Για μια ακόμη φορά, ο κινηματογράφος της Λατινικής Αμερικής σκαλίζει τις σκοτεινές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας του, προσφέροντας ένα ακόμη ενδιαφέρον έργο για τις δικτατορίες που μάστισαν τις κοινωνίες αυτής της πολύπαθης γεωγραφικής γωνιάς. Όμως, μετά από τέσσερις δεκαετίες αρκετών και ποικίλων ταινιών της συγκεκριμένης θεματολογίας, επήλθε ένας κορεσμός, ο οποίος έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής στις νέες ταινίες που βγαίνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι αδιάφορες, ανούσιες ή ανειλικρινείς.
Η ταινία "1976" της Μανουέλα Μαρτέλι, επικεντρώνεται χρονικά στην πιο σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ, μέσα από τα μάτια ενός αστικού κι οικονομικά ευκατάστατου ζευγαριού. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η σύζυγος Κάρμεν, η οποία μετακομίζει για λίγο καιρό στο εξοχικό τους σπίτι για να επιβλέψει την ανακαίνισή του. Σ' εκείνην την ήσυχη παραλιακή περιοχή, ένας οικογενειακός φίλος ιερέας, θα της ζητήσει να περιθάλψει έναν νεαρό τραυματία, προτρέποντάς την να το κάνει κρυφά από τον στενό οικογενειακό της κύκλο, ο οποίος είναι φιλικά προσκείμενος με το καθεστώς. Η Κάρμεν θα δεχτεί να βοηθήσει, μπαίνοντας σε έναν νέο και για εκείνην πρωτόγνωρο κόσμο, που ταράζει απρόσμενα την ήσυχη και βολεμένη καθημερινή της ζωή.
Πριν ανατραπούν όλα στη ζωή της, η Κάρμεν αντιμετώπιζε με μια απάθεια τις καθημερινές απαγωγές που συντελούνταν μέρα μεσημέρι στους δρόμους και τα ξεβρασμένα πτώματα στις ακτές του παραλιακού συνοικισμού που βρίσκεται το εξοχικό της. Όλα αυτά ήταν μικρές δυσάρεστες παρενθέσεις της ήρεμης, γουστόζικης κι αδιάφορης για τα κοινά προβλήματα, καθημερινότητά της. Συναναστρεφόμενη όμως με τον νεαρό τραυματία, θα έρθει σε επαφή με τον αθέατο κόσμο που προσπαθούσε το καθεστώς Πινοσέτ να αφανίσει. Μέσα από τον νεαρό θα ανακαλύψει τα ιδανικά και τις αξίες για τα οποία αρκετοί άνθρωποι της χώρας της αγωνίζονται και θυσιάζονται.
Παρατηρώντας και συζητώντας την δύσκολη κατάσταση του νεαρού, η Κάρμεν θα νιώσει αρκετά ένοχη για την απάθειά της απέναντι στα εγκλήματα του καθεστώτος, γεγονός που θα την ωθήσει να βοηθήσει με κάθε τρόπο στον αγώνα τους, προσπαθώντας να φέρει σε επαφή τον νεαρό τραυματία με τους δικούς του ανθρώπους. Όμως η απειρία της θα μετατρέψει την καλοπροαίρετη αλληλεγγύη της σε θανατηφόρα παγίδα τόσο για τον νεαρό που περιθάλπει όσο και για την ίδια.
Στην καταγραφή εκείνης της σκοτεινής περιόδου, η σκηνοθέτις Μανουέλα Μαρτέλι κι η ηθοποιός Αλίν Κούπενχαϊμ, δημιουργούν μια αγωνιώδης κορύφωση, χτίζοντάς την μέσα από σκηνές κοινωνικής αδιαφορίας και καθεστωτικής έπαρσης των αστών απέναντι στα λαϊκά στρώματα που δεινοπαθούσαν από τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια των καθεστωτικών. Όμως, το μελαγχολικό ύφος της πρωταγωνίστριας, προσπαθεί να την βγάλει από τον κύκλο των προσώπων με τα οποία συναναστρέφεται. Η μουντή της όψη ταιριάζει με τον καιρό, ο οποίος θυμίζει αρκετά το καλοκαίρι που αργεί ακόμη να έρθει. Μέσα από τη στάση της, καταφέρνει να παντρέψει το ατομικό καθήκον με το συλλογικό αλλά και να αποδείξει πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να βγει από το λήθαργό του και να κερδίσει ξανά τη χαμένη του αξιοπρέπεια μέσα από πράξεις που θα πηγάζουν κατευθείαν από την ναρκωμένη του συνείδηση.
Δυστυχώς η ταινία εισχώρησε αθόρυβα και προβλήθηκε διακριτικά στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες, παρόλο που έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας. Παρόλο όμως που κακώς κράτησε χαμηλούς τόνους, θεωρώ πως αξίζει την προβολή της, για την ευαίσθητη στάση που έχει απέναντι στο άδικο αλλά και στην ειρωνική του ματιά απέναντι σ' αυτό που η επαναπαυόμενη αστική τάξη αποκαλεί "κανονικότητα", προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να καλύψει την αδιαφορία της απέναντι στο δίκαιο, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά.
Βαθμολογία: 7/10