Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Η Μικρή Γαλλία της Αλσατίας

 



Απ' όσα ταξίδια έχω κάνει μέχρι τώρα, κατατάσσω το Στρασβούργο στην ομορφότερη πόλη που έχω επισκεφθεί. Η αγάπη μου γι' αυτήν την πόλη ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε χρόνια κι ανανεώθηκε με τη δεύτερη επίσκεψή μου τον Μάιο του 2025. Έχοντας επισκεφθεί στο μεσοδιάστημα αυτό άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, δε βρήκα ούτε μια που να με συγκινεί και να με ελκύει τόσο πολύ όσο η πρωτεύουσα της Αλσατίας. Πριν αναφερθώ όμως στην απαράμιλλη ομορφιά του Στρασβούργου, θα ήθελα να κάνω πρώτα μια μικρή αναφορά στο πιο μαγευτικό κομμάτι της πόλης, την "Petite France". 
Στην Μικρή Γαλλία του Στρασβούργου, ο χρόνος έχει σταματήσει και τα ιστορικά αμυντικά μνημεία που ορθώνονται στα κανάλια του ποταμού Ιλλ, δένουν τόσο αρμονικά με την παραδοσιακή συνοικία και την υπόλοιπη πόλη, δημιουργώντας ένα παραμυθένιο σύνολο, όπου δυσκολευόμαστε να βρούμε που είναι η αρχή και που το τέλος του. Για μένα, η "Petite France" έχει τη δυνατότητα να αποδείξει και στον πιο επιφυλακτικό, πως υπάρχει μια μικρή κουκίδα στον ευρωπαϊκό χάρτη όπου το παραμύθι αποκτά υπόσταση και το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. 
Η "Petite France" γνωστή επίσης και ως "Quartier des Tanneurs" στα γαλλικά και "Gerberviertel " στα γερμανικά, δηλαδή "η συνοικία των βυρσοδεψών", βρίσκεται στο δυτικό άκρο του "Grande Île", του μεγάλου νησιού που σχηματίζεται εντός του ποταμού Ιλλ, πάνω σ' αυτό απλώνεται το ιστορικό κέντρο του Στρασβούργου. Η περιοχή οριοθετείται στα βόρεια από την "Quai de la Bruche" (Brischstade), την "Rue du Bain-aux-Plantes", την πλατεία "Place Benjamin-Zix" και την "Rue des Dentelle" στα ανατολικά από την "Rue du Pont-Saint-Martin", την "Pont Saint-Thomas" (Γέφυρα Thomas) και την πεζογέφυρα "Mill", στα νότια από το κανάλι του "Zorn-Mühle" και στα δυτικά από τις Σκεπαστές Γέφυρες. Από το 1988, η "Petite France" αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Ωστόσο, το όνομα "Petite-France" (Μικρή Γαλλία) δεν δόθηκε για πατριωτικούς ή αρχιτεκτονικούς λόγους. Προέρχεται από τον "Hospice des Vérolés" (ξενώνας της σύφιλη), που κτίστηκε στα τέλη του 15ου αι. σε αυτό το νησί, για να θεραπεύονται άτομα με σύφιλη, η οποία ονομαζόταν τότε "Franzosenkrankheit", δηλαδή η γαλλική ασθένεια στα γερμανικά. Η σύφιλη είναι μια ασθένεια που εμφανίστηκε ξαφνικά στην Ευρώπη στα τέλη του 15ου αιώνα κι απαιτούσε σημαντική φροντίδα για τους περιθωριοποιημένους ασθενείς της. Τον 18ο αιώνα το μέρος ονομάστηκε "Άσυλο των Αθεράπευτων" και το 1795 μετονομάστηκε σε "La Petite France", δίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ονομασία σε ολόκληρη την περιοχή. 
Στη συγκεκριμένη ιστορική συνοικία, ο ποταμός Ιλλ χωρίζεται σε μια σειρά καναλιών, εξυπηρετώντας τους βυρσοδέψες, τους μυλωνάδες, τους ψαράδες, την τοπική βιομηχανία κι αγορά. Ο ποταμός εισχωρεί στην πόλη από τα βορειοανατολικά κι από εκεί χωρίζεται στο "Canal du Faux-Rempart" που ρέει βόρια του "Grande Île" και σε τέσσερα μικρά κανάλια που διασχίζουν την "Petite France, με την υπόλοιπη κοίτη του ποταμού να συνεχίζει τη ροή του από την νότια πλευρά του "Grande Île". Όλα μαζί  καταλήγουν στο αμυντικό φράγμα Βωμπάν (Barrage Vauban), το οποίο κατασκευάστηκε τον 17ο αι. Από εκεί θα ξεκινήσει η περιπλάνηση μας στην "Petite France".
Το αμυντικό οικοδόμημα Vauban μήκους 120 μέτρων, αποτελείται από ένα φράγμα και μια γέφυρα κατασκευασμένα από ροζ ψαμμίτη. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ από τον στρατιωτικό αρχιτέκτονα Sébastien Le Prestre, Marquis of Vauban, με απώτερο σκοπό να ενισχύσει το αμυντικό τείχος της πόλης. Το φράγμα έχει δεκατρείς καμάρες, οι οποίες σφραγίζονταν σε περιπτώσεις εισβολής, δημιουργώντας πλημμύρισμα στο νότιο κομμάτι της πόλης, κάνοντάς το αδιάβατο για τους εχθρούς. Αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου το 1870. Σήμερα, η οροφή του φράγματος είναι ανοιχτή για περιπάτους, προσφέροντας μια υπέροχη πανοραμική θέα των οχυρωματικών έργων της "Petite France" και του Καθεδρικού Ναού προς το βορρά ενώ από τη νότια μεριά ξεχωρίζει το Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης και το "Hôtel du Département" (Γραφείο της Κομητείας). Στο εσωτερικό χώρο του φράγματος υπάρχει ένας διάδρομος με κλειστές αίθουσες μέσα στις οποίες φυλάσσονται αρχαία γύψινα εκμαγεία κι αντίγραφα αγαλμάτων και γκαργκόιλ από τον Καθεδρικό Ναό κι από άλλα μνημεία της πόλης.
Απέναντι από το φράγμα Βωμπάν βρίσκονται οι "Ponts Couverts" (τις καλυμμένες γέφυρες), οι οποίες αποτελούσαν μια παλιά αμυντική δομή του 18ου αι. με τρεις γέφυρες και τέσσερις πύργους. Το όνομα των συγκεκριμένων γεφυρών εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, παρόλο που δεν είναι καλυμμένες πια.  Από το 1928 προστέθηκαν στη λίστα των Ιστορικών Μνημείων της Γαλλίας. 
Στη δυτική άκρη των γεφυρών υψώνεται ένας θεόρατος πλάτανος ηλικίας 358 χρονών, ο οποίος πιθανότατα να γνώρισε την πρώτη μετάβαση του Στρασβούργου από τη γερμανική στη γαλλική κυριαρχία και σίγουρα θα βίωσε κι άλλα ταραχώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη αύτη. Σήμερα ονομάζεται "Το Δέντρο των Μουσικών" καθώς στον Μεσαίωνα πολλοί μουσικοί ανέβαιναν στα κλαδιά των δέντρων για να είναι πιο ορατοί στο κοινό. 
Στην ίδια περιοχή βρίσκεται κι η εκκλησία "Saint Pierre le Vieux". Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένο θρησκευτικό κτίσματος, είναι πως το κτήριο φιλοξενεί δύο εκκλησίες με διαφορετική είσοδο. Η καθολική εκκλησία έχει είσοδο από τη μεριά του δρόμου ενώ η προτεσταντική εκκλησία έχει είσοδο από τα πλάγια. Αν κι η ύπαρξη της αναφέρεται από το 1130, καθώς ήταν χτισμένη σε έναν από τους σημαντικότερους ρωμαϊκούς δρόμους της πόλης, τη Strata Superior, η σημερινή της γοτθική δομή που ένα μέρος της έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα, χρονολογείται από το 1382. Αρχικά ήταν καθολική εκκλησία αλλά το 1529 μετά τη Μεταρρύθμιση έγινε Λουθηριανή. Δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του Στρασβούργου από τους Γάλλους, συγκεκριμένα το 1683, ο Λουδοβίκος ΙΔ' διέταξε να επιστρέψει το ιερό στους καθολικούς, παραχωρώντας το σηκό του ναού στους λουθηριανούς, δημιουργώντας μια σπάνια περίπτωση όπου ένας ναός μοιράζεται σε δύο δόγματα. Το 2012 άνοιξε μια εσωτερική πόρτα στους δυο θρησκευτικούς χώρους για να συμβολίσει τον οικουμενικό διάλογο των δυο δογμάτων. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν σημαντικοί θησαυροί τέχνης από τον Μεσαίωνα, όπως "Τα Πάθη του Χριστού" από τον καλλιτέχνη Heinrich Lutzelmann, τα οποία χρονολογούνται από το 1485 και σκηνές από τη ζωή του Αγίου Πέτρου χαραγμένες σε ξύλο από τον καλλιτέχνη Veit Wagner, οι οποίες χρονολογούνται από τον 15ο αι. 
Στις "Ponts Couverts" ορθώνονται τέσσερις μεσαιωνικοί πύργοι από τις οχυρώσεις του 12ου. Είναι σημείο κατατεθέν τόσο της "Petite France" όσο και της υπόλοιπης πόλης. Όμως εμένα περισσότερο με εντυπωσιάζει το γλυκύτατο "Maison des Ponts Couverts" που σήμερα στεγάζει την Προστασία Ανηλίκων (Protection des mineurs), το οποίο είναι ένα από τα πιο φωτογραφημένα σημεία του Στρασβούργου τόσο για τη θέση που βρίσκεται πάνω σε μια από τις στενές λωρίδες της συνοικίας όσο και για τη φυτική του διακόσμηση. Το κτήριο χτίστηκε το 1892 και λειτούργησε αρχικά ως λουτρό και το 1922 προστέθηκε η πέτρινη νεοκλασική πύλη που το συνδέει με τις Σκεπαστές Γέφυρες. Το 1960 το αγόρασε ο δήμος και το μετέτρεψε σε στέγη ηλικιωμένων ενώ από το 2014 κι έπειτα λειτουργεί ως ψυχολογικός χώρος συνάντησης γονέων και παιδιών. Προσωπικά, το κτήριο αυτό μου βγάζει μια αίσθηση μοναχικότητας. Σαν μια οντότητα που έχει αποκοπεί από την υπόλοιπη πόλη και της έχει γυρίσει την πλάτη.  
Τα τέσσερα κανάλια που περνούν κάτω από τις Σκεπαστές Γέφυρες, δημιουργούν τις στενές λωρίδες της "Petite France", πάνω στις οποίες είναι χτισμένα μεγάλα ξυλόδετα κτήρια που χρονολογούνται από τον 16ο και 17ο αι. Οι κεκλιμένες στέγες πολλών κτηρίων περιλάμβαναν ανοιχτές σοφίτες για να κρεμούν και να ξεραίνουν τα δέρματα οι βυρσοδέψες. Τρία από τα τέσσερα κανάλια που ρέουν μέσα από την συνοικία διέρχονται από υδατοφράκτες που κάποτε κινούσαν ελαιοτριβεία και άλλες βιομηχανίες. Μόνο το βορειότερο κανάλι είναι πλωτό, το οποίο περνάει από την περιστρεφόμενη γέφυρα "Pont du Faisan" στο κέντρο της συνοικίας και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα τουριστικά σκάφη που εκτελούν τον γύρο της πόλης. Βλέποντας κανείς τα κανάλια αυτά πάνω σε έναν χάρτη, θα δει πως μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός χεριού που προσπαθεί να αρπάξει ολόκληρη την πόλη.
Στη βόρεια όχθη του Ιλλ, στη γοητευτική πλατεία "Benjamin Zix", βρίσκεται το "Maison des Tanneurs", ο Οίκος της Συντεχνίας των Βυρσοδεψών, φορτωμένος με πολύχρωμα γεράνια στα παράθυρά του. Το Σπίτι των Βυρσοδεψών είναι ένα αλσατικό σπίτι με ημιξύλινη επένδυση, xτισμένο το 1572, κατά την Αναγέννηση του Στρασβούργου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο από τις 7 Μαρτίου του 1927. Αποτελείται από δύο ορόφους ποικίλων όγκων, με φουρούσια, με παράθυρα με τοξωτές αψίδες και βιτρό, με μια εντυπωσιακή τεμνόμενη στέγη με φεγγίτη κι αλσατικά κεραμίδια. Η αετωματική πρόσοψη που βλέπει στον ποταμό Ιλλ, με την παρακείμενη βεράντα της αποβάθρας, κατασκευάστηκε αρχικά με τεράστιες εκτάσεις από στεγασμένα, ανοιχτά και διάτρητα μπαλκόνια με τοξωτές αψίδες και αεριζόμενες σοφίτες για τις ανάγκες ξήρανσης του βυρσοδεψείου. Όταν το κτίριο μετατράπηκε σε εστιατόριο το 1949, οι ανοιχτές στοές έκλεισαν από ένα σύνολο ημιξύλινων πανοραμικών παραθύρων. Σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί ως εστιατόριο με τον τίτλο "Winstub" καθώς χρησιμοποιείται από μια ομάδα οκτώ αμπελουργών από τους αμπελώνες της Αλσατίας. Το εστιατόριο είναι γνωστό και ως «Gerwerstubs» ή «Maison de la Sauerkraut», καθώς προσφέρει σπεσιαλιτέ από την τοπική κουζίνα της Αλσατίας.
Στην πλατεία "Benjamin-Zix" βρίσκεται επίσης κι η Μεθοδιστική Ευαγγελική Εκκλησία του Στρασβούργου ή Ναός της Σιών (Église méthodiste de Sion), η οποία χτίστηκε το 1882 σε νεορομανικό στιλ. Η ταυτότητα του αρχιτέκτονα δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα. Το όνομα του Mack, αρχιτέκτονα στη Στουτγάρδη, αναφέρεται στο Evangelischer Botschafter της 6ης Ιανουαρίου 1883, από τον Πάστορα C. Zwingli, ο οποίος δεν διευκρινίζει το μικρό του όνομα. Θα μπορούσε να είναι ο Wilhelm Friedrich Mack (1848-1924), ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα αρχιτέκτονας στη Στουτγάρδη. Το μοναδικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης εκκλησίας είναι ότι ο χώρος λατρείας βρίσκεται στον πρώτο όροφο, με το ισόγειο να χρησιμοποιείται ως κατοικία του πάστορα. Επίσης είχε ένα καμπαναριό το οποίο κατεδαφίστηκε το 1961 λόγω της κακής του κατάστασης. Η υπόλοιπη εκκλησία ανακαινίστηκε το 2014. Ωστόσο, ο συγγραφέας Maurice Moszberger κι άλλοι συνάδελφοί του, πιστεύουν ότι από τότε που ο ναός έχασε το καμπαναριό του, «δεν ξεχωρίζει πλέον στην πλατεία, η οποία είναι γεμάτη τουρίστες». Την ίδια άποψη ενστερνίζεται κι ο ιστορικός τέχνης Roland Recht και η ομάδα του, οι οποίοι προχωρούν ακόμη περισσότερο και την περιγράφουν ως «ένα άθλιο παρεκκλήσι χωρίς στυλ». Μια πιο ουδέτερη στάση διατηρεί η ακαδημαϊκός Suzanne Braun, η οποία περιγράφει με ακρίβεια την τρίπλευρη πρόσοψη, το μνημειώδες άνοιγμα που συνδυάζει ρομανικά διακοσμητικά μοντέλα (κυρίως τα γλυπτά κολοβωμένα κωνικά κιονόκρανα και το ημικυκλικό άνοιγμα με αρχαίες παραστάσεις, όπως οι ραβδωτές βάσεις και το υπέρθυρο με τρίγλυφα και μετόπες). Η αλήθεια είναι πως η εκκλησία περνάει σχεδόν απαρατήρητη από τα μάτια των επισκεπτών της πόλης. 
Κάτω από τη σκιά των τεράστιων πλατάνων που βρίσκονται στην πλατεία, ξεκινούν οι κεντρικοί δρόμοι της "Petite France", όπως η "Rue du Bain-aux-Plantes" και η "Rue des Dentelles", που επίσης περιβάλλονται από ξύλινα σπίτια. Η "Rue du Bain-aux-Plantes" ξεχωρίζει για την ομοιογένεια των ξυλόδετων σπιτιών της, καθώς όλα είναι βαμμένα λευκά. Στο δρόμο αυτό παλιότερα υπήρχαν τα βυρσοδεψεία της πόλης ενώ σήμερα φιλοξενούν εστιατόρια, καφέ και καταστήματα με αναμνηστικά αντικείμενα. Η συνοικία αυτή είχε μια απόκοσμη φωτεινότητα στις νυχτερινές μας περιπλανήσεις.
Ανηφορίζοντας προς τα βόρεια, συναντάμε την κύρια λουθηρανική εκκλησία της πόλης, την "Eglise Saint-Thomas", η οποία χτίστηκε μεταξύ του 12ου και του 16ου αιώνα, ενσωματώνοντας ρωμανικό και γοτθικό αρχιτεκτονικό στυλ. Από το 1681 μετατράπηκε στην κύρια έδρα των λουθηρανών, καθώς ο καθεδρικός ναός του Στρασβούργου επέστρεψε στον καθολικισμό. Στο εσωτερικό του ναού φιλοξενείται το μουσικό όργανο "Silbermann" του 1741, στο οποίο είχε παίξει μουσική ο Μότσαρτ και το εντυπωσιακό μαυσωλείο του Στρατάρχη Maurice de Saxe, που δημιουργήθηκε το 1777 σε στυλ μπαρόκ. Επίσης βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις εναπομείνασες τοιχογραφίες. 
Τέλος, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της "Petite France" είναι οι πολλές όμορφες γέφυρές της. Μια από τις πιο γνωστές είναι η μικρή και διακριτική "Pont du Faisan" η οποία συνδέει τη "Rue du Bain-aux-Plantes" με τις στενές λωρίδες που καταλήγουν στις "Ponts Couverts". Η συγκεκριμένη γέφυρα είναι γνωστή κι ως «Pont Tournant» (η περιστρεφόμενη γέφυρα), καθώς επιβάλλει τη δική της θέληση σε όλους τους περαστικούς που επιθυμούν να τη διασχίσουν, διακόπτοντας για λίγο τις ήρεμες περιπλανήσεις των περαστικών στη συνοικία. Είχα την τύχη να την δω να περιστρέφεται για να την διασχίσει ένα από τα τουριστικά ποταμόπλοια της πόλης. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει κι η γέφυρα Saint-Martin, μια πέτρινη γέφυρα με δύο καμάρες που ακουμπούν σε ένα μόνο στήριγμα. 
Ολοκληρώσαμε τις περιπλανήσεις μας στην "Petite France" ανηφορίζοντας την "Grand Rue", η οποία ξεκινάει από την εκκλησία "Saint-Pierre-le-Vieux" και καταλήγει κοντά στην πλατεία Γουτεμβέργιου. Ο δρόμος αυτός είναι λιγότερο τουριστικός από την υπόλοιπη παραδοσιακή συνοικία, γεμάτος με όμορφα καφέ, μπυραρίες και καταστήματα που απευθύνονται κυρίως στους κατοίκους της πόλης. Σ' αυτόν τον δρόμο βρίσκεται κι  η οικεία του Claude Joseph Rouget de Lisle, όπου συντέθηκε η "Μασσαλιώτισσα" στις 26 Απριλίου του 1792. 
Σφυρίζοντας το ρυθμό του γαλλικού εθνικού ύμνου ανηφορίσαμε για να ανακαλύψουμε και τις υπόλοιπες ομορφιές του Στρασβούργου.  

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Κολμάρ, η πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού



Η Κολμάρ, όπως και τα γειτονικά της χωριά, υπήρξαν ένα ταξιδιωτικό απωθημένο αρκετών χρόνων, καθώς δεν τα είχα επισκεφθεί την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την πρωτεύουσα της Αλσατίας, το Στρασβούργο. Πέρα όμως από το Στρασβούργο, υπάρχει κι άλλη μια πρωτεύουσα στην Μεγάλη Ανατολή (Grand Est) της Γαλλίας, καθώς η Κολμάρ θεωρείται πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού (capitale des vins d'Alsace), αφού αποτελεί το κέντρο παραγωγής και διακίνησης των αλσατικών κρασιών. 
Αυτή η παραμυθένια πόλη των 67.000 κατοίκων και των χιλίων χρόνων ιστορίας, θεωρείται για πολλούς ως μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, χτισμένη εκεί που συναντιούνται τα νερά του ποταμού Λαούχ με τον Ρήνο, κάτω από την οροσειρά των Βοσγίων. Η Κολμάρ δεν κατέχει άδικα τον χαρακτηρισμό της δεύτερης αλσατικής "πρωτεύουσας", καθώς στα υπέροχα γραφικά της σοκάκια κυριαρχεί ένα αρμονικό πάντρεμα των τάσεων της γαλλικής πολιτιστικής φινέτσας με τη γερμανική μεσαιωνικής αρχιτεκτονική, προσφέροντας μια συμπυκνωμένη όψη όλων των πόλεων και των χωριών της Αλσατίας. 
Επίσης, η μοναδική ομορφιά της συγκεκριμένης πόλης αποδεικνύεται και σε μια μεγάλη της διάκριση, καθώς κατάφερε να αναρριχηθεί στην κορυφή της προτίμησης των ταξιδιωτών και να αναδειχθεί ως ο κορυφαίος ευρωπαϊκός προορισμός. Η διάκριση αυτή ήρθε μέσα από την πλατφόρμα «European Best Destinations», στην οποία περίπου εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ψήφισαν ποιος είναι ο ευρωπαϊκός προορισμός που έχουν ξεχωρίσει και προτιμούν. Περί τους εκατό χιλιάδες ανθρώπους έδωσαν την ψήφο τους στην γαλλική, γραφική πόλη της Αλσατίας, αναδεικνύοντάς την ως τον πιο αγαπημένο ευρωπαϊκό προορισμό. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, στον ίδιο διαγωνισμό, η Αθήνα κατέλαβε την δεύτερη θέση, γεγονός που προσωπικά ως κάτοικο της ελληνικής πρωτεύουσας, με προβλημάτισε αρκετά για τα γούστα των υπολοίπων Ευρωπαίων.
Η Κολμάρ (στα γαλλικά Colmar‎‎, στα αλσατικά Colmer και στα γερμανικά Kolmar‎‎) είναι πόλη του νομού του Άνω Ρήνου της ιστορικής και πολιτιστικής περιοχής της Αλσατίας, στη διοικητική περιοχή Γκραντ Εστ, στη βορειοανατολική Γαλλία. Αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού αυτού και έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 9ο αι. κι αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 823, ως η Καρολιγγειανή επικράτεια “Columbarium” (από όπου φαίνεται ότι προέρχεται και το σημερινό της όνομα) σε διάταγμα του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Το 1226 της δόθηκε το δικαίωμα να υφίσταται ως ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (civitatis), ενώ το 1354 η Κολμάρ συμμετέχει στη δημιουργία της Δεκαπόλεως, μιας ομοσπονδίας δέκα αυτοκρατορικών πόλεων της Αλσατίας. 
Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου καταλήφθηκε από τα Σουηδικά στρατεύματα το 1632 και παρέμεινε για μια διετία στην κατοχή τους. Αυτό είχε ως συνέπεια την επαναφορά του Προτεσταντισμού στην πόλη, δόγμα που είχε απαγορευτεί το 1627. Με βάση τη Συνθήκη του Ριέιγ (Rueil) την 1 Αυγούστου 1635, η Κολμάρ τίθεται υπό την προστασία του Βασιλέα της Γαλλίας και διατηρεί τόσο το καθεστώς της "αυτοκρατορικής πόλης" όσο και τα προνόμια και τα δικαιώματά της. Το 1648 η συνθήκη του Μίνστερ της Βεστφαλίας αποδίδει τμήμα της Αλσατίας στη Γαλλία, με την Κολμάρ (όπως και τις άλλες πόλεις της Δεκάπολης) να παραμένει Αυτοκρατορική πόλη, γεγονός που ανάγκασε τα γαλλικά στρατεύματα να αποχωρήσουν. Το 1679 με τη συνθήκη του Ναϊμέχεν (Nijmegen) η Κολμάρ αποδόθηκε στη Γαλλία και αποτέλεσε "Βασιλική Γαλλική πόλη". Στο καθεστώς αυτό παρέμεινε μέχρι το 1871, οπότε ολόκληρη η Αλσατία, με τη λήξη του Γαλλογερμανικού πολέμου, αποδόθηκε στη Γερμανία. Υπό γερμανική διοίκηση παρέμεινε μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Αλσατία επεστράφη στη Γαλλία. Μετά την είσοδο της Γαλλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Αλσατία, την οποία προσαρτούν στο Γ' Ράιχ. Η πόλη υφίσταται καταστροφές μνημείων κι ακραίες μορφές  εκγερμανισμού και ναζιστικοποίησης. Η Γαλλία ανέκτησε τον έλεγχο της Αλσατίας ύστερα από τη μάχη του "θύλακα της Κολμάρ" το 1945. Στις 10 Φεβρουαρίου 1945 ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ εισέρχεται στην πόλη και αποκαθιστά στη θέση του το άγαλμα του Στρατηγού Ραπ (Rapp), μια από τις πρώτες δημιουργίες του Αλσατού γλύπτη Φρεντερίκ Μπαρτολντί. Το συγκεκριμένο άγαλμα  ανεγέρθηκε στην πόλη το 1865 αλλά απομακρύνθηκε από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το άγαλμα τοποθετήθηκε ξανά στην αρχική του θέση, μετά το τέλος του πολέμου και κοσμεί μέχρι σήμερα την πόλη. 
Ανυπόμονοι να ανακαλύψουμε τις ομορφιές της Κολμάρ, πήραμε ένα από τα πρωινά τραίνα που ξεκινούσαν από τον κεντρικό σταθμό του Στρασβούργου με κατεύθυνση προς τον νότο. Σε λιγότερο από μια ώρα κι έχοντας διασχίσει αμπελώνες και διάσπαρτες κωμοπόλεις, φτάσαμε στην πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού. Από τον σταθμό της Κολμάρ με τον ψηλό πύργο ρολογιού, κατευθυνθήκαμε προς την Μικρή Βενετία (Petite Venice), διασχίζοντας ήσυχες γειτονιές κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό της Αλσατίας. 
Πρώτα συναντήσαμε την πλατεία Roesselmann με το ομώνυμο σιντριβάνι, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε από τον Auguste Bartholdi προς τιμή του Jean Roesselmann, διοικητή της πόλης τον 13ο αι., ο οποίος την υπερασπίστηκε το 1262 απέναντι στο στρατό του επισκόπου του Στρασβούργου Walter de Geroldseck. Στη συγκεκριμένη μάχη έχασε τη ζωή του, μ' αποτέλεσμα να τιμάται μέχρι σήμερα ως ήρωας της Κολμάρ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (συγκεκριμένα το 1943), το άγαλμα που βρίσκεται στη κορυφή του σιντριβανιού, αποσυναρμολογήθηκε και στάλθηκε στη Γερμανία για να λιώσει. Όμως, μετά το τέλος του πολέμου, βρέθηκαν κάποια υπολείμματα του κοντά στον ποταμό Ρήνο κι επιστράφηκαν στην πόλη. Το άγαλμα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Όπως συνέβη με το άγαλμα του Στρατηγού Rapp, έτσι κι εδώ, οι κατακτητές προσπάθησαν να αλλοιώσουν την μνήμη του τόπου, επιδιώκοντας τον απόλυτο εκγερμανισμό της. 
Μετά το πρωινό καλωσόρισμα του τοπικού ήρωα, ξεδιπλώθηκε μπροστά μας η διάσημη Μικρή Βενετία, μια συνοικία της πόλης με πολύχρωμα παραδοσιακά κτήρια που στέκουν πάνω από τις όχθες των καναλιών του ποταμού Λάουχ. Στα παλαιότερα χρόνια, η συγκεκριμένη περιοχή λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο των κρεοπωλών, των αλιέων και των βυρσοδεψών της Κολμάρ. Γι' αυτό το λόγο, στο τελείωμα της Μικρής Βενετίας βρίσκεται η κλειστή αγορά όπου όλοι οι παραπάνω έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους. Τα συγκεκριμένα κανάλια δημιουργήθηκαν για να συνδέουν τον ποταμό Λάουχ που διασχίζει την πόλη με τον ποταμό Ρήνο που κυλάει 15 χλμ ανατολικά της Κολμάρ. Σήμερα, η παραδοσιακή συνοικία έχει κατακλυστεί από εστιατόρια και καφέ ενώ  αρκετοί επισκέπτες επιλέγουν να κάνουν βαρκάδα στο μικρά κανάλια της. Εντυπωσιάστηκα με τα έντονα χρώματα των σπιτιών που έπαιζαν με τις αντανακλάσεις τους στα πρωινά ήρεμα νερά του ποταμού. Αυτό όμως που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι τα απομεινάρια των μεσαιωνικών τειχών της πόλης (έχουν διασωθεί γύρω στα 100 μέτρα μόνο μαζί με έναν μικρό πύργο) που εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού. Επίσης, μας τράβηξαν την προσοχή κάποιες αστείες μορφές που συναντούσαμε κάθε τόσο σε προσόψεις σπιτιών, οι οποίες θύμιζαν γελωτοποιούς και κλόουν. Οι μορφές αυτές βασίζονται στον μύθος του Hanswurst, έναν από τους πιο διάσημους θρύλους της Κολμάρ ο οποίος αναφέρεται σε έναν άτακτο χαρακτήρα που λέγεται ότι έκανε φάρσες στους κατοίκους της πόλης. Τα καμώματα του εξακολουθούν να γιορτάζονται στην τοπική λαογραφία. 
Φεύγοντας από την Μικρή Βενετία, ανηφορίσαμε προς το ιστορικό κέντρο της πόλης περνώντας από την επιβλητική γειτονιά των βυρσοδεψών (Quartier des Tanneurs), η οποία με εντυπωσίασε με τα ψηλά της λευκά κτήρια που κάνουν το πέρασμα ανάμεσά τους, να φαντάζει ακόμα πιο στενό. Ο δρόμος αυτός μας έβγαλε στην πανέμορφη Place l' Ancienne- Douane, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει το σιντριβάνι Schwendi, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε το 1898 από τον Auguste Bartholdi κι απεικονίζει τον Lazare de Schwendi, έναν στρατιωτικό διοικητή του 16ου αι. που υπηρέτησε στον στρατό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το σιντριβάνι καταστράφηκε. Κατασκευάστηκε όμως στην αρχική του μορφή το 1954.
Κι αφού ανέφερα τον παραπάνω γλύπτη ήδη τρεις φορές, ήρθε η στιγμή να τον συστήσω. Ο Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi, 1834–1904) υπήρξε ένας από τους διασημότερους Γάλλους γλύπτες. Έγινε επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Αμιλκάρ Χάζενφρατζ (Amilcar Hasenfratz), το οποίο το χρησιμοποιούσε στους εμπνευσμένους από αιγυπτιακά θέματα πίνακές του, προφανώς λόγω του φόβου του ότι η ενασχόλησή του με μία άλλη μορφή τέχνης θα τον αποσπούσε από τη γλυπτική. Γεννήθηκε στην Κολμάρ στις 2 Αυγούστου 1834. Αργότερα πήγε στο Παρίσι για να επεκτείνει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά και στη ζωγραφική. Πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι στις 4 Οκτωβρίου του 1904. Το πιο διάσημο έργο του είναι το "Άγαλμα της Ελευθερίας" που βρίσκεται στην Νέα Υόρκη αλλά και σε ένα από τα νησάκια του Σηκουάνα στο Παρίσι. Επίσης, υπάρχει ένα ακόμη αντίγραφο του συγκεκριμένου αγάλματος στη βόρεια είσοδο της πόλης. Είχαμε την τύχη να το δούμε καθώς γυρνούσαμε με το λεωφορείο από τα αλσατικά χωριά. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Μουσείο Μπαρτολντί (Musée Bartholdi), το οποίο είναι αφιερωμένο στα έργα του διάσημου Αλσατού γλύπτη και ζωγράφου. Δυστυχώς το βρήκαμε κλειστό αλλά είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το άγαλμα "Les grands soutiens du monde" (έργο του 1902) που δεσπόζει στον προαύλιο χώρο του μουσείου.
Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις μας στην Κολμάρ, συναντήσαμε την Οικία Κόιφχους (Maison Koïfhus), ένα εμβληματικό γοτθικό κτήριο που χτίστηκε το 1480, στο οποίο στεγαζόταν το τελωνείο κι οι τοπικές συντεχνίες. Επίσης, στο συγκεκριμένο χώρο πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των εκπροσώπων της Δεκάπολης. Από το 1698 μέχρι το 1866, το κτήριο λειτούργησε ως δημαρχείο της Κολμάρ. Διασχίσαμε το ισόγειο του, καθώς αποτελεί έναν ανοικτό χώρο με δυο μεγάλες πύλες, με την μία να κοιτάει προς το βορρά κι η άλλη προς τον νότο. Στην πρόσοψή του, υπάρχει ένας ανάγλυφος αετός, σύμβολο της Αυτοκρατορίας, ενώ οι καμάρες των δυο πυλών είναι διακοσμημένες με τα οικόσημα της πόλης. Στον δεύτερο όροφο υπάρχει ένας ανάγλυφος άγγελος, ο οποίος κρατάει έναν ειλητάριο, πάνω στο οποίο είναι γραμμένη η χρονολογία ανέγερσής του κτηρίου.  Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει στο συγκεκριμένο κτήριο είναι η πολύχρωμη υαλωμένη κεραμοσκεπή του, η οποία θυμίζει αρκετά εκείνη της Βουργουνδίας. Σήμερα, το κτήριο αυτό έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή καθώς τακτικά φιλοξενεί εκθέσεις με τοπικά προϊόντα, καλλιτεχνικές δημιουργίες και παραδοσιακές εκδηλώσεις της Αλσατίας. 
Από την Οικία Κόιφχους, αρχίζει η οδός των Εμπόρων (Rue de Marchands), η πιο γραφική αλσατική συνοικία της Κολμαρ. Δυστυχώς, η εμπορευματοποίηση που έχει επιφέρει ο τουρισμός στην πόλη, έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα της και την έχει κάνει να χάσει την αυθεντικότητά της. Αξίζει όμως να περιπλανηθεί κανείς μέσα στα γραφικά της σοκάκια, όπου σίγουρα θα συναντήσει τοπικά προϊόντα, αλσατικά κρασιά κι αναμνηστικά. Η οδός αυτή οδηγεί σε ένα ακόμη σημαντικό αξιοθέατο της πόλης, το διάσημο Maison Pfister.
Το Maison Pfister χτίστηκε το 1537 και συνδυάζει γοτθικό και γερμανικό αναγεννησιακό ύφος. Οι εξωτερικοί του τοίχοι διακοσμήθηκαν το 1577 από τον Christian Waxterfer κι απεικονίζουν κάποια τοπικά οικόσημα, τους τέσσερις ευαγγελιστές και τους Γερμανούς αυτοκράτορες του 16ου αι. Το κτήριο χτίστηκε αρχικά για τον αργυροχόο Ludwig Scherer που καταγόταν από την ανατολική περιοχή Franche-Comté. Για πολλά χρόνια το σπίτι ονομαζόταν ο "Κόκκινος Κόκορας" αλλά στα μέσα του 19ου αι. πήρε το όνομα της γερμανικής οικογένειας Pfister, η οποία το αγόρασε. Το συγκεκριμένο σπίτι χαρακτηρίστηκε ιστορικό και καλλιτεχνικό μνημείο στις 14 Μαρτίου 1927. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Hayao Miyazaki εμπνεύστηκε από το συγκεκριμένο κτήριο για το αντιπολεμικό του anime "Howl's Moving Castle". 
Μιας κι αναφέρθηκα τον "Κόκκινο Κόκορα", όπως ονομαζόταν παλιά το Maison Pfister, αξίζει να γράψω και για τον μύθο του χρυσού κόκορα της Κολμάρ, ο οποίος βασίζεται σε ένα τοπικό παραμύθι που μιλάει για έναν χρυσό κόκορα που φύλαγε την πόλη. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο συγκεκριμένος κόκορας λαλούσε δυνατά, προειδοποιώντας τους κατοίκους σε κάθε κίνδυνο.
Πίσω από το Maison Pfister, στέκει το Salle du Corps de Garde, ένα αναγεννησιακό κτήριο που ανεγέρθηκε το 1575 από τις δομές του παρεκκλησιού του Saint-Jacques, το οποίο στέγαζε το οστεοφυλάκιο του πρώην νεκροταφείου του καθεδρικού του Saint-Martin. Αρχικά προοριζόταν να χρησιμεύσει ως δημαρχείο αλλά τελικά επιλέχθηκε να στεγάσει τη φρουρά της πόλης. Κάτω από τις στοές του δυτικού του τμήματος, υπήρχε αγορά ξηρών καρπών και καρυδιάς. Ενθουσιάστηκα με τον ανάγλυφο διάκοσμο της λότζιας που είναι στραμμένη προς την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου αλλά και με τα υπολείμματα του προγενέστερου κτηρίου, που είναι ορατά σε κάποια σημεία της πρόσοψης. 
Ακριβώς απέναντι από το Salle du Corps de Garde, δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου, ένας επιβλητικός ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1234 κι αποπερατώθηκε το 1365. Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μαρτίνου αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αξιοθέατα της πόλης. Αφενός, ο ναός είναι ο μεγαλύτερος της πόλης, αλλά είναι επιπλέον και ένας από τους μεγαλύτερους της περιφέρειας του Άνω Ρήνου. Αγάλματα γοτθικής και αναγεννησιακής εποχής και εντυπωσιακά βιτρό συνθέτουν την εικόνα αυτού του τόσο ξεχωριστού θρησκευτικού οικοδομήματος. Το κεντρικό κλίτος περιβάλλεται από μια σειρά γοτθικών παρεκκλησιών, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αλσατικών ναών. Αυτό που με εντυπωσίασε στο συγκεκριμένο κτίσμα ήταν το έντονο χρώμα του κίτρινου ψαμμίτη Vosges με τις κόκκινες πινελιές του, που προσφέρει περαιτέρω λάμψη κι επιβλητικότητα στον ναό. 
Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου ορθώνεται ο Καθεδρικός ναός των Δομινικανών (Église des Dominicains), μια αναπαλαιωμένη δομινικανή εκκλησία του 14ου αι., η οποία στις μέρες μας λειτουργεί ως μουσείο φιλοξενώντας σημαντικά έργα Αλσατών καλλιτεχνών, όπως το "La Vierge au buisson de roses" του Μάρτιν Σονγκάουερ, ενώ διαθέτει όμορφα βιτρό και στασίδια μπαρόκ στο κεντρικό της κλίτος. 
Είναι εντυπωσιακό που μια πόλη σαν την Κολμάρ, έχει πάρα πολλά μουσεία. Αναφέραμε ήδη το μουσείο του γλύπτη Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί και του Καθεδρικού ναού των Δομινικανών. Επίσης υπάρχουν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Εθνογραφίας (Musée d'histoire naturelle et d'ethnographie), το οποίο ιδρύθηκε το 1859 και διαθέτει μεγάλη συλλογή ταριχευμένων ζώων και τεχνημάτων από τις πρώην γαλλικές και γερμανικές αποικίες, αλλά και ορισμένα αρχαία αιγυπτιακά εκθέματα. Κατά έναν παράδοξο τρόμο, στο συγκεκριμένο μουσείο υπάρχει τμήμα, το οποίο είναι αφιερωμένο στην τοπική εβραϊκή κοινότητα. Υπάρχει το Μουσείο δημοτικών εργοστασίων (Musée des usines municipales), το οποίο είναι ένα ανακαινισμένο παλιό εργοστάσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να συναντήσει κανείς βιομηχανικά και τεχνολογικά εκθέματα. Τέλος, είναι κι η Δημοτική Βιβλιοθήκη, η οποία διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές κωδίκων (προ του 1501) της Γαλλίας, με περισσότερους από 2.300 τόμους. Παρά το γεγονός ότι η Κολμάρ δε διέθετε Πανεπιστήμιο, η συλλογή αυτή προέρχεται από τις δωρεές των συλλογών των τοπικών μονών και αβαείων στην πόλη. 
Όμως, το μουσείο για το οποίο η Κολμάρ περηφανεύεται είναι το Μουσείο Unterlinden, το οποίο έχει στηθεί σε ένα παλιό μοναστήρι του Τάγματος των Δομινικανών, κτισμένο το 1242. Το μοναστήρι μετατράπηκε σε μουσείο το 1850 κι έκτοτε στεγάζει σημαντικά εκθέματα τέχνης και ιστορίας της Αλσατίας. Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι το "τρίπτυχο του Ίζενχαϊμ" (Le Retable d'Isenheim), δημιουργημένο γύρω στα 1515 από τον Ματίας Γκρύνεβαλντ (καλλιτέχνη από το Βίρτσμπουργκ). Σημαντικό έκθεμα είναι, επίσης, το τρίπτυχο Jean d'Orlier, δημιουργία του Μάρτιν Σονγκάουερ (Martin Schongauer). Το μουσείο διαθέτει, επίσης, μεγάλη συλλογή ξυλόγλυπτων και βιτρώ (14ος - 18ος αιώνας), συλλογή όπλων ρωμαϊκής έως και αναγεννησιακής εποχής (δόρατα, πελέκεις, τόξα κ.ά). Επίσης, το συγκεκριμένο μουσείο είναι  διάσημο και για τον μύθο της Λευκής Κυρίας, μια δημοφιλής ιστορία φαντασμάτων η οποία αναφέρεται σε μια νεαρή γυναίκα που φυλακίστηκε άδικα και πέθανε από την πείνα. Το φάντασμά της, λέγεται ότι εμφανίζεται στο μουσείο, περιπλανώμενο στους διαδρόμους, αναζητώντας δικαιοσύνη. 
Τελευταίο ενδιαφέρον αξιοθέατο της πόλης είναι το "Σπίτι των Κεφαλιών", ένα όμορφο κτήριο της γερμανικής αναγέννησης, το οποίο χτίστηκε το 1609 από τον καταστηματάρχη Anton Burger κι αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Albert Schmidt. Το όνομα του συγκεκριμένου σπιτιού, οφείλεται στα 106 κεφάλια και γκροτέσκες μάσκες που διακοσμούν την πλούσια πρόσοψή του. Το αέτωμα του κτηρίου είναι διακοσμημένο με έλικες αλλά και το άγαλμα ενός βαρελοποιού, σμιλευμένο το 1902 από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, μετά από παραγγελία του Συλλόγου Οίνων που είχε μετακομίσει εκεί το 1898. Η τελευταία αποκατάσταση του κτηρίου έγινε το 2012 κι έκτοτε λειτουργεί ως ξενοδοχείο. 
Η ώρα είχε πια περάσει κι ο ήλιος σχεδόν άγγιζε τον ορίζοντα της Αλσατίας. Γεμάτοι εικόνες και χρώματα, πήραμε το δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό περνώντας από την πλατεία Rapp, η οποία είναι αφιερωμένη στον στρατηγό Jean Rapp (1773-1821), ο οποίος πολέμησε σε αρκετές συγκρούσεις εκείνης της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής Επανάστασης και της Μάχης του Austerlitz. Ο ανδριάντας που στέκεται στη μέση της πλατείας, κι όπως είχα αναφέρει και στην αρχή του κειμένου, είναι έργο του Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, παρουσιάστηκε πρώτα στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού το 1855. Στην πόλη στήθηκε το 1856.
Δίπλα στην πλατεία απλώνεται το Camp-de-Mars, το μεγαλύτερο πάρκο στο κέντρο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1745 ως δημόσιος χώρος περιπάτου με τον σχεδιασμό των μονοπατιών να σχηματίζει τον σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής. Στο κέντρο του πάρκου υπάρχει ένα μεγάλο σιντριβάνι, το Admiral Bruart Memorial Fountain, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί το 1864 και συμβολίζει την έννοια των τεσσάρων ηπείρων, με τις οποίες είχε εμπορικές σχέσεις η Γαλλία, υποδηλώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ναυτική της δύναμη εκείνη την εποχή. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου πάρκου είναι ένα καρουσέλ, το οποίο ξεχωρίζει για το στιλ του καθώς θυμίζει αντίστοιχα καρουσέλ του 1900 κι επειδή διαθέτει κλειστή γκαλερί, καθιστώντας το μοναδικό στην Ευρώπη.  
Στο σιδηροδρομικό σταθμό φτάσαμε την ώρα που η πλάση έπαιρνε μια χρυσαφένια απόχρωση καθώς ο ήλιος άγγιζε πια τον ορίζοντα. Όλα γύρω ήταν ήρεμα κι όμορφα, αφήνοντας την αίσθηση μιας χρονιάς και μόνιμης μεθυστικότητας από τις τοπικές ποικιλίες κρασιού. Ο κόσμος στην αποβάθρα απολάμβανε σιωπηλός τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, αφήνοντας την αίσθηση μιας γαλήνιας ικανοποίησης για τις συνθήκες ζωής που έχουν σ' αυτά τα όμορφα μέρη της μεγάλης γαλλικής Ανατολής. Η αλήθεια είναι πως τους ζήλεψα αρκετά...

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Εγκισάιμ, Ρικβίρ & Ριμπωβιλέ, διασχίζοντας το μονοπάτι του αλσατικού κρασιού




Δεν είναι τυχαίο που η Αλσατία είναι μια από τις πιο φημισμένες περιοχές της Ευρώπης, τόσο για τις πανέμορφες πόλεις της και τα παραμυθένια της χωριά όσο και για την πλούσια φύση της, τα καταπράσινα βουνά της αλλά και τους αχανείς κάμπους γεμάτους αμπέλια που συνορεύουν με τον Μέλανα Δρυμό. Σ' αυτόν τον πλούσιο τόπο εκτείνεται κι ο διάσημος δρόμος του αλσατικού κρασιού. Στο δρόμο αυτό μπορεί κανείς να επισκεφθεί όλα τα χωριά που ζουν με την καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιών, αν και στις μέρες μας, έχουν γίνει και τουριστικοί προορισμοί. Πρωτεύουσα σ' αυτό το σύμπλεγμα των χωριών είναι η Κολμάρ, για την οποία θα αναφερθώ σε άλλη ανάρτηση.
Η Αλσατία βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της Γαλλίας, απλώνεται κατά μήκος του ποταμού Ρήνου κι αποκαλείται από τους Γάλλους ως Grand Est (Μεγάλη Ανατολή) καθώς υπήρξε για πολλούς αιώνες μήλο τις έριδος με την Γερμανία. Το όνομά της έχει γερμανικές ρίζες και προέρχεται από τον ποταμό Ιλλ (Ill) καθώς ονομαζόταν Elsass, δηλαδή η "περιοχή του Ιλλ". Η πολυετής διεκδίκηση της Αλσατίας από τους δυο γειτονικούς λαούς, άφησε στο πέρασμα του χρόνου μια περιοχή με έντονες επιρροές από τις δύο χώρες, προσφέροντας σήμερα έναν μοναδικό αρχιτεκτονικό, καλλιτεχνικό και γαστρονομικό πλούτο. Αυτό όμως που την έχει κάνει διάσημη είναι το φημισμένο της κρασί. 
Η παραγωγή του κρασιού επέφερε οικονομική άνθηση στην ευρύτερη περιοχή και δημιούργησε ένα σύμπλεγμα πανέμορφων χωριών, τα οποία σήμερα συγκαταλέγονται στα ομορφότερα της Γαλλίας. Οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι σχετικά μικρές κι είναι εύκολα προσβάσιμα είτε έχει κανείς δικό του μέσο είτε χρησιμοποιώντας τις τοπικές συγκοινωνίες. Στη δική μας επίσκεψη αφιερώσαμε δύο μέρες κι επισκεφθήκαμε τα χωριά Εγκισάιμ, Ρικβίρ και Ριμπωβιλέ. 
Το Εγκισάιμ βρίσκεται μόλις 5 χλμ. νοτίως της Κολμάρ κι ανήκει στο διαμέρισμα του Άνω Ρήνου. Τον Μάιο του 2013 ψηφίστηκε ως το "Αγαπημένο γαλλικό χωριό" (Village préféré des Français), μια ετήσια διάκριση που περνάει από πόλη σε πόλη στη Γαλλία, αποδεικνύοντας πως η συγκεκριμένη βράβευση μόνο τυχαία δεν είναι. Επίσης, ανήκει στην ένωση των πιο όμορφων χωριών της Γαλλίας (Les Plus Beaux Villages de France). Το Εγκισάιμ ήταν το πιο μικρό από τα τρία χωριά που επισκεφθήκαμε και το πιο χαρακτηριστικό καθώς αποτελείται από δυο ομόκεντρους κύκλους κατοικιών γύρω από ένα παλιό οχυρό που βρισκόταν εκεί. Παρόλο που το χωριό είναι χτισμένο αιώνες πριν, η παραδοσιακή του αρχιτεκτονική έχει παραμείνει ανέπαφη. 
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η ανθρώπινη παρουσία στη συγκεκριμένη περιοχή, υπολογίζεται από την Παλαιολιθική Εποχή ενώ πολύ αργότερα κατοικήθηκε από τη γαλατική φυλή (Séquanes). Η καλλιέργεια του κρασιού ξεκίνησε  με την έλευση των Ρωμαίων. Τον 13ο αιώνα, οι Δούκες της Αλσατίας έχτισαν ένα οκταγωνικό κάστρο για να προστατεύει τους αμπελώνες δυο τοπικών ποικιλιών. Περιμετρικά του συγκεκριμένου κάστρου αναπτύχθηκε ο σημερινός οικισμός, ο οποίος υπήρξε γενέτειρα του Πάπα Λέοντα ΙΧ (1002-1054). Σήμερα, στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Λέοντος Θ', καθώς οι καθολικοί είχαν αγιοποιήσει τον συγκεκριμένο Πάπα.
Ξεκινήσαμε τον περίπατό μας από τον εξωτερικό κύκλο και μετά συνεχίσαμε στον δεύτερο εσωτερικό, καταλήγοντας στο τέλος για να απολαύσουμε το μεσημεριανό μας καφέ στην κεντρική πλατεία, όπου εξακολουθούν να δεσπόζουν τα απομεινάρια του μεσαιωνικού πύργου και το σιντριβάνι με το άγαλμα του Αγίου Λέοντα, το οποίο τοποθετήθηκε εκεί το 1842. Στις περιπλανήσεις μας συναντήσαμε πολλά περιποιημένα μικρά σπίτια με τις παραδοσιακές ξυλοδεσιές που συναντάμε στην ευρύτερη γαλλογερμανική περιοχή, τα έντονα χρώματα στις προσόψεις τους και τα φορτωμένα παράθυρά τους με πολύχρωμα και μυρωδάτα λουλούδια. Επίσης, στις προσόψεις αρκετών σπιτιών συναντήσαμε τις χαρακτηριστικές επιγραφές στην Αλσατική διάλεκτο, η οποία πρόσφερε μια περαιτέρω μυσταγωγική αύρα στο χωριό. Πέρα από την παραμυθένια του ομορφιά, αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στο χωριό ήταν η καθαριότητά του παρά το πλήθος των επισκεπτών του που είναι δυσανάλογο με το μέγεθος του χωριού αλλά κι η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε καθώς οι επισκέπτες σεβόντουσαν την ήρεμη ζωή των κατοίκων του χωριού. Η ησυχία ήταν τόσο έντονη που σε ορισμένα σημεία αισθανθήκαμε πως περιπλανιόμαστε ολομόναχοι στα πλακόστρωτα σοκάκια του.
Την επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε το Ρικβίρ (στα γαλλικά γράφεται Riquewihr ενώ στα γερμανικά Reichenweier), το οποίο απέχει 11 χλμ. βορειοδυτικά της Κολμάρ και θεωρείται κι αυτό με τη σειρά του ως ένα από τα ωραιότερα γαλλικά χωριά, καθώς ανήκει στην ένωση των πιο όμορφων χωριών της Γαλλίας (Les Plus Beaux Villages de France). Χτισμένο στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς των Βόσγιων Ορέων, το χωριό ανήκει στον Αλσατικό δρόμο του κρασιού καθώς οι περισσότεροι κάτοικοί του ασχολούνται με την καλλιέργεια των σταφυλιών και την παραγωγή κρασιού, κυρίως της ποικιλίας Riesling. Γι' αυτό το λόγο, πολλοί το αποκαλούν ως το "χωριό των αμπελουργών". Κατά την άποψή μου, το Ρικβίρ είναι το πιο όμορφο από τα τρία χωριά που επισκεφθήκαμε, καθώς ξεχωρίζει για τα πολύχρωμα διώροφα αλλά και τριώροφα σπίτια του, των οποίων η παλέτα των προσόψεών τους, ποικίλει με ζωηρές αποχρώσεις του κίτρινου, του μπλε, του κόκκινου, του πράσινου, του βεραμάν, της ώχρας, του ροζ και του πορτοκαλί, προσθέτοντας μια ανάλαφρη, φωτεινή διάσταση στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική του, η οποία έχει διατηρηθεί από τον 16ου αι. καθώς το χωριό έμεινε ανέπαφο από τις καταστροφές του Α' και Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, ένα από τα κοινά στοιχεία που έχει το Ρικβίρ με το Εγκισάιμ είναι τα πολύχρωμα λουλούδια που στολίζουν τα παράθυρα των σπιτιών. Σε κάθε γωνιά του Ρικβίρ συναντάς μια ποικιλία καλαίσθητων πινελιών ενός "ζωντανού πίνακα" που τραβούν μεμιάς την προσοχή των επισκεπτών. 
Επίσης, στο χωριό έχουν μείνει απομεινάρια του μεσαιωνικού τείχους που προστάτευε τον οικισμό κι ο πύργος Dolder που αποτελούσε τη δυτική πύλη του χωριού και χρονολογείται από τον 13ο αι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως σε πολλά από τα παλιά κτήρια του χωριού, έχουν διατηρηθεί τα ισόγεια κελάρια τους, που είχαν για να αποθηκεύουν οι παραγωγοί το κρασί τους, τα οποία όμως σήμερα έχουν μετατραπεί σε τουριστικά μαγαζιά αλλοιώνοντας κάπως την αυθεντικότητα του χωριού. Ωστόσο έχει διατηρηθεί το Κελάρι Χούγκελ, το οποίο φιλοξενεί το πιο παλιό βαρέλι στον κόσμο, το οποίο χρονολογείται από το 1715.
Ιστορικά, η πρώτη αναφορά που γίνεται για το συγκεκριμένο χωριό, χρονολογείται από το 1094, η οποία έκανε λόγο την αμπελουργία που άνθιζε στη συγκεκριμένη περιοχή. Το 1291, το χωριό πέρασε στα χέρια του Κόμη του Χόμπουργκ (Homburg), ο οποίος το οχύρωσε και σχημάτισε μια τάφρο περιμετρικά του οικισμού. Όμως, η κυριαρχία του κράτησε λιγότερο από 30 χρόνια καθώς το Ρικβίρ πέρασε στην κατοχή του Κόμη Ούρλιχ Χ της Βυρτεμβέργης και παρέμεινε σ' αυτήν ως το 1796, καθώς μετά πέρασε στη Γαλλία. Αξίζει να σημειωθεί πως το Ρικβίρ υπήρξε ένα "Winzerdorf", δηλαδή ένα «Αμπελουργικό Χωριό», καθώς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως εμπορικό κέντρο για το αλσατικό και το γερμανικό κρασί. Μάλιστα, το 1520 δημιουργήθηκε η πρώτη ένωση αμπελουργών, γεγονός που αντανακλά τη σημασία της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο, το Ρικβίρ γνώρισε μια μεγάλη οικονομική άνθηση.
Παρά το μέγεθός του, το Ρικβίρ έχει αρκετά σημεία που αξίζει να επισκεφθεί κανείς, όπως ο Πύργος των Κλεφτών, ο οποίος είναι τμήμα τον οχυρώσεων του 13ου αι. Ο πύργος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Ένας από τους ορόφους του συνδέεται με ένα οινοπαραγωγικό κτίσμα του 1563, δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες να πάρουν μια γεύση τόσο για την άμυνα της πόλης όσο και για την οινοποιητική της παράδοση.
Το Δημαρχείο του Ρικβίρ είναι το πρώτο αξιοθέατο που συναντά κανείς με το που φτάσει στο χωριό. Χτίστηκε τον 18ο αι. και θεωρείται ως ένα από τα πιο κομψά αρχιτεκτονικά κτήρια του χωριού, το οποίο μαρτυρά την οικονομική ευημερία του Ρικβίρ την περίοδο της ακμής του. 
Από την μεγάλη πύλη που βρίσκεται στο ισόγειο του δημαρχείου, ξεκινάει ο κεντρικός πεζόδρομος του χωριού που έχει το όνομα του Στρατηγού Ντε Γκωλ (Rue du General de Gaulle), ο οποίος καταλήγει στον πύργο Dolder. Σε αυτό τον καλοδιατηρημένο πεζόδρομο αλλά και τα πέριξ στενάκια υπάρχουν σήμερα πολλά καφέ, μπιστρό, εστιατόρια και καταστήματα με τοπικά προϊόντα όπως κρασιά, μέλι, αλσατικές πίτες αλλά κι αναμνηστικά. Ωστόσο, στα γύρω στενά του συγκεκριμένου δρόμου υπάρχουν μικρά οικογενειακά οινοποιεία, τα οποία αξίζει να επισκεφθεί κανείς για να δοκιμάσει αλλά και να αγοράσει φυσικά,  τις ποικιλίες κρασιών που παράγουν.
Στο τελείωμα του κεντρικού δρόμου ορθώνεται το σημαντικότερο μνημείο του χωριού, το οποίο είναι ο ύψους 25 μέτρων Πύργος Ντόλντερ (Dolder). Ο συγκεκριμένος πύργος, ο οποίος χρονολογείται από τον 1291, υπήρξε αμυντικό οικοδόμημα που προστάτευε το χωριό από τους εισβολείς αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε ορόσημο του Ρικβίρ. Στους ορόφους του πύργου υπάρχει έκθεση που παρουσιάζει την ιστορία του χωριού από τον 13ο ως τον 17ο αι. ενώ στην κορυφή του μπορεί να θαυμάσει κανείς την κοιλάδα του Ρήνου από ψηλά.
Σε ένα από τα σοκάκια που τέμνουν κάθετα τον κεντρικό δρόμο του χωριού, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου, η οποία χρονολογείται από τον 15ο αι. κι είναι ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κτήρια του Ρικβίρ. Μεμιάς ξεχωρίζει από τα παραδοσιακά σπίτια που βρίσκονται γύρω της καθώς, η γοτθική της αρχιτεκτονική, της δίνει μια τάση προς τον ουρανό. 
Τέλος, στο Ρικβίρ βρίσκεται το Μουσείο Hansi, το οποίο είναι αφιερωμένο στον διάσημο Αλσατό καλλιτέχνη και σκιτσογράφο Jean-Jacques Waltz, γνωστό ως Hansi. Το μουσείο παρουσιάζει μια συλλογή από έργα του που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή και την παράδοση της Αλσατίας μέσα από μια ρομαντική και χιουμοριστική ματιά.
Ένα τελευταίο στοιχείο που μου τράβηξε την προσοχή στο Ρικβίρ, ήταν η συλλογή μεγάλων φωτογραφικών ντοκουμέντων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν διάσπαρτα σε όλο το χωριό και κυρίως στα σοκάκια ή στα σημεία που είχαν τραβηχτεί τότε. Μια πρωτοβουλία ενδιαφέρουσα διότι από τη μια διατηρεί τη μνήμη άσβεστη αλλά από την άλλη σε κάνει αποδέκτη της μονόπλευρης (και πιθανότατα προπαγανδιστικής) καταγραφής και παρουσίασης της ιστορίας σε μια περιοχή της Ευρώπης που για αιώνες περνούσε από τα χέρια του ενός στα χέρια του άλλου.
Οι περιπλανήσεις μας στα αλσατικά χωριά ολοκληρώθηκαν με την απογευματινή μας επίσκεψη στο Ριμπωβιλέ (στα γαλλικά γράφεται Ribeauvillé ενώ στα γερμανικά Rappoltsweiler), το οποίο βρίσκεται 16 χλμ. από την Κολμάρ. Το χωριό ήταν γνωστό από τον 8ο αι. ως Rathaldovilare κι άνηκε στους Επισκόπους της Βασιλείας. Στη συνέχεια πέρασε στους Λόρδους κι αργότερα στους Κόμητες του Rappoltstein, οι οποίοι ήταν από τους πιο διάσημους ευγενείς στην Αλσατία.
Σε σχέση με το Εγκισάιμ που έχει στρογγυλό σχήμα και το Ρικβίρ που έχει σχεδόν τετράγωνο σχήμα, το Ριμπωβιλέ εκτείνεται κατά μήκος της κοιλάδας. Περιμετρικά του χωριού έχουν μείνει απομεινάρια από τα μεσαιωνικά τείχη ενώ εντός του οικισμού έχουν διατηρηθεί κάμποσα γραφικά μεσαιωνικά σπίτια. Στην καρδιά του χωριού θα συναντήσει κανείς τις δυο παλιές γοτθικές εκκλησίες του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Αυγουστίνου καθώς και το δημαρχείο, το οποίο φιλοξενεί μια πολύτιμη συλλογή αρχαιοτήτων. Δίπλα στο Δημαρχείο ορθώνεται ο Πύργος των Κρεοπωλών (Bouchers), ο οποίος χτίστηκε το 1260 κι έχει ύψος 30 μέτρα. Ο συγκεκριμένος πύργος είναι ο τελευταίος από τους τέσσερις πύργους που ανήκαν στην οχύρωση του χωριού. Ο πύργος είναι χτισμένος σε δυο διαφορετικές περιόδους, κάτι που φαίνεται από τα διαφορετικά οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο κάτω μέρος που ορθώθηκε τον 13ο αι. με το πάνω μέρος που χτίστηκε τον 16ο αι. Στο τελείωμα του πύργου έχει τοποθετηθεί ένα μεγάλο ρολόι και το οικόσημο της οικογένειας Ribeaupierre. Κάτω από τον μεγάλο πύργο απλώνεται η μεσαιωνική αγορά του χωριού. 
Συνεχίζοντας την βόλτα μας, συναντήσαμε την Place de la Sinne με το υπέροχο σιντριβάνι της, έργο του Andre Friederich, ενός γλύπτη με καταγωγή από το Ριβωμπιλέ, ο οποίος το 1861 αποφάσισε να το δωρίσει στη γενέτειρά του. Το έργο προοριζόταν για την Plaza de la Republica ή το Δημαρχείο αλλά τελικά αποφασίστηκε να εγκατασταθεί στη θέση που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μορφή που βρίσκεται στη κορυφή του σιντριβανιού είναι μια αλληγορία του Ριβωμπιλέ. Περιμετρικά του σιντριβανιού, απλωνόταν ένα σύμπλεγμα βαρελιών κρασιού. Ολοκληρώσαμε τις περιπλανήσεις μας στο χωριό μέχρι το τελείωμα της Grand Rue, απ' όπου μπορούσαμε να θαυμάσουμε τα τρία διάσημα κάστρα της Αλσατίας, το Saint-Ulrich, το Girsberg και το Haut-Ribeaupierre, τα οποία παλαιότερα ανήκαν στους άρχοντες του Ριβωμπιλέ (ή Rappoltstein). 
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος πίσω από τα βουνά της περιοχής, πήραμε το λεωφορείο για να επιστρέψουμε στην Κολμάρ. Μπαίνοντας στο όχημα, άκουσα από τα ηχεία να παίζει ένα γνωστό κομμάτι των Doors. "Ωραία μουσική" είπα στον οδηγό, ο οποίος αμέσως έλαμψε από τη χαρά του. Προσπαθώντας να μιμηθεί την αμερικανική προφορά, γεγονός που μου έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς το έκανε ένας Γάλλος (μάλλον ξέχασε για λίγο τον σοβινισμό του) θέλησε να μου εξηγήσει γιατί αγαπάει τόσο πολύ την ροκ μουσική. Με την όμορφη διάθεση του οδηγού, το απαλό φως του ήλιου και τη γνώριμη φωνή του Τζιμ Μόρισον, επιστρέψαμε στη Κολμάρ.