Μετά από δύο βδομάδες κινηματογραφικής αποχής, μαζεύτηκαν κάμποσες ταινίες στην λίστα αναμονής μου. Χωρίς δεύτερες σκέψεις ως πρώτη επιλογή διάλεξα την πολωνική πρόταση της περασμένης βδομάδας. Αναφέρομαι στο κύκνειο άσμα του θρυλικού Αντρέι Βάιντα, ο οποίος μας αποχαιρέτησε το περασμένο φθινόπωρο.
Το Afterimage ή αλλιώς Μετείκασμα στα ελληνικά, είναι ένα από τα αξιοπρεπέστατα αριστουργήματα που περνούν διακριτικά από τις σκοτεινές αίθουσες. Είναι από τις ταινίες που επιλέγει να δει κανείς έχοντας εξαρχής την βεβαιότητα πως η ταινία σίγουρα έχει κάτι να του προσφέρει. Και το Afterimage προσφέρει πολλά.
Η ιστορία αναφέρεται στη ζωή του διάσημου Πολωνού ζωγράφου Βλαντίσλαβ Στρεμίνσκι, ο οποίος θεωρείται ο σημαντικότερος avant-garde καλλιτέχνης της χώρας του κι ένας από τους καλύτερους παγκοσμίως. Έχοντας συνεργαστεί με διάσημους καλλιτέχνες όπως τον Καντίνσκι και τον Σαγκάλ, δημιούργησε την "Θεωρία του Ουνισμού" κι έγραψε το επαναστατικό βιβλίο "Η θεωρία της Όρασης". Έχοντας αποκτήσει φήμη, έγινε ένας από τους κορυφαίους δασκάλους καλών τεχνών στο Λοντζ.
Η πορεία του όμως ανακόπηκε απότομα από την παράνοια του σταλινικού καθεστώτος, αρνούμενος να ακολουθήσει την εντολή του Κόμματος, στο να υπηρετήσει στην προπαγάνδα του σοβιετικού ρεαλισμού. Η στάση του απέναντι στην καθεστωτική προπαγάνδα τον καθαίρεσε από τη θέση του δασκάλου αλλά και την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Πιστός στις ιδέες του άρχισε να μαραζώνει και να ζει επώδυνα τον αργό του θάνατο, τόσο τον καλλιτεχνικό όσο και τον φυσικό.
Η ταινία είναι άκρως ενδιαφέρουσα διότι μπορεί να χωριστεί και να αναγνωσθεί σε πολλά επίπεδα. Στο πολιτικό κομμάτι, ο Βάιντα αναθεματίζει τον καταστρεπτικό ρόλο του σταλινικού καθεστώτος (και κάθε καθεστώτος) απέναντι στην ελευθερία έκφρασης των ανθρώπων. Μάλιστα είναι εντυπωσιακό το πως οι απόψεις επιφανών ανθρώπων μπορούν να μεταλλαχθούν από αρεστές σε καχύποπτες και καταστροφικές στο πέρασμα του χρόνου και των καταστάσεων. Οι επαναστατικές απόψεις του Στρεμίνσκι που είχαν ειπωθεί το 1930 κι έγιναν ευρέως αποδεκτές στο τότε καθεστώς, μετατράπηκαν το 1950 σε ριζοσπαστικές κι επικίνδυνες θεωρίες για την νέα πολιτική πραγματικότητα. Κι εκεί είναι που έρχεται ο άνθρωπος σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής, να απαρνηθεί τον εαυτό του και τα πιστεύω του για να επιβιώσει ή να συνεχίσει την πορεία που από καιρό έχει χαράξει αποδεχόμενος όλες τις συνέπειες.
Ο Πολωνός σκηνοθέτης παρουσιάζει πολύ εύστοχα το δίλημμα αυτό. Δεν ωραιοποιεί τη στάση του ζωγράφου ούτε τον παρουσιάζει ως ήρωα. Αντιθέτως επικεντρώνεται στην ανθρώπινη υπόστασή του και στις στιγμές της εσωτερικής του πάλης για το κατά πόσο αξίζει να αντισταθεί για τις ιδέες του σε μία άνιση μάχη. Εκπληκτικοί και οι διάλογοι που γίνονται μεταξύ του ζωγράφου κι ενός φίλου του ποιητή, ο οποίος έχει υποκύψει στις απαιτήσεις του καθεστώτος.
Στο άλλο κομμάτι όπου επικεντρώνεται η ταινία, είναι η Τέχνη κι ο ρόλος της τόσο στη ζωή του καθενός μας όσο και στο κοινωνικό σύνολο. Καθ' όλη τη διάρκειά του έργου ζούμε τη μάχη που γίνεται μεταξύ της αφαιρετικής τέχνης και του σοβιετικού ρεαλισμού. Δεν υπήρξα ποτέ λάτρης των δυο αυτών κινημάτων, αλλά παρ' όλα αυτά μ΄εντυπωσίασε τόσο το πείσμα του πρωταγωνιστή όσο κι η παρελθοντική μεταστροφή του, όπου πέρασε από τον κοινωνικό ρεαλισμό (με τον οποίον ξεκίνησε την πορεία του) στον αφαιρετικό ρυθμό. Ο ίδιος μέσα από τους διαλόγους που έχει με τους μαθητές του, εξηγεί με όμορφο, ειλικρινή και ξεκάθαρο τρόπο την προδοσία που νιώθει κάθε οραματιστής. Αναφέρεται με παράπονο για τα όνειρα και τα σχέδια που γίνονται για έναν καλύτερο κόσμο, τα οποία συνήθως διακόπτονται πάνω στην απάθεια του κοινωνικού συνόλου κι ορισμένες φορές συνθλίβονται κάτω από την επικίνδυνη στάση διαφόρων καθεστώτων. Η απογοήτευση αυτή είναι που οδηγεί αρκετούς καλλιτέχνες σε εσωτερικές αναζητήσεις κι ισορροπίες, κάτι το οποίο τους μετατρέπει σε δημιουργούς νέων κινημάτων τα οποία είναι γενικώς δυσνόητα για τον απλό λαό (απολύτως ακατανόητα για μένα). Το ότι παρακολούθησα για πρώτη φορά, μια "απολογία" ενός αφαιρετικού καλλιτέχνη, ο οποίος προσπάθησε να εξηγήσει (πρώτα στους μαθητές του κι έπειτα στους θεατές του έργου) τα πρωτοποριακά κινήματα εκείνης της εποχής, με κάνει να θεωρήσω την ταινία τελείως ξεχωριστή από άλλες βιογραφικές ταινίες που έχω δει.
Σκηνοθετικά το έργο ήταν εξαιρετικό. Τα πλάνα είχαν απόλυτη ισορροπία ενώ οι εύστοχες χρωματικές πινελιές τόνιζαν απίστευτα το μουντό κλίμα της σταλινικής Πολωνίας. Καταπληκτική η σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής καθώς ετοιμάζεται να ζωγραφίσει στο διαμέρισμά του, ένα σοβιετικό πανό του Στάλιν σκεπάζει όλη τη πρόσοψη του κτιρίου και κοκκινίζει το διαμέρισμά του. Τελείως ποιητική η σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής "βαφτίζει" ένα μπουκέτο λουλούδια που θέλει να αφήσει στον τάφο της γυναίκας του.
Επίσης, η ερμηνεία του Μπόγκουσλαβ Λίντα είναι συγκλονιστική. Το βλέμμα του ειδικά είναι εκπληκτικό. Ως δάσκαλος εξηγεί στους μαθητές το ρόλο των ματιών και το κατά πως το είδωλο προκαλεί διαφορετικά ερεθίσματα από μάτι σε μάτι. Κι ο ίδιος μέσα από το βλέμμα του καταφέρνει να μας παρουσιάσει μία Πολωνία που αγαπάει και πονάει. Μέσα από το βλέμμα του διακρίνουμε την δίψα για ζωή κι έρωτα, η οποία δυστυχώς στερεύει από χέρια ψυχρά. Μέσα από το βλέμμα του βλέπουμε τα όνειρά του να ξεθωριάζουν και το έργο του να σβήνεται από τους καθεστωτικούς. Γι' αυτό κι ο ίδιος λίγο πριν πεθάνει εκμυστηρεύτηκε πως θέλει να αφήσει πίσω του ένα βιβλίο, όπου θα αναλύει τη δικιά του θεωρία. Εξαιρετική και η ερμηνεία της νεαρής ηθοποιού που υποδύεται την κόρη του ζωγράφου.
Οι προβολές της ταινίας ευτυχώς συνεχίζονται κι αυτήν την εβδομάδα.
Αξίζει να την απολαύσετε.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου