Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του '12 βρέθηκα στην Ίριδα για να παρακολουθήσω μια από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Παρόλο που ο τίτλος της ταινίας δε μου φαινόταν ιδιαίτερα γνώριμος, το αξεπέραστα ερωτικό βλέμμα της ηθοποιού Μάτσα Μέριλ με παρακινούσε να πάω στην προβολή. Ένα βλέμμα που έκτοτε μου έμεινε αξέχαστο. Ένα βλέμμα μου με μάγεψε ξανά εφτά χρόνια μετά την πρώτη προβολή...
Η ιστορία βασίζεται σε ένα συνηθισμένο ερωτικό τρίγωνο. Μια παντρεμένη γυναίκα που ασφυκτιά στο γάμο της και πνίγεται στις βάσιμες καχυποψίες του συζύγου της, διατηρεί μια παράνομη σχέση με έναν ηθοποιό. Οι συναντήσεις τους πραγματοποιούνται σε μικρές ρομαντικές σοφίτες, σε κινηματογραφικές αίθουσες και σε δωμάτια ξενοδοχείων, όπου τα γυμνά τους σώματα συμμετέχουν σε έναν γνώριμο ερωτικό χορό πάνω στα λευκά σεντόνια. Η επικράτηση του λευκού στα πλάνα λειτουργεί ως τεκμήριο της αγνότητας της σαρκικής γνωριμίας των δυο προσώπων. Τα πόδια μπλέκονται μεταξύ τους, τα χέρια αναζητούν το τέλειο σύμπλεγμα και το δέρμα ανατριχιάζει σε φιλιά και χάδια. Ερωτικές στιγμές γεμάτες πάθος καθώς οι συναντήσεις τους είναι σύντομες και κουβαλούν μαζί τους την αμφιβολία της πιθανής τελευταίας φοράς που πραγματοποιούνται.
Η σύζυγος με τον εραστή της δρουν ως δυο μικρά παιδιά που κάνουν σκανταλιές. Η Σαρλότ κυκλοφορεί γυμνή στη στέγη κι ο Ρόμπερτ προσπαθεί να τη συμμορφώσει αλλά και να την προστατεύσει. Οι βόλτες τους με το αυτοκίνητο στους παραποτάμιους δρόμους του Σηκουάνα προσπαθούν να προσδώσουν μια παροδική νομιμότητα στην παράνομη σχέση τους. Ο φόβος όμως μιας τυχόν παρακολούθησης από ντετέκτιβ που έχει βάλει ο νόμιμος σύζυγος, γίνεται βραχνάς στις ανέμελες συναντήσεις. Η Σαρλότ αλλάζει πολλά ταξί για να φτάσει στον προορισμό της και κάθε τόσο κοιτάζει επιφυλακτικά έξω από τα παράθυρα για να δει αν την ακολουθεί κανείς.
Από την άλλη, ο σύζυγός της ο Πιερ, είναι ένας άνθρωπος προσγειωμένος κι αυθεντικός. Παρ' όλο που έχει ένα παιδί από προηγούμενο γάμο, επιθυμεί διακαώς να κάνει παιδί και με την Σαρλότ παρόλο που γνωρίζει κι ο ίδιος πως η σχέση τους έχει βαλτώσει. Μια κατάσταση την οποία γνωρίζουν κι οι δυο. Από την μια η Σαρλότ τον παρατηρεί ανέκφραστη και συμπεριφέρεται απέναντί του μουδιασμένα προσπαθώντας να κρύψει την ενοχή που ξεχειλίζει από τα μάτια της ενώ ο Πιερ την παρατηρεί μελαγχολικά καθώς νιώθει πως η γυναίκα του εξακολουθεί να τον απατά. Η ερωτική τους επιθυμία έχει πλέον νεκρώσει καθώς κι οι δυο γνωρίζουν πως σπαταλούν το χρόνο τους με ανούσια παιχνίδια προσπαθώντας να σώσουν κάτι που απ' ότι φαίνεται δεν έχει πια μέλλον.
Η ερωτική κατάσταση των τριών αυτών προσώπων είναι χρόνια. Όπως παρατηρούμε από τους χαρακτήρες που μας αποκαλύπτονται μέσα απ' τους διαλόγους, έχουμε τρεις ανθρώπους ανασφαλείς που φοβούνται να πάρουν κάποια οριστική πρωτοβουλία. Η αφορμή όμως δίνεται όταν η Σαρλότ μαθαίνει πως είναι έγκυος. Ξέροντας πως δεν έχει την τύχη με το μέρος της διότι δεν την συμφέρει η λύση της αποβολής, έρχεται στη δύσκολη θέση να αποφασίσει με ποιον άνθρωπο θα μεγαλώσει το παιδί που θα έρθει στον κόσμο. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος προβληματισμός της Σαρλότ είναι να επιλέξει τον άνδρα με τον οποίον επιθυμεί να μεγαλώσουν μαζί το παιδί χωρίς να έχει καμία απολύτως επιθυμία να μάθει ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας.
Αμέσως συναντιέται κρυφά με τον εραστή της, όπου σε ένα από τα δωμάτια του αεροδρομίου Ορλύ θα πραγματοποιηθεί ένας απ' τους πιο ειλικρινείς κι αυθεντικούς διαλόγους που έχω παρακολουθήσει στον κινηματογράφο. Ερωτήσεις καίριες που κρύβουν την απώτερη ουσία τους και συμπεράσματα που μόνο ο αποδέκτης μπορεί να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει. Η ταινία ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε. Μια σύνθεση δυο χεριών πάνω σε ένα λευκό σεντόνι με μια φράση που επαναλαμβάνεται δυο φορές, μια από τον Ρόμπερτ και μια από την Σαρλότ. Ίδιες λέξεις με διαφορετική χροιά δίνοντας δυο τελείως διαφορετικές ερμηνείες, καθώς η απόφαση είχε πλέον παρθεί διακριτικά.
Η συγκεκριμένη ταινία θα μπορούσε να είναι μια ακόμη ιστορία ερωτικού τριγώνου, αλλά ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ επιλέγει να δώσει βαρύτητα σε άλλες παραμέτρους που ταλανίζουν τις υπαρξιακές μας αναζητήσεις σε καθημερινή βάση. Όπως για παράδειγμα τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο. Ο Πιερ συμβολίζει το παρελθόν. Ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση σ' αυτό το σημείο καθώς πιστεύει πως ο άνθρωπος που δεν έχει μνήμη χάνει όχι μόνο ένα κομμάτι του εαυτού του αλλά και τη δυνατότητά του στο να διαχειριστεί όπως εκείνος επιθυμεί το μέλλον του. Μάλιστα με ένα πολύ έξυπνο παράδειγμα δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί να παραποιηθεί και να εξομαλυνθεί η ιστορία όταν κάποιες καίριες λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Αντιθέτως η Σαρλότ δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στο παρελθόν. Θεωρεί πως δεν της ανήκει καθώς πέρασε πια ανεπιστρεπτί. Προτιμάει να κυνηγάει το παρόν και το εφήμερο καθώς αυτό αντιστοιχεί με την προσωπικότητά της. Ζει το τώρα γιατί αυτό έχει σημασία για κείνη. Η Σαρλότ εκπροσωπεί επάξια την κοινωνία που αδιαφορεί, που ξεχνάει και μετατρέπεται σε μια άμορφη μάζα καθώς και την αθωότητα που χάνεται στον υλισμό και την αδιαφορία. Εξαιρετικός όμως είναι και στο πέρασμα του ο Ρότζερ Λίνχαρντ (ο οποίος ερμηνεύει τον ίδιο του τον εαυτό), ο οποίος δίνει μια ιδιαίτερη χροιά στους παραπάνω προβληματισμούς. Ειδικά στο θέμα μνήμης. Ο ίδιος θέτει ένα τρομερό προβληματισμό που του προκάλεσε η επίσκεψή του στη Γερμανία δυο μόλις δεκαετίες μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με απελπισία δήλωσε πως αν σταματούσε έναν Γερμανό στο δρόμο και του έλεγε πως αύριο θα έπρεπε να θανατωθούν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι και κομμώτριες, ο Γερμανός θα του ζητούσε τους λόγους που πρέπει να θανατωθούν οι κομμώτριες. Στον προβληματισμό του αυτό έρχεται να προστεθεί κι η αφελής απορία της Σαρλότ η οποία αναρωτιέται "μα γιατί και τις κομμώτριες;". Μια στιγμή ανατριχίλας που αποδεικνύει πως το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν έθεσε τις βάσεις για μια πολυπόθητη παντοτινή παγκόσμια ειρήνη. Η απορία της Σαρλότ δε βασίστηκε σε αντισημιτικά αισθήματα αλλά στην πλήρη αδιαφορία.
Κάτι άλλο που μένει απ' αυτήν την ταινία είναι η ερωτική ιεροτελεστία της σαρκικής γνωριμίας, η οποία εκδηλώνεται μέσα από βουβές σκηνές που εντυπωσιάζουν με τον λυρισμό και την ισορροπία τους κι από τα βλέμματα που ξεχειλίζουν συναισθήματα και σκέψεις. Στιγμές που γεμίζουν νοήματα και διαλόγους χωρίς λέξεις. Το βλέμμα της Σαρλότ που λάμπει με χίλια χρώματα παρ' όλο που η ταινία είναι ασπρόμαυρη. Ο ερωτικός χορός της επικράτησης στο διαχειρισμό των καταστάσεων. Οι λιτοί διάλογοι που αρκούν για να βγουν δεκάδες νοήματα. Οι σκηνές όπου ο ένας εραστής ανακαλύπτει το σώμα του άλλου, φανερώνουν τη δυσκολία της ηρωίδας να επιλέξει τον άνθρωπο που θέλει να έχει δίπλα της. Επίσης γίνεται μια ιδιαίτερη μνεία στη γυναικεία ανασφάλεια και στη σχέση των γυναικών με το σώμα τους. Στη ταινία παρουσιάζεται με τη γλυκιά σύγκριση των αναλογιών του σώματος της Σαρλότ με του πασίγνωστου γλυπτού της Αφροδίτης της Μήλου.
Αυτό που πετυχαίνει ο Γκοντάρ με τους ηθοποιούς είναι πως τους δίνει τον χώρο που χρειάζονται για να αυτοσχεδιάσουν. Η Μάτσα Μέριλ παίζει υπέροχα με τον φακό της κάμερας σαν να βρίσκεται μόνη της μπροστά στον καθρέφτη ενός δωματίου. Ο Φιλίπ Λίροϊ ως απατημένος σύζυγος γεμίζει το κάθε πλάνο με ένταση και μελαγχολία, δημιουργώντας μια ειλικρινή σχέση συμπόνιας με τον θεατή. Επίσης ο Μπερνάρντ Νοέλ στο ρόλο του εραστή δεν αποκτά σε καμία στιγμή της ταινίας τον ρόλο του κακού που θέλει να μπει ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Τα συναισθήματά του για την Σαρλότ είναι το ίδιο ισχυρά μ' αυτά του Πιέρ και το κυριότερο είναι πως βρίσκουν ανταπόκριση στο πρόσωπο της Σαρλότ.
Επίσης μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσαν οι συμβολισμοί που ξεπετάγονται μες στη ταινία, είτε ως λέξεις ανάμεσα στις σκηνές, είτε ως σχέδια του Ζαν Κοκτώ, είτε ως υπότιτλοι σε έναν διάλογο μεταξύ δυο κοριτσιών που μιλούν για το σεξ. Άλλα λέγονται προφορικά κι άλλα εννοούνται. Νοήματα που παρουσιάζονται με λέξεις ανάμεσα στα δυο άγουρα προσωπάκια που κοκκινίζουν στη σκέψη ενός γυμνού σώματος είτε του δικού τους είτε του συντρόφου τους.
Έπειτα, κάθε πλάνο της ταινίας είναι άρτια εξισορροπημένο, δίνοντας μια ανθρώπινη υπόσταση σε ένα δράμα που θα μπορούσε ο καθένας από μας να ζήσει. Ο ερωτισμός ξεχειλίζει σε κάθε σκηνή χωρίς να αγγίζει τα όρια της χυδαιότητας ενώ ο υπέροχος χορός των σωμάτων μετατρέπεται σε μια γλυκιά προσπάθεια του καθενός στο να αγγίξει την καρδιά του άλλου.
Αυτό που με κάνει να θεωρώ την ταινία ως ένα ακόμη αριστούργημα του παρελθόντος είναι τα διαχρονικά προβλήματα που θέτει για τις ανθρώπινες σχέσεις, την πολυγαμία, τις σχέσεις που βαλτώνουν κι οδηγούνται σε έναν αργό θάνατο, τη μνήμη και πάνω απ' όλα τον έρωτα. Επίσης είναι τα εκπληκτικά πλάνα που στέκουν άνετα ως άψογες φωτογραφίες μιας θεματικής έκθεσης περί έρωτα και γυμνών σωμάτων πάνω σε ένα κρεβάτι. Τέλος είναι ο αυτοσχεδιασμός στους διαλόγους που προσδίδει μια μοναδική προσωπικότητα στο συγκεκριμένο έργο. Η ταινία "Μια γυναίκα παντρεμένη" είναι ένας σπάνιος εποικοδομητικός και διαχρονικός διάλογος που μπορεί να εκδηλωθεί αποτελεσματικά μεταξύ ταινίας και θεατή.
Βαθμολογία: 9/10