Την ώρα που συνεχίζεται ο παροξυσμός με τον υπερτιμημένο Τζόκερ, σε διάφορες άλλες κινηματογραφικές αίθουσες προβάλλονται αθόρυβα αξιόλογα έργα που δυστυχώς περνούν απαρατήρητα. Πέρα από την εκπληκτική "Οροσειρά των Ονείρων" και το ατμοσφαιρικό "Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται" ήρθε η σειρά να παρακολουθήσω την νέα ταινία του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, του Γερμανού σκηνοθέτη που μας συγκίνησε πριν μια δεκαετία με το αξεπέραστο αριστούργημα "Οι Ζωές των Άλλων". Το ότι δε κατάφερε να αποσπάσει τον Χρυσό Λέοντα και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας αλλά ούτε και κάποιο από τα δυο Όσκαρ που ήταν προτεινόμενη καθώς στις κατηγορίες Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Καλύτερης Φωτογραφίας νικητής βγήκε ο Αλφόνσο Κουαρόν, σου αφήνει το αίσθημα μιας αδικημένης ταινίας. Πολλές φορές όμως η εκτίμηση του κοινού έχει μεγαλύτερη σημασία από τις βραβεύσεις, ειδικά τα τελευταία χρόνια όπου οι νικητές των διασημότερων κινηματογραφικών φεστιβάλ μου προκαλούν μια δυσαρέσκεια.
Η ιστορία κυλάει σε ένα μεγάλο χρονικό πλαίσιο. Ξεκινάει από την Δρέσδη την περίοδο που το Τρίτο Ράιχ εδραιωνόταν στην ναζιστική Γερμανία και καταλήγει στη Δύση λίγο πριν την ένωση των Δύο Γερμανιών. Οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που βίωσε η Γερμανία εκείνες τις δεκαετίες περιγράφονται παράλληλα με την πορεία δυο προσώπων, ενός νεαρού που επιδιώκει να γίνει ένας καταξιωμένος ζωγράφος κι ενός γιατρού αξιωματικού των SS που προσπαθεί να διατηρήσει το κύρος του κρύβοντας το εγκληματικό του παρελθόν. Η σχέση των δυο αυτών προσώπων έχει ένα παρελθόν το οποίοι οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ο νεαρός ζωγράφος ερωτεύεται την κόρη του ναζί γιατρού. Ο έρωτάς τους όμως θα συγκρουστεί με την ιδεολογία του πατέρα, ο οποίος εξακολουθεί να υποστηρίζει και να υπηρετεί τα ναζιστικά του πιστεύω. Ο νεαρός ζωγράφος νιώθει να συνθλίβεται κάτω από τη σκιά του πεθερού του ενώ παράλληλα αναζητάει μία δική του καλλιτεχνική πορεία καθώς δεν τον πνίγει ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Πριν υψωθεί το τείχος του Βερολίνου, περνάει στη Δυτική Γερμανία κι επιλέγει την εναλλακτική και πρωτοποριακή σχολή Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Εκεί θα ανακαλύψει τον μέντορά του καθώς γοητεύεται από την αινιγματική προσωπικότητα του καθηγητή Αντόνιους Φαν Φερτεν. Ενθουσιασμένος κι εκείνος από το πάθος του νέου του φοιτητή, θα προσπαθήσει να ξεκλειδώσει τον χαρακτήρα του, βοηθώντας τον να βρει την δική του δημιουργική έκφραση. Κι ενώ ο νεαρός ξεδιπλώνει το ταλέντο του, παράλληλα το εγκληματικό παρελθόν του πεθερού του αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια. Βίοι παράλληλοι, βίοι αντίθετοι.
Η ιστορία ξεκινάει δυναμικά καθώς καταφέρνει να κεντρίσει τη προσοχή μας με μία ιδιαίτερη ξενάγηση σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στη Δρέσδη. Ένας εθνικοσοσιαλιστής ξεναγός εξηγεί με πάθος στους επισκέπτες την δύναμη του κλασικού κινήματος, μηδενίζοντας κάθε μορφή μοντερνισμού. Από τη παράδοξη κριτική του δε γλιτώνουν καλλιτέχνες όπως ο Καντίνσκι κι ο Μιρό. Παρ' όλη την εικαστική προπαγάνδα, ο πρωταγωνιστής που βρίσκεται σε παιδική ηλικία, πεισμώνει στην επιθυμία να γίνει ζωγράφος. Στην προσπάθειά του αυτή έχει ως στήριγμα μια θεία του, μια πανέμορφη κοπέλα που δυστυχώς κλονίζεται ψυχολογικά βλέποντας γύρω της την άνοδο του ναζισμού. Η ίδια θα υπάρξει θύμα των πρώτων διωγμών, καθώς οι ναζί επιθυμούν να καθαρίσουν τη φυλή τους από ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες. Έκτοτε ξεκινάει ο ξεκληρισμός της οικογένειας. Απώλειες που ξεκινούν με την καταστροφή της Δρέσδης. Η κοπέλα μεταφέρεται σε ένα στρατόπεδο εξόντωσης, τα δυο της αδέλφια σκοτώνονται στο μέτωπο κι ο πατέρας της οικογένειες γράφεται αναγκαστικά στο ναζιστικό κόμμα για να συνεχίσει το λειτούργημα του δασκάλου, μία απόφαση που θα του στοιχίσει στην μετέπειτα ιστορία.
Ο νεαρός πρωταγωνιστής, μεγαλωμένος πια σε μια σοσιαλιστική Γερμανία, αποφασίζει να βρει τα πατήματά του σε μια χώρα ηττημένη και διαλυμένη, κουβαλώντας το χρέος της επιβίωσής του απ' όσα οικογενειακά του πρόσωπα σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Στη σχολή για μια ακόμη φορά θα ζήσει μια νέα προπαγάνδα κατά του μοντερνισμού, αυτή τη φορά μέσω της επικριτικής άποψης του καθηγητή στην καλλιτεχνική πορεία του Πικάσο. Τα χρόνια των σπουδών του στη Δρέσδη θα μάθει να δημιουργεί ως σύνολο κι όχι ως "εγώ". Αμέσως ξεχωρίζει το ταλέντο του αλλά ο ίδιος αισθάνεται πως πνίγεται στο περιορισμένο δημιουργικό πλαίσιο που του παρέχουν.
Λίγο μετά τον πόλεμο, στη παράλληλη ιστορία της ταινίας, ο Γερμανός γιατρός συλλαμβάνεται από τους Σοβιετικούς και κρατείται στις φυλακές μέχρι να δικαστεί. Ένα περιστατικό όμως θα τον ευνοήσει, κι έτσι τα εγκλήματά του θα κρυφτούν βαθιά σε κάποιο συρτάρι δίνοντάς του την ευκαιρία να αναρριχηθεί ξανά στον κόσμο της ιατρικής ως πιστός στρατιώτης του κομμουνισμού. Θα αναγκαστεί όμως να φύγει στη δύση όταν ο διοικητής της περιοχής του αλλάξει, κάτι που αφήνει το ενδεχόμενο για μία νέα έρευνα στα εγκλήματα του παρελθόντος.
Λίγα χρόνια αργότερα κι ενώ οι δυο πρωταγωνιστές έχουν συναντηθεί ξανά κάτω από νέες καταστάσεις, αναγκάζονται να διαφύγουν στη δύση. Ο ένας για να κρυφτεί κι ο άλλος για να αναδειχθεί. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που συμπεριφέρονται μεταξύ τους, ειδικά η έπαρση του γιατρού απέναντι στον φιλόδοξο καλλιτέχνη. Μια εκρηκτική χημεία μεταξύ των δυο αυτών προσώπων που φτάνει αρκετές φορές στα όρια μίας επικίνδυνης σχάσης.
Την είναι αυτό που μ' εντυπωσίασε στη συγκεκριμένη ταινία. Πρώτα απ' όλα η εκπληκτική ερμηνεία του Σεμπάστιαν Κοχ. Εξαιρετικός, στιβαρός και μυστηριώδης, καθηλώνει με το παίξιμό του καλύπτοντας κάθε πλάνο. Δε μπορώ να πω το ίδιο και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς εκτός από τον Όλιβερ Μασούτσι που έχουμε γνωρίσει μέσα από την πολυαγαπημένη γερμανική σειρά Dark. Ο Τομ Σίλινγκ που είχε τον άλλον πρωταγωνιστικό ρόλο, μου φάνηκε αρκετά αδιάφορος με κάποιες μικρές αναλαμπές στις στιγμές που βρισκόταν σε δημιουργικά αδιέξοδα.
Επίσης η ταινία εντυπωσιάζει με την εξαιρετική της φωτογραφία. Υπέροχα πλάνα με όμορφο φωτισμό. Καθαρά βλέμματα, ζωντανά χρώματα και μία ατμόσφαιρα παρελθοντικής νοσταλγίας. Πάνω σ' αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον το ότι η αρχή της ιστορίας γίνεται στη Δρέσδη, όπου σημειώθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των συμμάχων. Η πόλη αυτή απείχε από τον πόλεμο καθώς ήταν η πολιτισμική κοιτίδα των Γερμανών. Χαρακτηρίστηκε προστατευόμενη λόγω της πλούσιας συλλογής της σε έργα τέχνης και της σπουδαίας αρχιτεκτονικής στα κτίριά της. Κι όμως οι Βρετανοί κατάφεραν να την ισοπεδώσουν με βόμβες φωσφόρου, προκαλώντας μια πρωτόγνωρη για τα χρονικά καταστροφή. Έκτοτε η Δρέσδη έγινε πόλη-σύμβολο απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου. Η εικόνα με τα βομβαρδιστικά και το φλεγόμενο τοπίο, είναι συγκλονιστική.
Και φυσικά δε γίνεται να μην υμνήσω και τη θεσπέσια μουσική του Max Richter που ντύνει υπέροχα τα καλοστημένα πλάνα της ταινίας.
Η νέα ταινία του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, ίσως έχει μεγάλη διάρκεια κάτι το οποίο φυσικά κουράζει, αλλά μ' αυτόν τον τρόπο δίνει τον κατάλληλο χρόνο για να ξεδιπλωθεί η καλλιτεχνική πορεία του πρωταγωνιστή, η οποία δεν είναι άλλη απ' τη ζωή του γνωστού Γερμανού καλλιτέχνη Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Έχει μια ενδιαφέρουσα σπουδή στα καλλιτεχνικά κινήματα εκείνων των ημερών. Μάλιστα η στάση του σκηνοθέτη απέναντι στη καλλιτεχνική πρωτοπορία με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.
Στο "Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα" η Ιστορία και η Τέχνη συνυπάρχουν διαρκώς δείχνοντας το πόσο πολύ επηρεάζει η μια τη πορεία της άλλης. Μια κινηματογραφική προσπάθεια που έχουμε συναντήσει κι άλλες φορές, στις οποίες ξεδιπλώνεται ο κόσμος της Τέχνης έχοντας ως σημείο αναφοράς κάποιον καλλιτέχνη. Το είχαμε δει ξανά πριν από δύο χρόνια στο πολωνικό Afterimage. Για μένα είναι ένα κινηματογραφικό είδος που έχει ένα αξιόλογο και πιστό κοινό. Γι' αυτό το λόγο οι συγκεκριμένες ταινίες έχουν μια διαχρονική αξία.
Παρά τη μεγάλη της διάρκεια, η ταινία αξίζει με το παραπάνω.
Βαθμολογία: 7/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου