Η νέα ταινία του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ ανήκει στις κινηματογραφικές περιπτώσεις που αδίκως περνούν αθόρυβα από τις σκοτεινές αίθουσες και δεν απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογεί. Η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι είναι μια μυσταγωγική πανδαισία υπέροχων κι άκρως ισορροπημένων κάδρων, τα οποία ενισχύονται με έναν απόκοσμο ατμοσφαιρικό φωτισμό, προσφέροντας ένα μοναδικό κινηματογραφικό διαμάντι, του οποίου τα εντυπωσιακά πλάνα μένουν γι' αρκετό καιρό ανεξίτηλα στη μνήμη των θεατών. Όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση πως μετατράπηκε σε καυτή πατάτα στα χέρια του σκηνοθέτη, μ' αποτέλεσμα κάπου στο τέλος να χάνονται κάπως το μέτρο κι ο σκοπός της, ενώ η σκηνοθετική πειραματική υπερβολή, μου άφησε ένα απογοητευμένο αναπάντητο "γιατί".
Η ταινία μας γυρνάει στα τέλη του 19ου αιώνα και μας συστήνει τα δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα, τον ξακουστό και σπουδαίο συνθέτη Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι και τη νεαρή σύζυγό του Αντονίνα Μιλιούκοβα, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο τραγικό πρόσωπο της όλης ιστορίας, στη σύζυγο του συνθέτη. Η Αντονίνα Μιλιούκοβα είναι μια νέα μουσικόφιλη κοπέλα προερχόμενη από μια ξεπεσμένη αστική οικογένεια, η οποία επιδιώκει να γνωρίσει τον συνθέτη και να του ζητήσει να την παντρευτεί. Παρόλο που στην αρχή ο Τσαϊκόφσκι αντιστέκεται αρνούμενος να ικανοποιήσει την επιθυμία της κοπέλας, στο τέλος υποκύπτει στην εμμονή της, ξεκαθαρίζοντάς της πως ο γάμος τους θα είναι ξεκάθαρα τυπικός, καθώς ο ίδιος δεν έχει καμία ερωτική διάθεση προς το άτομό της. Κατά κάποιον τρόπο, ο σπουδαίος Ρώσος συνθέτης δέχτηκε να πραγματοποιήσει τον συγκεκριμένο γάμο για να καλύψει την ομοφυλοφιλία του, της οποίας η φημολογία είχε αρχίσει να διαδίδεται.
Όμως, ο γάμος τους δε στεριώνει, παρά τις προσπάθειες και τους συμβιβασμούς που έγιναν κυρίως από τη μεριά της Αντονία Μιλιούκοβα. Ο Τσαϊκοφσκι από την πρώτη στιγμή αισθάνεται εγκλωβισμένος σε έναν γάμο που ποτέ δε θέλησε, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα δημιουργικό τέλμα. Με την πρώτη ευκαιρία, ο Τσαϊκόφσκι θα επιδιώξει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του γάμου, απαιτώντας από την Αντονίνα να ζήσουν λίγο καιρό χωριστά, μια εξέλιξη που θα τον οδηγήσει λίγο αργότερα να της ζητήσει μόνιμο διαζύγιο. Η εξέλιξη αυτή θα εξωθήσει την Αντονίνα σε κλιμακούμενη απελπισία, αλλά και σε μια ιδιάζουσα εμμονή, διεκδικώντας έτσι την αγάπη του συνθέτη κι όχι τα λεφτά που της πρόσφερε.
Παρόλο που η υπόθεση της ταινίας είναι ενδιαφέρουσα καθώς παρακολουθούμε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του σπουδαίου συνθέτη, ο σκηνοθέτης μας μπερδεύει με τα κίνητρα και τις στοχεύσεις που τον απασχολούν. Παρότι επιθυμεί να επισημάνει την εμμονή της συζύγου, τελικά μας παρουσιάζει μια γυναίκα μόνη που διαθέτει το θάρρος να ζητήσει η ίδια σε γάμο έναν άνδρα και να τον διεκδικήσει μέχρι τέλους, η οποία τηρεί κάθε προϋπόθεση που της έθεσε εξαρχής ο συνθέτης και θυματοποιείται σχεδόν ηθελημένα απέναντι στις επιθυμίες ενός ομοφυλόφιλου άνδρα.
Από την άλλη, παρακολουθούμε έναν καταξιωμένο κι ευρύτατα αναγνωρισμένο άνδρα, ο οποίος εξαναγκάζεται να παντρευτεί για να καλύψει την ομοφυλοφιλία του. Οπότε και τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα πέφτουν θύματα της πατριαρχίας που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα. Δύο θύματα απροστάτευτα που καταλήγουν να αλληλοσπαράζονται για να ικανοποιήσουν τις αντικρουόμενες επιθυμίες τους. Ενδιαφέρον και πάντα διαχρονικό ως θέμα, αλλά στην παρουσίαση των γεγονότων εντοπίζονται αρκετά κενά, όπως για παράδειγμα η έλλειψη αιτιολόγησης για την εμμονή της Αντονίνας Μιλιούκοβα να παντρευτεί τον Τσαϊκόφσκι. Επίσης, η μουσική επένδυση της ταινίας (δεν έχει επιλεχθεί κανένα έργο του Τσαϊκόφσκι) ήταν λίγο παράταιρη κι ασύμβατη με τη ροή της ιστορίας, αλλά και με τις ερμηνείες των προσώπων.
Εκεί όμως που η ταινία χάνει το μέτρο, είναι στις σκηνές με τις οποίες ο σκηνοθέτης προσπαθεί να "αναθεματίσει" την πατριαρχία, όπως η άβολη σκηνή που ο ασθματικός δικηγόρος της Αντονίνας Μιλιούκοβα αυνανίζεται κοιτώντας τα απόκρυφα σημεία της, αλλά και η τελευταία σκηνή με τους γυμνούς νεαρούς που περιτριγυρίζουν την πρωταγωνίστρια και στήνουν μαζί της έναν μοντέρνο χορό, ο οποίος θεωρώ πως ανταγωνίζεται το αντίστοιχο βλακώδες μουσικοχορευτικό φινάλε της ταινίας "Ενήλικοι στην Αίθουσα" του Κώστα Γαβρά.
Σε κάτι που παραδέχομαι τον σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρένικοφ, είναι που έθιξε το θέμα της ομοφυλοφιλίας του σπουδαίου Ρώσου συνθέτη Τσαϊκόφσκι. Ένα θέμα για το οποίο έχουν διχαστεί αρκετοί μελετητές κι εξακολουθεί να παραμένει ταμπού για την Ρωσία.
Επίσης, με εντυπωσίασαν τα εκπληκτικά του κάδρα κι ο τρόπος που στήθηκαν οι μορφές μέσα σ' αυτά, αλλά και ο ατμοσφαιρικός τους απόκοσμος φωτισμός, προσφέροντας στο κοινό ένα σύνολο εξαιρετικών κινούμενων πινάκων.
Εκεί που χάνεται κάπως η ροή της ιστορίας, είναι στο σημείο που μπλέκει η ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων με τις φαντασιώσεις της πρωταγωνίστριας. Σ' αυτό το σημείο, μπλέχτηκα ως θεατής, αναζητώντας τους σκοπούς του σκηνοθέτη και τα μηνύματα που επιθυμεί να μεταδώσει.
Τελικά, αυτό που συμπέρανα από την ταινία είναι πως το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η ίδια η σύζυγος, μια εύθραυστη παρουσία, καταραμένη από την εποχή της να μην μπορεί να αγαπηθεί από τον άνδρα που ποθούσε, παρόλο που έδειχνε αποφασισμένη να προσφέρει και να δεχτεί υπέρμετρη αγάπη. Επίσης, ο σκηνοθέτης μέσα από το έργο του έθεσε ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Τελικά σπουδαίες και μεγαλοφυείς προσωπικότητες, όπως ήταν ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, μπορούν να ανήκουν σε έναν και μόνο άνθρωπο ή πρέπει να παραμένουν πρόσωπα ελεύθερα και διαθέσιμα στο ευρύτερο κοινό τους;
Εν κατακλείδι, η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι" είναι μια κινηματογραφική πανδαισία υπέροχων πλάνων, που δυστυχώς από ένα σημείο κι έπειτα χάνει την ισορροπία και το ύφος της. Όμως, παρόλα αυτά, δεν περνάει απαρατήρητη κι αδιάφορη από το σινεφίλ κοινό.
Βαθμολογία: 8/10