Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Benedetta (2021)

 



Αρχές φθινοπώρου γίναμε θεατές μια άκρως σκοταδιστική αντίδραση από ανθρώπους θρησκευτικών και παραθρησκευτικών κύκλων για τις όχι και τόσο κολακευτικές κριτικές που ακούστηκαν και γράφτηκαν για τον "Άνθρωπο του Θεού". Μιας ταινίας που δεν μου έκανε και δεν εξακολουθεί να μου κάνει κέφι να την παρακολουθήσω καθώς με είχε κουράσει αρκετά η κωμικοτραγική αντίδραση αρκετών συνανθρώπων μου οι οποίοι παρόλο που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το χώρο του κινηματογράφου υποστήριξαν με φανατισμό τη συγκεκριμένη ταινία. Επίσης ένας ακόμη λόγος που αποφεύγω να την δω είναι πως ένας από τους παραγωγούς της είναι μια από τις πιο κερδοφόρες real estate επιχειρήσεις της βορείου Ελλάδος, η περιβόητη μονή Βατοπεδίου. Κι ενώ η χώρα μας βουλιάζει σε επικίνδυνες καταστάσεις του παρελθόντος που γίνονται εμφανείς ακόμη και στο χώρο του πολιτισμού, ο δυτικός κόσμος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την τέχνη ως μοχλό πίεσης προς κάθε μορφή εξουσίας και καταπίεση. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι η "Benedetta" που συζητήθηκε αρκετά για τις λεσβιακές της σκηνές παρά για την ριζοσπαστική της θέση.
Η ιστορία μας γυρνάει λίγα χρόνια πριν την θανάσιμη επέλαση της πανούκλας, όπου ένα μικρό κορίτσι διαφεύγει το θάνατο από μια ασθένεια κι οι γονείς της θεωρώντας τη σωτηρία της ως θαύμα, την τάζουν σε ένα γυναικείο μοναστήρι που εδρεύει στην πόλη Πέσκια της Τοσκάνης. Από νεαρή ηλικία, η Μπενεντέτα Καρλίνι συμπεριφέρεται ως ένα δυναμικό κορίτσι που έχει πάρει την απόφασή της να υπηρετήσει την θρησκεία. Μεγαλώνοντας όμως αρχίζει να κυριεύεται από διάφορα οράματα που θα την οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις. 
Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα παιχνίδια της φαντασία της, η Μπενεντέτα θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες για να ανέλθει στα αξιώματα της μονής, κάτι στο οποίο δε θα δυσκολευτεί καθώς οι προσωπικές της προσδοκίες θα συνταιριάξουν με αυτές του επισκόπου της περιοχής, ο οποίος επιθυμεί την αγιοποίησή της για να προσελκύσει παραπάνω πιστούς στο μοναστήρι. Όμως η κατάσταση παρεκτρέπεται τόσο από τις ίντριγκες μεταξύ των καλογριών όσο και με τη λεσβιακή σχέση που συνάπτει η Μπενεντέτα με μια νεαρή κοπέλα που κλείνεται στο μοναστήρι για να γλιτώσει από τα χέρια του βιαστή πατέρα της. Παράλληλα κάνει την εμφάνισή της η πανούκλα, ένας νέος κι αόρατος εχθρός, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να αφανίσει κάθε κυρίαρχο σημάδι κοινωνικής και θρησκευτικής σαπίλας.
Ο αμφίβολος χαρακτήρας της Μπενεντέτα φανερώνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας όπου κάποιοι ληστές επιδιώκουν να κλέψουν τους γονείς του κοριτσιού. Σε αντίθεση με τους μεγάλους που άπραγοι εκλιπαρούν τους κακοποιούς να μην τους πειράξουν, το κορίτσι τους απειλεί με κατάρες. Τόσο η τόλμη του όσο και το "τυχαίο" περιστατικό με την κουτσουλιά ενός πουλιού στο κεφάλι ενός ληστή, θα γλιτώσουν την ίδια και την οικογένειά της, γεννώντας παράλληλα απορίες στους θεατές οι οποίοι θα αναρωτηθούν αν όντως η μικρή έχει έμμεση επικοινωνία με τον Θεό ή απλώς η τύχη είναι με το μέρος της. Με την ίδια απορία θα πορευθούμε ως το τέλος της ταινίας παρακολουθώντας και τα υπόλοιπα συμβάντα που ακολουθούν τόσο στο μοναστήρι όσο και στην πόλη. Όμως το ερώτημα αυτό περνάει σε δεύτερη μοίρα (ίσως και σε τρίτη) καθώς απώτερος σκοπός της ταινίας είναι να ξεσπαθώσει κατά της εμπορευματοποίησης της (οποιαδήποτε) θρησκείας. Στο θέμα αυτό θα ήθελα να επικεντρωθώ κι εγώ με έναν όσο το δυνατόν λιγότερο αιρετικό τρόπο. 




Το πρώτο περιστατικό εμπορευματοποίησης της θρησκείας και των επίγειων ταγμάτων της το συναντάμε στο "παζάρεμα" που πραγματοποιείται ανάμεσα στην ηγουμένη του μοναστηριού και στον πατέρα της Μπενεντέτα, μαρτυρώντας τον τρόπο με τον οποίον το μοναστήρι αποσπά από τους πλούσιους γονείς των κοριτσιών το μέγιστο δυνατό αντίτιμο για να γίνουν δεκτά στους κλειστούς θρησκευτικούς τους κύκλους. Παρόλο που ο πατέρας είχε τάξει την κόρη του στον Θεό, διαπραγματεύεται πεισματικά για το τίμημα που οφείλει να καταβάλει, αναιρώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα υποτιθέμενα αγνά θρησκευτικά κίνητρά του. Η ιδιοτελής του σχέση με τη θρησκεία αποκαλύπτεται αρκετά χρόνια αργότερα όταν δέχεται μετά από παρότρυνση της κόρης του να "πληρώσει" την διαμονή της νεαρής κοπέλας που έτρεξε έντρομη μες στο μοναστήρι θέλοντας να αποφύγει τον βιαστή πατέρα της. Σε μια σύντομη συζήτηση που πραγματοποιείται σε εκείνο το περιστατικό, η ηγουμένη αναφέρει πως ο παράδεισος έχει κλειστές τις πόρτες του στους πλουσίους για να δεχτεί την αφοπλιστική απάντηση του πατέρα της Μπενεντέτα πως ο ίδιος πληρώνει για να του δοθεί η επίγεια άδεια να διαβεί αυτές τις τόσο πολυπόθητες επουράνιες πύλες. 
Στο περιστατικό με τη νεαρή κοπέλα που είναι θύμα βιασμού από τον πατέρα της και τα αδέλφια της κι εκλιπαρεί για βοήθεια, παρακολουθούμε ένα χυδαίο παζάρεμα που γίνεται μεταξύ των δυο γονιών καθώς ο πατέρας της Μπενεντέτα προσπαθεί να "αγοράσει" την κοπέλα από τον βιαστή, ο οποίος αποδέχεται την πρόταση ζητώντας διπλάσια αμοιβή (από δέκα σε είκοσι δηνάρια). Με τη συμφωνία αυτή γίνεται φανερό πως το χρήμα κι η εξουσία είναι ο κοινός σκοπός όλων, για την επίτευξη του οποίου άλλοι χρησιμοποιούν την πίστη, άλλοι την κλεψιά κι άλλοι την πορνεία. 
Στη συνέχεια έχουμε το διάλογο του επισκόπου της περιοχής με την ηγουμένη του μοναστηριού πάνω στο θέμα των οραμάτων της Μπενεντέτα αλλά και των στιγμάτων που κάνουν την εμφάνισή τους στο σώμα της. Από την μια έχουν μια υποψία πως όλα αυτά είναι σκηνοθετημένα από την ίδια την μοναχή αλλά από την άλλη θέλουν να το εκμεταλλευτούν ως θαύμα για να τραβήξουν προσκυνητές (άρα και χρήμα) στο τάγμα τους. Για το σκεπτικό τους αυτό χρησιμοποιούν ως παράδειγμα τον Φραγκίσκο της Ασίζης και την ίδρυση του κερδοφόρου τάγματός του.
Από την άλλη η Μπενεντέτα φαίνεται πως στην αρχή πράγματι παρασύρεται από κάποια οράματα, τα οποία σιγά σιγά περιπλέκονται με την πραγματικότητα. Σε μια απ' αυτές τις στιγμές συνειδητοποιεί πως τα οράματα αυτά είναι μια ευκαιρία για να αποκτήσει κύρος και τη θέση της ηγουμένης στο μοναστήρι. Εκμεταλλευόμενη τα οράματά της, συνεχίζει στο ίδιο τροπάρι προσποιούμενη με διάφορα τεχνάσματα πως είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον Χριστό, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να επηρεάσει την στάση των υπολοίπων καλογριών αλλά και την κοινή γνώμη των κατοίκων της πόλης προς δικό της όφελος. Σε μια απ' αυτές τις προσπάθειές της γλιτώνει την Πέσκια από την πανούκλα, καθώς διατάζει τους στρατιώτες να κλείσουν τις πύλες της πόλης για να κρατήσουν την πανούκλα έξω από τα τείχη αλλά και για να μην μπορέσουν να εισέλθουν η παλιά ηγουμένη κι ο νούντσιος της Φλωρεντίας που επισκέπτονται το μοναστήρι για να την καταδικάσουν ως αιρετική κι ομοφυλόφιλη. 

 


Σκηνοθετικά η Μπενεντέτα πατάει πάνω στις ταινίες που μας έχει συνηθίσει ο Ολλανδός σκηνοθέτης Πολ Βερχόφεν. Η ηρωίδα ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία προκαλώντας μια σύγχυση τόσο στους υπόλοιπους ήρωες της ιστορίας όσο και σε μας τους θεατές. Επίσης, ο σκηνοθέτης μας έχει συνηθίσει στο γυναικείο γυμνό, το οποίο εδώ πρωταγωνιστεί περισσότερο από τα ίδια τα πρόσωπα. Ίσως κάποιους τους ενοχλήσει καθώς υπάρχουν σημεία που ξεπερνάνε τα όρια της βλασφημίας των θρησκευόμενων ανθρώπων όπως η γύμνια του σταυρωμένου και η μετατροπή ενός αγαλματίδιου της Παναγίας σε δονητή. 
Απ' όλα τα προκλητικά πλάνα της ταινίας (εξάλλου δεν είναι μόνο οι λεσβιακές σκηνές) εντυπωσιάστηκα με την επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιάσει άφυλο το γυμνό σώμα του Χριστού πάνω στο σταυρό σε ένα από τα οράματα της Μπενεντέτα. Θεωρώ πως με την επιλογή αυτή προσπαθεί από την μια να παρουσιάσει την αγνότητα της πρωταγωνίστριας, η οποία λογικά δεν έχει δει γυμνό άνδρα οπότε αδυνατεί να προσδιορίσει το φύλο του ενώ από την άλλη εκφράζει τις λεσβιακές της τάσεις καθώς ελκόταν από το γυναικείο φύλο χωρίς η ίδια να το είχε ως τότε συνειδητοποιήσει. 
Όσον αφορά τη δράση της Μπενεντέτα, ο σκηνοθέτης άλλοτε καλύπτει κι άλλες φορές αποκαλύπτει με έναν έξυπνο τρόπο τα τεχνάσματα της πρωταγωνίστριας, η οποία προσπαθεί με κάθε τίμημα να αναρριχηθεί στα καλογερικά αξιώματα. Παρόλο που γίνεται φανερό πως η ίδια προσποιείται τα οράματα και τις εκστάσεις της, ως θεατές διατηρούμε μια συμπάθεια προς το πρόσωπό της καθώς πέρα από τις προσωπικές τις αξιώσεις διακρίνουμε από την μεριά της και μια φεμινιστική αντίδραση κατά της καταπιεστικής πατριαρχίας.
Τέλος βρήκα ανατριχιαστικά επίκαιρη τη σκηνή κατά την άφιξη του νούντσιο της Φλωρεντίας στην Πέσκια όπου ένας καταβεβλημένος από την πανούκλα άνθρωπος τον εκλιπαρεί για βοήθεια. Φοβισμένος ο νούντσιος με το θέαμα που αντικρύζει, τον παροτρύνει να απευθυνθεί στον παπά της ενορίας του για να λάβει την ανατριχιαστική απάντηση πως εκείνος είναι ο παπάς της περιοχής. Με το πλάνο αυτό γίνεται εμφανή η αδυναμία κάθε πλάσματος παρά τις αξιώσεις που μπορεί να κατέχει απέναντι σε μια φυσική καταστροφή όπως είναι κι η πανδημία. Κι αυτό έρχεται και δένει ανατριχιαστικά με τους σημερινούς παπάδες που αποτρέπουν τον κόσμο να εμβολιαστεί αλλά αν τύχει κι αρρωστήσουν έχουν το προνόμιο να εισαχθούν άμεσα σε μια κλίνη ΜΕΘ αφήνοντας το ποίμνιό τους εκτεθειμένο κι αβοήθητο. 




Ερμηνευτικά λάτρεψα την Σαρλότ Ράμπλινγκ στο ρόλο της παλιάς ηγουμένης. Με το βλέμμα της και μόνο καταφέρνει να περάσει την ιδιοτελή σχέση των ανθρώπων με τα θεία. Η ίδια λειτουργεί ως μεσάζοντας μιας κερδοσκοπικής εταιρίας κι όχι ως ένας πνευματικό άνθρωπος που προσπαθεί να οδηγήσει τον λαό προς τις πύλες του παραδείσου. Τα λόγια της μετρημένα και στοχευμένα, μου πρόσφεραν κάμποσες στιγμές κυνικού μειδιάματος στα χείλη. Η κορύφωσή της όμως έρχεται στη σκηνή που γίνεται μάρτυρας στην αυτοκτονία της κόρης της, όπου ως θεατές προσκυνάμε στην εκπληκτική της ερμηνεία. Δίπλα της στέκονται αξιοπρεπώς τόσο η Δάφνη Πατακιά στο ρόλο της Μπαρτολομέα όσο κι η Βιρζινί Εφιρά στο ρόλο της Μπενεντέτα. 
Στο κομμάτι της ιστορίας, ο σκηνοθέτης στηρίζεται στο βιβλίο “Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy” της συγγραφέα Judith C. Brown, η οποία το έγραψε βασισμένη στην αληθινή ιστορία της καταγεγραμμένης καλόγριας Benedetta Carlini. Παρόλο που η ταινία γυρίστηκε πριν την έλευση της πανδημίας, βρήκα πολλά κοινά χαρακτηριστικά της τότε εποχής με σήμερα. Ο ίδιος θρησκευτικός φανατισμός που υπήρχε τότε τον συναντάμε και στην τωρινή εποχή αλλά κι ο ίδιος θανάσιμος παροξυσμός των ανθρώπων που βρίσκεται ξανά σε μια επικίνδυνη έξαρση, ένα γεγονός που μαρτυράτε με τις πολυάριθμες γυναικοκτονίες, τους βιασμούς, τις παιδικές κακοποιήσεις και φυσικά τον ίδιο τον φασισμό. Ωστόσο απ' όλες τις παρόμοιες σκοτεινές περιπτώσεις του τότε με το τώρα θα ήθελα να κρατήσω τη μόνη σκηνή που δυστυχώς απουσιάζει στο δυστοπικό παρόν. Αναφέρομαι στη σκηνή του λαϊκού ξεσηκωμού απέναντι στο άδικο της εξουσίας. 
Κατά τη γνώμη μου, η "Μπενεντέτα" είναι ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι, άκρως προκλητικό, που θέτει απανωτά διλήμματα στους θεατές πάνω σε κοινωνικά θέματα κι ανθρώπινα ένστικτα που θεωρούνται μέχρι σήμερα ταμπού. Επίσης είναι ένα ξεγύμνωμα της εμπορευματοποίησης των θρησκευτικών δογμάτων, καθώς ο δημιουργός μας παρουσιάζει με κυνικό τρόπο τα παζάρια που γίνονταν κάποτε κι εξακολουθούν να γίνονται στο κερδοφόρο βωμό της πίστης του καθενός. Με κυνισμό παρουσιάζει την προσπάθεια των ανθρώπων να γραπώσουν την εξουσία και με τρανταχτό τρόπο χτυπάει κάπως "άτσαλα" την άθλια πατριαρχία. Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρώ πως η "Μπενεντέτα" είναι μια από τις κινηματογραφικές εκπλήξεις της χρονιάς. 


Βαθμολογία: 7/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου