ήρεμες συνοικίες που βρίσκονται κάτω από το λόφο Schlossberg. Σταθήκαμε λίγη ώρα να ξαποστάσουμε και να δροσιστούμε στην γραφική πλατεία Oberlindenbrunnen, η οποία ανοίγεται απέναντι από τη μια παλιά πύλη της πόλης, την Schwabentor. Εκεί βρήκαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε ένα υπέροχο κρασί τοπικής παραγωγής βάζοντας τα πόδια μας στα δροσερά τρεχούμενα νερά των καναλιών της πόλης. Θα είναι μέγα λάθος για όποιον επισκεφθεί την πόλη και δε σταθεί λίγη ώρα στο χείλος ενός καναλιού για να βρέξει τα πόδια του, απολαμβάνοντας τον καφέ του ή το ποτό του. Προσωπικά, ζήλεψα κάποιους θαμώνες του μαγαζιού που το έκαναν κι έτσι το τόλμησα κι εγώ.
Καθώς απολαμβάναμε το κρασί μας, είχαμε απέναντί μας την παλιά πύλη Schwabentor, η οποία είναι κάτι περισσότερο από ένα ιστορικό ορόσημο καθώς οι κάτοικοι του Φράιμπουργκ τη θεωρούν ως ένα σύμβολο της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Οι περίπλοκες λεπτομέρειες της πύλης, όπως τα περίτεχνα γλυπτά, αντικατοπτρίζουν τη δεξιοτεχνία των μεσαιωνικών τεχνιτών. Η πανύψηλη πύλη, με τις εντυπωσιακές οχυρώσεις της, μαρτυρά το αμυντικό παρελθόν της πόλης, η οποία βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών δρόμων, που συνέβαλαν στην οικονομική άνθηση του Φράιμπουργκ, μετατρέποντάς το σε μια ευημερούσα πόλη εκείνης της εποχής. Αρκετοί εξακολουθούν να την αποκαλούν τη συγκεκριμένη πύλη ως "Obertor", ένα προσωνύμιο που έμεινε από την μεσαιωνική εποχή. Ο τριώροφος πύργος κατασκευάστηκε το 1250 και είναι χτισμένος από κόκκινο ψαμμίτη, ενώ οι ξύλινες επεκτάσεις του χρονολογούνται λίγο αργότερα, τον 16ο αιώνα. Τον 19ο αιώνα τροποποιήθηκε σημαντικά, με την προσθήκη ενός νέου πύργου και μιας νεογοτθικής πρόσοψης. Παρά τις αλλαγές αυτές, η πύλη διατηρεί τη μεσαιωνική της γοητεία και την ιστορική της σημασία.
Από τη μια πλευρά της πύλης, αυτή που κοιτάει προς το ιστορικό κέντρο της πόλης, υπάρχει μια πανέμορφη εικόνα του Matthias Schwäri, που αναπαριστά τον πασίγνωστο τοπικό θρύλο του Σουηβικού, σύμφωνα με τον οποίον ένας έμπορος αλατιού πήγε στο Φράιμπουργκ με δύο βαρέλια γεμάτα χρυσάφι για να αγοράσει την πόλη, όμως η γυναίκα του αντικατέστησε το χρυσό με άμμο, κάνοντάς τον να γελοιοποιηθεί. Απ' αυτόν τον θρύλο πήρε το όνομά της κι η συγκεκριμένη πύλη. Στην εξωτερική της πλευρά είναι ζωγραφισμένος ο Άγιος Γεώργιος, προστάτης της πόλης.
Περνώντας την πύλη, βγήκαμε έξω από τα όρια της πόλης κι ανεβήκαμε στο Schlossberg, έναν λόφο ύψους 456 μέτρων, ο οποίος γειτνιάζει με τον Μέλανα Δρυμό. Ο συγκεκριμένος λόφος είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για την πόλη. Γι' αυτό το λόγω ήταν οχυρωμένος από το 1000 μ.Χ.. Σήμερα έχουν μείνει λιγοστά ερείπια από τις παρελθοντικές του οχυρώσεις. Ακολουθώντας το ανηφορικό μονοπάτι που ξεκινούσε από την παλιά πόλη, φτάσαμε στην Kanonenplatz, ένα όμορφο άνοιγμα πάνω από τις στέγες των σπιτιών απ' όπου μπορεί κανείς να απολαύσει ολόκληρη την πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή με τους αμπελώνες και τον Μέλανα Δρυμό. Στην κορυφή του λόφου, ορθώνεται ένας μικρός πύργος, ο Schlossbergturm, ο οποίος ανεγέρθηκε το 2002, προσφέροντας μια εντυπωσιακή πανοραμική εικόνα ολόκληρης της πόλης του Φράιμπουργκ. Παρατηρώντας το τοπίο από εκεί ψηλά, προσπαθούσα να καταλάβω αν το δάσος εισχωρεί κυριαρχικά μες στην πόλη, ή αν απλώς υπάρχουν μερικά σπίτια διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή. Το Φράιμπουργκ είναι τόσο πράσινη πόλη, που αγαλιάζει η ψυχή σου όταν την κοιτάς από ψηλά. 
Στη συνέχεια, κατηφορίσαμε πάλι στην παλιά πόλη θέλοντας να ανακαλύψουμε τη "Μικρή Βενετία". Η Klein Venedig, ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ιστορικό κέντρο, καθώς στο συγκεκριμένο σημείο πλαταίνουν τα κανάλια που διασχίζουν ολόκληρο το Φράιμπουργκ. Η γειτονιά είναι κρυμμένη κάτω από πυκνές φυλλωσιές κι οι κάτοικοι της χαίρονται να περπατούν πάνω από τα κανάλια και να απολαμβάνουν τη δροσερή τους μπύρα δίπλα στο τρεχούμενο νερό. Παλιότερα, η περιοχή στέγαζε τους τεχνίτες της πόλης και ήταν γνωστή ως «Schneckenvorstadt» ή προάστιο των Σαλιγκαριών, πολύ πιθανόν λόγω των σπειροειδών σκαλιών των σπιτιών. Τα περιποιημένα σπίτια, τα πέτρινα δρομάκια και τα κανάλια δημιουργούν ένα πανέμορφο ρομαντικό σκηνικό ενώ στις όχθες τους μπορείτε να βρείτε καφέ αλλά και ιδιαίτερα καταστήματα. Στη συγκεκριμένη περιοχή με εντυπωσίασε μια κυριάρχουσα διακριτική πολυχρωμία, η οποία καταφέρνει να μην ενοχλεί στο μάτι.  
Στη Μικρή Βενετία και συγκεκριμένα στην πλατεία Augustinerplatz, βρίσκεται το Μουσείο Augustiner (Augustinermuseum), το οποίο φιλοξενεί μια εξαιρετική συλλογή έργων τέχνης από τον Μεσαίωνα έως την εποχή του Μπαρόκ αλλά και πίνακες του 19ου αιώνα. Το κτήριο χτίστηκε μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα, και λειτούργησε αρχικά ως σπίτι των μοναχών του Τάγματος των Αυγουστίνων. Μετά από μερικές ανακαινίσεις και επεκτάσεις, η εκκλησία μετατράπηκε το 1823 στο πρώτο δημοτικό θέατρο της Γερμανίας, ενώ περίπου 100 χρόνια μετά μετετράπηκε σε μουσείο. Τα βασικά εκθέματα του είναι οι αυθεντικές πέτρινες φιγούρες και τα γυάλινα παράθυρα του καθεδρικού ναού του Freiburg, καθώς και μεσαιωνικά ξύλινα γλυπτά και πίνακες ζωγραφικής των Matthias Grünewald, Lucas Cranach the Elder και Hans Baldung Grien κ.α. καθώς και πίνακες του 19ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των έργων των Anselm Feuerbach, Franz Xaver Winterhalter και Hans Thoma. Τέλος, στο ισόγειο έχουν διατηρηθεί πολλά αντικείμενα του μοναστηριού όπως μπαρόκ γλυπτά, αγαλματίδια, πίνακες ζωγραφικής και βωμοί.
Βγήκαμε από την παλιά πόλη περνώντας κάτω από την άλλη παλιά μεσαιωνική πύλη, την Martinstor, η οποία είναι η παλιότερη της πόλης καθώς στέκει από το 1202. Η πρώτη καταγραφή της πύλης καταγράφεται το 1238, αλλά η ανάλυση της ξυλείας έδειξε ότι είναι ακόμη παλιότερη. Με την πάροδο του χρόνου ανακαινίστηκε αρκετές φορές καθώς είχε υποστεί ζημιές από φυσικές καταστροφές αλλά κι από τους πολέμους. Το 1901 έγινε μια θεμελιώδης αλλαγή, κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης, προσθέτοντας στην πύλη νεογοτθικά στοιχεία κι αυξάνοντας το ύψος της στα 60 μέτρα. Αυτό που ξεχωρίζει στη Martinstor είναι μια πινακίδα, που απεικονίζει τρεις γυναίκες που κάηκαν ως μάγισσες το 1599. Παρά το μεγάλο της ύψος και το εντυπωσιακό της ρολόι, η πύλη χάνει τη γοητεία της από μια την πινακίδα ενός γνωστού αμερικανικού φαστφουντάδικου που έχει τοποθετηθεί σε ένα κεντρικό σημείο της πρόσοψής της. Πόσο κρίμα...
Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στην παλιά πόλη του Φράιμπουργκ είναι τα διάσημα "Bächle", ένα δίκτυο μικρών καναλιών συνολικού μήκους 15,5 χιλιομέτρων (6,4 από τα οποία είναι υπόγεια), που διασχίζουν τις γραφικές γειτονιές της παλιάς πόλης και τροφοδοτούνται από τον ποταμό Dreisam. Η πρώτη αναφορά χρονολογείται από το 1238 αλλά αρκετοί αρχαιολόγοι θεωρούν ότι η χρήση τους άρχισε εκατό χρόνια νωρίτερα από την επίσημη αναφορά τους, δηλαδή υπήρχαν από τη στιγμή της ίδρυσης της Φράιμπουργκ το 1120 και είχαν πολλαπλές χρήσεις, όπως να βοηθήσουν στην καταπολέμηση των πυρκαγιών, στην παροχή νερού σε τοπικούς βιοτέχνες, όπως οι βυρσοδέψες αλλά και ως ανοικτοί υπόνομοι. Αρχικά βρίσκονταν στη μέση του δρόμου, όπως παραμένουν ακόμα και σήμερα σε ορισμένες γειτονιές. Όμως, με την αύξηση του πληθυσμού και της κυκλοφορίας, τα Bächle έγιναν ενοχλητικά και στα μέσα του 19ου αιώνα μετακινήθηκαν στην άκρη του δρόμου, με το μεγαλύτερο κομμάτι του δικτύου να είναι καλυμμένο. Επίσης, το συγκεκριμένο δίκτυο δημιουργεί ένα ευχάριστο κλίμα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, και προσφέρει μια αίσθηση δροσιάς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το πιο όμορφο  στοιχείο σ' αυτά τα κανάλια, είναι που θα συναντήσει κανείς ανθρώπους να χαλαρώνουν βουτώντας το πόδια τους στο κρύο νερό, και τα παιδιά να παίζουν με ξύλινα καραβάκια μέσα στα ρυάκια. Ένα γοητευτικό χαρακτηριστικό της πόλης είναι τα ξύλινα καραβάκια που τοποθετούν τα παιδιά στα ρυάκια για να τα πάνε βόλτα. Σε διάφορα σημεία της πόλης υπάρχουν πλανόδιοι που πουλούν τα συγκεκριμένα καραβάκια. Ως μεγάλο παιδί δεν άντεξα στον πειρασμό κι αγόρασα κι εγώ ένα. Αξίζει εδώ να σημειώσω πως υπάρχει ένας ακόμη τοπικός μύθος, σύμφωνα με τον οποίον, τα κανάλια δημιουργήθηκαν από έναν γίγαντα που ήθελε να φέρει νερό στην πόλη.
Βγαίνοντας από το ιστορικό κέντρο, συναντήσαμε το Πανεπιστήμιο Albert Ludwigs, ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα πανεπιστήμια της Γερμανίας. Το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε από τον Αυστριακό αρχιδούκα Άλμπερτ ΣΤ' και χρονολογείται από το 1457. Στην πρόσοψή του δεσπόζουν οι δυο καθιστές μορφές του Αριστοτέλη και του Ομήρου. Αντικριστά του, ορθώνεται η γυάλινη βιβλιοθήκη, η οποία μοιάζει με ένα τεράστιο πρίσμα. Τα κύρια κτήρια του πανεπιστημίου βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, ενώ άλλα είναι διάσπαρτα μέσα στον αστικό ιστό. Ο κόκκινος ψαμμίτης που επιλέχθηκε για το πανεπιστημιακό συγκρότημα ταιριάζει απόλυτα με τον Καθεδρικό ναό. Το Κτήριο του Κολλεγίου Ι είναι έργο του Χέρμαν Μπίλινγκς, όπου επανασχεδίασε τα σχέδια του Ράτζελ σε στυλ αρ νουβό του 1907-11, με τον διαρκώς ανταγωνιστικό ισχυρισμό ότι το κτίριο θα μπορούσε να κατασκευαστεί πιο οικονομικά. Το Κτήριο Κολλεγίου IV ήταν παλαιότερα η Βιβλιοθήκη του Παλιού Πανεπιστημίου μέχρι τη δεκαετία του 1970. Χτίστηκε από τον C. Schäfer από το 1896 έως το 1903 πάνω από την παλιά τάφρο της πόλης. Ένα σπουδαίο επίτευγμα του συγκεκριμένου πανεπιστήμιου είναι πως διαθέτει 23 κατόχους του βραβείου Νόμπελ. 
Σε ένα πάρκο δίπλα στο πανεπιστήμιο, μια ομάδα φοιτητών έκανε υπαίθρια μαθήματα χορού καθώς ο ουρανός από πάνω μας φορτωνόταν με σύννεφα βροχής. Σταθήκαμε για λίγο να παρακολουθήσουμε μια αθέατη πλευρά της γερμανικής κοινωνίας κι η αλήθεια είναι πως με εξέπληξε η διάθεσή τους για χορό. Ζευγάρια διαφόρων ηλικιών αναζητούσαν τον κατάλληλο ρυθμό. Άλλοι το είχαν και ξεχώριζαν κι άλλοι προσπαθούσαν με δειλά βήματα να το ανακαλύψουν. Στο τέλος κάθε προσπάθειας, όλοι χειροκροτούνταν μεταξύ τους για να δείξουν από την μια τον θαυμασμό τους σε όσους γνώριζαν αλλά και για να εμψυχώσουν από την άλλη τους αρχάριους που επεδίωκαν να μάθουν. 
Λίγο πιο πάνω από την πανεπιστημιούπολη του Φράιμπουργκ, συναντήσαμε την Platz der Alten Synagoge, μια πλατεία αφιερωμένη στην πρώην συναγωγή του Φράιμπουργκ, που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων το 1938. Στο άνοιγμα της πλατείας έχουν αποτυπώσει με διακριτικό τρόπο την κάτοψη της συναγωγής στο σημείο που ορθωνόταν. Σήμερα λειτουργεί ως ειρηνικό μνημείο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Επιστρέφοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής, διακρίναμε μια εντυπωσιακή εκκλησία, λίγο έξω από τα όρια της πόλης, η οποία ξεχώριζε από τη λευκή της πρόσοψη και τις πράσινες στέγες των δίδυμων πύργων της, ύψους 62 μέτρων. Η σταυροειδής βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Herz Jesu Kirche), η οποία χτίστηκε το 1901 σε νεογοτθικό ρυθμό από τον αρχιτέκτονα Max Meckel, ξεχώριζε από πολύ μακριά καθώς την είχαμε διακρίνει από το λόφο Schlossberg. Δυστυχώς την είδαμε από μια αερογέφυρα καθώς μια ξαφνική ανοιξιάτικη μπόρα μας απέτρεψε να την προσεγγίσουμε περαιτέρω. 
Γυρνώντας στο σιδηροδρομικό σταθμό, σταθήκαμε κάτω από ένα υπόστεγο που μας προστάτευε από τη βροχή. Κάποια στιγμή σήκωσα τα μάτια μου ψηλά για να δω αν ανοίγει ο καιρός και διέκρινα ένα ζευγάρι που είχε κάτσει πάνω σε μια γέφυρα κι απολάμβανε τη βροχή. Λίγο πιο πέρα δυο πιτσιρικάδες ήταν ανεβασμένοι σε μια άλλη γέφυρα και παρατηρούσαν τα αυτοκίνητα από κάτω τους. 
Ήταν όλοι τους χαρούμενοι και χαμογελαστοί. 
Άνθρωποι άνετοι που απολάμβαναν την κάθε στιγμή. 
Ίσως εκεί να κρύβεται το νόημα της πολυπόθητης ομορφιάς. 
Είναι αυτές οι μικρές στιγμές της καθημερινότητάς μας.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Στρασβούργο, περιπλανήσεις στην καρδιά της Ευρώπης




Το Στρασβούργο, η πιο όμορφη κι ατμοσφαιρική πόλη της Γαλλίας κι η ομορφότερη κατ' εμέ στην Ευρώπη, που περιβάλλεται από τη γοητεία των χωριών της Αλσατίας και τη μαγεία του Μέλανα Δρυμού, αποτελεί σήμερα το συμβολικό σταυροδρόμι όχι μόνο της Γαλλίας και της Γερμανίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Αυτή η τόσο μυσταγωγική πόλη, είναι γνωστή για τον επιβλητικό καθεδρικό της ναό, τις πολύχρωμες μεσαιωνικές της γειτονιές, τα εκλεκτά της μουσεία, τις απόρθητες οχυρώσεις της, τη ζωντάνια των φοιτητών της και τα καταπράσινα πάρκα της. Επίσης, ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς φιλοξενεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το Στρασβούργο είναι μια πολυπρόσωπη πόλη στην οποία δένουν υπέροχα οι μοντέρνοι τόνοι των σύγχρονων κτηρίων της με τις γραφικές γειτονιές του ιστορικού της κέντρου κι οι διεθνείς θεσμοί που εδρεύουν εκεί με του χαλαρούς ρυθμούς της καθημερινότητας των κατοίκων της. Οπότε, κατά την άποψή μου, το Στρασβούργο δεν είναι μόνο ένα γεωπολιτικό σταυροδρόμι αλλά και μια ιδιαίτερη χωροχρονική πύλη που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον.
Το Στρασβούργο (γαλλικά: Strasbourg‎‎, αλσατικά: Strossburi, γερμανικά: Straßburg‎‎) είναι η πρωτεύουσα κι η κυριότερη πόλη του νομού Κάτω Ρήνου (Bas-Rhin) και της περιφέρειας του Γκραντ Εστ (Grand Est) στη βορειοανατολική Γαλλία και βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Ρήνου. Η πόλη διασχίζεται από τον ποταμό Ιλλ (Ill), έναν από τους παραποτάμους του Ρήνου, ο οποίος είναι πλωτός στο μεγαλύτερο μέρος του. Επίσης, ο τοπικός της πληθυσμός αποκαλείται Αλλεμάνοι, καθώς αποτελεί ένα μείγμα γαλλικών και γερμανικών στοιχείων, μετατρέποντας την πόλη σε γέφυρα ενότητας μεταξύ της Γαλλίας και Γερμανίας. Γι' αυτό το λόγο υπάρχei μια συμβολική γέφυρα που το ένα της τμήμα βρίσκεται στο Στρασβούργο και το υπόλοιπο τμήμα της καταλήγει στη γειτονική γερμανική κωμόπολη Κελ (Kehl) που βρίσκεται ακριβώς πάνω στα σύνορα της Γαλλίας με τη Γερμανία. Κοιτώντας κάνεις στο χάρτη, θα παρατηρήσει πως οι δύο αυτές πόλεις είναι σχεδόν ενωμένες.
Η ιστορία του Στρασβούργου ξεκινάει από το 12 π.Χ. με την δημιουργία ενός στρατοπέδου από τους Ρωμαίους, οι οποίοι του έδωσαν την ονομασία Αργεντοράτο (Argentoratum), ένα κελτικό-γαλατικό όνομα, λατινικοποιημένο πρώτα και στη συνέχεια ως Αργγαντοράτιο (σε μεταγενέστερα λατινικά κείμενα). Το 496 μ.Χ., ο Βασιλιάς των Φράγκων Χλωδοβίκος Α΄ (Clovis) προσαρτά το στρατόπεδο του Αργεντοράτου, μετατρέποντάς το σε τμήμα του Μεροβιγγειανού Βασιλείου. Εκείνη την περίοδο, η πόλη γίνεται γνωστή με ένα εντελώς διαφορετικό όνομα, Στροσμπουρι στα αλσατικά και Στράσμπουργκ (Straßburg)‎‎ στα γερμανικά. 
Το νέο όνομα της πόλης έχει γερμανική προέλευση και σημαίνει "πόλη (στη διέλευση) δρόμων". Το σύγχρονο Stras- είναι συγγενές με τη γερμανική Straße και το αγγλικό street, καθώς και τα δύο προέρχονται από το λατινικό strata (πλακόστρωτος δρόμος), ενώ το -bourg είναι συγγενικό με το γερμανικό Burg και την αγγλική λέξη borough, καθώς και τα δυο προέρχονται απ' το πρωτογερμανικό *burgz (οχυρό σε λόφο, φρούριο). Ο Γρηγόριος του Τουρ ήταν ο πρώτος που ανέφερε την αλλαγή του ονόματος στο δέκατο βιβλίο της Ιστορίας των Φραγκών (γράφτηκε λίγο μετά το 590 μ.Χ.), στο οποίο γράφει ότι "ο Εγκίδιος, Επίσκοπος της Ρέιμς, κατηγορούμενος για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Χιλδεβέρτου Β΄ της Αυστρασίας, υπέρ του θείου του βασιλιά Κιλπερίκου Α΄ της Νευστρίας, δικάστηκε από μια Σύνοδο Αυστρασιακών επισκόπων στο Μετς τον Νοέμβριο του 590, κρίθηκε ένοχος και απομακρύνθηκε από την ιερατεία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε "ad Argentoratensem urbem, quam nunc Strateburgum vocant" (στην πόλη του Αργεντοράτου, την οποία τώρα αποκαλούν Στρατημπούργο), όπου εξορίστηκε".
Το 1176 αρχίζει η οικοδόμηση του πανέμορφου καθεδρικού ναού της πόλης ενώ το 1450 ο Γουτεμβέργιος τυπώνει το πρώτο έντυπο βιβλίο. Έκτοτε το Στρασβούργο ζει περιόδους πολέμων και διεκδικήσεων. Το 1681, η πόλη προσαρτάται στη Γαλλία από τα στρατεύματα του Βασιλιά Λουδοβίκου του 14ου. Εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια του γαλλογερμανικού πολέμου, η πόλη πολιορκείται από τους Γερμανούς και παραδίδεται το 1870. Σ' αυτόν τον πόλεμο, η Γαλλία χάνει το Στρασβούργο κι ολόκληρη την Αλσατία-Λωραίνη, η οποία ενσωματώνεται πλέον στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Το 1918 ο Γάλλος στρατηγός Γκουρώ (Gouraud) εισέρχεται στο Στρασβούργο, το οποίο επαναφέρεται στο γαλλικό κράτος. Όμως, το 1939, κι ενώ η Ευρώπη ετοιμάζεται για έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο, το Στρασβούργο εκκενώνεται, με τους κατοίκους του να μεταφέρονται σε άλλες περιοχές, μ' αποτέλεσμα να μετατραπεί σε "πόλη-φάντασμα". Εκείνη την περίοδο, η πόλη φρουρείται από ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής, για την αποφυγή λεηλασιών. Στις 18 Ιουνίου του 1940, τα γερμανικά στρατεύματα θα καταλάβουν την πόλη, την οποία θα επισκεφθεί ο Χίτλερ και θα ενθουσιαστεί με τον "γερμανικό χαρακτήρα" της. Προς τιμήν του, η κεντρική πλατεία Κλεμπέρ (Place Kléber) θα μετονομαστεί σε Πλατεία Αδόλφου Χίτλερ (Adolfhitlerplatz). Η πόλη θα παραμείνει υπό γερμανική κατοχή, με κάποιους από τους πρόσφυγες να επιστρέφουν σε αυτήν, μέχρι τις 23 Νοεμβρίου του 1944 που θα απελευθερωθεί από τη 2η Μεραρχία του Στρατηγού Λεκλέρκ. Το 1949 η πόλη θα επιλεχθεί ως έδρα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ στη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου το 1992 θα επικυρωθεί ο καθορισμός της ως έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 
Για τη διαμονή μας στο Στρασβούργο, επιλέξαμε ένα από τα ξενοδοχεία που βρίσκονται κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό καθώς μας εξυπηρετούσε για τις εξορμήσεις μας στα χωριά της Αλσατίας. Τις μέρες όμως που αφιερώναμε στην πόλη, ανηφορίζαμε προς το Γκραντ Ιλ, περνώντας τη Pont de Pierre πάνω από το Canal du Faux-Rempart κι έχοντας σημάδι το πανύψηλο καμπαναριό του καθεδρικού.
Κάθε φορά που εισχωρούσαμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης, πέφταμε πάνω στην προτεσταντική εκκλησία του Saint Pierre le Jeune, η οποία στεκόταν καλά κρυμμένη κάτω από τα θεόρατα πλατάνια του μικρού πάρκου που βρίσκεται αντικριστά του ναού. Παρόλο που η εξωτερική της όψη μας τραβούσε την προσοχή κάθε φορά που περνούσαμε από δίπλα της, ποτέ δεν επιδιώξαμε να δούμε το εσωτερικό της. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας κουρασμένοι στο ξενοδοχείο, ακούσαμε τις μυσταγωγικές φωνές μιας γυναικείας χορωδίας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τραβήξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα κι ως δια μαγείας, μας αποκαλύφθηκε ένας χώρος με έντονη μεσαιωνική αύρα τόσο για τις τοιχογραφίες του που με δυσκολία διακρίνονταν στο ημίφως ενός αναμμένου πολυέλαιου όσο και για τον γλυπτό διάκοσμο και τα κομψά του παρεκκλήσια. Αρχικά, ήταν μια μεροβιγγιανή εκκλησία του 7ου αι, η οποία απέκτησε ρωμανικό ύφος τον 11ο αι. με γοτθικές προσθήκες τον 13ου και 14ου αι. Το 1524, η εκκλησία έγινε ληθουρανική και λειτούργησε ταυτόχρονα υπό καθολική και προτεσταντική χρήση από το 1682 ως τα τέλη του 19ου αι. Το 1862 ο ναός χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο (monument historique). Το 1901 έγινε μια σημαντική αποκατάσταση του ναού ενοποιώντας τον εσωτερικό της χώρο και προσθέτοντας κάποια ακόμη νεογοτθικά στοιχεία. Στο κέντρο του εσωτερικού του χώρου, υπάρχει ένα πολύχρωμο ξύλινο τέμπλο με υπέροχο γλυπτό διάκοσμο το οποίο χώριζε τους εκκλησιαζόμενους από το ιερό και τη χορωδία, όπου οι  κληρικοί τελούσαν τη λειτουργία. Πάνω στο ξύλινο τέμπλο ορθώνεται ένα εκκλησιαστικό όργανο Silbermann του 1780. Επίσης ο ναός έχει έναν πλούσιο διάκοσμο τοιχογραφιών, οι οποίες αποκαλύφθηκαν τον 19ο αι. και χρονολογούνται από τον 14ο και 15ο αι. Η πιο εντυπωσιακή τοιχογραφία είναι η "Cortege des Nations" (Η Πομπή των Εθνών), μια αλληγορική σύνθεση που δείχνει διάφορους λαούς να προχωρούν προς τον Χριστό με μεγαλοπρέπεια. Επίσης, μια άλλη άκρως ενδιαφέρουσα τοιχογραφία είναι το "Navicella" που απεικονίζει ένα πλοίο, το οποίο συμβολίζει την εκκλησία που πλέει ατρόμητη κι αποφασιστική στις θάλασσες του κόσμου, το οποίο θυμίζει αρκετά τα έργα του Τζόττο στη Ρώμη. Εντυπωσιαστήκαμε τόσο πολύ από τις τοιχογραφίες, τα έντονα χρώματα στις τοξωτές οροφές το ναού, τον γλυπτό διάκοσμο στα παρεκκλήσια και τους διάσπαρτους τάφους στο δάπεδο, που επιλέξαμε να επισκεφθούμε την εκκλησία δύο φορές, θέλοντας να θαυμάσουμε όλους τους κρυφούς της θησαυρούς. Κι επειδή είναι ένα από τα ομορφότερα αξιοθέατα της πόλης, τα οποία δεν ακούγονται ιδιαίτερα, σκέφτηκα  να ξεκινήσω την γραπτή περιήγηση της πόλης απ' αυτό. 
Φεύγοντας από την εκκλησία του Saint Pierre le Jeune, συναντάμε πρώτα την πλατεία Κλεμπέρ (Place Kleber), η οποια βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της παλιάς πόλης του Στρασβούργου κι έχει χαρακτηριστεί από το 1988 ως μνημείο ιστορικής κληρονομιάς. Αρχικά το όνομα της ήταν Waffenplatz (πλατεία των όπλων), όμως στις 24 Ιουνίου του 1840 πήρε το όνομα του Γάλλου στρατηγού Jean-Baptiste Kleber, ο οποίος γεννήθηκε στο Στρασβούργο το 1753 και τάφηκε στην περιοχή της πλατείας. Στο κέντρο του ανοιχτού χώρου ορθώνεται ένα μεγάλο άγαλμα του Γάλλου στρατηγού και στα πλάγια του απλώνεται ένα πλατύ σιντριβάνι. Την πλατεία Κλεμπέρ περιβάλλουν πολλά ιστορικά κτίρια, όπως είναι το Aubette, ένας χώρος τέχνης, κτισμένο το 1778, που τα δωμάτιά του χρησιμοποιούνται για εκθέσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις. Λίγο πιο κάτω από την πλατεία βρίσκεται ένας φουτουριστικός κόμβος του Στρασβούργου, η "Place de l'Homme de Fer". Παρόλο που το σημείο αυτό δεν κουβαλάει τη γοητεία της υπόλοιπης πόλης, αξίζει να το διασχίσει κάνεις αναζητώντας την μορφή ενός ιππότη στην πρόσοψη ενός κτηρίου που βρίσκεται εκεί. Το συγκεκριμένο άγαλμα στέκει πάνω από τη βιτρίνα ενός φαρμακείου κι είναι αντίγραφο ενός άλλου που είχε τοποθετηθεί εκεί το 1749 αλλά καταστράφηκε από πρωσικούς βομβαρδισμούς το 1870, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης. Το άγαλμα χρησίμευε τότε ως πινακίδα για ένα οπλοστάσιο κι απεικόνιζε έναν αξιωματικό της περιπόλου της πόλης, οπλισμένο με άλμπουρα και στιλέτο και με πανοπλία του 16ου αι.   
Από την πλατεία Κλεμπέρ, συνεχίζουμε τη βόλτα μας προς την πλατεία Γουτεμβέργιου. Ένα πολύ όμορφο σημείο της πόλης, το οποίο δυστυχώς χάνεται πίσω από τον όγκο ενός παραδοσιακού καρουζέλ και μερικών υπαίθριων μαγαζιών που προσφέρουν fast food και γλυκά. Τον 11ο αι., η πλατεία αυτή ήταν γνωστή ως "Marche aux Herbes" (Αγορά των Βοτάνων) και μέχρι τον 18ο αι. στέγαζε το πολιτικό κέντρο, το δημαρχείο, την καγκελαρία και το νομισματοκοπείο. Στο κέντρο της πλατείας και στρυμωγμένο ανάμεσα στο καρουζέλ και στα υπαίθρια μαγαζιά-κοντέινερ, στέκει το άγαλμα του Johannes Gutenberg, ο οποίος έζησε στην πόλη από το 1434 μέχρι το 1444, όσο ήταν μαθητευόμενος χρυσοχόος, θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. Το άγαλμα σμιλεύτηκε από τον David d'Angers το 1840 κι απεικονίζει τον διάσημο τυπογράφο να κρατάει ένα κομμάτι περγαμηνής πάνω στο οποίο είναι χαραγμένες οι λέξεις "Et la lumiere fut" (και ιδού, υπήρχε φως) από το Βιβλίο της Γένεσης. Πίσω από την πλατεία ορθώνεται το παλιό δημαρχείο, το οποίο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Hans Schoch και τον πρωτομάστορα Paul Murer, οι οποίοι συνδύασαν ιωνικά, κορινθιακά και τοσκάνικα στοιχεία στο στήσιμο του κτηρίου αλλά και στο γλυπτό του διάκοσμο.
Διακόσια μέτρα από την πλατεία Γουτεμβέργιου, ανοίγεται ένας από τους πιο γραφικούς δρόμους της πόλης, η "Rue Merciere", η οποία οδηγεί στην πλατεία του Καθεδρικού (Place de la Cathedrale), όπου βρίσκεται και το σύμβολο της πόλης. 
Ο Καθεδρικός ναός του Στρασβούργου, είναι ένας από τους ψηλότερους στον κόσμο κι αποτελεί ένα μοναδικό αριστούργημα της γοτθικής αρχιτεκτονικής, παρόλο που περιέχει αρκετά ρωμανικά στοιχεία. Η ανέγερση του ξεκίνησε το 1176 και τελείωσε 263 χρόνια μετά, το 1439. Μεγάλη συνεισφορά στο έργο είχε ο αρχιτέκτονας Erwin von Steinbach το 1277, με το έργο του να το συνεχίζει ο γιος του κι έπειτα ο εγγονός του. Ο πανέμορφος γοτθικός ναός, κατασκευασμένος από ροζ γρανίτη και με ύψος 149 μέτρα, υπήρξε το ψηλότερο θρησκευτικό κτήριο μέχρι τον 19ο αι. (από το 1625 ως το 1847), ενώ σήμερα θεωρείται η έκτη ψηλότερη εκκλησία στον πλανήτη. Οπότε δεν είναι τυχαίο που έχει χρηστεί έμβλημα της πόλης. Η σημασία του συγκεκριμένου ναού, γίνεται φανερή και στην επισκεψιμότητά του, καθώς είναι ο δεύτερος πλέον επισκέψιμος Καθεδρικός στη Γαλλία μετά την Παναγία των Παρισίων, με περίπου 8,5 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως. 
Ότι και να πω για το συγκεκριμένο μνημείο θα είναι φτωχό. Είναι δύσκολο να περιγράψω το δέος που με έπιανε κάθε φορά που στεκόμουν από κάτω του. Μπορώ να χαρακτηρίσω την πρόσοψή του σαν μια θεόρατη δαντέλα, που από τη μια δείχνει αιθέρια με τα πολλά της ανοίγματα κι από την άλλη βαριά με τον πλούσιο γλυπτό της διάκοσμο. Επίσης, η κεντρική του ροζέτα είναι ίσως η ομορφότερη που έχω συναντήσει ποτέ μου. Δεν είναι τυχαίο που ο Victor Hugo την είχε χαρακτηρίσει σαν ένα "γιγαντιαίο λεπτεπίλεπτο θαύμα". Σε κάθε μας περιπλάνηση στην πόλη, στεκόμασταν λίγα λεπτά κάτω από τον Καθεδρικό, θαυμάζοντάς τον απ' όλες τις μεριές του καθ'όλη τη διάρκεια της μέρας, αποκτώντας μια εικόνα της πολυπρόσωπης όψης του, η οποία αλλάζει τόσο με τις καιρικές συνθήκες όσο και το φως του ήλιου. Θεωρώ πως η πιο μαγική ώρα για να θαυμάσει κανείς τον καθεδρικό, είναι λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, καθώς το φως του ήλιου γίνεται πιο απαλό, τονίζοντας την ερυθρή απόχρωση του ροζ γρανίτη. Είναι η στιγμή που ο ναός αυτός μετατρέπεται σε μια θεόρατη φλόγα. 
Ο εσωτερικός χώρος του Καθεδρικού είναι το ίδιο επιβλητικός με την εξωτερική του όψη, με τη λιτότητα του γλυπτού διακόσμου να συμπληρώνεται από τα πολύχρωμα βιτρό, το εντυπωσιακό εκκλησιαστικό όργανο που σχεδόν κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και το αστρονομικό ρολόι, ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο με ύψος 18 μέτρα. Αρχικά υπήρχε το αποκαλούμενο “Dreikönigsuhr” (ρολόι των Τριών Βασιλέων), το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ 1352 και 1354 και βρισκόταν σε άλλη θέση μέσα στο ναό, αλλά η κατασκευή του διακόπηκε όταν ο ναός έγινε και πάλι Ρωμαιοκαθολικός. Όμως ξεκίνησε και πάλι να κατασκευάζεται από το 1571, με ακόμη περισσότερα αστρονομικά χαρακτηριστικά. Αξίζει κανείς να σταθεί μπροστά του στις 12:30 το μεσημέρι, καθώς κινούνται οι φιγούρες του ρολογιού, προσφέροντας μια μεσαιωνική παράσταση καθώς παρελαύνουν μπροστά από τον θάνατο ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας ενήλικας κι ένας ηλικιωμένος ενώ σε ένα πιο ψηλό επίπεδο περνούν οι Απόστολοι μπροστά από τον Χριστό. Η παραπάνω οπτική πανδαισία συνοδεύεται από τον χτύπο των φτερών και τον ήχο ενός μεγάλου κόκορα. Στην ίδια αίθουσα που βρίσκεται το ρολόι, υπάρχει και μια τεράστια κολόνα με ανάγλυφους αγγέλους, πάνω στην οποία απεικονίζονται σκηνές από την Τελική Κρίση. 
Όμως, πέρα απ' όλα τα παραπάνω στοιχεία για τα οποία αξίζει κανείς να επισκεφθεί το συγκεκριμένο μνημείο, ο Καθεδρικός προσφέρει το πιο όμορφο πανόραμα ολόκληρης της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής, καθώς αν ο καιρός το επιτρέπει, μπορεί κανείς να δει μέχρι τον Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας. Για να απολαύσουμε το συγκεκριμένο πανόραμα, ανεβήκαμε τα 332 σκαλοπάτια του νοτιοανατολικού κωδωνοστασίου. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή, αναζητήσαμε ανάμεσα στο παρατηρητήριο και στο καμπαναριό με τις 10 καμπάνες, το σημείο που Γκαίτε στεκόταν για να ξεπεράσει τον φόβο που είχε για τα ύψη. Είναι γεγονός πως από τόσο μεγάλο ύψος και με κάθετη ματιά προς την πλατεία του καθεδρικού, με έπιασε ένας ίλιγγος. Όμως, η ομορφιά που σου προσφέρει το μνημείο από εκεί ψηλά είναι απεριόριστη κι ανεκτίμητη. Ένα επιπλέον στοιχείο που μου κέντρισε την προσοχή ήταν τα ονόματα των περιηγητών που ήταν σκαλισμένα πάνω στη μαλακή λίθινη επιφάνεια του κωδωνοστασίου, αντίστοιχα με αυτά που συναντάμε στις κολώνες του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το βλέμμα μου γλιστρούσε πάνω στη λίθινη επιφάνεια διαβάζοντας ονόματα, ημερομηνίες και τόπους λες κι αναζητούσε κάτι συγκεκριμένο. Κατηφορίζοντας πάλι προς την πλατεία του Καθεδρικού, χάιδεψα με το χέρι μου ένα τοιχίο του κτηρίου. Εκεί διαπίστωσα το πόσο εύθρυπτο είναι το πέτρωμα με το οποίο έχει χτιστεί. Γι' αυτό το λόγο, ο καθεδρικός έχει κηρυχθεί από το γαλλικό κράτος σε κατάσταση ανάγκης, καθώς είναι κατασκευασμένος από ένα ασυνήθιστο είδος σκληρού πετρώματος, το οποίο διαβρώνεται εύκολα με την πάροδο του χρόνου. Μέχρι σήμερα συνεχίζονται οι εργασίες συντήρησης και αναστήλωσής του. 
Βγαίνοντας από την έξοδο του βορειοδυτικού καμπαναριού, πέσαμε πάνω στην οικία Kammerzell (γαλλ. Maison Kammerzell, αλσατ. Kammerzellhüs, γερμ. Kammerzellhaus), ένα από τα πλέον διάσημα κτίσματα του Στρασβούργου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο (monument historique) το 1929 καθώς πρόκειται για μία από τις περισσότερο διακοσμημένες και καλύτερα διατηρημένες μεσαιωνικές οικίες της ύστερης γοτθικής αρχιτεκτονικής κι οικοδομήθηκε την περίοδο που η πόλη άνηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθώς η αρχική της οικοδόμηση ανάγεται από το 1427. Το κτίσμα έλαβε την οριστική και σημερινή του μορφή το 1589, αφού μεσολάβησε μια ακόμη επέμβαση το 1467. Κατασκευάστηκε για λογαριασμό του διάσημου πωλητή τυριών Μαρτέν Μπράουν (Martin Braun) σε ιδιαίτερο αναγεννησιακό στυλ. Το ισόγειο είναι κατασκευασμένο από πέτρα και οι πάνω όροφοι από σμιλευμένο ξύλο. Τα γλυπτά των δοκών έχουν τόσο θρησκευτικά όσο και κοσμικά θέματα, ενώ οι ζωγραφικοί πίνακες που κοσμούν το εσωτερικό του έχουν δημιουργηθεί από τον διάσημο Αλσατό ζωγράφο Λεό Σνουγκ (Léo Schnug) κατά την περίοδο 1904 - 1905. Στο αέτωμα  του κτηρίου υπάρχει ακόμη η τροχαλία, με την οποία ανέβαζαν τα προϊόντα στην αποθήκη. Από τον 19ο αιώνα το ισόγειο λειτουργεί ως εστιατόριο και οι άνω όροφοι ως ξενοδοχείο. Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της η οικία περιήλθε στην ιδιοκτησία πολλών άλλων ιδιοκτητών, μέχρι να περιέλθει στην κατοχή του Δήμου του Στρασβούργου. Σήμερα αποτελεί, μαζί με το σύνολο του ιστορικού κέντρου της πόλης (Petite France) Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. 
Φύγαμε από τη γειτονιά του Καθεδρικού παίρνοντας την "Rue des Freres", έναν από τους πιο ζωντανούς πεζόδρομους της πόλης, γεμάτος γκαλερί, εστιατόρια και μπαρ. Σ' αυτόν τον δρόμο υπάρχει μια ποικιλία γαστρονομικών απολαύσεων κι ευχάριστων χώρων διασκέδασης και χαλάρωσης. Όμως η πραγματική αλσατική μαγεία, κρύβεται σε ένα στενό σοκάκι που εκ πρώτης όψεως δείχνει αδιάφορο και μίζερο. Εντούτοις, δυο κόκκινα φανάρια στέκουν διακριτικά στην είσοδο μιας πόρτας, τα οποία δρουν σαν δυο απομακρυσμένοι φάροι που σε καλούν να τα προσεγγίσεις. Οπότε, μέσα σ' αυτό το σκοτεινό σοκάκι, το "Rue du Tonnelet Rouge", μπορεί κανείς να ανακαλύψει ένα από τα ομορφότερα και πιο ζεστά μπιστρό της πόλης και να απολαύσει μια γευστική tarte flambée, συνοδεύοντάς την με ένα ποτήρι κρασί τοπικής παραγωγής. Η συγκεκριμένη οδός περνάει κι από μια καλά  καμουφλαρισμένη πλατεία, την Place du Marche Gayot, η οποία είναι γεμάτη νεανικά μπαράκια και μπιστρό. 
Ο περίπατος στα στενά γραφικά σοκάκια πίσω από τον επιβλητικό καθεδρικό, μας οδήγησαν στη γέφυρα του Saint-Etienne, δίπλα στην οποία ορθώνεται ένα ακόμη πολυφωτογραφημένο σημείο της πόλης, το "Lycee International des Pontonniers". Το διεθνές σχολείο στεγάζεται σε ένα εκπληκτικό αναγεννησιακό μέγαρο, το οποίο κάποτε λειτουργούσε ως στρατώνας για τους Pontonniers κι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους ναπολεόντειους πολέμους. Το  1902 μετατράπηκε σε σχολείο θηλέων ενώ σήμερα λειτουργεί ως διεθνές λύκειο. Η γοτθική του αρχιτεκτονική και το γραφικό του προαύλιο, έχουν συγκριθεί με το Hogwarts των ταινιών του Harry Potter.  
Από το Lycee International des Pontonniers, στρίψαμε προς την Πλατεία της Δημοκρατίας, (Place de la Republique), μια ακόμη μεγάλη πλατεία-πάρκο που βρίσκεται στη γερμανική συνοικία της πόλης. Γύρω από την συγκεκριμένη πλατεία, αναγέρθηκαν μεγαλοπρεπή μέγαρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής περιόδου μεταξύ 1871 και 1918, καθώς η Γερμανία προσπαθούσε να μετατρέψει το Στρασβούργο σε πρωτεύουσα της Αλσατίας-Λωρραίνης. Γι' αυτό το λόγο, η συγκεκριμένη περιοχή ονομάζεται "Νέα Πόλη" (Neustadt) καθώς αντιπροσωπεύει τη νέα μορφή αστικού σχεδιασμού που επέβαλαν οι Γερμανοί, με ευρείς δρόμους, μνημειακά διοικητικά κτήρια και πολυτελείς εγκαταστάσεις. Επίσης, στη συγκεκριμένη συνοικία έδωσαν μεγάλη έμφαση στο πράσινο εντός του αστικού ιστού. 
Στη συγκεκριμένη πλατεία δεσπόζει το Παλάτι του Ρήνου (Palais du Rhin), ένα νεοναγεννησιακό παλάτι πρωσικού αρχιτεκτονικού ύφους που χτίστηκε την δεκαετία του 1880, το οποίο υπήρξε αμφιλεγόμενο από την περίοδο της κατασκευής του, επειδή χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί και συνδέθηκε στενά με τις ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις και τους καταστροφικούς πολέμους της παλιάς Ευρώπης. Από την απέναντι πλευρά του παλατιού, ορθώνονται η Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη (Bibliotheque nationale et universitaire) και το Εθνικό Θέατρο (Theatre national de Strasbourg), όλα τους εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής. 
Η Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βιβλιοθήκη της Γαλλίας, έχοντας στη συλλογή της πάνω από 4 εκατομμύρια βιβλία, εφημερίδες, χάρτες, χειρόγραφα κ.α. κι έχει μια από τις σημαντικότερες συλλογές πολιτιστικής κληρονομίας στη Γαλλία, η οποία χρονολογείται από το 1918. Η Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη χτίστηκε στη θέση που βρισκόταν η προηγούμενη βιβλιοθήκη, η οποία καταστράφηκε από τις πρωσικές δυνάμεις το 1872, μ' αποτέλεσμα να χαθούν σπουδαία κειμήλια όπως η εικονογραφημένη μεσαιωνική εγκυκλοπαίδεια "Hortus Deliciarum". Η σημερινή της μορφή σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες August Hartel και Skjord Neckelmann κι άρχισε να λειτουργεί από την άνοιξη του 1895. Μετά την πρόσφατη ανακαίνισή του, διαθέτει μια εντυπωσιακή εσωτερική κρεμαστή σκάλα, σχεδιασμένη από τον Nicolas Michelin. Τέλος, το συγκεκριμένο μέγαρο χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό ορόσημο στις 10 Νοεμβρίου του 2004.
Δίπλα στην Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη ορθώνεται το Εθνικό Θέατρο (Theatre national de Strasbourg), το οποίο σχεδιάστηκε σε νεοκλασικό ύφος από τον αρχιτέκτονα Jean-Nicolas Villot, κι ολοκληρώθηκε μεταξύ 1888 και 1892. Η πρόσοψή του είναι διακοσμημένη με γλυπτά του Γερμανού δημιουργού Landoli Onmacht, τα οποία απεικονίζουν τις έξι μούσες (τρεις έχουν χαθεί, η Κλειώ, η Θάλεια κι η Ουρανία). Η κεντρική αίθουσα είναι σχεδιασμένη για 1142 θέσεις κι έχει ύψος 18 μέτρα. 
Δίπλα στην Πλατεία της Δημοκρατίας βρίσκεται κι η Εθνική Όπερα του Ρήνου (OnR), η οποία στεγάζεται σε ένα πανέμορφο νεοκλασικό μέγαρο του 19ου αι. που κοιτάει προς την μακρόστενη πλατεία Broglie. Χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο το 1921 (monument historique). Στην ίδια πλατεία βρίσκεται και το ελληνικό προξενείο. 
Πέρα όμως από τα μέγαρα που βρίσκονται περιμετρικά της πλατείας, μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μνημείο πολέμου που ανεγέρθηκε το 1936 στο κέντρο του πάρκου, έργο του γλύπτη Leon-Ernest Drivier. Το μνημείο αποτελεί ένα γλυπτό σύμπλεγμα μιας μάνας και των δυο νεκρών της γιων, οι οποίοι σκοτώθηκαν ο ένας για τη Γαλλία κι ο άλλος για την Γερμανία.  Το γλυπτό είναι αφιερωμένο στους νεκρούς των πολέμων του 1914-1918, 1939-1945, 1945-1954 και 1952-1962, φανερώνοντας την τραγική πραγματικότητα που έζησαν οι οικογένειες της Αλσατίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. 
Από τη γερμανική αύρα της "Νέας Πόλης" του Στρασβούργου ανηφορήσαμε βορειοανατολικά στην "ευρωπαϊκή περιοχή", όπου εδρεύουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Parlement Europeen), το Συμβούλιο της Ε.Ε. (Conseil de l’ Europe) και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Cour europenne des droits de l’ homme). Τρεις σημαντικοί θεσμοί που κινούν τα νήματα της Γηραιάς Ηπείρου. Το Στρασβούργο είναι μια από τις τρείς πόλεις (οι άλλες δύο είναι η Νέα Υόρκη και η Γενεύη), που δεν είναι πρωτεύουσα κράτους αλλά φιλοξενεί την έδρα σημαντικών διεθνών θεσμών.   
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα εντυπωσιακό κτηριακό σύμπλεγμα, το οποίο έχει μια μνημειακή γυάλινη πρόσοψη από την μεριά του ποταμού Ιλλ, συμβολίζοντας το πνεύμα της διαφάνειας της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, ενώ η άλλη του πλευρά που είναι κι κεντρική είσοδος του κτηρίου, έχει μια περίεργη όψη που θυμίζει ένα ημιτελές πύργο της Βαβέλ, αν και πολλοί έχουν δηλώσει πως μοιάζει με τα ερείπια του Κολοσσαίου της Ρώμης. Το Κοινοβούλιο παραδόθηκε το 1999 και περιλαμβάνει μια αίθουσα 750 θέσεων (τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη), 1.133 γραφεία, χώρους εργασίας και χώρους χαλάρωσης, καθώς και παρακείμενες διοικητικές υπηρεσίες. Επίσης διαθέτει διάφορους εκθεσιακούς χώρους, διαδραστικά εκθέματα κι ένα όμορφο καφέ με θέα τον ποταμό. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η όψη της σφαιρικής αίθουσας όπου βρίσκεται η κεντρική αίθουσα των συνεδριάσεων κι ο κρεμαστός κήπος που βρίσκεται στο εσωτερικό αίθριο χώρο του κτηρίου που ενώνει την κύρια είσοδο με το κέντρο των συνεδριάσεων. 
Κοντά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βρίσκεται το μεγαλύτερο κι ομορφότερο πάρκο της πόλης, το Πάρκο των Πορτοκαλιών (Parc de l'Orangerie). Πρόκειται για μια ειδυλλιακή έκταση πρασίνου στην καρδιά της πόλης κι αγαπημένος προορισμός για χαλάρωση τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών. Δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα για να εντυπωσιαστεί η σύζυγος του Ναπολέοντα, Ζοζεφίνα, στην οποία και είναι αφιερωμένο. Εκτός από το σήμα κατατεθέν του πάρκου, που δεν είναι άλλο από τους αμέτρητους πορτοκαλεώνες, είναι γεμάτο με περιποιημένα φυτά, τεράστια δέντρα, χωμάτινα δρομάκια με ανθισμένα λουλούδια και πολλούς πελαργούς. Εντύπωση μου κάνει η αγάπη που έχουν οι Γάλλοι (κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι) για τα πάρκα τους και το πόσο καθαρά τα διατηρούν, σε αντίθεση με τα δικά μας κυρίως στα λιγοστά που έχουμε στην πρωτεύουσα. 
Μετά τη βόλτα μας στην ευρωπαϊκή γειτονιά του Στρασβούργου, κατηφορίσαμε πίσω στη γερμανική συνοικία, θέλοντας να επιστρέψουμε ξανά στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Λίγο πριν φτάσουμε στο Γκραντ Ιλ και συγκεκριμένα στη συμβολή των ποταμών Ill και Aare που σχηματίζεται στο νότιο τμήμα του μικρού νησιού της Sainte Helene, ορθώνεται η Εκκλησία του Αγίου Παύλου του Στρασβούργου (γαλλικά: Église réformée Saint-Paul ή Église Saint-Paul de Strasbourg), ένα ακόμη σημαντικό κτίριο νεογοτθικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, το οποίο έχει κι αυτό χαρακτηριστεί ως ένα από τα ορόσημα της πόλης. Η εκκλησία χτίστηκε μεταξύ 1892 και 1897 κατά την εποχή του Reichsland Elsass-Lothringen (1870–1918) και σχεδιάστηκε για τα λουθηρανά μέλη της αυτοκρατορικής γερμανικής φρουράς που στάθμευε στο Στρασβούργο. Η συγκεκριμένη εκκλησία εντυπωσιάζει για το μεγάλο της πλάτος σε σχέση με το όχι και τόσο μεγάλο της μήκος αλλά και για τον μεγάλο αριθμό εισόδων που έχει (19 συνολικά, σε σύγκριση με τις 7 εισόδους του Καθεδρικού Ναού του Στρασβούργου). Το 1919, μετά την επιστροφή της Αλσατίας στη Γαλλία, η εκκλησία παραδόθηκε στην Προτεσταντική Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία της Αλσατίας και της Λωρραίνης και έγινε η δεύτερη ενοριακή εκκλησία της στην πόλη μετά την ενορία Bouclier. Για τον σχεδιασμό της εκκλησίας, ο αρχιτέκτονας Louis Muller (1842–1898) εμπνεύστηκε από την εκκλησία της Ελισάβετ του Μάρμπουργκ, κοσμώντας το ναό του Αγίου Παύλου με τρία μεγάλα και περίτεχνα ροζέτα. Ο κυρίως ναός, ύψους 20 μέτρων, υποτίθεται ότι θα είχε τέσσερα κλίτη αντί για τα τρία που έχει τώρα και έτσι το κτήριο θα ήταν 5 μέτρα μακρύτερο, σε σχήμα λατινικού σταυρού. Ωστόσο, λόγω του υπερβολικού του κόστους και των τεχνικών δυσκολιών που προέκυψαν με τα θεμέλια του, πήρε το σχήμα ελληνικού σταυρού. Χάρη στους πυργίσκους που υψώνονται έως και 76 μ. και την εντυπωσιακή του τοποθεσία στο νότιο άκρο του νησιού της Αγίας Ελένης, ο ναός είναι ορατός από μακριά. Το πιο σημαντικό στοιχείο στο εσωτερικό του ναού, είναι το κύριο εκκλησιαστικό όργανο του 1897 (τροποποιημένο το 1934 και ανακαινισμένο αρκετές φορές έκτοτε), που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό μνημείο, καθώς είναι ένα από τα μεγαλύτερα όργανα στην Αλσατία και πιθανότατα στην Ανατολική Γαλλία. Το 1976, ένα δεύτερο εκκλησιαστικό όργανο εγκαταστάθηκε στο εγκάρσιο κλίτος. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως το κτήριο υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια των συμμαχικών βομβαρδισμών τον Αύγουστο του 1944, ενώ τα βιτρό καταστράφηκαν από μια σφοδρή χαλαζόπτωση το 1958. Ο συγκεκριμένος ναός, ήταν ένα ακόμη αξιοθέατο της πόλης που στάθηκα αρκετές φορές για να το θαυμάσω σε όλες τις φάσεις της μέρας καθώς κι εκεινού η όψη άλλαζε με τις καιρικές συνθήκες αλλά και το φως της ημέρας.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας δίπλα στο ποτάμι διασχίζοντας την μποέμικη συνοικία του Krutenau.Ο κεντρικός δρόμος της συνοικίας που είναι πάνω από το ποτάμι, είναι γεμάτος καφετέριες και μπαράκια, όπου μαζεύονται οι φοιτητές, δίνοντας μια νεανική νότα στην μεσαιωνική αύρα της πόλης που δεσπόζει από την απέναντι πλευρά του ποταμού. Στη συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται το πλανητάριο, ο βοτανικός κήπος κι η καλαίσθητη σχολή Καλών Τεχνών, της οποίας το κτήριο σχεδιάστηκε από τον Johann-Karl Ott με την καλλιτεχνική συμβολή των Edouard Roederer και Anton Seder κι ολοκληρώθηκε το 1892. Το αρχιτεκτονικό του ύφος αντανακλά μια μεταβατική Art Nouveau αισθητική με μεταλλικά διακοσμητικά στοιχεία, αρμονικά συνδεδεμένη με το βιομηχανικό στυλ του κόκκινου τούβλου των εργοστασιακών μονάδων του 19ου αι. Εντυπωσιακή είναι κι η πρόσοψη του κτηρίου με τα πολύχρωμα κεραμικά πανέλ του Leon Elchinger που απεικονίζουν φυτικά μοτίβα κι αλληγορίες της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, της επιστήμης και της γεωμετρίας, παρουσιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο τη φιλοδοξία της σχολής να ενώσει την ομορφιά με τη λειτουργικότητα. Το 1981 το κτήριο της σχολής Καλών Τεχνών χαρακτηρίστηκε ιστορικό μνημείο. 
Πέρα όμως από την Σχολή Καλών Τεχνών, το Στρασβούργο φημίζεται για τις πανεπιστημιακές του έδρες. Το Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Σπουδών (Université des Sciences Humaines), το οποίο σήμερα έχει μετονομασθεί σε Πανεπιστήμιο Μαρκ Μπλοκ - Στρασβούργο ΙΙ, είναι ένα από τα πιο σημαντικά της Γαλλίας και καλύπτει τους τομείς των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών. Το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο μαζί με τα Πανεπιστήμια της Μυλούζ (Mulhouse), του Κολμάρ (Colmar), της Βασιλείας (Βâle) στην Ελβετία, του Φράιμπουργκ (Freiburg) και της Καρλσρούης (Karlsruhe) στη Γερμανία, σχηματίζουν την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Πανεπιστημίων του Ανώτερου Ρήνου (UCOR). Επίσης, το Πανεπιστήμιο Λουί Παστέρ (Université Louis Pasteur - Strasbourg I) θεωρείται το καλύτερο γαλλικό επαρχιακό πανεπιστήμιο και 4ο στη Γαλλική επικράτεια και καλύπτει το σύνολο του επιστημονικού επιστητού, από Ιατρική μέχρι Οικονομικές σπουδές καθώς Φυσική και Χημεία. Επίσης, το Πανεπιστήμιο Ρομπέρ Σουμάν (Université Robert Schuman (URS) - Strasbourg III) καλύπτει τη Νομική επιστήμη, τις Πολιτικές Επιστήμες και τη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Από την 1η Ιανουαρίου του 2009 τα τρία παραπάνω πανεπιστήμια ενοποιήθηκαν αποτελώντας το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Τέλος, η Εθνική Σχολή Διοίκησης (École nationale d'administration), σημαντική Εθνική Σχολή Διοίκησης, που ιδρύθηκε το 1945, εδρεύει στο Στρασβούργο από το 1992 κι είναι υπεύθυνη για τη βασική και συνεχή κατάρτιση των ανωτέρων δημοσίων λειτουργών της Γαλλίας.
Η περιήγησή μας στο Στρασβούργο ολοκληρώνεται σε ένα όμορφο καφέ αντικριστά της γέφυρας Saint Madeleine, μιας από τις παλαιότερες γέφυρες της πόλης. Αρχικά ήταν κατασκευασμένη από ξύλο τον 13ο αι. Μέχρι τον 19ο αι. ονομαζόταν Nuwe Brucke (Νέα Γέφυρα). Επισκευάστηκε το 1592 και καταστράφηκε κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού το 1944. Ξαναχτίστηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα αλλά το 2011 κατεδαφίστηκε και ξαναφτιάχτηκε στην παλιά της μορφή με φωτισμό και προστατευτικά κιγκλιδώματα. 
Επίσης, απέναντι από το καφέ που κάτσαμε δεσπόζει το Ανάκτορο Ροάν (Palais Rohan), ένα μπαρόκ μέγαρο του 1742 από αμμόπετρα, που κάποτε ήταν οικία του αρχιεπισκόπου ενώ σήμερα στεγάζει τα κυριότερα μουσεία της πόλης, το Μουσείο Καλών Τεχνών (Musee des Beaux-Arts), το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών (Musee des Arts Decoratifs) και το Αρχαιολογικό Μουσείο (Musee Archeologique). Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι η αυλή του, μια γαλήνια όαση που περιβάλλεται από τα τείχη του παλατιού. Το Ανάκτορο Ροάν χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο (monument historique) το 1920. Στο πρώτο μουσείο, που καλύπτει τον πρώτο και τον δεύτερο όροφο του ανακτόρου, υπάρχουν περίπου 865 έργα Αλσατών ζωγράφων από τον 14ο αιώνα έως το 1871. Εκτίθενται αρκετά αξιόλογα έργα τέχνης διάσημων δημιουργών όπως ο Memling, ο Pieter de Hooch, ο Jordaens, ο Van Dyck, ο Giotto, ο Botticelli, ο Raphael, ο Veronese, ο Tintoretto κι ο El Greco. Στο Μουσείο Διακόσμησης, το οποίο στεγάζεται στο ισόγειο του ανακτόρου, εστιάζει στην εξέλιξη της αλσατικής τέχνης κατά τη διάρκεια των αιώνων. Υπάρχουν πολλά εκθέματα που αντιπροσωπεύουν την μπαρόκ τεχνοτροπία, την γοτθική τέχνη άλλα και άλλα με ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές επιρροές. Επίσης υπάρχουν πολλά διατηρημένα δωμάτια, όπως του Επισκόπου, το σαλόνιτου Ναπολέοντα κ.α. Τέλος, υπάρχει μια πτέρυγα με πορσελάνινα δημιουργήματα του Στρασβούργου, ενώ σε μία από τις αίθουσες γίνεται εκτενής αναφορά στον τρόπο λειτουργίας του αστρονομικού ρολογιού που βρίσκεται στον καθεδρικό της πόλης. Το Αρχαιολογικό Μουσείο βρίσκεται σε έναν υπόγειο χώρο του Ανακτόρου. Παρόλο που έχει ένα πλήθος αντικειμένων, τα οποία συνοδεύονται με επεξηγηματικά κείμενα, η συσσώρευσή τους σε τόσο κλειστούς και στενούς χώρους είναι τεράστια κουράζοντας τον επισκέπτη. 
Ένα ακόμη ενδιαφέρον μουσείο που αξίζει να επισκεφθεί κανείς είναι το Ιστορικό Μουσείο του Στρασβούργου, το οποίο επικεντρώνεται στην αστική, κοινωνική και πολιτική ιστορία της πόλης αλλά και της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Το μουσείο εδράζεται σε έναν ιστορικό κτήριο που χτίστηκε το 587-1588. Μέσα στους χώρους του μουσείου εκτίθενται μεσαιωνικά αντικείμενα και ρομανικά γλυπτά, μέχρι έργα τέχνης του Διαφωτισμού και της περιόδου της Επανάστασης. Το μουσείο φιλοξενεί επίσης μια εκπληκτική συλλογή από έργα τέχνης της Αναγέννησης, με έμφαση στους θρύλους της Ευρωπαϊκής τέχνης όπως τον Grien, τον Cranach και τον Schongauer. Το πιο ενδιαφέρον έκθεμά του είναι το περίφημο ανάγλυφο σχέδιο του 1727 από τον Ladeveze, το οποίο του το είχε αναθέσει ο Louis XV. Προσωπικά, μου τράβηξε την προσοχή και το vintage αυτοκίνητο από την μάρκα Mathis, μιας αυτοβιομηχανίας που έδρευε στο Στρασβούργο στις αρχές του 20ου αι. κι εντυπωσιάστηκα με την τεράστια  μακέτα της πόλης, η οποία βρίσκεται σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα του δευτέρου ορόφου. Το συγκεκριμένο μουσείο προσφέρει μια βιωματική εμπειρία ενός ταξιδιού πίσω στον χρόνο, δίνοντας τη δυνατότητα στους επισκέπετες να ανακαλύψουν την πλούσια ιστορία της πόλης, καθ' όλη τη διάρκεια των αιώνων μέσα από υπέροχα έργα τέχνης, ντοκουμέντα, συλλογές αντικειμένων και  διαδραστικές παραστάσεις. Από την απέναντι μεριά του ποταμού, βρίσκεται το Μουσείο Αλσατίας, το οποίο στεγάζεται σε επαύλεις του 16ου και 17ου αι. με εκθέματα από την αλσατική τέχνη, την λαϊκή τέχνη και την αγροτική ζωή. Δυστυχώς σ' αυτό δεν προλάβαμε να μπούμε. 
Σε όλες μας τις περιπλανήσεις στο Στρασβούργο, στις αναπαύσεις μας σε ήρεμα καφέ, στις απολαύσεις μας σε ζεστά μπιστρό και στις επισκέψεις μας σε αξιοθέατα και μουσεία, καθόμουν και παρατηρούσα τους κατοίκους αυτής της πόλης. Στο βλέμμα τους παρατηρούσα μια πραότητα κι ένα καλοδιάθετο χαμόγελο που δε θυμάμαι να έχω συναντήσει σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Αυτό όμως δε με ξάφνιαζε καθόλου διότι το Στρασβούργο δεν είναι μόνο μια πόλη κόσμημα αλλά και μια πόλη που έχει επίκεντρο των άνθρωπο. Μία πόλη χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς φασαρία, χωρίς γρήγορους ρυθμούς. Καταστήματα και καφέ που άνοιγαν κι έκλειναν ότι ώρα ήθελα κι άνθρωποι που είχαν άπλετο χρόνο για τον εαυτό τους. Οικογένειες να κάνουν βόλτες με τα ποδήλατά τους, νεαροί να απολαμβάνουν τις μπύρες τους δίπλα στο ποτάμι, καθημερινά δρώμενα στην πλατεία του ανακτόρου του Ροαν κάτω από τη σκιά του Καθεδρικού κι άλλα τόσα που ομορφαίνουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Γι' αυτό πιστεύω πλέον ακράδαντα πως το Στρασβούργο είναι η μόνη πόλη, απ' όσες έχω επισκεφθεί μέχρι στιγμής, που θα επέλεγα να ζήσω χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι αν ποτέ δε συμβεί αυτό, θα είναι μια πόλη που θα θέλω να επισκέπτομαι ξανά και ξανά. 

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Η Μικρή Γαλλία της Αλσατίας

 



Απ' όσα ταξίδια έχω κάνει μέχρι τώρα, κατατάσσω το Στρασβούργο στην ομορφότερη πόλη που έχω επισκεφθεί. Η αγάπη μου γι' αυτήν την πόλη ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε χρόνια κι ανανεώθηκε με τη δεύτερη επίσκεψή μου τον Μάιο του 2025. Έχοντας επισκεφθεί στο μεσοδιάστημα αυτό άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, δε βρήκα ούτε μια που να με συγκινεί και να με ελκύει τόσο πολύ όσο η πρωτεύουσα της Αλσατίας. Πριν αναφερθώ όμως στην απαράμιλλη ομορφιά του Στρασβούργου, θα ήθελα να κάνω πρώτα μια μικρή αναφορά στο πιο μαγευτικό κομμάτι της πόλης, την "Petite France". 
Στην Μικρή Γαλλία του Στρασβούργου, ο χρόνος έχει σταματήσει και τα ιστορικά αμυντικά μνημεία που ορθώνονται στα κανάλια του ποταμού Ιλλ, δένουν τόσο αρμονικά με την παραδοσιακή συνοικία και την υπόλοιπη πόλη, δημιουργώντας ένα παραμυθένιο σύνολο, όπου δυσκολευόμαστε να βρούμε που είναι η αρχή και που το τέλος του. Για μένα, η "Petite France" έχει τη δυνατότητα να αποδείξει και στον πιο επιφυλακτικό, πως υπάρχει μια μικρή κουκίδα στον ευρωπαϊκό χάρτη όπου το παραμύθι αποκτά υπόσταση και το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. 
Η "Petite France" γνωστή επίσης και ως "Quartier des Tanneurs" στα γαλλικά και "Gerberviertel " στα γερμανικά, δηλαδή "η συνοικία των βυρσοδεψών", βρίσκεται στο δυτικό άκρο του "Grande Île", του μεγάλου νησιού που σχηματίζεται εντός του ποταμού Ιλλ, πάνω σ' αυτό απλώνεται το ιστορικό κέντρο του Στρασβούργου. Η περιοχή οριοθετείται στα βόρεια από την "Quai de la Bruche" (Brischstade), την "Rue du Bain-aux-Plantes", την πλατεία "Place Benjamin-Zix" και την "Rue des Dentelle" στα ανατολικά από την "Rue du Pont-Saint-Martin", την "Pont Saint-Thomas" (Γέφυρα Thomas) και την πεζογέφυρα "Mill", στα νότια από το κανάλι του "Zorn-Mühle" και στα δυτικά από τις Σκεπαστές Γέφυρες. Από το 1988, η "Petite France" αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Ωστόσο, το όνομα "Petite-France" (Μικρή Γαλλία) δεν δόθηκε για πατριωτικούς ή αρχιτεκτονικούς λόγους. Προέρχεται από τον "Hospice des Vérolés" (ξενώνας της σύφιλη), που κτίστηκε στα τέλη του 15ου αι. σε αυτό το νησί, για να θεραπεύονται άτομα με σύφιλη, η οποία ονομαζόταν τότε "Franzosenkrankheit", δηλαδή η γαλλική ασθένεια στα γερμανικά. Η σύφιλη είναι μια ασθένεια που εμφανίστηκε ξαφνικά στην Ευρώπη στα τέλη του 15ου αιώνα κι απαιτούσε σημαντική φροντίδα για τους περιθωριοποιημένους ασθενείς της. Τον 18ο αιώνα το μέρος ονομάστηκε "Άσυλο των Αθεράπευτων" και το 1795 μετονομάστηκε σε "La Petite France", δίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ονομασία σε ολόκληρη την περιοχή. 
Στη συγκεκριμένη ιστορική συνοικία, ο ποταμός Ιλλ χωρίζεται σε μια σειρά καναλιών, εξυπηρετώντας τους βυρσοδέψες, τους μυλωνάδες, τους ψαράδες, την τοπική βιομηχανία κι αγορά. Ο ποταμός εισχωρεί στην πόλη από τα βορειοανατολικά κι από εκεί χωρίζεται στο "Canal du Faux-Rempart" που ρέει βόρια του "Grande Île" και σε τέσσερα μικρά κανάλια που διασχίζουν την "Petite France, με την υπόλοιπη κοίτη του ποταμού να συνεχίζει τη ροή του από την νότια πλευρά του "Grande Île". Όλα μαζί  καταλήγουν στο αμυντικό φράγμα Βωμπάν (Barrage Vauban), το οποίο κατασκευάστηκε τον 17ο αι. Από εκεί θα ξεκινήσει η περιπλάνηση μας στην "Petite France".
Το αμυντικό οικοδόμημα Vauban μήκους 120 μέτρων, αποτελείται από ένα φράγμα και μια γέφυρα κατασκευασμένα από ροζ ψαμμίτη. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ από τον στρατιωτικό αρχιτέκτονα Sébastien Le Prestre, Marquis of Vauban, με απώτερο σκοπό να ενισχύσει το αμυντικό τείχος της πόλης. Το φράγμα έχει δεκατρείς καμάρες, οι οποίες σφραγίζονταν σε περιπτώσεις εισβολής, δημιουργώντας πλημμύρισμα στο νότιο κομμάτι της πόλης, κάνοντάς το αδιάβατο για τους εχθρούς. Αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου το 1870. Σήμερα, η οροφή του φράγματος είναι ανοιχτή για περιπάτους, προσφέροντας μια υπέροχη πανοραμική θέα των οχυρωματικών έργων της "Petite France" και του Καθεδρικού Ναού προς το βορρά ενώ από τη νότια μεριά ξεχωρίζει το Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης και το "Hôtel du Département" (Γραφείο της Κομητείας). Στο εσωτερικό χώρο του φράγματος υπάρχει ένας διάδρομος με κλειστές αίθουσες μέσα στις οποίες φυλάσσονται αρχαία γύψινα εκμαγεία κι αντίγραφα αγαλμάτων και γκαργκόιλ από τον Καθεδρικό Ναό κι από άλλα μνημεία της πόλης.
Απέναντι από το φράγμα Βωμπάν βρίσκονται οι "Ponts Couverts" (οι Σκεπαστές Γέφυρες), οι οποίες αποτελούσαν μια παλιά αμυντική δομή του 18ου αι. με τρεις γέφυρες και τέσσερις πύργους. Το όνομα των συγκεκριμένων γεφυρών εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, παρόλο που δεν είναι καλυμμένες πια.  Από το 1928 προστέθηκαν στη λίστα των Ιστορικών Μνημείων της Γαλλίας. 
Στη δυτική άκρη των γεφυρών υψώνεται ένας θεόρατος πλάτανος ηλικίας 358 χρονών, ο οποίος πιθανότατα να γνώρισε την πρώτη μετάβαση του Στρασβούργου από τη γερμανική στη γαλλική κυριαρχία και σίγουρα θα βίωσε κι άλλα ταραχώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη αύτη. Σήμερα ονομάζεται "Το Δέντρο των Μουσικών" καθώς στον Μεσαίωνα πολλοί μουσικοί ανέβαιναν στα κλαδιά των δέντρων για να είναι πιο ορατοί στο κοινό. 
Στην ίδια περιοχή βρίσκεται κι η εκκλησία "Saint Pierre le Vieux". Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου θρησκευτικού κτίσματος, είναι πως φιλοξενεί δύο εκκλησίες με διαφορετική είσοδο. Η καθολική εκκλησία έχει είσοδο από τη μεριά του δρόμου ενώ η προτεσταντική εκκλησία έχει είσοδο από τα πλάγια. Αν κι η ύπαρξη της αναφέρεται από το 1130, καθώς ήταν χτισμένη σε έναν από τους σημαντικότερους ρωμαϊκούς δρόμους της πόλης, τη Strata Superior, η σημερινή της γοτθική δομή που ένα μέρος της έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα, χρονολογείται από το 1382. Αρχικά ήταν καθολική εκκλησία αλλά το 1529 μετά τη Μεταρρύθμιση έγινε Λουθηριανή. Δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του Στρασβούργου από τους Γάλλους, συγκεκριμένα το 1683, ο Λουδοβίκος ΙΔ' διέταξε να επιστρέψει το ιερό στους καθολικούς, παραχωρώντας το σηκό του ναού στους λουθηριανούς, δημιουργώντας μια σπάνια περίπτωση όπου ένας ναός μοιράζεται σε δύο δόγματα. Το 2012 άνοιξε μια εσωτερική πόρτα στους δυο θρησκευτικούς χώρους για να συμβολίσει τον οικουμενικό διάλογο των δυο δογμάτων. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν σημαντικοί θησαυροί τέχνης από τον Μεσαίωνα, όπως "Τα Πάθη του Χριστού" από τον καλλιτέχνη Heinrich Lutzelmann, τα οποία χρονολογούνται από το 1485 και σκηνές από τη ζωή του Αγίου Πέτρου χαραγμένες σε ξύλο από τον καλλιτέχνη Veit Wagner, οι οποίες χρονολογούνται από τον 15ο αι. 
Στις "Ponts Couverts" ορθώνονται τέσσερις μεσαιωνικοί πύργοι από τις οχυρώσεις του 12ου. Είναι σημείο κατατεθέν τόσο της "Petite France" όσο και της υπόλοιπης πόλης. Όμως εμένα περισσότερο με εντυπωσιάζει το γλυκύτατο "Maison des Ponts Couverts" που σήμερα στεγάζει την Προστασία Ανηλίκων (Protection des mineurs), το οποίο είναι ένα από τα πιο φωτογραφημένα σημεία του Στρασβούργου τόσο για τη θέση που βρίσκεται πάνω σε μια από τις στενές λωρίδες της συνοικίας όσο και για τη φυτική του διακόσμηση. Το κτήριο χτίστηκε το 1892 και λειτούργησε αρχικά ως λουτρό και το 1922 προστέθηκε η πέτρινη νεοκλασική πύλη που το συνδέει με τις Σκεπαστές Γέφυρες. Το 1960 το αγόρασε ο δήμος και το μετέτρεψε σε στέγη ηλικιωμένων ενώ από το 2014 κι έπειτα λειτουργεί ως ψυχολογικός χώρος συνάντησης γονέων και παιδιών. Προσωπικά, το κτήριο αυτό μου βγάζει μια αίσθηση μοναχικότητας. Σαν μια οντότητα που έχει αποκοπεί από την υπόλοιπη πόλη και της έχει γυρίσει την πλάτη.  
Τα τέσσερα κανάλια που περνούν κάτω από τις Σκεπαστές Γέφυρες, δημιουργούν τις στενές λωρίδες της "Petite France", πάνω στις οποίες είναι χτισμένα μεγάλα ξυλόδετα κτήρια που χρονολογούνται από τον 16ο και 17ο αι. Οι κεκλιμένες στέγες πολλών κτηρίων περιλάμβαναν ανοιχτές σοφίτες για να κρεμούν και να ξεραίνουν τα δέρματα οι βυρσοδέψες. Τρία από τα τέσσερα κανάλια που ρέουν μέσα από την συνοικία διέρχονται από υδατοφράκτες που κάποτε κινούσαν ελαιοτριβεία και άλλες βιομηχανίες. Μόνο το βορειότερο κανάλι είναι πλωτό, το οποίο περνάει από την περιστρεφόμενη γέφυρα "Pont du Faisan" στο κέντρο της συνοικίας και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα τουριστικά σκάφη που εκτελούν τον γύρο της πόλης. Βλέποντας κανείς τα κανάλια αυτά πάνω σε έναν χάρτη, θα δει πως μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός χεριού που προσπαθεί να αρπάξει ολόκληρη την πόλη.
Στη βόρεια όχθη του Ιλλ, στη γοητευτική πλατεία "Benjamin Zix", βρίσκεται το "Maison des Tanneurs", ο Οίκος της Συντεχνίας των Βυρσοδεψών, φορτωμένος με πολύχρωμα γεράνια στα παράθυρά του. Το Σπίτι των Βυρσοδεψών είναι ένα αλσατικό σπίτι με ημιξύλινη επένδυση, xτισμένο το 1572, κατά την Αναγέννηση του Στρασβούργου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο από τις 7 Μαρτίου του 1927. Αποτελείται από δύο ορόφους ποικίλων όγκων, με φουρούσια, με παράθυρα με τοξωτές αψίδες και βιτρό, με μια εντυπωσιακή τεμνόμενη στέγη με φεγγίτη κι αλσατικά κεραμίδια. Η αετωματική πρόσοψη που βλέπει στον ποταμό Ιλλ, με την παρακείμενη βεράντα της αποβάθρας, κατασκευάστηκε αρχικά με τεράστιες εκτάσεις από στεγασμένα, ανοιχτά και διάτρητα μπαλκόνια με τοξωτές αψίδες και αεριζόμενες σοφίτες για τις ανάγκες ξήρανσης του βυρσοδεψείου. Όταν το κτίριο μετατράπηκε σε εστιατόριο το 1949, οι ανοιχτές στοές έκλεισαν από ένα σύνολο ημιξύλινων πανοραμικών παραθύρων. Σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί ως εστιατόριο με τον τίτλο "Winstub" καθώς χρησιμοποιείται από μια ομάδα οκτώ αμπελουργών από τους αμπελώνες της Αλσατίας. Το εστιατόριο είναι γνωστό και ως «Gerwerstubs» ή «Maison de la Sauerkraut», καθώς προσφέρει σπεσιαλιτέ από την τοπική κουζίνα της Αλσατίας.
Στην πλατεία "Benjamin-Zix" βρίσκεται επίσης κι η Μεθοδιστική Ευαγγελική Εκκλησία του Στρασβούργου ή Ναός της Σιών (Église méthodiste de Sion), η οποία χτίστηκε το 1882 σε νεορομανικό στιλ. Η ταυτότητα του αρχιτέκτονα δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα. Το όνομα του Mack, αρχιτέκτονα στη Στουτγάρδη, αναφέρεται στο Evangelischer Botschafter της 6ης Ιανουαρίου 1883, από τον Πάστορα C. Zwingli, ο οποίος δεν διευκρινίζει το μικρό του όνομα. Θα μπορούσε να είναι ο Wilhelm Friedrich Mack (1848-1924), ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα αρχιτέκτονας στη Στουτγάρδη. Το μοναδικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης εκκλησίας είναι ότι ο χώρος λατρείας βρίσκεται στον πρώτο όροφο, με το ισόγειο να χρησιμοποιείται ως κατοικία του πάστορα. Επίσης είχε ένα καμπαναριό το οποίο κατεδαφίστηκε το 1961 λόγω της κακής του κατάστασης. Η υπόλοιπη εκκλησία ανακαινίστηκε το 2014. Ωστόσο, ο συγγραφέας Maurice Moszberger κι άλλοι συνάδελφοί του, πιστεύουν ότι από τότε που ο ναός έχασε το καμπαναριό του, «δεν ξεχωρίζει πλέον στην πλατεία, η οποία είναι γεμάτη τουρίστες». Την ίδια άποψη ενστερνίζεται κι ο ιστορικός τέχνης Roland Recht και η ομάδα του, οι οποίοι προχωρούν ακόμη περισσότερο και την περιγράφουν ως «ένα άθλιο παρεκκλήσι χωρίς στυλ». Μια πιο ουδέτερη στάση διατηρεί η ακαδημαϊκός Suzanne Braun, η οποία περιγράφει με ακρίβεια την τρίπλευρη πρόσοψη, το μνημειώδες άνοιγμα που συνδυάζει ρομανικά διακοσμητικά μοντέλα (κυρίως τα γλυπτά κολοβωμένα κωνικά κιονόκρανα και το ημικυκλικό άνοιγμα με αρχαίες παραστάσεις, όπως οι ραβδωτές βάσεις και το υπέρθυρο με τρίγλυφα και μετόπες). Η αλήθεια είναι πως η εκκλησία περνάει σχεδόν απαρατήρητη από τα μάτια των επισκεπτών της πόλης. 
Κάτω από τη σκιά των τεράστιων πλατάνων που βρίσκονται στην πλατεία, ξεκινούν οι κεντρικοί δρόμοι της "Petite France", όπως η "Rue du Bain-aux-Plantes" και η "Rue des Dentelles", που επίσης περιβάλλονται από ξύλινα σπίτια. Η "Rue du Bain-aux-Plantes" ξεχωρίζει για την ομοιογένεια των ξυλόδετων σπιτιών της, καθώς όλα είναι βαμμένα λευκά. Στο δρόμο αυτό παλιότερα υπήρχαν τα βυρσοδεψεία της πόλης ενώ σήμερα φιλοξενούνται εστιατόρια, καφέ και καταστήματα με αναμνηστικά αντικείμενα. Η συνοικία αυτή είχε μια απόκοσμη φωτεινότητα στις νυχτερινές μας περιπλανήσεις.
Ανηφορίζοντας προς τα βόρεια, συναντάμε την κύρια λουθηρανική εκκλησία της πόλης, την "Eglise Saint-Thomas", η οποία χτίστηκε μεταξύ του 12ου και του 16ου αιώνα, ενσωματώνοντας ρωμανικό και γοτθικό αρχιτεκτονικό στυλ. Από το 1681 μετατράπηκε στην κύρια έδρα των λουθηρανών, καθώς ο καθεδρικός ναός του Στρασβούργου επέστρεψε στον καθολικισμό. Στο εσωτερικό του ναού φιλοξενείται το μουσικό όργανο "Silbermann" του 1741, στο οποίο είχε παίξει μουσική ο Μότσαρτ και το εντυπωσιακό μαυσωλείο του Στρατάρχη Maurice de Saxe, που δημιουργήθηκε το 1777 σε στυλ μπαρόκ. Επίσης βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις εναπομείνασες τοιχογραφίες. 
Τέλος, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της "Petite France" είναι οι πολλές όμορφες γέφυρές της. Μια από τις πιο γνωστές είναι η μικρή και διακριτική "Pont du Faisan" η οποία συνδέει τη "Rue du Bain-aux-Plantes" με τις στενές λωρίδες που καταλήγουν στις "Ponts Couverts". Η συγκεκριμένη γέφυρα είναι γνωστή κι ως «Pont Tournant» (η περιστρεφόμενη γέφυρα), καθώς επιβάλλει τη δική της θέληση σε όλους τους περαστικούς που επιθυμούν να τη διασχίσουν, διακόπτοντας για λίγο τις ήρεμες περιπλανήσεις των περαστικών στη συνοικία. Είχα την τύχη να την δω να περιστρέφεται για να την διασχίσει ένα από τα τουριστικά ποταμόπλοια της πόλης. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει κι η γέφυρα Saint-Martin, μια πέτρινη γέφυρα με δύο καμάρες που ακουμπούν σε ένα μόνο στήριγμα. 
Ολοκληρώσαμε τις περιπλανήσεις μας στην "Petite France" ανηφορίζοντας την "Grand Rue", η οποία ξεκινάει από την εκκλησία "Saint-Pierre-le-Vieux" και καταλήγει κοντά στην πλατεία Γουτεμβέργιου. Ο δρόμος αυτός είναι λιγότερο τουριστικός από την υπόλοιπη παραδοσιακή συνοικία, γεμάτος με όμορφα καφέ, μπυραρίες και καταστήματα που απευθύνονται κυρίως στους κατοίκους της πόλης. Σ' αυτόν τον δρόμο βρίσκεται κι  η οικεία του Claude Joseph Rouget de Lisle, όπου συντέθηκε η "Μασσαλιώτισσα" στις 26 Απριλίου του 1792. 
Σφυρίζοντας το ρυθμό του γαλλικού εθνικού ύμνου ανηφορίσαμε για να ανακαλύψουμε και τις υπόλοιπες ομορφιές του Στρασβούργου.