Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Μνήμες Υπανάπτυξης (1968)




Υπάρχουν στιγμές που έχεις την εντύπωση πως έχεις παρακολουθήσει όλα τα αριστουργήματα του παρελθόντος, μέχρι που σκάει μια ακόμη πρόταση να σου αποδείξει πως έχεις να δεις πολλά ακόμη κινηματογραφικά διαμάντια. Μια απ' αυτές τις ευχάριστα αναπάντεχες προτάσεις είναι οι "Μνήμες Υπανάπτυξης". Αυτό όμως που έκανε την ταινία του Τομάς Γκουτιέρες Αλέα μεμιάς αγαπημένη μου, είναι πως μέσα από τα πλάνα της και τις περιγραφές της, μου έφερε στη μνήμη άλλα αριστουργήματα του παρελθόντος που έχω λατρέψει όπως "Η Μάχη του Αλγερίου", "Ο Άνθρωπος που Κοιμάται", "Η Έκλειψη", "Μια Νύχτα με την Μοντ", "Σινεμά, ο Παράδεισος" και φυσικά το αξεπέραστο κινηματογραφικό δοκίμιο του Γκούζμαν "Νοσταλγώντας το Φως". Το ότι φαίνεται παράλογη η συσχέτιση των συγκεκριμένων ταινιών που δεν έχουν πράγματι καμία συνοχή μεταξύ τους, είναι ένας επιπλέον λόγος στο να παρακολουθήσει κάποιος το αριστουργηματικό κουβανέζικο έργο ώστε να διαπιστώσει μόνος του πόσο πολύ ταιριάζουν και χωράνε οι παραπάνω κινηματογραφικές θεματολογίες μέσα σε μια μόνο ταινία. 
Η ιστορία μας γυρνάει στην Κούβα του 1961 όπου έχει εδραιωθεί το νέο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, διώχνοντας προς τις Η.Π.Α. την κουβανική μπουρζουαζία και τους υποστηρικτές του δικτάτορα Μπατίστα. Μέσα σ' αυτούς είναι η σύντροφος, οι γονείς και κάποιοι κοντινοί φίλοι του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποφασίζει να παραμείνει στην Κούβα. Ο ίδιος είναι ένας καλλιεργημένος μεγαλοαστός, ο οποίος έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, περιφέρεται στους δρόμους της Αβάνας προσπαθώντας να βιώσει και να ερμηνεύσει την επανάσταση, την οποία βλέπει με καλό μάτι. Ωστόσοσ, η θετική του στάση απέναντι στους επαναστάτες δεν οφείλεται στα ιδεολογικά τους κίνητρα και στους σοσιαλιστικούς τους στόχους. Αντιθέτως βλέπει με καλό μάτι την αλλαγή που συντελείται στη χώρα του καθώς γίνεται και για εκείνον αφορμή να αλλάξει την δικιά του ζωή βγαίνοντας από κάποια κοινωνικά και ταξικά καλούπια, μέσα στα οποία ασφυκτιούσε. 
Αυτό όμως που ο πρωταγωνιστής διαπιστώνει στην πορεία των εξελίξεων είναι πως την περίοδο της δικτατορίας είχε ένα κύρος που του πρόσφερε μια άτυπη εξουσία απέναντι στους συμπατριώτες του λόγω καλύτερης κοινωνικής τάξης. Όμως με την επανάσταση όλα έχουν αλλάξει και πλέον μόνος του προσπαθεί να εγκλιματιστεί στις νέες συνθήκες, οι οποίες σε αρκετά σημεία τον βρίσκουν απροετοίμαστο και τρωτό. Μετά από μια σειρά γεγονότων που θα του συμβούν, θα αποδεχτεί την μοίρα του, αναγνωρίζοντας πως έχει χάσει το παιχνίδι της εξουσίας. Έτσι αποφασίζει να παρακολουθήσει άβουλος κι αδιάφορος τα κρίσιμα γεγονότα που κλιμακώνονται επικίνδυνα στην χώρα του κατά την περίοδο της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων που λίγο έλειψε να οδηγήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα παγκόσμιο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αφήνοντας με τη στάση του μια υπόνοια πως μια ολοκληρωτική καταστροφή θα ήταν σωτήρια για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη. 




Είναι πολλά τα στοιχεία που με έκαναν να λατρέψω την συγκεκριμένη ταινία. Αυτό που την κάνει όμως ξεχωριστή είναι πως παρατηρούμε την επανάσταση της Κούβας μέσα από τα μάτια ενός αστού πρωταγωνιστή κι όχι ενός επαναστάτη. Με την οπτική αυτή παρατηρούμε με διακριτικό τρόπο τον ξεπεσμό των αστών που περισσότερο νοιάζονται για το ατομικό τους συμφέρον αλλά και την ηθική κατάπτωση των προλετάριων που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την όλη κατάσταση ώστε να πάρουν επιτέλους εκδίκηδη για την δικιά τους φτώχεια. Γι' αυτό το λόγο κι ο τίτλος της ταινίας κουβαλάει τον όρο "υπανάπτυξη".
Ο πρωταγωνιστής δεν κρύβει την αντίληψη που έχει για την Κούβα. Την θεωρεί μια υπανάπτυκτη χώρα στην καρδιά του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου που επιθυμεί να έχει κοντά του φτωχούς παραδείσους ώστε να μπορεί να τους εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο. Η νέα αποικιοκρατική στάση των νέων μεγάλων δυνάμεων εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Ακόμη και με την παρουσία του Χέμινγουεϊ στην Κούβα. Περιπλανώμενος ο πρωταγωνιστής στο σπίτι του νομπελίστα συγγραφέα διαπιστώνει πως ο εσωτερικός διάκοσμος ταιριάζει περισσότερο σε έναν άξεστο κι αδιάφορο αποικιοκράτη που του αρέσει να συλλέγει λάφυρα από χώρες του Τρίτου Κόσμου παρά σε έναν ουμανιστή δημιουργό. Ακόμη και στα λόγια του βοηθού του συγγραφέα που πλέον δραστηριοποιείται ως ξεναγός του σπιτιού-μουσείου, φαίνεται ξεκάθαρα το πόσο πολύ έχει ριζώσει η επιβολή του δυτικού κόσμου στην υποανάπτυκτη χώρα του. Επίσης αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στη συγκεκριμένη ξενάγηση ήταν ο διάκοσμος του σπιτιού, ο οποίος ήταν γεμάτος όπλα, οστά και κομμένα κεφάλια ζώων, τα οποία προκαλούν μεγάλη αντίφαση στην εικόνα που έχουμε πλάσει για τον διάσημο νομπελίστα συγγραφέα που από πολεμικός ανταποκριτής εντάχθηκε στις Διεθνής Ταξιαρχίες για να αντιμετωπίσει τον φρανκικό φασισμό. Κατά κάποιον τρόπο γινόμαστε μάρτυρες του εκπεσμού ενός καταξιωμένου συγγραφέα και κυρίως της στάση του απέναντι σε χώρες που ο ίδιος θεωρούσε υπανάπτυκτες. Με την πράξη του αυτή, ο δημιουργός μας δημιουργεί ένα δίλημμα, όπου αναρωτιόμαστε αν όντως οι χώρες που θίγει είναι όντως υπανάπτυκτες ή τελικά είναι υπανάπτυκτη η αντίληψη που είχε ο συγγραφέας γι' αυτές.




Στοιχεία υπανάπτυξης συναντάμε και στην καθημερινότητα των Κουβανέζων που προσπαθούν να ορθοποδήσουν στην νέα εποχή που είχε ξεκινήσει στη χώρα τους. Στο συγκεκριμένο κομμάτι ο δημιουργός δεν χαρίζεται και καταδικάζει την ηθική κατάπτωση ανεξαρτήτου κοινωνικής θέσης. Από τη μια έχουμε τους μπουρζουάδες οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν στον μικρόκοσμό τους προσπαθώντας να καρπωθούν όσο τον δυνατόν περισσότερα οφέλη μπορούν, αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα και κυρίως για το μέλλον της πατρίδας τους. Δεν είναι τυχαίο πως φεύγουν σωρηδόν από την χώρα, θέλοντας να συνεχίσουν την εύρωστη ζωή τους στην αντίπερα όχθη. Η ιδιοτελή τους στάση φανερώνεται μέσα από τους διαλόγους του πρωταγωνιστή με έναν φίλο του, ο οποίος έχοντας ως μότο ότι δούλεψε σκληρά στη ζωή του, αδιαφορεί πλήρως για την πατρίδα του κι επιθυμεί να φύγει απ' αυτήν πριν αρχίσουν να την χτυπούν ανελέητα τα δυο μεγάλα στρατόπεδα (Σοβιετικοί κι Αμερικανοί), καθώς θεωρεί πως οι δυο μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο να διατηρούν κάποιες χώρες υπανάπτυκτες για να μπορούν να τις χρησιμοποιούν ως πεδία μαχών. 
Όμως ο δημιουργός δεν μένει μόνο στον ξεπεσμό της μπουρζουαζίας αλλά παρουσιάζει και την ηθική κατάπτωση των φτωχών, οι οποίοι νιώθουν πως ήρθε η περίοδος της εκδίκησής τους ξεπερνώντας αρκετούς ηθικούς φραγμούς χάνοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε δίκιο στην αγανάκτησή τους. Στην ιστορία αυτό εκδηλώνεται μέσα από την ερωτική περιπέτεια που έχει ο πρωταγωνιστής με μια νεαρή πρωταγωνίστρια, την οποία τελικά αποφασίζει να παρατήσει όχι επειδή δεν τον ελκύει σεξουαλικά αλλά επειδή διαπιστώνει πως εκείνη αδιαφορεί για τα τεκταινόμενα που συμβαίνουν στην Κούβα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αισθάνεται πως δεν έχει κάτι να μοιραστεί μαζί της οπότε προτιμά να την χωρίσει παρά να βρεθεί ξανά σε μια ασφυκτική κατάσταση όπως ήταν ο γάμος του. Όμως η κοπέλα θα προσπαθήσει να τον εκδικηθεί κατηγορώντας τον στους γονείς της και μετέπειτα στο δικαστήριο πως την αποπλάνησε. Εκεί ο πρωταγωνιστής θα νιώσει πρώτη φορά ευάλωτος φοβούμενος πως το λαϊκό δικαστήριο θα δώσει περισσότερο δίκιο στα φτωχά λαϊκά στρώματα παρά στην εναπομείνασα μπουρζουαζία. Τελικά το δικαστήριο θα αποφασίζει υπέρ του, αλλά η ανακούφισή του θα εξασθενήσει σύντομα όταν οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις του καθεστώτος θα αρχίσουν να εφαρμόζονται κι εις βάρος του. 
Έχοντας ζήσει τον ξεπεσμό τόσο της μπουρζουαζίας όσο και της λαϊκής τάξης, ο ήρωας θα πέσει σε μια ψυχική αδράνεια περιμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες. Παρατηρώντας πως σ' όλους τους αγώνες δεν υπάρχουν άγιοι, θα πειστεί πως μια επανάσταση θα καρποφορήσει μόνο όταν η λαϊκή τάξη ανέβει στο επίπεδο της ηθολογικής φινέτσας των αστών κι όταν οι αστοί καταφέρουν να αποκτήσουν και να κατανοήσουν την ιδεολογική πληρότητα του αγωνιζόμενου προλετάριου. Μόνο έτσι θα πάψει να υφίσταται η υπανάπτυξη τόσο στη χώρα του όσο και στους συμπατριώτες του. 



Ο σκηνοθέτης Τομάς Γκουτιέρες Αλέα επέστρεψε στην Κούβα την δεκαετία του '50 επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό κι εντάχθηκε στη ομάδα Nuestro Tiempo, συμμετέχοντας ενεργά στον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα. Μια από τις αντιδικτατορικές του δράσεις ήταν ένα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε μαζί με τον Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα το 1955, το οποίο απαγορεύτηκε από το καθεστώς. Μετά την επανάσταση, ο Τόμας Γκουτιέρες Αλέα έγινε κεντρικό πρόσωπο στην κινηματογραφία της Κούβας και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Instituto Cubano del Arte e Industrias Cinematograficos (ICAIC). 
Μέσα από τις "Μνήμες Υπανάπτυξης" γίνεται φανερό πως αντανακλά και καταγράφει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς και τις εσωτερικές ανησυχίες της κουβανέζικης κοινωνίας. Επίσης μέσα από την υπόλοιπη φιλμογραφία του γίνεται φανερό πως παρακολουθεί την πορεία της χώρας του από τον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα, στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και από τις δύσκολες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου στα χρόνια του οικονομικού αποκλεισμού. Αυτό όμως που τον κάνει ξεχωριστό είναι πως αποφεύγει κάθε μορφή δημαγωγίας και προπαγάνδας. Αυτό ακριβώς κάνει και με το "Μνήμες Υπανάπτυξης" δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν επιδιώκει να σκιαγραφήσει τον ήρωα της επανάστασης, αλλά έναν διανοούμενο αντιήρωα που βιώνει ως παθητικός θεατής τα γεγονότα που σημειώνονται στη χώρα του, ο οποίος το μόνο επαναστατικό που κάνει είναι να διώξει από πάνω του το βαρίδι της ταξικής του προέλευσης ή αλλιώς το κατάλοιπο της ιδεολογικής του υπανάπτυξης. 
Σκηνοθετικά, ο δημιουργός δε κρύβει τις επιρροές του από τον γαλλικό κινηματογράφο (συγκεκριμένα την nouvelle vague) και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Γι' αυτό το λόγο σε πολλά σημεία η ταινία θυμίζει έντονα αντίστοιχες ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, του Αλέν Ρενέ αλλά και του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ενώ στο μοντάζ φαίνεται πως έχει επηρεαστεί από τον σοβιετικό κινηματογράφο καθώς εναλλάσσει παρόν και παρελθόν με βίντεο ντοκουμέντα, ακολουθώντας τις συνειρμικές παραστάσεις στη συνείδηση του πρωταγωνιστή και καταγράφοντας την άμεση αλληλεπίδραση της προσωπικής του ζωής και της υποκειμενικής του εμπειρίας με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται στη χώρα του.
Δεν είναι τυχαίο που η συγκεκριμένη ταινία είχε τεράστια επιτυχία τόσο στην Κούβα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο κι η διαχρονικότητά της είναι μέχρι σήμερα τόσο έντονη που οδήγησε στην επανέκδοσή της το 2016  για το φεστιβάλ των Καννών, με την αποκατάσταση του φθαρμένου της υλικού να πραγματοποιείται από την World Film Festival που είναι τμήμα της Film Foundation του Μάρτιν Σκορτσέζε κι από τα εργαστήρια του Immagine Ritrovata στην Μπολόνια. Επίσης είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί πως η αποκατάσταση του επαναστατικού αυτού αριστουργήματος χρηματοδοτήθηκε κι από τον σκηνοθέτη και παραγωγό Τζόρτζ Λούκας. 
Οι "Μνήμες Υπανάπτυξης" είναι ένα από τα σπάνια κινηματογραφικά δοκίμια που σε παρασέρνουν στην εσωτερική τους δίνη, προσφέροντας μια κινηματογραφική εμπειρία γεμάτη στοχασμούς, προβληματισμούς κι αναθεωρήσεις, τα οποία περικλείονται όλα μαζί στη φράση του πρωταγωνιστή, «προσπαθώ να ζήσω σαν Ευρωπαίος κι’ αυτό με παραπέμπει στην υπανάπτυξη», θυμίζοντάς μου έντονα την περίπτωση της δικής μου χώρας που εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ένα καθαρόαιμο ευρωπαϊκό κράτος, κάνοντάς μας να επαναπαυόμαστε στα πολιτικά και κοινωνικά μας κουρέλια πιστεύοντας σε μια αβάσιμη ψευδαίσθηση. Η ταινία του Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα είναι ένα ριζοσπαστικό αριστούργημα που προτιμά να στέκεται απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να προσπαθεί να τα αναλύσει με απόλυτη ειλικρίνεια, μιας κι ο δημιουργός του προτιμά να τοποθετεί τους θεατές στο επίκεντρο των ανησυχιών του, μετατρέποντάς τους σε ενεργούς παρατηρητές κι όχι σε παθητικά όντα. Ακριβώς αυτό που επιθυμεί να κάνουν όλοι οι άνθρωποι που παρατηρούν τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται μπροστά τους κι επηρεάζουν τις ίδιες τους τις ζωές. 


Βαθμολογία: 10/10

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Benedetta (2021)

 



Αρχές φθινοπώρου γίναμε θεατές μια άκρως σκοταδιστική αντίδραση από ανθρώπους θρησκευτικών και παραθρησκευτικών κύκλων για τις όχι και τόσο κολακευτικές κριτικές που ακούστηκαν και γράφτηκαν για τον "Άνθρωπο του Θεού". Μιας ταινίας που δεν μου έκανε και δεν εξακολουθεί να μου κάνει κέφι να την παρακολουθήσω καθώς με είχε κουράσει αρκετά η κωμικοτραγική αντίδραση αρκετών συνανθρώπων μου οι οποίοι παρόλο που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το χώρο του κινηματογράφου υποστήριξαν με φανατισμό τη συγκεκριμένη ταινία. Επίσης ένας ακόμη λόγος που αποφεύγω να την δω είναι πως ένας από τους παραγωγούς της είναι μια από τις πιο κερδοφόρες real estate επιχειρήσεις της βορείου Ελλάδος, η περιβόητη μονή Βατοπεδίου. Κι ενώ η χώρα μας βουλιάζει σε επικίνδυνες καταστάσεις του παρελθόντος που γίνονται εμφανείς ακόμη και στο χώρο του πολιτισμού, ο δυτικός κόσμος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την τέχνη ως μοχλό πίεσης προς κάθε μορφή εξουσίας και καταπίεση. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι η "Benedetta" που συζητήθηκε αρκετά για τις λεσβιακές της σκηνές παρά για την ριζοσπαστική της θέση.
Η ιστορία μας γυρνάει λίγα χρόνια πριν την θανάσιμη επέλαση της πανούκλας, όπου ένα μικρό κορίτσι διαφεύγει το θάνατο από μια ασθένεια κι οι γονείς της θεωρώντας τη σωτηρία της ως θαύμα, την τάζουν σε ένα γυναικείο μοναστήρι που εδρεύει στην πόλη Πέσκια της Τοσκάνης. Από νεαρή ηλικία, η Μπενεντέτα Καρλίνι συμπεριφέρεται ως ένα δυναμικό κορίτσι που έχει πάρει την απόφασή της να υπηρετήσει την θρησκεία. Μεγαλώνοντας όμως αρχίζει να κυριεύεται από διάφορα οράματα που θα την οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις. 
Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα παιχνίδια της φαντασία της, η Μπενεντέτα θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες για να ανέλθει στα αξιώματα της μονής, κάτι στο οποίο δε θα δυσκολευτεί καθώς οι προσωπικές της προσδοκίες θα συνταιριάξουν με αυτές του επισκόπου της περιοχής, ο οποίος επιθυμεί την αγιοποίησή της για να προσελκύσει παραπάνω πιστούς στο μοναστήρι. Όμως η κατάσταση παρεκτρέπεται τόσο από τις ίντριγκες μεταξύ των καλογριών όσο και με τη λεσβιακή σχέση που συνάπτει η Μπενεντέτα με μια νεαρή κοπέλα που κλείνεται στο μοναστήρι για να γλιτώσει από τα χέρια του βιαστή πατέρα της. Παράλληλα κάνει την εμφάνισή της η πανούκλα, ένας νέος κι αόρατος εχθρός, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να αφανίσει κάθε κυρίαρχο σημάδι κοινωνικής και θρησκευτικής σαπίλας.
Ο αμφίβολος χαρακτήρας της Μπενεντέτα φανερώνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας όπου κάποιοι ληστές επιδιώκουν να κλέψουν τους γονείς του κοριτσιού. Σε αντίθεση με τους μεγάλους που άπραγοι εκλιπαρούν τους κακοποιούς να μην τους πειράξουν, το κορίτσι τους απειλεί με κατάρες. Τόσο η τόλμη του όσο και το "τυχαίο" περιστατικό με την κουτσουλιά ενός πουλιού στο κεφάλι ενός ληστή, θα γλιτώσουν την ίδια και την οικογένειά της, γεννώντας παράλληλα απορίες στους θεατές οι οποίοι θα αναρωτηθούν αν όντως η μικρή έχει έμμεση επικοινωνία με τον Θεό ή απλώς η τύχη είναι με το μέρος της. Με την ίδια απορία θα πορευθούμε ως το τέλος της ταινίας παρακολουθώντας και τα υπόλοιπα συμβάντα που ακολουθούν τόσο στο μοναστήρι όσο και στην πόλη. Όμως το ερώτημα αυτό περνάει σε δεύτερη μοίρα (ίσως και σε τρίτη) καθώς απώτερος σκοπός της ταινίας είναι να ξεσπαθώσει κατά της εμπορευματοποίησης της (οποιαδήποτε) θρησκείας. Στο θέμα αυτό θα ήθελα να επικεντρωθώ κι εγώ με έναν όσο το δυνατόν λιγότερο αιρετικό τρόπο. 




Το πρώτο περιστατικό εμπορευματοποίησης της θρησκείας και των επίγειων ταγμάτων της το συναντάμε στο "παζάρεμα" που πραγματοποιείται ανάμεσα στην ηγουμένη του μοναστηριού και στον πατέρα της Μπενεντέτα, μαρτυρώντας τον τρόπο με τον οποίον το μοναστήρι αποσπά από τους πλούσιους γονείς των κοριτσιών το μέγιστο δυνατό αντίτιμο για να γίνουν δεκτά στους κλειστούς θρησκευτικούς τους κύκλους. Παρόλο που ο πατέρας είχε τάξει την κόρη του στον Θεό, διαπραγματεύεται πεισματικά για το τίμημα που οφείλει να καταβάλει, αναιρώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα υποτιθέμενα αγνά θρησκευτικά κίνητρά του. Η ιδιοτελής του σχέση με τη θρησκεία αποκαλύπτεται αρκετά χρόνια αργότερα όταν δέχεται μετά από παρότρυνση της κόρης του να "πληρώσει" την διαμονή της νεαρής κοπέλας που έτρεξε έντρομη μες στο μοναστήρι θέλοντας να αποφύγει τον βιαστή πατέρα της. Σε μια σύντομη συζήτηση που πραγματοποιείται σε εκείνο το περιστατικό, η ηγουμένη αναφέρει πως ο παράδεισος έχει κλειστές τις πόρτες του στους πλουσίους για να δεχτεί την αφοπλιστική απάντηση του πατέρα της Μπενεντέτα πως ο ίδιος πληρώνει για να του δοθεί η επίγεια άδεια να διαβεί αυτές τις τόσο πολυπόθητες επουράνιες πύλες. 
Στο περιστατικό με τη νεαρή κοπέλα που είναι θύμα βιασμού από τον πατέρα της και τα αδέλφια της κι εκλιπαρεί για βοήθεια, παρακολουθούμε ένα χυδαίο παζάρεμα που γίνεται μεταξύ των δυο γονιών καθώς ο πατέρας της Μπενεντέτα προσπαθεί να "αγοράσει" την κοπέλα από τον βιαστή, ο οποίος αποδέχεται την πρόταση ζητώντας διπλάσια αμοιβή (από δέκα σε είκοσι δηνάρια). Με τη συμφωνία αυτή γίνεται φανερό πως το χρήμα κι η εξουσία είναι ο κοινός σκοπός όλων, για την επίτευξη του οποίου άλλοι χρησιμοποιούν την πίστη, άλλοι την κλεψιά κι άλλοι την πορνεία. 
Στη συνέχεια έχουμε το διάλογο του επισκόπου της περιοχής με την ηγουμένη του μοναστηριού πάνω στο θέμα των οραμάτων της Μπενεντέτα αλλά και των στιγμάτων που κάνουν την εμφάνισή τους στο σώμα της. Από την μια έχουν μια υποψία πως όλα αυτά είναι σκηνοθετημένα από την ίδια την μοναχή αλλά από την άλλη θέλουν να το εκμεταλλευτούν ως θαύμα για να τραβήξουν προσκυνητές (άρα και χρήμα) στο τάγμα τους. Για το σκεπτικό τους αυτό χρησιμοποιούν ως παράδειγμα τον Φραγκίσκο της Ασίζης και την ίδρυση του κερδοφόρου τάγματός του.
Από την άλλη η Μπενεντέτα φαίνεται πως στην αρχή πράγματι παρασύρεται από κάποια οράματα, τα οποία σιγά σιγά περιπλέκονται με την πραγματικότητα. Σε μια απ' αυτές τις στιγμές συνειδητοποιεί πως τα οράματα αυτά είναι μια ευκαιρία για να αποκτήσει κύρος και τη θέση της ηγουμένης στο μοναστήρι. Εκμεταλλευόμενη τα οράματά της, συνεχίζει στο ίδιο τροπάρι προσποιούμενη με διάφορα τεχνάσματα πως είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον Χριστό, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να επηρεάσει την στάση των υπολοίπων καλογριών αλλά και την κοινή γνώμη των κατοίκων της πόλης προς δικό της όφελος. Σε μια απ' αυτές τις προσπάθειές της γλιτώνει την Πέσκια από την πανούκλα, καθώς διατάζει τους στρατιώτες να κλείσουν τις πύλες της πόλης για να κρατήσουν την πανούκλα έξω από τα τείχη αλλά και για να μην μπορέσουν να εισέλθουν η παλιά ηγουμένη κι ο νούντσιος της Φλωρεντίας που επισκέπτονται το μοναστήρι για να την καταδικάσουν ως αιρετική κι ομοφυλόφιλη. 

 


Σκηνοθετικά η Μπενεντέτα πατάει πάνω στις ταινίες που μας έχει συνηθίσει ο Ολλανδός σκηνοθέτης Πολ Βερχόφεν. Η ηρωίδα ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία προκαλώντας μια σύγχυση τόσο στους υπόλοιπους ήρωες της ιστορίας όσο και σε μας τους θεατές. Επίσης, ο σκηνοθέτης μας έχει συνηθίσει στο γυναικείο γυμνό, το οποίο εδώ πρωταγωνιστεί περισσότερο από τα ίδια τα πρόσωπα. Ίσως κάποιους τους ενοχλήσει καθώς υπάρχουν σημεία που ξεπερνάνε τα όρια της βλασφημίας των θρησκευόμενων ανθρώπων όπως η γύμνια του σταυρωμένου και η μετατροπή ενός αγαλματίδιου της Παναγίας σε δονητή. 
Απ' όλα τα προκλητικά πλάνα της ταινίας (εξάλλου δεν είναι μόνο οι λεσβιακές σκηνές) εντυπωσιάστηκα με την επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιάσει άφυλο το γυμνό σώμα του Χριστού πάνω στο σταυρό σε ένα από τα οράματα της Μπενεντέτα. Θεωρώ πως με την επιλογή αυτή προσπαθεί από την μια να παρουσιάσει την αγνότητα της πρωταγωνίστριας, η οποία λογικά δεν έχει δει γυμνό άνδρα οπότε αδυνατεί να προσδιορίσει το φύλο του ενώ από την άλλη εκφράζει τις λεσβιακές της τάσεις καθώς ελκόταν από το γυναικείο φύλο χωρίς η ίδια να το είχε ως τότε συνειδητοποιήσει. 
Όσον αφορά τη δράση της Μπενεντέτα, ο σκηνοθέτης άλλοτε καλύπτει κι άλλες φορές αποκαλύπτει με έναν έξυπνο τρόπο τα τεχνάσματα της πρωταγωνίστριας, η οποία προσπαθεί με κάθε τίμημα να αναρριχηθεί στα καλογερικά αξιώματα. Παρόλο που γίνεται φανερό πως η ίδια προσποιείται τα οράματα και τις εκστάσεις της, ως θεατές διατηρούμε μια συμπάθεια προς το πρόσωπό της καθώς πέρα από τις προσωπικές τις αξιώσεις διακρίνουμε από την μεριά της και μια φεμινιστική αντίδραση κατά της καταπιεστικής πατριαρχίας.
Τέλος βρήκα ανατριχιαστικά επίκαιρη τη σκηνή κατά την άφιξη του νούντσιο της Φλωρεντίας στην Πέσκια όπου ένας καταβεβλημένος από την πανούκλα άνθρωπος τον εκλιπαρεί για βοήθεια. Φοβισμένος ο νούντσιος με το θέαμα που αντικρύζει, τον παροτρύνει να απευθυνθεί στον παπά της ενορίας του για να λάβει την ανατριχιαστική απάντηση πως εκείνος είναι ο παπάς της περιοχής. Με το πλάνο αυτό γίνεται εμφανή η αδυναμία κάθε πλάσματος παρά τις αξιώσεις που μπορεί να κατέχει απέναντι σε μια φυσική καταστροφή όπως είναι κι η πανδημία. Κι αυτό έρχεται και δένει ανατριχιαστικά με τους σημερινούς παπάδες που αποτρέπουν τον κόσμο να εμβολιαστεί αλλά αν τύχει κι αρρωστήσουν έχουν το προνόμιο να εισαχθούν άμεσα σε μια κλίνη ΜΕΘ αφήνοντας το ποίμνιό τους εκτεθειμένο κι αβοήθητο. 




Ερμηνευτικά λάτρεψα την Σαρλότ Ράμπλινγκ στο ρόλο της παλιάς ηγουμένης. Με το βλέμμα της και μόνο καταφέρνει να περάσει την ιδιοτελή σχέση των ανθρώπων με τα θεία. Η ίδια λειτουργεί ως μεσάζοντας μιας κερδοσκοπικής εταιρίας κι όχι ως ένας πνευματικό άνθρωπος που προσπαθεί να οδηγήσει τον λαό προς τις πύλες του παραδείσου. Τα λόγια της μετρημένα και στοχευμένα, μου πρόσφεραν κάμποσες στιγμές κυνικού μειδιάματος στα χείλη. Η κορύφωσή της όμως έρχεται στη σκηνή που γίνεται μάρτυρας στην αυτοκτονία της κόρης της, όπου ως θεατές προσκυνάμε στην εκπληκτική της ερμηνεία. Δίπλα της στέκονται αξιοπρεπώς τόσο η Δάφνη Πατακιά στο ρόλο της Μπαρτολομέα όσο κι η Βιρζινί Εφιρά στο ρόλο της Μπενεντέτα. 
Στο κομμάτι της ιστορίας, ο σκηνοθέτης στηρίζεται στο βιβλίο “Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy” της συγγραφέα Judith C. Brown, η οποία το έγραψε βασισμένη στην αληθινή ιστορία της καταγεγραμμένης καλόγριας Benedetta Carlini. Παρόλο που η ταινία γυρίστηκε πριν την έλευση της πανδημίας, βρήκα πολλά κοινά χαρακτηριστικά της τότε εποχής με σήμερα. Ο ίδιος θρησκευτικός φανατισμός που υπήρχε τότε τον συναντάμε και στην τωρινή εποχή αλλά κι ο ίδιος θανάσιμος παροξυσμός των ανθρώπων που βρίσκεται ξανά σε μια επικίνδυνη έξαρση, ένα γεγονός που μαρτυράτε με τις πολυάριθμες γυναικοκτονίες, τους βιασμούς, τις παιδικές κακοποιήσεις και φυσικά τον ίδιο τον φασισμό. Ωστόσο απ' όλες τις παρόμοιες σκοτεινές περιπτώσεις του τότε με το τώρα θα ήθελα να κρατήσω τη μόνη σκηνή που δυστυχώς απουσιάζει στο δυστοπικό παρόν. Αναφέρομαι στη σκηνή του λαϊκού ξεσηκωμού απέναντι στο άδικο της εξουσίας. 
Κατά τη γνώμη μου, η "Μπενεντέτα" είναι ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι, άκρως προκλητικό, που θέτει απανωτά διλήμματα στους θεατές πάνω σε κοινωνικά θέματα κι ανθρώπινα ένστικτα που θεωρούνται μέχρι σήμερα ταμπού. Επίσης είναι ένα ξεγύμνωμα της εμπορευματοποίησης των θρησκευτικών δογμάτων, καθώς ο δημιουργός μας παρουσιάζει με κυνικό τρόπο τα παζάρια που γίνονταν κάποτε κι εξακολουθούν να γίνονται στο κερδοφόρο βωμό της πίστης του καθενός. Με κυνισμό παρουσιάζει την προσπάθεια των ανθρώπων να γραπώσουν την εξουσία και με τρανταχτό τρόπο χτυπάει κάπως "άτσαλα" την άθλια πατριαρχία. Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρώ πως η "Μπενεντέτα" είναι μια από τις κινηματογραφικές εκπλήξεις της χρονιάς. 


Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Συρράκο και Καλαρρύτες, τα αρχοντοχώρια του Λάκμου

Κατηφορίζοντας μετά από ένα πλούσιο πενθήμερο περιπλανήσεων στα Ζαγοροχώρια, κινηθήκαμε προς τα άγρια βουνά και τις κατακόρυφες χαράδρες των Τζουμέρκων. Η διαδρομή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Συναντήσαμε πάρα πολλές απότομες στροφές και χαθήκαμε σε αρκετούς άγνωστους οικισμούς. Όμως το κερασάκι στην τούρτα της ταλαιπωρίας το γευτήκαμε είκοσι λεπτά πριν φτάσουμε στον προορισμό μας πέφτοντας πάνω σε έργα καθώς μια ολόκληρη πλαγιά είχε καταρρεύσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρει παράταση η οδήγησή μας για μια ακόμη ώρα φτάνοντας μέχρι τα Πράμαντα για να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε το Συρράκο. Παράλληλα είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη αδιάκοπη βροχή και τις μεγάλες πέτρες που είχαν κυλήσει στο δρόμο από τις κατολισθήσεις. 
Ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά μέχρι να φτάσουμε στο Συρράκο παρόλο που ήμασταν ενήμεροι για τη δυσκολη διαδρομή που θα αντιμετωπίζαμε μέχρι να φτάσουμε στα αρχοντοχώρια των Τζουμέρκων, είτε ξεκινούσαμε από Γιάννενα, είτε από Θεσσαλία, είτε από Άρτα. 
Όμως αυτό που διαπιστώσαμε κι απολαύσαμε κατά τη διάρκεια της οδήγησης ήταν πως η φύση είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στην περιοχή εκεί. Θεόρατα βράχια έχασκαν πάνω από την μία πλευρά των στενών δρόμων που διανύαμε κι απότομοι γκρεμοί ανοίγονταν από την άλλη. Πυκνά δάση μπλέκονταν με τα σύννεφα που κατέβαιναν βαριά στη γη, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν ο ουρανός χαμήλωνε στα μέρη αυτά ή απλά εμείς υψωθήκαμε προς αυτόν. Λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό μας συναντήσαμε τα πρώτα κυλίσματα του Αχελώου κι απολαύσαμε τη θορυβώδη υποδοχή που μας επεφύλαξε ο Άραχθος ποταμός. 
Κι ενώ είχαμε αρχίσει να απελπιζόμαστε πως δε θα φτάσουμε ποτέ στο Συρράκο (01:34-04:48), ξαφνικά εκείνο πρόβαλλε καμαρωτό στην απέναντι πλαγιά του όρους Λάκμου, με τα αρχοντικά του σπίτια να στέκουν περήφανα σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, καιροφυλακτώντας προς τις στενές χαράδρες που ανοίγονταν περιμετρικά του οικισμού. Η γοητεία του χωριού μετέτρεψε μεμιάς την κούραση που μας είχε καταβάλει σε μια παιδική ανυπομονησία που μας ωθούσε να ξεχυθούμε στα λιθόστρωτα σοκάκια του. 
Φτάνοντας επιτέλους στο ξενώνα μας, σταθήκαμε στην είσοδό του κι αφήσαμε το βλέμμα μας να χαθεί στο επιβλητικό τοπίο των βουνών που αγκάλιαζαν το Συρράκο τη στιγμή που από κάτω μας διακρίναμε τις πέτρινες γειτονιές, τα μεγάλα αρχοντικά, την όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το μεγαλοπρεπές σχολείο που φανέρωνε την αλλοτινή ζωντάνια αυτού του τόπου. 
Η ιστορία του Συρράκο ξεκινάει από τον 14ο αιώνα κι εικάζεται πως το όνομά του προέρχεται από κάποιον Γιάννη Συρράκο κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την αργυροχρυσοχοΐα. Λέγεται πως υπήρχαν τόσα πολλά ζώα στην περιοχή που οι τοπικές βιοτεχνίες είχαν τη δυνατότητα να παρασκευάζουν αρκετές μάλλινες κάπες οι οποίες ήταν περιζήτητες τόσο στους ναυτικούς της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας όσο και στο στρατό του Ναπολέοντα. 
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το Συρράκο ήταν το κέντρο διοίκησης μιας ομάδας πενήντα κουτσοβλάχικων κοινοτήτων της περιοχής. Εκείνη την περίοδο το χωριό έζησε μεγάλη οικονομική άνθηση κάτι που του επέτρεψε να λειτουργήσει ακόμη και σχολεία μέσης κι ανώτερης βαθμίδας. Κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης τα χωριά συμμετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα μ' αποτέλεσμα να υποστούν τα αντίποινα των Τούρκων, οι οποίοι τα πυρπόλησαν αναγκάζοντας τους κατοίκους του να τραπούν σε φυγή ερημώνοντάς τα. Έκτοτε χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να ζήσει το χωριό μια νέα οικονομική άνθηση πατώντας αυτή τη φορά σε μια ήπια τουριστική εκμετάλλευση.  
Η απογευματινή μας βόλτα στο χωριό ήταν χορταστική. Ανεβήκαμε στην πλατεία Κοιμήσεως της Θεοτόκου που είναι κι η ψηλότερη του οικισμού, η οποία πέρα από τον φουντωτό της πλάτανο και την πέτρινη βρύση της, διακοσμείται και με μια μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει το υψόμετρό της. Από εκεί κατηφορίσαμε στις χαμηλότερες γειτονιές του χωριού. Συναντήσαμε το παλιό σχολείο που έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο και καταλήξαμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί πέσαμε πάνω σε έναν περιηγητή φωτογράφο ο οποίος αμέσως μας έπιασε την κουβέντα θέλοντας να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του για τη συννεφιασμένη γοητεία του Συρράκο. 
"Ήρθα εσκεμμένα σήμερα για να μπορέσω να το φωτογραφίσω μ' αυτό το φως" μας είπε και μας αποχαιρέτησε βιαστικά καθώς ήθελε να φτάσει όσο ήταν ακόμη μέρα ως τα Ζαγοροχώρια. Εμείς συνεχίσαμε τη βόλτα μας προς την πλατεία των αγαλμάτων όπου στέκει η προτομή του πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού της Ελλάδος Ιωάννη Κωλέττη και στο λαογραφικό μουσείου που είναι αφιερωμένο στο έργο των ποιητών Γιώργου Ζαλοκώστα και Κώστα Κρυστάλλη. 
Το βράδυ ανηφορίσαμε χορτάτοι από εικόνες που μαζέψαμε από το χωριό αλλά κι από τα γευστικότατα πιάτα της ταβέρνας που βρήκαμε ανοιχτή στην κεντρική πλατεία. Το σκοτάδι είχε ήδη απλωθεί στα γύρω βουνά και το σύννεφο είχε κατέβει χαμηλά κρύβοντας μέσα σε ένα πυκνό πέπλο την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, κάνοντας τον δημόσιο φωτισμό των πάνω γειτονιών να διαχέεται μες στην ομίχλη δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Κάπου στο βάθος ακουγόταν ο ερχομός της βροχής, ο οποίος μας έσπρωχνε προς το ζεστό δωμάτιο του ξενώνα που μας περίμενε. 
Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε με το φως της αυγής που είχε βάψει κατακόκκινα τα απαλά σύννεφα του ουρανού. Η βροχή είχε αφήσει μια πεντακάθαρη ατμόσφαιρα κι έναν αέρα απίστευτα αναζωογονητικό και δροσερό. Αφού απολαύσαμε το πλούσιο πρωινό που μας πρόσφερε ο ξενώνας, αναχωρήσαμε για τους Καλαρρύτες όπου από 'κει θα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής στη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας. 
Παρόλο που οι Καλαρρύτες με το Συρράκο απέχουν ενάμισι μόνο χιλιόμετρο κι ενώνονται με ένα μικρό μονοπάτι, για να καταφέρουμε να τους προσεγγίσουμε με το αμάξι χρειάστηκε να διανύσουμε εικοσιπέντε χιλιόμετρα καθώς τα δυο χωριά χωρίζονται από το βαθύ φαράγγι της Χρούσια. Όμως πριν φτάσουμε στο άλλο χωριό, κάναμε μια σύντομη στάση στη Μονή Κηπίνας (00:04-00:14), ένα εντυπωσιακό μοναστήρι που κρέμεται κυριολεκτικά σε ένα απόκρημνο σημείο της χαράδρας που χωρίζει το όρος Λάκμο με τα υπόλοιπα Τζουμέρκα. Θεωρείται το θρησκευτικό στολίδι της Πίνδου και χρονολογείται από το 1349 αν κι αρκετοί πιστεύουν πως χτίστηκε το 1212. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να μπούμε στο μοναστήρι καθώς είναι έρημο. Σταθήκαμε όμως σε έναν προαύλιο χώρο που ανοίγεται λίγο πριν την είσοδό του κι αφουγκραστήκαμε τον ήχο του Καλαρρυτινού ποταμού (παραπόταμου του Άραχθου) που κυλούσε δεκάδες μέτρα από κάτω μας. 
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα συναντήσαμε και τους Καλαρρύτες (00:15-01:28) πάνω στην πλαγιά Πουλιάνα, την πατρίδα των αργυροχρυσοχόων που με μεγάλη μαστοριά κατασκεύαζαν καλαίσθητες λαβές μαχαιριών, σπαθιών κι εξώφυλλων βιβλίων. Από το χωριό αυτό ξεπήδησαν αρκετοί εμπορικοί οίκοι σε Τεργέστη, Νάπολη, Βιέννη κι Οδησσό. Μάλιστα από το χωριό αυτό προέρχεται κι ο ιδρυτής του πασίγνωστου οίκου Bvlgari. Ο Σωτήρης Βούλγαρης έφυγε τέλη του 19ου αιώνα για την Ιταλία και ξεκινώντας από ένα μικρό κατάστημα στη Ρώμη εξελίχθηκε σε σπουδαίο δημιουργό στο λαμπερό κόσμο των κοσμημάτων. 
Το σωστό όνομα του χωριού είναι Καλαρίτες και προέρχεται από το βλάχικο calar που σημαίνει ιππέας αλλά τροποποιήθηκε (βασικά ελληνοποιήθηκε) σε Καλλαρύτες συνδυάζοντας το επίθετο καλός με το αρχαίο ρήμα ρέω. 
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο θεωρούνται δίδυμα χωριά παρόλο που στέκουν αντικριστά από το φαράγγι που τα χωρίζει. Οι βίοι τους ήταν παράλληλοι από τον 14ο αιώνα που ιδρύθηκαν μέχρι το 1881, όταν το φαράγγι του Χρούσια ορίστηκε ως σύνορο του ελληνικού κράτους με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» κι οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι». 
Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού παρκάραμε το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό καθώς ούτε εδώ επιτρέπονται τα οχήματα εντός του οικισμού. Ευτυχώς όμως οι Καλαρρύτες είναι πιο επίπεδο χωριό από το Συρράκο και τα καλντερίμια του είναι λιγότερο ανισόπεδα. Πρώτα συναντήσαμε τον πανέμορφο ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος μας υποδέχτηκε πάνω σ' έναν μεγάλο βράχο σχετικά κοντά στην είσοδο του χωριού. Από εκεί ξεκινούσαν στενά λιθόστρωτα μονοπάτια που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού. Στον περίπατό μας συναντήσαμε πανέμορφα καλοδιατηρημένα αρχοντικά, έχοντας στη συντροφιά μας ένα γλυκύτατο πορτοκαλί γάτο. Ομολογώ πως βρήκα τους Καλαρρύτες πιο γραφικούς κι αυθεντικούς από το Συρράκο αλλά δυστυχώς αρκετά έρημους. Επίσης συγκινήθηκα με το μνημείο πεσόντων κατά τη διάρκεια του Αντιστασιακού αγώνα την περίοδο της Κατοχής. 
Πάνω από τους Καλαρρύτες απλώνεται το οροπέδιο Μπάρος (στα 2.255 μέτρα υψόμετρο), το οποίο είναι ένας αχανής ορεινός βοσκότοπος που ενώνει την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Αυτήν την τεράστια περιοχή διασχίσαμε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Μάλιστα περάσαμε από τον Αυχένα του Μπάρου που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.850 μέτρα, οδηγώντας στον ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Ελλάδος. 
Το τοπίο σε εκείνα τα μέρη ήταν μαγευτικό. 
Κάθε τόσο συναντούσαμε κοπάδια αγελάδων συνοδευόμενα από τους κτηνοτρόφους τους μέχρι που χαθήκαμε μέσα στα πυκνά σύννεφα. Από τον Μπάρο κι έπειτα άρχισε η κατηφόρα μας προς τον θεσσαλικό κάμπο, με την πανέμορφη διαδρομή να προσπαθεί με κάθε τρόπο να γλυκάνει τη μελαγχολία της επιστροφής χαρίζοντάς μας εντυπωσιακές εικόνες από τις επιβλητικές κορυφογραμμές της Πίνδου. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά ο δρόμος ντύθηκε στα κόκκινα από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων προσφέροντάς μας μια πανδαισία χρωμάτων που λίγες φορές στη ζωή μας έχουμε την τύχη να απολαύσουμε. Δρόμοι παρθένοι από περαστικές ρόδες οχημάτων, μας έστρωναν ένα απαλό χαλί πάνω στο οποίο γλιστρούσαμε μαγεμένοι προς τα πεδινά. Με αυτήν την τόσο ονειρική εικόνα αποχαιρετίσαμε τα πανέμορφα βουνά της Ηπείρου. 

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

Ζαγοροχώρια, το πέτρινο δάσος της Ηπείρου


Μετά από μια τρίωρη ευχάριστη οδήγηση στην Εγνατία Οδό κι ακούγοντας από το ραδιόφωνο τις υπέροχες μελωδίες του Δεύτερου Προγράμματος που επέμενε να μας συντροφεύει σε όλες τις διαδρομές που απολαύσαμε στα άγριας ομορφιάς βουνά της Ηπείρου, φτάσαμε κατά το μεσημέρι στο μικρό και γραφικό Κουκούλι. 
Ήταν μέρα εθνικής επετείου και το χωριό είχε φορέσει τα γιορτινά του για να υποδεχθεί τους επισκέπτες του φθινοπωρινού τετραημέρου. Η κούραση της οδήγησης και το άδειο μας στομάχι που είχε από ώρα αρχίσει να διαμαρτύρεται, μας έσπρωξαν κατευθείαν στη φροντίδα του "Βικογιατρού", ένα γραφικό ταβερνάκι που είχε απλωμένα τα τραπεζάκια του κάτω από τη σκιά ενός θεόρατου πλατάνου κι αντικριστά από το παλιό σχολείο του χωριού με τις πέντε περίφημες βρύσες του. Τιμώντας την παράδοση του τόπου, ο βικογιατρός του μαγειρείου Νίκος Κοντοδήμος, μας πρόσφερε ένα ζεστό ρόφημα πριν το φαγητό φτιαγμένο από βότανα της χαράδρας του Βίκου καθώς του παραπονεθήκαμε πως μας πονούσε ο λαιμός μας. 
Οι βικογιατροί ήταν ξακουστοί εμπειρικοί γιατροί που κατοικούσαν στη χαράδρα του Βίκου κι έγιναν διάσημοι σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο με τις γνώσεις που είχαν πάνω στις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων που συνέλεγαν μόνοι τους. Τις γνώσεις τους πάνω στην ιατρική τις αντλούσαν από την παρατήρηση και την εμπειρία των προγενεστέρων τους. Ωστόσο επειδή ήταν μια κλειστή ομάδα, χρησιμοποιούσαν μια δική τους συνθηματική γλώσσα καθώς θεωρούσαν εσωτερική τους υπόθεση όλες τις γνώσεις που κατείχαν, τις ουσίες που χρησιμοποιούσαν και τον τρόπο παρασκευής τους. Όπως είναι γνωστό, μέσα από την παγανιστική αντίληψη του ανθρώπου με τη φύση γεννήθηκαν οι παραδοσιακές τέχνες στις οποίες βλέπουμε μια αδιάσπαστη συνέχεια από την αρχαία εποχή. Μια απ' αυτές είναι κι η λαϊκή ιατρική. Μια πρακτική ιατρική που δεν στηρίζεται στην υπόθεση και στο πείραμα αλλά προσεγγίζει την αρχή της αναλογίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στα βασίλεια της φύσης. Στις μέρες μας έχει διασωθεί λίγη από την γνώση τους μέσα σε δύο χειρόγραφα, όπου μπορεί να παρατηρήσει κανείς τις ομοιότητες που υπάρχουν με αρχαιότερα κείμενα που έχουν την βάση τους σε μαγικούς παπύρους του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα της Αιγύπτου. Μέσα σε αυτά τα χειρόγραφα μπορεί κανείς να διαβάσει οδηγίες πρόβλεψης ψυχικών και σωματικών χαρακτηριστικών, εξηγήσεις ονείρων αλλά και την ανάλυση της μοίρας ανδρών και γυναικών σε σχέση με τον ζωδιακό τους κύκλο. Η πιο πιθανή υπόθεση για το πως βρέθηκαν αυτά τα στοιχεία στα χέρια αυτών των Ηπειρωτών βικογιατρών είναι ότι οι κάτοικοι του Ζαγορίου ταξίδευαν στις χώρες της Βαλκανικής, στη Ρωσία και στην Αίγυπτο και μέσα από τις εμπορικές τους δραστηριότητες μετέφεραν και ποικίλες γνώσεις.
Απ' όλα τα χωριά που επισκεφθήκαμε στο Ζαγόρι, ομολογώ πως ερωτεύτηκα το Κουκούλι (00:06-00:32). Σημαντικός παράγοντας σ' αυτό υπήρξε το ότι μείναμε όλα τα βράδια εκεί, μ' αποτέλεσμα να ζήσουμε αρκετές όμορφες στιγμές στο χωρίο και να το απολαύσουμε τόσο με τους επισκέπτες του όσο και χωρίς αυτούς, έχοντας την τύχη να αφουγκραστούμε την μαγεία της απόλυτης ορεινής ηρεμίας. Ήταν όμως κι η αρχοντική αύρα του που έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη κι αυθεντική παρά την ερημοποίηση που βίωσε το χωριό τις περασμένες δεκαετίες αλλά και την τουριστικοποίηση που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στα περισσότερα χωριά του Ζαγορίου.
Το περίεργο όνομά του το πήρε από τiς μεγάλες πέτρες της περιοχής ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Σαν οικισμός υπήρχε από τον 13ο και 14ο αιώνα καθώς αναφέρεται στη συνθήκη του Βοϊνικού το 1430 που σύναψε το κοινό των Ζαγορισίων (αποτελούταν από 14 χωριά του Ζαγορίου) κι όριζε το αυτόνομο καθεστώς του στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Τον 18ο και 19ο αιώνα γνώρισε μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση λόγω του εμπορίου. Όμως την ίδια περίοδο έφυγαν πολλοί από τους κατοίκους του για Ρωσία, Βλαχιά και Τουρκία αφήνοντας το χωριό να ερημώσει. Το εύπορο παρελθόν εκείνων των χρόνων είναι σήμερα εμφανές στις όψεις των αρχοντικών που έχουν απομείνει όπως το αρχοντικό του Πλακίδα, το μουσείο του δασκάλου Λαζαρίδη αλλά κι η ύπαρξη του παλιού αλλά και του νεότερου σχολείου. Επίσης με χρήματα των κατοίκων του χωριού χτίστηκαν τα κοντινά γεφύρια, κάποια από τα οποία είναι από τα πιο γνωστά του Ζαγορίου όπως του Κόκκορου, του Κοντοδήμου (ή Λαζαρίδη) και του Μίσιου. 
Δύσκολα θα ξεχάσω τις πρώτες κι όμορφες εικόνες που αντικρίσαμε μόλις φτάσαμε στο χωρίο. Προσπερνώντας τον Ναό της Θεοτόκου (κτίστηκε για τρίτη φορά το 1788 με την προηγούμενη να είναι το 1630) στάθηκα άναυδος μπροστά στον περίτεχνο οντά του παλιού σχολείου όπου το ξύλο σμίγει τόσο αρμονικά με τη γκρίζα ζαγοριανή πέτρα. Από κάτω του ανοίγεται ένα πέρασμα μέσα από μικρές στοές που οδηγούν προς τα πάνω σπίτια του χωριού. Αυτό όμως που κάνει το κτίσμα του παλιού σχολείου μοναδικό είναι οι πέντε βρύσες που κελαρύζουν ασταμάτητα μέσα στις στοές του. Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι που δε θυμάμαι να 'χω συναντήσει ξανά σε κάποιο από τα ταξίδια μου. 
Για μα καταφέρουμε να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα χωριά τις μέρες που μείναμε εκεί, τα χώρισα σε μικρές ομάδες και κάπως έτσι θα τα παρουσιάσω κι εδώ. Την επόμενη μέρα από την άφιξή μας κινήσαμε για το Μεγάλο και το Μικρό Πάπιγκο (00:33-01:28) θέλοντας να επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες από την προηγούμενη επίσκεψή μου στα χωριά αυτά πριν δυο δεκαετίες. Την μέρα που επιλέξαμε να πάμε στα συγκεκριμένα χωριά έτυχε να συμπέσουμε με τους υπόλοιπους επισκέπτες του τετραημέρου, μ' αποτέλεσμα να βρούμε μποτιλιαρισμένους τους στενούς δρόμους της Αρίστης ενώ στα χωριά δεν έβρισκες τραπέζι να κάτσεις είτε για καφέ είτε για φαγητό. Το χειρότερο όμως απ' όλα, ήταν που συνάντησα έναν από τους αθλιότερους δημοσιογράφους να βολτάρει στο Μικρό Πάπιγκο. Ακόμη μετανιώνω που δεν τον έφτυσα κατάμουτρα. 
Παρά τις παραπάνω αναποδιές, η εμπειρία από την επίσκεψή μας εκεί ήταν μοναδική. Με κυρίευσε ένα απερίγραπτο δέος όταν έκατσα να πιώ καφέ κάτω από τα θεόρατα βράχια της Αστράκας καθώς ένιωσα πως βρισκόμουν σε ένα τοπίο εξωπραγματικό. Απόλυτα ονειρικό καθώς η ματιά μας χανόταν στα κατακόρυφα γκρεμνά του ορεινού όγκου κι ο νους μας περνούσε σε άλλες διαστάσεις. Βδομάδες μετά την επίσκεψή μου στα μέρη αυτά αδυνατώ να προσδιορίσω αν όλα όσα είδα εκεί ήταν πραγματικότητα ή δημιούργημα της φαντασίας μου. 
Ήταν όμως συγκινητικό που αμέσως θυμήθηκα εικόνες από το χωριό αυτό όταν το είχα επισκεφθεί πιτσιρικάς με τους γονείς μου. Βρήκα τον ξενώνα που είχαμε μείνει τότε, ο οποίος έχει μετατραπεί σε μεγάλο εστιατόριο. Προσπάθησα να θυμηθώ το ταβερνάκι που τρώγαμε τα βράδια αλλά αδυνατούσα να το βρω καθώς το Μεγάλο Πάπιγκο έχει γεμίσει από καφέ κι εστιατόρια. Το μόνο που μου είχε μείνει από εκείνα τα χρόνια ήταν η θεόρατη σκοτεινή όψη της Αστράκας που ξεπεταγόταν στον έναστρο ουρανό καθώς από πίσω της κρυβόταν το φεγγάρι, το οποίο δημιουργούσε ένα πρωτότυπο φωτοστέφανο γύρω από τον ορεινό της σχήμα. 
Ως οικισμός το Πάπιγκο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1325 από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' κι αναπτύχθηκε μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα εκμεταλλευόμενο την αυτονομία που είχε παραχωρηθεί στα χωριά του Ζαγορίου. Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα ήρθε η παρακμή του καθώς πολλοί κάτοικοί του μετανάστευσαν. Όμως η φθίνουσα κατάσταση άλλαξε τα τελευταία χρόνια με την τουριστική του άνθηση. 
Την τρίτη μέρα κινηθήκαμε ανατολικά κι επισκεφθήκαμε χωριά που είχα διαβάσει μέσα από την διάσημη τριλογία του Νίκου Θέμελη. Πρώτη στάση κάναμε στο ανατολικότερο ζαγοροχώρι που είχαμε στο πρόγραμμά μας, τους Φραγκάδες (01:29-01:40). Οι Φραγκάδες είναι ένα από τα παλιότερα χωριά του Ζαγορίου και φημίζεται για την εκπληκτική του θέα. Κάποτε είχε τόσους πολλούς κατοίκους που φημιζόταν για τα δύο σχολεία που λειτουργούσε, "ένα για τα παιδιά κι ένα για τα κορίτσια" όπως έλεγαν οι κάτοικοί του. Παρόλο που η περιοχή εκεί κατοικείται από τον 6ο αι. μ.Χ., το όνομά του το πήρε από κάποιον Αντώνιο Φράγκο που σκότωσε το 1384 τον Θωμά Πρελούμπο, έναν Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων. Το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής αλλά οι κάτοικοί του το έχτισαν ξανά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην έχουν διατηρηθεί αρκετά στοιχεία της παλιάς του αρχιτεκτονικής χάνοντας έτσι την γραφική του ομορφιά. Μοναδικό αξιόλογο σημείο είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με το επιβλητικό πολύγωνο καμπαναριό, η οποία χτίστηκε το 1779.
Φύγαμε από τους Φραγκάδες και κατευθυνθήκαμε προς τους Νεγάδες (01:41-01:52), ένα από τα πιο ονομαστά χωριά της περιοχής, του οποίου οι κάτοικοι ήταν ξακουστοί έμποροι προσφέροντας στον τόπο τους έναν σπάνιο πολιτιστικό πλούτο. Και σ' αυτό το χωριό συναντήσαμε την απόλυτη ερημιά. Περιπλανηθήκαμε στους άδειους δρόμους του θαυμάζοντας τα παλιά αρχοντικά που στέκουν ακόμα με τις μεγάλες τους αυλές. Περισσότερο όμως μας κέντρισε την προσοχή ένα μοναδικό θρησκευτικό μνημείο που στέκεται στην κεντρική του πλατεία και για το οποίο είναι περήφανοι οι κάτοικοι του χωριού. Αναφέρομαι στον τρισυπόστατο ναό του Αγίου Γεωργίου (Αγίας Τριάδος κι Αγίου Δημητρίου), ο οποίος χτίστηκε το 1792. Το εντυπωσιακό στοιχείο του συγκεκριμένου ναού είναι οι εξαιρετικές του τοιχογραφίες στις οποίες έχουν αγιοποιήσει τους αρχαίους φιλόσοφους, όπως τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Δυστυχώς η εκκλησία ήταν κλειστή και δεν συναντήσαμε κάποιον για να τον ρωτήσουμε μήπως έχει το κλειδί για να μπούμε. 
Από εκεί κατηφορίσαμε στους Κήπους (01:53-02:29), ένα αρχοντικό χωριό τοποθετημένο αμφιθεατρικά σε μια απότομη πλαγιά. Το όνομά του το πήρε από τους καλαίσθητους κήπους των κατοίκων του, οι οποίοι ήταν γεμάτοι οπωροφόρα και λουλούδια, τα οποία ποτίζονταν από τον Μπαγιώτικο (παραπόταμο του Βίκου). Παίρνοντας τα ανηφορικά καλντερίμια και περνώντας από μεγάλα αρχοντικά που σήμερα λειτουργούν ως ξενοδοχεία, φτάσαμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το καμπαναριό-ρολόι που βρίσκεται στην κορυφή του οικισμού. Από εκεί θαυμάσαμε τη θέα και διασκεδάσαμε με την επίμονη προσπάθεια ενός μεγάλου έλατου που προσπαθεί να ξεπεράσει το ύψος των τελευταίων σπιτιών του χωριού. Από εκεί κατηφορίσαμε κι απολαύσαμε χορταστικές πίτες σε ένα καφέ που βρίσκεται πάνω στο κεντρικό δρόμο. Η χορτοπιτα κι η τυρόπιτα συνοδευόμενες με ζεστούς καφέδες ήταν μάννα εξ ουρανού που μας κράτησαν χορτάτους ως το βράδυ. Πριν φύγουμε από το χωριό, επισκεφθήκαμε το τρίτοξο γεφύρι της περιοχής, γνωστό ως Καλογερικό ή ως "κινούμενη κάμπια" (02:30-02:36) το οποίο χτίστηκε το 1748 και το επιβλητικό γεφύρι του Κόκκορου το οποίο χτίστηκε το 1750 (02:37-02:44). Από εκείνο το σημείο ξεκινάει το μικρό φαράγγι του Ζαγορίου που οι ντόπιοι το αποκαλούν Μικρό Βίκο ή Βικάκη.
Τελευταίος προορισμός εκείνης της μέρας ήταν το Βραδετό (02:45-03:04), το οποίο είναι το ψηλότερο χωριό του Ζαγορίου καθώς βρίσκεται σε υψόμετρο 1.340 μέτρα. Πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του έχουμε από το 1616. Για τους ντόπιους θεωρείται πως είναι το μπαλκόνι όλου του Ζαγορίου κι όχι άδικα καθώς προσφέρει απέραντη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το όνομα του χωριού είναι βλάχικης προέλευσης και βγαίνει από τη λέξη "βραντ" που σημαίνει έλατο. Το χωριό έζησε μεγάλη άνθηση αλλά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο εμφύλιος που ακολούθησε το οδήγησαν στην ερήμωσή του. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Σαρακατσάνοι εκεί φέρνοντας τη δική τους κουλτούρα. 
Πηγαίνοντας προς το χωριό σταματήσαμε αντικριστά από την περίτεχνη Σκάλα του Βραδέτου. Ένα έργο το οποίο κανείς δε γνωρίζει από ποιον και πότε κατασκευάστηκε. Όμως το εντυπωσιακότερο στοιχείο του συγκεκριμένου μνημείου είναι πως ήταν η μόνη πρόσβαση για το χωριό (ξεκινώντας από το χωριό Καπέσοβο) μέχρι το 1970! 
Εκεί κινήσαμε σε ένα μονοπάτι 2,5 χιλιομέτρων που ενώνει το Βραδετό με την Μπελόη (03:05-03:28). Η Μπελόη που στα σλάβικα σημαίνει ωραία θέα, είναι ένα φυσικό μπαλκόνι που χάσκει ακριβώς πάνω από το φαράγγι του Βίκου. Παρά την κούραση της πεζοπορίας ανάμεσα σε βράχια και συμπαθητικές αγελάδες, άξιζε που φτάσαμε ως εκεί για να απολαύσαμε τη θέα. Στο σημείο που σταθήκαμε είχαμε την αίσθηση πως πετούσαμε κυριολεκτικά πάνω από το μεγαλύτερο φαράγγι του κόσμου. Έσκυβα λίγο για να δω το βάθος που έχασκε από κάτω μου και δυσκολευόμουν να διακρίνω το τελείωμα του γκρεμού. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα την έλξη του χάους. Το βλέμμα μου χανόταν στα πιο μακρινά δέντρα του φαραγγιού κι αμέσως το κορμί μου κυριευμένο από μια απροσδιόριστη ασφάλεια το ένιωσα να γέρνει πάνω από το γκρεμό έτοιμο να πετάξει. Συνειδητοποιώντας αυτήν την περίεργη έλξη έγειρα πίσω και κάθισα σε έναν βράχο για να απολαύσω με βάσιμη άσφαλεια την απεραντοσύνη του τοπίου. Απέναντι μας είχαμε τα φυσικά μπαλκόνια της Οξυάς που βρίσκεται στο Μονοδένδρι και του χωριού Βίκος.
Επιστρέφοντας από τη Μπελόη, ξαποστάσαμε σε ένα μικρό καφέ που είχε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κτηνοτρόφων. Η κυρά Ελένη που μας σέρβιρε τους καφέδες, μας κέρασε γαλατόπιτα που μόλις είχε βγάλει από το φούρνο της κι ο άντρας της ο κυρ Φάνης που φρόντιζε τις αγελάδες που συναντήσαμε στο μονοπάτι, μας έμπασε μέσα μόλις άναψε το τζάκι για να στεγνώσουμε τις πλάτες μας και να ξεκουραστούμε. Μέσα σ' αυτή τη ζεστασιά ανοίξαμε τις καρδιές μας ενώνοντας δυο διαφορετικούς κόσμους. Από την μια εμείς συζητούσαμε για τη ζωή στην πόλη κι εκείνοι μας έλεγαν για τη ζωή στη φύση. Τους θαύμασα όταν μου λέγανε με περηφάνια πως στα παλιά χρόνια ανεβοκατέβαιναν τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα τη σκάλα του Βραδέτου, μια διαδικασία που διαρκούσε τουλάχιστον μια ώρα. Ο αποχαιρετισμός μας είχε μια εγκαρδιότητα και τα βλέμματα που ανταλλάξαμε φεύγοντας έμειναν χαραγμένα στις όμορφες στιγμές αυτού του ταξιδιού. Εξάλλου στα ταξίδια δεν συναντάς μόνο τοπία αλλά κι ανθρώπους 
Την τέταρτη μέρα την αφιερώσαμε στα υπόλοιπα χωριά που κουρνιάζουν στη σκιά της Αστράκας. Πρώτη στάση κάναμε στο Δίλοφο (03:29-03:44), το οποίο θεωρώ πως είναι το δεύτερο πιο όμορφο χωριό που συναντήσαμε στο ζαγορίτικο οδοιπορικό μας. Το Δίλοφο μας υποδέχτηκε στη γαλήνια μετάβαση της ερημιάς που θα ακολουθούσε ως τις γιορτές των Χριστουγέννων καθώς εκείνη τη μέρα οι περισσότεροι επισκέπτες του Ζαγορίου αναχωρούσαν για τις πόλεις τους. Περιπλανηθήκαμε στα ηλιόλουστα μονοπάτια του απολαμβάνοντας τα καλά διατηρημένα κτίσματά του που είναι κατασκευασμένα με τον τοπικό γκρίζο σχιστόλιθο. Ένα από τα αρχοντικά του κουβαλά μια όμορφη ιστορία, η οποία εξηγεί τους λόγους που έγινε η ψηλότερη κατοικία των Ζαγοροχωρίων με ύψος 13,5 μέτρα. Σύμφωνα με την ιστορία το σπίτι αυτό άνηκε σε γόνο κάποιας πλούσιας οικογένειας ο οποίος είχε παντρευτεί μια κοπέλα από το Κουκούλι. Επειδή όμως η σύζυγός του νοσταλγούσε συνεχώς τον τόπο της, εκείνος της έχτισε το πιο ψηλό σπίτι της περιοχής ώστε να μπορεί να αγναντεύει το χωριό της από τα πιο πάνω πατώματα. 
Από το Δίλοφο αναχωρήσαμε για το Μονοδένδρι. Προσωπικά δεν βρήκα κάτι να με τραβήξει στο συγκεκριμένο χωριό πέρα από τη θέα της χαράδρας που πρόσφερε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Το Μονοδένδρι δυστυχώς έχει μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε ξενώνα πολυτελείας με την εμπορευματοποίηση του να έχει αλλοιώσει κάθε αυθεντικό και γραφικό στοιχείο του χωριού. Παρόλα αυτά απολαύσαμε μια άκρως ενδιαφέρουσα φωτογραφική έκθεση του Γαλλοελβετού Fred Boissonnas στον αριστοκρατικό χώρο του Ριζαρείου Ιδρύματος. 
Από εκεί αναχωρήσαμε νωρίτερα απ' όσο υπολογίζαμε κι αφού κάναμε μια βόλτα στο "πέτρινο δάσος" της Οξυάς με τους απότομους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μέχρι τα Άνω Πεδινά (03:45-04:08) τα οποία τα είχαμε εκτός προγράμματος. Στη συνέχεια οδηγήσαμε ως το Βέτσικο που μετονομάστηκε το 1955 σε Βίκος (04:09-04:37) για να φάμε και να απολαύσουμε για τελευταία φορά την χαράδρα του Βίκου. Ένα μικρό μονοπάτι που ξεκινούσε έξω από το χωριό κατηφόριζε προς τις πηγές του Βοϊδομάτη. Πιτσιρικάς το είχα κατέβει με τους δικούς μου αλλά αυτή τη φορά προτίμησα να το απολαύσω από ψηλά καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει προς τα δυτικά βουνά της Ηπείρου. 
Όταν φτάσαμε στην Αρίστη (04:38-05:00), η Αστράκα είχε ντυθεί στα κόκκινα. Το στρατιωτικό μνημείο στην κεντρική πλατεία του χωριού υπενθύμιζε στους επισκέπτες πως στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, η Αρίστη ήταν η αμυντική γραμμή των ελληνικών δυνάμεων. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Αρτσίστα κι ήταν αλβανικής προέλευσης. Οι πρώτοι κάτοικοί του προέρχονταν από ένα άλλο χωριό, το Βόπατη, το οποίο κι εγκατέλειψαν διότι έπεφταν βράχοι μ' αποτέλεσμα να σκοτώνονται άνθρωποι και ζώα. Η βραδιά μας βρήκε να πίνουμε ζεστά ροφήματα στο κεντρικό καφέ του χωριού και να ακούμε όμορφες ιστορίες από μια νεαρή σερβιτόρα που είχε καταγωγή από την Αρμενία. 
Η τελευταία μέρα στα Ζαγοροχώρια αφιερώθηκε στο γλυκύτατο χωριό Καπέσοβο (05:04-05:16) την πατρίδα των αγιογράφων του Ζαγορίου, στο μοναστήρι Ρογκοβού (05:17-05:28) και στο κεφαλοχώρι Τσεπέλοβο (05:29-05:50) με τον τάφο του ποιητή Ι.Βαλαρά στον προαύλιο χώρο ενός παραδοσιακού φαρμακείου. Οι επισκέπτες είχαν πια φύγει και τα χωριά είχαν περιπέσει σε μια γαλήνια νάρκη. Σαν να ξαπόσταιναν για λίγο καιρό μέχρι να υποδεχτούν την επόμενη φουρνιά των επισκεπτών την περίοδο των Χριστουγέννων
Αναχωρώντας από τα Ζαγοροχώρια βαλθήκαμε να απαριθμήσουμε τα πανύψηλα βουνά που αντικρίσαμε, τις άγριες χαράδρες που σχηματίζονταν γύρω από το μοναδικό φαράγγι του Βίκου, τα κελαριστά νερά που κυλούσαν έξω από τα χωριά, τα έρημα μοναστήρια που επισκεφθήκαμε, τα γαλήνια δάση βελανιδιάς που περπατήσαμε, τα ιστορικά πέτρινα γεφύρια που διασχίσαμε και την ξεχωριστή παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική των χωριών. Λίγες μέρες στα βουνά της Ηπείρου αρκούν για μια σωτήρια αποτοξίνωση από το τσιμέντο, το καυσαέριο και το άγχος των πόλεων. 
Για μένα τα Ζαγοροχώρια είναι τελικά ένας τόπος που αξίζει να τον επισκεφθείς ξανά και ξανά διότι είναι αδύνατο να τον χορτάσεις με μια μόνο φορά.