Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

1976 (2022)

 



Για μια ακόμη φορά, ο κινηματογράφος της Λατινικής Αμερικής σκαλίζει τις σκοτεινές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας του, προσφέροντας ένα ακόμη ενδιαφέρον έργο για τις δικτατορίες που μάστισαν τις κοινωνίες αυτής της πολύπαθης γεωγραφικής γωνιάς. Όμως, μετά από τέσσερις δεκαετίες αρκετών και ποικίλων ταινιών της συγκεκριμένης θεματολογίας, επήλθε ένας κορεσμός, ο οποίος έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής στις νέες ταινίες που βγαίνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι αδιάφορες, ανούσιες ή ανειλικρινείς. 
Η ταινία "1976" της Μανουέλα Μαρτέλι, επικεντρώνεται χρονικά στην πιο σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ, μέσα από τα μάτια ενός αστικού κι οικονομικά ευκατάστατου ζευγαριού. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η σύζυγος Κάρμεν, η οποία μετακομίζει για λίγο καιρό στο εξοχικό τους σπίτι για να επιβλέψει την ανακαίνισή του. Σ' εκείνην την ήσυχη παραλιακή περιοχή, ένας οικογενειακός φίλος ιερέας, θα της ζητήσει να περιθάλψει έναν νεαρό τραυματία, προτρέποντάς την να το κάνει κρυφά από τον στενό οικογενειακό της κύκλο, ο οποίος είναι φιλικά προσκείμενος με το καθεστώς. Η Κάρμεν θα δεχτεί να βοηθήσει, μπαίνοντας σε έναν νέο και για εκείνην πρωτόγνωρο κόσμο, που ταράζει απρόσμενα την ήσυχη και βολεμένη καθημερινή της ζωή. 
Πριν ανατραπούν όλα στη ζωή της, η Κάρμεν αντιμετώπιζε με μια απάθεια τις καθημερινές απαγωγές που συντελούνταν μέρα μεσημέρι στους δρόμους και τα ξεβρασμένα πτώματα στις ακτές του παραλιακού συνοικισμού που βρίσκεται το εξοχικό της. Όλα αυτά ήταν μικρές δυσάρεστες παρενθέσεις της ήρεμης, γουστόζικης κι αδιάφορης για τα κοινά προβλήματα, καθημερινότητά της. Συναναστρεφόμενη όμως με τον νεαρό τραυματία, θα έρθει σε επαφή με τον αθέατο κόσμο που προσπαθούσε το καθεστώς Πινοσέτ να αφανίσει. Μέσα από τον νεαρό θα ανακαλύψει τα ιδανικά και τις αξίες για τα οποία αρκετοί άνθρωποι της χώρας της αγωνίζονται και θυσιάζονται. 




Παρατηρώντας και συζητώντας την δύσκολη κατάσταση του νεαρού, η Κάρμεν θα νιώσει αρκετά ένοχη για την απάθειά της απέναντι στα εγκλήματα του καθεστώτος, γεγονός που θα την ωθήσει να βοηθήσει με κάθε τρόπο στον αγώνα τους, προσπαθώντας να φέρει σε επαφή τον νεαρό τραυματία με τους δικούς του ανθρώπους. Όμως η απειρία της θα μετατρέψει την καλοπροαίρετη αλληλεγγύη της σε θανατηφόρα παγίδα τόσο για τον νεαρό που περιθάλπει όσο και για την ίδια. 
Στην καταγραφή εκείνης της σκοτεινής περιόδου, η σκηνοθέτις Μανουέλα Μαρτέλι κι η ηθοποιός Αλίν Κούπενχαϊμ, δημιουργούν μια αγωνιώδης κορύφωση, χτίζοντάς την μέσα από σκηνές κοινωνικής αδιαφορίας και καθεστωτικής έπαρσης των αστών απέναντι στα λαϊκά στρώματα που δεινοπαθούσαν από τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια των καθεστωτικών. Όμως, το μελαγχολικό ύφος της πρωταγωνίστριας, προσπαθεί να την βγάλει από τον κύκλο των προσώπων με τα οποία συναναστρέφεται. Η μουντή της όψη ταιριάζει με τον καιρό, ο οποίος θυμίζει αρκετά το καλοκαίρι που αργεί ακόμη να έρθει. Μέσα από τη στάση της, καταφέρνει να παντρέψει το ατομικό καθήκον με το συλλογικό αλλά και να αποδείξει πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να βγει από το λήθαργό του και να κερδίσει ξανά τη χαμένη του αξιοπρέπεια μέσα από πράξεις που θα πηγάζουν κατευθείαν από την ναρκωμένη του συνείδηση. 
Δυστυχώς η ταινία εισχώρησε αθόρυβα και προβλήθηκε διακριτικά στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες, παρόλο που έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας. Παρόλο όμως που κακώς κράτησε χαμηλούς τόνους, θεωρώ πως αξίζει την προβολή της, για την ευαίσθητη στάση που έχει απέναντι στο άδικο αλλά και στην ειρωνική του ματιά απέναντι σ' αυτό που η επαναπαυόμενη αστική τάξη αποκαλεί "κανονικότητα", προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να καλύψει την αδιαφορία της απέναντι στο δίκαιο, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. 


Βαθμολογία: 7/10

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Revoir Paris (2022)

 



Τις μέρες που κράτησε έντονα ένας διαδικτυακός καβγάς μεταξύ κινηματογραφόφιλων για την μεγαλύτερη μπαρούφα που σάρωσε στα φετινά και πλέον υπερεκτιμημένα βραβεία oscar, στις σκοτεινές αίθουσες έκανε είσοδο μια εξαιρετική κι έντονα κοινωνικοπολιτική ταινία από την Γαλλία. Μετά από αρκετό καιρό, ο γαλλικός κινηματογράφος έδειξε πως παρά την ποιοτική του πτώση, εξακολουθεί να είναι παρών σε γεγονότα που έχουν τραυματίσει και σημάδεψει τις κοινωνίες μας τα τελευταία χρόνια. Το "Revoir Paris" είναι μια απ' αυτές τις ταινίες που είμαι βέβαιος πως θα συζητηθούν αρκετά, ενώ η θεματολογία της κι ο τρόπος που την παρουσιάζει και την αναλύσει, κάνει την ταινία συνταρακτικά επίκαιρη μετά την τραγωδία στα Τέμπη. Προσωπικά, με συγκλόνισε και με συγκίνησε απρόσμενα. 
Η ιστορία περιφέρεται γύρω από την τραυματική εμπειρία της Μία, την οποία υποδύεται η εξαιρετική Βιρζινί Εφιρά, η οποία βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος. Μετά από μια αμήχανη βραδινή έξοδο με τον σύντροφό της, αποφασίζει να συνεχίσει τη βραδιά της, μόνη της, σε ένα παριζιάνικο μπιστρό. Όμως, τη βραδιά εκείνη, μια εγκληματική ομάδα εισβάλλει στο χώρο κι αρχίζει να εκτελεί εν ψυχρώ το προσωπικό και τους θαμώνες. Η Μία καταφέρνει να γλιτώσει από την ανελέητη σφαγή που συντελείται γύρω της αλλά χάνει τη μνήμη της απέναντι σε καθετί που συντελέστηκε σε εκείνο το τραγικό συμβάν. 
Λίγους μήνες μετά, μια απροσδιόριστη ανάγκη την οδηγεί ξανά στον τόπο του εγκλήματος. Εκεί μαθαίνει πως έχει σχηματιστεί μια ομάδα επιζώντων εκείνης της βραδιάς, οι οποίοι προσπαθούν μεταξύ τους να αλληλοβοηθηθούν, αναζητώντας στήριξη κι απαντήσεις σε όσα ερωτήματα τους βαραίνουν. Οι συναναστροφές της Μίας μ' αυτούς τους ανθρώπους, θα την βοηθήσουν να ξετυλίξει το κουβάρι της μνήμης της και να επαναφέρει στην επιφάνεια τα όσα έζησε εκείνο το βράδυ. 



Είναι γεγονός ότι η έβδομη τέχνη έχει επιχειρήσει αρκετές φορές να παρουσιάσει στη μεγάλη οθόνη κάποιες από τις τρομοκρατικές ενέργειες που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη. Όμως θεωρώ πως στην συγκεκριμένη ταινία, η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Άλις Βινοκούρ επικεντρώνεται στο μετέπειτα. Επηρεασμένη κι η ίδια από τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε Μπατακλάν και Charlie Hebdo που έλαβαν χώρα το 2015, κι έχοντας η ίδια τον αδελφό της παρόντα κι επιζήσαντα στην επίθεση στο Μπατακλάν (αφιερώνοντάς του την ταινία), επικεντρώνεται στα τραύματα που κουβαλούν οι άνθρωποι μετά από αντίστοιχα γεγονότα. 
Μέσα από τις αναζητήσεις της πρωταγωνίστριας, γινόμαστε κοινωνοί των τραυμάτων που κουβαλούν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και παρακολουθούμε τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να τα επουλώσουν. Άλλοι ρίχνουν ευθύνες σε άλλους για πράγματα που προκάλεσαν οι ίδιοι, άλλοι προσπαθούν να μάθουν τις τελευταίες σκέψεις και τα τελευταία λόγια των δικών τους ανθρώπων κι άλλοι πνίγονται στις ενοχές που κατάφεραν να διασωθούν. 
Το βέβαιο είναι πως όσοι έχουν επιζήσει από αντίστοιχες τραγωδίες, ξαναγεννιούνται και προσπαθούν από το μηδέν να στήσουν μια νέα ζωή, με νέα πρόσωπα και νέα δεδομένα. Να δημιουργήσουν νέες φιλίες με ανθρώπους που βίωσαν ακριβώς την ίδια τραυματική εμπειρία διότι με έναν απροσδιόριστο τρόπο συνδέονται μεταξύ τους. Παίρνουν ριζικές αποφάσεις, θεωρώντας πως τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία για να αναθεωρήσουν λάθος καταστάσεις και μίζερες στασιμότητες που βίωναν στη παλιά τους ζωή. Η σκηνοθέτης επικεντρώνεται άψογα στο συγκεκριμένο σημείο, διότι για τους επιζήσαντες είναι κομβικό για την υπόλοιπη ζωή τους, σε αντίθεση με την κοινωνία, της οποίας το σοκ διαρκεί μέχρι να μαζέψουν τα συνεργεία καθαρισμού τα λουλούδια και τα κεράκια που αφήνει συνήθως το πλήθος στα σημεία που έχει συντελεστεί κάποια τραγωδία. 
Με μαεστρικό τρόπο, η δημιουργός περνάει και το κοινωνικοπολιτικό της μήνυμα, εκθέτοντας την απαστράπτουσα μετααποικιακή Γαλλία. Παρουσιάζοντας το τραγικό συμβάν, ξεφλουδίζει σαν κρεμμύδι τις τάξεις της γαλλικής κοινωνίας, φανερώνοντας τις ανισότητες, την ανασφάλεια και φυσικά τον φόβο που κυριαρχεί. Μέσα από τις εξιστορήσεις των επιζησάντων, θίγεται το θέμα της μετανάστευσης, της εργατικής εκμετάλλευσης των ξένων εργατών που δεν έχουν διαβατήρια και νόμιμα χαρτιά στη Γαλλία και φυσικά των τρομοκρατών που εκδηλώνουν την οργή τους με ανελέητες τυφλές επιθέσεις, "τιμωρώντας" με βάρβαρο τρόπο την αστική τάξη για όλα τα δεινά των κατατρεγμένων και των απανταχού αδικημένων. 




Παράλληλα, μέσα από τα ανθρώπινα αδιέξοδα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, η δημιουργός αποκαλύπτει τον κάλπικο κόσμο των σύγχρονων σχέσεων, οι οποίες είναι πιο εύθραυστες και συμβιβαστικές. Γι' αυτόν τον λόγο, τονίζει έντονα την αίσθηση ελευθερίας που πλημμυρίζει την πρωταγωνίστρια μετά την τραγωδία. Ελεύθερη από τα βαρίδια του παρελθόντος, την δείχνει να βασίζει με περισσότερη σιγουριά προς το μέλλον, διατηρώντας την ουλή της τρομοκρατικής επίθεσης σε εμφανές σημείο, ώστε να της θυμίζει που ήταν πριν και προς τα που οδεύει πλέον. 
Σ' αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κι η ηθοποιός Βιρζινί Εφιρά, η οποία πρόσφερε μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς. Με εκπληκτική εκφραστικότητα και με ένα υπέροχο βλέμμα, ειλικρινές και συναισθηματικά φορτισμένο, μεταφέρει στους θεατές όλα αυτά που βιώνει κανείς μετά από μια τραγωδία. Δικαίως κέρδισε το βραβείο Σεζάρ στην κατηγορία της Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας. Όμως κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν με όρεξη και υποστηρίζουν άψογα τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν, προσφέροντας έναν ρεαλισμό τόσο στην ιστορία όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. 
Το "Revoir Paris" είναι ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμαντάκι που αναζητά καθετί ανθρώπινο κι αλληλέγγυο που ξεπηδά μετά από μεγάλες τραγωδίες, προσπαθώντας να φωτίσει λίγο τις ψυχές μας απέναντι στο ζόφο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της απάνθρωπης ξενοφοβίας που έχουν κυριαρχήσει εφιαλτικά σε μια κοινωνία κουρασμένη, απελπισμένη και γερασμένη.


Βαθμολογία: 8/10