Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Η παρακμή του ιερού



του Θανάση Γιαλκετσή

Το ακόλουθο κείμενο του Πολωνού φιλοσόφου Λέζεκ Κολακόφσκι (1927-2009) είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Besoin religieux» (La Baconnière, 1973).

Οσο πειστικές κι αν είναι οι κοινωνιολογικές έρευνες που δείχνουν τις διασυνδέσεις μεταξύ της θρησκευτικής συμπεριφοράς και ενός μεγάλου αριθμού κοινωνικών μεταβλητών, όπως η ηλικία, το φύλο, η απασχόληση, η κοινωνική τάξη κ.λπ., δεν υπάρχουν αλάθητες μέθοδοι για να διεισδύουμε στα κρυφά, τα υπόγεια στρώματα της κουλτούρας, που συνήθως είναι ελάχιστα ορατά και προικισμένα με μια δύναμη η οποία αποκαλύπτεται τη στιγμή των κρίσεων ή των κοινωνικών καταστροφών.
Οσο πειστικές κι αν είναι οι κοινωνιολογικές έρευνες που δείχνουν τις διασυνδέσεις μεταξύ της θρησκευτικής συμπεριφοράς και ενός μεγάλου αριθμού κοινωνικών μεταβλητών, όπως η ηλικία, το φύλο, η απασχόληση, η κοινωνική τάξη κ.λπ., δεν υπάρχουν αλάθητες μέθοδοι για να διεισδύουμε στα κρυφά, τα υπόγεια στρώματα της κουλτούρας, που συνήθως είναι ελάχιστα ορατά και προικισμένα με μια δύναμη η οποία αποκαλύπτεται τη στιγμή των κρίσεων ή των κοινωνικών καταστροφών.
Η κατανομή των δυνάμεων της παράδοσης, που κατασταλάζουν στην πορεία των χιλιετιών, δεν μας επιτρέπει να τις συλλάβουμε σε ποσοτική μορφή, πράγμα που καθιστά τις μεγάλες ιστορικές εκρήξεις και τις εκβάσεις τους τόσο λίγο προβλέψιμες όσο είναι και οι συμπεριφορές των ατόμων μπροστά σε βίαιες κρίσεις.
Το πεπρωμένο της θρησκευτικής πίστης δεν αποτελεί εξαίρεση, τόσο στο προσωπικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο.
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπήρξαν πιστοί που έχασαν την πίστη τους και άθεοι που τη βρήκαν.
Οι δύο αντιδράσεις είναι για μας διαισθητικά κατανοητές: τόσο η στάση με την οποία δηλώνεται ότι «αν είναι δυνατό να διαπράττονται τέτοιες ωμότητες, τότε δεν υπάρχει Θεός», όσο και η άλλη, η αντίθετη: «Μπροστά σε τέτοιες ωμότητες, μόνον ο Θεός μπορεί να διασώσει το νόημα της ζωής».
Οι πλούσιοι και οι ικανοποιημένοι μπορεί να γίνονται αδιάφοροι ή θεοσεβείς επειδή είναι πλούσιοι και ικανοποιημένοι. Οι φτωχοί και οι ταπεινωμένοι μπορεί να γίνονται αδιάφοροι ή θεοσεβείς επειδή είναι φτωχοί και ταπεινωμένοι και όλα αυτά είναι ευεξήγητα.
Εκείνοι που γνωρίζουν καλά τη Ρωσία έχουν λόγους για να υποθέτουν ότι, αν σε αυτή τη χώρα υπήρχε ελάχιστη θρησκευτική ελευθερία, θα έπρεπε να περιμένουμε μια αληθινή θρησκευτική έκρηξη.
Η απελπισία μπορεί να γίνει ο τάφος της θρησκευτικής πίστης ή να προαναγγέλλει την αναγέννησή της.
Οι πόλεμοι, η καταπίεση, οι μεγάλες συμφορές μπορεί να ενισχύσουν τα θρησκευτικά συναισθήματα ή μπορεί να τα αποδυναμώσουν, ανάλογα με τις πολλαπλές περιστάσεις που μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ασκήσουν την επίδρασή τους, των οποίων όμως είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψουμε τις σωρευτικές επιπτώσεις.
Υπάρχει ένα ερώτημα που δεν μπορούμε να μη θέσουμε και είναι τούτο: πλάι σε όλες τις «εγκόσμιες» λειτουργίες που η θρησκεία έχει αναλάβει, πλάι στους χίλιους δεσμούς που έχουν εξαρτήσει το πεπρωμένο της από εκείνο της «κοσμικής» κοινωνίας, καθιστώντας την αδιαχώριστη από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες και από όλες τις συγκρούσεις, διασώζεται ή όχι ένα ακατάλυτο κατάλοιπο από το θρησκευτικό φαινόμενο ως τέτοιο;
Αυτό αποτελεί ή όχι ένα αναπαλλοτρίωτο μέρος της κουλτούρας; Θα θέλαμε να γνωρίζουμε αν η θρησκευτική ανάγκη είναι ανεξάλειπτη, αν μπορεί να αντικατασταθεί ή να απωθηθεί από άλλες ικανοποιήσεις.
Σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν απαντήσεις νομιμοποιημένες από επιστημονικά αλάθητες μεθόδους.
Οι απαντήσεις ανήκουν μάλλον στον φιλοσοφικό στοχασμό.
Ορισμένες υποδείξεις -σίγουρα όχι οριστικές απαντήσεις- μπορεί να μας δώσει ο στοχασμός για τις επιπτώσεις της παρακμής που έχει υποστεί το φαινόμενο του ιερού στις κοινωνίες μας.
Ο όρος «ιερό» εφαρμόστηκε σε όλα εκείνα με τα οποία η επαφή μας ήταν τιμωρητέα.
Επεκτάθηκε επομένως και στην εξουσία και στην ιδιοκτησία, στην ανθρώπινη ζωή και στον νόμο.
Η ιερή διάσταση της εξουσίας καταργήθηκε με την απώλεια του μοναρχικού χαρίσματος.
Η ιερή διάσταση της ιδιοκτησίας καταργήθηκε με τα σοσιαλιστικά κινήματα. Αυτές είναι μορφές του ιερού για την απώλεια των οποίων δεν πρέπει να θρηνούμε.
Τίθεται ωστόσο το ερώτημα αν η κοινωνία είναι ικανή να επιβιώνει και να καθιστά υποφερτή τη ζωή των μελών της στην περίπτωση που το συναίσθημα του ιερού και το φαινόμενο του ιερού θα εξαλείφονταν ολοκληρωτικά.
Τίθεται το ερώτημα αν ορισμένες αξίες, των οποίων η δύναμη είναι αναγκαία για την ίδια τη διατήρηση της κουλτούρας, μπορούν να επιβιώνουν χωρίς να απλώνουν τις ρίζες τους στο βασίλειο του ιερού. 
Σημειώνουμε πριν απ’ όλα ότι υπάρχει και ένα άλλο νόημα του όρου «εκκοσμίκευση».
Με αυτό το τελευταίο νόημα, η εκκοσμίκευση δεν συνεπάγεται την παρακμή της θεσμοθετημένης θρησκείας· την παρατηρούμε ακόμη και στις Εκκλησίες και στις θρησκευτικές δοξασίες: αυτή η εκκοσμίκευση ορίζεται ως κατάργηση του συνόρου μεταξύ ιερού και βέβηλου, ως τέλος του διαχωρισμού τους. Είναι η τάση που έγκειται στο να αποδίδουμε ιερό νόημα στο καθετί.
Το να κάνουμε καθολικό το ιερό ισοδυναμεί με το να το καταργούμε.
Το να λέμε ότι όλα είναι ιερά σημαίνει να λέμε στην πραγματικότητα ότι τίποτα δεν είναι ιερό, επειδή οι δύο ιδιότητες -το ιερό και το βέβηλο- μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα από την αμοιβαία αντίθεσή τους.
Περισσότερο από όσο με την άμεση μορφή της άρνησης του ιερού, η εκκοσμίκευση του χριστιανικού κόσμου πραγματοποιείται με μεσολαβημένη μορφή, δηλαδή μέσω μιας καθολίκευσης του ιερού η οποία, καταργώντας τη διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Είναι η χριστιανοσύνη που απαρνιέται τις γνωστικές της πηγές, η χριστιανοσύνη που σπεύδει να καθαγιάσει αμέσως όλες τις μορφές της κοσμικής ζωής, οι οποίες θεωρούνται επίσης αποκρυσταλλώσεις της θεϊκής ενέργειας. Είναι η χριστιανοσύνη χωρίς το κακό, η χριστιανοσύνη του Τεγιάρ ντε Σαρντέν.
Είναι η πίστη στην οικουμενική σωτηρία όλων, η πίστη που μας διαβεβαιώνει πως, ό,τι κι αν κάνουμε, μετέχουμε στο έργο του Δημιουργού και συμβάλλουμε στη μεγαλειώδη θεμελίωση της μελλοντικής αρμονίας.
Είναι η εκκλησία αυτής της παράξενης λέξης: aggiornamento, που συγχέει δυο ιδέες όχι μόνο διαφορετικές αλλά και -σε ορισμένες ερμηνείες- αντιφατικές: μία που λέει ότι το να είμαστε χριστιανοί σημαίνει να είμαστε όχι μόνον έξω από τον κόσμο, αλλά και μέσα στον κόσμο· και την άλλη που λέει ότι το να είμαστε χριστιανοί σημαίνει να μην είμαστε ποτέ εναντίον του κόσμου.
Η μία θέλει να υποστηρίξει ότι η Εκκλησία πρέπει να θεωρήσει δική της την υπόθεση των φτωχών και των καταπιεζόμενων.
Η άλλη συνεπάγεται ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να παλεύει εναντίον των κυρίαρχων μορφών της κουλτούρας, ότι αυτή οφείλει επομένως να στηρίζει αξίες και τρόπους ζωής που αναγνωρίζονται στην κοσμική κοινωνία και ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να παίρνει το μέρος των ισχυρών και των νικητών.
Διακατεχόμενη από τον πανικό ότι περιορίζεται όλο και περισσότερο στη θέση μιας απομονωμένης σέχτας, η χριστιανοσύνη φαίνεται να κάνει φρενιτιώδεις προσπάθειες μιμητισμού -αντίδραση φαινομενικά αμυντική, αλλά στην πραγματικότητα αυτοκαταστροφική- για να μην καταβροχθιστεί από τους εχθρούς της.
Στην πραγματικότητα χάνει την ταυτότητά της, που βασίζεται ακριβώς στη διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου και στην ιδέα τής πάντοτε ενδεχόμενης και συχνά αναπόφευκτης σύγκρουσής τους.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου