Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα ξεχάσω εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που συνάντησα την ανθρωπιά στην όψη ενός γέροντα, που μια ζωή περιφερόταν ανάμεσα σε κυπαρίσσια και στρατιωτικά μνήματα. Μέχρι τότε πίστευα πως η γνήσια ανθρωπιά κρύβεται σε κάποιο έρημο περιγιάλι ή σε κάποιο απόμακρο χωριό. Είχα την εντύπωση πως φώλιαζε στις καρδιές ταπεινών ανθρώπων της θάλασσας, του κάμπου και των βουνών. Ανθρώπων που σπάνια συναντάει κανείς στην καρδιά μιας μεγάλης πόλης. Πόσο μάλλον σε έναν άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή είναι κλεισμένος μέσα σε ένα νεκροταφείο.
Έφερα στο μυαλό μου το πρωινό εκείνης της ηλιόλουστης Δευτέρας του Γενάρη που στάθηκα έξω από τη σιδερένια είσοδο του συμμαχικού νεκροταφείου Ζέιτενλικ, έχοντας πίσω μου τη λεωφόρο Λαγκαδά πηγμένη στην κίνηση. Μπροστά μου μία σιδερένια πόρτα χώριζε δυο τελείως αντιφατικούς τόπους. Από τη μια τα κορναρίσματα και το καυσαέριο κάτω από έναν απίστευτα ζεστό για κείνες τις μέρες ήλιο κι από την άλλη ένα δάσος όπου κυριαρχούσε η νεκρική σιωπή. Έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, κάπου είχε σκαλώσει. Έκανα δύο βήματα πίσω, προσπαθώντας να διακρίνω που είχε μαγκώσει ή έστω να βρω κάποιον τρόπο για να την ξεκλειδώσω. Όσο κι αν την παρατήρησα, δεν μπόρεσα τελικά να βγάλω άκρη.
Έριξα μια τελευταία ματιά στην επιγραφή της πόρτας που έγραφε κάτι στα σέρβικα ενώ στο βάθος εξακολουθούσε να με καλεί κοντά του ο ναΐσκος του κοιμητηρίου με το υπέροχο ψηφιδωτό του Αϊ-Γιώργη πάνω από τη μεγάλη του πύλη.
Πεισμωμένος για τον σκοπό της επίσκεψής μου στο συμμαχικό νεκροταφείο, στερέωσα το κεφάλι μου πάνω στα κάγκελα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης του τελευταίου Σέρβου στρατιώτη που υπηρετεί ακόμη στην Ελλάδα. Όμως το τοπίο έδειχνε απελπιστικά έρημο. Αποτραβήχτηκα και κίνησα προς την Εγνατία, απογοητευμένος που δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς.
Για καλή μου τύχη, λίγα μέτρα πιο πέρα από την κεντρική πύλη, διέκρινα ένα μικρό πέρασμα που οδηγούσε σε μια άλλη είσοδο του κοιμητηρίου. Κατηφόρισα προς τα εκεί με μια λάμψη στο πρόσωπό μου καθώς ένιωθα πως μου δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Διέσχισα ένα μονοπάτι που περνούσε πρώτα από τον τομέα των Ιταλών και στη συνέχεια των Γάλλων που σκοτώθηκαν μαχόμενοι στον τόπο μας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα επιβλητικό μνημείο ανάμεσα στους τάφους ανέφερε πως οι Γάλλοι στρατιώτες έπεσαν για την πατρίδα.
«Είναι τα Βαλκάνια πατρίδα των Γάλλων;» αναρωτήθηκα καθώς έστριβα προς το σερβικό νεκροταφείο.
Περπατούσα σιωπηλός διαβάζοντας φευγαλέα όσα ονόματα ήταν γραμμένα στην πρώτη συστοιχία μέχρι που έφτασα στο αίθριο και κοντοστάθηκα κάτω από τη σκιά του ναΐσκου, που από κοντά έδειχνε ακόμη μεγαλύτερος. Σε μια άκρη του ξέφωτου, μία μικρή βρύση έδινε ρυθμό στη νεκρική στασιμότητα του τόπου, στάζοντας ρυθμικά στη μικρή λιμνούλα που είχε σχηματιστεί από κάτω της. Σκέφτηκα να κάτσω δίπλα της, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος στην ανάγκη της. Πηγαίνοντας όμως κοντά της, άκουσα ανεπαίσθητα τον απαλό θόρυβο που κάνει η τσάπα όταν χώνεται σε μαλακό χώμα κι αμέσως κίνησα προς τα κει, ελπίζοντας πως η διαίσθησή μου αυτή τη φορά θα ήταν αλάνθαστη.
Όταν τον διέκρινα στη σκιά των ψηλών κυπαρισσιών να καθαρίζει τον χώρο μεταξύ των μνημάτων πλημμύρισα από χαρά. Αμέσως αντιλήφθηκε τη παρουσία μου και σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει καλύτερα, παρόλο που ήταν σκυμμένος κι απορροφημένος στο καθαρισμό από ξερόχορτα και πεσμένα κλαδιά. Με ένα χαμόγελο ανταποκρίθηκα στη ματιά του. Φτάνοντας κοντά του, παρατήρησα πως είχε την ίδια ευγενική φυσιογνωμία που είχα πρωταντικρίσει στην τηλεόραση.
«Καλημέρα σας», του είπα φανερώνοντας απλόχερα τη χαρά μου που τον συναντούσα από κοντά.
«Καλημέρα και σε σένα», μου ανταποκρίθηκε γεμάτος απορία καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί στη τσάπα του.
«Για σας ήρθα».
«Το ξέρω», μου απάντησε με σιγουριά κι έκατσε σε ένα πεζούλι που βρήκε μπροστά του. «Από την τηλεόραση με έμαθες, σωστά;»
«Σωστά», του απάντησα σχεδόν ψιθυριστά.
«Τόσα χρόνια δεν με ήξερε κανείς, αλλά από τότε που μ’ έδειξε η τηλεόραση δέχομαι καθημερινά επισκέψεις».
Μια θλίψη ξεπετάχτηκε από μέσα μου καθώς άκουγα το παράπονό του. Χωρίς να το σκεφτώ, γονάτισα μπροστά του και τον κοίταξα ευθέως στα μάτια. Αν κι ενενήντα χρονών, είχε το βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Στο κεφάλι του εξακολουθούσε να φοράει το στρατιωτικό δίκοχο καπέλο, ενώ στο μανίκι του χακί μπουφάν του δέσποζε το εθνόσημο της Σερβίας. Το βλέμμα μου έπεσε στα χέρια του, που το ένα είχε ακουμπήσει απαλά στο πόδι και το άλλο κρατούσε την τσάπα. Δυο πρόχειροι επίδεσμοι προστάτευαν τις παλάμες του από το σκάψιμο. Όταν ξανασήκωσα το βλέμμα μου τον είδα να με κοιτάει με ζεστασιά. Του χαμογέλασα από αμηχανία καθώς δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω τις ερωτήσεις που είχα συγκεντρώσει για τη συνάντησή μας.
«Σας λείπει η πατρίδα;»
«Εδώ γεννήθηκα, νεαρέ μου, παρόλο που πατρίδα μου είναι το Μαυροβούνι. Είμαι Σέρβος του Μαυροβουνίου. Μην κοιτάς που γίνανε άλλο κράτος. Σέρβοι ορθόδοξοι είμαστε κι εμείς».
«Και πώς βρεθήκατε εδώ;»
«Ο παππούς μου πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και θάφτηκε εδώ. Έπειτα ο πατέρας μου έγινε φύλακας του νεκροταφείου. Εδώ θάφτηκε κι εκείνος. Κι έμεινα εγώ να συνεχίζω το χρέος αυτό μέχρι σήμερα».
«Κι από πού αντλείτε τόση δύναμη να υπηρετείτε μέχρι σήμερα αυτό το χρέος;» συνέχισα να τον ρωτάω κάπως κοφτά κι απότομα, δίνοντας χρόνο στο να νιώσω άνετα μαζί του.
«Πρώτα απ’ όλα τιμάω τους νεκρούς μας. Εκείνη την εποχή πολέμησαν όλοι οι Σέρβοι. Γι’ αυτόν τον λόγο είχαν και τους περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλη χώρα. Αυτά εδώ τα μνήματα ανήκουν σε παιδιά που ήταν δεκαπέντε χρονών μέχρι ανθρώπους που είχαν φτάσει στα εξήντα πέντε», μου είπε κι άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να αγκαλιάσει όλο το νεκροταφείο με μια τρυφερότητα σαν να ήταν δικά του παιδιά όλοι οι θαμμένοι. «Έπειτα είναι η μνήμη. Έχω χρέος να κρατήσω αυτή τη μνήμη ζωντανή. Και γιατί πρέπει να την κρατήσω ζωντανή; Για να βροντοφωνάζω σ’ αυτούς τους μεγάλους πως ο πόλεμος είναι μεγάλη καταστροφή κι αυτό που αφήνει πίσω του είναι όλοι αυτοί εδώ οι τάφοι».
Με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να δώσει μια ώθηση στο κορμί του να σηκωθεί. Τα πόδια του όμως έτρεμαν και από το βλέμμα του ξεχείλισε απογοήτευση. Με κοίταξε πάλι παραπονεμένα και μου ζήτησε ευγενικά να τον βοηθήσω. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα. Μου διάβαζε διάφορα ονόματα εξηγώντας μου πως η κάθε κατάληξη μαρτυρούσε την καταγωγή του κάθε νεκρού.
«Αυτός είναι Σέρβος» μου είπε δείχνοντάς μου με την τσάπα ένα μνήμα. «Κι αυτός Μαυροβούνιος. Βλέπεις που διαφέρουν τα ονόματά τους;»
«Έχετε δίκιο», του είπα σκύβοντας να τα διαβάσω.
«Α να! Κι αυτός εδώ είναι από τη Βοϊβοντίνα. Εκείνων τα ονόματα είναι τελείως διαφορετικά».
«Σωστά», του απάντησα ψιθυριστά για να μη διακόψω τον οίστρο του.
«Έχουμε και Βόσνιους εδώ πολλούς».
«Κροάτες;» επενέβη προβοκατόρικα για να δω την αντίδρασή του.
«Οι Κροάτες δεν είναι Σλάβοι», μου απάντησε απότομα και τα μάτια του αμέσως γυάλισαν. «Οι Κροάτες πάντα ανήκαν αλλού. Είναι και καθολικοί».
«Όπως οι Σλοβένοι;»
«Αυτοί δεν μιλάνε καν σλάβικα».
Με τη συζήτηση είχαμε φτάσει στα όρια του σερβικού κοιμητηρίου χωρίς να το καταλάβουμε. Από κει και πέρα ξεκινούσαν τα μνήματα των Γάλλων πεσόντων.
«Η διαφορά του δικού μας νεκροταφείου με των Γάλλων ήταν πως οι δικοί μας νεκροί ήταν μόνο Σέρβοι ενώ των Γάλλων ήταν μισθοφόροι. Βλέπεις τις μικρές λεπτομέρειες που υπάρχουν σε ορισμένους σταυρούς;»
Έκανα μερικά βήματα μπροστά κι αναζήτησα τα σημάδια που ανέφερε, διακρίνοντας αμέσως στα μπροστινά μνήματα διάφορα περίεργα σύμβολα.
«Έχετε δίκιο. Τι είναι αυτά τα σύμβολα;»
«Όσα έχουν το “S” ανήκουν σε Σενεγαλέζους κι όσα έχουν την ημισέληνο σε Αλγερινούς. Υπάρχει κι ένα άλλο σύμβολο γ’ αυτούς που προέρχονταν από την Ινδοκίνα. Άνθρωποι που δεν πολέμησαν για τη δική τους πατρίδα και τα δικά τους ιδανικά, αλλά πολέμησαν για κάποιους άλλους και μάλιστα σε ξένο έδαφος. Αυτή είναι η τρέλα του συγκεκριμένου πολέμου αλλά και του κάθε πολέμου».
Κάναμε μεταβολή κι επιστρέψαμε προς τον ναΐσκο του σερβικού κοιμητηρίου. Μέσα σε ένα δάσος μνημάτων και κυπαρισσιών, δυο τελείως διαφορετικές γενιές προσπαθούσαν να καλύψουν το μεταξύ τους χάσμα. Σε κάθε μας βήμα αισθανόμουν πως αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο μια συγκινητική οικειότητα με τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς.
«Όλα αυτά τα χρόνια, εγκλωβισμένος σ’ αυτή τη μοναχική δουλειά, μου άρεσε πολύ να μελετάω την ιστορία. Όμως, νεαρέ μου, όλα αυτά τα βιβλία που πέρασαν από τα χέρια μου δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το δώρο που μου πρόσφερε τούτο εδώ το πόστο».
«Τι δώρο;» τον ρώτησα ξαφνιασμένος.
«Όπως καταλαβαίνεις, όλοι αυτοί που θάφτηκαν εδώ άφησαν απογόνους που έρχονταν συχνά στο νεκροταφείο. Τώρα έρχονται αραιά και πού μερικά δισέγγονα. Όμως παλιότερα έρχονταν εγγόνια, γιοι, αδέλφια και τον πρώτο καιρό είχα την τιμή να συναντήσω κι αρκετούς φίλους των νεκρών, οι οποίοι είχαν πολεμήσει μαζί στο μέτωπο. Ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία κι εγώ τότε είχα πολλή όρεξη να τις ακούω και μεγάλη διάθεση να τις καταγράφω. Πίστεψέ με, όλες τους ήταν συγκλονιστικές, αλλά δυστυχώς για καμιά δεν υπήρξε λίγος χώρος στις σελίδες της επίσημης Ιστορίας κι έτσι με τον χρόνο χάθηκαν στη λήθη. Σαν να τις πήρε ο αέρας και να τις σκόρπισε…» είπε κι η φωνή του έσβηνε καθώς με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να αρπάξει κάτι άυλο στον αέρα. «Όμως είναι και κάτι άλλο που με πονάει πιο πολύ σήμερα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο ξεχνιέται η ιστορία και διογκώνεται η αδιαφορία των νέων γενεών. Σήμερα, διάφοροι δάσκαλοι φέρνουν τους μαθητές τους εδώ και μου ζητούν να μιλήσω στα παιδιά για τον πόλεμο. Αλλά να πω τι; Βλέπω τα βλέμματά τους κι αντιλαμβάνομαι πως βαριούνται και δεν ακούνε τίποτα. Και δυστυχώς, νεαρέ μου, μέσα απ’ αυτή την αδιαφορία ξεπηδάει η άγνοια και πάνω στην άγνοια πατάει ο φασισμός. Αυτό είναι που με φοβίζει πολύ. Και πες εγώ είμαι γέρος και θα πεθάνω σύντομα, αλλά φοβάμαι αυτά που ίσως ζήσετε εσείς. Θα είναι μεγάλο κρίμα να ξεφυτρώσουν από τη γη νέοι σταυροί», μου είπε και στράφηκε για μία ακόμη φορά και παρατήρησε σιωπηλός τα μνήματα. «Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι πως η ιστορία παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν μια σειρά από ασοβάρευτες πράξεις που έβλαψαν πολλούς. Πάμπολλα συμβάντα που ανέκοψαν την ανθρώπινη πρόοδο. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια καιρός για τέτοιες ασοβάρευτες πράξεις. Ο κλήρος αυτή τη φορά θα είναι βαρύτατος».
«Απαισιοδοξείτε;»
«Πιστεύω πως κάποτε οι καιροί θα ηρεμήσουν, κι όσοι επιβιώσουν θα μαζέψουν τα σπαραγμένα τους μέλη και θα σχηματίσουν ένα νέο σώμα με ένα νέο πρόσωπο. Εξάλλου όσα είναι ενδεχόμενα σήμερα θα μεταβληθούν σε πραγματικότητες αύριο κι οι εκπλήξεις θα πάψουν να ξαφνιάζουν»
«Πολύ φοβάμαι πως θα αργήσει να συμβεί αυτό».
«Ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει. Αλλά δυστυχώς είμαστε ακόμη στην αρχή».
Σε μια σκιερή γωνιά του ναΐσκου βρισκόταν ένα τραπεζάκι με έναν δίσκο, πάνω στον οποίο στεκόταν ένα πολυχρησιμοποιημένο μπουκάλι και σκόρπια ποτηράκια. Ακούμπησε απαλά την τσάπα του στο τραπέζι κι έπιασε το μπουκάλι. Με αργές κινήσεις έβγαλε το πώμα και γέμισε δυο καθαρά ποτήρια.
«Αυτό είναι το παραδοσιακό μας ποτό που πίνουμε για να τιμάμε τους νεκρούς μας», μου εξήγησε καθώς μου έτεινε το ένα ποτήρι.
«Στη μνήμη τους», του είπα ταπεινά κι άδειασα όλο το περιεχόμενο στο στεγνό μου λαρύγγι.
«Και στην υγειά μας», μου απάντησε χαμογελαστός.
Πάντα απορούσα πόσο εύκολα συγκρατούσα συζητήσεις που μ’ ενδιέφεραν. Τις έφερνα στο μυαλό μου και τις ζούσα ξανά. Όπως επίσης είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος που νιώθω ξανά τα συναισθήματα εκείνων των στιγμών, όπως την απόγνωσή μου όταν συνειδητοποίησα ότι η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω βιαστικά για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο αποχαιρετισμός ήταν άγαρμπος και βεβιασμένος, τερματίζοντας άδοξα μια υπέροχη συζήτηση που με ταξίδεψε πίσω στον χρόνο. Όταν του είπα πως έπρεπε να φύγω για να προλάβω το τρένο, σήκωσε το χέρι του με δυσκολία και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Όταν ανέβω ξανά Θεσσαλονίκη θα έρθω να σας βρω», του είπα φανερά συγκινημένος.
«Να μου ξανάρθεις. Θα χαρώ να σε ξαναδώ».
Πριν περάσω την πύλη του νεκροταφείου, κοντοστάθηκα και του έριξα μια τελευταία ματιά. Τελευταία μου εικόνα απ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο ήταν η μορφή του να χάνεται προς τα μνήματα, αγέρωχη, ακάματη και περήφανη.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Βαλκανευτές»
Εκδόσεις Ενύπνιο