Υπάρχουν στιγμές που έχεις την εντύπωση πως έχεις παρακολουθήσει όλα τα αριστουργήματα του παρελθόντος, μέχρι που σκάει μια ακόμη πρόταση να σου αποδείξει πως έχεις να δεις πολλά ακόμη κινηματογραφικά διαμάντια. Μια απ' αυτές τις ευχάριστα αναπάντεχες προτάσεις είναι οι "Μνήμες Υπανάπτυξης". Αυτό όμως που έκανε την ταινία του Τομάς Γκουτιέρες Αλέα μεμιάς αγαπημένη μου, είναι πως μέσα από τα πλάνα της και τις περιγραφές της, μου έφερε στη μνήμη άλλα αριστουργήματα του παρελθόντος που έχω λατρέψει όπως "Η Μάχη του Αλγερίου", "Ο Άνθρωπος που Κοιμάται", "Η Έκλειψη", "Μια Νύχτα με την Μοντ", "Σινεμά, ο Παράδεισος" και φυσικά το αξεπέραστο κινηματογραφικό δοκίμιο του Γκούζμαν "Νοσταλγώντας το Φως". Το ότι φαίνεται παράλογη η συσχέτιση των συγκεκριμένων ταινιών που δεν έχουν πράγματι καμία συνοχή μεταξύ τους, είναι ένας επιπλέον λόγος στο να παρακολουθήσει κάποιος το αριστουργηματικό κουβανέζικο έργο ώστε να διαπιστώσει μόνος του πόσο πολύ ταιριάζουν και χωράνε οι παραπάνω κινηματογραφικές θεματολογίες μέσα σε μια μόνο ταινία.
Η ιστορία μας γυρνάει στην Κούβα του 1961 όπου έχει εδραιωθεί το νέο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, διώχνοντας προς τις Η.Π.Α. την κουβανική μπουρζουαζία και τους υποστηρικτές του δικτάτορα Μπατίστα. Μέσα σ' αυτούς είναι η σύντροφος, οι γονείς και κάποιοι κοντινοί φίλοι του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποφασίζει να παραμείνει στην Κούβα. Ο ίδιος είναι ένας καλλιεργημένος μεγαλοαστός, ο οποίος έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, περιφέρεται στους δρόμους της Αβάνας προσπαθώντας να βιώσει και να ερμηνεύσει την επανάσταση, την οποία βλέπει με καλό μάτι. Ωστόσοσ, η θετική του στάση απέναντι στους επαναστάτες δεν οφείλεται στα ιδεολογικά τους κίνητρα και στους σοσιαλιστικούς τους στόχους. Αντιθέτως βλέπει με καλό μάτι την αλλαγή που συντελείται στη χώρα του καθώς γίνεται και για εκείνον αφορμή να αλλάξει την δικιά του ζωή βγαίνοντας από κάποια κοινωνικά και ταξικά καλούπια, μέσα στα οποία ασφυκτιούσε.
Αυτό όμως που ο πρωταγωνιστής διαπιστώνει στην πορεία των εξελίξεων είναι πως την περίοδο της δικτατορίας είχε ένα κύρος που του πρόσφερε μια άτυπη εξουσία απέναντι στους συμπατριώτες του λόγω καλύτερης κοινωνικής τάξης. Όμως με την επανάσταση όλα έχουν αλλάξει και πλέον μόνος του προσπαθεί να εγκλιματιστεί στις νέες συνθήκες, οι οποίες σε αρκετά σημεία τον βρίσκουν απροετοίμαστο και τρωτό. Μετά από μια σειρά γεγονότων που θα του συμβούν, θα αποδεχτεί την μοίρα του, αναγνωρίζοντας πως έχει χάσει το παιχνίδι της εξουσίας. Έτσι αποφασίζει να παρακολουθήσει άβουλος κι αδιάφορος τα κρίσιμα γεγονότα που κλιμακώνονται επικίνδυνα στην χώρα του κατά την περίοδο της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων που λίγο έλειψε να οδηγήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα παγκόσμιο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αφήνοντας με τη στάση του μια υπόνοια πως μια ολοκληρωτική καταστροφή θα ήταν σωτήρια για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη.
Είναι πολλά τα στοιχεία που με έκαναν να λατρέψω την συγκεκριμένη ταινία. Αυτό που την κάνει όμως ξεχωριστή είναι πως παρατηρούμε την επανάσταση της Κούβας μέσα από τα μάτια ενός αστού πρωταγωνιστή κι όχι ενός επαναστάτη. Με την οπτική αυτή παρατηρούμε με διακριτικό τρόπο τον ξεπεσμό των αστών που περισσότερο νοιάζονται για το ατομικό τους συμφέρον αλλά και την ηθική κατάπτωση των προλετάριων που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την όλη κατάσταση ώστε να πάρουν επιτέλους εκδίκηδη για την δικιά τους φτώχεια. Γι' αυτό το λόγο κι ο τίτλος της ταινίας κουβαλάει τον όρο "υπανάπτυξη".
Ο πρωταγωνιστής δεν κρύβει την αντίληψη που έχει για την Κούβα. Την θεωρεί μια υπανάπτυκτη χώρα στην καρδιά του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου που επιθυμεί να έχει κοντά του φτωχούς παραδείσους ώστε να μπορεί να τους εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο. Η νέα αποικιοκρατική στάση των νέων μεγάλων δυνάμεων εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Ακόμη και με την παρουσία του Χέμινγουεϊ στην Κούβα. Περιπλανώμενος ο πρωταγωνιστής στο σπίτι του νομπελίστα συγγραφέα διαπιστώνει πως ο εσωτερικός διάκοσμος ταιριάζει περισσότερο σε έναν άξεστο κι αδιάφορο αποικιοκράτη που του αρέσει να συλλέγει λάφυρα από χώρες του Τρίτου Κόσμου παρά σε έναν ουμανιστή δημιουργό. Ακόμη και στα λόγια του βοηθού του συγγραφέα που πλέον δραστηριοποιείται ως ξεναγός του σπιτιού-μουσείου, φαίνεται ξεκάθαρα το πόσο πολύ έχει ριζώσει η επιβολή του δυτικού κόσμου στην υποανάπτυκτη χώρα του. Επίσης αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στη συγκεκριμένη ξενάγηση ήταν ο διάκοσμος του σπιτιού, ο οποίος ήταν γεμάτος όπλα, οστά και κομμένα κεφάλια ζώων, τα οποία προκαλούν μεγάλη αντίφαση στην εικόνα που έχουμε πλάσει για τον διάσημο νομπελίστα συγγραφέα που από πολεμικός ανταποκριτής εντάχθηκε στις Διεθνής Ταξιαρχίες για να αντιμετωπίσει τον φρανκικό φασισμό. Κατά κάποιον τρόπο γινόμαστε μάρτυρες του εκπεσμού ενός καταξιωμένου συγγραφέα και κυρίως της στάση του απέναντι σε χώρες που ο ίδιος θεωρούσε υπανάπτυκτες. Με την πράξη του αυτή, ο δημιουργός μας δημιουργεί ένα δίλημμα, όπου αναρωτιόμαστε αν όντως οι χώρες που θίγει είναι όντως υπανάπτυκτες ή τελικά είναι υπανάπτυκτη η αντίληψη που είχε ο συγγραφέας γι' αυτές.
Στοιχεία υπανάπτυξης συναντάμε και στην καθημερινότητα των Κουβανέζων που προσπαθούν να ορθοποδήσουν στην νέα εποχή που είχε ξεκινήσει στη χώρα τους. Στο συγκεκριμένο κομμάτι ο δημιουργός δεν χαρίζεται και καταδικάζει την ηθική κατάπτωση ανεξαρτήτου κοινωνικής θέσης. Από τη μια έχουμε τους μπουρζουάδες οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν στον μικρόκοσμό τους προσπαθώντας να καρπωθούν όσο τον δυνατόν περισσότερα οφέλη μπορούν, αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα και κυρίως για το μέλλον της πατρίδας τους. Δεν είναι τυχαίο πως φεύγουν σωρηδόν από την χώρα, θέλοντας να συνεχίσουν την εύρωστη ζωή τους στην αντίπερα όχθη. Η ιδιοτελή τους στάση φανερώνεται μέσα από τους διαλόγους του πρωταγωνιστή με έναν φίλο του, ο οποίος έχοντας ως μότο ότι δούλεψε σκληρά στη ζωή του, αδιαφορεί πλήρως για την πατρίδα του κι επιθυμεί να φύγει απ' αυτήν πριν αρχίσουν να την χτυπούν ανελέητα τα δυο μεγάλα στρατόπεδα (Σοβιετικοί κι Αμερικανοί), καθώς θεωρεί πως οι δυο μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο να διατηρούν κάποιες χώρες υπανάπτυκτες για να μπορούν να τις χρησιμοποιούν ως πεδία μαχών.
Όμως ο δημιουργός δεν μένει μόνο στον ξεπεσμό της μπουρζουαζίας αλλά παρουσιάζει και την ηθική κατάπτωση των φτωχών, οι οποίοι νιώθουν πως ήρθε η περίοδος της εκδίκησής τους ξεπερνώντας αρκετούς ηθικούς φραγμούς χάνοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε δίκιο στην αγανάκτησή τους. Στην ιστορία αυτό εκδηλώνεται μέσα από την ερωτική περιπέτεια που έχει ο πρωταγωνιστής με μια νεαρή πρωταγωνίστρια, την οποία τελικά αποφασίζει να παρατήσει όχι επειδή δεν τον ελκύει σεξουαλικά αλλά επειδή διαπιστώνει πως εκείνη αδιαφορεί για τα τεκταινόμενα που συμβαίνουν στην Κούβα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αισθάνεται πως δεν έχει κάτι να μοιραστεί μαζί της οπότε προτιμά να την χωρίσει παρά να βρεθεί ξανά σε μια ασφυκτική κατάσταση όπως ήταν ο γάμος του. Όμως η κοπέλα θα προσπαθήσει να τον εκδικηθεί κατηγορώντας τον στους γονείς της και μετέπειτα στο δικαστήριο πως την αποπλάνησε. Εκεί ο πρωταγωνιστής θα νιώσει πρώτη φορά ευάλωτος φοβούμενος πως το λαϊκό δικαστήριο θα δώσει περισσότερο δίκιο στα φτωχά λαϊκά στρώματα παρά στην εναπομείνασα μπουρζουαζία. Τελικά το δικαστήριο θα αποφασίζει υπέρ του, αλλά η ανακούφισή του θα εξασθενήσει σύντομα όταν οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις του καθεστώτος θα αρχίσουν να εφαρμόζονται κι εις βάρος του.
Έχοντας ζήσει τον ξεπεσμό τόσο της μπουρζουαζίας όσο και της λαϊκής τάξης, ο ήρωας θα πέσει σε μια ψυχική αδράνεια περιμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες. Παρατηρώντας πως σ' όλους τους αγώνες δεν υπάρχουν άγιοι, θα πειστεί πως μια επανάσταση θα καρποφορήσει μόνο όταν η λαϊκή τάξη ανέβει στο επίπεδο της ηθολογικής φινέτσας των αστών κι όταν οι αστοί καταφέρουν να αποκτήσουν και να κατανοήσουν την ιδεολογική πληρότητα του αγωνιζόμενου προλετάριου. Μόνο έτσι θα πάψει να υφίσταται η υπανάπτυξη τόσο στη χώρα του όσο και στους συμπατριώτες του.
Ο σκηνοθέτης Τομάς Γκουτιέρες Αλέα επέστρεψε στην Κούβα την δεκαετία του '50 επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό κι εντάχθηκε στη ομάδα Nuestro Tiempo, συμμετέχοντας ενεργά στον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα. Μια από τις αντιδικτατορικές του δράσεις ήταν ένα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε μαζί με τον Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα το 1955, το οποίο απαγορεύτηκε από το καθεστώς. Μετά την επανάσταση, ο Τόμας Γκουτιέρες Αλέα έγινε κεντρικό πρόσωπο στην κινηματογραφία της Κούβας και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Instituto Cubano del Arte e Industrias Cinematograficos (ICAIC).
Μέσα από τις "Μνήμες Υπανάπτυξης" γίνεται φανερό πως αντανακλά και καταγράφει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς και τις εσωτερικές ανησυχίες της κουβανέζικης κοινωνίας. Επίσης μέσα από την υπόλοιπη φιλμογραφία του γίνεται φανερό πως παρακολουθεί την πορεία της χώρας του από τον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα, στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και από τις δύσκολες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου στα χρόνια του οικονομικού αποκλεισμού. Αυτό όμως που τον κάνει ξεχωριστό είναι πως αποφεύγει κάθε μορφή δημαγωγίας και προπαγάνδας. Αυτό ακριβώς κάνει και με το "Μνήμες Υπανάπτυξης" δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν επιδιώκει να σκιαγραφήσει τον ήρωα της επανάστασης, αλλά έναν διανοούμενο αντιήρωα που βιώνει ως παθητικός θεατής τα γεγονότα που σημειώνονται στη χώρα του, ο οποίος το μόνο επαναστατικό που κάνει είναι να διώξει από πάνω του το βαρίδι της ταξικής του προέλευσης ή αλλιώς το κατάλοιπο της ιδεολογικής του υπανάπτυξης.
Σκηνοθετικά, ο δημιουργός δε κρύβει τις επιρροές του από τον γαλλικό κινηματογράφο (συγκεκριμένα την nouvelle vague) και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Γι' αυτό το λόγο σε πολλά σημεία η ταινία θυμίζει έντονα αντίστοιχες ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, του Αλέν Ρενέ αλλά και του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ενώ στο μοντάζ φαίνεται πως έχει επηρεαστεί από τον σοβιετικό κινηματογράφο καθώς εναλλάσσει παρόν και παρελθόν με βίντεο ντοκουμέντα, ακολουθώντας τις συνειρμικές παραστάσεις στη συνείδηση του πρωταγωνιστή και καταγράφοντας την άμεση αλληλεπίδραση της προσωπικής του ζωής και της υποκειμενικής του εμπειρίας με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται στη χώρα του.
Δεν είναι τυχαίο που η συγκεκριμένη ταινία είχε τεράστια επιτυχία τόσο στην Κούβα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο κι η διαχρονικότητά της είναι μέχρι σήμερα τόσο έντονη που οδήγησε στην επανέκδοσή της το 2016 για το φεστιβάλ των Καννών, με την αποκατάσταση του φθαρμένου της υλικού να πραγματοποιείται από την World Film Festival που είναι τμήμα της Film Foundation του Μάρτιν Σκορτσέζε κι από τα εργαστήρια του Immagine Ritrovata στην Μπολόνια. Επίσης είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί πως η αποκατάσταση του επαναστατικού αυτού αριστουργήματος χρηματοδοτήθηκε κι από τον σκηνοθέτη και παραγωγό Τζόρτζ Λούκας.
Οι "Μνήμες Υπανάπτυξης" είναι ένα από τα σπάνια κινηματογραφικά δοκίμια που σε παρασέρνουν στην εσωτερική τους δίνη, προσφέροντας μια κινηματογραφική εμπειρία γεμάτη στοχασμούς, προβληματισμούς κι αναθεωρήσεις, τα οποία περικλείονται όλα μαζί στη φράση του πρωταγωνιστή, «προσπαθώ να ζήσω σαν Ευρωπαίος κι’ αυτό με παραπέμπει στην υπανάπτυξη», θυμίζοντάς μου έντονα την περίπτωση της δικής μου χώρας που εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ένα καθαρόαιμο ευρωπαϊκό κράτος, κάνοντάς μας να επαναπαυόμαστε στα πολιτικά και κοινωνικά μας κουρέλια πιστεύοντας σε μια αβάσιμη ψευδαίσθηση. Η ταινία του Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα είναι ένα ριζοσπαστικό αριστούργημα που προτιμά να στέκεται απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να προσπαθεί να τα αναλύσει με απόλυτη ειλικρίνεια, μιας κι ο δημιουργός του προτιμά να τοποθετεί τους θεατές στο επίκεντρο των ανησυχιών του, μετατρέποντάς τους σε ενεργούς παρατηρητές κι όχι σε παθητικά όντα. Ακριβώς αυτό που επιθυμεί να κάνουν όλοι οι άνθρωποι που παρατηρούν τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται μπροστά τους κι επηρεάζουν τις ίδιες τους τις ζωές.
Βαθμολογία: 10/10