Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Dourgouti Town (2024)



Όταν μετακόμισα στον Νέο Κόσμο το 2007, είχα την αίσθηση πως βρέθηκα σε μια τσιμεντένια ζούγκλα που ασφυκτιούσε ανάμεσα στις λεωφόρους Συγγρού και Βουλιαγμένης βορειοδυτικά και στην αστική συνοικία της Νέας Σμύρνης στη νότια πλευρά. Ομολογώ πως στην αρχή με έπιασε μια απελπισία, όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μάθαινα τα πρόσωπα και την ιστορία της νέας μου γειτονιάς κι ανακάλυπτα τις υπέροχες αφανείς γωνιές της. Δεκαεπτά χρόνια μετά, αισθάνομαι πια πως έχω γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μιας γειτονιάς πλούσιας σε γεγονότα, στέκια και πρόσωπα. 
Μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό του Νέου Κόσμου, εξακολουθούν να υπάρχουν τα ίχνη μιας συνοικίας που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και κυρίως τους Αρμένιους. Το Δουργούτι υπήρξε ένας τόπος σκληρός, αλλά συνάμα και γλυκόπικρος για τους κατοίκους του, οι οποίοι κατάφεραν να ριζώσουν και να προοδεύσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ενώ στην πορεία αναγκάστηκαν να το δουν να εξαφανίζεται τμηματικά για να μετατραπεί σε μια πρωτοποριακή για τα χρόνια εκείνα εργατική συνοικία. Γι' αυτόν τον τόπο που δεν είχε ποτέ του σαφή όρια κι εξακολουθεί να διατηρείται σε διάσπαρτα κρυφά σημεία του Νέου Κόσμου, μας μιλάει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας μαζί με τους Τάκη Κατσαμπάνη και Μελέτη Ζαχαράκη, μέσα από το αυτοχαρακτηριζόμενο λαϊκό ντοκιμαντέρ τους "Dourgouti Town".
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Μικρόκοσμου μαζί με τους συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι αποδείχτηκαν το ίδιο ευχάριστοι κι αληθινοί, όπως παρουσιάστηκαν μέσα από το έργο τους. Κεντρικό πρόσωπο της κινηματογραφικής μας περιπλάνησης στις γειτονιές του Νέου Κόσμου είναι ένας μυστηριώδης μαυροντυμένος τύπος που αναζητά αγγελίες  ενοικίασης ή πώλησης ακινήτων. Στις απεγνωσμένες του προσπάθειες συναντιέται με πρόσωπα της γειτονιάς κι ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, σε κάθε του βήμα επαναφέρει πλάνα από παλαιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο Δουργούτι.
Η επιλογή των προσώπων που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ, είναι πλούσια κι απολαυστική. Ο σκηνοθέτης ξεκινάει από τις εξιστορήσεις του πατέρα του και συνεχίζει με ποικίλα πρόσωπα που καταφέρνουν να συνθέσουν το πολλαπλό είδωλο του Νέου Κόσμου. Από την οθόνη περνάνε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θυμόντουσαν την τενεκεδούπολη του Δουργουτίου και τις δύσκολες συνθήκες ζωής, καθώς και τις μέρες της Κατοχής, κατά τις οποίες η περιοχή τους λειτουργούσε ως τόπος διαφυγής και προστασίας των κατατρεγμένων από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους. 
Αρκετοί απ' αυτούς μιλάνε για το μπλόκο του Δουργουτίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι ευρέως άγνωστο λόγω της αδιαφορίας των δημάρχων της Αθήνας, οι οποίοι ήταν κατά πλειονότητα δεξιοί κι έτσι κανείς τους δε θέλησε να τιμήσει την ιστορία της συνοικίας (σε αντίθεση με άλλες συνοικίες όπως στην Κοκκινιά, που τα γεγονότα αυτά μνημονεύονται κάθε χρόνο). Σημαντικό ρόλο στις συγκεκριμένες μαρτυρίες των προσώπων που βίωσαν αυτά τα γεγονότα, παίζει το πολύτιμο αρχειακό υλικό από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου. Με ευφάνταστο τρόπο, ο σκηνοθέτης αναπαριστά κάποια από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τις μέρες εκείνες, τοποθετώντας τα στο σημερινό αστικό τοπίο. 




Οι μαρτυρίες όμως είναι πλούσιες και πολυπληθείς, ανοίγοντας περαιτέρω την κοινωνική βεντάλια του Δουργουτίου. Από τον φακό περνούν μεταγενέστερες γνωστές φυσιογνωμίες της συνοικίας, αλλά και διάσημες προσωπικότητες που έζησαν για ένα χρονικό διάστημα εκεί, οπότε συναντάμε: τη Χάρις Αλεξίου που έζησε για λίγο καιρό στο σπίτι της Σμυρνιάς θείας της, τον συνθέτη Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο κάτω από τη διάσημη στριφογυριστή σκάλα του Δουργουτίου, τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή Γιώργο Δέδε, τους ηθοποιούς Ζαχαρία Ρόχα και Σπύρο Μπιμπίλα που θυμούνται τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς "Η Κάθοδος" της ΕΡΤ στις "ιταλικές" εργατικές κατοικίες, καθώς και τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Μικρόκοσμος, Αντρέα Σωτηρακόπουλο. 
Επίσης, ο σκηνοθέτης δίνει το λόγο στους Αρμένιους, οι οποίοι μιλούν για τη δική τους εθνική οντότητα που ίδρυσε τη συνοικία του Νέου Κόσμου και συνυπήρξε αρμονικά κι ευχάριστα με το ελληνικό στοιχείο. Τέλος, φτάνει στις μέρες μας, όπου ακούγονται ιστορίες από κάποιους εναπομείναντες αυθεντικούς Δουργουτιώτες, τραβεστί που ένιωσαν από την πρώτη στιγμή οικειότητα κι ασφάλεια στη συγκεκριμένη γειτονιά και νέες γενιές που εξακολουθούν να κουβαλούν λίγη από την τρέλα των προκατόχων τους. Μέσα από τις συζητήσεις είναι διάχυτη η συγκίνηση των εξιστορήσεων, αλλά κι ο αυτοσαρκασμός των κατοίκων για τα καμώματα, τόσο των ίδιων όσο και των γειτόνων φίλων τους. Αυτή η αβίαστη αυθεντικότητα και το ειλικρινές χιούμορ των προσώπων, δημιουργεί μεμιάς μια ευχάριστη οικειότητα μεταξύ των θεατών και του άγνωστου για πολλούς Δουργουτίου. 
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζεται μόνο στις μαρτυρίες των προσώπων. Με ένα έξυπνο μοντάζ ενώνει τα ασπρόμαυρα πλάνα γνωστών ταινιών με τις σημερινές όψεις της συνοικίας και επιδιώκει να τα αναπαραστήσει για μια ακόμη φορά, δίνοντας τη δυνατότητα στους θεατές να συγκρίνουν το παρελθόν με το παρόν. Πάνω σ' αυτό το κινηματογραφικό παιχνίδι, γίνεται εμφανές το μεράκι των δημιουργών για την παρούσα ταινία. 
Στη συγκεκριμένη θεματολογία της ταινίας, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το εύρος των ταινιών και των σειρών που οι δημιουργοί τους επέλεξαν να γυρίσουν στο Δουργούτι. Αρκετοί απ' αυτούς, όπως ο Νίκος Κούνδουρος (ο οποίος γύρισε τη "Μαγική Πόλη" το 1954) κι ο Κώστας Φέρρης (ο οποίος γύρισε τη μικρού μήκους ταινία "Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν" το 1961) μιλούν μέσα από παλαιότερες συνεντεύξεις τους, για την ατμόσφαιρα της συνοικίας που κατάφεραν να διασώσουν μέσα από το φακό τους.




Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας καταφέρνει να συνδέσει όμορφα το παρόν με όλα τα παραπάνω κινηματογραφικά στοιχεία της ταινίας. Ο κεντρικός του ήρωας επιμένει να αναζητά κάποιο διαμέρισμα στην περιοχή, η οποία μαστίζεται από τα υψηλά ενοίκια, αλλά και τη λαίλαπα του airbnb. Οι κάτοικοι του Δουργουτίου αναφέρονται στις επιπτώσεις αυτής της τάσης, τόσο στη γειτονιά όσο και στην καθημερινότητά τους. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σ' αυτά τα προβλήματα που προκύπτουν και προσπαθεί να μας τα περάσει με έναν πρωτότυπο σαρκαστικό τρόπο. Όμως, η γειτονιά εξακολουθεί να αντιστέκεται μέσα από τους ενεργούς κατοίκους της, γεγονός που εκδηλώνεται τόσο στο πάθος που πηγάζει μέσα από τα λεγόμενά τους όσο και στις μουσικές κομπανίες που συναντά ο πρωταγωνιστής στο δρόμο.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω στοιχείων, σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Άγη Παπαπαναγιώτου, η οποία δημιουργεί έναν ευχάριστο διάλογο των μαρτυριών του έντονου παρελθόντος με τη διακριτική σημερινή κατάσταση του Δουργουτίου. 
Το μόνο που λείπει, είναι η αναφορά του απάνθρωπου πογκρόμ των νεοναζί στο τότε μανάβικο και καφενείο των μεταναστών, που συνέβη στη συμβολή Κασομούλη και Ντρουμ, δίπλα στις εργατικές κατοικίες. Το συγκεκριμένο εγκληματικό συμβάν αφύπνισε τον ανθρώπινο χαρακτήρα της γειτονιάς μετατρέποντας τον Νέο Κόσμο σε έναν ακόμη αντιφασιστικό κοινωνικό πνεύμονα, σε μια περίοδο που οι νεοναζιστικές φωνές είχαν βήμα στη Βουλή. 
Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Σπλιτ, η αυτοκρατορική αυλή της Δαλματίας


Επισκέφθηκα το Σπλιτ για πρώτη φορά την άνοιξη του 2016, καθώς υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός του οδοιπορικού που είχα οργανώσει με δυο φίλους στα Δυτικά Βαλκάνια. Η αναμονή μας στην πόλη είχε οριστεί για λίγες ώρες διότι δεν γνωρίζαμε τίποτα για τα ιστορικά της μνημεία και την μοναδική της ομορφιά. Όμως οι ολιγόωρες περιπλανήσεις μας στα αρχαία της σοκάκια, μου αρκούσαν για να δώσω μια υπόσχεση στον εαυτό μου, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα την επισκεφθώ ξανά και θα της αφιερώσω το χρόνο που της αναλογεί, για να μπορέσω να την ανακαλύψω περαιτέρω και να θαυμάσω με την ανάλογη άνεση χρόνου τους πανέμορφους θησαυρούς της. Η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε μετά από οκτώ χρόνια, ικανοποιώντας στο έπακρον τις προσδοκίες που τόσα χρόνια είχα αποκτήσει για την πιο γοητευτική πόλη της Κροατίας. 
Η ομορφιά των Δαλματικών ακτών κατάφερε να μας μαγέψει προτού προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο του Σπλιτ. Από το Ντουμπρόβνικ και μετά, το αεροπλάνο είχε αρχίσει να χαμηλώνει, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε πιο καθαρά τις νησιωτικές ακτογραμμές του Χβαρ, του Μπρατς και του Βις με τα γαλαζοπράσινα νερά τους προτού μπούμε στον κόλπο του Σπλιτ, περνώντας ακριβώς πάνω από το πάρκο Marjan. 
Από το αεροδρόμιο πήραμε το λεωφορείο που μας μετέφερε με μεγάλη ταλαιπωρία καθώς δε λειτουργούσε το air codition, στην προβλήτα του λιμανιού. Από εκείνη τη θορυβώδη γωνιά της πόλης, αντίκρισα ξανά το πανέμορφο γοτθικό καμπαναριό του παλαιότερου καθεδρικού της Ευρώπης και τα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά τμήματα του αυτοκρατορικού παλατιού που είχαν χτιστεί την εποχή του Διοκλητιανού. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου μνημείου προσφέρει μια πολεοδομική μοναδικότητα  στο Σπλιτ καθώς συνδυάζει παγκοσμίως το σύμπλεγμα πόλης-ανακτόρου, το οποίο κατοικείται συνεχώς εδώ και δεκαεπτά αιώνες. Γι' αυτό το λόγο, η πόλη προστέθηκε το 1979 στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ως ένα μνημείο που χαρακτηρίζεται ταυτοχρόνως με τα στοιχεία του φρουρίου, του μουσείου και του κατοικημένου οικισμού.
Ωστόσο η ύπαρξη της πόλης ξεκινάει αρκετούς αιώνες πριν την οικοδόμηση του αυτοκρατορικού παλατιού. Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που αποίκησαν στη συγκεκριμένη περιοχή, σε μια περίοδο που ίδρυαν αρκετές αποικίες στις Δαλματικές ακτές, με κάμποσες απ' αυτές να εξακολουθούν να διατηρούν τα αρχαιοελληνικά του ονόματα. Το όνομα του Σπλιτ στην αρχαιότητα ήταν "Ασπάλαθος", ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια άλλαξε σε "Σπαλάτουμ". 
Κι αν η ύπαρξη της πόλης ξεκινάει από τα αρχαιοελληνικά χρόνια, η επίσημη ιστορία της άρχισε να γράφεται όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποφάσισε να χτίσει το ανάκτορό του κοντά στη γενέτειρά του, τα Σαλόνα, επιθυμώντας να περάσει το υπόλοιπο της ζωής στον προσωπικό του επίγειο παράδεισο, μετά από μια επικίνδυνη ασθένεια που τον είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου. 
Το "Dioklecijanova palača", όπως αποκαλείται το παλάτι του Διοκλητιανού στα κροατικά, καταλαμβάνει τη μισή έκταση της Παλιάς Πόλης. Οι εργασίες για την ανέγερση του ξεκίνησαν το 293 μ.Χ. και ολοκληρώθηκαν το 305 μ.Χ. Παρόλο που έχει μείνει στην ιστορία με τον όρο παλάτι, η αρχιτεκτονική του δομή θυμίζει περισσότερο φρούριο έκτασης 30.000 τετραγωνικών μέτρων, φτιαγμένο από μάρμαρο και ασβεστόλιθο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, οι μισοί χώροι του κτηριακού συμπλέγματος προορίζονταν για τον αυτοκράτορα κι υπόλοιποι για τη στρατιωτική του φρουρά. Παρόλο που το οικοδόμημα προοριζόταν για την "αυτοκρατορική" απομόνωση του Διοκλητιανού, τελικά στάθηκε αφορμή να μετατρέψει το Σπλιτ σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φτάνοντας σε πληθυσμό τους 60.000 κατοίκους. 
Μετά τη πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Σπλιτ πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών αλλά παρέμεινε δορυφόρων των τότε οικονομικά ανεπτυγμένων Σαλώνων. Όμως, η στρατηγική θέση της πόλης στάθηκε αφορμή να αντιμετωπίσει πολλούς εισβολείς όπως ήταν οι Οστρογότθοι κι οι Άβαρες και να βιώσει αρκετές καταστροφές. Παράλληλα έγινε κτήμα αρκετών βασιλείων που ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο όπως το Εξαρχάτο της Ραβέννα και κατόπιν της Ζαντάρ, το Βασίλειο της Κροατίας και μετέπειτα της Ουγγαρίας, μέχρι που κατέληξε τμήμα της Δημοκρατίας της Βενετίας, μέχρι την πτώση της το 1797. Έπειτα πέρασε στα χέρια των Αψβούργων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμου καθώς μετά τη λήξη του αποτέλεσε τμήμα του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μετατράπηκε σε σημαντικό λιμάνι της Γιουγκοσλαβίας. Εκείνην την περίοδο η πόλη έζησε μια πρωτόγνωρη οικονομική άνθηση πατώντας πάνω στη ναυπηγιακή της βιομηχανία. 
Όμως το βιβλίο της Ιστορίας του Σπλιτ είχε να γεμίσει με λίγες ακόμη γραμμές, λόγω των γεγονότων που σημειώθηκαν στο Γιουγκοσλαβικό πόλεμο. Όταν το 1991 η Κροατία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, το Σπλιτ είχε μια μεγάλη φρουρά του Γιουγκοσλαβικού στρατού (JNA) στρατολογημένη από όλη τη Γιουγκοσλαβία καθώς και το αρχηγείο και τις εγκαταστάσεις του Γιουγκοσλαβικού Πολεμικού Ναυτικού (JRM). Αυτό οδήγησε σε μια έντονη επί μήνες αντιπαράθεση μεταξύ του JNA και της Κροατικής Εθνοφρουράς, με το τραγικότερο συμβάν να σημειώνεται στις 15 Νοεμβρίου του 1991, όταν η φρεγάτα "Σπλιτ" άρχισε να βομβαρδίζει κάποιους στόχους που βρίσκονταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, στο αεροδρόμιο και στους ακατοίκητους λόφους πάνω από τους παραθαλάσσιους οικισμούς στα Καστέλι. Οι ζημιές από τους βομβαρδισμούς ήταν ασήμαντες κι οι απώλειες ανθρώπων ελάχιστες, καθώς η "αστοχία" της φρεγάτας οφειλόταν στο πλήρωμα που απαρτιζόταν κυρίως από Κροάτες ναύτες, οι οποίοι δεν ήθελαν να πλήξουν την πόλη και τους συμπολίτες τους. Η ηρωική τους πράξη είχε ως αποτέλεσμα να κρατηθούν στις φυλακές των πλοίων. Μετά τον πόλεμο, ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και το Γιουγκοσλαβικό Πολεμικό Ναυτικό υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν όλες τις εγκαταστάσεις τους στο Σπλιτ, μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1992. 
Σήμερα, το Σπλιτ ζει μια νέα οικονομική άνθηση καθώς μεταμορφώθηκε από πύλη εισόδου προς τους παραδεισένιους νησιωτικούς προορισμούς της Αδριατικής θάλασσας, σε ένα ξεχωριστό διαμάντι των Δαλματικών ακτών που δυστυχώς κάπου θαμπώθηκε από τα υπερκέρδη του ανεξέλεγκτου τουρισμού, χάνοντας το μέτρο της κατάλληλης προσέλκυσης επισκεπτών και τουριστών. Όμως, παρά τον υπερτουρισμό που κυριαρχεί, το Σπλιτ εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο ιδιάζουσες πόλεις που έχω επισκεφθεί μέχρι σήμερα, καθώς με την πάροδο των χρόνων ο πολεοδομικός της ιστός έχει αγκαλιάσει τα σπουδαία μνημεία, δημιουργώντας ένα μοναδικό πολεοδομικό σύμπλεγμα. Κάθε φορά που περνούσαμε μια από τις τέσσερις πύλες του παλατιού, επιστρέφαμε σε ένα στάσιμο παρελθόν πλούσιο σε ιστορικά μνημεία και παλάτια που κουβαλούσαν μια ποικιλία αρχιτεκτονικών ρυθμών. Όπου κι αν στρέφαμε το βλέμμα μας, συναντούσαμε και μια διαφορετική εποχή. 
Από την μια τα ρωμαϊκά τείχη του παλατιού που εξακολουθούν να προστατεύουν το παλιό μαυσωλείο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού που έχει μετατραπεί σε καθεδρικό ναό, το πανύψηλο καμπαναριό που ορθώνεται πάνω από την αυτοκρατορική αυλή, το "Vestibul" με την εκπληκτική του ακουστική, το καλοδιατηρημένο ρωμαϊκό ναό του Δία που έχει μετατραπεί σε βαπτιστήριο και το cardo maximus, το ρωμαϊκό δρόμο που οδηγούσε από τη Χρυσή Πύλη (Porta Aurea) στην καρδιά της πόλης κι από την άλλη τα κομψά μέγαρα που χτίστηκαν την εποχή της Ενετοκρατίας και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Για να γίνω πιο κατατοπιστικός σ' αυτό που εννοώ, θεωρώ πως είναι καλύτερο να τα πάρω με τη σειρά όλα τα παραπάνω που ανέφερα. 
Το πρώτο σημαντικό αξιοθέατο που συναντήσαμε περνώντας από την Ασημένια Πύλη (Silver Gate), είναι το Περιστύλιο, εκεί που κάποτε βρισκόταν η κεντρική πλατεία του παλατιού. Σήμερα θεωρώ πως είναι το ομορφότερο σημείο της πόλης όπου τα ίχνη της ιστορίας δένουν τόσο αρμονικά και σεβάσμια με τους σύγχρονους καθημερινούς ρυθμούς της πόλης. Είναι πρώτη φορά στη ζωή μου που συναντώ ένα ιστορικό μνημείο ανοιχτό και προσβάσιμο στο κοινό όλο το εικοσιτετράωρο. Όμως, δεν είναι η προσβασιμότητα που μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, αλλά η καθαρότητα του χώρου, χωρίς φθορές από γκράφιτι, χαραγμένα ονόματα στις μαρμάρινες επιφάνειες και κάθε λογής αυτοκόλλητα που συναντάμε σε κάθε ελεύθερο χώρο. Αυτό που παρατήρησα όλες τις φορές που βρεθήκαμε στο Περιστύλιο, είναι ένας απίθανος συγκινητικός σεβασμός του πλήθους που συρρέει μέρα νύχτα στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο. Την ημέρα θα συναντήσεις ομάδες επισκεπτών που στέκονται για να θαυμάσουν τα μνημεία που βρίσκονται πέριξ του Περιστυλίου. Με τη δύση του ηλίου και τα πρώτα δροσερά αεράκια της Αδριατικής που διασχίζουν ανακουφιστικά στα στενά σοκάκια της πόλης, συναντούσαμε ξανά τα ίδια πρόσωπα που επέλεγαν να ξαποστάσουν στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της πλατείας, απολαμβάνοντας τη μοναδική ατμόσφαιρα του μνημείου, συνοδεία των ταξιδιάρικων μελωδιών ενός μουσικού, που κάθε βράδυ παίζει με την κιθάρα του γνωστά άσματα προσκαλώντας με αυτόν τον τόσο γλυκό τρόπο, τους περαστικούς σε όμορφους χορούς. Πέρα όμως από τους χορούς και τα τραγούδια, στο Περιστύλιο αξίζει κανείς να θαυμάσει και τις αυθεντικές ρωμαϊκές κολόνες που εξακολουθούν να στέκουν όρθιες σχηματίζοντας κομψές καμάρες πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτές που είναι από τη μεριά του καθεδρικού εξακολουθούν να στέκουν ελεύθερες ενώ οι άλλες που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά, είναι εντοιχισμένες στην κομψή κατοικία Grisogono, που άνηκε σε παλιές αριστοκρατικές οικογένειες του Σπλιτ ενώ τώρα στεγάζει ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Δίπλα ακριβώς στην κατοικία "Grisogono", βρίσκονται τα παλάτια "Cipci" και "Skočibušić", που ξεχωρίζουν για τη γοτθική κι αναγεννησιακή τους αρχιτεκτονική.
Στο Περιστύλιο βρίσκεται κι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δομνίου (Sveti Duje), ο οποίος απαρτίζεται από το πρώην αυτοκρατορικό ρωμαϊκό μαυσωλείο του Διοκλητιανού με το μεταγενέστερο ψηλό καμπαναριό του. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Παναγία και το καμπαναριό στον Άγιο Δόμνιο, ο οποίος υπήρξε Επίσκοπος της Σαλόνα τον 3ο αι. και σήμερα θεωρείται προστάτης του Σπλιτ. Ο Άγιος Δόμνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια κι αποκεφαλίστηκε το 304 στη Σαλόνα μαζί με επτά ακόμα χριστιανούς στις μαζικές θρησκευτικές διώξεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η ένταση των διωγμών εκείνης της περιόδου, ανάγκασε τους χριστιανούς να καταφύγουν στα γύρω νησιά. Όταν όμως καταλάγιασε η κατάσταση, επέστρεψαν ξανά στο Σπλιτ, αφαίρεσαν τη σαρκοφάγο του Διοκλητιανού από το μαυσωλείο και τοποθέτησαν μια νέα με τα λείψανα του Αγίου Δόμνιου. Θεωρώ πως κατά κάποιον τρόπο, ο πρώην επίσκοπος της Σαλόνα και νυν προστάτης του Σπλιτ, "πήρε την εκδίκησή" του μετατρέποντας σε χριστιανικό ναό το μαυσωλείο του αυτοκράτορα που είχε δώσει την εντολή να τον εκτελέσουν.
Το καμπαναριό του καθεδρικού ναού χτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό τον 14ο αιώνα κι έχει ύψος 65 μέτρα. Φυλάσσεται από δυο μαρμάρινα λιοντάρια και μια πανάρχαια σφίγγα που ηλικιακά είναι μεγαλύτερη από την πόλη του Σπλιτ, καθώς κουβαλάει στη ράχη της τρεις χιλιετηρίδες. Σε σχέση με την τελευταία μου επίσκεψη το 2016, το καμπαναριό έχει αντικαταστήσει τις παλιές του σκάλες που έχασκαν στο κενό με καινούργιες, οι οποίες πέρα του ότι είναι πιο στιβαρές κι ασφαλείς, κάνουν πιο άνετη την ανάβαση στην κορυφή του. Από τα ανοίγματα του καμπαναριού θαυμάσαμε την πόλη από ψηλά και τα νησιά που απλώνονται στον ορίζοντα. Όμως το ύψος είναι μεγάλο, οπότε πέρα από το δέος του μεγέθους, το συγκεκριμένο μνημείο ασκεί και μια αίσθηση φόβου απέναντι στο κενό.
Στο Περιστύλιο βρίσκεται και το διάσημο "Vestibul" (Προθάλαμος), γνωστό ως Ροτόντα ή Αίθριο. Το "Vestibul" κατασκευάστηκε στις αρχές του 4ου αι. και λειτουργούσε ως πρώτο τμήμα του αυτοκρατορικού διαδρόμου του Παλατιού του Διοκλητιανού που οδηγούσε στο Περιστύλιο. Επίσης, ήταν η επίσημη είσοδος στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Ήταν μια κυκλική αίθουσα ύψους 17 μέτρων και διαμέτρου 12 μέτρων, η οποία σκεπαζόταν από έναν τρούλο. Σήμερα, το "Vestibul" συνδέει το Περιστύλιο με τη μεσαιωνική συνοικία της πόλης, στην οποία μπορεί να θαυμάσει κανείς ένα πρώιμο ρωμανικό σπίτι του 10ου αι. και την εκκλησία του St. Andrija που έχει μετατραπεί σε Εθνογραφικό μουσείο. Το πέρασμα από το "Vestibul" μπορεί να γίνει ακόμη πιο ατμοσφαιρικό, όταν μέσα σ' αυτό συναντήσει κανείς κάποια από τις μουσικές ομάδες "klapa", που ερμηνεύουν δημοφιλή δημοτικά τραγούδια.
Ακριβώς κάτω από το "Vestibul", βρίσκεται το "Podrumi Dioklecijanove Palače", δηλαδή τα κελάρια του ανακτόρου, που μερικές φορές αναφέρονται ως "Podrumi", δηλαδή «υπόγειες αίθουσες». Τα συγκεκριμένα κελάρια αποτελούν ένα σύνολο υποδομών, στο νότιο άκρο του παλατιού κι αντιπροσωπεύουν ένα από τα καλύτερα στον κόσμο διατηρημένα αρχαία συγκροτήματα του είδους τους. Σήμερα, οι υπόγειοι χώροι έχουν μετατραπεί σε εκθεσιακούς χώρους που μπορούν να φιλοξενήσουν θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες ενώ ταυτοχρόνως συνδέουν το Περιστύλιο με την προκυμαία της πόλης. 
Τέλος, κοντά στο Περιστύλιο βρίσκεται κι ο Ναός του Δία (Jupiterov hram), ο οποίος θεωρείται πως είναι ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους ρωμαϊκούς ναούς της Ευρώπης. Χτίστηκε μεταξύ 295 και 305 μ.Χ. και μετατράπηκε σε Βαπτιστήριο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τον 6ο αι., την ίδια δηλαδή περίοδο που κατασκευάστηκε κι η κρύπτη κάτω από τον Καθεδρικό ναό, η οποία είναι αφιερωμένη στον Απόστολο Θωμά. Μπροστά στην είσοδο του ναού βρίσκεται μια από τις δώδεκα σφίγγες που έφερε από την Αίγυπτο ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός. Ακριβώς κάτω από τα πόδια της ακέφαλης σφίγγας, βρίσκεται ο πιο στενός δρόμος της πόλης που έχει πάρει το όνομα "Pusti me da prodjem", το οποίο σημαίνει "Άσε με να περάσω". Μπορώ να επιβεβαιώσω πως όσες φορές προσπαθήσαμε να περάσουμε απ' αυτό το στενό, χρειάστηκε να κάνουμε στην άκρη για να περάσει κόσμος ή να δούμε κάποιο σινιάλο από την άλλη πλευρά που μας έγνεφε να περάσουμε εμείς πρώτοι. Οπότε θεωρώ πως είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που του έδωσαν το συγκεκριμένο όνομα.
Έχοντας θαυμάσει τα μνημεία που  βρίσκονται εντός του αυτοκρατορικού παλατιού, βγήκαμε απ' αυτό περνώντας από την Σιδερένια Πύλη (Porta Ferrea), η οποία παλιά ονομαζόταν "Porta Οccidentalis". Η Σιδερένια Πύλη είναι η πιο «φορτωμένη» από τις άλλες τρεις πύλες, καθώς τόσο οι ιστορικές εξελίξεις όσο κι οι λαοί που πέρασαν από την πόλη αυτή, όπως Ρωμαίοι, Άβαροι, Σλάβοι, Ιταλοί και Γάλλοι, άφησαν κι από ένα αρχιτεκτονικό σημάδι πάνω της.
Από τη Σιδερένια Πύλη βγήκαμε στην κεντρική πλατεία της Παλιάς Πόλης, την Narodni Trg (η πλατεία του Λαού), η οποία φημίζεται εξίσου για τα ιδιαίτερα μνημεία της αλλά και για τους εκλεπτυσμένους ρυθμούς ζωής που έχει ως αργά το βράδυ καθώς είναι ένα ιδανικό σημείο για να απολαύσει κανείς το ποτό του μακριά από τον κάπως ανυπόφορο τρόπο διασκέδασης που προσφέρουν τα μαγαζιά της Split Riva, δηλαδή της προκυμαίας. 
Η πλατεία Narodni ή αλλιώς Pjaca για τους κατοίκους του Σπλιτ, ξεχωρίζει με τις γραφικές προσόψεις των μεγάρων και των βενετσιάνικων παλατιών που κοσμούν την αστική της όψη. Αν σταθεί κανείς στο κέντρο της πλατείας, θα μπορέσει να θαυμάσει τις τρεις διαφορετικές εποχές που σμίγουν εκεί. Από την πλευρά που βρίσκεται το αυτοκρατορικό παλάτι κυριαρχεί η μεσαιωνική όψη της πόλης, από την άλλη πλευρά δεσπόζει η αυστροουγγρική επιρροή ενώ στη μέση ορθώνεται το παλιό γοτθικό Δημαρχείο (Stara Gradska Vijećnica). Το κάθε μέγαρο της πλατείας κουβαλάει τη δική του ιστορία, όπως το "Hotel-Café Central", που υπήρξε κάποτε σημείο συνάντησης των διανοουμένων. Αυτό όμως που ξεχωρίζει στην πλατεία, είναι ο ρωμανικός πύργος με το μεγάλο ρολόι που χτίστηκε τον 15ο αι. κι από τότε εξακολουθεί να μετρά το χρόνο σε 24 ενδείξεις αντί των συνηθισμένων 12 ενδείξεων που έχουμε συνηθίσει εμείς. 
Στο ισόγειο του πύργου με το ρολόι, ξεχωρίζει μια πράσινη πόρτα, η οποία γράφει "Morpurgo" κι ανήκει στο παλαιότερο βιβλιοπωλείο στην Κροατία, το οποίο χρονολογείται από το 1860. Από τη δεξιά μεριά του πύργου με το ρολόι, στέκει το παλάτι "Ciprianis", που κτίστηκε τον 14ο αιώνα από έναν αριστοκράτη που είχε καταγωγή από το νησί Κορτσούλα (η Μαύρη Κέρκυρα της Κροατίας). Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που κάνουν το συγκεκριμένο παλάτι ιδιαίτερο, είναι τα παράθυρα με τους διπλούς κίονες και το ανάγλυφο άγαλμα του Αγίου Αντωνίου που στέκει λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια των περαστικών.
Κατηφορίζοντας από την πλατεία Narodni προς την προκυμαία της πόλης, συναντάμε την πλατεία των Φρούτων (Vocni Trg), εκεί όπου μαζί με τους δύο φίλους μου είχαμε πιει καφέ πριν από οκτώ χρόνια. Από τότε μου είχε μείνει αναλλοίωτος στη μνήμη, ο όγκος του οκταγωνικού εμβληματικού βενετσιάνικου πύργου "Mletačka Kula" που χτίστηκε το 1453 στη θέση παλιότερων οχυρωματικών έργων. Είναι συγκινητικό το πόσο εύκολα μπορεί ένας τόπος να σε γυρίσει πολλά χρόνια πίσω και να σου θυμίσει λεπτό προς λεπτό το θέμα της συζήτησης που είχαμε ανοίξει κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Μάρκο Μάρουλιτς, του πατέρα της κροατικής λογοτεχνίας.
Βγαίνοντας στην προκυμαία νιώσαμε πως επιστρέψαμε ξανά στο παρόν, μιας και τα τείχη του παλατιού διατηρούν εντός τους το παρελθόντα χρόνο στάσιμο. Στη διάσημη Riva συναντήσαμε αρκετά μαγαζιά, τα οποία δεν ήταν του γούστου μας καθώς αυτά που προσφέρουν είναι τελείως τυποποιημένα και τουριστικά. Οπότε τα προσπεράσαμε κάπως βιαστικά κι αδιάφορα, φτάνοντας στην πλατεία της Δημοκρατίας, την "Prokurative". Το υπέροχο κτιριακό συγκρότημα κτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Δήμαρχο Antonio Bajamonti και αποτελεί μία θαυμάσια σκηνή πολιτιστικών εκδηλώσεων, που λαμβάνουν χώρα κυρίως τους θερινούς μήνες. Πολλοί υποστηρίζουν πως θυμίζει αρκετά την πλατεία του Αγίου Μάρκου λόγω του πιόσχημου σχεδιασμού της αλλά και λόγω των καμάρων που σχηματίζονται στα κτήριά της, στις προσόψεις των οποίων κυριαρχούν οι αποχρώσεις του κόκκινου χρώματος. Από την άλλη, εμένα μου θυμίζει κάπως την αύρα της πλατείας Αριστοτέλους. Όμως είμαι βέβαιος πως ένας λογικός παρατηρητής θα διαπιστώσει πως η πλατεία της Δημοκρατίας έχει το δικό της ύφος κι απέχει κατά πολύ τόσο από την πλατεία του Αγίου Μάρκου όσο κι από την πλατεία Αριστοτέλους. 
Δυτικότερα της πλατείας της Δημοκρατίας και πίσω από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου που χρονολογείται από τον 13ο αι., βρίσκεται μια από τις πιο παλιές συνοικίες του Σπλιτ που ξεχωρίζει για τα όμορφα γραφικά της σοκάκια τα οποία ανηφορίζουν προς το πάρκο Marjan. Το "Veli Varos" είναι μια πετρόχτιστη γειτονιά του 17ου αι. με στενούς λιθόστρωτους δρόμους, αυλές φορτωμένες με κάθε λογής φυτά και μικρά εκκλησάκια που ξεπετάγονται σε κάθε στενό. Η πιο διάσημη είναι η μεσαιωνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου (Sveti Mikula) του 11ου αι. Στη κορυφή της συνοικίας υπάρχει μια μεγάλη υπαίθρια βεράντα, από την οποία είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από ψηλά τόσο την προκυμαία του Σπλιτ όσο και τη θεόρατη οροσειρά που φτάνει ως την πόλη Όμις. Χρειάζεται όμως προσοχή στα σκαλοπάτια του λόφου, διότι πέρα από τη γυαλιστερή τους χιλιοπατημένη επιφάνεια, έχουν και καμπυλωτή ακμή, μ' αποτέλεσμα να γλιστρούν επικίνδυνα. Από εκεί κατηφορίσαμε για να περπατήσουμε στη δυτική παραθαλάσσια μεριά της πόλης.
Κάπου εδώ θα ήθελα να επισημάνω πως οι περίπατοι στο παραλιακό κομμάτι του Σπλιτ, αξίζει να ξεκινούν από τη "Matejuška", μια μικρή μαρίνα ακριβώς κάτω από τις σκάλες που οδηγούν στο πάρκο Marjan, η οποία έχει μετατραπεί σε σημείο σύναξης των ντόπιων ψαράδων. Στο δροσερό πάρκο της μαρίνας, που το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σωτήρια όαση τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών, σταθήκαμε αρκετές φορές για να πιούμε νερό αλλά και να απολαύσουμε τις τρέλες των Κροατών ψαράδων. Θεωρώ πως είναι από τα λίγα σημεία της πόλης που νιώθει κανείς τόσο έντονη την παρουσία του βαλκανικού ταπεραμέντου. 
Από τη μαρίνα "Matejuška" ξεκινά η προκυμαία με τα ονόματα των Ολυμπιονικών που κατάγονται από το Σπλιτ. Το συγκεκριμένο έργο μου φάνηκε άκρως συγκινητικό και τιμητικό προς τα πρόσωπα που δόξασαν τον τόπο τους μέσα από τις διακρίσεις τους στα ολυμπιακά αθλήματα. Με κάθε μας βήμα συναντούσαμε κι από ένα όνομα ολυμπιονίκη. Με κάθε μας δρασκελιά προσπερνούσαμε και μια ολυμπιάδα. Αυτό το παιχνίδι με το χρόνο και τα ονόματα των διακριμένων, μας οδήγησε στην άκρη της πόλης όπου βρίσκονται οι πιο κοντινές παραλίες που μπορεί κανείς να φτάσει με τα πόδια και το μουσείο του σπουδαίου γλύπτη Ίβαν Μέστροβιτς, το οποίο δυστυχώς βρήκαμε κλειστό. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλά έργα του διάσπαρτα στην πόλη του Σπλιτ, όπως ο πελώριος αδριάντας του επισκόπου Γρηγορίου της Νιν που βρίσκεται έξω από τη Χρυσή Πύλη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου αγάλματος είναι η χρυσή όψη των δαχτύλων του ποδιού του, η οποία έχει προκληθεί από τα συνεχή αγγίγματα των περαστικών καθώς ένας θρύλος λέει πως φέρνει τύχη σε όσους τα αγγίζουν. Είναι περίεργο που το θεωρώ ως μια περίεργη ποδολαγνεία καλυμμένη με θρησκευτικό μανδύα; 
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως το Σπλιτ δεν είναι γνωστό για τα ιστορικά του μνημεία και την μοναδική του ομορφιά. Βασικά, όλα αυτά έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πρόσφατα, το Σπλιτ ήταν διάσημο για τις δυο ιστορικές της ομάδες σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Κάθε λάτρης του μπάσκετ οφείλει να σέβεται τη θρυλική "Γιουγκοπλάστικα", την πιο σπουδαία ομάδα που γνώρισε ποτέ το ευρωπαϊκό μπάσκετ, η οποία κατέκτησε τρεις συνεχόμενες φορές την ευρωπαϊκή κορυφή  (από το 1989 μέχρι το 1991). Σήμερα ονομάζεται Κροάσια Σπλιτ, έχοντας χάσει την αίγλη του παρελθόντος. Η άλλη ιστορική ομάδα, είναι η ποδοσφαιρική Χάιντουκ Σπλιτ, η οποία πήρε το όνομά της από τους Χαϊντούκους, οι οποίοι ήταν οι Αρματολοί και οι κλέφτες της Κροατίας κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν η περιοχή ήταν επαρχία της. Τις μέρες που βρεθήκαμε εκεί, είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε τον αγώνα της Χάιντουκ με τη σλοβακική Ρουζομπερόκ, στον τρίτο προκριματικό αγώνα του UEFA Conference League, ζώντας από κοντά την καυτή ατμόσφαιρα του κατάμεστου Σταδίου Πόλιουντ. Δυστυχώς, η Χάιντουκ αποκλείστηκε άδοξα από την άσημη σλοβακική ομάδα και το ευρωπαϊκό της ταξίδι ολοκληρώθηκε στα μισά του Αυγούστου.
Πολλές εικόνες θα μου μείνουν από τη δεύτερη επίσκεψή μου στο Σπλιτ. Όλες τους κουβαλούν την δική τους ένταση και μοναδικότητα. Αν μου γινόταν η ερώτηση να επιλέξω μια, θα διάλεγα τη μεταμεσονύχτια περιπλάνησή μας, η οποία μας οδήγησε στο άδειο από κόσμο Περιστύλιο. Είναι εντυπωσιακό το πόσο μεγαλοπρεπές δείχνει ένα μνημείο όταν αδειάζει από κόσμο. Εκείνο το βράδυ όμως, δεν ήταν το μνημείο που μας τράβηξε κοντά αλλά οι μελωδίες που έβγαιναν από το Vestibul. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στη Ροτόντα αναζητώντας την πηγή των ασμάτων. Δυο νεαροί Κροάτες στέκονταν στη μέση της αίθουσας και τραγουδούσαν λαϊκά κροατικά τραγούδια. Στο τέλος κάθε ερμηνείας, μας μετέφραζαν τους στίχους. Αυτό στάθηκε αφορμή να ανοίξουμε συζήτηση για την ιστορία τόσο της πόλης όσο και της χώρας τους. Όταν άρχισαν να μας εξηγούν για τις θέρμες που είχαν κατασκευάσει οι μηχανικοί του Διοκλητιανού για να θερμαίνουν το παλάτι, μας ενημέρωσαν πως αποκαλύφθηκαν νέες αίθουσες από μια νέα ανασκαφή που γίνεται δίπλα στον καθεδρικό και μας πρότειναν να μπούμε στον αρχαιολογικό χώρο για να μας δείξουν τις νέες ανακαλύψεις. Πάνω από  τις ανασκαφές ξεκίνησε μια πιο ουσιώδης συζήτηση σχετικά με τη δοκιμαζόμενη κοινωνική κατάσταση της χώρας τους και τους προβληματισμούς που προκύπτουν από τη δική τους οικονομική κρίση. Μέσα από τα λόγια των δυο Κροατών, παρατήρησα πως όλοι οι άνθρωποι της δικής μου ηλικίας, ανήκουν σε μια γενιά που έχει χάσει κάθε ελπίδα για το μέλλον και προσπαθεί να βρει ένα οποιοδήποτε υποτυπώδες "σωσίβιο" που ίσως μπορέσει να τους σώσει από την κοινωνικοπολιτική τρικυμία του παρόντος. Μέσα από τα λεγόμενα των δυο επίδοξων νεαρών αοιδών, γνώρισα την αθέατη πλευρά της Κροατίας που έχει αφήσει πίσω της τα εγκλήματα των πρόσφατων πολέμων κι έχει αρχίσει να λησμονεί τις πιο φωτεινές μέρες του γιουγκοσλαβικού παρελθόντος. Αυτή η τόσο έντονη κι ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε εκείνο το βράδυ ήταν η κορωνίδα ενός πανέμορφου ταξιδιού. Ήταν η καταλληλότερη τελεία στην ολοκλήρωση μιας ταξιδιωτικής υπόσχεσης που είχα δώσει στον εαυτό μου. 
Κατά την αναχώρησή μας από την Κροατία, πρόλαβα να δω για τελευταία φορά το πανέμορφο Σπλιτ. Έχοντας γυρίσει όλη σχεδόν την πόλη, μπορούσα να καταλάβω από ψηλά που ακριβώς βρισκόταν το κάθε μνημείο αλλά και το κάθε μαγαζί που επιλέξαμε για να απολαύσουμε τον απογευματινό μας καφέ και να γευτούμε τις δροσερές κροατικές μπύρες. Αυτό όμως που διαπίστωνα, αφήνοντας την πόλη πίσω μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ήταν ότι το Σπλιτ δεν είναι απλώς η καρδιά της Δαλματίας με ότι συνεπάγεται αυτό, αλλά είναι ένα στενό κομμάτι γης όπου ο χρόνος σταμάτησε εσκεμμένα για να διατηρήσει ανέπαφο ένα από τα ομορφότερα και καλύτερα σωζόμενα δείγματα ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής...

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Χβαρ, το ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας

 

Βδομάδες πριν το ταξίδι μας στο Σπλιτ, αναρωτιόμασταν ποιο από τα κοντινά του νησιά θα επιλέξουμε για μια ημερήσια εξόρμηση το διάστημα που θα βρισκόμαστε εκεί. Οι επιλογές ήταν δελεαστικές, αλλά η λύση στην αναποφασιστικότητα που κυρίευσε, δόθηκε από έναν Κροάτη, διευκολύνοντάς μας με την εξής πληροφορία: "αν έχετε κάποιο μέσο, είτε αυτό είναι αμάξι είτε μηχανάκι, θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπρατς που έχει υπέροχη ενδοχώρα, αλλιώς αν είστε πεζοί περιηγητές, το Χβαρ είναι ιδανικό, διότι έχει μια πανέμορφη πόλη, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που δεν έχει να προσφέρει κάτι αξιόλογο". Από τη στιγμή λοιπόν που ήμασταν στην Κροατία τηβ περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, προμηθευτήκαμε έγκαιρα τα εισιτήριά μας και Παρασκευή πρωί αναχωρήσαμε με καταμαράν για το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας. Το Χβαρ είναι το τέταρτο σε αριθμό κατοίκων νησί της Κροατίας και το εικοστό έβδομο σε μέγεθος στη Μεσόγειο και βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Μπράτς, Κορτσούλα και Βις. Το περίεργο όνομά του έχει ρίζες από την αρχαία ελληνική ονομασία "Φάρος", από την οποία, οι Κροάτες αφαίρεσαν το "Φ" και το αντικατέστησαν με τα αρχικά σύμφωνα της χώρας τους, το HV (ΧΒ), μετατρέποντάς το στη σημερινή του ονομασία "Χβαρ".  
Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από το 385 π.Χ. με την άφιξη των Αρχαίων Ελλήνων από την Πάρο, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Stari Grad (Παλιά Πόλη), την οποία είχαν ονομάσει Φάρο. Το 231 π.Χ. το νησί καταλήφθηκε από τους Ιλλυριούς, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να επέμβουν. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το νησί πέρασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ τον 11ο αιώνα έγινε κομμάτι του Βασιλείου της Κροατίας. Από τον 12ο αιώνα και μετά καταλήφθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην παραγωγή κρασιού, η οποία οδήγησε το νησί σε οικονομική άνθηση, προσελκύοντας αρκετούς διεκδικητές που ήθελαν να προσαρτήσουν ξανά το νησί στη ζώνη κυριαρχίας τους, μ' αποτέλεσμα το Χβαρ να περάσει ξανά σε χέρια Βυζαντινών, Κροατών και Ούγγρων. 
Το ταξίδι προς το Χβαρ ήταν σχετικά γρήγορο κι οι παρέες των μεθυσμένων Άγγλων που συνταξίδευαν μαζί μας, πρόσφεραν μια νότα ανεμελιάς, τρέλας κι αχαλίνωτης φαντασίας που μόνο οι μεγάλες ποσότητες φτηνής μπύρας μπορούν να προξενήσουν. Η συνειδητοποίηση της σύστασης και της διόλου νηφάλιας κατάστασης των συνταξιδιωτών μας, με οδήγησε σε μια εύλογη αμφιβολία για την επιλογή στην οποία είχαμε προβεί, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας με το τρικούβερτο πλήθος των συνεπιβατών μας. Όταν όμως φτάσαμε στον προορισμό μας, οι αμφιβολίες μου εξανεμίστηκαν αυτοστιγμεί. Το Χβαρ έλαμπε χάρης στην ανοιχτόχρωμη πέτρα των κτιρίων του και το φρούριο στη κορυφή έστεκε σαν βενετσιάνικο στέμμα. 
Αμέσως σκεφτήκαμε να ανέβουμε στο οχυρό, καθώς πολύ φοβόμασταν πως η ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου, θα μας εξαντλούσε εύκολα και γρήγορα. Η ανάβαση τελικά φάνηκε πολύ πιο δύσκολη απ' όσο είχαμε υπολογίσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταματάμε συνεχώς για να πιούμε νερό και να πάρουμε λίγες ανάσες, κοιτώντας από κάτω μας το φυσικό λιμάνι της πόλης. Όταν φτάσαμε στα ριζά του κάστρου, συναντήσαμε ένα πλήθος επισκεπτών που είχαν καταλάβει τα λιγοστά παγκάκια και προσπαθούσαν να συνέλθουν από τη ζέστη, προστατευμένοι κάτω από τις σκιές των δέντρων. Είναι εντυπωσιακό πως παρόλη την άγρια βραχώδη όψη του τοπίου, το νησί ήταν αναζωογονητικά καταπράσινο από άκρη σ' άκρη. 
Καθώς σταθήκαμε στη μικρή ουρά για να εισχωρήσουμε στο κάστρο, γίναμε μάρτυρες μιας κωμικοτραγικής συζήτησης ανάμεσα σε μια επισκέπτρια και μια υπάλληλο του μνημείου. Η επισκέπτρια επέμενε πως ήθελε να δει το παλάτι που βρίσκεται μέσα στο μνημείο, με την εργαζόμενη να της εξηγεί υπομονετικά πως στα πεντακόσια χρόνια ύπαρξης του κάστρου, ποτέ δεν υπήρξε εντός του κάποιο παλάτι. Πέρα από την κάπως επιπόλαιη απορία της επισκέπτριας που προπορευόταν, είχα κι εγώ μια απορία, την οποία έθεσα στην εργαζόμενη όταν ήρθε η σειρά μας στο ταμείο. Την ώρα που μας έδινε τα εισιτήρια, της ζήτησα να μας εξηγήσει τους λόγους που το οχυρό ονομάζεται Spanjola Fortress (Ισπανικό Φρούριο). Πώς είναι δυνατόν να έχει αυτήν την ονομασία από τη στιγμή που το νησί δεν κατακτήθηκε ποτέ από Ισπανούς; Η κοπέλα μου απάντησε με πολύ καλοπροαίρετη και χαμογελαστή διάθεση πως η κατασκευή του φρουρίου πραγματοποιήθηκε από Ισπανούς μηχανικούς τον 13ο αιώνα, συμπληρώνοντας πως το φρούριο υπήρξε σωτήριο για τους κατοίκους τον 16ο αιώνα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης των Οθωμανών, οι οποίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν την πόλη καίγοντάς την.
Το Φρούριο δε διέθετε κάτι το ιδιαίτερο που να μας εντυπωσιάσει πέρα από την καλοδιατηρημένη του κατάσταση και την καταπληκτική θέα που εκτεινόταν με τις κατακόκκινες σκεπές των σπιτιών του Χβαρ και τα κυανοπράσινα νερά της Αδριατικής. Από κάτω ατενίζαμε τα πλοία να πηγαινοέρχονται από το Σπλιτ και τα γύρω νησιά, ενώ μικρά καραβάκια μετέφεραν κόσμο στο σύμπλεγμα των καταπράσινων νησιών Paklinski που απλώνονται στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της πόλης. 
Μετά τις βόλτες μας στις πυρωμένες πολεμίστρες του κάστρου, κατηφορίσαμε στην πόλη αναζητώντας λίγη δροσιά σε μια από τις κοντινές παραλίες της πόλης. Αυτή που μας φάνηκε πιο δελεαστική ήταν η παραλία Pokonji Dol, η οποία φαινόταν πως απείχε είκοσι λεπτά περπάτημα από την προκυμαία του Χβαρ. Μαζί με άλλους λουόμενους του νησιού, προτιμήσαμε το σύντομο δρόμο που μας έβγαζε το GPS, ο οποίος ήταν αρκετά δύσβατος και κουραστικός, καθώς χρειάστηκε να κατέβουμε από το κακοτράχαλο μονοπάτι μιας απότομης πλαγιάς, χωρίς να φοράμε τα κατάλληλα υποδήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεινοπαθήσουμε μέχρι να φτάσουμε στη βοτσαλωτή παραλία. Τελικά η ταλαιπωρία άξιζε, διότι τα νερά ήταν απίστευτα ευεργετικά στο ταλαιπωρημένο μας κορμί και το τοπίο φάνταζε αρκετά όμορφο χάρης στα λευκά βότσαλα του γιαλού που πρσέδιδαν μια γαλακτώδη όψη στο νερό, αλλά και στο νησάκι με το φάρο που έστεκε στο άνοιγμα του μακρόστενου κόλπου. Αφού ολοκληρώσαμε την πρώτη μας δροσερή βουτιά στα νερά της Αδριατικής, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο που μας έβγαλε μετά από λίγη ώρα στις πρώτες παραθαλάσσιες συνοικίες του Χβαρ. Από εκείνη την πλευρά, η διαδρομή ήταν πολύ πιο βατή κι ευχάριστη σε σχέση με την προηγούμενη ανορθόδοξη κάθοδό μας.
Κατά τη διαδρομή, πρώτα συναντήσαμε το Φραγκισκανικό μοναστήρι, το οποίο ορθώνεται σε ένα διακριτικό ακρωτήρι του νησιού. Το μοναστήρι έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε μουσείο με πλούσια συλλογή εκθεμάτων και νομισμάτων από την ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βενετσιάνικη περίοδο. Γι' αυτό όμως που περηφανεύεται περισσότερο, είναι για μια αρχαία έκδοση του Άτλαντα του Πτολεμαίου που χρονολογείται από το 1524. Εκατέρωθεν του περιτειχισμένου περιβόλου του, υπήρχε μια ακόμη παραλία με λουόμενους, η οποία δε φαινόταν και τόσο καθαρή, καθώς πολιορκούνταν από σταθμευμένα σκάφη. Αυτό το γεγονός όμως δεν πτοούσε κανέναν, καθώς πολλά πιτσιρίκια εκτελούσαν συνεχώς περίτεχνες βουτιές από τις πετρόκτιστες αποβάθρες του παραλιακού μονοπατιού που οδηγούσε προς το λιμάνι. 
Ο παραθαλάσσιος περίπατος μας οδήγησε στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου (Trg Sv Stjepana) ή αλλιώς Pjaca, η οποία είναι η μεγαλύτερη πλατεία της Δαλματίας και γύρω της διαρθρώνονται τα  περισσότερα αξιοθέατα της πόλης. Στην άκρη της ορθώνεται ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης χριστιανικής εκκλησίας του 6ου αι. Το αρχιτεκτονικό ύφος του ναού αποτελείται από ένα μείγμα γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού, διότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 14ο αι. κι ολοκληρώθηκε τον 17ο αι. 
Στην κεντρική πλατεία του Χβαρ βρίσκεται και το παλαιότερο ευρωπαϊκό δημόσιο θέατρο της Ευρώπης, το οποίο χτίστηκε το 1612 από τον δούκα Petar Semitecolo πάνω στις εγκαταστάσεις του παλιού ναυαρχείου (arsenal) που χρησιμοποιούταν για την επιδιόρθωση καραβιών. Το θέατρο δυστυχώς δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό εκείνη τη μέρα ενώ το εναπομείναν ναυαρχείο λειτουργούσε ως χώρος εκθέσεων. 
Παρόλα αυτά, εγώ εντυπωσιάστηκα με την αναγεννησιακή Loggia της πόλης που στέκει δίπλα στην πλατεία και συμπληρώνεται από έναν πύργο με ρολόι. 
Μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής, επιλέξαμε να περιπλανηθούμε στα σοκάκια που βρίσκονται ανάμεσα στην Pjaca και στο Φραγκισκανικό μοναστήρι. Μέσα τους διασταυρωθήκαμε με όμορφες γειτονιές με καλαίσθητες αυλές και τοξωτά μπαλκόνια. Κάθε τόσο σταματούσαμε σε κάποια μικρή γκαλερί να παρατηρήσουμε τα χειροποίητα αναμνηστικά της ή για να φωτογραφίσουμε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που μας τραβούσαν την προσοχή. Περπατώντας στα ενδότερα του Χβαρ διαπιστώσαμε πως πέρα από την προκυμαία, η πόλη εντυπωσιάζει και στην αθέατη πλευρά της. 
Το Χβαρ μπορεί να θεωρείται το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας, αλλά η πραγματική του λάμψη εμφανίζεται μόλις πέσει ο ήλιος. Αμέσως τα μνημεία της πόλης φωταγωγούνται με ένα πανέμορφο ερυθρό φως και το φρούριο παίρνει τη μορφή ενός χρυσού στέμματος που αιωρείται πάνω από τον νησιωτικό οικισμό. 
Η τελευταία μας βόλτα στην πόλη, μας οδήγησε σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι πάνω από τη μεγάλη πλατεία. Ίσως το ομορφότερο θεωρείο του παλαιότερου ευρωπαϊκού θεάτρου, που ήταν στραμμένο προς μια άλλη σκηνή, πολύ πιο εντυπωσιακή και ζωντανή. Από εκεί ψηλά θαυμάσαμε για τελευταία φορά τη διαχρονική γοητεία του Χβαρ, με το φωταγωγημένο καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου και τη βενετσιάνικη Loggia με τον κομψό της πύργο, αλλά και τα δαλματικά μέγαρα που κουβαλούσαν πάνω τους τις επιρροές όλων όσων εδραιώθηκαν σ' αυτό το μακρόστενο νησί της Δαλματίας. 
Ώσπου να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής, είχαμε αράξει δίπλα σε ένα διακριτικό γλυπτό ενός νεαρού που γέρνει με μια ευδιάκριτη μελαγχολία πάνω  από τα γαλαζοπράσινα νερά του νησιού, ενώ κάτω από τα πόδια του κάποιος είχε ζωγραφίσει το σήμα της πιο αγαπημένης ομάδας της πόλης, της Χάιντουκ. 
Όταν πια άρχισε η επιβίβαση, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στην πόλη, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε ακόμη και την ύστατη στιγμή τη μαγευτική της εικόνα. Μια εικόνα που επέμενε να φεγγοβολά ακόμη και μέσα από τη θαμπάδα των θαλασσοφαγωμένων παραθύρων του καταμαράν. Κι εκεί ακριβώς είναι που διαπίστωσα πως πολύ πιθανόν αρκετοί από τους συνεπιβάτες μου, που επέλεξαν το Χβαρ για τα ξέφρενα πάρτι του και την έντονη lifestyle διασκέδασή του, να φεύγουν με αυτή τη θαμπή εικόνα. Κι αν συμβαίνει αυτό είναι πολύ κρίμα και για τους ίδιους, αλλά και γι' αυτόν τον τόσο υπέροχο τόπο. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Τρογκίρ, η Βενετία των Δαλματικών Ακτών

 

Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουμε από τη μεσημεριανή ανυπόφορη ζέστη του Δεκαπενταύγουστου, αναχωρήσαμε με ένα αστικό λεωφορείο από το Σπλιτ για να επισκεφθούμε το φημισμένο Τρογκίρ, την αποκαλούμενη Βενετία των Δαλματικών Ακτών. Η ευχάριστη ψύξη του λεωφορείου αποδείχτηκε σωτήρια, προσφέροντάς μας σαράντα ξεκούραστα λεπτά, όσο διαρκούσε δηλαδή η διαδρομή. Από το Σπλιτ περάσαμε στα ιστορικά Σαλώνα (Salona), την αρχαία ιλλυρική πόλη, πατρίδα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και από εκεί στους παραθαλάσσιους οικισμούς του Kasteli που εκτείνονται μέχρι το αεροδρόμιο. Στο τελείωμα αυτού του οικισμού, επιπλέει ανάμεσα στη στεριά της Δαλματίας και στο νησί Τσίοβο, το γραφικό Τρογκίρ, το οποίο θεωρείται ο πιο καλοδιατηρημένος ρωμανογοτθικός οικισμός της Κεντρικής Ευρώπης με συνεχή ιστορία 2.300 χρόνων κι έχοντας έντονη πολιτισμική επιρροή από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Βενετούς. Γι' αυτό το λόγο, η πόλη ανακηρύχθηκε το 1997 σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τους κατοίκους των Συρακουσών, οι οποίοι αποίκισαν αρχικά στο νησί Ίσσα (το σημερινό νησί Βις που βρίσκεται δυτικά του νησιού Χβαρ) κι από εκεί επεκτάθηκαν στις δαλματικές ακτές όπου κι ίδρυσαν δίνοντάς της το όνομα Τραγούριον που σήμαινε "το νησί των τράγων", με σκοπό να ανταγωνιστούν εμπορικά την πόλη των Σαλώνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το Τραγούριον (λατινική ονομασία Tragurium Civium Romanorum) να μετατραπεί σε σημαντικό λιμάνι των ρωμαϊκών χρόνων, με τον πληθυσμός της να αυξάνεται ραγδαία μετά την καταστροφή των Σαλώνων από τους Σλάβους και τους Άβαρες. Ωστόσο και το Τρογκίρ έγινε στόχος επιθέσεων και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς το 1123. Σύντομα όμως ανέκαμψε και γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση τον 12ο και 13ο αιώνα. Όταν οι Δαλματικές Ακτές πέρασαν στα χέρια των Φράγκων, στο Τρογκίρ χτίστηκε το φρούριο Camerlengo που ήλεγχε το στενό πέρασμα μεταξύ του νησιού και της πόλης κι ιδρύθηκε επισκοπή, η οποία καταργήθηκε αρκετούς αιώνες μετά. 
Το 1420 αρχίζει η μακροχρόνια κυριαρχία των Ενετών, η οποία κράτησε μέχρι την πτώση της Βενετίας το 1797. Έκτοτε, το Τρογκίρ περνάει στη δυναστεία των Αψβούργων και παραμένει κομμάτι της Αυστροουγγαρίας μέχρι το 1914. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη γίνεται κομμάτι του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και βιώνει μια εθνική εκκαθάριση, καθώς οι Ιταλοί κάτοικοί του, οι οποίοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, αναγκάστηκαν να φύγουν. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι έχοντας περάσει ιταλική και γερμανική κατοχή, η πόλη αποτέλεσε τμήμα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας και μετά το γιουγκοσλαβικό πόλεμο πέρασε επίσημα στο κράτος της Κροατίας.
Ο τερματικός σταθμός του λεωφορείο βρίσκεται δίπλα στη μικρή γέφυρα που ενώνει την ακτή με την μικρή πλωτή πόλη. Από τη μια μεριά επικρατούσε το βαλκανικό στοιχείο με ψησταριές και περιφερόμενα τραπεζάκια που προσέφεραν φαγητό και γλυκά κι από την άλλη δέσποζε ένα κομμάτι συμπυκνωμένης ιστορίας πάνω σε μια μικρή έκταση γης. Τα στενά σοκάκια της πόλης ακολουθούν μέχρι σήμερα τη ρυμοτομία της Ελληνιστική περιόδου, δίνοντάς μας την εντύπωση πως περπατώντας μέσα σ αυτά, πορευόμαστε προς μια χρονολογική περίοδο μακρινή, η οποία μεταμορφώθηκε αρκετές φορές στο πέρασμα των αιώνων, αφήνοντας πίσω τις αρκετές πανέμορφες ρωμανικές εκκλησίες που εξακολουθούν να στέκουν αγέρωχα αντικριστά σε πανέμορφα αναγεννησιακά παλάτσα της βενετσιάνικης περιόδου και μπαρόκ μέγαρα της αυστροουγγρικής κυριαρχάς. Κι ανάμεσα σ' αυτά απλώνονται οι μικρές γραφικές πετρόχτιστες συνοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. 
Το πρώτο μνημείο που αντικρύσαμε και το σημαντικότερο της πόλης, είναι ο επιβλητικός Καθεδρικός ναός του Αγίου Λόρενς (Cattedrale di San Lorenzo ή Katedrala sv. Lovrijenac), ο οποίος ξεκίνησε να χτίζεται το 1213 στη θέση ενός παλαιότερου καθεδρικού κι ολοκληρώθηκε το 1250. Το πανύψηλο καμπαναριό του καθεδρικού χτίστηκε μεταξύ 14ου και 16ου αι κι είναι επισκέψιμο προσφέροντας μια όμορφη πανοραμική θέα της πόλης. Αυτό που σε εντυπωσιάζει αρχικά στον Καθεδρικό ναό, είναι η κεντρική του είσοδος, η οποία σχεδιάστηκε από τον γλύπτη κι αρχιτέκτονα Ράντοβαν το 1240. Στα πλάγια διακρίνονται οι μορφές του Αδάμ και της Εύας, οι οποίοι πατούν πάνω σε δυο λιοντάρια (ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που έχω συναντήσει σε ναούς της Λομβαρδίας) ενώ πάνω από την πύλη υπάρχει μια τοξωτή ανάγλυφη αναπαράσταση των Παθών του Χριστού. Ωστόσο, η πραγματική ομορφιά του ναού κρύβεται σε ένα παρεκκλήσι που βρίσκεται εντός του ναού, το οποίο είναι η Καπέλα του Αγίου Ιωάννη, η οποία χτίστηκε το 1468 και θεωρείται το καλύτερο αναγεννησιακό δείγμα της Δαλματίας. 
Το δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα, μας κράτησε αρκετή ώρα στο καμπαναριό του Καθεδρικού. Από κάτω μας απλωνόταν ένα κεραμιδί στρώμα από τις στέγες που έκρυβαν τον λαβύρινθο που απλωνόταν στα καλντερίμια της παλιά πόλης, με τους φοίνικες της προκυμαίας να καθορίζουν το τελείωμα του οικισμού. Το μόνο ξέφωτο που διακρίναμε ήταν η κεντρική πλατεία του Τρογκίρ, όπου βρίσκεται το δημαρχείο, ο πύργος με το ρολόι κι η στοά με τις κολόνες (loggia) όπου μαζευόταν η άρχουσα τάξη για να συνεδριάσει. Όμως, η τουριστική εκμετάλλευση του τοπίου αλλοίωνε αρκετά την αυθεντικότητα της πόλης και των συνοικειών της.  
Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς την προκυμαία που βρίσκεται στο νότιο κομμάτι του νησιού. Εκεί συναντήσαμε το εναπομείναν τμήμα των οχυρώσεων του 13ου και 14ου αιώνα που εξακολουθεί να στέκει μέχρι σήμερα. Από τη νότια πύλη βγήκαμε ξανά στη θάλασσα και συναντήσαμε τη δεύτερη στοά με τις κολόνες (loggia) η οποία είχε χτιστεί για τους επισκέπτες. Τώρα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τραπεζάκια, μπαράκια κι ομπρέλες και δυστυχώς περνάει απαρατήρητη από τους επισκέπτες της πόλης. 
Δεν είναι όμως η loggia των επισκεπτών που έγινε θυσία στο βωμό του υπερτουρισμού αλλά κι η προκυμαία του Τρογκίρ, η οποία έχει χάσει την ιστορική της αίγλη. Τα εναπομείναντα βενετσιάνικα και μπαρόκ παλάτια στέκουν καλοδιατηρημένα και λαμπρά αλλά αρκετά κρυμμένα πίσω από την πυκνή παραλιακή συστοιχία με τους φοίνικες και τις ανοιχτές ομπρέλες των εστιατορίων. Από τη μια πλευρά του περιπάτου είχαμε ένα τουριστικό κιτς που μπορεί ο καθένας να συναντήσει σε κάθε παραθαλάσσιο τοπίο κι από την άλλη ένα πλήθος πολυτελών γιοτ που ήταν δεμένα στη σειρά κρύβοντας τη θέα προς το απέναντι νησί. Μόνο το Φραγκισκανικό μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου φαινόταν πως γλίτωνε κάπως από την τουριστική επέλαση της προκυμαίας. Μέσα σ αυτό το ασφυκτικό αδιέξοδο, ξεχώριζε στο βάθος το Φρούριο του Καρλομάγνου (Fortress Kamerlengo), το οποίο χρίστηκε το 1400. Εξωτερικά φέρνει αρκετά στην εικόνα των κάστρων που σχεδιάζαμε ως παιδιά αλλά εσωτερικά δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσει, πέρα από τη βόλτα γύρω από τα τείχη του. Από την άλλη μεριά της βορειοδυτικής άκρης του Τρογκίρ, στέκει ένα ακόμη οχυρό, ο βενετσιάνικος πύργος του Αγίου Μάρκου, ο οποίος χτίστηκε αργότερα για να προστατευτεί την πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων.
Θέλοντας να αποφύγουμε την κοσμοσυρροή που επικρατούσε στην προκυμαία του Τρογκίρ μετά την επίσκεψή μας στο Φρούριο του Καρλομάγνου, σταθήκαμε για λίγη ώρα σε εναν μικρό και ήσυχο περίπατο που εκτείνεται στη βόρεια πλευρά του νησιού, ανάμεσα στα δύο φρούρια. Απέναντι μας είχαμε τα ναυπηγεία του νησιού Τσίοβο και μια απο τις μαρίνες του Τρογκίρ ενώ από πάνω μας περνούσαν κάθε τόσο τα αεροπλάνα που προσγειωνόνταν στο γειτονικό αεροδρόμιο. Από εκεί απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα κι αφήσαμε το πρώτο δροσερό αεράκι της θερινής νύχτας να χαϊδέψει το πρόσωπό μας.
Αποφασίσαμε τις τελευταίες μας βόλτες να τις κάνουμε στα γραφικά σοκάκια της πόλης αναζητώντας λίγη αυθεντικότητα σε μια πόλη που έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. Μέσα σ αυτά τα καλντερίμια βρήκαμε την μοναδική γοητεία αυτής της πόλης, το πάντρεμα των πολιτισμών και των ιστορικών περιόδων, τη γαλήνη των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις επελάσεις των τουριστών και τη μυρωδιά των κισσών που καλύπτουν τις πετρόχτιστες οικίες. Είναι εντυπωσιακό το σμίξιμο των έντεκα παλαιών εκκλησιών και των βενετσιάνικων μεγάρων με τη στενή ρυμοτομία των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό το πάντρεμα είναι που κάνει το Τρογκίρ ξεχωριστό όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο. 
Με αυτή τη γλυκόπικρη γεύση, αφήσαμε πίσω μας τη Βενετία των Δαλματικών ακτών και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας για το Σπλιτ. 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Πράσινα Σύνορα (2023)

 



Η κατάληψη της Τροίας από τους Αρχαίους Έλληνες υπήρξε μια σημαντική στιγμή πολεμικής νίκης. Όταν όμως καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί, άρχισαν να αναδύονται όλα τα εγκλήματα που σημειώθηκαν στα πεδία των μαχών και στην πολιορκία, εντείνοντας το ενοχικό σύμπλεγμα των Ελλήνων, το οποίο εκτονώθηκε μέσα από τις συγκλονιστικές τραγωδίες που γράφτηκαν μετέπειτα. Ακριβώς το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Εδώ και μια δεκαετία συντελείται στα ευρωπαϊκά σύνορα ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του 21ου αιώνα, με μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να το παρακολουθεί άβουλα και με απάθεια. Υπάρχουν όμως ένα μέρος των συμπολιτών μας που στέκονται με κάθε δύναμη δίπλα στους σημερινούς κατατρεγμένους είτε προσφέροντας τη βοήθειά τους με πράξεις είτε δημιουργώντας έργα αφύπνισης κι ευαισθητοποίησης του κοινού απέναντι στις σύγχρονες τραγωδίες. Μια απ' αυτές τις προσπάθειες είναι "Τα Πράσινα Σύνορα", η τελευταία συνταρακτική ταινία της 74χρονης Ανιέσκα Χόλαντ, η οποία απέσπασε το Ειδικό βραβείο της επιτροπής στο 80ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Θεωρώ πως τα "Πράσινα Σύνορα" είναι ένα από το δυνατότερα κοινωνικά δράματα που έχουν σκηνοθετηθεί τα τελευταία χρόνια, το οποίο κατάφερε να τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκό κοινού και να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την προηγούμενη ακροδεξιά κυβέρνηση της Πολωνίας. Μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση που η ταινία θάφτηκε από τους Έλληνες κριτικούς και πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τις σκοτεινές αίθουσες τον περασμένο χειμώνα. Από την άλλη, κακώς που με ξαφνιάζει η παραπάνω αντιμετώπιση που δέχτηκε η ταινία εδώ, σκεφτόμενος την εγχώρια πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
Η δημιουργός της ταινίας μας μεταφέρει στα σύνορα Πολωνίας και Λευκορωσίας, τα οποία είναι καλυμμένα απο τα πυκνά δάση της Κεντρικής Ευρώπης. Μέσα σ' αυτά τα δάση κινούνται σα σκιές πρόσφυγες από τη Συρία, το Αφγανιστάν και την Αφρική, ζητώντας μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Όμως, η απελπισία που τους κυριεύει έχοντας αφήσει τους κόπους μιας ζωής πίσω, η διαρκής τους ταλαιπωρία από τις κακουχίες της προσφυγικής τους οδύσσειας αλλά κι η ελπίδα τους για κάτι καλύτερο τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους, τους κάνει ακόμη πιο ευάλωτους στα σαδιστικά ένστικτα των συνοριοφυλάκων τόσο της Πολωνίας όσο και της Λευκορωσίας. Ένστολοι τραμπούκοι γεμάτοι μίσος κι αηδία, κλέβουν τα χρηματικά ποσά κι ότι άλλο πολύτιμο κουβαλούν πάνω τους οι πρόσφυγες, περνώντας τους κρυφά από τα σύνορα της μιας χώρας στα σύνορα της άλλης.
Η ανοχή της πολωνικής κοινωνίας γίνεται σύμμαχος στα εγκλήματα που συντελούνται στα σύνορα της χώρας τους, επηρεασμένη από τη συνεχή παραπληροφόρηση των συστημικών Μ.Μ.Ε. Οι μόνοι που αντιστέκονται στην ηθική κατρακύλα των Ευρωπαίων είναι οι λιγοστοί αλληλέγγυοι, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τους πρόσφυγες και να σώσουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους. Όμως κι εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν πολλά καθώς οι νόμοι της χώρας τους είναι άδικοι κι αμείλικτοι. 




Για τη δημιουργία της συγκεκριμένης ταινίας, φαίνεται πως η σκηνοθέτιδα συγκέντρωσε ένα μωσαϊκό μαρτυριών που συνέλεξε, για να παρουσιάσει το έγκλημα που συντελέστηκε το 2021, σε μια παραμεθόρια περιοχή που το πολωνικό καθεστώς "Νόμος και Δικαιοσύνη" είχε απαγορεύσει την πρόσβαση από γιατρούς και δημοσιογράφους, αφήνοντας τον στρατό και τους συνοριοφύλακες να δρουν ανενόχλητα. Μπορεί για κάποιους να φανεί ακραίος κι υπερβολικός ο τρόπος αφήγησής της, αλλά όσοι έχουν ζήσει από κοντά το προσφυγικό ζήτημα, μπορούν κάλλιστα να επιβεβαιώσουν αντίστοιχα γεγονότα που έχουν συμβεί και στο Ανατολικό Αιγαίο. Εξάλλου, η Ελλάδα έχει ήδη κατηγορηθεί για τα απάνθρωπα pushbacks κι ήδη κατηγορείται για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου. Οπότε, όσοι κατηγορούν τη συγκεκριμένη ταινία για υπερβάλλον μελοδραματισμό, καλό είναι να ανατρέξουν πρώτα σε γεγονότα που έχουν καταγραφεί και στον ελλαδικό χώρο. 
Παρόλο που ξεκινάει με ένα έγχρωμο κάδρο, η ταινία είναι γυρισμένη με ασπρόμαυρα πλάνα θέλοντας να επισημάνει την επιστροφή της ευρωπαϊκής κοινωνίας σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και χωρίζεται σε κεφάλαια, μέσα από τα οποία παρακολουθούμε την οδύσσεια μιας οικογένειας μεταναστών, τα εγκλήματα των ένστολων, τις πρωτοβουλίες των αλληλέγγυων αλλά και τις ερινύες που βασανίζουν έναν Πολωνό συνοριοφύλακα. 
Η Ανιέσκα Χόλαντ μαζί με τον φωτογράφο Τόμας Νάουμιουκ επιλέγουν το ασπρόμαυρο κάδρο θέλοντας να επισημάνει τους κύκλους που κάνει η Ιστορία και σ' αυτό αξίζει να δώσουμε προσοχή διότι σαν δημιουργός έχει ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα. Επίσης κατάφερε να γυρίσει μια δυνατή ταινία κάτω από τη μύτη ενός ακροδεξιού καθεστώτος, με το τελικό της αποτέλεσμα να είναι άκρως συγκλονιστικό. Κι ενώ μας παρουσιάζει ένα παρόν αρκετά ζοφερό κι εφιαλτικό, αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας στη νέα γενιά, μέσα από τη σκηνή όπου τα παιδιά μιας εύπορης Πολωνικής οικογένειας τραγουδούν μαζί με τρία προσφυγόπουλα που φιλοξενούν σπίτι τους.
Επίσης, οφείλω να παραδεχτώ την τόλμη της δημιουργού να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο οι Πολωνοί υποδέχτηκαν τους Ουκρανούς πρόσφυγες σε αντίθεση με τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Από τη μια έχουμε την εικόνα μιας εγκύου γυναίκας, την οποία οι συνοριοφύλακες την πέταξαν σα σακί πάνω από τα σύρματα των συνόρων κι από την άλλη έχουμε την οργανωμένη υποδοχή κι εξυπηρέτηση των Ουκρανών θυμάτων και των οικόσιτων ζώων συντροφιάς που κουβαλούν μαζί τους. Επίσης, οι μερικές χιλιάδες πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής παρουσιάζονταν από τα Μ.Μ.Ε. ως εισβολή στη χώρα τους ενώ τα εκατομμύρια των Ουκρανών όσο υποχρέωση στήριξης κι αλληλεγγύης. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση στο συγκεκριμένο κομμάτι, θα πω μόνο το εξής: Μακάρι όλοι οι πρόσφυγες του κόσμου να δέχονταν την ίδια μεταχείριση που είχαν οι Ουκρανοί πρόσφυγες. Είμαι βέβαιος πως θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές σειρές πάνω σ' αυτό το κομμάτι.
Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι ένα αιχμηρό κινηματογραφικό αγκάθι στα πήλινα πόδια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που προσπαθεί να αφυπνίσει την κοινωνία για τα εγκληματικά pushbacks, την απάνθρωπη εργαλειοποίηση των προσφύγων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τον εξοργιστικό ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής από τα νεοφιλελεύθερα συστήματα που βλέπουν τους σημερινούς κατατρεγμένους ως ανεπιθύμητα "τίποτα" που θέλουν να εισβάλλουν στις δυτικές κοινωνίες. Επίσης, η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό κατηγορώ απέναντι στο εχθρικό αφήγημα των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που έχει καταφέρει να διαβρώσει την ήδη ταλαιπωρημένη κοινωνική μας ενσυναίσθηση. Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι μια απέλπιδα προσπάθεια για να ξυπνήσει έστω την ύστατη στιγμή τις ναρκωμένες μας συνειδήσεις κι αυτό την κατατάσσει ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περασμένης χρονιάς.

Βαθμολογία: 9/10

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Βενετία, η αιώνια γοητεία της Γαληνοτάτης αίγλης

 



Η Βενετία γίνεται η πρώτη πόλη που επισκέπτομαι ξανά για δεύτερη συνεχή χρονιά, παρόλο που έχω μια μεγάλη λίστα πόλεων σε αναμονή για επερχόμενα ταξίδια. Η απόφασή μου αυτή ήρθε αναπάντεχα σε μια από τις όμορφες και χαλαρές κουβέντες που είχα με δυο πολύ καλούς μου φίλους, καθώς συζητούσαμε για ταξίδια και πιθανούς προορισμούς. Πέρα όμως από την καλή παρέα, είναι κι η αιώνια γοητεία της Βενετία που με δυσκόλεψε να πω το όχι σε μια ακόμη επίσκεψή μου εκεί. Έχοντας λοιπόν ακόμη ζωντανές τις εικόνες από τις πρόσφατες περιπλανήσεις μου στα γραφικά κανάλια της πανέμορφης πλωτής πόλης του ιταλικού βορρά, ανυπομονούσα να δω τις αντιδράσεις των φίλων μου που θα την επισκέπτονταν για πρώτη φορά. Να όμως που η Βενετία κατάφερε να με ενθουσιάσει για μια ακόμη φορά, πριν προλάβω να πατήσω το πόδι μου στο έδαφός της, καθώς την ώρα που προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο του Μάρκο Πόλο, διέκρινα στιγμιαία έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου, το λαμπερό καλωσόρισμα του πελώριου καμπαναριού του Αγίου Μάρκου και των γερμένων καμπαναριών των υπολοίπων εκκλησιών.  
Από τις πρώτες μας περιπλανήσεις στην πόλη, διαισθάνθηκα μια ιδιαίτερη οικειότητα που απ' ότι φαίνεται έχω πια αποκτήσει με τη Βενετία, η οποία προκλήθηκε από την πρώτη μου επίσκεψη τον Μάρτιο του 2023. Χάρις αυτής της οικειότητας, αρχίσαμε τις περιπλανήσεις μας στα στενά σοκάκια και τα μικρά κανάλια των βενετσιάνικων συνοικιών, χωρίς χάρτες και πλοηγούς μέσω του gps. Η άνεσή μου αυτή καθησύχαζε τους φίλους μου, οι οποίοι ακολουθούσαν με απόλυτη εμπιστοσύνη τα βήματά μου, αφήνοντας το βλέμμα τους να τρέξει αχόρταγα σε καθετί όμορφο και μοναδικό που συναντούσαμε στο διάβα μας. 
Στη δεύτερη επίσκεψή μου είχα αποφασίσει να επισκεφθώ μέρη της πόλης που δεν είχα περπατήσει την πρώτη φορά, συνδυάζοντάς τα με τα σημαντικότερα αξιοθέατα που ήθελα να δείξω στους φίλους μου. Από τα πρώτα σημεία που επισκεφθήκαμε ήταν η εκκλησία της Santa Maria di Nazareth, με τις ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες από τις οποίες περισσότερο εντυπωσιάστηκα με τις ζωγραφιστές καμπάνες που είχαν σχεδιαστεί με έναν παιχνιδιάρικο τρισδιάστατο τρόπο, κεντρίζοντας αμέσως την προσοχή μου. 
Από εκεί διασχίσαμε το Μεγάλο Κανάλι πάνω από μια μεγάλη λευκή γέφυρα για να βγούμε στη συνοικία San Polo, στην οποία ορθώνονται κάποια από τα διασημότερα παλάτσα της πόλης όπως το Κα Πεζαρο (ένα αναγεννησιακό ανάκτορο που φιλοξενεί έργα μοντέρνας τέχνης) κι η επιβλητική Βασιλική της Santa Maria Gloriosa dei Frari, της μεγαλύτερης εκκλησίας της πόλης, η οποία φιλοξενεί τον εντυπωσιακό τάφο του Τιτσιάνο και τον γεμάτο συμβολισμούς τάφο του Αντόνιο Κανόβα. Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε τον ναό του San Zaccaria, ο οποίος περηφανεύεται για την πλούσια συλλογή πινάκων που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρες τις επιφάνειες των τοίχων τους και τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, μέσα στον οποίο υπάρχει μια αρμονική συνύπαρξη ορθόδοξου και καθολικού θρησκευτικού διάκοσμου. Επίσης, μπήκαμε στην πολυφωτογραφημένη λευκή εκκλησία της Santa Maria della Salute, της οποίας ο λιτός εσωτερικός διάκοσμος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την στιβαρή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας του Χάνδακα (δηλαδή του Ηρακλείου Κρήτης). Φυσικά μέσα στο πρόγραμμα δεν μπορούσε να λείπει κι ο ιδιόμορφος ναός του Αγίου Μάρκου, με την πολύμορφη αρχιτεκτονική του όψη, τις έντονες βυζαντινές του επιρροές στον ψηφιδωτό του διάκοσμο και τα διάσημα χιώτικα άλογα. Απ' όλες τις παραπάνω επισκέψεις, θα ξεχωρίσω την πιο απρόσμενη που κάναμε στην Chiesa della Pieta, η οποία βρίσκεται στην Παλιά Προκυμαία της Βενετίας. Περνώντας έξω από τον ναό, μαγευτήκαμε από τις ονειρικές μελωδίες μιας νεανικής συμφωνικής ορχήστρας που είχε έρθει από την Αμερική. Δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε τη συγκεκριμένη εμπειρία καθώς είναι εντυπωσιακή η ακουστική των καθολικών ναών. Μπήκαμε διακριτικά και καθίσαμε στα αναπαυτικά στασίδια κι απολαύσαμε υπέροχα κλασικά κομμάτια, αναζητώντας την μορφή του Βιβάλντι στην οροφογραφία του ναού. 
Τις μέρες που επισκεφθήκαμε τη Βενετία, είχαν ξεκινήσει οι εργασίες της νέας Μπιενάλε, η οποία δεν είχε ανοίξει ακόμα. Παρόλα αυτά, υπήρχαν αρκετά περίπτερα χωρών που είχαν ανοίξει στην ευρύτερη περιοχή του Ναυαρχείου, του νησιού Σαν Πιέτρο Ντι Καστέλο και της ανατολικής πλευράς της πόλης που φτάνει μέχρι το τελευταίο νησάκι της Αγίας Ελένης, όπου βρίσκεται κι η έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας Venezia F.C., προσφέροντάς μας μια μικρή γεύση από τη θεματική της φετινής έκθεσης. Όπως ήταν αναμενόμενο, κανένα έργο δεν μας συγκίνησε, οπότε αρκεστήκαμε σε ευχάριστες απογευματινές περιπλανήσεις στις ανατολικές συνοικίες, αναζητώντας την αθέατη πλευρά της Βενετίας. Ήρεμες γειτονιές με περισσότερους ντόπιους και λιγότερους τουρίστες κι ήσυχα πάρκα με ιδιαίτερες καφετέριες, όπου μια απ' αυτές την κάναμε στέκι.  
Σ' αυτή την ανατολική γωνιά της Βενετίας κρύβεται μια συγκλονιστική ιστορία. Σε ένα μικρό κανάλι δίπλα στο Ναυαρχείο, στο rio della Tana, βρίσκεται η Rifondazione Comunista, στην είσοδο της οποίας δεσπόζει το σφυροδρέπανο δίπλα σε ένα ξεχωριστό πορτραίτο του Χριστού, ενώ σε μια πινακίδα πάνω από την πόρτα αναφέρεται σε κάποιους "Επτά Μάρτυρες". Αναζητώντας την ιστορία των "Επτά Μαρτύρων", μάθαμε πως αναφερόταν σε επτά παρτιζάνους που εκτελέστηκαν από τους ναζί, οι οποίοι τους διάλεξαν από τη φυλακή και τους σκότωσα μπροστά σε συγκεντρωμένο πλήθος για παραδειγματισμό το 1944. Η συγκεκριμένη εκτέλεση πραγματοποιήθηκε επειδή οι ναζί πίστευαν ότι η ιταλική αντιφασιστική αντίσταση είχε δολοφονήσει έναν Γερμανό στρατιώτη. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο στρατιώτης είχε πνίγει σε ένα κανάλι όντας μεθυσμένος. Με αυτήν την αποκάλυψη, η εκτέλεση των επτά παρτιζάνων μετατράπηκε σε σύμβολο του παραλογισμού και της εγκληματικής φύσης του ναζισμού.
Πέρα από το ανατολικό κομμάτι της Βενετίας, περιπλανηθήκαμε και στην περιοχή Dorsoduro έχοντας σημείο αναφοράς την πανέμορφη και ήρεμη πλατεία Santa Margherita, η οποία σφύζει από φοιτητικά στέκια με διακριτικούς θαμώνες που προτιμούν να απολαύσουν το μεσημεριανό τους καφέ και το απογευματινό τους aperol μακριά από την οχλοβοή των τουριστικών ορδών που κατακλύζουν τα κεντρικά σημεία της πόλης. Από τα άτομα που συναντήσαμε, ξεχώρισα ένα ζευγάρι που ξαπόσταινε στη σκιά ενός δέντρου κι έναν νεαρό που καθόταν δίπλα μου και τους ζωγράφιζε στο σημειωματάριό του. Κατάφερα να φωτογραφίσω και τους δύο διακριτικά, διατηρώντας αναλλοίωτες τις μορφές τους στη ψηφιακή μου μνήμη, 
Τέλος, περιπλανηθήκαμε στη συνοικία του Cannaregio, από το εβραϊκο γκέτο με τις παλιές συναγωγές και τους κρυφούς του κήπους μέχρι το πολυδιαφημισμένο βιβλιοπωλείο Acqua Alta, το οποίο έχει γίνει διάσημο με τον χαρακτηρισμό του πιο όμορφου βιβλιοπωλείου της Ευρώπης. Δε ξέρω αν είναι το ομορφότερο που εχω επισκεφθεί αλλά σίγουρα δε θα το επέλεγα για να χαθώ αμέριμνος στα φορτωμένα με βιβλία ράφια του. 
Μια από τις εικόνες που θα μου μείνουν αξέχαστες από το συγκεκριμένο ταξίδι, είναι η στιγμή που περιμέναμε το βαπορέτο από την αποβάθρα του Αγίου Μάρκου για να μας πάει στο αεροδρόμιο. Παρόλη την κούραση των γεμάτων τετραήμερων περιπλανήσεών μας, προτίμησα να σταθώ στην άκρη της πλατφόρμας και να απολαύσω μέχρι την τελευταία στιγμή το πανέμορφο σκηνικό που απλωνόταν μπροστά μου. Στα δεξιά μου ξεκινούσε το Μεγάλο Κανάλι με τη ματιά μου να φτάνει μέχρι την μεγάλη ξύλινη γέφυρα της Ακαδημίας κι απέναντί μου είχα το γνώριμο κτίριο του παλιού τελωνείου με την επιβλητική όψη της Santa Maria della Salute. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, προσφέροντας ένα απαλό ανάγλυφο στις όψεις των παλάτσων καθώς τα λιγοστά σύννεφα του ουρανού αποκτούσαν μια μελαγχολική ροδαλή απόχρωση. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως η Βενετία είχε πάψει να μου είναι ένα ακόμη όνειρο απατηλό, παρά είχε πλέον εγχαρακτεί στις πιο γλαφυρές της γραμμές κι αποχρώσεις στον βαθύ, μα ζωηρό ορίζοντα των πιο γοητευτικών μου αναμνήσεων.


Για περισσότερες πληροφορίες για τη Βενετία επισκεφθείτε τα παρακάτω links: 

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Μπουράνο, στο νησί που προσγειώθηκε το ουράνιο τόξο



Στην υπέροχη ταινία "Διακοπές στη Βενετία" (Summertime, 1955) του Ντέιβιντ Λιν, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Κάθριν Χέπμπορν και Ροζάνο Μπράτσι, επισκέπτονται τον πολύχρωμο οικισμό των ψαράδων που βρίσκεται στο νησί του Μπουράνο, θέλοντας για λίγο να ξεφύγουν από τα αδιάκριτα βλέμματα κάποιων προσώπων της ιστορίας. Καθώς περιφέρονται στα μικρά κανάλια με τα λιλιπούτια σπίτια, ο Ροζάνο Μπράτσι λέει στην Κάθριν Χέπμπορν πως στο Μπουράνο προσγειώθηκε το ουράνιο τόξο προσφέροντας αυτήν την πανδαισία χρωμάτων. Αυτή η πολύχρωμη πανδαισία με μάγεψε ξανά ένα χρόνο μετά την πρώτη μου επίσκεψη στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. 
Σε αντίθεση με τον Μάρτιο του 2023, η τουριστική κοσμοσυρροή στη Βενετία ήταν περιορισμένη κάτι που φάνηκε έντονα και στο μικρό νησί του Μπουράνο που βρίσκεται έντεκα χιλιόμετρα βόρεια της πλωτής πολιτείας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Από την προκυμαία του Καστέλο κι έχοντας απέναντί μας το νησί-νεκροταφείο του Σαν Μικέλε, πήραμε το βαπορέτο για να μετακινηθούμε στα άλλα νησιά της λιμνοθάλασσας. Προσπεράσαμε το Μουράνο, το οποίο δεν με είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα την προηγούμενη φορά που το επισκέφθηκα και κινήσαμε πιο βόρεια, προσπερνώντας τις αμέριμνες ψαρόβαρκες. Μάλιστα σε μια απ' αυτές, ο ψαράς σήκωσε το ένα του χέρι με περηφάνια για να μας δείξει χαμογελαστός την ψαριά που είχε πιάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να ξεχωρίζει στον ορίζοντα το έντονα γερμένο καμπαναριό του Αγίου Μαρτίνου (San Martino Vescovo) πάνω από τις χαμηλές σκεπές των πολύχρωμων σπιτιών. Σαν να μας διέκρινε μέσα στο άδειο βαπορέτο και μας έγνεφε να πάμε προς τη μεριά του. 
Το σύμπλεγμα των νησιωτικών οικισμών βόρεια της Βενετίας, προήλθε μετά από μια βαρβαρική εισβολή που οδήγησε τους κατοίκους του Αλτίνο να καταφύγουν στα νησιά της λιμνοθάλασσας δίνοντας τα ονόματα: Murano, Mazzorbo, Burano, Torcello, Ammiana και Costanziaca. Για την προέλευση της ονομασίας του Μπουράνο υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η μια είναι ότι το όνομα προέρχεται από το «Porta Boreana» κι η άλλη πως οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ανήκαν στην οικογένεια Μπουράνο. Επίσης υπάρχει κι η εκδοχή πως το νησί κατοικήθηκε από ανθρώπους που ήρθαν από το μικρό νησί Μπουρανέλο, το οποίο εγκαταλείφθηκε μετά από την καταστροφή που του προκάλεσε ένα ισχυρό παλιρροϊκό κύμα. 
Αρχικά το Μπουράνο αποτελούταν από πέντε διαφορετικά νησιά, τα οποία ενώθηκαν με τις κατάλληλες επιχωματώσεις, αφήνοντας την υποψία της νησιώτικης του προέλευσης στα μικρά κανάλια που χωρίζουν σήμερα τις συνοικίες. Το Μπουράνο αποτελείται από πέντε γειτονιές, τη San Martino Destro, τη San Martino Sinistro, τη San Mauro, τη Giucecca και το Terranova, οι οποίες με τη σειρά τους χωρίζονται από τα 3 κανάλια του νησιού το Rio Ponticello, το Rio Zuecca και το Rio Terranova. Από τα προγενέστερα νησιά, μόνο το Ματσόρμπο παρέμεινε ξέχωρο κι επικοινωνεί με τον υπόλοιπο πολύχρωμο οικισμό μέσω μιας γέφυρας. Ο λόγος ύπαρξης των έντονων χρωμάτων του Μπουράνο, οφείλεται στην προσπάθεια των ψαράδων να διακρίνουν τα σπίτια τους όποτε γυρνούσαν από το ψάρεμα καθώς το νησί καλύπτεται πολλές φορές και για πολλές μέρες το χρόνο με ομίχλη. 
Φτάνοντας στο νησί, ακολούθησα την ίδια διαδρομή που έκανα ένα χρόνο πριν, νιώθοντας μια πρωτόγνωρη αίσθηση οικειότητας με έναν τόπο που μέχρι πέρσι μου ήταν ακόμη όνειρο απατηλό. Συνάντησα ξανά τις πολύχρωμες συνοικίες και τα ήρεμα κανάλια, νιώθοντας πως δεν είχε  περάσει μέρα από την τελευταία μου επίσκεψη εκεί. Ο περίπατός μας, μας οδήγησε στην ανοιχτή πλατεία Galuppi, η οποία είναι γεμάτη καφετέριες και μαγαζιά γεμάτα σουβενίρ και δαντέλες. Θαύμασα ξανά την όμορφα διακοσμημένη πρόσοψη της Casa di Gianfranco Rosso, αλλά δυστυχώς δεν τη βρήκα ανοιχτή για να μπορέσω να θαυμάσω τα έργα του τοπικού λαϊκού ζωγράφου. Οπότε, για μια ακόμη φορά αρκέστηκα να θαυμάσω το καλλιτεχνικό περίβλημα του οικήματος. Πέρα όμως από τη Casa di Gianfranco Rosso, υπάρχει κι η Casa di Bepi Suà (το σπίτι του Joseph Sweaty), του οποίου η διακόσμηση αποτελείται από ένα σύνολο πολύχρωμων γεωμετρικών σχημάτων (κάτι σε πυργούσικο ξυστό αλλά με χρώμα). Αυτά τα δυο σπίτι ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα του Μπουράνο κι είναι όμορφο να τα αναζητήσει κανείς στις πολύχρωμες περιπλανήσεις του. 
Αυτή τη φορά αποφάσισα να περιπλανηθώ στις βόρειες συνοικίες του νησιού για να μπορέσω να έχω μια πληρέστερη εικόνα του νησιωτικού οικισμού. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμουν από την πλατεία Galuppi, τόσο περισσότερο έμπαινα στην ήρεμη και διακριτική καθημερινότητα των κατοίκων. Μέσω στενών περασμάτων περνούσα σε μικρές κρυφές αυλές που κοιτούσαν προς τη λιμνοθάλασσα, σαν να προσπαθήσουν να προστατεύσουν την ιδιωτικότητα των ντόπιων από τους καθημερινούς επισκέπτες του νησιού. Από το ένα πέρασμα έμπαινα στα μικρά αίθρια των κατοικιών κι από το άλλο έβγαινα ξανά στα μικρά κανάλια του Μπουράνο. Σε κάθε αυλή, συναντούσα μπουγάδες με κατάλευκα μοσχομυριστά ρούχα που χόρευαν στις απαλές ριπές του θερινού αέρα και γάτες που αναζητούσαν την πολυπόθητη δροσιά της μεσημεριανής τους ραστώνης στις σκιές των πολύχρωμων σπιτιών. 
Φεύγοντας από το Μπουράνο, ακολουθήσαμε μια άλλη ρότα περνώντας από το Τορτσέλο (Torcello), όπου δεσπόζει η Βασιλική της Santa Maria Assunta με τα εκπληκτικά βυζαντινά ψηφιδωτά, την οποία έχουμε βάλει στόχο να την επισκεφθούμε σε ένα επόμενο ταξίδι στη Βενετία. Αφού προσεγγίσαμε τη Ca'Savio, κατηφορίσαμε νότια και προσεγγίσαμε το νησί Λίντο. 
Το Λίντο φημίζεται για το διάσημο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και τα θεόρατα ξενοδοχεία που είναι χτισμένα προς τη μεριά της Αδριατικής θάλασσας. Περιπλανηθήκαμε στην ανατολική ακτογραμμή του νησιού παρατηρώντας το τελείωμα της μακρόστενης κλειστής θάλασσας από το βορειοδυτικό της άκρο (το μακρινό 2016 είχαμε θαυμάσει το τελείωμα της Αδριατικής θάλασσας από το περήφανο λιμάνι της Τεργέστης που βρίσκεται στο βορειοανατολικό της άκρο), ενώ από την προκυμαία της πόλης με το θεόρατο μνημείο πεσόντων και το παλιό εβραϊκό κοιμητήριο μπορεί κανείς να θαυμάσει ολόκληρη την νοτιοδυτική όψη της Βενετίας με το πανύψηλο καμπαναριό του Αγίου Μάρκου να ξεχωρίζει πάνω από τα κομψά παλάτσα που ορθώνονται στο άνοιγμα του Μεγάλου Καναλιού και στην παλιά προκυμαία της Γαληνοτάτης.
Οι αδιάφορες περιπλανήσεις μας στο Λίντο κράτησαν λίγο, καθώς έκαναν το κάλεσμα της Βενετίας να ηχεί έντονα στα αυτιά μας. Και ποιος μπορεί να αντισταθεί σ' αυτό το κάλεσμα;...

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Το Πρόσωπο του Έρωτα


 

Μόλις κυκλοφόρησε ο συλλογικός τόμος «Το πρόσωπο του Έρωτα» από τις Εκδόσεις Παρέμβαση. Ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των Εκδόσεων συγγραφείς, φωτογράφοι και εικαστικοί εμπνεύστηκαν από το ζωογόνο αυτό στοιχείο, τον έρωτα, και κατέθεσαν τις δημιουργίες τους. 324 συμμετοχές κατέληξαν να κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου, που μεταφράζονται σε ποιήματα, πεζά, φωτογραφίες, εικαστικές συνθέσεις, επιβεβαιώνοντας πως ο έρωτας αποτελούσε και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής μας. 

Το έργο εξωφύλλου είναι του Αλέξανδρου Χάτσιου. 

Συμμετέχουν οι: 


Κούλα Αδαλόγλου 
Ελένη Αλεξίου 
Άννα Αφεντουλίδου 
Χρύσα Βλάχου 
Ελισάβετ Αθανασιάδου 
Τασούλα Γεωργιάδου 
Βάλια Γκέντσου 
Παναγιώτης Γκούβερης 
Γιώργος Δελιόπουλος 
Γεωργία Δεμπερδεμίδου 
Αρχοντούλα Διαβάτη 
Αθανασία Ανδρέου 
Κλεονίκη Δρούγκα 
Αλέξης Σ. Ζήρας 
Γιώργος Χ. Θεοχάρης 
Γιώργος Καλιεντζίδης 
Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά 
Β. Π. Καραγιάννης 
Ανδρέας Καρακόκκινος 
Χριστίνα Καραντώνη 
Μαρία Καρδάτου 
Σοφία Ανδρέου 
Κατερίνα Καριζώνη
Γιώργος Καρτέρης 
Γιάννης Αργυριάδης 
Ηλίας Κεφάλας 
Αφροδίτη Κοΐδου 
Δημήτρης Κονιδάρης 
Χλόη Κουτσουμπέλη 
Τίνα Κουτσουμπού 
Στάθης Κουτσούνης 
Μαρία Λάτσαρη 
Ειρήνη Βαμβουκάκη 
Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου 
Γεωργία Μακρογιώργου 
Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου 
Χρήστος Β. Μασσαλάς 
Σταύρος Μίχας 
Αλεξάνδρα Μπακονίκα 
Δημήτρης Μπρούχος 
Γιώργος Κ. Μύαρης 
Νίκος Μυλόπουλος 
Βασίλης Βαρσακέλης 
Ηρώ Νικοπούλου 
Στρατής Οικονόμου 
Νίκος Ορφανίδης 
Γιάννης Πανούσης 
Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου 
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου 
Στεφανία Βελδεμίρη 
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου 
Καίτη Παυλή 
Παύλος Δ. Πέζαρος 
Κώστας Θ. Ριζάκης 
Ελένη Α. Σακκά 
Δότα Σαρβάνη 
Ιφιγένεια Σιαφάκα 
Ελένη Σιγαλού 
Χρήστος Σκιαδαρέσης 
Αντώνης Δ. Σκιαθάς 
Κώστας Σουέρεφ 
Φοίβος Σταμπολιάδης 
Σταύρος Σταυρόπουλος 
Βαγγέλης Τασιόπουλος 
Περσεφόνη Τζίμα 
Ολυμπία Τσικαρδάνη 
Δημήτρης Τσινικόπουλος 
Eλένη Δινοπούλου 
Τάσος Φούντογλου 
Ανδρέας Φουσκαρίνης 

ΙΙ 
Αγγελική Αγγελοπούλου 
Αλέξανδρος Αηδώνης 
Φανή Αθανασιάδου 
Ρένα Αθανασοπούλου 
Αχιλλέας Αναγνώστου 
Ειρήνη Δ. Αντωνίου 
Γλύκα Διονυσοπούλου 
Γιώργος Ανωγειάτης 
Σοφία Αποστολίδου-Μπούρου 
Ασημάκης Ασημακόπουλος 
Αλέξανδρος Βαναργιώτης 
Κατερίνα Καρακατσάνη 
Καλλιόπη Βελόνια 
Κατίνα Βλάχου 
Άννα Γεωργίου 
Χρυσούλα Γεωργούλα 
Μιχαήλ Καραπαναγιωτίδης 
Κική Γιαμουρίδου 
Σάββας Γιαγτζόγλου 
Άννα Γκασνάκη 
Αριστούλα Δάλλη 
Στέλιος Καράς 
Ελένη Δεληβοριά 
Χρύστα Δημαρέλου 
Αφροδίτη Διαμαντοπούλου 
Γιάννης Δίγκας 
Παναγιώτης Ο. Δόικος 
Πένυ Δουλαβέρα (Peny Delta) 
Μάνος Δραγώγιας 
Σοφία Ελευθερίου 
Αγγελική Κουρμουλάκη 
Νάνση Εξάρχου 
Μαίριλυν Ζαννέτου 
Νένα Ζήση 
Άντζελα Ζιούτη 
Χρυσάνθη Ιακώβου 
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης 
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη 
Γιώτα Κουτσώνα 
Χαρά Χ. Καλλιανίδου 
Παναγιώτης Καποδίστριας 
Αφόριο μέλι 
Πασχάλης Κατσίκας 
Πάνος Κεφαλάς 
Κάλι Κεχαγιά 
Γιώργος Σ. Κόκκινος 
Αλεξάνδρα Θ. Κολιγιώτη 
Κατερίνα Κολιοπούλου 
Παναγιώτα Λίγκα 
Κωνσταντίνος Κομιανός 
Παρασκευή Β. Κοτσάλου 
Αγγελική Κουντουράκη 
Κώστας Κουτρουμπάκης 
Ιωάννα Κύρου 
Γιώργος Κωνσταντινίδης 
Ελένη Κωνσταντινίδου 
Νίκος Λοφτσάλης 
Σεβαστή Κωνσταντινίδου 
Νίκος Κωσταγιόλας 
Λάμπρος Κωσταράκης 
Αγγελική Λάλου 
Έλενα Λιάτου 
Θέμης Λιβεριάδης 
Σταύρος Μακρίδης 
Ζωή Μακρονάσιου 
Δημήτρης Μάλλης 
Κωνσταντίνος Μανίκας 
Αναστάσιος Γ. Μαράς 
Κασσιανή Μαρτινάκη 
Ανατολή Μελίδου 
Αθανασία Λυκουρέση 
Νεκταρία Μενδρινού 
Λεωνίδας Μερτύρης 
Βηθλεέμ (Βίλμα) Μαυροματίδου 
Θεοδώρα Μήλιου 
Γιάννης Μήτσιος 
Αναστάσιος-Μάριος Μιχαηλίδης 
Γιώργος Κ. Μιχαηλίδης 
Χριστίνα Μιχαηλίδου 
Θανάσης Γ. Μίχος 
Βιβή (Παρασκευή) Μεντζελοπούλου 
Νίκη Μουντράκη 
Πάρης Μπερμπέρογλου 
Θεοχάρης Μπικηρόπουλος 
Χαρά Μπούκα 
Ξανθούλα Νικηφόρου 
Παναγιώτης Νικολαΐδης 
Χρήστος Ντικμπασάνης 
Μιλτιάδης Ντόβας 
Γιάννης Ξέστερνος 
Παναγιώτης Παλασίδης 
Πόπη Παντελάκη 
Δήμητρα Παπανικολάου 
Ελένη Παρασκευά 
Γεωργία Μηνά 
Βάννα Πασούλη 
Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου 
Λεόντιος Πετμετζάς 
Μαίρη Πίσια 
Νικόλας Μπαλτζής 
Ελευθέριος Πλουτάρχου 
Μαίρη Γ. Πράσατζη 
Πολύβιος Ν. Πρόδρομος 
Αναστάσιος Ελ. Πτωχός 
Μαρία-Δέσποινα Ράμμου 
Μάουρα Ρομπέσκου 
Ερμιόνη Σαββίδου 
Χρυσούλα Ξυνέλη 
Γρηγόρης Σακαλής 
Δημήτρης Σακισλίδης 
Ελένη Σεμερτζίδου 
Γιώργος Σιώμος 
Λίτσα Στυλιανού 
Βάνια Σύρμου 
Σοφία Τριανταφυλλίδου 
Ελπίδα Δ. Τσαβδάρη 
Ηλίας Παπανικολάου 
Γιώργος Τσάρος 
Θωμαή Τσιμερίκα 
Γιάννης Τσιτσίμης 
Παρθένα Τσοκτουρίδου 
Αναστασία Υφαντίδου 
Απόστολος Α. Φεκάτης 
Γιώργος Χατζελένης 
Άνθιμος Χατζηαποστόλου 
Ζωή Χατζηγεωργίου 
Χρήστος Σαμαράς 
Κατερίνα Χατζηγιαννάκη 
Φωτεινή Χρηστίδου 
Αναστασία Π. Χρήστου 
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου 
Αργυρώ Ψώρα-Θεοδωράτου 

ΙΙΙ 

Σοφία Αλεξανδρίδου 
Ζωή Αραβέλα-Κώτσου 
Φίλιππος Βίλδος 
Ευανθία Βλαχάβα 
Σπύρος Σ. Βουτσινάς 
Δημήτριος Γαρίπης 
Angela Argentino Γέργου 
Γεωργία Γιαλούρη 
Δήμητρα Γκατζηγιάννη-Αναστασίου 
Παύλος Σαπαλίδης 
Ελένη Γουγουτσά 
Αντώνης Γουλιανός 
Αλέκα Δημητροπούλου 
Μίμα Ε. Δουγαλή 
Ιωάννα Ευθυμιάδου 
Νίκος Σαχπεκίδης 
Μαρίνα-Αφροδίτη Ευθυμίου 
Αθανάσιος Ζτούπας 
Ελπίδα Θεοφανίδου 
Ελένη Ιωάννου 
Εμμανουήλ Καββουσανού 
Νικολέττα Καλαφατσή 
Απόστολος Καλουδάς 
Αντώνης Σβολιαντόπουλος 
Κατερίνα Κανάκη-Αξούγκα 
Θωμάς Καποδίστριας 
Φανή Καπουλίτσα 
Ελένη Καρακώτσου 
Διονυσία Καρνέση 
Μαίρη Καρρά 
Αλεξάνδρα Καρυπίδου 
Ελένη Κατίκογλου 
Δημήτριος Καφάσης 
Άννα Κεφαλά (Αν. Κεφά) 
Κωνσταντίνος Μ. Κικής 
Χρήστος Στέφας 
Δήμητρα Κίτσου 
Οργκέσα Κοδελάι 
Όλγα Κοτζαμανίδου 
Δημήτριος Κουκουλάκης 
Έλενα Κουρή 
Ελευθερία Κουρκούτα 
Προκόπης Κρανιάς 
Σοφία Κυριαζίδου 
Γιώργος Κύρκος 
Μαρία Δ. Κύρου 
Δημήτρης Κυτίδης 
Μαρία Κωσταράκη 
Απόστολος Τρανουλίδης 
Γεωργία Κωστούρου 
Άννα Λαμπαρδάκη 
Δήμητρα Λιαράκου 
Ιωάννα Λυγερού 
Σοφία Λυκούδη 
Ελένη Μανταδάκη 
Κική Ματέρη 
Παναγιώτης Φτάρας 
Αικατερίνη Μήλιου 
Σοφία Μπανιά 
Γεωργία Μπαντώλα 
Σωκράτης Μπουζούκας 
Μάρω Μυλωνά 
Ειρήνη Φ. Νάνου 
Βιβή Νίκου 
Ελπίδα Νταλούκα 
Γωγώ Ντούτση 
Φωτεινή Χαμιδιελή 
Κυριακή Ουζουνίδου 
Άννα Παγούνη 
Στέλλα Παθιάκη 
Γεώργιος Παλαιστής 
Απόστολος Παντσάς 
Γωγώ Παπαβασιλείου 
Μαρία Παπαβασιλείου  
Τασία Σέμψη 
Μιχάλης Παπαδόπουλος
Χρήστος Παπαδόπουλος 
Αθηνά Παπαδοπούλου 
Κυριακή Παπαλεωνίδα 
Δήμητρα Παπατσαρούχα 
Δώρα Χατζιδάκη 
Άγγελος Πάσκος 
Damjan Kozarov 
Παρασκευή Πατσιλιά 
Μαίρη Πέστροβα 
Δανάη Πετυχάκη 
Vincent Lempereur 
Ειρήνη Πούλα 
Χρήστος Ι. Ράικος 
Νεκταρία Ρουμπελάκη 
Ελένη Σαββίδου 
Αποστόλης Σιαραμπής 
Ελένη Σιούστη 
Γιάννης Σταμούλης 
Ρούλα Συγγούνα 
Κωνσταντίνα Σύγκουνα 
Φώτιος Συνδούκας 
Μαρία Σφενδώνη 
Κατερίνα Τάπανα 
Μαρία-Μιχαέλα Ράπτη 
Γιώργος Τζεβελεκάκης 
Βαΐα Τζώρη 
Γιάννης Τόμπρος 
Θεοδώρα Τοπάλη 
Λάζαρος Τσιαούσης 
Μαρία Τσιγάρα 
Όλγα Τσιφοπούλου 
Νικολέτα Τσοκαρίδου 
Μαρία Φασνάκη 
Παναγιώτα Φιλημέγκα 
Αλέξανδρος Παναγιωτόπουλος 
Άννα Φιλιππίδου 
Χρυσούλα Φούφα 
Αλέξανδρος Χατζηκώστας 
Ιωάννης Χήτας 
Λάμπρος Ανδρέου 
Βασιλική Χριστοφορίδου 
Αγγέλα Χρονοπούλου 
Χρυσοβαλάντης Χρόνης 
Bill Hunchback 
Τούλα Χαριτίδου

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Με τα Μυαλά που Κουβαλάς 2 (2024)

 



Πάνε πόσα χρόνια που μια παρέα με είχε τραβήξει τέλη καλοκαιριού σε ένα από τα θερινά του Γαλατσίου, για να απολαύσουμε ένα πρωτοποριακό animation της Pixar. Στην προβολή πήγα με μικρό καλάθι, έχοντας δει το trailer της ταινίας "Τα Μυαλά που Κουβαλάς", καθώς θεωρούσα το θέμα που ανέλυε αρκετά πολύπλοκο για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε ένα animation. Όταν όμως έπεσαν οι τίτλοι τέλους, βρέθηκα σε ένα ντελίριο ατίθασων συναισθημάτων που χόρευαν εντός μου κι έκτοτε δεν με έχουν αφήσει σε ησυχία. Αυτό όμως που παρατήρησα, ήταν πως όλοι οι ενήλικες που παρακολουθήσαμε την ταινία βρισκόμασταν στην ίδια συναισθηματική φόρτιση σε αντίθεση με τα πιτσιρίκια που αποχωρούσαν κάπως βαριεστημένα από την προβολή. 
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, η Pixar επανήλθε για να μας παρουσιάσει τη συνέχεια της ιστορίας, παρουσιάζοντας τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο της μικρής Ράιλι καθώς μπαίνει στην εφηβεία. Αμέσως αναρωτήθηκα κατά πόσο μπορεί να διατηρήσει η Pixar την ποιότητα και τις αξίες της πρώτης ταινίας. Σίγουρα η πρωτοτυπία απουσιάζει σε μια συνέχεια, πόσο δε σε μια ταινία που ξεχώρισε στο κομμάτι αυτό. Παρά τις επιφυλάξεις μου, πήγα με τρομερή ανυπομονησία σε ένα συνοικιακό θερινό σινεμά για να δω τη συνέχεια. Και μόνο που άκουσα τη γνώριμη μελωδία στους τίτλους αρχής, με πλημμύρισε μια όμορφη κι ανακουφιστική χαρμολύπη, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου όλα αυτά τα συναισθήματα που μου έφερε απρόσμενα στην επιφάνεια η πρώτη ταινία. Μπορεί στη νέα ταινία "Τα Μυαλά που Κουβαλάς" να λείπει η ανεπανάληπτη συγκίνηση της πρώτης, αλλά οι δημιουργοί της ασχολήθηκαν με αρκετή ευαισθησία, καλαισθησία κι ευστοχία στα νέα συναισθήματα που ξεπετάχτηκαν στο μυαλό της Ράιλι, προσφέροντας μια εκπληκτική κι άκρως παρηγορητική ανάλυση της εφηβείας.
Η ιστορία ξεκινάει κάπως εκρηκτικά. Η μικρή Ράιλι ξυπνάει κι αμέσως μέσα της ξεπηδάει ένας νέος άγνωστος ψυχικός κόσμος. Η μέχρι πρότινος πλατφόρμα που χειρίζονται τα πέντε βασικά της συναισθήματα (Χαρά, Λύπη, Φόβος, Οργή κι Αηδία) αφαιρείται και στη θέση της μπαίνει μια καινούργια που δείχνει αρκετά πολύπλοκη και δύσχρηστη. Παράλληλα, "τα νησιά" που πλάθουν την προσωπικότητά της, έχουν μετασχηματιστεί, δίνοντας προτεραιότητα σε νέες προσδοκίες, αφήνοντας στην άκρη άλλες παλιότερες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δημιουργοί δείχνουν με έξυπνο τρόπο το πώς οι έφηβοι παραγκωνίζουν στην πίσω άκρη του μυαλού τους την οικογένεια, δίνοντας έμφαση στη φιλία και στην πολυπόθητη αποδοχή τους από τρίτους. 
Παράλληλα, η Χαρά προσπαθεί να πλάσει τον χαρακτήρα της Ράιλι, ενισχύοντάς τον με θετικές αναμνήσεις. Όμως η καλοπροαίρετη διάθεση της Χαράς, δεν είναι βάσιμη καθώς κρύβει όλες τις αρνητικές στιγμές στο κομμάτι της λήθης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν χαρακτήρα ασταθή κι ανασφαλή. Και σ' αυτό το κομμάτι της ταινίας θέλω να αναφερθώ στην εύστοχη και κάπως λυρική σκηνή όπου η Λύπη ζητάει από την Χαρά, να την ακολουθήσει στο κεντρικό σημείο της συνείδησης για να δει πώς πλάθεται ο χαρακτήρας της Ράιλι, με την Χαρά να της λέει "όπου πάω εγώ έρχεσαι κι εσύ", δείχνοντας ξεκάθαρα πως τα δύο αυτά συναισθήματα είναι αλληλένδετα.
Όλη αυτή η συναισθηματική ισορροπία των παιδικών χρόνων θα μεταβληθεί με την είσοδο της Ράιλι στην εφηβεία. Το πρώτο συναίσθημα που θα κάνει την εμφάνισή του είναι τη Ανησυχία και θα ακολουθήσουν η Ζήλεια, η Βαρεμάρα κι η Ντροπή.
Με τη νέα ποικιλία συναισθημάτων, οι δημιουργοί του animation προσφέρουν μια υπέροχη εσωτερική ενδοσκόπηση στην πιο ταραχώδη και παράδοξη περίοδο του ανθρώπου. Ο φακός στρέφεται στον ψυχικό κόσμο της Ράιλι αλλά γίνεται ταυτοχρόνως κι οδηγός του δικού μας ψυχική κόσμου, βοηθώντας μας να ξεδιαλύνουμε συναισθηματικά μπερδέματα κι αδιέξοδα που ενδεχομένως κουβαλάμε ακόμη μέσα μας.



Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα που κατάφεραν να κερδίσουν οι δημιουργοί στη συνέχεια της ιστορίας, είναι που δε διαχώρισαν τα συναισθήματα σε καλά και κακά. Το κάθε συναίσθημα επιδιώκει το καλό της Ράιλι και κάνει τα πάντα για να το πετύχει. Απλώς οι προσδοκίες του ενός δεν έχουν τις ίδιες κατευθύνσεις με τις προσδοκίες του άλλου, μ' αποτέλεσμα να έρχονται σε μια πολύπλοκη σύγκρουση. Για παράδειγμα η Χαρά προσπαθεί να κρύψει στο υποσυνείδητο όλες τις ντροπιαστικές, στενάχωρες και δύσκολες στιγμές της Ράιλι, σε αντίθεση με την Ανησυχία, η οποία θεωρεί πως όλες οι παραπάνω εμπειρίες μπορούν να βοηθήσουν την κοπέλα στο να χτίσει εναν δυνατό χαρακτήρα που θα την οδηγήσει πιο εύκολα προς την ενηλικίωση. Κατά την άποψή μου, θεωρώ πως η Ανησυχία έχει τα πιο λογικά και βάσιμα επιχειρήματα, τα οποία προσπαθεί να τα εφαρμόσει σε έναν άνθρωπο που δεν είναι ακόμη προετοιμασμένος. 
Διατηρώντας μόνο τις θετικές της αναμνήσεις, η Ράιλι είναι ανέτοιμη να κάνει τα πρώτα της βήματα στο χώρο της εφηβείας. Έχοντας κρύψει στην πίσω άκρη του μυαλού της όλες τις αρνητικές της σκέψεις και τις άσχημες στιγμές της, νιώθει απροετοίμαστη κι αδύναμη να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις που συναντά μπροστά της. Ένας πλήρης χαρακτήρας θέλει μια πληθώρα εμπειριών κι εικόνων, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την κάθε αναποδιά που του τυχαίνει και την κάθε δυσκολία που πιθανότατα θα συναντήσει στη ζωή του. Όλη αυτή την πολυπλοκότητα της εφηβείας που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή, οι δημιουργοί την αναλύουν με μπόλικη δόση αλήθειας κι ειλικρίνειας, προσφέροντάς μας μια σπάνια κινηματογραφική εμπειρία.
Το τελικό μήνυμα που εισέπραξα από την ταινία, είναι πως πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον μας, να τα αναλύουμε και να τα αξιοποιούμε κι όχι να τα κουβαλάμε σαν αθέατα βάρη μέσα μας. Τόσο οι όμορφες στιγμές όσο κι οι άσχημες έχουν τη δική τους αξία και βαρύτητα. Η κάθε εμπειρία είναι κι ένα λιθαράκι στην προσωπικότητα που χτίζουμε χρόνο με το χρόνο. Όσο πιο ειλικρινείς λοιπόν είμαστε με τον εαυτό μας, τόσο πιο δυνατή και γερή προσωπικότητα μπορούμε να χτίσουμε. Η εφηβεία είναι μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μας αλλά ειναι κι από τις πιο δημιουργικές καθώς κατά τη διάρκεια αυτής ορίζουμε το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στην ενήλικη ζωή. 
Τα "Μυαλά που Κουβαλάς 2" είναι μια ακόμη πανδαισία χρωμάτων κι αφηρημένων εννοιών που μας ταξιδεύουν στον αθέατο και μυστηριώδη κόσμο του ανθρώπινου εγκεφάλου. Είναι μια ακόμη όμορφη προσπάθεια της Pixar να μας βοηθήσει να συμφιλιωθούμε με τον πλούσιο ψυχικό μας κόσμο με τα αμέτρητα καλά αλλά και κακά στοιχεία που κουβαλάμε. Είναι ένας ευφάνταστος τρόπος να κατανοήσουμε πως όχι μόνο δεν είμαστε τέλειοι αλλά πως αυτή η ατέλειά μας είναι που μας κάνει τόσο γοητευτικούς, αληθινούς κι ειλικρινείς. Τι χρειαζόμαστε λοιπόν για να φύγουμε μπροστά; Μια ζεστή σφιχτή αγκαλιά όλων των συναισθημάτων μας. 

Βαθμολογία: 8/10