Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Το τέταρτο βιβλίο μου





Πάνε πέντε χρόνια από τότε που ολοκληρώθηκε η αλησμόνητη οδική μας περιπλάνηση στα Δυτικά Βαλκάνια. Από τα μισά του ταξιδιού είχα εκμυστηρευτεί στους δυο αγαπημένους μου φίλους και συνταξιδευτές, Σπύρο και Γιάννη, πως κάποια στιγμή στο μέλλον που θα κατασταλάξουν εντός μου όλες οι εικόνες, οι στιγμές κι οι συζητήσεις του συγκεκριμένου ταξιδιού, θα επεδίωκα να τις γράψω σε ένα βιβλίο. Λίγους μήνες αργότερα, η δροσερή έλευση του φθινοπώρου έφερε μαζί της και τις πρώτες μου σημειώσεις πάνω στις οποίες πάτησε για την πραγμάτωσή του το τελευταίο μου βιβλίο. 
Ξεκινώντας τότε τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, δεν περίμενα πως θα κρατούσε πάνω από τρία απαιτητικά χρόνια, φορτωμένα με έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων κι αναφορών που σχετίζονταν με την ιστορία των Βαλκανίων. Επίσης δεν είχα υπολογίσει τη θυσία αρκετού από τον ελεύθερό μου χρόνο αλλά και χαμένων στιγμών που υπό άλλες συνθήκες θα επιθυμούσα να ήμουν παρών. 
Πέρα απ' αυτό, ήταν και κάποιες στιγμές που όλη αυτή η διαδικασία μου φαινόταν ως ένα απροσπέλαστο βουνό. Μάλιστα υπήρξαν μέρες που άφησα το βιβλίο στην άκρη, νιώθοντας πως δεν είχα άλλο τις αντοχές αλλά και την υπομονή για να το προχωρήσω. 
Και να που τελικά μετά από τρία χρόνια, ήρθε αυτή η πολυπόθητη στιγμή που το βιβλίο ολοκληρώθηκε, κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας. Όμως ο Γολγοθάς συνεχίστηκε καθώς έπρεπε να βρω μια νέα εκδοτική στέγη, κι αυτό έτυχε να το επιχειρήσω σε μια περίοδο που όλα ήταν μουδιασμένα και στάσιμα εξαιτίας της πρωτόγνωρης πανδημίας. 
Σ' εκείνην την προσπάθεια βίωσα την μεγαλύτερη απογοήτευση στο χώρο του βιβλίου, καθώς έγινα δέκτης απαξιωτικών συμπεριφορών που μου τσάκισαν κάθε διάθεση που είχα ως τότε για κάθε είδους γραφή. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο έχω περιορίσει αρκετά και τις δραστηριότητές μου στο προσωπικό μου ιστολόγιο, το οποίο λειτουργώ αδιαλείπτως πάνω από μια δεκαετία. Μέσα στους μήνες αναζήτησης έλαβα έναν άσχημο σνομπισμό αλλά και μια "σοφιστικέ" χαιρεκακία γνωστών κι αλλοτινών φίλων για την αδυναμία μου να βρω εκδοτικό οίκο. Από τον Μάιο του 2020 που άρχισα να ψάχνω νέα στέγη, έφτασα στον Οκτώβρη όπου αποφάσισα να τα παρατήσω. Κι εκεί ακριβώς είναι που συνέβη μια αλληλουχία συμπτώσεων που με οδήγησαν στον νέο μου εκδοτικό οίκο. Νιώθω ευγνώμων που όλες αυτές οι συγκυρίες με οδήγησαν στον εκδοτικό οίκο του Ενυπνίου, καθώς η συνεργασία μου με τον εκδότη Στάθη Ιντζέ ήταν άψογη απέναντι σε ένα βιβλίο αρκετά απαιτητικό τόσο στον όγκο του όσο και με το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το κείμενο. Τώρα που το βιβλίο έχει πλέον εκδοθεί και βρίσκεται στα ράφια, θέλω να τον ευχαριστήσω από καρδιάς για την υπομονή του σε όλες αυτές τις πολύωρες διορθώσεις που κάναμε μαζί πάνω στο κείμενο. 
Επίσης θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω την φίλη μου Δήμητρα Λιτσάι που μου εμπιστεύτηκε την μαρτυρία της με την μετανάστευση της οικογένειάς της στην Ελλάδα και τον Hamza Pecar που μας εξιστόρησε τα βιώματα της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Σαράγιεβο. Επιπροσθέτως θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου Βαγγέλη Χερουβείμ για το εξαιρετικό του σχέδιο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και την Ελένη μου που έγραψε μια υπέροχη περίληψη για το οπισθόφυλλο του. 
Και τέλος, θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου τον Σπύρο και τον Γιάννη τόσο για τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί σ' ένα από τα ομορφότερα ταξίδια της ως τώρα ζωής μου, όσο και για την στήριξή τους κατά τη διάρκεια της συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου. Τους το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη. 


Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Επίσημη Ιστορία (1985)

 



Πριν μια πενταετία είχε κυκλοφορήσει ξανά στις σκοτεινές αίθουσες ένα ξεχασμένο αργεντίνικο αριστούργημα που είχε σαρώσει τα κινηματογραφικά βραβεία της δεκαετία του '80. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη βραδιά, που μπαίνοντας σε ένα κατάμεστο Άστορ, δεν περίμενα πως δυο ώρες αργότερα θα έβγαινα στη στοά του Κοραή μουδιασμένος μετά από μια τόσο απρόσμενη συγκλονιστική προβολή. Αυτό όμως που με προβλημάτισε περισσότερο, είναι πως λίγα χρόνια μετά την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας έγινα κι εγώ με τη σειρά μου μάρτυρας γεγονότων και κυρίως εξοργιστικών συμπεριφορών από την απαθή κι άκρως εγωιστική αστική τάξη, που δεκαετίες τώρα αδιαφορεί πλήρως για το κοινωνικοπολιτικό χάος που απλώνεται γύρω της καθώς η προσοχή της είναι συνεχώς στραμμένη στο δικό της οικονομικό συμφέρον και στην πάση θυσία διαφύλαξη της συμπλεγματικής οικογενειακής της αγιότητας. Ζώντας τα τελευταία δύο χρόνια σε ένα πρωτοφανές αντιδημοκρατικό πολίτευμα, αποφάσισα να ξαναδώ το συγκεκριμένο αριστούργημα ακολουθώντας την επισήμανση της πρωταγωνίστριας προς τους μαθητές της στους οποίους διδάσκει σύγχρονη ιστορία, λέγοντάς τους πως «οι λαοί δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς ιστορία καθώς η ιστορία είναι η μνήμη των λαών. Κατανοώντας τη κατανοούμε τον κόσμο».
Η ταινία μας γυρνάει στις αρχές της δεκαετίας του '80, λίγο μετά τη λήξη της πενταετούς αργεντίνικης χούντας, η οποία είχε γίνει γνωστή ως "Βρώμικος Πόλεμος". Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Αλίσια Ιμπάνες, η οποία είναι μια καθηγήτρια ιστορίας σε ένα λύκειο. Η ίδια εξακολουθεί να υπηρετεί το λειτούργημά της χωρίς να την έχει αγγίξει τόσο η δικτατορία όσο κι ο γολγοθάς του απλού λαού της Αργεντινής. Η στάση της αυτή γίνεται εμφανής κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, δημιουργώντας μια συγκρουσιακή σχέση με τους μαθητές της. Η άγνοιά της για τα τεκταινόμενα βασίζεται στη βολεμένη της μεγαλοαστική θέση καθώς είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο επιχειρηματία ο οποίος φαίνεται πως είχε ύποπτες διασυνδέσεις με παλιά κυβερνητικά στελέχη του καθεστώτος. Για εκείνην και την οικογένειά της, η πενταετία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια όμορφη οικογενειακή περίοδος όπου ζούσε σε ένα προστατευμένο κι αποστειρωμένο κέλυφος μεγαλώνοντας την υιοθετημένη της κόρη, την πεντάχρονη Γκάμπι και τον υπόλοιπο χρόνο αναλωνόταν σε ιντριγκαδόρικες συναναστροφές με άλλα πρόσωπα της κοινωνικοπολιτικής της τάξης.
Όμως η στάση της για τα κοινά θα αλλάξει όταν κατά τη διάρκεια μιας επανασύνδεσής της με παλιές τις φίλες θα συναντηθεί ξανά με την αυτοεξόριστη φίλη της Άννα, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα μετά την άνοδο του στρατιωτικού καθεστώτος. Σε μια από τις ανέμελες συζητήσεις τους, η πρωταγωνίστρια θα ακούσει σοκαρισμένη τις εκμυστηρεύσεις της φίλης της για τους βασανισμούς και τους βιασμούς που υπέστη από τους χουντικούς αλλά και για τα δεκάδες μωρά που οι στρατιωτικοί τα άρπαζαν από τους φυλακισμένους ή εκτελεσμένους γονείς τους και τα έδιναν σε φιλοκαθεστωτικές οικογένειες. Εκεί ο κόσμος της Αλίσια θα καταρρεύσει, καθώς οι αμφιβολίες ως προς την καταγωγή της ίδιας της της κόρης αλλά κι οι ενοχές για τον ύποπτο πλουτισμό του άνδρα της, θα την κάνουν να αναθεωρήσει αρκετά από τα πιστεύω της.




Το κυνικό ύφος της ταινίας γίνεται φανερό από την εναρκτήρια σκηνή όπου μαθητές και καθηγητές του σχολείου της Αλίσια τραγουδούν μέσα στη βροχή τον εθνικό ύμνο της Αργεντινής, ο οποίος μιλάει για ισότητα κι ελευθερία όλων των κατοίκων της χώρας. Δύο σημαντικά δημοκρατικά στοιχεία που εξαφανίστηκαν για πέντε χρόνια. Ένα άλλο ειρωνικό στοιχείο της ταινίας είναι η ιδιότητα της Αλίσιας, η οποία διδάσκει μεν την επίσημη και θεσμικά παγιωμένη ιστορία και τους «πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς της χώρας από το 1810», αγνοώντας τους χιλιάδες αγνοούμενους συμπολίτες της που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ενώ παράλληλα κουνάει με θράσος το δάχτυλο σε κάθε μαθητή που έχει διαφορετική πολιτική άποψη, ειδικά όταν αυτή είναι ανατρεπτική για τα δικά της αβάσιμα πιστεύω. Φυσικά όλα αυτά θα αλλάξουν από την πλευρά της όταν συνειδητοποιήσει πως κι η ίδια είναι ένα κομμάτι της πρόσφατης ζοφερής για τη χώρα της ιστορίας.
Δεν είναι τυχαίο που ο σκηνοθέτης της ταινίας Λουίς Πουένσο, επιλέγει να εξιστορήσει ένα μελανό κομμάτι της αργεντίνικης ιστορίας μέσα από τα μάτια μιας εκπροσώπου της υψηλής κοινωνίας, υπογραμμίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις βαθιές αντιθέσεις που χαρακτήριζαν την κοινωνία της Αργεντινής κατά τη διάρκεια της χούντας. Προσωπικά βρήκα εύστοχη την επιλογή του προφίλ μιας γυναίκας που ανήκει στην υψηλή κοινωνία και χαρακτηρίζεται ως σεβάσμια μητέρα και σύζυγος κι έχει το κύρος της δασκάλας Ιστορίας, καθώς μέσα απ' αυτά τα χαρακτηριστικά εκπροσωπεί εύστοχα το απαθές κοινωνικό κομμάτι της αργεντίνικης κοινωνίας κατά τη διάρκεια της χούντας. Επίσης με αυτήν την αφετηρία, γίνεται εμφανέστερη η μεταστροφή της ηρωίδας όταν αρχίζει να αναρωτιέται για τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε η υιοθεσία της κόρης της αλλά και για τη στάση κι υποχρέωση που οφείλει να έχει η ίδια απέναντι στην πραγματική (κι όχι επίσημη) ιστορία. 
Και κάπως έτσι, τόσο η πρωταγωνίστρια όσο και το κοινό, επιστρέφουν στα πρώτα της λόγια όταν η ίδια συστήνεται στους μαθητές της λέγοντας πως η «η ιστορία είναι η μνήμη των ανθρώπων», προσδιορίζοντας με έναν εριστικό τρόπο τον εαυτό της ως εκπρόσωπο της αλήθειας και των κοινωνικών πεπραγμένων του παρελθόντος. Γι' αυτό το λόγο αντιδρά έντονα στα ριζοσπαστικά πιστεύω των μαθητών της, οι οποίοι υποστηρίζουν πως "η ιστορία γράφεται από τους δολοφόνους», μέχρι που στρέφεται στην εποικοδομητική αμφισβήτηση αναζητώντας τεκμηριωμένα επιχειρήματα και μαρτυρίες ζώντων πρωταγωνιστών της νεότερης ιστορίας.
Έχοντας αυτήν την επαναστατική για τα δεδομένα της πρωταγωνίστριας ανατροπή, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα καίριο ερώτημα το οποίο στηρίζεται στο βάρος της ευθύνης που φέρει ο καθένας μας σαν μονάδα απέναντι στο κοινωνικό σύνολο όταν έρχεται κοντά στην αλήθεια. Χρησιμοποιώντας ως κεντρικό πρόσωπο στο ερώτημα αυτό την πρωταγωνίστρια με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, προσπαθεί να αποδείξει πως ποτέ δεν είναι αργά για κάποιον να κάνει τη διαφορά, δηλαδή να πράξει το σωστό απέναντι στους υπόλοιπους. 




Η επιτυχία της "Επίσημης Ιστορίας" στηρίζεται σε δυο δυνατά κινηματογραφικά στοιχεία. Πρώτα απ' όλα στο δυνατό σενάριο που γράφτηκε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη σε συνεργασία με την εξαιρετικά σημαντική εκπρόσωπο του λατινοαμερικάνικου σινεμά, Αΐντα Μπόρτνικ. Με το σενάριο αυτό, η ταινία προσπαθεί να διερευνήσει διαφορετικές πτυχές του εν βρασμώ κοινωνικοπολιτικού μετώπου της αργεντίνικης κοινωνίας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το άλλο δυνατό χαρτί της ταινίας είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών της ταινίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην πρωταγωνιστική ομάδα αλλά και στους μικρότερους ρόλους. Φυσικά ξεχωρίζει η Νόρμα Αλεάντρο στο ρόλο της Αλίσιας αλλά εξαιρετικοί είναι κι ο Έκτορ Αλτέριο στο ρόλο του συζύγου κι η Τσίλα Ρουίς στο ρόλο της γιαγιάς που αναζητεί την εγγονή της. Επιτρέψτε μου όμως να μνημονεύσω τις εκπληκτικές ερμηνείες των δεύτερων ρόλων και συγκεκριμένα του Ούγκο Αράνα, ο οποίος υποδύεται τον αδελφό του φιλοχουντικού συζύγου της Αλίσιας, του Γκιγιέρμο Μπατάλια στο ρόλο του συγκλονιστικού πατέρα του φιλοχουντικού συζύγου της Αλίσιας και του Πατρίσιο Κοντρέρας στο ρόλο του μελαγχολικού δασκάλου φιλολογίας που προσπαθεί με έναν άκρως δημιουργικό τρόπο να αφυπνίσει τους μαθητές του και να καλμάρει την έπαρση της Αλίσιας. Και φυσικά το εκρηκτικό πέρασμα της Τσουντσούνα Βιγιαφάνε στο ρόλο της αυτοεξόριστης Άννα.
Ο σκηνοθέτης κινείται σε συνηθισμένα κάδρα προσφέροντας κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να παρουσιάσει τις συναισθηματικές τους καταστάσεις ειδικά στην Αλίσια η οποία περνάει από τον χρόνιο εφησυχασμό στην πρωτόγνωρη αμφιβολία. Παράλληλα κάνει μια περιεκτική ανάλυση των κοινωνικών ομάδων της Αργεντινής εκείνης της περιόδου, ρίχνοντας όλο το βάρος στις ανώτερες τάξεις, οι οποίες συνεχίζουν την πλούσια ζωή τους χωρίς ενοχές για το βρώμικο παρελθόν τους κι αδιαφορώντας για το εκρηκτικό κλίμα που κυριαρχεί στους δρόμους της πρωτεύουσας όπου συγγενείς τριάντα χιλιάδων αγνοουμένων διαδηλώνουν καθημερινώς αναζητώντας πληροφορίες τόσο για τους εξαφανισμένους ανθρώπους τους όσο και για τα παιδιά τους που υιοθετήθηκαν παράνομα από άλλες οικογένειες, φίλα προσκείμενες στο καθεστώς. 
Το εφιαλτικό της όλης υπόθεσης είναι πως η συγκεκριμένη ταινία παραμένει διαχρονικά επίκαιρη παρόλο που έχουν περάσει τέσσερις σχεδόν δεκαετίες από την πρώτη της προβολή στις σκοτεινές αίθουσες. Γι' αυτό το λόγο πιστεύω πως καθίσταται επιτακτική ως ένα μάθημα για τη σημασία που έχουν τόσο η κατανόηση του παρελθόντος προκειμένου να αποφευχθούν τα ίδια λάθη και στο μέλλον, όσο και η γνώση κι η κατάκτηση της αλήθειας, ακόμη και με τίμημα τον επιφανειακό εφησυχασμό. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως η ταινία απέσπασε πλήθος βραβείων, ανάμεσά τους το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, τη Χρυσή Σφαίρα στην ίδια κατηγορία και το Βραβείο Ερμηνείας για την Νόρμα Αλεάντρο στο Φεστιβάλ Καννών.
Η "Επίσημη Ιστορία" είναι ένα από τα διαχρονικά αριστουργήματα που η ύπαρξή τους και μόνο είναι σημαντική καθώς αποδεικνύουν την σημασία της έβδομης τέχνης όταν εκείνη υπηρετεί την κοινωνική αφύπνιση και τη διατήρηση της μνήμης. Πόσο μάλλον όταν κάποιο έργο προσπαθεί κατά τη διάρκεια της προβολής του να αποδείξει την σημαντική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην επίσημη ιστορία και την πραγματική ιστορία του κάθε τόπου. 


Βαθμολογία: 8/10