Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Η Σοφία Λυκούδη γράφει για τους "Βαλκανευτές"

 


Αναμφίβολα οι φυτικοί σπόροι αιτούνται νερού ώστε να βλαστήσουν, τι συμβαίνει όμως με την ευόδωση των ταξιδιωτικών σπόρων; Ενδεχομένως οι συγκεκριμένοι σπόροι να θρέφονται από την έγχυση ατόφιου τσίπουρου στο πρόσφορο έδαφος των περιπετειωδών ψυχών, που τους κυοφορούν ανεκπλήρωτους, μα ολοζώντανους στο πιο ακριβοθώρητο ερμάρι της φαντασίας τους. Τοιουτοτρόπως, αναδύεται στην επιφάνεια ο μίσχος ενός ταξιδιωτικού οδοιπορικού, καλλιεργημένου από το εύφορο σμίξιμο της φιλοπράγμονος δημιουργικότητας τριών φίλων και του περιρρέοντος ενθουσιώδους αυτοσχεδιασμού που τους διακατέχει. Κι έτσι, οι επικείμενοι ταξιδιώτες διαρρηγνύοντας τον ασφυκτικό κλοιό του ελεγχόμενου αστικού «θερμοκηπίου», επαφίενται στις κλίσεις της καρδιάς τους, ξεχυνόμενοι στο άγνωστο της γης, ή όπως αναφέρει ο συγγραφέας «στο μεταίχμιο όπου η τύχη ενωνόταν με το θάρρος κι η χίμαιρα με την πραγματικότητα». 
Ο συγγραφέας προτού μας καθοδηγήσει αναγνωστικά στην αιφνίδια συναπόφαση του ταξιδιού, σκιαγραφεί συμπαγώς δια μέσου ενός ακραιφνώς εξομολογητικού χειμάρρου, ένα αστικό περίβλημα κακόηθες προς την ψυχική ευεξία, την πνευματική ανέλιξη, την ανθρώπινη εγγύτητα, την περίσωση της μνήμης κι ίσως τελικά μια πρόδηλη προσβολή προς τα ίδια τα θέσμια της ζωής. Το εγχείρημα ηχεί φαινομενικά άξαφνο μα διόλου ανυπόστατο, καθώς ο τόπος διαμονής φαντάζει να τον βάλει πανταχόθεν με μια καταλυτική απώθηση, μετουσιώνοντας τη φυγή σε κραυγαλέο αίσθημα επιβίωσης που περισώζει τις στερνές ρανίδες αξιοπρέπειας. Αυταπόδεικτο στιγμιότυπο της εξαχρείωσης που πλανάται διάχυτη στο τοπίο είναι το συναπάντημα του ήρωα με την ευγενική φιγούρα μιας γηραιάς κυρίας που επαιτεί διακριτικά και πάραυτα διαφαίνεται η απαξίωση του παρελθόντος της χώρας, στην αδιάντροπη αδιαφορία που μεταχειρίζεται τους εκπροσώπους του , τους ηλικιωμένους. Η πόλη φανερώνει απρόσμενα το προσφιλές της προσωπείο, φευγαλέα μονάχα, την ημέρα της αναχώρησης (η μελωδία των πρελούδιων ενός πατέρα για το μωρό του, η ευγενική καλημέρα της γειτόνισσας που περιποιείται στοργικά τα φυτά της), ίσως περιπαικτικά ή σαν απέλπιδα ικεσία παραμονής του. 
Σχεδόν ασυναίσθητα τείνουμε να αναρωτηθούμε για τις ενδότερες φωνές που σαγήνευσαν τους τρεις συνοδοιπόρους προς τη φυγή, εκείνες που απευθύνονται εμμονικά σαν πλημμυρίδα σε ένα μόνο μυαλό, συναισθανόμαστε μια απροσδιόριστη αναζήτηση που δε συνταυτίζεται και για τους τρεις ομοθυμαδόν, παρόλη τη συμπόρευσή τους. Καθείς αναζητά τι; Και γιατί αυτό το κάτι περιφέρεται αθώρητο στον γεωγραφικό κλοιό των Βαλκανίων; Ο ένας σκύβει με προσήλωση άνωθεν της θρησκευτικής ποικιλομορφίας, ο άλλος υπακούει σε μια συθέμελα αισθητηριακή περιήγηση και ο τρίτος προκαλεί τα σύνορα της αντοχής του, σίγουρα όμως όχι μόνον αυτό. Ταξιδεύοντας ίσως διεκδικούν να συν-χωρέσουν πλειάδα ζωών στη μία αποκλειστική που τους δόθηκε, παιγνιωδώς σαν να συγχέουν την ανατολίτικη μετενσάρκωση με τη μοναδική δυτική χριστιανική ζωή. Ο συγγραφέας σε σχετική στιχομυθία αντιτείνει πως το ταξίδι είναι η εκούσια ροπή του προς την πρόκληση της αβεβαιότητας «Διότι με ελκύει η αβεβαιότητα... αλλά προτιμώ την αβεβαιότητα που προκαλώ εγώ στον εαυτό μου κι όχι άλλοι σε μένα.». Μέσω του ταξιδιού και της αμφιβολίας που προξενεί αφ’ εαυτού, θα έλεγε κανείς πως κερνά τον κόσμο με το ίδιο του το δηλητήριο, το απρόβλεπτο και το θνησιγενές. Επιδιώκοντας το εφήμερο κι απρόσμενο εμπαίζει κατάμουτρα την ειμαρμένη, πως ασπάζεται αναντίρρητα το φαρμάκι της πεπερασμένης ύπαρξης που τη διέπει, αποδεχόμενος συμβολικά την αφετηρία και τη λήξη της μονόδρομης περιπλάνησης του ταξιδιού σαν μικρογραφία της ζωής, ομού μετά των εκπλήξεων που επιφυλάσσει. Ταυτόχρονα, εντούτοις προδιαγράφουν σχολαστικά την πορεία, ορίζουν επιμελώς τους κόμβους, καταμετρούν προνοητικά τις παραμονές και δίχως να εξαλείφουν την παρεμβολή του αιφνίδιου, χρήζονται ενυπόστατοι θεοί, προοικονομώντας χωροχρονικά τη διαδρομή. 
Το παρόν ανάγνωσμα τάσσεται ευθαρσώς εκ των προτέρων εναντίον της διαμελιστικής υπόστασης των διακρατικών, των χρονικών και των πάσης φύσεως αδιόρατων συνόρων, με παραδειγματικό γνώμονα τη φύση αυτοπροσώπως, « Όλη αυτή η απεραντοσύνη της φύσης κι η ανεμπόδιστη ροή του ποταμού… αποδείκνυαν πως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του ανθρώπου πάνω στη γη είναι η χάραξη των συνόρων». Υποδόρια στην προαναφερθείσα φράση παραμονεύει μια ευχή, οι άνθρωποι να μετακινούνταν ανεμπόδιστα όπως το βλέμμα πλανάται απαρακώλυτο στο απέραντο κι οι ποταμοί ως ταξιδιώτες της γης, που κάθε παρειά τους συνυπάρχει συνεργατικά παρατασσόμενη, να ενέπνεαν κατ’ αναλογία τους ανθρώπους στη μεταξύ τους ομόνοια, καθώς η γη φαντάζει μια συνεργατική συρραφή αντιθέσεων και σε αυτό το πολλαπλό είδωλο εναποθέτει το κάλλος της. Ανασύροντας από τη μνήμη μας την ταινία του Ρενουάρ Μεγάλη Χίμαιρα και τη ρήση του Rosenthal «Τα σύνορα είναι μια εφεύρεση των ανθρώπων. Η φύση δε δίνει δεκάρα.». 
Έτερες μορφές συνόρων που καταλύονται συμβολικά στις αράδες του βιβλίου είναι: οι γλωσσικές αποκλίσεις κι η απαράβατη γραμμικότητα του χρόνου. Αφενός οι γλωσσικές αποκλίσεις απαξιώνονται, καθώς τα συναπαντήματα στο διάβα των πόλεων βρίθουν από εποικοδομητικούς διαλόγους, που δε μοιάζουν να παρακωλύονται από αυτές ή όταν η γλώσσα απογοητεύει επαρκεί μονάχα ένα βλέμμα (Ο γεράκος από το Βούκοβαρ στο Ζάγκρεμπ) ή λίγη θέληση. Αφετέρου η απαράβατη γραμμικότητα του χρόνου παραγκωνίζεται, εφόσον μέσω αυθόρμητων στιγμιότυπων του ταξιδιού που ανασκαλεύουν τη μνήμη των τριών ταξιδευτών, ενίοτε το παρελθόν συνυπάρχει συντροφικά με το παρόν κι άλλοτε το εκτοπίζει πρόσκαιρα μόνον, για να διεκδικήσει κάτι από την πάλαι ποτέ απολησμονημένη του υλικότητα (η ηλιοκαμένη όψη των πλανόδιων παιδιών στην έξοδο του Αργυροκάστρου προσεδαφίζει τον ήρωα στη δική του αντίστοιχη παιδική νησιώτικη εμφάνιση, το πλοίο Μπάρι στο Δυρράχιο υπενθυμίζει στους δύο ήρωες τις διαδρομές από και προς τα νησιά τους, η θύμηση των σύννεφων της Χίου και της Τήνου συνεδράζεται με την πάροδο των σύννεφων της Ζαντάρ κι η προγιαγιά του ήρωα ξανάρχεται στη ζωή μέσα από τις θύμισες των λόγων της, Ο Γιώργος Μιχαΐλοβιτς του σερβικού κοιμητηρίου της Θεσσαλονίκης επαναπατρίζεται νοερά μέσω της σκέψης του συγγραφέα καθώς διασχίζουν τη χώρα του). 
Μολονότι το ταξίδι συστήνεται ως χερσαίο οδοιπορικό, το υδάτινο στοιχείο υφέρπει πανταχόθεν και ξεχειλίζει, καθώς το νερό εφευρίσκει πάντοτε τρόπους να δραπετεύει. Ο συγγραφέας μετενσαρκώνει το χερσαίο τοπίο σε αρίφνητες θαλάσσιες αναλαμπές. Πρόκειται ίσως για τη νησιωτική καταγωγή των δύο εκ των τριών συνταξιδιωτών που θεριεύει σαν την παλίρροια, εν προκειμένω το στοιχείο που τους δεσμεύει ως άρρηκτη άυλη άγκυρα με τον γενέθλιο τόπο ή μήπως υποσυνείδητα αθέμιτη νοσταλγία; «Η τριγωνική προβλήτα του λιμανιού (Κότορ) εισχωρούσε στη θάλασσα σαν πλώρη καραβιού… Κι αν η πόλη ήταν το καράβι, εμείς ήμασταν οι αξιωματικοί του πληρώματος…», «...σχηματιζόταν μια κεραμιδωτή θάλασσα από τις στέγες των σπιτιών. Κι ανάμεσα στα κατακόκκινα κύματα έστεκαν σαν φάροι τα δυο καμπαναριά και σαν φουσκωμένα πανιά πλοίου οι συμπαγείς τρούλοι…», «… το μικρό νησί του Αγίου Νικόλα… η όψη του θυμίζει πτερύγιο κήτους που κάνει βουτιά…», «Στη Χίο τα σύννεφα έχουν τη μορφή πλοίων που διασχίζουν το στενό με την Τουρκία, στην Τήνο έχουν την ένταση των κυμάτων που σκάνε με ορμή πάνω στα βράχια…», «η σιωπή… μια θάλασσα της απανεμιάς…». Γι αυτό κι έπειτα μας εκμυστηρεύεται πως «Εκεί, μέσα στη σιωπή, συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγαπώ τη θάλασσα.». 
Η προσφυγή στο παρελθόν πραγματοποιείται τακτικά με δίαυλο τις σιωπηρές παύσεις της βροχής, που αναλαμβάνουν στοργικά τη διέλευση στη μνημονική κρύπτη, παραδίδοντας τη σκυτάλη από τη συλλογική ατμόσφαιρα της παρέας στο απρόσιτο κελάρι των ατομικών λογισμών και των απόμακρων παιδικών αναμνήσεων. Ίσως, όπως οι σταγόνες νοτίζουν το χώμα καθιζάνοντάς το, αντίστοιχα βουλιάζουν και τον άνθρωπο στα μύχια της σκέψης, ή όπως η πορεία τους στα τζάμια του εν κινήσει οχήματος κατευθύνεται προς τα πίσω, συμπαρασύρει τον νου σε μια μελαγχολική οπισθοδρόμηση. «Εδώ, στη μέση του πουθενά, οι σταγόνες της βροχής μετατρέπονταν σε μουσικές νότες, μελοποιώντας μια θλιμμένη ελεγεία των παιδικών μου χρόνων». Ακόμη κι ο ήχος της βροχής συμμετέχει ως ιδιότυπο ρολόι, κάθε χτύπος του οποίου, αντί να προστάζει τον χρόνο να προχωρήσει εμπρός κατά τα ειωθότα, τον αναστρέφει, εγκαταλείποντας τον ήρωα «παρασυρμένο σ’ αυτό το απροσδιόριστο εκκρεμές του νου που ταλαντεύεται ασταμάτητα ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον». Οι αναδρομές στα παιδικάτα του ήρωα φαντάζουν μια φυγή μέσα στη φυγή, ίσως μια φυγή από την ίδια τη φυγή. Μολονότι το στοιχείο της φυγής κρίνεται επιτακτικό, εντούτοις ο ήρωας δεν επαναπαύεται ούτε εκεί, παρά αποχωρεί και από το ταξίδι με τις αναμνήσεις του, στο αδιατάρακτα ασφαλές θάλπος της παιδικής ηλικίας, ένας αδιάσειστος φόρος τιμής στην πραγματική αφετηρία. 
Για τον Γιώργο Χατζελένη και τους συντρόφους του, η εκάστοτε πόλη υποθάλπει μια ανιμιστική υπόσταση, όπου τα κατακρημνισμένα από τη διαβρωτική επέλαση του χρόνου, των συρράξεων και της αμέλειας οικοδομήματα ή καλλιτεχνήματα διαφυλάσσουν εντός τους ζωντανό το αντιφέγγισμα της εύθρυπτης ιστορικής αφήγησης. Έτσι, περιγράφονται ως έμβιοι οργανισμοί με παρελθόν κι όχι ως άψυχα σπαράγματα (ένα φρούριο φέρει ενοχή που δεν κατόρθωσε την καθολική προστασία της πόλης, ένα ομοίωμα λιονταριού μοιάζει ντροπιασμένο κι αδύναμο, ένας απολιθωμένος άγγελος παρηγορεί δια των προταγμένων χεριών του μια πόλη με χαίνουσες πληγές σαν υπερκόσμιος επίδεσμος), φτάνοντας σε μια εξισωτική αναλογία με τον άνθρωπο, «Το παρελθόν είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τους γύρω μας, όπως ξεχωρίζουν κι οι πόλεις μεταξύ τους.». Ο χαρακτήρας υπόκειται σε μια αδιάκοπη συνδιαλογή και με το φυσικό τοπίο, το οποίο μερικώς εντείνει τους λογισμούς κι άλλοτε τους διαχέει παρασύροντάς τους στο επέκεινα, «Σαν μια ομίχλη που… ερχόταν χαμηλά για να μου αφηγηθεί όλα αυτά που είχε ζήσει.». Ωστόσο, απαρέγκλιτα συμπλέκεται μια βουβή στιχομυθία: ο αέρας , η θάλασσα, η βροχή, ο ήλιος και τα σύννεφα ή η ανυπότακτη ομορφιά των βράχων τον αγκαλιάζουν σπάζοντας τα σύνορα του σάρκινου περιβλήματος και χαϊδεύουν την ψυχή του, προκαλώντας τον «να αναλογιστεί το μέτρο της ύπαρξής του», «πως εντός του ταξιδεύουν οι αιώνες που πέρασαν κι οι αιώνες που θα έρθουν, αλλά κι οι αγέννητες εκρήξεις που θα ακολουθήσουν.». 
Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν αρκείται στην εμψύχωση των μνημείων της πόλης, του τοπίου και των φυσικών φαινομένων, ήτοι στην επίκληση του άψυχου στη ζωή. Πρέπει να καταστήσει τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου ρευστά, να επεκτείνει τη σύμπνοια των εννοιών και τη διάχυσή τους, εξοβελίζοντας διά παντός τα σύνορα αναμεταξύ τους. Έτσι, για κάθε καμπαναριό «που παίζει κρυφτό σαν παιδί», υπάρχουν άνθρωποι που «φεύγουν σαν φύλλα ξερά» και για κάθε «διχασμένο μιναρέ που ξαποσταίνει τριγύρω για να δροσιστεί», παρουσιάζεται μια εσωστρεφής συντροφιά δυο γερόντων που «έδενε άψογα με τα σκληρά και τραχιά κελύφη των δύο θαλασσινών οστράκων» του ζωγραφισμένου τοίχου. Ειδάλλως, κτίζει την αμοιβαιότητα των χαρακτηρισμών όπως στο Σαράγεβο: «άνθρωποι και κτίρια εξίσου πληγωμένα». 
Προχωρώντας στην περιήγηση, το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής υπαναχωρεί παραδίδοντας τη θέση του στη «σπαραγματική» θωριά του τοπίου που εντείνεται, η φύση πια κυριαρχεί κι αφομοιώνει τα απομεινάρια, συνθέτοντας ένα αχανές τοπίο που αποπνέει τον θάνατο. Ακριβώς όπως το ταξίδι πλησιάζει προς το γέρμα του, οι συζητήσεις της συντροφιάς περιστρέφονται γύρω από τη θρησκεία, τον θάνατο, εσωτερικεύοντας ενσυναισθητικά το περιβάλλον των νεκροταφείων και των ερειπίων. Βαίνοντας προς το πέρας λοιπόν, ο κορεσμός του ήρωα εκδηλώνεται στο στέρεμα της καταγραφής του ταξιδιωτικού ημερολογίου και στην πτωτική πορεία του αισθήματος της έκπληξης που αποκόμιζε. Η πληρότητα έγκειται εκεί όπου το ταξίδι αρχίζει να προσομοιάζει μια νέα καθημερινότητα και παύει να συνεπαίρνει καλλιεργώντας την προσμονή. Γι’ αυτό και μοιάζει απαραίτητη η συνύπαρξη της καθημερινότητας και του ταξιδιού ως αντιθέτων. Χωρίς μια καθημερινότητα δεν επιδιώκεις την ταξιδιωτική φυγή και δίχως το ταξίδι ο νόστος χάνει την ελκτική επιρροή του. Ένα μόνιμο ταξίδι παύει να είναι ταξίδι. Ο δρόμος του γυρισμού περιγράφεται χρονοβόρος, σαν να επιβραδύνει μέσα από τα διαδοχικά μποτιλιαρίσματα το αναπόφευκτο. Ο συγγραφέας παραδίδει μεν τον τίτλο «επιστροφή», μα μονάχα ολιγοσέλιδα στο ύστατο κεφάλαιο, αποτινάσσοντας εμφανώς τη σκέψη του τέλους. Γι’ αυτό, το κεφάλαιο εκτοπίζει τα στιγμιότυπα της επιστροφής πέραν των πλέων απαραίτητων και παραδίδεται στην ανακεφαλαιωτική ανασκόπηση των πόλεων του οδοιπορικού. 
Θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε έναν πιθανό συσχετισμό με την Οδύσσεια, ίσως κι εξαιτίας του διπλού συναπαντήματος των ηρώων με το άγαλμα του James Joyce, όμως αυτό είναι εφικτό αν και μόνο αν αρκεστούμε στην απόδοση της Ιθάκης στην αναζήτηση του άγνωρου επίγειου παραδείσου ή της ακραιφνούς αυτογνωσίας. Οπωσδήποτε όμως, για τον ομηρικό Οδυσσέα η ολότητα του κάλλους της γης ωχριά μπροστά στην αναντικατάστατη υδάτινη γωνιά που αισθάνεται πατρίδα. Εν αντιθέσει, για τους τρεις ήρωες ο εκάστοτε τόπος αποτελεί τον σπινθήρα μιας καινοφανούς εκδοχής της ζωής. 
Ο αναγνώστης πέραν της αφήγησης και των διαλόγων, θα διαισθανθεί τα τοπία και μέσω του φωτογραφικού αρχείου του συγγραφέα. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες καταλύουν τα σύνορα των χρωματικών διαβαθμίσεων, εν μέρει επικεντρώνοντάς μας στο περιεχόμενο της απεικόνισης κι εν μέρει επιφορτίζοντας δημιουργικά τους χρωστήρες της δικής μας φαντασίας. Η φωτογραφία και η καταγραφή του οδοιπορικού στοχεύουν πιθανώς στο απαράφθορο της μνήμης, να περισώσουν αυτούσιο κάτι από το παροδικό του χρόνου. Τελικώς, το ίδιο το ταξίδι σε αντιδιαστολή με την ανεπιστρεπτί πάροδο του χρόνου, είναι ένας τρόπος αντίστροφης, καθώς καλείσαι να γυρίσεις εκεί από όπου ξεκίνησες. 
Το αναγνωστικό βλέμμα, δια μέσου των Βαλκανευτών του Γιώργου Χατζελένη, ταξιδεύει αφηγηματικά σε έναν απέραντο χερσότοπο ερειπίων: παλίμψηστα εποχών, κυβερνήσεων, απανωτών διεκδικήσεων και αλλεπάλληλων κυριοτήτων μας προϋπαντούν σε κάθε σταθμό της περιήγησης. Συναπαντήματα με ανθρώπους προσηνείς, κάποτε απογοητευμένους και παρεξηγημένους, κάποιους προκατειλημμένους, ενίοτε τρελούς κι άλλοτε ολότελα απρόσιτους, συνθέτουν μια ποικιλματική ομήγυρη στον ρου των πόλεων. Ορισμένοι αφηγούνται προσμετρώντας ανθρώπινες απώλειες του πολέμου, είτε για την πατρίδα που απαρνήθηκαν ή απώλεσαν, άλλοι για τις αναμνήσεις που τους στοίχειωσαν, φανερώνοντας άθελα εθνικές ή θρησκευτικές δεισιδαιμονίες που δεν αποχωρίστηκαν. Πάντοτε όμως, πρόκειται για συγκινητικές αφηγήσεις άσημων ανθρώπων, που δε χώρεσαν στις ψυχρές εποποιίες των κατάστιχων τις ιστορίας, οι οποίες ευκόλως θα παρασύρονταν σαν τη σκόνη του χρόνου. Το προκείμενο βιβλίο τους παραχωρεί απλόχερα το καταφύγιο των σελίδων του, ένα χάρτινο δισάκι που αντιστέκεται στη λήθη των εύθραυστων μαρτυριών, οι οποίες ειδάλλως θα σκόρπιζαν αμετάκλητα. Οι τρεις φίλοι συνταξιδιώτες απαρτίζουν μια συντροφιά που θρέφεται από τις αντιθέσεις της κι αλληλοσυμπληρώνεται (όπως η φιλική παρτίδα σκάκι ανάμεσα στον βαλκάνιο και τον ευρωπαίο γηραιό κύριο). Με έναυσμα τα ταξιδιωτικά ερεθίσματα, ξετυλίγουν συζητήσεις που υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, λογομαχώντας γόνιμα για τα διαβαλκανικά κοινά κακώς κείμενα της ιστορίας, που δεν κατέχουν από συνοριακές γραμμές (εθνικισμός, ρατσισμός, κοινωνικός διχασμός), αλλά και για υπαρξιακά που ταλανίζουν την ολότητα των ανθρώπων. Έτσι, όχι μόνον η γη, αλλά και κάθε άνθρωπος αν σκάψει εντός του, αν ξεφλουδίσει το επίχρισμα του παρόντος, θα έρθει αντιμέτωπος με μια πολυποίκιλη ταυτότητα που μόνο μονοσήμαντη δεν αποδεικνύεται, αλλά πολυεθνής και κοσμοπολίτικη, όπως η γη φέρει κατάσαρκα τα απομεινάρια των διαδοχικών εποχών. Απομονώνω εν κατακλείδι μια φράση του βιβλίου θεωρώντας ακράδαντα πως το παρόν ανάγνωσμα περισώζει τη δέουσα ανθρωπιά, αποτελώντας μια κραυγαλέα μα και «διακριτική αντίσταση κατά της βαρβαρότητας των ημερών μας.».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου