του Κύρκου Δοξιάδη
Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο ενός παλαιότερου άρθρου μου στην «Εφ.Συν.» (7.2.2017 – «Το ψέμα ως πολιτική έννοια»): «Για την Αριστερά η ειλικρίνεια δεν είναι ζήτημα “ηθικής συνέπειας”. Θα ήταν λάθος να το βλέπει έτσι. Ηθικολογώντας περί ειλικρίνειας, θα έδινε στον εαυτό της τη δυνατότητα να δικαιολογεί την ασυνέπεια και την ανειλικρίνειά της στο όνομα του ρεαλισμού.
»Αντιθέτως, ακριβώς επειδή στην κυριαρχούσα αφήγηση περί πολιτικής το ψέμα είναι ταυτισμένο με τα αστικά κόμματα, θα ήταν ρεαλιστικό εγχείρημα για την Αριστερά να κερδίσει τον κόσμο πείθοντάς τον ότι “κάνει τη διαφορά” τουλάχιστον σε αυτό».
Ενα από τα πιο διαδεδομένα προπαγανδιστικά τεχνάσματα και ιδεολογικά στρατηγήματα του διεθνούς και εγχώριου κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος εναντίον της Αριστεράς είναι η άποψη πως η Αριστερά -από γεννησιμιού της- έχει «πάρει διαζύγιο» από τον ρεαλισμό.
Θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο ίσως για να περιγραφεί επαρκώς η ποικιλομορφία και η ευρηματικότητα με τις οποίες διαρκώς ανακύπτει, διαχέεται και σε μεγάλο βαθμό επικρατεί στον δημόσιο, τον πολιτικό αλλά και τον επιστημονικό/φιλοσοφικό λόγο τούτη η αντίληψη περί Αριστεράς.
Δύο πράγματα μόνο σημειώνω, προτού θίξω την ουσία του ζητήματος. Το πρώτο είναι πως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, η πραγματική αδυναμία αν όχι απουσία της Αριστεράς έχει καταστήσει ιδιαίτερα εύκολο το να μιλούν άλλοι για λογαριασμό της και να την καταδικάζουν ως «εξωπραγματική». Και το δεύτερο, βέβαια, έχει να κάνει με το ότι και η ίδια η Αριστερά φέρει μέρος της ευθύνης γι' αυτήν τη «μη ρεαλιστική» εικόνα της.
Θες γιατί και πολλοί αριστεροί έχουν πειστεί και οι ίδιοι για την «εξωπραγματικότητα» των ιδεών τους, θες γιατί στην αριστερή θεωρία, επίσης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τείνει να επικρατεί μια «μεταμοντερνίζουσα» διάθεση που συχνά καταλήγει στο να γράφονται και να λέγονται ασυναρτησίες, έχουμε πλέον μια κατάσταση στην οποία λησμονείται ότι οι μόνοι που κερδίζουν -και κερδίζουν πολλά- από το γεγονός ότι η Αριστερά αναπαρίσταται ως περίπου ο αντίποδας του ρεαλισμού είναι οι αντίπαλοί της.
Η ουσία του ζητήματος τώρα. Είναι μάλλον προφανές ότι, στις πολλαπλών ειδών «κριτικές» που υφίσταται η Αριστερά για την «έλλειψη ρεαλισμού» που τη χαρακτηρίζει, υφέρπει μια βαθύτατα ιδεολογική χρήση του όρου «ρεαλισμός». Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο «ρεαλισμός» με αυτή την έννοια είναι ίσως το πιο κομβικό συνεκτικό στοιχείο της ιδεολογίας της αστικής τάξης και του καπιταλισμού, ιδίως στην τωρινή, νεοφιλελεύθερη φάση του.
«Ρεαλισμός» είναι το TINA («Δεν υπάρχει εναλλακτική») της Μάργκαρετ Θάτσερ. «Ρεαλισμός» είναι η πίστη πως, ακόμη και όταν όλα δείχνουν ότι οι πολιτικές λιτότητας είναι καταστροφικές, οφείλουμε να τις ακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια μέχρι τελικής πτώσεως διότι δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.
Ενώ αντίθετα «μη ρεαλιστική» είναι οποιαδήποτε πολιτική τολμά να αμφισβητήσει ριζικά και στην πράξη το αλάθητο του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Ο «ρεαλισμός», ως ιδεολογία της άρχουσας τάξης, είναι η άκριτη αποδοχή του ισχύοντος συστήματος ως της μόνης εφικτής πραγματικότητας.
Αντίθετα, ο ρεαλισμός της Αριστεράς δεν είναι ιδεολογία, είναι πρώτα απ’ όλα η κριτική της (κυρίαρχης) ιδεολογίας. Είναι η υλιστική προσέγγιση της ιστορίας, καθώς και η έμφαση στην ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η προσεκτική χάραξη της στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλισμού και την πορεία προς τον σοσιαλισμό, η διαρκής συνεκτίμηση των πραγματικών συσχετισμών δύναμης και οι συνακόλουθες επιλογές ως προς τη συγκρότηση κοινωνικο-πολιτικών συμμαχιών.
Με άλλα λόγια, ο ρεαλισμός της Αριστεράς είναι αυτό που την καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη και πραγματική απειλή για τον καπιταλισμό και την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων γενικότερα, τουλάχιστον από την εποχή του Μαρξ.
Στην κυρίαρχη ιδεολογία και στη διάχυτη προπαγάνδα περί «ρεαλισμού» του συστήματος και «αντι-ρεαλισμού» της Αριστεράς, η Αριστερά είναι «συνεπής» και «ειλικρινής» όταν παρουσιάζεται ως αυτό που «πράγματι» είναι ή που θα έπρεπε να είναι – δηλαδή σαν μια ομάδα γραφικών τύπων που νοσταλγούν τη χαμένη επανάσταση ή που κηρύσσουν την έλευση μιας «ουτοπίας».
Ετσι, η Αριστερά φαίνεται μέχρι και «συμπαθητική». Οι κάθε λογής εκπρόσωποι του κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος αισθάνονται άνετοι στη συγκατάβασή τους: «Τι ωραία που τα λέει η (σωστή και συνεπής) Αριστερά, μακάρι να μπορούσαμε να τα πιστεύουμε κι εμείς που είμαστε ρεαλιστές...».
Η Αριστερά, όμως, γίνεται αντιπαθητική και εγκαλείται για υποκρισία έτσι και τολμήσει να προβάλει τον δικό της ρεαλισμό. Ακόμα πιο ενοχλητική καθίσταται όταν υπενθυμίζει πως ο δικός της ρεαλισμός δεν την υποχρεώνει να λέει ψέματα.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου