Έχω επισημάνει πολλές φορές πως τα σπουδαιότερα έργα εισέρχονται ταπεινά κι αθόρυβα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το θεματολογικό ήθος αυτών των έργων που βασίζεται στην ειλικρινή δημιουργικότητα των σκηνοθετών τους, συμπυκνώνεται καθ'όλη τη διάρκεια προβολή τους χωρίς να χει την ανάγκη μαρκετίστικων τυμπανοκρουσιών. Κουβαλώντας ήδη το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ των Καννών, η νέα ταινία του πολυαγαπημένου Χιλιανού σκηνοθέτη Πατρίσιο Γκούζμαν έκανε το πέρασμά της από το φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας. Είχα την τύχη να το δω στη κατάμεστη αλλά άκρως σιωπηλή αίθουσα του Δαναού. Μέσα σε μιάμιση σχεδόν ώρα ένιωσα πως όλο το κοινό είχε μπει στην ίδια συναισθηματική έκσταση. Μία κατάσταση που μόνο ο Πατρίσιο Γκούζμαν μπορεί να προσφέρει με τον άρτιο δοκιμιακό του λόγου και την άκρως μαγευτική του φωνή, πλαισιωμένα και τα δύο με την ονειρική μουσική του συγκροτήματος Miranda y Tobar.
Η συγκεκριμένη προβολή υπήρξε για μένα μία από τις σπάνιες στιγμές συναισθηματικής έκρηξη. Ένα σφίξιμο στο στήθος κι ένα κόμπο στο λαιμό που δε μ' άφηναν να αναπνεύσω. Κι ενώ βούλιαζα στην αναπαυτική καρέκλα του κινηματογράφου, τα μάτια μου χανόντουσαν στα απέραντα τοπία των Άνδεων και το μυαλό μου άνοιγε ένα σωρό μικρές καταπακτές μέσα απ'τις οποίες ξεχυνόταν ένα σμήνος σκέψεων και συναισθημάτων. Η κατάσταση αυτή δεν προκλήθηκε αστραπιαία (αν και στο Νοσταλγώντας το Φως εντείνεται από τη πρώτη νότα της μουσικής), αλλά έρχεται με έναν αγνό κι ευγενικό τρόπο. Εκείνο το βράδυ στον Δαναό βρέθηκα απροετοίμαστος σ' αυτό που θα ζούσα, κι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που θεώρησα πως η συγκεκριμένη προβολή, μου έχει μείνει ήδη αξέχαστη.
Η Χιλή είναι μία χώρα που λάτρεψα από τότε που άρχισα να μελετώ την πρόσφατη ιστορία της. Η αγιότητα του προέδρου Αλιέντε που δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Πινοσέτ, η μετατροπή της χώρας σε ένα πειραματόζωο της σχολής του Σικάγο, η έντονα πολιτικοποιημένη κοινωνία της που έχουμε γνωρίσει μέσα από ταινίες, ντοκιμαντέρ και βιβλία και φυσικά η τριλογία του Γκούζμαν που μου 'χει χαρίσει μια οικειότητα με την άγνωστη κι απομονωμένη γωνιά της Λατινικής Αμερικής.
Όπως συνέβη με το "Νοσταλγώντας το Φως" και με το "Μαργαριταρένιο Κουμπί", έτσι και στην "Οροσειρά των Ονείρων" ο δημιουργός ξεκινάει την αφήγησή του με κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τόπου του. Αυτή τη φορά έχει την τιμητική της η πελώρια οροσειρά των Άνδεων. Ο Πατρίσιο Γκούζμαν μας περιγράφει τις μνήμες των παιδικών του χρόνων, οι οποίες συμπορεύτηκαν με τη σκιά των πελώριων βουνίσιων όγκων. Παράλληλα κάποιοι καλλιτέχνες περιγράφουν τις δικές τους εμπειρίες αλλά και τις σκέψεις που τους προκαλούν οι Άνδεις. Αυτό που διαπιστώνω είναι πως όλοι τις θεωρούν ιερές και βασικό παράγοντα που επηρέασε τον πολιτισμό αλλά και την ιστορία αυτού του τόπου. Εξάλλου όλοι τους με μία φωνή δήλωσαν πως οι Άνδεις έχουν δύο ρόλους. Από την μια προστατεύουν τον λαό της Χιλής αλλά από την άλλη τον απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο.
Συζητώντας με τους καλλιτέχνες για τα παιδικά τους χρόνια και τον ρόλο που διαδραμάτισαν στη ζωή τους τα βουνά, ο Πατρίσιο Γκούζμαν αναφέρει πως οι μνήμες του στη Χιλή τερματίζουν με το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Μετά τη σύλληψή του και φοβούμενος τη καταστροφή του τότε κινηματογραφικού του υλικού διαφεύγει στην Ευρώπη όπου έχει παραμείνει μέχρι σήμερα. Περιγράφοντάς μας το προσωπικό του δράμα αντιλαμβανόμαστε μια χροιά θλίψης για τα χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί αλλά και μιας ενοχής καθώς έφυγε ηττημένος αφήνοντας μια χώρα στα χέρια των φασιστών.
Η φωνή του σπάει όταν συναντά ακόμη όρθιο το σπίτι όπου γεννήθηκε, ένα υπέροχο διώροφο νεοκλασικό που εξακολουθεί να παλεύει με τη φθορά του χρόνου. Ο σκηνοθέτης χαίρεται που το βλέπει ακόμη όρθιο καθώς πολλά άλλα έχουν γκρεμιστεί για να χτιστούν στη θέση τους πολυκατοικίες κι ουρανοξύστες (τι μας θυμίζει αυτό άραγε;) Ο πρώτος σπαραγμός έρχεται όταν βλέπουμε το σπίτι από ψηλά. Ένας δυνατός συμβολισμός που περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη όψη που έχουν οι παιδικές μνήμες του δημιουργού.
Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης μας οδηγεί στο σπίτι όπου πέρασε την εφηβική του ηλικία και τα πρώτα χρόνια των κινηματογραφικών του σπουδών. Απ' αυτό το σημείο αρχίζει η κορύφωση του έργου. Νιώθοντας ο ίδιος τύψεις που έφυγε από την χώρα εκείνα τα δύσκολα χρόνια, τιμάει έναν άλλον κινηματογραφιστή που έμεινε στη Χιλή καλύπτοντας αρκετές από τις βίαιες στιγμές της χούντας. Συζητώντας μαζί του για κείνα τα χρόνια, παρακολουθούμε παράλληλα πλάνα από τις τότε κρυφές αλλά και φανερές καταγραφές του όπως η μαζική σύλληψη δεκάδων χιλιάδων ανδρών από τις γειτονιές του Σαντιάγκο αλλά και τη συγκέντρωσή τους στο στάδιο της πόλης. Σε μία απ' αυτές τις κερκίδες που λειτούργησαν ως φυλακές βρέθηκε κι ο Πατρίσιο Γκούζμαν. Οι σκηνές που μας παρουσιάζονται είναι συγκλονιστικές. Η ασύστολη αστυνομική βία, το πάθος των ανθρώπων για ελευθερία και δικαιοσύνη κι ο χώρος ανάμεσά τους που γεμίζει κραυγές πόνου κι απειλές. Σκηνές που βιώσαμε αρκετοί τη διετία μεταξύ 2010 και 2012 όπου τα κινήματα στην Ελλάδα ήταν μαζικά. Δε μπορούσα με τίποτα να συγκρατήσω την οργή μου με όσα μου αποκαλύπτονταν στη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου αλλά και μ' αυτά που θυμόμουν απ' τις δικές μας διαδηλώσεις. Μάλιστα σε ένα πλάνο όπου φαίνεται ξεκάθαρα ένας αστυνομικός να πετάει δακρυγόνο σε καθισμένες διαδηλώτριες που τραγουδούσαν ειρηνικά την "Ωδή στη Χαρά" μου προκάλεσε τόση οργή που ξεφώνισα τη λέξη "κοπρόσκυλα". Δε θυμάμαι ποτέ στο παρελθόν να αντιδρώ έτσι σε κινηματογραφική προβολή οπότε μέσα απ' αυτό εδώ το κείμενο ζητώ συγνώμη σε όποιον με άκουσε εκείνη τη στιγμή κι ίσως ενοχλήθηκε. Ο σκηνοθέτης συζητώντας μαζί με τον μάχιμο κινηματογραφιστή για κείνα τα χρόνια, συνειδητοποιούν πως οι σημερινές διαδηλώσεις δεν έχουν πια τον ίδιο παλμό όπως τότε παρόλο που η αδικία κι η φτώχεια εξακολουθούν να κυριαρχούν στο χιλιανό λαό.
Στις συζητήσεις για τα τεκταινόμενα της χούντας, ο σκηνοθέτης ξεκινάει διάλογο και με έναν συγγραφέα, με τον οποίον συζητάνε για όσα ακολούθησαν. Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα στο αν τελείωσε ποτέ η χούντα καθώς οι τότε φασίστες έδωσαν την εξουσία στους διακριτικούς και σιωπηλούς συνεργάτες τους οι οποίοι θα οδηγούσαν τη χώρα σε εκλογές. Ακόμα κι εδώ, η ιστορία θυμίζει πολύ Ελλάδα καθώς κι οι δικοί μας χουντικοί παρέδωσαν την εξουσία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τον οποίον είχαν όλα αυτά τα χρόνια υπόγεια επικοινωνία μέσω των Κωνσταντίνο Τσάτσο κι Ευάγγελο Αβέρωφ. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν να πραγματοποιηθεί μια πολιτική μετάβαση αρκεί οι επερχόμενοι να αποσιωπήσουν όλα τα εγκλήματα της δικτατορίας καταδικάζοντάς τα μ' αυτόν τον τρόπο στη λήθη. Στην Ελλάδα κατά μια έννοια επιτεύχθηκε αυτή η αμνησία μ' αποτέλεσμα να ακούμε σήμερα πολλούς να μιλούν για τανκς και Παπαδόπουλους. Αντιθέτως στη Χιλή, η φωνή του λαού παρέμεινε ισχυρή κι ο επίμονος αγώνας τους διατήρησε τη μνήμη.
Ο συγγραφέας όμως θέτει ένα ακόμη ερώτημα, πάνω στη συζήτηση για το αν έχει βελτιωθεί η κατάσταση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του η ανασφάλεια κι η φτώχεια εξακολουθούν να κυριαρχούν. Ο πλούτος ανήκει σε λίγους κι ο λαός από κάτω αγωνιά καθημερινά ενάντια στη μιζέρια. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της Σχολής του Σικάγο εξακολουθεί να εφαρμόζεται με τη μόνη διαφορά πως πλέον δεν υπάρχουν βασανιστήρια κι αγνοούμενοι.
Στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού πατάει κι ο σκηνοθέτης φέρνοντας για παράδειγμα τις εξορύξεις χαλκού, με τις οποίες κάποτε ζούσε ολόκληρη η χώρα. Μαθαίνουμε πως επί εποχής Αλιέντε όλα τα μεταλλεία χαλκού είχαν περάσει στο κράτος και τα κέρδη μοιραζόντουσαν στο λαό. Επί χούντας κι έπειτα το μεγαλύτερο κομμάτι των εξορύξεων έχει περάσει σε ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο δε συνεισφέρουν στο κράτος της Χιλής αλλά δε σέβονται και το περιβάλλον της χώρας. Ο σκηνοθέτης κάνει μια κινηματογραφική πτήση πάνω από ένα ιδιωτικό ορυχείο που κατατρώει τα σπλάχνα του βουνού. Όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι ένα κομμάτι γης ξένο για την Χιλή καθώς κανείς δε μπορεί να πάει εκεί. Η εικόνα της θεόρατης τρύπας μέσα στο βουνό είναι συνταρακτική. Κανένας απολύτως σεβασμός (μήπως κι αυτό θυμίζει την περίπτωση των Σκουριών στη Χαλκιδική;).
Όπως δηλώνει ο μάχιμος κινηματογραφιστής, θα μπορούσε άνετα να φύγει για την Αργεντινή ή την Βραζιλία, μην αντέχοντας την αδικία που επικρατεί στη χώρα του. Όμως δεν το κανε καθώς δε θέλησε ποτέ να αφήσει τον τόπο του. Το θλιμμένο του μειδίαμα στο τέλος της συζήτησης, μου φάνηκε τόσο οικείο...
Στηριζόμενος λοιπόν σε μία θεωρία που λέει πως στον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον πέντε με έξι άνθρωποι που μας μοιάζουν εμφανισιακά, πιστεύω πως η Χιλή είναι το alter ego της Ελλάδος κι αντίστροφα. Κι αυτό το συμπέρασμα το έβγαλα έχοντας παρακολουθήσει αυτήν την τόσο σπουδαία κι άκρως συγκινητική τριλογία του Πατρίσιο Γκούζμαν, ο οποίος για μία ακόμη φορά μου πρόσφερε μία έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ένα ακόμη υπέροχο μωσαϊκό όπου μπλέκεται η νοσταλγία των χαμένων μας παιδικών χρόνων κι η αγνή αγάπη των γενέθλιων τόπων με τη δύναμη της ατομικής μνήμης και τις συνέπειες της συλλογικής μας λήθης.
Για μένα η συγκεκριμένη συναρπαστική τριλογία κλείνει με μια ανεξέλεγκτη έκρηξη συναισθημάτων.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου