Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Μάρτιν Ίντεν (2019)

 



Τελευταία βραδιά για το 2020, και πόσο όμορφο είναι να αποχαιρετώ μια απολύτως δυστοπική χρονιά με μια αριστουργηματική ταινία που δυστυχώς δεν κατάφερα να απολαύσω στις σκοτεινές αίθουσες. Ο "Μάρτιν Ίντεν" προέκυψε ως μια αναπάντεχη κινηματογραφική πρόταση για το κλείσιμο της χρονιάς, αφήνοντάς μου μια ελπίδα πως όσες ταινίες κι αν βγαίνουν ετησίως, ο πραγματικά καλός κινηματογράφος δεν πρόκειται ποτέ να στερέψει. Αυτό για μένα σημαίνει πως η συγκίνηση, η ελπίδα, η επανάσταση κι ο έρωτας δε θα πάψουν να με μαγεύουν τόσο μέσα από την μεγάλη οθόνη των κινηματογράφων όσο κι από τη μικρή οθόνη του σπιτιού μου. 
Η ιστορία η οποία βασίστηκε σε βιβλίο του Τζακ Λόντον, μιλάει για έναν νεαρό Ιταλό, ο οποίος αναγκάστηκε να γίνει ναυτικός από τα έντεκα του χρόνια. Όμως σε μια αναπάντεχη στιγμή άλλαξε τόσο η ζωή του όσο κι η κοσμοθεωρία που είχε γι' αυτήν. Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο ήρωας γλιτώνει έναν νεαρό από τα χέρια ενός τραμπούκου. Η σωτήρια επέμβασή του θα τον οδηγήσει στην έπαυλη του νεαρού. Εκεί ο πρωταγωνιστής θα 'ρθει σε επαφή με έναν άλλον κόσμο και θα ερωτευτεί την αδελφή του νεαρού που έσωσε. Μέσα από τις κουβέντες τους, θα εντυπωσιαστεί με τις γνώσεις και τον τρόπο ομιλίας της, κάτι που θα τον ωθήσει στον κόσμο των βιβλίων. 
Θέλοντας να κερδίσει την εκτίμηση αλλά και την καρδιά της νεαρής αριστοκράτισσας, ο Μάρτιν Ήντεν θα αρχίσει να διαβάζει βιβλία που βρίσκει σε χαμηλές τιμές από τα παλιατζίδικα της Νάπολης. Όμως καθώς εισχωρεί μέσα στα κείμενα του Μπωντλαίρ και του Σπένσερ, θα συνειδητοποιήσει πως θέλει να γίνει κι εκείνος συγγραφέας. Για να καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του, θα χρειαστεί να συνεχίσει την εκπαίδευσή του από εκεί που τη σταμάτησε, δηλαδή το δημοτικό. Την απόφασή του αυτή θα την πάρει αφού εκμυστηρευτεί τις προσδοκίες του στην Έλενα, μ' εκείνη θα τον προτρέψει ευγενικά να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του για να είναι σε θέση να γράψει ένα βιβλίο. Παρά τις προσπάθειές του, ο Μάρτιν θα αποτύχει να ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι όμως που δεν θα τον πτοήσει καθώς θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια, τον χλευασμό των παιδιών απέναντι στους μεγαλύτερους που προσπαθούσαν να μάθουν γράμματα. 
Παρά την αποτυχία του, ο Μάρτιν Ήντεν θα κυνηγήσει με μεγαλύτερο πάθος το όνειρό του. Θα φύγει από την Νάπολη και με διάφορες μικροδουλειές που θα κάνει για να τα βγάζει πέρα, θα συνεχίσει να γράφει και να στέλνει τα κείμενά του σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Οι επαναλαμβανόμενες αρνητικές απαντήσεις θα τον πεισμώσουν παραπάνω ενώ παράλληλα οι απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες που βιώνει αυτός κι άλλοι συνάνθρωποί του, θα του αποδείξουν έμπρακτα πως οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών κι οικονομικών τάξεων δυσκολεύονται να 'ρθουν σ' επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Εμπόδια που τους αναγκάζουν να παραμένουν για μα ζωή άβουλοι κι απαίδευτοι δούλοι των αφεντικών τους.




Με το πέρασμα των χρόνων, ο Μάρτιν Ίντεν αρχίζει να γίνεται η φωνή μιας κοινωνίας που βιώνει τον καθημερινό της πόνο βουβά, μακριά από τα σαλόνια των αστών και των αφεντικών. Τα κείμενά του γίνονται μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων και χαρακτηρίζονται για τον ωμό ρεαλισμό τους. Αυτή η ωμότητα είναι η αιτία που δεν γίνονται τα κείμενά του ανεκτά τόσο σε εφημερίδες όσο και σε εκδοτικούς οίκους, μ' αποτέλεσμα να απορρίπτεται κάθε του λογοτεχνική πρόταση. Την ίδια άποψη έχει κι η σύντροφός του η Έλενα, η οποία παρόλο που διακρίνει το ταλέντο του Μάρτιν Ίντεν, τον συμβουλεύει να καταπιαστεί με πιο γλυκανάλατα θέματα που ίσως του επιφέρουν κάποια κέρδη. Συνειδητοποιώντας ο πρωταγωνιστής το συνειδησιακό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε κείνον και τη σύντροφό του, αποφασίζει να την ξεναγήσει στον άγνωστο για κείνην κόσμο των φτωχογειτονιών της Νάπολης. Οι εικόνες που θα συναντήσει η Έλενα, όχι μόνο θα την συνταράξουν αλλά θα της προκαλέσουν και τις πρώτες αμφιβολίες για τη σχέση της με τον Μάρτιν. Μια σχέση που ήδη έχει αρχίσει να βάλλεται από τον οικογενειακό της κύκλο, καθώς οι γονείς της δυσκολεύονται να αποδεχθούν πως η κόρη τους έχει ερωτευτεί έναν λαϊκό φτωχό άνθρωπο. 
Ο πρωταγωνιστής όμως δεν απογοητεύεται με τις δυσκολίες που βρίσκει στο να γίνει αποδεκτός τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στον αριστοκρατικό χώρο. Συνεχίζει να διαβάζει και να αποκωδικοποιεί το προσωπικό ύφος άλλων συγγραφέων (ιδιαίτερη μνεία κάνει και στον Κίπλιγκ) και γράφει ασταμάτητα στέλνοντας τα χειρόγραφά του στους εκδότες ευελπιστώντας πως θα λάβει κάποια επιταγή απ' αυτούς. Οι αρνητικές απαντήσεις που δέχεται, τον κάνουν να στραφεί εναντίον του σιναφιού των εκδοτών, τους οποίους θεωρεί μία καλοκουρδισμένη απρόσωπη μηχανή. 
Με το πείσμα του, φτάνει πολύ συχνά στα όρια της οικονομικής ανέχειας, αλλά εξακολουθεί να έχει πίστη τόσο στον εαυτό του όσο και στο έργο του, ενώ παράλληλα έχει τη συμπαράσταση μιας φτωχής οικογένειας που τον έχει "υιοθετήσει". Παρά τις αρνητικές απαντήσεις, ο ίδιος πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα συναντήσει τον κριτικό που θα αναγνωρίσει το αληθινό του έργο. 
Παράλληλα, ο Μάρτιν έχει αρχίσει να εισχωρεί στον κόσμο του σοσιαλισμού και των εργατικών κινημάτων. Οι εμπειρίες και τα βιώματα της δύσκολη ζωή του μέσα στα καράβια και στα χυτήρια, έρχονται και δένουν με τις γνώσεις που αποκτά μέσα από τα βιβλία του Σπένσερ, του Νίτσε, του Μαρξ και του Δαρβίνου. Χωρίς να το αντιληφθεί, μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα ολοκληρωμένο ώριμο και συνειδητοποιημένο ον που πατάει σε δύο κόσμους αλλά συνάμα δεν ανήκει πουθενά. 
Σιγά σιγά το όνομά του αρχίζει να ακούγεται τόσο στους πνευματικούς όσο και στους αριστοκρατικούς χώρους. Όμως η εκτόξευσή του θα 'ρθει σε μια ανύποπτη στιγμή όπου ένας δημοσιογράφος θα τον χαρακτηρίσει σοσιαλιστή σε ένα του άρθρο. Αμέσως το όνομά του θα διαδοθεί παντού ενώ τα κείμενά του θα χαρακτηριστούν ως αριστουργήματα και θα γίνουν ανάρπαστα. Κείμενα τα οποία μέχρι χθες δε δεχόταν κανείς να τα διαβάσει. Κείμενα που δεν είχαν τροποποιηθεί ποτέ από τον πρωταγωνιστή, αναγκάζοντάς τον να αναρωτηθεί τι είναι αυτό που άλλαξε τους γύρω του, κάνοντάς τους να θεωρούν πλέον αξιόλογα τα κείμενα που κάποτε τα αποκαλούσαν σκουπίδια.




Η αλλαγή αυτή δεν βελτιώνει τη διάθεση του πρωταγωνιστή, παρόλο που ο ίδιος περίμενε πως και πως να αναγνωριστεί ως συγγραφέας. Ήδη είχε από καιρό χωρίσει με την Έλενα, συνειδητοποιώντας πως ήταν περισσότερα τα πράγματα που τους χώριζαν παρά αυτά που τους ένωναν. Μετά από έναν εκπληκτικό επαναστατικό λόγο που έβγαλε σε ένα οικογενειακό τραπέζι κατηγορώντας τους πλούσιους συνομιλητές του για τα δεινά της κοινωνίας, αποχώρησε από τον κύκλο της συντρόφου του, αισθανόμενος για τον εαυτό του πως εκεί μέσα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μαύρο πρόβατο. 
Από την άλλη, μέσα από τους φλογερούς του λόγους σε εργατικά συνδικάτα, διαπιστώνει πως ούτε εκεί ανήκει καθώς έβλεπε πως η εργατική τάξη φοβάται να επαναστατήσει και να δράσει μόνη της ριζοσπαστικά, διότι είχε μάθει μια ζωή να έχει κάποιον πάνω από το κεφάλι της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούγονται απίστευτα αιρετικές οι ιδέες του για την ατομική πρόοδο του καθενός που θα επιφέρει και την συνολική πρόοδο της κοινωνίας αλλά και την αναμενόμενη αποτυχία του σοσιαλιστικού μοντέλου. 
Του μένει πια μόνο η συγγραφική του αναγνώριση, την οποία όμως αρνείται να αποδεχτεί. Βρίσκει αρκετά ψεύτικη την αναγνωρισιμότητα και το ενδιαφέρον αυτών που μέχρι χθες τον μείωναν ως συγγραφέα κι αρνιόντουσαν τα κείμενά του. Γι' αυτό το λόγο περνάει στην αντεπίθεση απέναντι σε ένα κατεστημένο που χειρίζεται το χώρο του βιβλίου ως έναν ακόμη στίβο κερδοσκοπίας και δημοσίων σχέσεων. 
Κατά κάποιον τρόπο η πορεία του πρωταγωνιστή, η οποία ξεκινάει από τα αμπάρια ενός πλοίου και καταφέρνει με δικές του προσπάθειες να κατακτήσει την κορυφή του λογοτεχνικού κόσμου, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια διαπίστωση πως όλα είναι ψεύτικα και μάταια. Ακόμη κι ο έρωτάς του με την Έλενα ήταν κούφιος, κι αυτό το συνειδητοποιεί όταν εκείνη επιστρέφει στη ζωή του για να του ζητήσει να παντρευτούν καθώς πλέον είναι αποδεκτός από την οικογένειά της. Η αρνητική διάθεση του Μάρτιν Ήντεν γίνεται χειμαρρώδης καθώς ο ίδιος έχει στερέψει από συναισθήματα και προσδοκίες. Η Έλενα γι' αυτόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ερωτική χίμαιρα που πλέον δεν έχει να του προσφέρει τίποτα απ' αυτά που προσδοκούσε. Όπως κι η νέα του σύντροφος που την αφήνει καθώς εκείνος δεν είναι σε θέση να της προσφέρει την αγάπη και τη στοργή που της αξίζει. 
Η έντονη ζωή του φτάνει στη κορύφωσή της κι από κει ξεκινάει η αυτοκαταστροφική κατρακύλα προς τα σκοτάδια της υπαρξιακής κατάθλιψης. Ως ένα πνευματικό ράκος περιφέρεται πια στους δρόμους της Νάπολης καθώς η ζωή γι' αυτόν δεν έχει πια κανένα νόημα διότι όλα τα βρίσκει ψεύτικα. Γι' αυτόν τον λόγο ακούει χαρμόσυνα την έναρξη του πολέμου, καθώς φαντάζεται πως οι ημιθανείς κοινωνίες θα καταφέρουν να αναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες που θα αφήσουν πίσω τους οι επερχόμενες συρράξεις. Μια σκέψη ωμή αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική, όπως τα κείμενά του.




Η ταινία μπορεί να σε κερδίσει για πολλούς λόγους αλλά όχι σκηνοθετικά καθώς ο Πιέτρο Μαρτσέλο δε ξεφεύγει από την πεπατημένη. Όμως μπορώ να του αναγνωρίσω τους εύστοχους πειραματισμούς με τους οποίους μας μπερδεύει με έναν τρόπο παιχνιδιάρικο, σε σημείο που αναρωτιόμαστε σε ποια χρονική περίοδο μας τοποθετεί τον ήρωα καθώς κάποια στοιχεία φαίνονται προπολεμικά και κάποια άλλα μεταπολεμικά. Μ' αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να προσδώσει μια έντονη διαχρονικότητα τόσο στον ήρωα όσο και στις ιδέες του. Όπως επίσης βρήκα εντυπωσιακή τη μεταφορά της ιστορίας από την Καλιφόρνια (όπου εκτυλίσσεται στο βιβλίο) στην Νάπολη.
Ερμηνευτικά λάτρεψα τον Λούκα Μαρινέλι στο ρόλο του Μάρτιν Ίντεν. Το μελαγχολικό του βλέμμα κι η δυναμική του όψη έδεσαν εξαιρετικά με τον λογοτεχνικό ήρωα, προσφέροντας μια αυθεντική ερμηνεία που δίνει την εντύπωση πως του ταίριαξε γάντι. Εξαιρετική κι απίστευτα ερωτεύσιμη η άγνωστη συμπρωταγωνίστριά του Τζέσικα Γκρέσι στο ρόλο της Έλενας. Τα δυο αυτά πρόσωπα αποκτούν μια τραγικότητα καθώς ενώ βγάζουν μια απίστευτη ερωτική χημεία κι ένα σπάνιο ταίριασμα, τελικά παραιτούνται εξαιτίας των άγραφων νόμων εκείνης της εποχής, που τους υποχρεώνουν να ζήσουν χώρια. 
Κάτι ακόμα που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία, είναι οι διάλογοι που ακούγονται. Από τους πιο απλούς όπως η σκηνή που ο παλιατζής χαρίζει τη γραφομηχανή στον πρωταγωνιστή ζητώντας του απλά να γράψει μελλοντικά ένα ποίημα γι' αυτόν μέχρι τους πύρινους λόγους του ήρωα τόσο στα συνδικάτα όσο και στα αριστοκρατικά τραπέζια που είναι καλεσμένος. Λόγια συνταρακτικά και συγκινητικά που σου δίνουν την εντύπωση πως γράφτηκαν σήμερα. Φταίει η διαχρονικότητά τους ή μήπως εμείς γυρίσαμε ξανά στους σκοτεινούς καιρούς του περασμένου αιώνα;
Ο "Μάρτιν Ίντεν" είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα που υμνεί την ατομική πρόοδο που συντελείται με προσπάθεια, μόχθο κι αξιοπρέπεια. Μόνο έτσι μπορεί ο καθένας να πιστέψει τον εαυτό του και παράλληλα να συνειδητοποιήσει τις ύπουλες κι ανήθικες καριέρες αρκετών που πάτησαν πάνω σε πλάτες άλλων για να αναγνωριστεί το κούφιο και υποτυπώδες έργο τους. Και δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί τσίγκινοι τενεκέδες που κάνουν κρότο σε κάθε τομέα είτε πολιτιστικό, είτε πολιτικό, είτε φιλανθρωπικό. Είναι κρίμα που μόνο αυτοί ακούγονται, καθώς οι αληθινές κι ουσιώδεις πορείες κάποιων αυθεντικών ανθρώπων παραμένουν από τη φύση τους σιωπηλές και διακριτικές. Μέσα από την αυτοκαταστροφική μανία του πρωταγωνιστή, μένει ως δίδαγμα πως η απελπισία που πιάνει τον καθέναν όταν συνειδητοποιεί την ματαιότητα των πράξεών του, πρέπει να γίνεται κινητήριος μοχλός για την περαιτέρω προσωπική του βελτίωση. Εξάλλου όσο ξεχωρίζει κάποιος τόσο στενεύει ο κύκλος γύρω του. Είναι το τίμημα της προόδου. Αντιθέτως, αυτοί που πορεύονται με τους αυλικούς τους και κοκορεύονται για την ύπαρξή τους, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από βαρίδια που τους κρατούν σε μια χρόνια δημιουργική στασιμότητα. 
Είμαι βέβαιος πως οι κοινωνίες θα ήταν καλύτερες αν υπάρχουν αρκετοί "Μάρτιν Ίντεν" κι ο κινηματογράφος θα ήταν πολύ πιο πλούσιος αν έβγαιναν αντίστοιχες πετυχημένες μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη όπως συνέβη μ' αυτήν την ταινία. Ο "Μάρτιν Ίντεν" είναι ένα σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι που μπορώ να χαρακτηρίσω άφοβα διαχρονικό. Γι' αυτό και θεωρώ πως είναι το καλύτερο κλείσιμο της φετινής περίεργης κινηματογραφικής χρονιάς.

Βαθμολογία: 9/10

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Η Δίκη των 7 του Σικάγο (2020)

 



Παρότι είμαι επίμονος λάτρης του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ομολογώ πως παραδέχομαι τον αμερικανικό για τα δικαστικά του θρίλερ. Πόσο μάλλον όταν αυτά περιέχουν μια εκρηκτική πολιτική χροιά, επαναφέροντας χρόνια κοινωνικοπολιτικά προβλήματα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν επιλυθεί αλλά μας φανερώνουν πως οδεύουμε σε σκοτεινότερες και περισσότερο δυστοπικές περιόδους. Η "Δίκη των 7 του Σικάγο" δεν είναι απλά μια ακόμη δικαστική υπόθεση αλλά ένα ιστορικό συμβάν που μας παρουσιάζει την δύναμη της λαϊκής οργής απέναντι στο άδικο και το ατέρμονο πάθος για την ελευθερία όταν το κράτος παραβιάζει το ίδιο του το σύνταγμα. 
Παρόλο που το σενάριο είχε ετοιμαστεί πριν από μια δεκαετία με τη φιλοδοξία να σκηνοθετηθεί από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, η ταινία τελικώς ολοκληρώθηκε και προβλήθηκε στην καταλληλότερη περίοδο, καθώς η δυναμική της περιγραφή για τα γεγονότα και τη δίκη συνέπεσαν με τις αμερικανικές εκλογές, το κίνημα Black Lives Matter αλλά και τις αντισυνταγματικές αποφάσεις αρκετών χωρών εξαιτίας της πανδημίας. Για πολλούς κι ευνόητους λόγους, η ταινία είναι το ίδιο επίκαιρη και με τα πολιτικά τεκταινόμενα στη δικιά μας χώρα.
Η ιστορία μας γυρνάει στο φλεγόμενο 1969, την περίοδο που στην Αμερική γιγαντωνόταν το ειρηνευτικό κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και κατά της υποχρεωτικής στράτευσης των νέων, όπου μαζί με το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων απαιτούσαν μια πιο φιλελεύθερη αλλαγή στο σύνταγμα της χώρας. Σε μια αντιπολεμική διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Σικάγο το 1968 κι η οποία συνέπεσε με το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος, η αστυνομία προσπάθησε να τη διαλύσει με κάθε προβοκατόρικο τρόπο, φτάνοντας στο σημείο να προκαλέσει μια βίαιη καταστολή που έφτασε στο σημείο να μετατραπεί σ' εξέγερση. Μετά τη βίαιη διάλυσή της διοργάνωσης, συνελήφθησαν οι ακτιβιστές-διοργανωτές της κι οδηγήθηκαν στο δικαστήριο ως υπεύθυνοι για τα βίαια γεγονότα. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην περιβόητη δίκη-παρωδία όπου έμεινε γνωστή στην ιστορία ως "Δίκη των 7 του Σικάγο". 
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δίκης γινόμαστε μάρτυρες ενός συνηθισμένου πλέον φαινόμενου, στο πως ένα κράτος προσπαθεί να καλύψει τα εγκλήματά του. Παρακολουθούμε σαστισμένοι, τον τρόπο που η αστυνομία εισχωρεί καμουφλαρισμένα στα κινήματα, συλλέγοντας στοιχεία και ρουφιανεύοντας ανθρώπους. Επίσης εξοργιζόμαστε με τις προβοκατόρικες δράσεις των αστυνομικών, στις προσπάθειές τους να διαλύσουν κινήματα κι εκδηλώσεις. Πράξεις γνώριμες ακόμη και στον ελλαδικό χώρο. Έπειτα διαπιστώνουμε τον τρόπο με τον οποίον το σύστημα ελέγχει τη δικαιοσύνη ώστε να συγκαλύψει τα εγκλήματά της αλλά και να εμποδίσει τους κατηγορούμενους-θύματα στο να υπερασπιστούν τόσο για τα δικαιώματά τους όσο και για την αθωότητά τους. Συγκλονιστική ήταν η αντίδραση του Σάσα Μπάρον Κοέν στο ρόλο του Άμπι Χόφμαν, όταν σε μια καθυστέρησή του να απαντήσει σε μια ερώτηση του δικαστηρίου, εξεράγη λέγοντας πως θέλει ένα λεπτό για να σκεφτεί για την απάντησή του καθώς πρώτη φορά δικαζόταν για τις ιδέες του. 
Παράλληλα στην ταινία γίνεται φανερή η ρατσιστική αντιμετώπιση του αμερικανικού κράτους απέναντι στους μαύρους καθώς δεν επιτρέπανε στον Μπόμπι Σιλ, συνιδρυτή των Μαύρων Πανθήρων να έχει συνήγορο στη δίκη, μ' αποτέλεσμα να κακοποιηθεί και να φιμωθεί εντός δικαστηρίου και να προσαχθεί σε άλλη δίκη. Μια σκηνή που σημαδεύει την ταινία με τη συγκλονιστική περιγραφή της, στην οποία δείχνει ξεκάθαρα τον γολγοθά των μαύρων Αμερικανών.  




Τα γεγονότα που συνέβησαν το 1968 στο Σικάγο, παρουσιάζονται παράλληλα με τη δίκη καθώς από την μια έχουμε τις ψευδολογίες των αστυνομικών και των υπολοιπών πολιτικών προσώπων κι από την άλλη έχουμε την προβολή των πραγματικών γεγονότων, τα οποία συνυπάρχουν μαζί με αυθεντικά ντοκουμέντα εκείνης της εποχής. Μ' αυτόν τον τρόπο γίνεται φανερή η εξοργιστική συγκάλυψη των εγκλημάτων της αστυνομίας και του κράτους. Μάλιστα, η οργή που μας δημιουργεί η ταινία γίνεται εντονότερη όταν κάτσουμε να συσχετίσουμε τη συγκάλυψη των γεγονότων εκείνης της εποχής με τα σημερινά. Εκεί συνειδητοποιούμε πως το 1969 δεν είναι και τόσο μακρινό χρονικά και πολιτικά. 
Σκηνοθετικά, ο Άαρον Σόρκιν μας προσφέρει ένα άρτιο δικαστικό θρίλερ, το οποίο υστερεί στο θέμα της περιγραφής καθώς είναι δύσκολο να παρουσιαστεί μέσα σε δυο ώρες ένα γεγονός που κράτησε μήνες αλλά κερδίζει στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών, στα λόγια που ακούγονται αλλά και στην ανησυχητική επικαιρότητα του θέματός του. Η ένταση είναι κλιμακούμενη κι από τις έξυπνες ειρωνείες των κατηγορουμένων που προκαλούν γέλιο, φτάνουμε στην ένταση του συγκλονιστικού φινάλε με την απαγγελία των πεσόντων εντός δικαστηρίου. Η ταινία μπορεί να υστερεί στα κινηματογραφικά δεδομένα, καθώς μοιάζει με τηλεοπτική σειρά που έκοψε πολλές σκηνές για να αποκτήσει την διάρκεια ενός κινηματογραφικού έργου αλλά κερδίζει ως προς το περιεχόμενο και τη διαχρονικότητά της. 
Θα σταθώ σε μια δυνατή σκηνή στην ταινία, ίσως μια από τις δυνατότερες της φετινής χρονιάς. Την ώρα που οι οπαδοί των Δημοκρατικών είναι σε μια παμπ και παρακολουθούν το συνέδριο, έξω από την τζαμαρία εγκλωβίζονται οι διαδηλωτές καθώς έχουν περικυκλωθεί από αστυνομικές δυνάμεις. Για λίγα δευτερόλεπτα επικρατεί μια βουβή σαστισμάρα. Είναι η νηνεμία λίγο πριν την καταιγίδα. Με έναν τρόπο που θα χαρακτήριζα ανήθικο και τραμπούκικο, οι αστυνομικοί θα κρύψουν τα διακριτικά τους πριν επιτεθούν στον κόσμο. Σε αυτήν την εκπληκτική σκηνή βλέπουμε τους δύο κόσμους που μάχονται. Από την μια οι αστοί που δεν έχουν καμία απολύτως ιδέα για τα τεκταινόμενα καθώς ο καθένας τους κοιτάει μόνο το συμφέρον του, κι έξω ακριβώς από το ακριβό τους στέκι οι προοδευτικές δυνάμεις παγιδεύονται από τα σκυλιά του κράτους. Αυτή η σκηνή ταιριάζει απόλυτα με τα υπέροχα λόγια του Άμπι Χόφμαν, ο οποίος δηλώνει στο δικαστήριο πως θεωρεί υπέροχους τους δημοκρατικούς θεσμούς μας, μα αυτή τη στιγμή στελεχώνονται από φρικτούς ανθρώπους. Λόγια με τα οποία καταλαβαίνουμε όλοι σε τι ακριβώς αναφέρεται τόσο στο 1969 όσο και στο 2020.

Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές (2019)

 



Σε δυο βδομάδες ολοκληρώνεται το πιο δυστοπικό έτος που έχουμε ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες, ευελπιστώντας με μια παιδική αφέλεια πως θα είναι και το τελευταίο. Όπως ήταν αναμενόμενο απ' αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, ο κινηματογράφος ως τέχνη αλλά κι ως φυσικός χώρος, είχε με τη σειρά του αντίστοιχες δυσάρεστες συνέπειες όπως κι άλλοι τομείς του πολιτισμού και της οικονομίας. Όμως πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ κατάφεραν να βρουν μια διέξοδο μέσα από το διαδίκτυο για να μας προβάλουν φετινές παραγωγές. Με τη δυνατότητά αυτή είχα την τύχη να απολαύσω ένα ιδιαίτερο αριστούργημα σπάνιας αισθητικής και λυρικού κάλλους που είχα καιρό να μαγευτώ, μέσα από τη διαδικτυακή πλατφόρμα του 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Ένα μυσταγωγικό πάντρεμα κίνησης από Μπέλα Ταρρ, φωτισμού από Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, διαλόγων από αδελφούς Ταβιάνι καθώς κι εσώψυχων προβληματισμών και στατικών μορφών από τον δικό μας τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Οι "Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές" είναι ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό ποίημα που ανυπομονώ να απολαύσω την επόμενη φορά στη μεγάλη οθόνη μιας σκοτεινής αίθουσας. 
Η ιστορία μας ταξιδεύει σε μια σημαδεμένη από τις διεκδικήσεις γωνιά της Ευρώπης, κοντά στα τότε ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα. Αυτή η όμορφη κι οπτικά ήρεμη βορειοδυτική γωνιά των Βαλκανίων, υπήρξε κάποτε μήλον της έριδος για αυτοκρατορίες, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και βαλκάνιους λαούς καθώς Αυστροούγγροι, Οθωμανοί, Σλάβοι, Ιταλοί και Γερμανοί διεκδικούσαν για χρόνια τα σπουδαία λιμάνια της Τεργέστης και της Ριέκα. Οι επεκτατικοί αγώνες και οι συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών άφησαν πίσω τους ένα κράμα λαών, εθίμων και γλωσσών. Ένα ειρηνικό σμίξιμο που γίνεται εμφανές στη συγκεκριμένη ταινία όπου τα ιταλικά παντρεύονται τόσο όμορφα κι αρμονικά με τη σλοβένικη διάλεκτο. 
Τα πρόσωπα που κινούνται στα ονειρικά πλάνα της ταινίας, είναι ταλαιπωρημένα αλλά όχι παραδομένα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που διατηρούν ως το τέλος του έγγαμου βίου τους μια αγνή παιδική αγάπη και μια ανιδιοτελής θαλπωρή που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες συναισθηματικές μας χορδές, μια κοπέλα που ζει μόνη της πουλώντας κάστανα καθώς ο σύντροφός της ξενιτεύτηκε για δουλειά κι ένας γιατρός που έχει χάσει το όραμά του και τη διάθεσή του να τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη καθώς νιώθει πως βρίσκεται καταδικασμένος σε μια γωνιά της Ευρώπης που είναι ξεχασμένη από τον θεό. Ανάμεσα σ' αυτά τα πρόσωπα θα σχηματιστεί μια αλληλουχία όπου θα κοντραριστεί η ελπίδα με την απελπισία και η επιμονή με την ηττοπάθεια. Παράλληλα με μια άκρως συγκινητική κίνηση δίνεται η σκυτάλη από τη μια γενιά στην άλλη. Μια ώθηση σ' αυτούς που φεύγουν με εφόδιό τους την ελπίδα, αφήνοντας μια υπόσχεση λησμονιάς για όσους μένουν πίσω για να διαφυλάξουν τη μνήμη του τόπου. 
 



Η ιστορία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στον Μάριο, ένα γεροντάκο που ζει μαζί με την γυναίκα του στην ύπαιθρο της Σλοβενίας φτιάχνοντας κασόνια για τους νεκρούς. Ένας επίμονος ξυλουργός που αγαπάει την τέχνη του, σκαλίζοντας με καλοσύνη το "κέλυφος" που μεταφέρει τους ανθρώπους στον άλλο κόσμο. Παράλληλα παραμένει κι ένα μικρό παιδί που θέλει να κερδίζει στα παιχνίδια που στήνονται στους παραδοσιακούς καφενέδες σε σημείο να παρεξηγείται βαριά όταν νιώθει πως τον αδικούν. Μέσα από το καλοσυνάτο του βλέμμα ξεχειλίζει μια αναλλοίωτη παιδικότητα που κουβαλάει την ευγένεια και τη σοφία της τρίτης ηλικίας. Στο λυκόφως της ζωής του, θα ανατραπούν όλα με την αρρώστια της γυναίκας του που θα την οδηγήσει στο θάνατο. Ο ίδιος έχοντας απορροφηθεί από τη δουλειά και τις οικονομίες που κάνει, θα αργήσει να αντιληφθεί τη δύσκολη κατάσταση της γυναίκας του. Παρόλα αυτά θα την φροντίσει με συγκινητική θαλπωρή ως το τέλος φτάνοντας στη συνταρακτική σκηνή να της παίρνει τα μέτρα για το φέρετρο ενώ εκείνη βρίσκεται ανήμπορη στο κρεβάτι, ξέροντας πως το τέλος είναι κοντά. Μοναδική της παρηγοριά είναι οι αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων και της μετέπειτα έγγαμης ζωής της, προσφέροντάς μας δυο συγκινητικές αλληγορικές σκηνές όπου τρία φαντάσματα της τραγουδούν τα κάλαντα φέρνοντάς της ως δώρο ένα ζευγάρι καινούργιες παντόφλες ενώ μια ορχήστρα μπαίνει την επομένη στο σπίτι της και σέρνει τους καλεσμένους στο χορό για να γιορτάσουν το γάμο της. 
Στο δεύτερο κεφάλαιο έχουμε την ιστορία μας νεαρής κοπέλας της Μάρτα, η οποία πουλάει κάστανα για να βιοποριστεί. Σε μια αναποδιά που της συμβαίνει καθώς μεταφέρει κάστανα στην αγορά, θα συναντηθεί με τον Μάριο, ο οποίος ενώ  περιπλανιέται άσκοπα στο δάσος μετά το θάνατο της γυναίκας του, θα διακρίνει ένα σύνολο κάστανων να παρασέρνεται στη ροή του ποταμού. Αυτό το θέαμα θα τον οδηγήσει στην κοπέλα που προσπαθεί να περισώσει την πραμάτεια της. Αμέσως τρέχει να τη βοηθήσει, ξεκινώντας με την πράξη του αυτή μια όμορφη αλλά σύντομη φιλία. Στις συζητήσεις που θα ακολουθήσουν εκείνος θα διαπιστώσει πως δεν είχε δώσει την κατάλληλη σημασία στη γυναίκα του καθώς δε θυμόταν καμιά από τις ιστορίες που εκείνη του έλεγε όσο ήταν ζωντανή ενώ παράλληλα προσπαθεί να περάσει την πικρή αλήθεια της ξενιτιάς στην κοπέλα όταν μαθαίνει πως ο άνδρας της έχει φύγει μετανάστης ενώ εκείνη επιθυμεί να πάει στην Αυστραλία. "Μας στέλνουν φωτογραφίες με αμάξια και χαμόγελα αλλά ξέρουμε πως όλα είναι ψέματα. Φεύγουν για εργάτες και τελικά καταλήγουν να ζουν σε τρώγλες που έχουν χειρότερες συνθήκες απ' αυτές που είχαν στους τόπους τους". Ανάμεσά τους ξεπηδάει ένας εποικοδομητικός αντίλογος όπου η παλιά γενιά προσπαθεί να βρει τρόπους και ιδέες για να διατηρήσει ζωντανό τον τόπο που γεννήθηκε, πρόκοψε και γέρασε κι από την άλλη η νέα γενιά που επιθυμεί να κυνηγήσει την τύχη της αλλού έχοντας δίψα για ζωή και πρόοδο. Παρόλο που δε συμφωνεί ο γεροντάκος με την κοπέλα, αποφασίζει να την βοηθήσει οικονομικά για το ταξίδι της στην Αυστραλία. Με μια πράξη ανιδιοτελούς καλοσύνης της δίνει λεφτά από το κομπόδεμά του καθώς θέλει ο δικός του επίλογος να σηματοδοτήσει την δικιά της νέα αρχή με την ελπίδα πως ο ίδιος θα μείνει ως μια καλή ανάμνηση που θα κουβαλάει από την πατρίδα της η κοπέλα.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι μικρό και λειτουργεί ως επίλογος καθώς αναφέρεται στον ξεχασμένο γιο του Μάριο, τον Τζερμάνο. Παρόλο που έγραφε ο γεροντάκος συνέχεια γράμματα στο γιο του, ποτέ δε του τα έστελνε. Κι ενώ υπάρχει καλοσύνη κι αγάπη στα κείμενά του, πάντα το χαρτί κατέληγε στο συρτάρι. Ίσως να μην ήθελε να φουντώσει την νοσταλγία του γιου του για τον τόπο του και τους γονείς του. Ίσως να μην ήθελε να τον γεμίσει ενοχές που άφησε μόνους τους δυο του γονείς. Εκεί κατανοούμε την πίκρα που εξέφραζε ο Μάριο στην Μάρτα για τη ξενιτιά. Θα είναι πια αργά όταν τελικά αποφασίσει να στείλει τα γράμματα αυτά στο γιο του, καθώς θα τον έχει προλάβει η έλευση του δικού του τέλους.




Ειλικρινά δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω για τη συγκεκριμένη ταινία. Τα κάδρα της είναι ονειρικά τόσο στους εξωτερικούς χώρους όπου κυριαρχεί η σιωπηλή μαγεία της φύσης όσο και με τους εσωτερικούς χώρους όπου ο φωτισμός έχει μια άκρως νοσταλγική νότα, δίνοντας έναν ιδιαίτερο τονισμό σε νεκρές φύσεις πάνω στα τραπέζια και στα πρόσωπα που υπάρχουν και κινούνται μέσα σε δωμάτια όπου πλανάται η σκόνη της στασιμότητας και της λησμονιάς. Ένα φως που δίνει την εντύπωση πως βγαίνει από τα πιο βαθιά σημεία των αναμνήσεών μας προκαλώντας ένα απέραντο αίσθημα νοσταλγίας και χαρμολύπης. Ομολογώ πως είχα χρόνια να μαγευτώ από τόσο όμορφα κάδρα εσωτερικού χώρου. Έπειτα είναι η μουσική, με τα υπέροχα βιολιά να γεμίζουν τις σιωπηλές στιγμές των προσώπων καθώς και τις βουβές τους περιπλανήσεις. Μελωδίες ονειρικές που αντικαταστούν απαλά κι ευεργετικά τα κελαηδήματα των πουλιών και τον απαλό φλοίσβο των κυμάτων. Επίσης συγκινήθηκα αρκετά με τις ερμηνείες των ηθοποιών και κυρίως του Ιταλού Massimo De Francovich στο ρόλο του Μάριο ενώ η σκηνοθετική δουλειά του νεαρού Γκρέγκορ Μπόζιτς, μας αφήνει μεγάλες προσδοκίες για μελλοντικές κινηματογραφικές συγκινήσεις.
Όσο για την ταινία, θεωρώ πως πλημμυρίζει τους θεατές με μια πανδαισία συναισθημάτων ζεστών κι ανθρώπινων. Με μια ταπεινή διακριτικότητα περιγράφει το δράμα της προσφυγιάς με τα καραβάνια των ανθρώπων που διασχίζουν τα δάση έχοντας μια βαλίτσα στο χέρι αλλά και της μετανάστευσης τόσο με την επικοινωνία που έχουν οι κάτοικοι με τους ξενιτεμένους όσο και με τις βουβές φιγούρες που στέκουν στη θάλασσα και θλιμμένες αγναντεύουν τον ορίζοντα καθώς ετοιμάζονται να επιβιβαστούν.
Οι "Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές" είναι ένας φόρος τιμής γιας μια περίοδο που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ένας ύμνος για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε στη λησμονιά του παρελθόντος, σβήνοντας πολλά στοιχεία ανθρωπιάς κι ευγένειας που κουβαλούσαν οι λαοί τότε. Παράλληλα είναι μια επισκόπηση της περιόδου που υψωνόταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα, χωρίζοντας τους ανθρώπους σε δυο κόσμους, αναγκάζοντας αρκετούς να μεταναστεύσουν από τη μια μεριά στην άλλη πριν προλάβουν να εγκλωβιστούν στο μη επιθυμητό "στρατόπεδο". Είναι ένα μυσταγωγικό ποίημα για τη χαρμολύπη των αναμνήσεών μας, την αγάπη για τον τόπο μας, τη θλίψη του ξενιτεμού και για τον πόνο της απώλειας.

Βαθμολογία: 9/10 

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα (2011)




Ο τρόπος με τον οποίον κατέλαβαν οι Αρχαίοι Έλληνες την Τροία σκοτώνοντας και τον τελευταίο της κάτοικο, πετώντας τον Αστυάνακτα που ήταν το βρέφος του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με απώτερο σκοπό να μην μείνει κανένας Τρώας ζωντανός για να εκδικηθεί στο μέλλον, τους γέμισε τύψεις. Αυτό το ασήκωτο βάρος της ατιμίας που ένα έθνος κατασπαράζει με τόση λύσσα ένα άλλο, στάθηκε η αφορμή να γραφτούν οι σπουδαίες τραγωδίες, των οποίων η διαχρονικότητα διατηρείται μέχρι σήμερα. Μία αντίστοιχη σχέση έχει σχηματιστεί τον τελευταίο αιώνα ανάμεσα σε Τούρκους και Κούρδους. Αυτή η απάνθρωπη καταπίεση που έχει οδηγήσει σε μια χρόνια κατασπάραξη των δύο λαών, έχει σταθεί αφορμή να ξεπεταχτούν ανυπέρβλητα κινηματογραφικά διαμάντια από την μεριά του κυρίαρχου λαού. Μια κραυγή ήθους και καταγγελίας από το υγιές κι ανθρώπινο κομμάτι των γειτόνων μας απέναντι στο έγκλημα που συντελείται ενάντια σε έναν αδύναμο κι απροστάτευτο λαό. Το "Μέλλον Διαρκεί για Πάντα" όχι μόνο ανήκει σ' αυτήν την κινηματογραφική κατακραυγή, αλλά το θεωρώ ως ένα μοναδικό αριστούργημα, που αδυνατώ να καταλάβω τους λόγους που δεν είναι ευρέως γνωστό και διακεκριμένο.
Το πρώτο πλάνο ξεθολώνει αργά βλέποντας ένα άλογο να τρέχει αλαφιασμένο σε έναν αγρό και στο βάθος να παίζει ένα μαγευτικό κομμάτι βγαλμένο από τα πιο ονειρικά παραμύθια της βαθιάς Ανατολής. Η ομορφιά του αλόγου, η δύναμη των ποδιών του κι η ταχύτητά του, γίνονται αντικείμενο θαυμασμού γεννώντας ένα αίσθημα ελευθερίας κι ελπίδας. Κι ενώ το παρακολουθούμε μαγεμένοι, κάποιες σφαίρες έρχονται να συνταράξουν την τέλεια αρμονία. Το άλογο παραπατά αλλά συνεχίζει να τρέχει ατρόμητο μέχρι οι σφαίρες να κόψουν το νήμα της ζωής του. Αυτό που σκεφτόμαστε είναι ότι μόνο ένας άκαρδος δειλός μπορεί να καταστρέψει την τέλεια ομορφιά. Μια ομορφιά που ακόμη κι ο θάνατος της φέρεται ευγενικά.
Το πλάνο σβήνει και μεταφερόμαστε σε ένα βαγόνι γεμάτο Κούρδους που τραγουδούν "Venceremos". Νέα πρόσωπα γεμάτα χαμόγελο και ζωντάνια, ξεχειλίζουν από μια ατέρμονη δίψα για ζωή παρόλο που βιώνουν την ασφυκτική πίεση των Τούρκων. Μέσα απ' αυτό το αυθόρμητο γλέντι, ξεπηδά η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Σουμρού, μια γοητευτικότατη φοιτήτρια ηχοληψίας από την Κωνσταντινούπολη. Δε γνωρίζουμε από που έρχεται και που πηγαίνει, οπότε επικεντρωνόμαστε στο γράμμα που παίρνει από τον συνταξιδιώτη της Αχμέτ ο οποίος της ζητάει να το διαβάσει όταν θα 'ναι πια μόνη. Με αυτήν την επιθυμία σχηματίζεται μια σιωπηλή ακινησία εντός του τραίνο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το τοπίο έξω που αλλάζει διαρκώς, δημιουργώντας μια κίνηση όχι μόνο γεωγραφική αλλά και χρονική. Παράλληλα το πρόσωπο της κοπέλας αποκτά μια χρυσαφιά απόχρωση που της προσφέρει η δύση του ήλιου, δημιουργώντας μας μια αίσθηση ηρεμίας ώστε να συνθέσουμε τα πρώτα κομμάτια του παζλ που θα μας βοηθήσουν στο ξετύλιγμα ενός δύσκολου κουβαριού.




Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Η Σουμρού φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει προς το επικίνδυνο νοτιοανατολικό κομμάτι της Τουρκίας για να ηχογραφήσει ανατολίτικες ελεγείες. Με ένα μικρόφωνο συντροφιά, περιφέρεται στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ συλλέγοντας ομιλίες, θορύβους κι άλλους ήχους της πόλης κι όταν αποζητά πιο ήρεμες καταστάσεις σκαρφαλώνει σαν γάτα στις στέγες των σπιτιών. Σε μία απ' τις βόλτες της θα γνωριστεί με τον Αχμέτ, έναν κινηματογραφόφιλο μποέμ τύπο που διαχειρίζεται την κινηματογραφική λέσχη της πόλης και πουλάει DVD στο δρόμο και τον Αντράνικ, έναν ηλικιωμένο φύλακα μιας ερειπωμένης εκκλησίας. Έχοντας πλέον συντροφιά τα δυο αυτά νέα πρόσωπα, η μικρή της παραμονή στην πόλη θα μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα ταξίδια της ζωής της.  
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Ντιγιαρμπακίρ, η Σουμρού θα αρχίσει μια καταγραφή μαρτυριών από Κούρδους για τα εγκλήματα του κράτους προς αυτούς και τις οικογένειές τους. Μπροστά από έναν τοίχο με φωτογραφίες δολοφονημένων κι αγνοούμενων, διάφοροι συγγενείς τους θα αρχίσουν να εξιστορούν τις φρικαλεότητες που έπραξαν Τούρκοι στρατιώτες στα χωριά τους. Έχοντας την αίσθηση πως μιλούσαν πραγματικά θύματα του άτυπου αυτού πολέμου, άκουγα με μεγάλη προσήλωση τα λεγόμενά τους θαυμάζοντας το κουράγιο τους στη διεκδίκηση των οστών των δικών τους ανθρώπων. Σ' αυτές τις καταγραφές, μου έκανε μεγάλη αίσθηση η ψυχρή ακρόαση της Σουμρού σε αντίθεση με τον Αχμέτ που δυσκολεύεται να κρύψει τον πόνο του απέναντι σ' αυτά που ακούει. Όμως η ψυχρότητα της Σουμρού δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια συγκράτησης του δικού της πόνου καθώς μέσα από τις μαρτυρίες των Κούρδων αναζητά την τύχη του αγαπημένου της, ο οποίος επέστρεψε πριν χρόνια στο κουρδικό χωριό του κι έκτοτε αγνοείται. 
Παράλληλα η Σουμρού βρίσκει στη συντροφιά του Αντράνικ μια οικογενειακή θαλπωρή, κάτι που την κάνει να τον επισκέπτεται συχνότερα. Μέσα από τις κουβέντες τους ανακαλύπτει τη δύναμη της μνήμης και την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να τη διατηρούν άσβεστη. Παρόλο που οι κόρες του ζουν στην Ελβετία, εκείνος προτιμά την παραμονή του στην πόλη αυτή καθώς θεωρεί καθήκον να προστατεύσει την ερειπωμένη εκκλησία. Με αυτήν του την πράξη θεωρεί πως διαφυλάσσει την αιωνιότητα των ψυχών που είναι συνδεδεμένες με τον συγκεκριμένο ναό αλλά και με την ιστορία της πόλης και της αρμενικής κοινότητας. Η κορύφωση των συζητήσεών τους έρχεται όταν ο Αντράνικ ανακαλύπτει μια ξεχασμένη ελεγεία της μητέρας του. Ένα μοιρολόι που τραγουδούσε όταν έχασε το πρώτο της παιδί λίγο μετά την γενοκτονία των Αρμενίων. 
Έχοντας πλέον εισχωρήσει βαθιά στο δράμα των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας, η Σουμρού αποφασίζει να επισκεφθεί το χωριό του συντρόφου της, ευελπιστώντας πως μόνο έτσι θα μάθει την αλήθεια για την μοίρα του. Την πρώτη κιόλας μέρα που φτάνει στο Χακάρι ακούει μια ακόμη συνταρακτική ιστορία από τους φιλόξενους κατοίκους του, όπου ένας γεροντάκος της περιγράφει την μέρα που οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν βγάλει όλους τους χωρικούς στο δρόμο ενώ κάποιοι άλλοι μάζευαν όλα τα ζωντανά σε ένα μαντρί. Όταν άρχισαν να πυροβολούν τα ζώα αναγκάζοντας τους χωρικούς να γίνουν μάρτυρες σ' αυτό το μακάβριο θέαμα, ένα άλογο πήδησε από το φράχτη κι άρχισε να τρέχει αφηνιασμένο στους αγρούς. Ο ήχος του καλπασμού του κι η μορφή του που άρχισε να χάνεται στις πλαγιές των βουνών, πρόσφερε μια ανέλπιστη αγαλλίαση στους χωρικούς, οι οποίοι στη μορφή του αλόγου διέκριναν την πολυπόθητη ελευθερία που αποζητούν δεκαετίες τώρα.
Την επομένη μέρα, η Σουμρού ανηφορίζει προς το νεκροταφείο του χωριού. Η μαύρη της φιγούρα στο λευκό χιονισμένο τοπίο, σηματοδοτεί το σπαρακτικό βίωμα της επερχόμενης αποκάλυψης. Μέρες τώρα ξέρει πως μόνο με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας μπορεί να αφήσει το φάντασμα που κουβαλάει για χρόνια μέσα της. Μόνο με το κλάμα του αποχαιρετισμού μπορεί να μετατραπεί σε ένα ακόμη άλογο της ελευθερίας και να τρέψει ξανά ανέμελη στη γη της Τουρκίας. 
Όμως πριν την πολυπόθητη έλευση της ελευθερίας, ακολουθεί το πένθος. Το άλογο προς στιγμή χάνεται πίσω από μια πλαγιά και τη θέση του παίρνει πάλι η μαυροφορεμένη φιγούρα της Σουμρού, να περιφέρεται σε έναν ερειπωμένο τόπο, θέλοντας να δείξει πως το πένθος συνοδεύεται με την μοναχικότητα. Στη συγκεκριμένη περίσταση το πένθος συντροφεύεται με ένα αρμένικο νανούρισμα. Μια απόκοσμη μελωδία που ξεπετιέται από τα ουράνια προκαλώντας ένα πρωτόγνωρό ρίγος συναισθηματικής φόρτισης. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο δημιουργός καταφέρνει να ενώσει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτου φυλής και θρησκείας, δείχνοντας πως δεν υπάρχουν νικητές στους πολέμους παρά μόνο θύματα. Κι έτσι επανερχόμαστε στην αρχή της ταινίας όπου ακούγονται τα λόγια του Ιταλού συγγραφέα Τσεζάρε Παβέζε, ο οποίος αναρωτιέται το εξής: "όταν ο πόλεμος τελειώσει μια μέρα, θα πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Τι θα κάνουμε με τους νεκρούς; Γιατί πέθαναν;"




Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μια ταινία με κράτησε αποσβολωμένο στη θέση μου, να παρατηρώ μουδιασμένος γι' αρκετή ώρα την άδεια οθόνη. Στη συγκεκριμένη ταινία δεν ήταν μόνο η ιστορία κι οι μαρτυρίες των Κούρδων που με συγκλόνισαν. Ήταν τα ονειρικά πλάνα της τουρκικής υπαίθρου, οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι των σοκακιών του Ντιγιαρμπακίρ, τα μυσταγωγικά κάδρα των εσωτερικών χώρων όπου επικρατούν τα γήινα χρώματα και το τουρκικό τυρκουάζ που συνηθίζουμε να συναντάμε στη γειτονική μας χώρα, ήταν οι συμβολισμοί, ειδικά οι σκηνές με το άλογο, ήταν η συγκινητική μουσική και τα ανθρώπινα λόγια των προσώπων που συμμετείχαν στην ιστορία. Ένα απίστευτο πάντρεμα πολλών παραγόντων που δημιούργησαν μια αξεπέραστη για τα δικά μου δεδομένα ταινία. Ένα αριστούργημα αυθεντικό κι ειλικρινές που αξίζει περισσότερη αναγνωρισιμότητα απ' αυτή που του πρόσφερε το Φεστιβάλ του Τορόντο. Γι' αυτό κι είμαι βέβαιος πως όσο καιρός κι αν περάσει, ποτέ δε θα καταλάβω γιατί αυτή η ταινία δεν έχει ακουστεί όσο θα 'πρεπε. 
Από το λίγο που έψαξα για τον σκηνοθέτη Οζκάν Άλπερ, διαπίστωσα πως είναι μια περσόνα που προτιμά την ατομική διείσδυση στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου του παρά στη δημιουργία δημοσίων σχέσεων. Στο ενεργητικό του έχει τέσσερις μόνο ταινίες, οι οποίες έχουν μια χρονική απόσταση η μία με την άλλη, κάτι που φανερώνει πως προτιμά την συλλογή υλικού ώστε να δημιουργήσει κάτι ουσιώδες και πλήρες παρά στη μαζική παραγωγή ταινιών. Παρά την μικρή του φιλμογραφία, ομολογώ πως μέσα απ' αυτήν την ταινία, βρήκαν άψογη την κινηματογραφική του ματιά, η οποία φαίνεται πως είναι επηρεασμένη από άλλους μεγάλους Ευρωπαίους δημιουργούς. Εξάλλου ο ίδιος αποτίει έναν φόρο τιμή σε δύο απ' αυτούς, στον σπουδαίο Θόδωρο Αγγελόπουλο μέσα από τη σκηνή όπου ο Αχμέτ παρακολουθεί μαγεμένος το "Βλέμμα του Οδυσσέα" (είναι συγκινητικό να ακούς την μελωδία της Ελένης Καραΐνδρου στα πέρατα της Μικράς Ασίας) και στον Αντρέι Ταρκόφσκι με την αφίσα της κινηματογραφικής λέσχης που αναγγέλλει την προβολή της ταινίας Στάλκερ. Αυτός ο σπάνιος αλλά συγκινητικός φόρος τιμής προς τους "δασκάλους" του, προσφέρουν μια επιπλέον αξία στη συγκεκριμένη ταινία. 
Σκηνοθετικά μαγεύτηκα από τα πλάνα της ταινίας. Η άγρια ομορφιά της τούρκικης υπαίθρου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ευαίσθητες ψυχές των προσώπων της ιστορίας. Όμως η φύση κάνει πάντα το θαύμα της αγκαλιάζοντας ολόκληρη την πλάση είτε με την πρωινή ομίχλη είτε με το χιόνι. Έπειτα, τα άγνωστα τοπία της ανατολικής Τουρκίας κουβαλούν μια αγριάδα ενώ παράλληλα έχουν μια ομοιότητα με τα δικά μας μέρη. Παρατηρείς τις πόλεις, τους δρόμους, τους ανθρώπους και συνειδητοποιείς όλο και περισσότερο πως δε διαφέρουμε σε τίποτα με τους Τούρκους. Ίσως αυτοί να διατηρούν λίγη παραπάνω αυθεντικότητα καθώς νιώθουν περήφανοι για την ανατολίτικη τους ιδιοσυγκρασία σε αντίθεση με μας που έχουμε μασκαρευτεί με την όψη του Δυτικοευρωπαίου χάνοντας ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας.  
Έπειτα έχουμε μια ομάδα ηθοποιών που παίζουν με απίστευτη φυσικότητα τους ρόλους τους. Η Γκέι Γκιουρσέλ στο ρόλο της Σουμρού έχει μια γοητευτική ανατολίτικη ομορφιά που η ίδια την προστατεύει με την απόσταση που κρατάει από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που υπάρχουν γύρω της. Σαν ένα διάφανο αερικό που περιφέρεται με διακριτικές χορευτικές φιγούρες στην πόλη και στις ταράτσες, ξέροντας πως διανύει τις τελευταίες μέρες της ψυχικής της αγνότητας. Από την άλλη ο Ντουρουκάν Ορντού, ερμηνεύει με γλυκό τρόπο τον Αχμέτ που διστάζει να εκφράσει στην Σουμρού το πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Δέχεται όμως να την ακολουθήσει στο επικίνδυνο ταξίδι που επιθυμεί να κάνει στο Χάκαρι όταν εκείνη του εξομολογείται την δική της ιστορία. Ο ίδιος τη συνοδεύει κρατώντας μια επιπλέον απόσταση μαζί της, θεωρώντας την εύθραυστη εξαιτίας του δικού της δράματος αλλά κι επειδή επιθυμεί να αποκρύψει τον δικό του καημό. Δυο πρόσωπα ευαίσθητα που προσπαθούν να επουλώσουν ο ένας τις πληγές του άλλου με μια συγκινητική ανιδιοτέλεια.
Το "Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα" είναι ένα μοναδικό αριστούργημα που βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά μου, γεμίζοντάς με συγκίνηση κι ανθρωπιά, αλλά κυρίως δίνοντάς μου ένα ερέθισμα πως στη γεωγραφική μας γειτονιά υπάρχουν κι άλλα τόσα αριστουργήματα που δεν έχουν ακουστεί και περιμένουν καρτερικά να τα ανακαλύψουμε. Η συγκεκριμένη ταινία αποδειχθήκε πως είναι ένας κινηματογραφικός θησαυρός, ο οποίος όσο πιο δύσκολα ή αναπάντεχα τον βρίσκει κάποιος τόσο περισσότερο τον επιβραβεύει με ιστορίες, πρόσωπα, τοπία, συναισθήματα και μουσική. Γι' αυτόν τον λόγο, η ταινία του Οζκάν Άλπερ είναι ένα σκληρό αντιπολεμικό ποίημα γεμάτο ψυχή κι ανθρωπιά. Ένα σπάνιο κινηματογραφικό κράμα. 

Βαθμολογία: 10/10

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Σκέφτομαι να Βάλω ένα Τέλος (2020)

 



Έχω την εντύπωση πως η κινηματογραφική πορεία του Τσάρλι Κάουφμαν εμπεριέχει μεγαλύτερη κατάθλιψη από τις ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ, με τη μόνη τους διαφορά ότι είναι πιο καμουφλαρισμένη και κάνει λιγότερο ντόρο από τις δημιουργίες αλλά και την ίδια την περσόνα του Δανού σκηνοθέτη. Όμως στη νέα του ταινία, ο σκηνοθέτης μας εισχωρεί απότομα στον καταθλιπτικό κόσμο των βαλτωμένων συμβιβασμένων σχέσεων και μας προσφέρει μια ασφυκτική εμπειρία της πλήξης και των αμήχανων προσπαθειών που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι για να σώσουν μια ήδη τετελεσμένη κατάσταση. Κι ενώ μέχρι να μισά της ταινίας χειρίζεται εξαιρετικά την περιγραφή αυτών των σχέσεων, στο τέλος κάπου το χάνει ή μας αφήνει από το χέρι και χανόμαστε εμείς σαν θεατές σε μια δίνη που με δυσκόλεψε να εντοπίσω και να κατανοήσω το νόημά της. 
Η ιστορία ξεκινάει με την αναχώρηση ενός νέου ζευγαριού για μια επίσκεψη στους γονείς του αγοριού. Ως θεατές γινόμαστε κρυφοί ακροατές των σκέψεων της κοπέλας, η οποία δυσκολεύεται να κρύψει την αμηχανία της για την επερχόμενη συνάντηση καθώς είναι μόνο λίγες βδομάδες που έχει συνάψει σχέση με τον σύντροφό της και φοβάται πως κάνει το επόμενο βήμα χωρίς να είναι ακόμη σίγουρη για το αν θέλει να συνεχίσει να είναι μαζί του. 
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής γίνεται φανερό πως δεν υπάρχει χημεία μεταξύ τους παρά τις προσπάθειες που κάνουν, κάτι που εντείνει την ανασφάλεια του αγοριού αλλά και την βαρεμάρα της κοπέλας. Φτάνοντας στο πατρικό του συντρόφου της, η ένταση ανάμεσά τους έχει αρχίσει να γίνεται φανερή και να εκδηλώνεται πάνω στο οικογενειακό τραπέζι. Η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη με τους περίεργους χαρακτήρες και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των γονιών του αγοριού. Υπήρχε μια περίεργη υπερβολή στους διαλόγους τους που με δυσκόλευε να την παρακολουθήσω. Ίσως ο σκηνοθέτης να ήθελε να εντείνει τις ατέλειες που συναντά ο καθένας στους γονείς των συντρόφων του, όμως για μένα περισσότερο αμηχανία μου προκαλούσε παρά προβληματισμό. 
Η ταινία όμως με κερδίζει τη στιγμή που η κοπέλα αρχίζει να περιφέρεται μόνη της στο σπίτι, συναντώντας σε κάθε δωμάτιο τους γονείς του συντρόφου της σε διαφορετικές ηλικίες. Κατά κάποιο τρόπο, η ίδια μπαίνει σε μια γρήγορη ανασκόπηση των χρόνων που θα ακολουθήσουν αν τελικά επιλέξει να μείνει μαζί του. Αυτό που αντιλαμβάνεται, όχι μόνο δεν την ικανοποιεί αλλά την τρομάζει. 
Όταν μετά από πολλές προσπάθειες πείθει τον σύντροφό της να φύγουν, αρχίζει η αποδόμηση της σχέσης τους, η οποία μάλλον οδηγείται με την αποδοχή και των δυο προσώπων σε ένα πρόωρο τέλος. Μαζί όμως με την αποδόμηση της σχέσης αρχίζει κι η αποδόμηση της ταινίας, η οποία μας οδηγεί σε ένα χαοτικό φινάλε απ' το οποίο δεν κατάφερα να βγάλω κάποιο νόημα...
Αυτό που τελικά κρατάω από τη συγκεκριμένη ταινία είναι η ανάλυσή της και η συμβολική περιγραφή του μεγαλύτερου λάθους των σημερινών ανθρωπίνων σχέσεων όπου ο ένας σύντροφος προσπαθεί να αφομοιώσει τον άλλον στο δικό του κόσμο. Αναφέρεται όμως και σ' αυτούς που συμβιβάζονται αμαχητί αφήνοντας τον πραγματικό τους εαυτό στην άκρη. Έτσι έχουμε από την μια μεριά την πρωταγωνίστρια που την ερμηνεύει η Τζέσι Μπάκλεϊ, η οποία παρουσιάζεται με διαφορετικά ονόματα και ιδιότητες, κάτι που αποδεικνύει πως κανένα από τα δύο δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο για τον σύντροφό της όσο και για τον περίγυρό της. Επίσης, το ότι υποστηρίζει με θέρμη τις ιδιότητες με τις οποίες την συσχετίζουνε, αποδεικνύει την προσπάθεια του καθενός να γίνει αρεστός και να κερδίσει εύκολα το ενδιαφέρον από τους γύρω του. Η χαμένη της ταυτότητα γίνεται αισθητή όταν στο υπνοδωμάτιο του συντρόφου της βρίσκει μια φωτογραφία από την παιδική του ηλικία, η οποία όμως απεικονίζει την ίδια. Οι προσπάθειές της να γίνει αποδεκτή από τον κύκλο του συντρόφου της, την κάνει να δείχνει ολόιδια μ' αυτόν.
Από την άλλη, ο σύντροφός της που ερμηνεύεται από τον Τζέσι Πλίμονς, παρόλο που είναι πιο ήπιος χαρακτήρας, δεν χάνει την ευκαιρία να αποκαλύπτει συνεχώς την ηγετική του φυσιογνωμία. Κατά έναν περίεργο τρόπο ακούει τις σκέψεις της κοπέλας του ή πιθανότατα συνειδητοποιεί την αμηχανία της και προσπαθεί να κερδίσει το ενδιαφέρον της με φιλοσοφικές και υπαρξιακές συζητήσεις που δυστυχώς δεν οδηγούν πουθενά. Επίσης στο οικογενειακό τραπέζι στέκεται βουβός ακροατής που επεμβαίνει δυναμικά κάθε φορά που η κουβέντα ξεφεύγει. 
Εντύπωση που έκανε η καθυστέρηση των γονιών του να κατεβούν στην είσοδο του σπιτιού και να προϋπαντήσουν την κοπέλα του. Με αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά τους, μαρτυρούν πως η ζωή τους έχει πάψει να 'χει κάποιο ενδιαφέρον. Ως μακροχρόνιο ζευγάρι έχει κατασπαραχθεί από καιρό και πλέον ζει έχοντας ως σωσίβιο την ύπαρξη του γιού τους. Γι' αυτό η κατάθλιψη και η πλήξη είναι αρκετά εμφανής στα πρόσωπά τους, μ' αποτέλεσμα να εκδηλώνουν με υπερβολική ένταση τα χαρούμενα συναισθήματα που τους δημιουργούνται με την έλευση της κοπέλας. 
Τελικά, αυτό που μου μένει απ' όλη την ταινία και κυρίως από τους μακροσκελείς διαλόγους του ζευγαριού στο αμάξι καθώς στο οικογενειακό τραπέζι δεν ακούγεται κάτι αξιοσημείωτο, είναι το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη για τις απόψεις του συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας σχετικά με τη σημερινή κουλτούρα και την ποίηση του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ καθώς και την «Κοινωνία του θεάματος» του Γκι Ντεμπόρ. Τα επιχειρήματα που ακούγονται ωθούν τους θεατές να αναζητήσουν τα κείμενα αυτών των δημιουργών. Επίσης μου έκανε εντύπωση η σχεδόν παρεξηγήσιμη ειρωνική του ματιά για τις ταινίες του Ρόμπερτ Ζεμέκις κι η περιφρόνησή του για τους σύγχρονους κριτικούς κινηματογράφου ενώ παράλληλα προσφέρει μια εξονυχιστική ανάλυση στην ταινία του Τζον Κασσαβέτης "Μια Γυναίκα Εξομολογείται".
Με το "Σκέφτομαι να Βάλω ένα Τέλος, ο Τσάρλι Κάουφμαν καταπιάνεται για μια ακόμη φορά με τη φθαρτή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αγχωτική προσωρινότητας της ζωής. Όμως παρά την καταθλιπτική του περιγραφή, δεν αφήνει κάποια υπόνοια παραίτησης. Αντιθέτως δίνει μια υποτυπώδης ελπίδα πως η οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να γίνει αφορμή για να αλλάξει κάποιος την ρότα της ζωής του ώστε να μπορέσει να ατενίσει με περισσότερη αισιοδοξία στο μέλλον. Με έναν χαοτικό τρόπο, θυσιάζει το παρόν των ηρώων του για να μας παρουσιάσει πως η δικιά τους ανικανοποίητη φύση μπορεί να γίνει αφορμή στο να διασώσουμε εμείς τις δικές μας χαμένες στιγμές που περνούν ανεπιστρεπτί εξαιτίας των κακών επιλογών μας. Γι΄ αυτόν τον λόγο, από τη συγκεκριμένη ταινία πέρα από τα ατμοσφαιρικά της πλάνα θα κρατήσω μόνο το παρακάτω απόφθεγμα από τις φιλοσοφικές συζητήσεις των δυο πρωταγωνιστών. «Τα άλλα ζώα μπορούν να ζήσουν στο παρόν, οι άνθρωποι όχι, γι' αυτό και ανακάλυψαν την ιδέα της ελπίδας».

Βαθμολογία: 7/10