Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Κολμάρ, η πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού



Η Κολμάρ, όπως και τα γειτονικά της χωριά, υπήρξαν ένα ταξιδιωτικό απωθημένο αρκετών χρόνων, καθώς δεν τα είχα επισκεφθεί την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την πρωτεύουσα της Αλσατίας, το Στρασβούργο. Πέρα όμως από το Στρασβούργο, υπάρχει κι άλλη μια πρωτεύουσα στην Μεγάλη Ανατολή (Grand Est) της Γαλλίας, καθώς η Κολμάρ θεωρείται πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού (capitale des vins d'Alsace), αφού αποτελεί το κέντρο παραγωγής και διακίνησης των αλσατικών κρασιών. 
Αυτή η παραμυθένια πόλη των 67.000 κατοίκων και των χιλίων χρόνων ιστορίας, θεωρείται για πολλούς ως μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, χτισμένη εκεί που συναντιούνται τα νερά του ποταμού Λαούχ με τον Ρήνο, κάτω από την οροσειρά των Βοσγίων. Η Κολμάρ δεν κατέχει άδικα τον χαρακτηρισμό της δεύτερης αλσατικής "πρωτεύουσας", καθώς στα υπέροχα γραφικά της σοκάκια κυριαρχεί ένα αρμονικό πάντρεμα των τάσεων της γαλλικής πολιτιστικής φινέτσας με τη γερμανική μεσαιωνικής αρχιτεκτονική, προσφέροντας μια συμπυκνωμένη όψη όλων των πόλεων και των χωριών της Αλσατίας. 
Επίσης, η μοναδική ομορφιά της συγκεκριμένης πόλης αποδεικνύεται και σε μια μεγάλη της διάκριση, καθώς κατάφερε να αναρριχηθεί στην κορυφή της προτίμησης των ταξιδιωτών και να αναδειχθεί ως ο κορυφαίος ευρωπαϊκός προορισμός. Η διάκριση αυτή ήρθε μέσα από την πλατφόρμα «European Best Destinations», στην οποία περίπου εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ψήφισαν ποιος είναι ο ευρωπαϊκός προορισμός που έχουν ξεχωρίσει και προτιμούν. Περί τους εκατό χιλιάδες ανθρώπους έδωσαν την ψήφο τους στην γαλλική, γραφική πόλη της Αλσατίας, αναδεικνύοντάς την ως τον πιο αγαπημένο ευρωπαϊκό προορισμό. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, στον ίδιο διαγωνισμό, η Αθήνα κατέλαβε την δεύτερη θέση, γεγονός που προσωπικά ως κάτοικο της ελληνικής πρωτεύουσας, με προβλημάτισε αρκετά για τα γούστα των υπολοίπων Ευρωπαίων.
Η Κολμάρ (στα γαλλικά Colmar‎‎, στα αλσατικά Colmer και στα γερμανικά Kolmar‎‎) είναι πόλη του νομού του Άνω Ρήνου της ιστορικής και πολιτιστικής περιοχής της Αλσατίας, στη διοικητική περιοχή Γκραντ Εστ, στη βορειοανατολική Γαλλία. Αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού αυτού και έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 9ο αι. κι αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 823, ως η Καρολιγγειανή επικράτεια “Columbarium” (από όπου φαίνεται ότι προέρχεται και το σημερινό της όνομα) σε διάταγμα του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Το 1226 της δόθηκε το δικαίωμα να υφίσταται ως ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (civitatis), ενώ το 1354 η Κολμάρ συμμετέχει στη δημιουργία της Δεκαπόλεως, μιας ομοσπονδίας δέκα αυτοκρατορικών πόλεων της Αλσατίας. 
Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου καταλήφθηκε από τα Σουηδικά στρατεύματα το 1632 και παρέμεινε για μια διετία στην κατοχή τους. Αυτό είχε ως συνέπεια την επαναφορά του Προτεσταντισμού στην πόλη, δόγμα που είχε απαγορευτεί το 1627. Με βάση τη Συνθήκη του Ριέιγ (Rueil) την 1 Αυγούστου 1635, η Κολμάρ τίθεται υπό την προστασία του Βασιλέα της Γαλλίας και διατηρεί τόσο το καθεστώς της "αυτοκρατορικής πόλης" όσο και τα προνόμια και τα δικαιώματά της. Το 1648 η συνθήκη του Μίνστερ της Βεστφαλίας αποδίδει τμήμα της Αλσατίας στη Γαλλία, με την Κολμάρ (όπως και τις άλλες πόλεις της Δεκάπολης) να παραμένει Αυτοκρατορική πόλη, γεγονός που ανάγκασε τα γαλλικά στρατεύματα να αποχωρήσουν. Το 1679 με τη συνθήκη του Ναϊμέχεν (Nijmegen) η Κολμάρ αποδόθηκε στη Γαλλία και αποτέλεσε "Βασιλική Γαλλική πόλη". Στο καθεστώς αυτό παρέμεινε μέχρι το 1871, οπότε ολόκληρη η Αλσατία, με τη λήξη του Γαλλογερμανικού πολέμου, αποδόθηκε στη Γερμανία. Υπό γερμανική διοίκηση παρέμεινε μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Αλσατία επεστράφη στη Γαλλία. Μετά την είσοδο της Γαλλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Αλσατία, την οποία προσαρτούν στο Γ' Ράιχ. Η πόλη υφίσταται καταστροφές μνημείων κι ακραίες μορφές  εκγερμανισμού και ναζιστικοποίησης. Η Γαλλία ανέκτησε τον έλεγχο της Αλσατίας ύστερα από τη μάχη του "θύλακα της Κολμάρ" το 1945. Στις 10 Φεβρουαρίου 1945 ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ εισέρχεται στην πόλη και αποκαθιστά στη θέση του το άγαλμα του Στρατηγού Ραπ (Rapp), μια από τις πρώτες δημιουργίες του Αλσατού γλύπτη Φρεντερίκ Μπαρτολντί. Το συγκεκριμένο άγαλμα  ανεγέρθηκε στην πόλη το 1865 αλλά απομακρύνθηκε από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το άγαλμα τοποθετήθηκε ξανά στην αρχική του θέση, μετά το τέλος του πολέμου και κοσμεί μέχρι σήμερα την πόλη. 
Ανυπόμονοι να ανακαλύψουμε τις ομορφιές της Κολμάρ, πήραμε ένα από τα πρωινά τραίνα που ξεκινούσαν από τον κεντρικό σταθμό του Στρασβούργου με κατεύθυνση προς τον νότο. Σε λιγότερο από μια ώρα κι έχοντας διασχίσει αμπελώνες και διάσπαρτες κωμοπόλεις, φτάσαμε στην πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού. Από τον σταθμό της Κολμάρ με τον ψηλό πύργο ρολογιού, κατευθυνθήκαμε προς την Μικρή Βενετία (Petite Venice), διασχίζοντας ήσυχες γειτονιές κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό της Αλσατίας. 
Πρώτα συναντήσαμε την πλατεία Roesselmann με το ομώνυμο σιντριβάνι, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε από τον Auguste Bartholdi προς τιμή του Jean Roesselmann, διοικητή της πόλης τον 13ο αι., ο οποίος την υπερασπίστηκε το 1262 απέναντι στο στρατό του επισκόπου του Στρασβούργου Walter de Geroldseck. Στη συγκεκριμένη μάχη έχασε τη ζωή του, μ' αποτέλεσμα να τιμάται μέχρι σήμερα ως ήρωας της Κολμάρ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (συγκεκριμένα το 1943), το άγαλμα που βρίσκεται στη κορυφή του σιντριβανιού, αποσυναρμολογήθηκε και στάλθηκε στη Γερμανία για να λιώσει. Όμως, μετά το τέλος του πολέμου, βρέθηκαν κάποια υπολείμματα του κοντά στον ποταμό Ρήνο κι επιστράφηκαν στην πόλη. Το άγαλμα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Όπως συνέβη με το άγαλμα του Στρατηγού Rapp, έτσι κι εδώ, οι κατακτητές προσπάθησαν να αλλοιώσουν την μνήμη του τόπου, επιδιώκοντας τον απόλυτο εκγερμανισμό της. 
Μετά το πρωινό καλωσόρισμα του τοπικού ήρωα, ξεδιπλώθηκε μπροστά μας η διάσημη Μικρή Βενετία, μια συνοικία της πόλης με πολύχρωμα παραδοσιακά κτήρια που στέκουν πάνω από τις όχθες των καναλιών του ποταμού Λάουχ. Στα παλαιότερα χρόνια, η συγκεκριμένη περιοχή λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο των κρεοπωλών, των αλιέων και των βυρσοδεψών της Κολμάρ. Γι' αυτό το λόγο, στο τελείωμα της Μικρής Βενετίας βρίσκεται η κλειστή αγορά όπου όλοι οι παραπάνω έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους. Τα συγκεκριμένα κανάλια δημιουργήθηκαν για να συνδέουν τον ποταμό Λάουχ που διασχίζει την πόλη με τον ποταμό Ρήνο που κυλάει 15 χλμ ανατολικά της Κολμάρ. Σήμερα, η παραδοσιακή συνοικία έχει κατακλυστεί από εστιατόρια και καφέ ενώ  αρκετοί επισκέπτες επιλέγουν να κάνουν βαρκάδα στο μικρά κανάλια της. Εντυπωσιάστηκα με τα έντονα χρώματα των σπιτιών που έπαιζαν με τις αντανακλάσεις τους στα πρωινά ήρεμα νερά του ποταμού. Αυτό όμως που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι τα απομεινάρια των μεσαιωνικών τειχών της πόλης (έχουν διασωθεί γύρω στα 100 μέτρα μόνο μαζί με έναν μικρό πύργο) που εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού. Επίσης, μας τράβηξαν την προσοχή κάποιες αστείες μορφές που συναντούσαμε κάθε τόσο σε προσόψεις σπιτιών, οι οποίες θύμιζαν γελωτοποιούς και κλόουν. Οι μορφές αυτές βασίζονται στον μύθος του Hanswurst, έναν από τους πιο διάσημους θρύλους της Κολμάρ ο οποίος αναφέρεται σε έναν άτακτο χαρακτήρα που λέγεται ότι έκανε φάρσες στους κατοίκους της πόλης. Τα καμώματα του εξακολουθούν να γιορτάζονται στην τοπική λαογραφία. 
Φεύγοντας από την Μικρή Βενετία, ανηφορίσαμε προς το ιστορικό κέντρο της πόλης περνώντας από την επιβλητική γειτονιά των βυρσοδεψών (Quartier des Tanneurs), η οποία με εντυπωσίασε με τα ψηλά της λευκά κτήρια που κάνουν το πέρασμα ανάμεσά τους, να φαντάζει ακόμα πιο στενό. Ο δρόμος αυτός μας έβγαλε στην πανέμορφη Place l' Ancienne- Douane, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει το σιντριβάνι Schwendi, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε το 1898 από τον Auguste Bartholdi κι απεικονίζει τον Lazare de Schwendi, έναν στρατιωτικό διοικητή του 16ου αι. που υπηρέτησε στον στρατό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το σιντριβάνι καταστράφηκε. Κατασκευάστηκε όμως στην αρχική του μορφή το 1954.
Κι αφού ανέφερα τον παραπάνω γλύπτη ήδη τρεις φορές, ήρθε η στιγμή να τον συστήσω. Ο Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi, 1834–1904) υπήρξε ένας από τους διασημότερους Γάλλους γλύπτες. Έγινε επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Αμιλκάρ Χάζενφρατζ (Amilcar Hasenfratz), το οποίο το χρησιμοποιούσε στους εμπνευσμένους από αιγυπτιακά θέματα πίνακές του, προφανώς λόγω του φόβου του ότι η ενασχόλησή του με μία άλλη μορφή τέχνης θα τον αποσπούσε από τη γλυπτική. Γεννήθηκε στην Κολμάρ στις 2 Αυγούστου 1834. Αργότερα πήγε στο Παρίσι για να επεκτείνει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά και στη ζωγραφική. Πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι στις 4 Οκτωβρίου του 1904. Το πιο διάσημο έργο του είναι το "Άγαλμα της Ελευθερίας" που βρίσκεται στην Νέα Υόρκη αλλά και σε ένα από τα νησάκια του Σηκουάνα στο Παρίσι. Επίσης, υπάρχει ένα ακόμη αντίγραφο του συγκεκριμένου αγάλματος στη βόρεια είσοδο της πόλης. Είχαμε την τύχη να το δούμε καθώς γυρνούσαμε με το λεωφορείο από τα αλσατικά χωριά. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Μουσείο Μπαρτολντί (Musée Bartholdi), το οποίο είναι αφιερωμένο στα έργα του διάσημου Αλσατού γλύπτη και ζωγράφου. Δυστυχώς το βρήκαμε κλειστό αλλά είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το άγαλμα "Les grands soutiens du monde" (έργο του 1902) που δεσπόζει στον προαύλιο χώρο του μουσείου.
Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις μας στην Κολμάρ, συναντήσαμε την Οικία Κόιφχους (Maison Koïfhus), ένα εμβληματικό γοτθικό κτήριο που χτίστηκε το 1480, στο οποίο στεγαζόταν το τελωνείο κι οι τοπικές συντεχνίες. Επίσης, στο συγκεκριμένο χώρο πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των εκπροσώπων της Δεκάπολης. Από το 1698 μέχρι το 1866, το κτήριο λειτούργησε ως δημαρχείο της Κολμάρ. Διασχίσαμε το ισόγειο του, καθώς αποτελεί έναν ανοικτό χώρο με δυο μεγάλες πύλες, με την μία να κοιτάει προς το βορρά κι η άλλη προς τον νότο. Στην πρόσοψή του, υπάρχει ένας ανάγλυφος αετός, σύμβολο της Αυτοκρατορίας, ενώ οι καμάρες των δυο πυλών είναι διακοσμημένες με τα οικόσημα της πόλης. Στον δεύτερο όροφο υπάρχει ένας ανάγλυφος άγγελος, ο οποίος κρατάει έναν ειλητάριο, πάνω στο οποίο είναι γραμμένη η χρονολογία ανέγερσής του κτηρίου.  Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει στο συγκεκριμένο κτήριο είναι η πολύχρωμη υαλωμένη κεραμοσκεπή του, η οποία θυμίζει αρκετά εκείνη της Βουργουνδίας. Σήμερα, το κτήριο αυτό έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή καθώς τακτικά φιλοξενεί εκθέσεις με τοπικά προϊόντα, καλλιτεχνικές δημιουργίες και παραδοσιακές εκδηλώσεις της Αλσατίας. 
Από την Οικία Κόιφχους, αρχίζει η οδός των Εμπόρων (Rue de Marchands), η πιο γραφική αλσατική συνοικία της Κολμαρ. Δυστυχώς, η εμπορευματοποίηση που έχει επιφέρει ο τουρισμός στην πόλη, έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα της και την έχει κάνει να χάσει την αυθεντικότητά της. Αξίζει όμως να περιπλανηθεί κανείς μέσα στα γραφικά της σοκάκια, όπου σίγουρα θα συναντήσει τοπικά προϊόντα, αλσατικά κρασιά κι αναμνηστικά. Η οδός αυτή οδηγεί σε ένα ακόμη σημαντικό αξιοθέατο της πόλης, το διάσημο Maison Pfister.
Το Maison Pfister χτίστηκε το 1537 και συνδυάζει γοτθικό και γερμανικό αναγεννησιακό ύφος. Οι εξωτερικοί του τοίχοι διακοσμήθηκαν το 1577 από τον Christian Waxterfer κι απεικονίζουν κάποια τοπικά οικόσημα, τους τέσσερις ευαγγελιστές και τους Γερμανούς αυτοκράτορες του 16ου αι. Το κτήριο χτίστηκε αρχικά για τον αργυροχόο Ludwig Scherer που καταγόταν από την ανατολική περιοχή Franche-Comté. Για πολλά χρόνια το σπίτι ονομαζόταν ο "Κόκκινος Κόκορας" αλλά στα μέσα του 19ου αι. πήρε το όνομα της γερμανικής οικογένειας Pfister, η οποία το αγόρασε. Το συγκεκριμένο σπίτι χαρακτηρίστηκε ιστορικό και καλλιτεχνικό μνημείο στις 14 Μαρτίου 1927. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Hayao Miyazaki εμπνεύστηκε από το συγκεκριμένο κτήριο για το αντιπολεμικό του anime "Howl's Moving Castle". 
Μιας κι αναφέρθηκα τον "Κόκκινο Κόκορα", όπως ονομαζόταν παλιά το Maison Pfister, αξίζει να γράψω και για τον μύθο του χρυσού κόκορα της Κολμάρ, ο οποίος βασίζεται σε ένα τοπικό παραμύθι που μιλάει για έναν χρυσό κόκορα που φύλαγε την πόλη. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο συγκεκριμένος κόκορας λαλούσε δυνατά, προειδοποιώντας τους κατοίκους σε κάθε κίνδυνο.
Πίσω από το Maison Pfister, στέκει το Salle du Corps de Garde, ένα αναγεννησιακό κτήριο που ανεγέρθηκε το 1575 από τις δομές του παρεκκλησιού του Saint-Jacques, το οποίο στέγαζε το οστεοφυλάκιο του πρώην νεκροταφείου του καθεδρικού του Saint-Martin. Αρχικά προοριζόταν να χρησιμεύσει ως δημαρχείο αλλά τελικά επιλέχθηκε να στεγάσει τη φρουρά της πόλης. Κάτω από τις στοές του δυτικού του τμήματος, υπήρχε αγορά ξηρών καρπών και καρυδιάς. Ενθουσιάστηκα με τον ανάγλυφο διάκοσμο της λότζιας που είναι στραμμένη προς την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου αλλά και με τα υπολείμματα του προγενέστερου κτηρίου, που είναι ορατά σε κάποια σημεία της πρόσοψης. 
Ακριβώς απέναντι από το Salle du Corps de Garde, δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου, ένας επιβλητικός ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1234 κι αποπερατώθηκε το 1365. Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μαρτίνου αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αξιοθέατα της πόλης. Αφενός, ο ναός είναι ο μεγαλύτερος της πόλης, αλλά είναι επιπλέον και ένας από τους μεγαλύτερους της περιφέρειας του Άνω Ρήνου. Αγάλματα γοτθικής και αναγεννησιακής εποχής και εντυπωσιακά βιτρό συνθέτουν την εικόνα αυτού του τόσο ξεχωριστού θρησκευτικού οικοδομήματος. Το κεντρικό κλίτος περιβάλλεται από μια σειρά γοτθικών παρεκκλησιών, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αλσατικών ναών. Αυτό που με εντυπωσίασε στο συγκεκριμένο κτίσμα ήταν το έντονο χρώμα του κίτρινου ψαμμίτη Vosges με τις κόκκινες πινελιές του, που προσφέρει περαιτέρω λάμψη κι επιβλητικότητα στον ναό. 
Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου ορθώνεται ο Καθεδρικός ναός των Δομινικανών (Église des Dominicains), μια αναπαλαιωμένη δομινικανή εκκλησία του 14ου αι., η οποία στις μέρες μας λειτουργεί ως μουσείο φιλοξενώντας σημαντικά έργα Αλσατών καλλιτεχνών, όπως το "La Vierge au buisson de roses" του Μάρτιν Σονγκάουερ, ενώ διαθέτει όμορφα βιτρό και στασίδια μπαρόκ στο κεντρικό της κλίτος. 
Είναι εντυπωσιακό που μια πόλη σαν την Κολμάρ, έχει πάρα πολλά μουσεία. Αναφέραμε ήδη το μουσείο του γλύπτη Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί και του Καθεδρικού ναού των Δομινικανών. Επίσης υπάρχουν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Εθνογραφίας (Musée d'histoire naturelle et d'ethnographie), το οποίο ιδρύθηκε το 1859 και διαθέτει μεγάλη συλλογή ταριχευμένων ζώων και τεχνημάτων από τις πρώην γαλλικές και γερμανικές αποικίες, αλλά και ορισμένα αρχαία αιγυπτιακά εκθέματα. Κατά έναν παράδοξο τρόμο, στο συγκεκριμένο μουσείο υπάρχει τμήμα, το οποίο είναι αφιερωμένο στην τοπική εβραϊκή κοινότητα. Υπάρχει το Μουσείο δημοτικών εργοστασίων (Musée des usines municipales), το οποίο είναι ένα ανακαινισμένο παλιό εργοστάσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να συναντήσει κανείς βιομηχανικά και τεχνολογικά εκθέματα. Τέλος, είναι κι η Δημοτική Βιβλιοθήκη, η οποία διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές κωδίκων (προ του 1501) της Γαλλίας, με περισσότερους από 2.300 τόμους. Παρά το γεγονός ότι η Κολμάρ δε διέθετε Πανεπιστήμιο, η συλλογή αυτή προέρχεται από τις δωρεές των συλλογών των τοπικών μονών και αβαείων στην πόλη. 
Όμως, το μουσείο για το οποίο η Κολμάρ περηφανεύεται είναι το Μουσείο Unterlinden, το οποίο έχει στηθεί σε ένα παλιό μοναστήρι του Τάγματος των Δομινικανών, κτισμένο το 1242. Το μοναστήρι μετατράπηκε σε μουσείο το 1850 κι έκτοτε στεγάζει σημαντικά εκθέματα τέχνης και ιστορίας της Αλσατίας. Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι το "τρίπτυχο του Ίζενχαϊμ" (Le Retable d'Isenheim), δημιουργημένο γύρω στα 1515 από τον Ματίας Γκρύνεβαλντ (καλλιτέχνη από το Βίρτσμπουργκ). Σημαντικό έκθεμα είναι, επίσης, το τρίπτυχο Jean d'Orlier, δημιουργία του Μάρτιν Σονγκάουερ (Martin Schongauer). Το μουσείο διαθέτει, επίσης, μεγάλη συλλογή ξυλόγλυπτων και βιτρώ (14ος - 18ος αιώνας), συλλογή όπλων ρωμαϊκής έως και αναγεννησιακής εποχής (δόρατα, πελέκεις, τόξα κ.ά). Επίσης, το συγκεκριμένο μουσείο είναι  διάσημο και για τον μύθο της Λευκής Κυρίας, μια δημοφιλής ιστορία φαντασμάτων η οποία αναφέρεται σε μια νεαρή γυναίκα που φυλακίστηκε άδικα και πέθανε από την πείνα. Το φάντασμά της, λέγεται ότι εμφανίζεται στο μουσείο, περιπλανώμενο στους διαδρόμους, αναζητώντας δικαιοσύνη. 
Τελευταίο ενδιαφέρον αξιοθέατο της πόλης είναι το "Σπίτι των Κεφαλιών", ένα όμορφο κτήριο της γερμανικής αναγέννησης, το οποίο χτίστηκε το 1609 από τον καταστηματάρχη Anton Burger κι αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Albert Schmidt. Το όνομα του συγκεκριμένου σπιτιού, οφείλεται στα 106 κεφάλια και γκροτέσκες μάσκες που διακοσμούν την πλούσια πρόσοψή του. Το αέτωμα του κτηρίου είναι διακοσμημένο με έλικες αλλά και το άγαλμα ενός βαρελοποιού, σμιλευμένο το 1902 από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, μετά από παραγγελία του Συλλόγου Οίνων που είχε μετακομίσει εκεί το 1898. Η τελευταία αποκατάσταση του κτηρίου έγινε το 2012 κι έκτοτε λειτουργεί ως ξενοδοχείο. 
Η ώρα είχε πια περάσει κι ο ήλιος σχεδόν άγγιζε τον ορίζοντα της Αλσατίας. Γεμάτοι εικόνες και χρώματα, πήραμε το δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό περνώντας από την πλατεία Rapp, η οποία είναι αφιερωμένη στον στρατηγό Jean Rapp (1773-1821), ο οποίος πολέμησε σε αρκετές συγκρούσεις εκείνης της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής Επανάστασης και της Μάχης του Austerlitz. Ο ανδριάντας που στέκεται στη μέση της πλατείας, κι όπως είχα αναφέρει και στην αρχή του κειμένου, είναι έργο του Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, παρουσιάστηκε πρώτα στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού το 1855. Στην πόλη στήθηκε το 1856.
Δίπλα στην πλατεία απλώνεται το Camp-de-Mars, το μεγαλύτερο πάρκο στο κέντρο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1745 ως δημόσιος χώρος περιπάτου με τον σχεδιασμό των μονοπατιών να σχηματίζει τον σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής. Στο κέντρο του πάρκου υπάρχει ένα μεγάλο σιντριβάνι, το Admiral Bruart Memorial Fountain, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί το 1864 και συμβολίζει την έννοια των τεσσάρων ηπείρων, με τις οποίες είχε εμπορικές σχέσεις η Γαλλία, υποδηλώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ναυτική της δύναμη εκείνη την εποχή. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου πάρκου είναι ένα καρουσέλ, το οποίο ξεχωρίζει για το στιλ του καθώς θυμίζει αντίστοιχα καρουσέλ του 1900 κι επειδή διαθέτει κλειστή γκαλερί, καθιστώντας το μοναδικό στην Ευρώπη.  
Στο σιδηροδρομικό σταθμό φτάσαμε την ώρα που η πλάση έπαιρνε μια χρυσαφένια απόχρωση καθώς ο ήλιος άγγιζε πια τον ορίζοντα. Όλα γύρω ήταν ήρεμα κι όμορφα, αφήνοντας την αίσθηση μιας χρονιάς και μόνιμης μεθυστικότητας από τις τοπικές ποικιλίες κρασιού. Ο κόσμος στην αποβάθρα απολάμβανε σιωπηλός τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, αφήνοντας την αίσθηση μιας γαλήνιας ικανοποίησης για τις συνθήκες ζωής που έχουν σ' αυτά τα όμορφα μέρη της μεγάλης γαλλικής Ανατολής. Η αλήθεια είναι πως τους ζήλεψα αρκετά...

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Εγκισάιμ, Ρικβίρ & Ριμπωβιλέ, διασχίζοντας το μονοπάτι του αλσατικού κρασιού




Δεν είναι τυχαίο που η Αλσατία είναι μια από τις πιο φημισμένες περιοχές της Ευρώπης, τόσο για τις πανέμορφες πόλεις της και τα παραμυθένια της χωριά όσο και για την πλούσια φύση της, τα καταπράσινα βουνά της αλλά και τους αχανείς κάμπους γεμάτους αμπέλια που συνορεύουν με τον Μέλανα Δρυμό. Σ' αυτόν τον πλούσιο τόπο εκτείνεται κι ο διάσημος δρόμος του αλσατικού κρασιού. Στο δρόμο αυτό μπορεί κανείς να επισκεφθεί όλα τα χωριά που ζουν με την καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιών, αν και στις μέρες μας, έχουν γίνει και τουριστικοί προορισμοί. Πρωτεύουσα σ' αυτό το σύμπλεγμα των χωριών είναι η Κολμάρ, για την οποία θα αναφερθώ σε άλλη ανάρτηση.
Η Αλσατία βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της Γαλλίας, απλώνεται κατά μήκος του ποταμού Ρήνου κι αποκαλείται από τους Γάλλους ως Grand Est (Μεγάλη Ανατολή) καθώς υπήρξε για πολλούς αιώνες μήλο τις έριδος με την Γερμανία. Το όνομά της έχει γερμανικές ρίζες και προέρχεται από τον ποταμό Ιλλ (Ill) καθώς ονομαζόταν Elsass, δηλαδή η "περιοχή του Ιλλ". Η πολυετής διεκδίκηση της Αλσατίας από τους δυο γειτονικούς λαούς, άφησε στο πέρασμα του χρόνου μια περιοχή με έντονες επιρροές από τις δύο χώρες, προσφέροντας σήμερα έναν μοναδικό αρχιτεκτονικό, καλλιτεχνικό και γαστρονομικό πλούτο. Αυτό όμως που την έχει κάνει διάσημη είναι το φημισμένο της κρασί. 
Η παραγωγή του κρασιού επέφερε οικονομική άνθηση στην ευρύτερη περιοχή και δημιούργησε ένα σύμπλεγμα πανέμορφων χωριών, τα οποία σήμερα συγκαταλέγονται στα ομορφότερα της Γαλλίας. Οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι σχετικά μικρές κι είναι εύκολα προσβάσιμα είτε έχει κανείς δικό του μέσο είτε χρησιμοποιώντας τις τοπικές συγκοινωνίες. Στη δική μας επίσκεψη αφιερώσαμε δύο μέρες κι επισκεφθήκαμε τα χωριά Εγκισάιμ, Ρικβίρ και Ριμπωβιλέ. 
Το Εγκισάιμ βρίσκεται μόλις 5 χλμ. νοτίως της Κολμάρ κι ανήκει στο διαμέρισμα του Άνω Ρήνου. Τον Μάιο του 2013 ψηφίστηκε ως το "Αγαπημένο γαλλικό χωριό" (Village préféré des Français), μια ετήσια διάκριση που περνάει από πόλη σε πόλη στη Γαλλία, αποδεικνύοντας πως η συγκεκριμένη βράβευση μόνο τυχαία δεν είναι. Επίσης, ανήκει στην ένωση των πιο όμορφων χωριών της Γαλλίας (Les Plus Beaux Villages de France). Το Εγκισάιμ ήταν το πιο μικρό από τα τρία χωριά που επισκεφθήκαμε και το πιο χαρακτηριστικό καθώς αποτελείται από δυο ομόκεντρους κύκλους κατοικιών γύρω από ένα παλιό οχυρό που βρισκόταν εκεί. Παρόλο που το χωριό είναι χτισμένο αιώνες πριν, η παραδοσιακή του αρχιτεκτονική έχει παραμείνει ανέπαφη. 
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η ανθρώπινη παρουσία στη συγκεκριμένη περιοχή, υπολογίζεται από την Παλαιολιθική Εποχή ενώ πολύ αργότερα κατοικήθηκε από τη γαλατική φυλή (Séquanes). Η καλλιέργεια του κρασιού ξεκίνησε  με την έλευση των Ρωμαίων. Τον 13ο αιώνα, οι Δούκες της Αλσατίας έχτισαν ένα οκταγωνικό κάστρο για να προστατεύει τους αμπελώνες δυο τοπικών ποικιλιών. Περιμετρικά του συγκεκριμένου κάστρου αναπτύχθηκε ο σημερινός οικισμός, ο οποίος υπήρξε γενέτειρα του Πάπα Λέοντα ΙΧ (1002-1054). Σήμερα, στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Λέοντος Θ', καθώς οι καθολικοί είχαν αγιοποιήσει τον συγκεκριμένο Πάπα.
Ξεκινήσαμε τον περίπατό μας από τον εξωτερικό κύκλο και μετά συνεχίσαμε στον δεύτερο εσωτερικό, καταλήγοντας στο τέλος για να απολαύσουμε το μεσημεριανό μας καφέ στην κεντρική πλατεία, όπου εξακολουθούν να δεσπόζουν τα απομεινάρια του μεσαιωνικού πύργου και το σιντριβάνι με το άγαλμα του Αγίου Λέοντα, το οποίο τοποθετήθηκε εκεί το 1842. Στις περιπλανήσεις μας συναντήσαμε πολλά περιποιημένα μικρά σπίτια με τις παραδοσιακές ξυλοδεσιές που συναντάμε στην ευρύτερη γαλλογερμανική περιοχή, τα έντονα χρώματα στις προσόψεις τους και τα φορτωμένα παράθυρά τους με πολύχρωμα και μυρωδάτα λουλούδια. Επίσης, στις προσόψεις αρκετών σπιτιών συναντήσαμε τις χαρακτηριστικές επιγραφές στην Αλσατική διάλεκτο, η οποία πρόσφερε μια περαιτέρω μυσταγωγική αύρα στο χωριό. Πέρα από την παραμυθένια του ομορφιά, αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στο χωριό ήταν η καθαριότητά του παρά το πλήθος των επισκεπτών του που είναι δυσανάλογο με το μέγεθος του χωριού αλλά κι η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε καθώς οι επισκέπτες σεβόντουσαν την ήρεμη ζωή των κατοίκων του χωριού. Η ησυχία ήταν τόσο έντονη που σε ορισμένα σημεία αισθανθήκαμε πως περιπλανιόμαστε ολομόναχοι στα πλακόστρωτα σοκάκια του.
Την επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε το Ρικβίρ (στα γαλλικά γράφεται Riquewihr ενώ στα γερμανικά Reichenweier), το οποίο απέχει 11 χλμ. βορειοδυτικά της Κολμάρ και θεωρείται κι αυτό με τη σειρά του ως ένα από τα ωραιότερα γαλλικά χωριά, καθώς ανήκει στην ένωση των πιο όμορφων χωριών της Γαλλίας (Les Plus Beaux Villages de France). Χτισμένο στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς των Βόσγιων Ορέων, το χωριό ανήκει στον Αλσατικό δρόμο του κρασιού καθώς οι περισσότεροι κάτοικοί του ασχολούνται με την καλλιέργεια των σταφυλιών και την παραγωγή κρασιού, κυρίως της ποικιλίας Riesling. Γι' αυτό το λόγο, πολλοί το αποκαλούν ως το "χωριό των αμπελουργών". Κατά την άποψή μου, το Ρικβίρ είναι το πιο όμορφο από τα τρία χωριά που επισκεφθήκαμε, καθώς ξεχωρίζει για τα πολύχρωμα διώροφα αλλά και τριώροφα σπίτια του, των οποίων η παλέτα των προσόψεών τους, ποικίλει με ζωηρές αποχρώσεις του κίτρινου, του μπλε, του κόκκινου, του πράσινου, του βεραμάν, της ώχρας, του ροζ και του πορτοκαλί, προσθέτοντας μια ανάλαφρη, φωτεινή διάσταση στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική του, η οποία έχει διατηρηθεί από τον 16ου αι. καθώς το χωριό έμεινε ανέπαφο από τις καταστροφές του Α' και Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, ένα από τα κοινά στοιχεία που έχει το Ρικβίρ με το Εγκισάιμ είναι τα πολύχρωμα λουλούδια που στολίζουν τα παράθυρα των σπιτιών. Σε κάθε γωνιά του Ρικβίρ συναντάς μια ποικιλία καλαίσθητων πινελιών ενός "ζωντανού πίνακα" που τραβούν μεμιάς την προσοχή των επισκεπτών. 
Επίσης, στο χωριό έχουν μείνει απομεινάρια του μεσαιωνικού τείχους που προστάτευε τον οικισμό κι ο πύργος Dolder που αποτελούσε τη δυτική πύλη του χωριού και χρονολογείται από τον 13ο αι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως σε πολλά από τα παλιά κτήρια του χωριού, έχουν διατηρηθεί τα ισόγεια κελάρια τους, που είχαν για να αποθηκεύουν οι παραγωγοί το κρασί τους, τα οποία όμως σήμερα έχουν μετατραπεί σε τουριστικά μαγαζιά αλλοιώνοντας κάπως την αυθεντικότητα του χωριού. Ωστόσο έχει διατηρηθεί το Κελάρι Χούγκελ, το οποίο φιλοξενεί το πιο παλιό βαρέλι στον κόσμο, το οποίο χρονολογείται από το 1715.
Ιστορικά, η πρώτη αναφορά που γίνεται για το συγκεκριμένο χωριό, χρονολογείται από το 1094, η οποία έκανε λόγο την αμπελουργία που άνθιζε στη συγκεκριμένη περιοχή. Το 1291, το χωριό πέρασε στα χέρια του Κόμη του Χόμπουργκ (Homburg), ο οποίος το οχύρωσε και σχημάτισε μια τάφρο περιμετρικά του οικισμού. Όμως, η κυριαρχία του κράτησε λιγότερο από 30 χρόνια καθώς το Ρικβίρ πέρασε στην κατοχή του Κόμη Ούρλιχ Χ της Βυρτεμβέργης και παρέμεινε σ' αυτήν ως το 1796, καθώς μετά πέρασε στη Γαλλία. Αξίζει να σημειωθεί πως το Ρικβίρ υπήρξε ένα "Winzerdorf", δηλαδή ένα «Αμπελουργικό Χωριό», καθώς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως εμπορικό κέντρο για το αλσατικό και το γερμανικό κρασί. Μάλιστα, το 1520 δημιουργήθηκε η πρώτη ένωση αμπελουργών, γεγονός που αντανακλά τη σημασία της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο, το Ρικβίρ γνώρισε μια μεγάλη οικονομική άνθηση.
Παρά το μέγεθός του, το Ρικβίρ έχει αρκετά σημεία που αξίζει να επισκεφθεί κανείς, όπως ο Πύργος των Κλεφτών, ο οποίος είναι τμήμα τον οχυρώσεων του 13ου αι. Ο πύργος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Ένας από τους ορόφους του συνδέεται με ένα οινοπαραγωγικό κτίσμα του 1563, δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες να πάρουν μια γεύση τόσο για την άμυνα της πόλης όσο και για την οινοποιητική της παράδοση.
Το Δημαρχείο του Ρικβίρ είναι το πρώτο αξιοθέατο που συναντά κανείς με το που φτάσει στο χωριό. Χτίστηκε τον 18ο αι. και θεωρείται ως ένα από τα πιο κομψά αρχιτεκτονικά κτήρια του χωριού, το οποίο μαρτυρά την οικονομική ευημερία του Ρικβίρ την περίοδο της ακμής του. 
Από την μεγάλη πύλη που βρίσκεται στο ισόγειο του δημαρχείου, ξεκινάει ο κεντρικός πεζόδρομος του χωριού που έχει το όνομα του Στρατηγού Ντε Γκωλ (Rue du General de Gaulle), ο οποίος καταλήγει στον πύργο Dolder. Σε αυτό τον καλοδιατηρημένο πεζόδρομο αλλά και τα πέριξ στενάκια υπάρχουν σήμερα πολλά καφέ, μπιστρό, εστιατόρια και καταστήματα με τοπικά προϊόντα όπως κρασιά, μέλι, αλσατικές πίτες αλλά κι αναμνηστικά. Ωστόσο, στα γύρω στενά του συγκεκριμένου δρόμου υπάρχουν μικρά οικογενειακά οινοποιεία, τα οποία αξίζει να επισκεφθεί κανείς για να δοκιμάσει αλλά και να αγοράσει φυσικά,  τις ποικιλίες κρασιών που παράγουν.
Στο τελείωμα του κεντρικού δρόμου ορθώνεται το σημαντικότερο μνημείο του χωριού, το οποίο είναι ο ύψους 25 μέτρων Πύργος Ντόλντερ (Dolder). Ο συγκεκριμένος πύργος, ο οποίος χρονολογείται από τον 1291, υπήρξε αμυντικό οικοδόμημα που προστάτευε το χωριό από τους εισβολείς αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε ορόσημο του Ρικβίρ. Στους ορόφους του πύργου υπάρχει έκθεση που παρουσιάζει την ιστορία του χωριού από τον 13ο ως τον 17ο αι. ενώ στην κορυφή του μπορεί να θαυμάσει κανείς την κοιλάδα του Ρήνου από ψηλά.
Σε ένα από τα σοκάκια που τέμνουν κάθετα τον κεντρικό δρόμο του χωριού, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου, η οποία χρονολογείται από τον 15ο αι. κι είναι ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κτήρια του Ρικβίρ. Μεμιάς ξεχωρίζει από τα παραδοσιακά σπίτια που βρίσκονται γύρω της καθώς, η γοτθική της αρχιτεκτονική, της δίνει μια τάση προς τον ουρανό. 
Τέλος, στο Ρικβίρ βρίσκεται το Μουσείο Hansi, το οποίο είναι αφιερωμένο στον διάσημο Αλσατό καλλιτέχνη και σκιτσογράφο Jean-Jacques Waltz, γνωστό ως Hansi. Το μουσείο παρουσιάζει μια συλλογή από έργα του που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή και την παράδοση της Αλσατίας μέσα από μια ρομαντική και χιουμοριστική ματιά.
Ένα τελευταίο στοιχείο που μου τράβηξε την προσοχή στο Ρικβίρ, ήταν η συλλογή μεγάλων φωτογραφικών ντοκουμέντων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν διάσπαρτα σε όλο το χωριό και κυρίως στα σοκάκια ή στα σημεία που είχαν τραβηχτεί τότε. Μια πρωτοβουλία ενδιαφέρουσα διότι από τη μια διατηρεί τη μνήμη άσβεστη αλλά από την άλλη σε κάνει αποδέκτη της μονόπλευρης (και πιθανότατα προπαγανδιστικής) καταγραφής και παρουσίασης της ιστορίας σε μια περιοχή της Ευρώπης που για αιώνες περνούσε από τα χέρια του ενός στα χέρια του άλλου.
Οι περιπλανήσεις μας στα αλσατικά χωριά ολοκληρώθηκαν με την απογευματινή μας επίσκεψη στο Ριμπωβιλέ (στα γαλλικά γράφεται Ribeauvillé ενώ στα γερμανικά Rappoltsweiler), το οποίο βρίσκεται 16 χλμ. από την Κολμάρ. Το χωριό ήταν γνωστό από τον 8ο αι. ως Rathaldovilare κι άνηκε στους Επισκόπους της Βασιλείας. Στη συνέχεια πέρασε στους Λόρδους κι αργότερα στους Κόμητες του Rappoltstein, οι οποίοι ήταν από τους πιο διάσημους ευγενείς στην Αλσατία.
Σε σχέση με το Εγκισάιμ που έχει στρογγυλό σχήμα και το Ρικβίρ που έχει σχεδόν τετράγωνο σχήμα, το Ριμπωβιλέ εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας. Περιμετρικά του χωριού έχουν μείνει απομεινάρια από τα μεσαιωνικά τείχη ενώ εντός του οικισμού έχουν διατηρηθεί κάμποσα γραφικά μεσαιωνικά σπίτια. Στην καρδιά του χωριού θα συναντήσει κανείς τις δυο παλιές γοτθικές εκκλησίες του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Αυγουστίνου καθώς και το δημαρχείο, το οποίο φιλοξενεί μια πολύτιμη συλλογή αρχαιοτήτων. Δίπλα στο Δημαρχείο ορθώνεται ο Πύργος των Κρεοπωλών (Bouchers), ο οποίος χτίστηκε το 1260 κι έχει ύψος 30 μέτρα. Ο συγκεκριμένος πύργος είναι ο τελευταίος από τους τέσσερις πύργους που ανήκαν στην οχύρωση του χωριού. Ο πύργος είναι χτισμένος σε δυο διαφορετικές περιόδους, κάτι που φαίνεται από τα διαφορετικά οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο κάτω μέρος που ορθώθηκε τον 13ο αι. με το πάνω μέρος που χτίστηκε τον 16ο αι. Στο τελείωμα του πύργου έχει τοποθετηθεί ένα μεγάλο ρολόι και το οικόσημο της οικογένειας Ribeaupierre. Κάτω από τον μεγάλο πύργο απλώνεται η μεσαιωνική αγορά του χωριού. 
Συνεχίζοντας την βόλτα μας, συναντήσαμε την Place de la Sinne με το υπέροχο σιντριβάνι της, έργο του Andre Friederich, ενός γλύπτη με καταγωγή από το Ριβωμπιλέ, ο οποίος το 1861 αποφάσισε να το δωρίσει στη γενέτειρά του. Το έργο προοριζόταν για την Plaza de la Republica ή το Δημαρχείο αλλά τελικά αποφασίστηκε να εγκατασταθεί στη θέση που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μορφή που βρίσκεται στη κορυφή του σιντριβανιού είναι μια αλληγορία του Ριβωμπιλέ. Περιμετρικά του σιντριβανιού, απλωνόταν ένα σύμπλεγμα βαρελιών κρασιού. Ολοκληρώσαμε τις περιπλανήσεις μας στο χωριό μέχρι το τελείωμα της Grand Rue, απ' όπου μπορούσαμε να θαυμάσουμε τα τρία διάσημα κάστρα της Αλσατίας, το Saint-Ulrich, το Girsberg και το Haut-Ribeaupierre, τα οποία παλαιότερα ανήκαν στους άρχοντες του Ριβωμπιλέ (ή Rappoltstein). 
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος πίσω από τα βουνά της περιοχής, πήραμε το λεωφορείο για να επιστρέψουμε στην Κολμάρ. Μπαίνοντας στο όχημα, άκουσα από τα ηχεία να παίζει ένα γνωστό κομμάτι των Doors. "Ωραία μουσική" είπα στον οδηγό, ο οποίος αμέσως έλαμψε από τη χαρά του. Προσπαθώντας να μιμηθεί την αμερικανική προφορά, γεγονός που μου έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς το έκανε ένας Γάλλος (μάλλον ξέχασε για λίγο τον σοβινισμό του) θέλησε να μου εξηγήσει γιατί αγαπάει τόσο πολύ την ροκ μουσική. Με την όμορφη διάθεση του οδηγού, το απαλό φως του ήλιου και τη γνώριμη φωνή του Τζιμ Μόρισον, επιστρέψαμε στη Κολμάρ. 

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Μασσαλία, η γαλλική πόλη με το ελληνικό ταμπεραμέντο



Από τα μέχρι τώρα ταξίδια μου, κατατάσσω την Μασσαλία στην κατηγορία των πόλεων που ενώ τις επισκέπτομαι με προκατειλημμένη διάθεση, τελικά τις αποχωρίζομαι με μεγάλη δυσκολία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Μασσαλία μου είχε δημιουργήσει αρκετές επιφυλάξεις εξαιτίας της εγκληματικότητας που την μαστίζει εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα, λίγους μήνες πριν την επίσκεψή μου εκεί, είχε προηγηθεί ένα ακραία αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών των συμμοριών της πόλης, το οποίο είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των κατοίκων της κι είχε εντείνει την ανησυχία μου για τη διαμονή μου εκεί. Όμως, από τις πρώτες μας επιφυλακτικές περιπλανήσεις, η ανησυχία μου άρχισε να σβήνει και να αντικαθίσταται από έναν ενθουσιασμό που όλο και περισσότερο φούντωνε. Μετά από τρεις μέρες, ήμουν σε θέση να δηλώσω με απόλυτη βεβαιότητα πως είμαι τρελά γοητευμένος και μαγεμένος με αυτήν την πόλη. 
Η Μασσαλία είναι η μεγαλύτερη πόλη της Κυανής Ακτής κι η δεύτερη μεγαλύτερη της Γαλλίας, με 2 εκατομμύρια κατοίκους. Θεωρείται πως είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης κι ένα από τα ισχυρότερα λιμάνια της Μεσογείου για πολλούς αιώνες. Επίσης, η Μασσαλία υπήρξε γενέτειρα σπουδαίων ανθρώπων στο χώρο των τεχνών αλλά και πηγή έμπνευσης γι' άλλους. Στην πόλη αυτή γεννήθηκαν ο χορογράφος Μορίς Μπεζάρ, ο ποιητής Εντμόν Ροστάν κι ο συγγραφέας Αντονέν Αρτό κι ενέπνευσε τους ζωγράφους Σεζάν, Μπρακ και Ρενουάρ. Τέλος, δεν γίνεται να παραλείψω πως κέρδισε την καρδιά του κοσμογυρισμένου Νίκου Καββαδία. 
Η Μασσαλία πέρασε πολλές περιόδους άνθησης και παρακμής. Τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να αναιρέσει το βεβαρημένο της ιστορικό κι επιδιώκει να προβάλλει ένα πιο σύγχρονο κι ανανεωμένο πρόσωπο. Όμως, πίσω από τη σημερινή της "νεανική" κι εναλλακτική της όψη, κρύβεται μια μακραίωνη ιστορία με ελληνικές καταβολές, που κάνουν τους Μασσαλιώτες περήφανους μέχρι και σήμερα. Οι αρχαιοελληνικές ρίζες της πόλης είχαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της «ναυτικής» της ταυτότητας. 
Η ιστορία της Μασσαλίας ξεκινάει από το 600 π.Χ, όταν η πόλη ιδρύθηκε από Έλληνες Φωκαείς. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Πρωτέας έφυγε από την πατρίδα του την Φώκαια, αναζητώντας κατάλληλες τοποθεσίες στη Μεσόγειο για να ιδρύσει εμπορικούς κόμβους. Φτάνοντας στον κόλπο του Λακιντόν, ανακάλυψε μια πρόσφορη περιοχή όπου κατοικείτο εκείνη την εποχή από διάφορες φυλές Λιγουρίων. Ο Πρωτέας προσκλήθηκε από τον αρχηγό μιας φυλής, που μετά από ένα συμπόσιο, του πρόσφερε το χέρι της κόρης του Γκυπτίς σε γάμο. Εκείνος δέχτηκε και εγκαταστάθηκε με την σύζυγό του σε έναν λόφο βορειότερα, ο οποίος μετατράπηκε στον ιδρυτικό πυρήνα της μεγάλης μητρόπολης.
Η Μασσαλία εξελίχθηκε σε μεγάλη εμπορική αποικία, με πάνω από χίλιους κατοίκους, που γέννησε πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όπως τον γεωγράφο κι εξερευνητή Πυθέας (4ος αιώνας π.Χ) και τον θαλασσοπόρο Ευθυμένη τον Μασσαλιώτη. Για πολλά χρόνια υπήρξε ένα δραστήριο εμπορικό κέντρο διανομής κρασιού και σκλάβων μεταξύ των Γαλατών και των Ρωμαίων. Όμως, το 49 π.Χ. έχασε την ανεξαρτησία της μετά την κατάληψη της πόλης από τον Ιούλιο Καίσαρα. Εκείνην την περίοδο, τα ίχνη της αρχαιοελληνικής πόλης αντικαταστάθηκαν από έναν πιο σύγχρονο ρωμαϊκό οικισμό, ο οποίος με τη σειρά του δεν κατάφερε να διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Κάποια απομεινάρια από τους δυο μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας που σφράγισαν την ιστορία της περιοχής, έσβησαν οριστικά τόσο από την παραμέληση των τοπικών αρχών όσο κι από τους βομβαρδισμούς από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 
Μετά την πτώση της Ρώμης η Μασσαλία έπεσε διαδοχικά στα χέρια Βησιγότθων, Οστρογότθων και Φράγκων. Τους επόμενους αιώνες, η πόλη βίωσε διαδοχικά περιόδους σημαντικής οικονομικής ακμής αλλά και βαθιάς κρίσης, όπως π.χ. όταν έχασε πάνω από τον μισό πληθυσμό της κατά την φονική επιδημία της βουβωνικής πανώλης την περίοδο 1347-1349. Το 1792 ήταν μία από τις πόλεις που δέχτηκαν με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό τη Γαλλική Επανάσταση, στέλνοντας πολλούς στρατιώτες στο Παρίσι. Από τα πολεμικά εμβατήρια των συγκεκριμένων ανδρών προήλθε αργότερα ο διάσημος γαλλικός εθνικός ύμνος, η επονομαζόμενη "Μασσαλιώτιδα". Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και των Ιταλών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποζημιώσουν και να συνεισφέρουν στην μεταπολεμική της ανοικοδόμηση. Από το 1962 η πόλη έγινε το μεγαλύτερο κέντρο εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη, καθώς από το λιμάνι της πέρασαν τουλάχιστον 1.000.000 μετανάστες, κυρίως από την Αλγερία. Σήμερα η  Μασσαλία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοδαπών μεταναστών από οποιαδήποτε άλλη πόλη στη Γαλλία. Σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της αποτελείται από Αφρικανούς κι Άραβες, με σημαντικά ποσοστά Ρώσων, Ισπανών, Ιταλών, Τούρκων, Αρμενίων, Εβραίων και Κινέζων, προσφέροντας μια πολυπολιτισμική αύρα στις γειτονιές της.
Οι περιπλανήσεις μας στην πανέμορφη πόλη της Μασσαλίας ξεκίνησαν από το διασημότερο αξιοθέατο και σήμα κατατεθέν της πόλης, τη Βασιλική Notre Dame de la Garde, η οποία στέκει στην κορυφή ενός λόφου πάνω από το παλιό λιμάνι. Πρόκειται για μια νεοβυζαντινή εκκλησία με χαρακτηριστική επένδυση από λευκό ασβεστόλιθο, πράσινο ψαμμίτη και γκρι μάρμαρο, της οποίας την αρχιτεκτονική επιμελήθηκε ο Henri Jaques Esperadieu. Ξεκίνησε τη λειτουργία της με τη μορφή που έχει σήμερα τον Ιούνιο του 1864 αφού αντικατέστησε το ναό που βρισκόταν προηγουμένως εκεί από το 1214. Από κοντά μοιάζει αρκετά με οχυρό, καθώς βρίσκεται σε ένα υπερυψωμένο προαύλιο, του οποίου η πρόσβαση γίνεται μέσω μιας ανακλινόμενης ξύλινης γέφυρας. Το οικοδόμημα που βρίσκεται εντός των ψηλών τειχών, αποτελείται από τρία μέρη. Πρώτα συναντάμε μια ρωμαϊκή κρύπτη, την οποία προσπεράσαμε αμέσως καθώς δεν είχε κάτι αξιόλογο να δούμε. Ακριβώς από πάνω της στέκει ο νεοβυζαντινός ναός με την εκπληκτική ψηφιδωτή του διακόσμηση. Μείναμε αρκετή ώρα εντός του ναού εντυπωσιασμένοι από τα υπέροχα ψηφιδωτά, τα ναυτικά αναθήματα που θα αναφερθώ παρακάτω και τα πορτραίτα πλοίων που είναι κρεμασμένα στους τοίχους. Το κτηριακό σύμπλεγμα ολοκληρώνεται με το καμπαναριό ύψους 41 μέτρων, στην κορυφή του οποίου στέκει ένα χρυσό άγαλμα της Παναγίας, ύψους άνω των 11 μέτρων. Όταν έχει καλό καιρό, το άγαλμα μαζί με το καμπαναριό λειτουργούν ως ένα είδος φάρου για τους ναυτικούς.
Η ύπαρξη των ναυτικών αναθημάτων που είναι κρεμασμένα στο εσωτερικό του ναού, είναι μια θρησκευτική συνήθεια που προέρχεται από την ύπαρξη μιας παλαιότερης εκκλησίας που βρισκόταν στη θέση της σημερινής βασιλικής από τον 12ο αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Μασσαλίας ήταν συνδεδεμένοι με κάποιο τρόπο με τη θάλασσα, οπότε οι ναυτικοί έφερναν στην εκκλησία κομμάτια από εξαρτήματα πλοίων και βυθισμένων ναυαγίων για να κερδίσουν κάποια θεϊκή προστασία για τα ταξίδια τους. Αυτή η θρησκευτική παράδοση έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, γι' αυτό υπάρχει αυτή η πλούσια συλλογή μοντέλων από παλιά και σύγχρονα πλοία, αεροπλάνα και ελικόπτερα διάσωσης, η οποία αιωρείται από την οροφή της βασιλικής.
Καθώς ο λόφος είναι ο ψηλότερος στο κέντρο της πόλης, προσφέρει την καλύτερη θέα της Μασσαλίας. Από εκεί ψηλά αντικρίσαμε το νησιωτικό σύμπλεγμα που προστατεύει την είσοδο του Παλιού Λιμανιού, το φημισμένο πανεπιστήμιο της πόλης Aix-Marseille University, τα δύο φρούρια που προστατεύουν την είσοδο του λιμανιού, το διάσημο μουσείο Μεσογειακού Πολιτισμού Mucem, το θρυλικό στάδιο Βελοντρομ κι ένα σωρό άλλα αξιοθέατα που μας περίμεναν να τα επισκεφθούμε.
Από το λόφο που βρίσκεται η Βασιλική Notre Dame de la Garde, κατηφορίσαμε στο Παλιό της Λιμάνι, το οποίο θεωρείται ως το δεύτερο πιο αναγνωρισμένο σημείο της πόλης κι υπήρξε φόντο όλων των σημαντικών γεγονότων που έχουν σημειωθεί εκεί. Το σημαντικότερο αξιοθέατο του Παλιού Λιμανιού είναι τα δύο οχυρά που έλεγχαν κάποτε την είσοδό του και τα τείχη τους που σχεδιάστηκαν για να αποκρούουν τόσο τις εχθρικές επιθέσεις από τη θάλασσα όσο και τις έντονες δραστηριότητες των ίδιων των κατοίκων της πόλης. Σήμερα, το Παλιό Λιμάνι είναι το σημείο που συγκεντρώνονται οι κάτοικοι της Μασσαλίας για επίσημους εορτασμούς, κοινωνικές διαμαρτυρίες αλλά και για καθημερινές στιγμές χαλάρωσης. Εξάλλου, το σύγχρονο εμπορικό λιμάνι της πόλης μεταφέρθηκε λίγο πιο έξω από τον αστικό ιστό, μειώνοντας αισθητά την κίνηση του παλιού λιμανιού, το οποίο σήμερα φιλοξενεί σκάφη αναψυχής και ψαράδικα κι οι παλιοί αποθηκευτικοί του χώροι έχουν μετατραπεί σε μοντέρνους χώρους εστίασης.
Στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού βρίσκεται ένα σύγχρονο κι άκρως ενδιαφέρον μουσείο με εκπληκτικό αρχιτεκτονικό ύφος, το οποίο παρόλο που φαίνεται παράταιρο με το τοπίο, έχει δέσει εντυπωσιακά κι αρμονικά με τα μνημεία που βρίσκονται γύρω του. Το Musée des Civilisations de l’Europe et de la Méditerranée, ή αλλιώς Mucem, εγκαινιάστηκε στη Μασσαλία την περίοδο που η γαλλική πόλη διετέλεσε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2013 και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον μουσειακό ίδρυμα παγκόσμιων προδιαγραφών. Η θεματολογία του εστιάζει στους πολιτισμούς των μεσογειακών χωρών και στην αλληλεπίδρασή τους μέσα από το εμπόριο, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας, της ιστορίας και της παράδοσης των ευρωπαίων κρατών που βρέχονται σήμερα από τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι εκθεσιακές συλλογές του είναι πλούσιες κι ο τρόπος παρουσίασης τους προσφέρει μια εντυπωσιακή διάδραση με το κοινό. Έχω την αίσθηση πως είναι ένα από τα μουσεία που έχω προσφέρει αρκετή ώρα περιπλανήσεων στις αίθουσες του.
Απέναντι από το Mucem βρίσκεται ο επιβλητικός καθεδρικός ναός Major, ο οποίος είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό οικοδόμημα της πόλης κι είναι αφιερωμένος στην Παναγιά. Ο καθεδρικός ναός χτίστηκε μεταξύ 1852 με 1893 στην άκρη της συνοικίας Panier κι εντυπωσιάζει με το ασυνήθιστο και περίτεχνο νεοβυζαντινό του στυλ. Η εξωτερική του όψη ξεχωρίζει με τα έντονα αραβικά στοιχεία κι η είσοδός του με την περίτεχνη λιθοδομή και τον ψηφιδωτό διάκοσμο στους θόλους της.
Μέσω μιας αερογέφυρας που ξεκινάει από το Mucem περάσαμε στο παλιό οχυρό του Saint-Jean, το οποίο υπήρξε κλειστό για το κοινό για πολλά χρόνια. Πλέον έχει αναστηλωθεί, μετατρέποντάς το σε μέρος στο οποίο μπορεί κανείς να περιπλανηθεί και να απολαύσει τη θέα στη θάλασσα και τους μεσογειακούς κήπους που το περιβάλλουν. Από το 2013 τα τρία τμήματα του φρουρίου, ο πύργος King Rene, το κτίριο DRASSM και το κτίριο Georges Henri Riviere χρησιμοποιούνται για μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις.
Παίρνοντας μια άλλη αερογέφυρα (κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της αερογέφυρας που ξεκινάει από το Mucem) βρεθήκαμε στο λόφο που φιλοξενεί την παλιά συνοικία της Μασσαλίας, την περίφημη Le Panier με την μποέμικη αύρα της και τα πολύχρωμα σοκάκια της, τα οποία είναι γεμάτα γκράφιτι, θέατρα, ζεστά μπιστρό και καταστήματα φορτωμένα με αντίκες και σπάνια αντικείμενα για μανιώδεις συλλέκτες. Θα μπορούσαμε άνετα να παρομοιάσουμε τη συγκεκριμένη συνοικία με την Πλάκα και τα Αναφιώτικα της Αθήνας κι όχι άδικα. Επίσης, εικάζεται ότι στην πλατεία Place de Lenche με τα όμορφα καφέ της, η οποία έχει μια κατηφορική κλίση με θέα προς το παλιό λιμάνι και τον απέναντι λόφο με τη βασιλική της Notre Dame de la Garde, εγκαταστάθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Αυτό που με εντυπωσίασε στη συγκεκριμένη συνοικία είναι ο νεανικός της παλμός, τα καλαίσθητα γκράφιτι που προσπαθούν να εναρμονιστούν με τις γήινες αποχρώσεις των σπιτιών, τη ζεστασιά των ανθρώπων που έχουν ανοίξει όμορφα και γουστόζικα μαγαζάκια στα στενά σοκάκια της και μια έκπληξη που μας βρήκε στην Place de la Charité, η οποία φιλοξενεί το Μουσείο Μεσαιωνικής Αρχαιολογίας και Τεχνών της Αφρικής, της Ωκεανίας και της Αμερικής. Στο συγκεκριμένο μουσείο φιλοξενείται η μεγαλύτερη αιγυπτιακή συλλογή που υπάρχει στη Γαλλία, μετά την αντίστοιχη που στεγάζεται στο μουσείο του Λούβρου. 
Το "La Vieille Charité", όπως ονομάζεται το συγκεκριμένο μουσείο, είναι ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα της Μασσαλίας. Αρχικά χτίστηκε τον 17ο αιώνα ως φιλανθρωπικό ίδρυμα για τους φτωχούς σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Pierre Puget, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε. Σήμερα φιλοξενεί ένα πολιτιστικό συγκρότημα που προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Τις τελευταίες δεκαετίες, το La Vieille Charité έχει μετατραπεί σε ένα ζωντανό πολιτιστικό κέντρο, προσφέροντας ένα ευρύ φάσμα εκθέσεων τέχνης, μουσείων και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Επίσης φιλοξενεί διάφορες περιοδικές εκθέσεις, παραστάσεις και εκπαιδευτικές εκδηλώσεις καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Αυτός ο συνδυασμός ιστορίας, πολιτισμού και τέχνης καθιστά το La Vieille Charité έναν μοναδικό χώρο που συνδυάζει το παρελθόν με το παρόν, προσφέροντας μια εμπλουτιστική εμπειρία για όλους τους επισκέπτες.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του La Vieille Charité αντανακλά τις καλλιτεχνικές και πολιτιστικές επιρροές της εποχής. Το κομψό μπαρόκ ύφος του, με τις συμμετρικές γραμμές και την περίτεχνη λιθοδομή, είναι ένα τέλειο παράδειγμα της μεγαλοπρέπειας του 17ου αιώνα. Η διάταξη του κτιρίου επικεντρώνεται γύρω από μια μεγάλη αυλή, που περιβάλλεται από στοές, και στεφανώνεται από έναν όμορφο τρούλο, καθιστώντας το ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό θαύμα στην καρδιά της Μασσαλίας. Με την πάροδο των αιώνων, το La Vieille Charité έχει υποστεί αρκετές ανακαινίσεις για να διατηρήσει την ιστορική και αρχιτεκτονική του ακεραιότητα. Η πιο πρόσφατη αποκατάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα εξασφάλισε ότι το κτίριο παραμένει σύμβολο της δέσμευσης της πόλης για τη διατήρηση της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Ως σύμβολο φιλανθρωπίας και πολιτισμού, το La Vieille Charité υπήρξε μάρτυρας της μεταμόρφωσης της Μασσαλίας κατά τη διάρκεια των αιώνων. Από το ταπεινό ξεκίνημά του ως καταφύγιο για τους φτωχούς μέχρι τον σημερινό του ρόλο ως πολιτιστικό ίδρυμα, το κτίριο αποτελεί υπενθύμιση της πλούσιας ιστορίας και της ανθεκτικότητας της πόλης. Σήμερα, χρησιμεύει όχι μόνο ως μουσείο και πολιτιστικός χώρος, αλλά και ως ζωντανή μαρτυρία της εξελισσόμενης ταυτότητας της Μασσαλίας. 
Βγαίνοντας από τα δαιδαλώδη σοκάκια της Le Panier, βρεθήκαμε μπροστά στο Ιστορικό Μουσείο της Μασσαλίας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1983 με σκοπό να φιλοξενήσει τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής που προέκυψαν από εκσκαφές για την ανέγερση του εμπορικού κέντρου. Στην αρχή, το μουσείο φιλοξένησε τα ευρήματα που είχαν ανακαλυφθεί στη συγκεκριμένη ανασκαφή, με το παλαιότερο να χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ.. Όμως σήμερα, η εκθεσιακή του συλλογή περιλαμβάνει ιστορικά αντικείμενα που χρονολογούνται μέχρι τον 18ο αι. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου μουσείου ξεκινάει από το 1967, όταν άρχισε δηλαδή η κατασκευή του εμπορικού κέντρου Bourse. Στις τότε εργασίες αποκαλύφθηκε ένα τμήμα του παλιού λιμανιού κι απομεινάρια του λίθινου τείχους που υψωνόταν γύρω απ' αυτό, τα οποία διατηρήθηκαν κι αναδείχθηκαν. Σήμερα, ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους στη Μασσαλία. Αυτό που με κέρδισε στο συγκεκριμένο μουσείο ήταν το βίντατζ ύφος του που θύμιζε αρκετά την αισθητική των 80s, ο άπλετος χώρος που αναδεικνύει τα εκθέματα κι άνεση του κοινού να κινηθεί ανάμεσα σ' αυτά, η ψηφιακή προβολή που δείχνει τη μορφή του αρχαίου λιμανιού βοηθώντας μας να κατανοήσουμε τα απομεινάρια που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο κι η καλοσυνάτη ευγένεια του προσωπικού. 
Επιστρέφοντας προς το παλιό λιμάνι, διασχίσαμε την "Rue Canebierre", η οποία είναι ένας από τους πιο ιστορικούς δρόμους της Μασσαλίας μήκους ενός περίπου χιλιομέτρου. Κατασκευάστηκε το 1666 όταν αποφασίστηκε η επέκταση της πόλης και μετατράπηκε σε σημείο συνάθροισης της υψηλής κοινωνίας με καφέ και πολυτελή καταστήματα. Στο Παλιό Λιμάνι περάσαμε κάτω από το Norman's Big Umbrella, ένα έργο τέχνης μεγάλης κλίμακας του αρχιτέκτονα Norman Foster, το οποίο είναι ένας πελώριος καθρέφτης από ανοξείδωτο ατσάλι 46 μέτρα μήκος και 22 πλάτους, ο οποίος αιωρείται 6 μέτρα πάνω από τα κεφάλια των περαστικών. Με την παρουσία του αυτή δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο περιβάλλον καθώς οι περαστικοί που περνούν κάτω απ' αυτόν, βλέπουν τα ανεστραμμένα είδωλά τους. Στην αρχή, οι κάτοικοι της πόλης δεν είδαν με καλό μάτι τη συγκεκριμένη κατασκευή. Όμως, δέκα χρόνια μετά, θεωρούν πως είναι πια ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Μασσαλίας. 
Η βόλτα μας συνεχίστηκε ως την άλλη άκρη του Παλιού Λιμανιού, όπου βρίσκεται το φημισμένο δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο Aix-Marseille University. Το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο προέκυψε μετά την ένωση των Πανεπιστημίων Paul Cezanne, University of the Mediterranean και University of Provence το 2012. Πρόκειται για το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στη Γαλλία και όλο το γαλλόφωνο κόσμο, με 70.000 σπουδαστές κι αποτελείται από 5 βασικά campus και άλλα περιφερειακά. Στην παγκόσμια κατάταξη των πανεπιστημίων βρίσκεται στη θέση 101-150 κι είναι περήφανο που πολλοί από τους απόφοιτούς του έχουν διακριθεί παγκοσμίως σε διάφορους τομείς της νομικής, της πολιτικής, της οικονομίας και της λογοτεχνίας. Πολλοί εξ αυτών έχουν βραβευθεί με Νόμπελ και Πούλιτζερ. Περνώντας από τις πύλες του συγκεκριμένου πανεπιστημίου, νιώθεις μια ανανεωτική φρεσκάδα και μια νεανική αισιοδοξία από τους φοιτητές που περιφέρονται στον προαύλιο χώρο του, ο οποίος θεωρώ πως είναι η ομορφότερη βεράντα του Παλιού Λιμανιού. Εκεί βρίσκεται και το Palais du Pharo, ένα παλιό ανάκτορο του 1858 που χτίστηκε για τον Ναπολέοντα Γ' που σήμερα έχει μετατραπεί σε συνεδριακό κέντρο. 
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε τις περιπλανήσεις μας από ένα εναλλακτικό αξιοθέατο, το οποίο είναι αρκετά διάσημο για τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους. Αναφέρομαι στο επιβλητικό στάδιο Βελοντρόμ, έδρα της ομάδας Olympique de Marseille. Αρχικά, το γήπεδο είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί 60.000 θεατές, αλλά μετά τις ανακαινίσεις που έγιναν για τους αγώνες του FIFA EURO 2016, η χωρητικότητά του περιοριστηκε στους 40.000. Το Βελοντρόμ το αντίκρυσα για πρώτη φορά όταν βρισκόμουν στην κορυφή του λόφου της Notre Dame de la Garde. Το μέγεθός του εντυπωσιάζει τόσο από μακριά όσο κι όταν βρίσκεται κανείς  από κάτω του. Με έπιανε συνεχώς ένα δέος κάθε φορά που σήκωνα το κεφάλι μου και κοιτούσα το βαρύ του καμπυλωτό στέγαστρο. Επίσης, θέλω να επισημάνω πως η Olympique de Marseille έχει την καλύτερη μπουτίκ ομάδας απ' όσες έχω επισκεφθεί μέχρι σήμερα. 
Από το Βελοντρόμ πήραμε το μετρό και κινηθήκαμε βορειοανατολικά, αναζητώντας ένα ακόμη ιστορικό μνημείο της πόλης κι ένα από τα ομορφότερα πάρκα της Γαλλίας, το υπέροχο Palais Longchamp. Το συγκεκριμένο οικοδομικό κομψοτέχνημα χτίστηκε για να γιορτάσει την άφιξη του νερού στην πόλη και είναι ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό επίτευγμα, με τα σιντριβάνια και τους μνημειώδεις καταρράκτες του να εκπλήσσουν μέχρι σήμερα τους επισκέπτες. Η πρωτοβουλία για μεταφορά του νερού στην πόλη, προήλθε μετά από μια επιδημία χολέρας που έπληξε την πόλη το 1845 λόγω έλλειψης πηγών. Για την υλοποίηση του έργου επιλέχθηκε ο μηχανικός γεφυρών και δρόμων Franz Mayor de Montricher, οποίος κατάφερε τον 16ο αιώνα να κατασκευάσει  ένα κανάλι 85 χιλιομέτρων για να φέρει νερό από τον ποταμό Durance που έχει τις πηγές του στις Άλπεις. Τελικά, με τη συμμετοχή του αρχιτέκτονα Henri-Jacques Espérandieu, κατασκευάστηκε ένα κανάλι μήκους 93 χιλιομέτρων, ανοίχτηκαν υπόγεια περάσματα κι ορθώθηκαν 18 γέφυρες και υδραγωγεία. Επίσης χρειάστηκαν σχεδόν 15 χρόνια σκληρής εργασίας, για να χτιστεί ο πύργος νερού, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1869 και γιορτάστηκε με την κατασκευή του Palais Longchamp, στο ομώνυμο οροπέδιο, για το οποίο σχεδιαστικά υπεύθυνος ήταν ο Henri-Jacques Espérandieu. 
Το οικοδόμημα που σχεδιάστηκε στη κορυφή του λόφου είναι εντυπωσιακό. Μου είχε κεντρίσει την προσοχή μέσα από φωτογραφίες που είχα δει πριν το επισκεφθώ, όμως η επιβλητική του όψη από κοντά είναι απερίγραπτη. Από κάθε πλευρά της δεξαμενής νερού, ξεκινούν δύο ανοιχτές κιονοστοιχίες, οι οποίες οδηγούν σε δύο μουσεία. Στην αριστερή πτέρυγα, φιλοξενείται το Μουσείο Καλών Τεχνών Musée des Beaux-Arts, με πίνακες, σχέδια και γλυπτά του 17ου και 18ου αιώνα, το οποίο ιδρύθηκε το 1801 και είναι το παλαιότερο μουσείο στη Μασσαλία. Στη δεξιά πτέρυγα, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Museum d’Histoire Naturelle, το οποίο βραβεύτηκε με τον τίτλο του Μουσείου πρώτης κατηγορίας (first-class museum) το 1967, χάρη στις συλλογές του. Από τη μεριά που κοιτάει το οικοδόμημα προς την πόλη, υπάρχει ένας εντυπωσιακός καταρράκτης ενώ από την άλλη πλευρά απλώνεται ένα θεόρατο πάρκο. 
Όταν το μνημείο εγκαινιάστηκε το 1869, επιλέχθηκαν αρκετοί γλύπτες για να το διακοσμήσουν με έργα τέχνης. Στην κορυφή του καταρράκτη δεσπόζει ένα σύμπλεγμα με τα γλυπτά τεσσάρων μεγάλων ταύρων, τριών γυναικών και μιας κεντρικής φιγούρας που αντιπροσωπεύει τον ποταμό Durance, ενώ οι άλλες μορφές αντιπροσωπεύουν τα σταφύλια, το σιτάρι και τη γονιμότητα. Πίσω από το σύμπλεγμα που ορθώνεται πάνω από τον καταρράκτη, βρίσκεται ένα τεχνητό πέτρινο σπήλαιο διακοσμημένο με λαξευμένους σταλακτίτες και στιβαρές Καρυάτιδες. Στην είσοδο του μνημείου ορθώνονται ως φύλακες τα γλυπτά λιονταριών και τίγρεων του γλύπτη ζώων Antoine Louis Bayre, ενώ το επιβλητικό σιντριβάνι στο κέντρο, δημιουργήθηκε από τον Jules Cavelier.
Πίσω από το Palais Longchamp βρίσκεται το υπέροχο πάρκο του. Πρόκειται για ένα κλασικό κήπο à la française, ο οποίος περιλαμβάνει έναν αγγλικό κήπο τοπίου, με δαιδαλώδη σοκάκια και πολλά δέντρα, συμπεριλαμβανομένου ενός πλάτανου 150 ετών, μιας βελανιδιάς και μιας φτελιάς Σιβηρίας, ηλικίας 120 ετών. Στον κήπο υπάρχει κι ένα αστεροσκοπείο, το οποίο θεωρείται το παλαιότερο επιστημονικό κτίριο στη Μασσαλία και χρονολογείται από το 1864. Το αστεροσκοπείο είναι εξοπλισμένο με ένα από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια στον κόσμο (περίπου 80 εκατοστά σε διάμετρο) και λειτούργησε ως μεγάλο ερευνητικό εργαστήριο για περισσότερα από 140 χρόνια. Σήμερα, οι έρευνες έχουν μεταφερθεί στην τεχνόπολη Château-Gombert.
Ένα τελευταίο αξιοθέατο που με εντυπωσίασε στη Μασσαλία είναι οι μνημειακές σκάλες Saint-Charles που βρίσκονται στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, οι οποίες χτίστηκαν το 1920. Ο γλυπτός τους διάκοσμος έχει επιρροές από την Μπελ Εποκ και είναι αφιερωμένος στις αποικιακές κτίσεις της Γαλλίας. Στο πλάτωμα που βρίσκεται στο τελείωμα των σκαλιών, απλώνεται πιάτο ολόκληρη η Μασσαλία. 
Η Μασσαλία κατάφερε να με αποχαιρετήσει με έναν άκρως ποιητικό τρόπο. Βγαίνοντας σούρουπο από το Mucem, το βοριαδάκι μας πρόσφερε ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα. Μαγεμένοι απ' αυτό το θέαμα, σταθήκαμε με άλλες παρέες στην προβλήτα του μουσείου για να θαυμάσουμε τα υπέροχα χρώματα που σχηματίζονταν στον ορίζοντα, έχοντας μπροστά μας την είσοδο του Παλιού Λιμανιού, το λόφο με τη Βασιλική της Notre Dame de la Garde, και την απέναντι ακτή με το Palais du Pharo. Όλη η πόλη, άψογα τοποθετημένη σε ένα ισορροπημένο πλάνο, το οποίο εκφράζει απόλυτα αυτήν την ισορροπία που έχει άψογα εφαρμοστεί σ' αυτήν την νοτιοανατολική γαλλική γωνία, όπου το παρελθόν συνυπάρχει με το παρόν, το ελληνικό ταμπεραμέντο με τη γαλλική κουλτούρα κι οι πολιτισμοί της Μεσογείου με την ιδιοσυγκρασία των Γάλλων. 

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Οι καλύτερες ταινίες του 2024

 

To 2024 ήταν ένα κινηματογραφικό έτος με αρκετές εκπλήξεις αλλά και πολλές απογοητεύσεις. Για μένα ήταν μια χρονιά όπου έζησα αρκετές όμορφες στιγμές στις σκοτεινές αίθουσες, άλλες συγκινητικές κι άλλες ευχάριστες. Η πιο δυνατή στιγμή ήταν η προβολή του "Dourgouti Town" στην πλατεία Δουργουτίου στον Νέο Κόσμο, όπου παρέα με τους άγνωστους γείτονές μου και τους συντελεστές της ταινίας, παρακολούθησα ένα από τα ομορφότερα ντοκιμαντέρ που έχω δει μέχρι σήμερα, κάτω από τον γλυκό φθινοπωρινό ουρανό της Αθήνας. 
Από τις ταινίες που δεν με άγγιξαν παρόλο που ακούστηκαν αρκετά, ήταν το κινέζικο "Black Dog", το οποίο με κούρασε αρκετά τόσο στο σενάριο όσο και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Επίσης, μου φάνηκαν άκυρες οι τοποθετήσεις των κομματιών των Pink Floyd μες στην ταινία. Για παράδειγμα, δεν κολλούσε το υπέρτατο κομμάτι "Mother" με την έκλειψη ηλίου. Μια ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά δε με συγκίνησε παρά το δυνατό της θέμα ήταν το "Μικρά πράγματα σαν κι αυτά" του Τιμ Μίλαντς. Μία ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά εμένα μου φάνηκε αρκετά αδιάφορη, ήταν το "Perfect Days" του Βιμ Βέντερς. Θεωρώ πως η δηθενιά έχει αρχίσει να κουράζει πια.
Οι ταινίες όμως που ήταν σκέτη απογοήτευση, ήταν το "Διπλανό Δωμάτιο" του Πέδρο Αλμοδόβαρ, το οποίο όσο με κέρδισαν στα υπέροχα και πολύχρωμα κάδρα του, τόσο μου προκάλεσαν αποστροφή οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών και το άχρωμο σενάριο. Επίσης, μαρτύρησα για να ολοκληρώσω το "Megalopolis" του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Μια ταινία άκρως κουραστική, αδιάφορη και τραγικά κενή με ερμηνείες για κλάματα και πλάνα που θύμιζαν περισσότερο τηλεταινία παρά κινηματογραφική παραγωγή. Επίσης, καλό είναι να ενημερώσει κάποιος τον Άνταμ Ντράιβερ πως δεν έχει ίχνος υποκριτικής πάνω του. Ακόμη αναρωτιέμαι τι είχε στο μυαλό του, ο σπουδαίος σκηνοθέτης που μας χάρισε αξεπέραστα αριστουργήματα στο παρελθόν, όπως την τριλογία των Νονών, τον "Δράκουλα", τη "Συνομιλία" και το "Αποκάλυψη Τώρα". Τέλος, για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι τι συμβαίνει στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών και βραβεύει με τον Χρυσό Φοίνικα άκυρες ταινίες όπως το φετινό "Anora". Όπως έχω πει και τις περασμένες χρονιά, η τελευταία αξιόλογη ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, ήταν η "Χειμερία Νάρκη" του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλαν το 2014.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).


10.Κονκλαβιο 



Το Κονκλάβιο είναι ένα καλογραμμένο καθηλωτικό θρίλερ που παρουσιάζει με ατμοσφαιρικό τρόπο τη λεπτή ισορροπία κατά τη διάρκεια της κλειστής θρησκευτικής διαδικασίας για την ανάδειξη ενός νέου Πάπα. Μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, ξετυλίγεται ένα αγωνιώδες δράμα, το  οποίο πατάει σε πολιτικά και ηθικά διλήμματα. Αυτό όμως που το κάνει ακόμη πιο δυνατό, είναι το ξεσκέπασμα της θρησκευτικής εξουσίας, η οποία έχουμε μετατρέψει το πνευματικό της λειτούργημα σε έναν ανηλεή αγώνα διεκδίκησης κάποιου διοικητικού θώκου, αποδεικνύοντας πως δεν είναι και τόσο αγνός, ο πολυπόθητος λευκός καπνός που βγαίνει μετά από την επίτευξη μιας εκλογής θρησκευτικού ηγέτη.

Βαθμολογία: 7/10





Οι κινηματογραφικές χρονιές πάντα περιέχουν αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες προτάσεις από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από την αγαπημένη μου χώρα, τη Χιλή, η οποία επικεντρώνεται τόσο στις μέχρι πρότινος αμερικανοκίνητες δικτατορίες όσο και στα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν όμως και ταινίες που εστιάζουν στις πιο σκοτεινές περιόδους εκείνων των περιοχών. Με μια απ' αυτές τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας καταπιάνεται ο Φελίπε Γκαλβέζ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας με ωμό κι ανατριχιαστικό τρόπο την ανελέητη γενοκτονία που υπέστησαν οι ιθαγενείς της Παταγονίας από τους δυτικούς τυχοδιώκτες που αποίκησαν με απληστία στα συγκεκριμένα παρθένα μέρη. Με ένα πρωτοποριακό ύφος, ο σκηνοθέτης αναμοχλεύει τα στάσιμα και σκοτεινά νερά της άγνωστης χιλιανής ιστορίας, ασκώντας με δριμύτητα κριτική για τις θηριωδίες της δυτικής αποικιοκρατίας, αποσπώντας με το έργο του το βραβείο FIPRESCI, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Οι "Άποικοι" είναι ένα μοντέρνο και σκοτεινό γουέστερν, το οποίο τολμάει να πειραματιστεί με νέες οπτικές γωνίες, καταφέρνοντας να προσεγγίσει τις σκοτεινές πτυχές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, με απώτερο σκοπό να καταγγείλει την ανελέητη βαρβαρότητα των αποίκων και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή ενός φιλήσυχου πολιτισμού που ζούσε για αιώνες ειρηνικά στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Νέου Κόσμου. Επίσης, ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει με έναν εύστοχο τρόπο την καταδικασμένη ιστορία της χώρας του, η οποία θεμελιώθηκε με τις βαρβαρότητες των αποίκων, προετοιμάζοντας το έδαφος των δικτατοριών που επιβλήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Με λίγα λόγια, οι «Άποικοι», προσεγγίζουν με ειλικρίνεια, αλλά και με κυνισμό την απάνθρωπη φύση του ιμπεριαλισμού και της βάρβαρης κληρονομιάς του, η οποία δεν είναι άλλη από τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, την επιδίωξη κάθε ανήθικου αισχροκερδούς πλούτου και τον ασφυκτικό έλεγχο των μαζών. 

Βαθμολογία: 7/10




Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά. 

Βαθμολογία: 7/10





Έχουν υπάρξει ταινίες που έχω διστάσει να τις δω, διότι μου φαινόταν αδιάφορο το θέμα τους αλλά κι από φόβο ότι το είδος τους δε θα μου αρέσει καθόλου. Όταν όμως τους έδωσα μια ευκαιρία, με ενθουσιάζουν διπλά. Με την ίδια επίφοβη διάθεση ξεκίνησα να δω το "Emilia Perez" του Ζακ Οντιάρ, έχοντας απορία να δω πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιστορία με έναν έμπορο ναρκωτικών που θέλει να κάνει διόρθωση φύλου και πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από ένα μιούζικαλ. Που να το περίμενα ότι αυτός ο τόσο αταίριαστος συνδυασμός, θα μου πρόσφερε ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι. Η "Εμίλια Πέρεζ" είναι ένα δυναμικό, έξυπνο, σοβαρό, αστείο, δραματικό κι εκρηκτικό κινηματογραφικό διαμάντι που εξυμνεί τη βαθιά πίστη στους ανθρώπους, η οποία όλο και περισσότερο σβήνει στο πέρασμα των χρόνων και στην επιθυμία κάποιων προσώπων που επιλέγουν να αυτοθυσιαστούν για να σβήσουν τα εγκλήματά του παρελθόντος και να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες ενοχές τους. 

Βαθμολογία: 8/10





Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται.
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 

Βαθμολογία: 8/10


5.Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς



Είναι αδύνατον να σχηματίζεται κάποια ετήσια αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα που να μην περιέχει μια ιρανική ματιά. Ο σκηνοθέτης Μοχάμαντ Ρασούλοφ εμπνεύστηκε στον απόηχο των αναταραχών κατόπιν του βίαιου θανάτου της Μάχσα Αμίνι από την αστυνομία, προσφέροντάς μας ένα αγωνιώδες κοινωνικοπολιτικό δράμα, το οποίο εκτυλίσσεται ανάμεσα στα καταπιεσμένα μέλη μιας παραδοσιακής οικογένειας. Με μεθοδικό τρόπο συσχετίζει τις εκρηκτικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στους δρόμους της Τεχεράνης με τις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει μέσα από ρεαλιστικούς διαλόγους να παρουσιάσει τη σύγκρουση των γενεών και την ανάγκη αναγέννησης μιας νέας κοινωνίας με πιο δίκαιους κι ισότιμους κανόνες. Επίσης, μέσα από τη σχέση της μάνας με τις κόρες της, αναδύεται η αγωνιώδη κραυγή των καταπιεσμένων νεαρών γυναικών που θέλουν να ξεφύγουν από τις επιβολές του θεοκρατικού καθεστώτος. Επιπλέον, καταδεικνύει τη δύναμη που φέρει ο λαός, όταν χρησιμοποιεί προς όφελός του τις δυνατότητες που του παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι οι κάμερες των κινητών τους, καταγράφοντας την ανεπιθύμητη για τα καθεστώτα αλήθεια. Τέλος, για μια ακόμη φορά, μέσα από τον ιρανικό φακό γίνεται εμφανής η ομοιότητα αυτών των κοινωνιών με τη δική μας, δημιουργώντας μας την απορία αν περισσότερο ανήκουμε στην Ανατολή κι όχι στη Δύση. 

Βαθμολογία: 8/10





Όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους αγαπημένους μου δημιουργούς, έτσι κι εδώ, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, "Ελευσίνιοι", καθώς η ίδια η πόλη που την τίμησε πριν τρεις δεκαετίες με την αξεπέραστη "Αγέλαστος Πέτρα", τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να περιπλανηθεί ξανά στις γειτονιές της και να συναναστραφεί με πρόσωπα παλιά κι αγαπημένα αλλά και με τις νέες γενιές που επιμένουν να αγωνίζονται και να ονειρεύονται σ' αυτή τη ξεχασμένη γωνιά της Αττικής γης. Οι "Ελευσίνιοι" είναι ένα πολυεπίπεδο δοκιμιακό έργο που καταπιάνεται με αρκετά θέματα και καταφέρνει να τα δέσει αρμονικά, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα αρκετά νοσταλγικό, συγκινητικό και πάνω απ' όλα ανθρωποκεντρικό. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποια απ' αυτά, αν και θεωρώ αρκετά δύσκολο να περιγράψω όλα αυτά τα συναισθήματα που αναδύθηκαν από μέσα μου τόσο κατά τη διάρκεια της προβολής όσο και μετά...
Με μια σύγχρονη αλλά ταυτοχρόνως απόκοσμη ματιά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αναβιώνει τα Ελευσίνια Μυστήρια με τον δικό του ανεξίτηλο τρόπο, δημιουργώντας υπαρξιακές προεκτάσεις του ένδοξου παρελθόντος με το στάσιμο παρόν, αφήνοντας τις νέες γενιές να μιλήσουν για το μέλλον. Με τη δική του κινηματογραφική ματιά, η Ελευσίνα μετατρέπεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς της πρόσφατης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, από την Καταστροφή της Σμύρνης εν καιρώ πολέμου μέχρι την Καταστροφή της Ελευσίνας εν καιρώ ειρήνης (;), η οποία μας διηγείται ξανά ένα μοντέρνο θλιμμένο παραμύθι προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασώσει την Ιστορία που είτε έχει γκρεμιστεί, είτε έχει μπαζωθεί, είτε έχει τσιμεντωθεί. Πάνω σ' αυτό το χρόνιο έγκλημα, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αφήνει στην άκρη το ενοχικό συγγνώμη του φινάλε της "Αγελάστου Πέτρας" και δίνει το βήμα και συνάμα την ώθηση στη νέα γενιά να συνεχίσει τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. 

Βαθμολογία: 9/10


3.Dourgouti Town



Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

 Βαθμολογία: 9/10




Με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά επιλεκτικός με την πρώτη ταινία του νέου έτους, έχοντας την αίσθηση πως μια καλή επιλογή σηματοδοτεί και μια πλούσια κινηματογραφική χρονιά. Για μια ακόμη φορά, θεωρώ πως έκανα ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα, επισκεπτόμενος τον κινηματογράφο Ατλαντίς για να παρακολουθήσω την πολωνική ταινία "Οι Χωρικοί" σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστικού ανδρόγυνου Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν. Στη συγκεκριμένη προβολή πήγα με μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες όχι μόνο μου τις ικανοποίησε, αλλά μου πρόσφερε ακόμη περισσότερη κινηματογραφική μαγεία και συγκίνηση. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η μικρή κινηματογραφική αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος προσήλθε να απολαύσει αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο δε διαφημίστηκε και δεν προωθήθηκε καθόλου, φανερώνοντας την επιθυμία του κινηματογραφόφιλου κοινού για αληθινό και ποιοτικό κινηματογράφο, τη στιγμή που στη μεγάλη αίθουσα του Ατλαντίς, η ουρά των επισκεπτών ήταν μεγάλη για το πολυδιαφημισμένο Poor Things του υπερεκτιμημένου Γιώργου Λάνθιμου. 
Οι "Χωρικοί" δεν είναι μόνο μια ιστορία ενός απαγορευμένου ερωτικού πάθους που ανθίζει σε μια μικρή και συντηρητική κοινωνία, αλλά κι ένας ύμνος για τον αρχέγονο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση και τον κύκλο της ζωής μέσα στις εναλλαγές των τεσσάρων εποχών. Είναι ένας φόρος τιμής στις παγανιστικές παραδόσεις που είναι τόσο κοινές στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίες δυστυχώς σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια αναφορά στις διαχρονικές οικογενειακές συγκρούσεις για τα κληρονομικά αλλά και στις ηθικές καταπιέσεις των κλειστών τόπων. Όμως πάνω απ' όλα, οι "Χωρικοί" είναι μια πλούσια κι ονειρική πανδαισία χρωμάτων και μελωδιών που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει. 

Βαθμολογία: 9/10


1.Civil War



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που επανεκλέγει πριν λίγους μήνες...
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα. 

Βαθμολογία: 9/10

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Νίκαια, ατενίζοντας τη δαντελωτή ακτή



Η Νίκαια είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας και δεύτερη σε μέγεθος στην Κυανή Ακτή, μετά την Μασσαλία, με πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Η πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 350 π.Χ. από Έλληνες της Μασσαλίας και το όνομά της το πήρε προς τιμή της θεάς Νίκης. Τόσο η Νίκαια, όσο κι η ευρύτερη περιοχή, μετατράπηκαν σε τουριστικό θέρετρο από τα τέλη του 19ου αι. κυρίως από τους κύκλους της βρετανικής αριστοκρατίας. Επίσης, η καθαρή της ατμόσφαιρα κι η ηλιοφάνεια που έχει η πόλη καθόλη τη διάρκεια του έτους, προσέλκυσε σπουδαίους ζωγράφους όπως ο Marc Chagall κι ο Henri Matisse, μ' αποτέλεσμα αρκετά μουσεία της πόλης να φιλοξενούν έργα τους. 
Η ιδιαίτερη ομορφιά της πόλης οφείλεται στα αρχοντικά του 19ου αι., τη διάσημη παραλιακή της λεωφόρο, την παλιά πόλη με το ιταλικό της ύφος και το φυσικό τοπίο που την περιβάλλει. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Νίκαια απέκτησε τον ανεπίσημο ύμνο "Nissa La Bella". Τέλος, αξίζει  να επισημανθεί πως η πόλη χαρακτηρίστηκε μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς τη UNESCO το 2023. 
Οι περιπλανήσεις μας στο σύγχρονο κομμάτι της Νίκαιας ξεκινούν από τον πανέμορφο ρωσικό καθεδρικό του Αγίου Νικολάου. Ο ρωσικό καθεδρικός ναός της Νίκαιας χτίστηκε το 1912 από τον Τσάρο Νικόλαο Β', καθώς υπήρχε μια πολυάριθμη ρωσική κοινότητα, η οποία είχε εγκατασταθεί στη γαλλική Ριβιέρα στα τέλη του 19ου αι. Αρχικά υπήρχε μια μικρότερη εκκλησία, η οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει την όλο κι αυξανόμενη τοπική ρωσική κοινότητα. Η ανέγερση της νέας εκκλησίας ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Mikhail Preobrajenski, ο οποίος τη σχεδίασε σε ύφος "παλιού ρωσικού" ναού, με έναν μεγάλο κεντρικό τρούλο και τέσσερις περιμετρικούς μικρότερους. Σε αντίθεση με αντίστοιχους ναούς στη Ρωσία, για τον συγκεκριμένο επιλέχθηκαν πιο ανοιχτά κι έντονα χρώματα που ταιριάζουν περισσότερο με το μεσογειακό φως. Ο πρώτος λίθος τοποθετήθηκε στις 25 Απριλίου του 1903 και πέρα από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα, υπήρξαν κι άλλοι που συμμετείχαν στο χτίσιμό του όπως ο Hippolyte Chevalier κι ο Lucien Barbet. Δόθηκε έμφαση στην επιλογή των υλικών κι αυτό φαίνεται στο ότι χρησιμοποιήθηκαν τούβλα από την περιοχή του Ρήνου, μάρμαρα από την Ιταλία και πολύχρωμα πλακάκια από τη Φλωρεντία. Γι' αυτό το λόγο, το κτίσιμό του κόστισε γύρω στα 1.500.000 φράγκα. Ο ναός εντυπωσιάζει τόσο με τον αρχιτεκτονικό του ρυθμό όσο και με τον εσωτερικό του διάκοσμο, καθιστώντας τον ως τον μεγαλύτερο και πιο όμορφο ορθόδοξο ναό που βρίσκεται σε καθολική χώρα. Επίσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συλλογή που βρίσκεται στην κρύπτη του, η οποία αποτελείται από διάφορα κειμήλια κι ενθύμια της οικογένειας Ρομανόφ και συγκεκριμένα του Τσάρεβιτς Νικολάου, γιου του Αλέξανδρου Β', ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία στη Νίκαια. 
Από τον ρωσικό καθεδρικό του Αγίου Νικολάου, κατηφορίσαμε στην Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ (Promenade des Anglais), το διάσημο παραλιακό τόξο της Νίκαιας, το οποίο έχει μήκος επτά χιλιόμετρα και ξεκινάει από το αεροδρόμιο και καταλήγει στα ανατολικά κάτω από το λόφο του κάστρου που ορθώνεται πάνω από την παλιά πόλη. Η ιστορία της Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ ξεκινά κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν η αγγλική αριστοκρατία βρέθηκε να περνά το χειμώνα της στη Νίκαια απολαμβάνοντας την πανοραμική θέα κατά μήκος της ακτής. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τον κληρικό Λιούις Γουέι. Ο πεζόδρομος αρχικά ονομαζόταν από τους κατοίκους Camin deis Anglés (Ο δρόμος των Άγγλων) στην τοπική διάλεκτό τους. Ύστερα από την προσάρτηση της Νίκαιας στη Γαλλία το 1860 μετονομάστηκε σε La Promenade des Anglais. Στις μέρες μας, οι κάτοικοι της περιοχής και οι τουρίστες, κάνουν τις βόλτες τους με τις οικογένειές τους στο πεζόδρομο που χάριν συντομίας αποκαλούν La Prom. Στη περίφημη παραλιακή περαντζάδα, τόσο οι κάτοικοι της Νίκαιας όσο κι οι επισκέπτες της, απολαμβάνουν να περπατούν δίπλα στη θάλασσα έχοντας συντροφιά την αναζωογονητική αλμύρα της Μεσογείου και τα απαλά χάδια του ηλίου. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που οι περίφημες μπλε καρέκλες της παραλιακής, είναι όλες στραμμένες προς τον αχανή ορίζοντα του νότου. Ο κάθετος δρόμος που πήραμε από την ρωσική εκκλησία, μας έβγαλε στο εμβληματικό ξενοδοχείο Negrescο, το οποίο είναι ένα εξέχον δείγμα της Βelle Εpoque κι αποτελεί το χαρακτηριστικότερο τοπόσημο σε όλη την παραθαλάσσια διαδρομή.
Δίπλα στο διάσημο ξενοδοχείο της παραλιακής, βρίσκεται η Villa Massena, ένα μουσείο που στεγάζεται σε ένα περίτεχνο αρχοντικό. Το συγκεκριμένο παλάτι χτίστηκε μεταξύ 1898 και 1901 από τον αρχιτέκτονα Hans-Georg Tersling, ο οποίος επέλεξε νεοκλασικό στυλ με ιταλικές επιρροές. Η Villa Massena ήταν η χειμερινή κατοικία του πρίγκιπα Victor sd'Essling, ο οποίος το κληροδότησε στην πόλη της Νικαίας το 1919 Στο ισόγειο έχει πορτρέτα κι έργα τέχνης που συνδέονται με τους πλούσιους κατοίκους της πόλης κατά τον 19ο αι. ενώ στον πάνω όροφο η έκθεση εστιάζει στην ιστορία της πόλης από την εποχή της προσάρτησή της στη Γαλλία μέχρι την Μπελκ Επόκ. Στην εκθεσιακή της συλλογή υπάρχουν πολλά έργα τέχνης, αντικείμενα εκείνης της εποχής αλλά και μοναδικά κομμάτια όπως το νεκρικό προσωπείο του Ναπολέοντα, μια τιάρα της Ζοζεφίνας κι ένα έργο του Prefect Liegeard. Το πιο όμορφο σημείο του μουσείο είναι ο όμορφος κήπος του, σχεδιασμένος από  τον τοπιογράφο Edouard Andre, στον οποίον υπάρχει μια υπαίθρια φωτογραφική έκθεση με τη ζωή και τα δρώμενα της πόλης αλλά κι ένα μνημείο για τα θύματα της τρομοκτατικής επίθεσης στη Νίκαια στις 14 Ιουλίου του 2016, όπου σκοτώθηκαν 84 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 65. 
Στο μέτωπο της παραλιακής βρίσκεται και το Εκατονταετές μνημείο, το οποίο είναι αφιερωμένο στα εκατό χρόνια από την προσάρτηση της Νίκαιας στη Γαλλία. Δημιουργός του συγκεκριμένου μνημείου είναι ο Andre-Joseph Allar, ο οποίος δημιούργησε μια αλληγορία όπου η Νίκαια σε μορφή νεαρού κοριτσιού προσφέρεται στη Γαλλία, η οποία παρουσιάζεται σε μορφή γυναίκας που κρατά ένα δοκάρι. Στην κορυφή της στήλης στέκει μια φτερωτή νίκη που δίνει όρκο πίστης. Το μνημείο ορθώνεται στον κήπο Albert 1er. 
Ο συγκεκριμένος κήπος οδηγεί στην πλατεία Massena, μια περίτεχνη πλατεία του 19ου αι. γεμάτη νεοκλασικά κτίρια με κόκκινες προσόψεις και γλυπτά. Η συγκεκριμένη πλατεία κατασκευάστηκε το 1840 για να συνδέσει την παλιά πόλη με την νέα, η οποία αποτελούσε αγαπημένο χειμερινό προορισμό της αγγλικής κι αργότερα της ευρωπαϊκή αριστοκρατίας. Στην πλατεία αυτή βρίσκεται το σιντριβάνι του Ήλιου με το άγαλμα του θεού Απόλλωνα και κάποιες μεταλλικές στήλες ύψους δέκα μέτρων, στην κορυφή των οποίων είναι κάποιες καθιστές μορφές, οι οποίες φωτίζονται το βράδυ. Τα επτά γλυπτά είναι έργα του Καταλανού γλύπτη Jaume Plensa, με τον τίτλο "Conversation in Nice" καθώς οι καθιστές μορφές αντιπροσωπεύουν τις ηπείρους που συνομιλούν. 
Το σιντριβάνι του ήλιου και του φωτός, οφείλεται στο ότι αυτά τα στοιχεία ανέδειξαν την πόλη παγκοσμίως κι είναι έργο του Alfred Janniot κι ολοκληρώθηκε το 1956. Η ιδέα για το συγκεκριμένο σιντριβάνι ξεκίνησε από τη δεκαετία του '20 και του '30 αλλά ματαιώθηκε εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο κέντρο του γλυπτού συμπλέγματος δεσπόζει το επτά μέτρων ύψος μαρμάρινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα ενώ γύρω του έχουν τοποθετηθεί πέντε μπρούτζινα αγάλματα που συμβολίζουν τη Γαία, τον Άρη, τον Ερμή, τον Κρόνο και την Αφροδίτη. Ωστόσο, το συγκεκριμένο έργο είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις καθώς το άγαλμα του Απόλλωνα ήταν γυμνό, με τον δημιουργό να δίνει έμφαση στα σφιχτά οπίσθιά του και στο εκτεθειμένο του πέος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο Απόλλωνας από τη θέση του και να στηθεί στο δημαρχείο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε πίσω από το γήπεδο Charles Erhmann. Μετά από δεκαετίες, η λογική υπερίσχυσε και το γλυπτό ξαναβρήκε τη θέση του στις 20 Ιουλίου του 2011. 
Από την πλατεία Massena ξεκινάει η λεωφόρος Jean Medecin, όπου βρίσκεται η κεντρική αγορά της πόλης. Στη συγκεκριμένη κεντρική αρτηρία βρίσκεται η Βασιλική της Notre-Dame de Nice, μια ρωμαιοκαθολική βασιλική γοτθικού ρυθμού, η οποία χτίστηκε μεταξύ 1854 με 1868 από τον Louis Lenormand κι είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης αλλά όχι ο καθεδρικό της. Αυτό που ξεχωρίζει στη συγκεκριμένη εκκλησία είναι οι δυο τετράγωνοι πύργοι ύψους 65 μέτρων και το βιτρό με σκηνές από τη Κοίμηση της Θεοτόκου. Προσωπικά δε με εντυπωσίασε ιδιαίτερα καθώς έχω συναντήσει στη Γαλλία πολύ πιο όμορφους κι εκλεπτυσμένους ναούς. Ωστόσο, και σ' αυτό το μέρος σημειώθηκε ένα ακόμη τρομοκρατικό χτύπημα. Συγκεκριμένα, στις 29 Οκτωβρίου του 2020, ένας 21χρονος Τυνήσιος σκότωσε τρία άτομα.
Από τη λεωφόρο Jean Medecin φτάσαμε στην υπέροχη συνοικία Cimiez, στο αριστοκρατικό κομμάτι της πόλης με τις εντυπωσιακές επαύλεις, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, το μοναστήρι Cimiez με τις υπέροχες τοιχογραφίες του και τον κήπο του που έχει θέα όλη την πόλη και τα δυο διάσημα μουσεία, του Marc Chagall και του Henri Matisse. 
Στη κορυφή της συνοικίας δεσπόζει το μεγαλοπρεπές Excelsior Regina Palace, το οποίο χτίστηκε στα τέλη του 19ου αι. σε ρυθμό μπλε επόκ κι είναι εργο του Ιταλού S.M. Biasini. Το ιστορικό ξενοδοχείο υπήρξε η επιτομή της πολυτέλειας με τα 400 δωμάτια και τις απίστευτες για τότε παροχές. Ωστόσο, εγινε ακόμη πιο διάσημο από την παρουσία της βασίλισσας Βικτωρίας καθώς το προτιμούσε στις χειμερινές της εξορμήσεις μεταξύ 1897 και 1900, όπως επίσης και από την παρουσία του μεγάλου ζωγράφου Henri Matisse, που έζησε εκεί από το 1938 έως το 1943. Το 1937 μετατράπηκε σε κτήριο πολυτελών κατοικιών. Ωστόσο, εμένα περισσότερο με εντυπωσίασε ένα ερείπιο που βρίσκεται αντικριστά του θεόρατου Excelsior Regina Palace, το οποίο είχε στην πρόσοψη του αντίγραφα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα. 
Μπαίνοντας στη συνοικία Cimiez, συναντάμε πρώτο το Εθνικό Μουσείο Μαρκ Σαγκάλ, το οποίο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη δημόσια συλλογή έργων του σπουδαίου εκπροσώπου της μοντέρνας τέχνης. Το μουσείο Σαγκάλ αποτελεί θεματική και καλλιτεχνική μονογραφία που γεννήθηκε από την επιθυμία του ίδιου του ζωγράφου να συγκεντρωθούν σε έναν χώρο τα 17 έργα που δημιούργησε εμπνευσμένος από την Παλαιά Διαθήκη. Τη σειρά «Βιβλικό Μήνυμα» συμπληρώνουν συνολικά 400 δημιουργίες του Σαγκάλ, έργα ζωγραφικής, γκουάς, σκίτσα, ακουαρέλες, παστέλ. Ανάμεσα στα εκθέματα εντάσσονται και τα υαλογραφήματα (βιτρό) σε μπλε τόνους καθώς κι ένα υπαίθριο ψηφιδωτό αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηρίστηκε του συγκεκριμένου μουσείου, είναι πως είναι το μοναδικό που στήθηκε από τον ίδιο τον δημιουργό. Ανοιξε τον Ιούλιο του 1973 από τον ίδιο τον Chagall στα 86ά του γενέθλια. 
Στο τελείωμα της συνοικίας Cimiez βρίσκεται το μουσείο Matisse. Ο σπουδαίος εκπρόσωπος του φοβισμού γοητεύτηκε από το φως της Νίκαιας, δηλώνοντας πως «όταν κατάλαβα ότι θα έβλεπα κάθε μέρα αυτό το φως, δεν μπορούσα να πιστέψω στην ευτυχία μου». Το μουσείο στεγάζεται στη γενουατική Villa des Arènes του 17ου αιώνα, η οποία ξεχωρίζει με το έντονο πορφυρό της χρώμα και φιλοξενεί μια εντυπωσιακή συλλογή πινάκων, φωτογραφιών και γλυπτών. Από τα έργα που συνάντησα, ξεχώρισα ορισμένες νεκρές φύσεις και κάποιες ψαλιδισμένες υδατογραφίες, που του έδωσαν τη δυνατότητα να αποτυπώσει το χρώμα και το σχέδιο με μια δυναμική κίνηση. Όμως, περισσότερο μου κέντρισε το ενδιαφέρον η εντυπωσιακή διαρρύθμιση της εισόδου με τον κούρο να δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας.
Κοντά στο μουσείο Matisse βρίσκεται το μοναστήρι και η εκκλησία Cimiez, που χρησιμοποιούνταν από τους Φραγκισκανούς μοναχούς από τον 16ο αιώνα. Η εκκλησία φημίζεται για τις υπερόχες τοιχογραφίες της και φιλοξενεί σπουδαία έργα τέχνης όπως έναν μαρμάρινο σταυρό του 1477 και τους πίνακες του Ιταλού καλλιτέχνη Ludovico Brea. Επίσης, στη συλλογή της υπάρχουν περισσότερα από 300 έγγραφα και έργα τέχνης από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Τέλος, στο νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι είναι θαμμένοι οι ζωγράφοι Henri Matisse και Raoul Dufy, μαζί με τον κάτοχο του Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1937, Roger Martin du Gard.
Τέλος, στη συγκεκριμένη γειτονιά βρίσκονται και τα απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, από τα οποία έχουν διατηρηθεί το ρωμαϊκό αμφιθέατρο και τα ιαματικά λουτρά, ενώ επίσης υπάρχει κι ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο με ενδιαφέροντα εκθέματα. Αξίζει μια περιπλάνηση στον αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται κάτω από το μουσείο Matisse.
Κατηφορίζοντας προς την πόλη, συναντήσαμε το Head Caree, ένα γλυπτό-κτήριο ύψους 30 μέτρων. Το συγκεκριμένο οικοδόμη αποτελείται από ένα πελώριο κεφάλι που φτάνει ως το ύψος των κάτω χειλιών και συνεχίζει σε σχήμα κύβου, του οποίου η κάθε πλευρά έχει διάσταση 14 μέτρων. Στο εσωτερικό του στεγάζει τα διοικητικά γραφεία της δημοτικής βιβλιοθήκης κι αποτελεί συνέχεια του Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης (ΜΑΜΑC), το οποίο φιλοξενεί αντιπροσωπευτικά έργα των κυριότερων εκπροσώπων της αμερικανικής pop art, όπως ο Andy Warhol και ο Roy Lichtenstein, αλλά και Γάλλων νεορεαλιστών, όπως ο César και ο Yves Klein. Σ' αυτή τη γειτονιά βρίσκεται και το υπέροχο εστιατόριο Lou Balico με τη γευστικότατη τοπική του κουζίνα. 
Οι περιπλανήσεις μας ολοκληρώνονται στο τελείωμα της Promenade des Anglais. Σ' εκείνο το σημείο, όπως και στο λόφο του κάστρου, βρίσκεται το καλύτερο σημείο για να απολαύσει κανείς το ηλιοβασίλεμα στην Κυανή Ακτή ακούγοντας τον απαλό παφλασμό των κυμάτων που σκάνε κάτω από τα πόδια σου. Σε εκείνο το σημείο έχει κανείς πιάτο όλο το παραλιακό μέτωπο της πόλης με τα υπέροχα μέγαρά του και τους ανέμελους κατοίκους του που περπατούν αμέριμνοι δίπλα στη θάλασσα. 
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στη συγκεκριμένη πόλη, ήταν η ευγένεια των κατοίκων της, οι οποίοι διαφέρουν πολύ από τους υπόλοιπους Γάλλους. Είναι πιο πρόσχαροι και δείχνουν ότι απολαμβάνουν την κάθε στιγμή. Χαιρόσουν να τους βλέπω να περπατούν στο παραλιακό μέτωπο, να κάθονται στις διάσημες γαλαζιες καρέκλες απολαμβάνοντας τη θέα και τον ήλιο ή διαβάζοντας ενα βιβλίο, να κουτσομπολεύουν τους περαστικούς ή να κάθονται να ακούσουν τους πλανόδιους μουσικούς. Κι όλα αυτά με ένα λαμπρό χαμόγελο, το οποίο δεν κατάφεραν να σβήσουν οι δύο σχετικά πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις.