Τελευταία βραδιά για το 2020, και πόσο όμορφο είναι να αποχαιρετώ μια απολύτως δυστοπική χρονιά με μια αριστουργηματική ταινία που δυστυχώς δεν κατάφερα να απολαύσω στις σκοτεινές αίθουσες. Ο "Μάρτιν Ίντεν" προέκυψε ως μια αναπάντεχη κινηματογραφική πρόταση για το κλείσιμο της χρονιάς, αφήνοντάς μου μια ελπίδα πως όσες ταινίες κι αν βγαίνουν ετησίως, ο πραγματικά καλός κινηματογράφος δεν πρόκειται ποτέ να στερέψει. Αυτό για μένα σημαίνει πως η συγκίνηση, η ελπίδα, η επανάσταση κι ο έρωτας δε θα πάψουν να με μαγεύουν τόσο μέσα από την μεγάλη οθόνη των κινηματογράφων όσο κι από τη μικρή οθόνη του σπιτιού μου.
Η ιστορία η οποία βασίστηκε σε βιβλίο του Τζακ Λόντον, μιλάει για έναν νεαρό Ιταλό, ο οποίος αναγκάστηκε να γίνει ναυτικός από τα έντεκα του χρόνια. Όμως σε μια αναπάντεχη στιγμή άλλαξε τόσο η ζωή του όσο κι η κοσμοθεωρία που είχε γι' αυτήν. Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο ήρωας γλιτώνει έναν νεαρό από τα χέρια ενός τραμπούκου. Η σωτήρια επέμβασή του θα τον οδηγήσει στην έπαυλη του νεαρού. Εκεί ο πρωταγωνιστής θα 'ρθει σε επαφή με έναν άλλον κόσμο και θα ερωτευτεί την αδελφή του νεαρού που έσωσε. Μέσα από τις κουβέντες τους, θα εντυπωσιαστεί με τις γνώσεις και τον τρόπο ομιλίας της, κάτι που θα τον ωθήσει στον κόσμο των βιβλίων.
Θέλοντας να κερδίσει την εκτίμηση αλλά και την καρδιά της νεαρής αριστοκράτισσας, ο Μάρτιν Ήντεν θα αρχίσει να διαβάζει βιβλία που βρίσκει σε χαμηλές τιμές από τα παλιατζίδικα της Νάπολης. Όμως καθώς εισχωρεί μέσα στα κείμενα του Μπωντλαίρ και του Σπένσερ, θα συνειδητοποιήσει πως θέλει να γίνει κι εκείνος συγγραφέας. Για να καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του, θα χρειαστεί να συνεχίσει την εκπαίδευσή του από εκεί που τη σταμάτησε, δηλαδή το δημοτικό. Την απόφασή του αυτή θα την πάρει αφού εκμυστηρευτεί τις προσδοκίες του στην Έλενα, μ' εκείνη θα τον προτρέψει ευγενικά να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του για να είναι σε θέση να γράψει ένα βιβλίο. Παρά τις προσπάθειές του, ο Μάρτιν θα αποτύχει να ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι όμως που δεν θα τον πτοήσει καθώς θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια, τον χλευασμό των παιδιών απέναντι στους μεγαλύτερους που προσπαθούσαν να μάθουν γράμματα.
Παρά την αποτυχία του, ο Μάρτιν Ήντεν θα κυνηγήσει με μεγαλύτερο πάθος το όνειρό του. Θα φύγει από την Νάπολη και με διάφορες μικροδουλειές που θα κάνει για να τα βγάζει πέρα, θα συνεχίσει να γράφει και να στέλνει τα κείμενά του σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Οι επαναλαμβανόμενες αρνητικές απαντήσεις θα τον πεισμώσουν παραπάνω ενώ παράλληλα οι απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες που βιώνει αυτός κι άλλοι συνάνθρωποί του, θα του αποδείξουν έμπρακτα πως οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών κι οικονομικών τάξεων δυσκολεύονται να 'ρθουν σ' επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Εμπόδια που τους αναγκάζουν να παραμένουν για μα ζωή άβουλοι κι απαίδευτοι δούλοι των αφεντικών τους.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο Μάρτιν Ίντεν αρχίζει να γίνεται η φωνή μιας κοινωνίας που βιώνει τον καθημερινό της πόνο βουβά, μακριά από τα σαλόνια των αστών και των αφεντικών. Τα κείμενά του γίνονται μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων και χαρακτηρίζονται για τον ωμό ρεαλισμό τους. Αυτή η ωμότητα είναι η αιτία που δεν γίνονται τα κείμενά του ανεκτά τόσο σε εφημερίδες όσο και σε εκδοτικούς οίκους, μ' αποτέλεσμα να απορρίπτεται κάθε του λογοτεχνική πρόταση. Την ίδια άποψη έχει κι η σύντροφός του η Έλενα, η οποία παρόλο που διακρίνει το ταλέντο του Μάρτιν Ίντεν, τον συμβουλεύει να καταπιαστεί με πιο γλυκανάλατα θέματα που ίσως του επιφέρουν κάποια κέρδη. Συνειδητοποιώντας ο πρωταγωνιστής το συνειδησιακό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε κείνον και τη σύντροφό του, αποφασίζει να την ξεναγήσει στον άγνωστο για κείνην κόσμο των φτωχογειτονιών της Νάπολης. Οι εικόνες που θα συναντήσει η Έλενα, όχι μόνο θα την συνταράξουν αλλά θα της προκαλέσουν και τις πρώτες αμφιβολίες για τη σχέση της με τον Μάρτιν. Μια σχέση που ήδη έχει αρχίσει να βάλλεται από τον οικογενειακό της κύκλο, καθώς οι γονείς της δυσκολεύονται να αποδεχθούν πως η κόρη τους έχει ερωτευτεί έναν λαϊκό φτωχό άνθρωπο.
Ο πρωταγωνιστής όμως δεν απογοητεύεται με τις δυσκολίες που βρίσκει στο να γίνει αποδεκτός τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στον αριστοκρατικό χώρο. Συνεχίζει να διαβάζει και να αποκωδικοποιεί το προσωπικό ύφος άλλων συγγραφέων (ιδιαίτερη μνεία κάνει και στον Κίπλιγκ) και γράφει ασταμάτητα στέλνοντας τα χειρόγραφά του στους εκδότες ευελπιστώντας πως θα λάβει κάποια επιταγή απ' αυτούς. Οι αρνητικές απαντήσεις που δέχεται, τον κάνουν να στραφεί εναντίον του σιναφιού των εκδοτών, τους οποίους θεωρεί μία καλοκουρδισμένη απρόσωπη μηχανή.
Με το πείσμα του, φτάνει πολύ συχνά στα όρια της οικονομικής ανέχειας, αλλά εξακολουθεί να έχει πίστη τόσο στον εαυτό του όσο και στο έργο του, ενώ παράλληλα έχει τη συμπαράσταση μιας φτωχής οικογένειας που τον έχει "υιοθετήσει". Παρά τις αρνητικές απαντήσεις, ο ίδιος πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα συναντήσει τον κριτικό που θα αναγνωρίσει το αληθινό του έργο.
Παράλληλα, ο Μάρτιν έχει αρχίσει να εισχωρεί στον κόσμο του σοσιαλισμού και των εργατικών κινημάτων. Οι εμπειρίες και τα βιώματα της δύσκολη ζωή του μέσα στα καράβια και στα χυτήρια, έρχονται και δένουν με τις γνώσεις που αποκτά μέσα από τα βιβλία του Σπένσερ, του Νίτσε, του Μαρξ και του Δαρβίνου. Χωρίς να το αντιληφθεί, μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα ολοκληρωμένο ώριμο και συνειδητοποιημένο ον που πατάει σε δύο κόσμους αλλά συνάμα δεν ανήκει πουθενά.
Σιγά σιγά το όνομά του αρχίζει να ακούγεται τόσο στους πνευματικούς όσο και στους αριστοκρατικούς χώρους. Όμως η εκτόξευσή του θα 'ρθει σε μια ανύποπτη στιγμή όπου ένας δημοσιογράφος θα τον χαρακτηρίσει σοσιαλιστή σε ένα του άρθρο. Αμέσως το όνομά του θα διαδοθεί παντού ενώ τα κείμενά του θα χαρακτηριστούν ως αριστουργήματα και θα γίνουν ανάρπαστα. Κείμενα τα οποία μέχρι χθες δε δεχόταν κανείς να τα διαβάσει. Κείμενα που δεν είχαν τροποποιηθεί ποτέ από τον πρωταγωνιστή, αναγκάζοντάς τον να αναρωτηθεί τι είναι αυτό που άλλαξε τους γύρω του, κάνοντάς τους να θεωρούν πλέον αξιόλογα τα κείμενα που κάποτε τα αποκαλούσαν σκουπίδια.
Η αλλαγή αυτή δεν βελτιώνει τη διάθεση του πρωταγωνιστή, παρόλο που ο ίδιος περίμενε πως και πως να αναγνωριστεί ως συγγραφέας. Ήδη είχε από καιρό χωρίσει με την Έλενα, συνειδητοποιώντας πως ήταν περισσότερα τα πράγματα που τους χώριζαν παρά αυτά που τους ένωναν. Μετά από έναν εκπληκτικό επαναστατικό λόγο που έβγαλε σε ένα οικογενειακό τραπέζι κατηγορώντας τους πλούσιους συνομιλητές του για τα δεινά της κοινωνίας, αποχώρησε από τον κύκλο της συντρόφου του, αισθανόμενος για τον εαυτό του πως εκεί μέσα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μαύρο πρόβατο.
Από την άλλη, μέσα από τους φλογερούς του λόγους σε εργατικά συνδικάτα, διαπιστώνει πως ούτε εκεί ανήκει καθώς έβλεπε πως η εργατική τάξη φοβάται να επαναστατήσει και να δράσει μόνη της ριζοσπαστικά, διότι είχε μάθει μια ζωή να έχει κάποιον πάνω από το κεφάλι της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούγονται απίστευτα αιρετικές οι ιδέες του για την ατομική πρόοδο του καθενός που θα επιφέρει και την συνολική πρόοδο της κοινωνίας αλλά και την αναμενόμενη αποτυχία του σοσιαλιστικού μοντέλου.
Του μένει πια μόνο η συγγραφική του αναγνώριση, την οποία όμως αρνείται να αποδεχτεί. Βρίσκει αρκετά ψεύτικη την αναγνωρισιμότητα και το ενδιαφέρον αυτών που μέχρι χθες τον μείωναν ως συγγραφέα κι αρνιόντουσαν τα κείμενά του. Γι' αυτό το λόγο περνάει στην αντεπίθεση απέναντι σε ένα κατεστημένο που χειρίζεται το χώρο του βιβλίου ως έναν ακόμη στίβο κερδοσκοπίας και δημοσίων σχέσεων.
Κατά κάποιον τρόπο η πορεία του πρωταγωνιστή, η οποία ξεκινάει από τα αμπάρια ενός πλοίου και καταφέρνει με δικές του προσπάθειες να κατακτήσει την κορυφή του λογοτεχνικού κόσμου, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια διαπίστωση πως όλα είναι ψεύτικα και μάταια. Ακόμη κι ο έρωτάς του με την Έλενα ήταν κούφιος, κι αυτό το συνειδητοποιεί όταν εκείνη επιστρέφει στη ζωή του για να του ζητήσει να παντρευτούν καθώς πλέον είναι αποδεκτός από την οικογένειά της. Η αρνητική διάθεση του Μάρτιν Ήντεν γίνεται χειμαρρώδης καθώς ο ίδιος έχει στερέψει από συναισθήματα και προσδοκίες. Η Έλενα γι' αυτόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ερωτική χίμαιρα που πλέον δεν έχει να του προσφέρει τίποτα απ' αυτά που προσδοκούσε. Όπως κι η νέα του σύντροφος που την αφήνει καθώς εκείνος δεν είναι σε θέση να της προσφέρει την αγάπη και τη στοργή που της αξίζει.
Η έντονη ζωή του φτάνει στη κορύφωσή της κι από κει ξεκινάει η αυτοκαταστροφική κατρακύλα προς τα σκοτάδια της υπαρξιακής κατάθλιψης. Ως ένα πνευματικό ράκος περιφέρεται πια στους δρόμους της Νάπολης καθώς η ζωή γι' αυτόν δεν έχει πια κανένα νόημα διότι όλα τα βρίσκει ψεύτικα. Γι' αυτόν τον λόγο ακούει χαρμόσυνα την έναρξη του πολέμου, καθώς φαντάζεται πως οι ημιθανείς κοινωνίες θα καταφέρουν να αναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες που θα αφήσουν πίσω τους οι επερχόμενες συρράξεις. Μια σκέψη ωμή αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική, όπως τα κείμενά του.
Η ταινία μπορεί να σε κερδίσει για πολλούς λόγους αλλά όχι σκηνοθετικά καθώς ο Πιέτρο Μαρτσέλο δε ξεφεύγει από την πεπατημένη. Όμως μπορώ να του αναγνωρίσω τους εύστοχους πειραματισμούς με τους οποίους μας μπερδεύει με έναν τρόπο παιχνιδιάρικο, σε σημείο που αναρωτιόμαστε σε ποια χρονική περίοδο μας τοποθετεί τον ήρωα καθώς κάποια στοιχεία φαίνονται προπολεμικά και κάποια άλλα μεταπολεμικά. Μ' αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να προσδώσει μια έντονη διαχρονικότητα τόσο στον ήρωα όσο και στις ιδέες του. Όπως επίσης βρήκα εντυπωσιακή τη μεταφορά της ιστορίας από την Καλιφόρνια (όπου εκτυλίσσεται στο βιβλίο) στην Νάπολη.
Ερμηνευτικά λάτρεψα τον Λούκα Μαρινέλι στο ρόλο του Μάρτιν Ίντεν. Το μελαγχολικό του βλέμμα κι η δυναμική του όψη έδεσαν εξαιρετικά με τον λογοτεχνικό ήρωα, προσφέροντας μια αυθεντική ερμηνεία που δίνει την εντύπωση πως του ταίριαξε γάντι. Εξαιρετική κι απίστευτα ερωτεύσιμη η άγνωστη συμπρωταγωνίστριά του Τζέσικα Γκρέσι στο ρόλο της Έλενας. Τα δυο αυτά πρόσωπα αποκτούν μια τραγικότητα καθώς ενώ βγάζουν μια απίστευτη ερωτική χημεία κι ένα σπάνιο ταίριασμα, τελικά παραιτούνται εξαιτίας των άγραφων νόμων εκείνης της εποχής, που τους υποχρεώνουν να ζήσουν χώρια.
Κάτι ακόμα που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία, είναι οι διάλογοι που ακούγονται. Από τους πιο απλούς όπως η σκηνή που ο παλιατζής χαρίζει τη γραφομηχανή στον πρωταγωνιστή ζητώντας του απλά να γράψει μελλοντικά ένα ποίημα γι' αυτόν μέχρι τους πύρινους λόγους του ήρωα τόσο στα συνδικάτα όσο και στα αριστοκρατικά τραπέζια που είναι καλεσμένος. Λόγια συνταρακτικά και συγκινητικά που σου δίνουν την εντύπωση πως γράφτηκαν σήμερα. Φταίει η διαχρονικότητά τους ή μήπως εμείς γυρίσαμε ξανά στους σκοτεινούς καιρούς του περασμένου αιώνα;
Ο "Μάρτιν Ίντεν" είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα που υμνεί την ατομική πρόοδο που συντελείται με προσπάθεια, μόχθο κι αξιοπρέπεια. Μόνο έτσι μπορεί ο καθένας να πιστέψει τον εαυτό του και παράλληλα να συνειδητοποιήσει τις ύπουλες κι ανήθικες καριέρες αρκετών που πάτησαν πάνω σε πλάτες άλλων για να αναγνωριστεί το κούφιο και υποτυπώδες έργο τους. Και δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί τσίγκινοι τενεκέδες που κάνουν κρότο σε κάθε τομέα είτε πολιτιστικό, είτε πολιτικό, είτε φιλανθρωπικό. Είναι κρίμα που μόνο αυτοί ακούγονται, καθώς οι αληθινές κι ουσιώδεις πορείες κάποιων αυθεντικών ανθρώπων παραμένουν από τη φύση τους σιωπηλές και διακριτικές. Μέσα από την αυτοκαταστροφική μανία του πρωταγωνιστή, μένει ως δίδαγμα πως η απελπισία που πιάνει τον καθέναν όταν συνειδητοποιεί την ματαιότητα των πράξεών του, πρέπει να γίνεται κινητήριος μοχλός για την περαιτέρω προσωπική του βελτίωση. Εξάλλου όσο ξεχωρίζει κάποιος τόσο στενεύει ο κύκλος γύρω του. Είναι το τίμημα της προόδου. Αντιθέτως, αυτοί που πορεύονται με τους αυλικούς τους και κοκορεύονται για την ύπαρξή τους, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από βαρίδια που τους κρατούν σε μια χρόνια δημιουργική στασιμότητα.
Είμαι βέβαιος πως οι κοινωνίες θα ήταν καλύτερες αν υπάρχουν αρκετοί "Μάρτιν Ίντεν" κι ο κινηματογράφος θα ήταν πολύ πιο πλούσιος αν έβγαιναν αντίστοιχες πετυχημένες μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη όπως συνέβη μ' αυτήν την ταινία. Ο "Μάρτιν Ίντεν" είναι ένα σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι που μπορώ να χαρακτηρίσω άφοβα διαχρονικό. Γι' αυτό και θεωρώ πως είναι το καλύτερο κλείσιμο της φετινής περίεργης κινηματογραφικής χρονιάς.
Βαθμολογία: 9/10