Κατηφορίζοντας μετά από ένα πλούσιο πενθήμερο περιπλανήσεων στα Ζαγοροχώρια, κινηθήκαμε προς τα άγρια βουνά και τις κατακόρυφες χαράδρες των Τζουμέρκων. Η διαδρομή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Συναντήσαμε πάρα πολλές απότομες στροφές και χαθήκαμε σε αρκετούς άγνωστους οικισμούς. Όμως το κερασάκι στην τούρτα της ταλαιπωρίας το γευτήκαμε είκοσι λεπτά πριν φτάσουμε στον προορισμό μας πέφτοντας πάνω σε έργα καθώς μια ολόκληρη πλαγιά είχε καταρρεύσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρει παράταση η οδήγησή μας για μια ακόμη ώρα φτάνοντας μέχρι τα Πράμαντα για να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε το Συρράκο. Παράλληλα είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη αδιάκοπη βροχή και τις μεγάλες πέτρες που είχαν κυλήσει στο δρόμο από τις κατολισθήσεις.
Ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά μέχρι να φτάσουμε στο Συρράκο παρόλο που ήμασταν ενήμεροι για τη δυσκολη διαδρομή που θα αντιμετωπίζαμε μέχρι να φτάσουμε στα αρχοντοχώρια των Τζουμέρκων, είτε ξεκινούσαμε από Γιάννενα, είτε από Θεσσαλία, είτε από Άρτα.
Όμως αυτό που διαπιστώσαμε κι απολαύσαμε κατά τη διάρκεια της οδήγησης ήταν πως η φύση είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στην περιοχή εκεί. Θεόρατα βράχια έχασκαν πάνω από την μία πλευρά των στενών δρόμων που διανύαμε κι απότομοι γκρεμοί ανοίγονταν από την άλλη. Πυκνά δάση μπλέκονταν με τα σύννεφα που κατέβαιναν βαριά στη γη, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν ο ουρανός χαμήλωνε στα μέρη αυτά ή απλά εμείς υψωθήκαμε προς αυτόν. Λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό μας συναντήσαμε τα πρώτα κυλίσματα του Αχελώου κι απολαύσαμε τη θορυβώδη υποδοχή που μας επεφύλαξε ο Άραχθος ποταμός.
Κι ενώ είχαμε αρχίσει να απελπιζόμαστε πως δε θα φτάσουμε ποτέ στο Συρράκο (01:34-04:48), ξαφνικά εκείνο πρόβαλλε καμαρωτό στην απέναντι πλαγιά του όρους Λάκμου, με τα αρχοντικά του σπίτια να στέκουν περήφανα σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, καιροφυλακτώντας προς τις στενές χαράδρες που ανοίγονταν περιμετρικά του οικισμού. Η γοητεία του χωριού μετέτρεψε μεμιάς την κούραση που μας είχε καταβάλει σε μια παιδική ανυπομονησία που μας ωθούσε να ξεχυθούμε στα λιθόστρωτα σοκάκια του.
Φτάνοντας επιτέλους στο ξενώνα μας, σταθήκαμε στην είσοδό του κι αφήσαμε το βλέμμα μας να χαθεί στο επιβλητικό τοπίο των βουνών που αγκάλιαζαν το Συρράκο τη στιγμή που από κάτω μας διακρίναμε τις πέτρινες γειτονιές, τα μεγάλα αρχοντικά, την όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το μεγαλοπρεπές σχολείο που φανέρωνε την αλλοτινή ζωντάνια αυτού του τόπου.
Η ιστορία του Συρράκο ξεκινάει από τον 14ο αιώνα κι εικάζεται πως το όνομά του προέρχεται από κάποιον Γιάννη Συρράκο κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την αργυροχρυσοχοΐα. Λέγεται πως υπήρχαν τόσα πολλά ζώα στην περιοχή που οι τοπικές βιοτεχνίες είχαν τη δυνατότητα να παρασκευάζουν αρκετές μάλλινες κάπες οι οποίες ήταν περιζήτητες τόσο στους ναυτικούς της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας όσο και στο στρατό του Ναπολέοντα.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το Συρράκο ήταν το κέντρο διοίκησης μιας ομάδας πενήντα κουτσοβλάχικων κοινοτήτων της περιοχής. Εκείνη την περίοδο το χωριό έζησε μεγάλη οικονομική άνθηση κάτι που του επέτρεψε να λειτουργήσει ακόμη και σχολεία μέσης κι ανώτερης βαθμίδας. Κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης τα χωριά συμμετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα μ' αποτέλεσμα να υποστούν τα αντίποινα των Τούρκων, οι οποίοι τα πυρπόλησαν αναγκάζοντας τους κατοίκους του να τραπούν σε φυγή ερημώνοντάς τα. Έκτοτε χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να ζήσει το χωριό μια νέα οικονομική άνθηση πατώντας αυτή τη φορά σε μια ήπια τουριστική εκμετάλλευση.
Η απογευματινή μας βόλτα στο χωριό ήταν χορταστική. Ανεβήκαμε στην πλατεία Κοιμήσεως της Θεοτόκου που είναι κι η ψηλότερη του οικισμού, η οποία πέρα από τον φουντωτό της πλάτανο και την πέτρινη βρύση της, διακοσμείται και με μια μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει το υψόμετρό της. Από εκεί κατηφορίσαμε στις χαμηλότερες γειτονιές του χωριού. Συναντήσαμε το παλιό σχολείο που έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο και καταλήξαμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί πέσαμε πάνω σε έναν περιηγητή φωτογράφο ο οποίος αμέσως μας έπιασε την κουβέντα θέλοντας να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του για τη συννεφιασμένη γοητεία του Συρράκο.
"Ήρθα εσκεμμένα σήμερα για να μπορέσω να το φωτογραφίσω μ' αυτό το φως" μας είπε και μας αποχαιρέτησε βιαστικά καθώς ήθελε να φτάσει όσο ήταν ακόμη μέρα ως τα Ζαγοροχώρια. Εμείς συνεχίσαμε τη βόλτα μας προς την πλατεία των αγαλμάτων όπου στέκει η προτομή του πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού της Ελλάδος Ιωάννη Κωλέττη και στο λαογραφικό μουσείου που είναι αφιερωμένο στο έργο των ποιητών Γιώργου Ζαλοκώστα και Κώστα Κρυστάλλη.
Το βράδυ ανηφορίσαμε χορτάτοι από εικόνες που μαζέψαμε από το χωριό αλλά κι από τα γευστικότατα πιάτα της ταβέρνας που βρήκαμε ανοιχτή στην κεντρική πλατεία. Το σκοτάδι είχε ήδη απλωθεί στα γύρω βουνά και το σύννεφο είχε κατέβει χαμηλά κρύβοντας μέσα σε ένα πυκνό πέπλο την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, κάνοντας τον δημόσιο φωτισμό των πάνω γειτονιών να διαχέεται μες στην ομίχλη δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Κάπου στο βάθος ακουγόταν ο ερχομός της βροχής, ο οποίος μας έσπρωχνε προς το ζεστό δωμάτιο του ξενώνα που μας περίμενε.
Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε με το φως της αυγής που είχε βάψει κατακόκκινα τα απαλά σύννεφα του ουρανού. Η βροχή είχε αφήσει μια πεντακάθαρη ατμόσφαιρα κι έναν αέρα απίστευτα αναζωογονητικό και δροσερό. Αφού απολαύσαμε το πλούσιο πρωινό που μας πρόσφερε ο ξενώνας, αναχωρήσαμε για τους Καλαρρύτες όπου από 'κει θα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής στη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας.
Παρόλο που οι Καλαρρύτες με το Συρράκο απέχουν ενάμισι μόνο χιλιόμετρο κι ενώνονται με ένα μικρό μονοπάτι, για να καταφέρουμε να τους προσεγγίσουμε με το αμάξι χρειάστηκε να διανύσουμε εικοσιπέντε χιλιόμετρα καθώς τα δυο χωριά χωρίζονται από το βαθύ φαράγγι της Χρούσια. Όμως πριν φτάσουμε στο άλλο χωριό, κάναμε μια σύντομη στάση στη Μονή Κηπίνας (00:04-00:14), ένα εντυπωσιακό μοναστήρι που κρέμεται κυριολεκτικά σε ένα απόκρημνο σημείο της χαράδρας που χωρίζει το όρος Λάκμο με τα υπόλοιπα Τζουμέρκα. Θεωρείται το θρησκευτικό στολίδι της Πίνδου και χρονολογείται από το 1349 αν κι αρκετοί πιστεύουν πως χτίστηκε το 1212. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να μπούμε στο μοναστήρι καθώς είναι έρημο. Σταθήκαμε όμως σε έναν προαύλιο χώρο που ανοίγεται λίγο πριν την είσοδό του κι αφουγκραστήκαμε τον ήχο του Καλαρρυτινού ποταμού (παραπόταμου του Άραχθου) που κυλούσε δεκάδες μέτρα από κάτω μας.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα συναντήσαμε και τους Καλαρρύτες (00:15-01:28) πάνω στην πλαγιά Πουλιάνα, την πατρίδα των αργυροχρυσοχόων που με μεγάλη μαστοριά κατασκεύαζαν καλαίσθητες λαβές μαχαιριών, σπαθιών κι εξώφυλλων βιβλίων. Από το χωριό αυτό ξεπήδησαν αρκετοί εμπορικοί οίκοι σε Τεργέστη, Νάπολη, Βιέννη κι Οδησσό. Μάλιστα από το χωριό αυτό προέρχεται κι ο ιδρυτής του πασίγνωστου οίκου Bvlgari. Ο Σωτήρης Βούλγαρης έφυγε τέλη του 19ου αιώνα για την Ιταλία και ξεκινώντας από ένα μικρό κατάστημα στη Ρώμη εξελίχθηκε σε σπουδαίο δημιουργό στο λαμπερό κόσμο των κοσμημάτων.
Το σωστό όνομα του χωριού είναι Καλαρίτες και προέρχεται από το βλάχικο calar που σημαίνει ιππέας αλλά τροποποιήθηκε (βασικά ελληνοποιήθηκε) σε Καλλαρύτες συνδυάζοντας το επίθετο καλός με το αρχαίο ρήμα ρέω.
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο θεωρούνται δίδυμα χωριά παρόλο που στέκουν αντικριστά από το φαράγγι που τα χωρίζει. Οι βίοι τους ήταν παράλληλοι από τον 14ο αιώνα που ιδρύθηκαν μέχρι το 1881, όταν το φαράγγι του Χρούσια ορίστηκε ως σύνορο του ελληνικού κράτους με αποτέλεσμα το Συρράκο να μείνει «τουρκοχώρι» κι οι Καλαρρύτες να γίνουν «ελληνοχώρι».
Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού παρκάραμε το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό καθώς ούτε εδώ επιτρέπονται τα οχήματα εντός του οικισμού. Ευτυχώς όμως οι Καλαρρύτες είναι πιο επίπεδο χωριό από το Συρράκο και τα καλντερίμια του είναι λιγότερο ανισόπεδα. Πρώτα συναντήσαμε τον πανέμορφο ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος μας υποδέχτηκε πάνω σ' έναν μεγάλο βράχο σχετικά κοντά στην είσοδο του χωριού. Από εκεί ξεκινούσαν στενά λιθόστρωτα μονοπάτια που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού. Στον περίπατό μας συναντήσαμε πανέμορφα καλοδιατηρημένα αρχοντικά, έχοντας στη συντροφιά μας ένα γλυκύτατο πορτοκαλί γάτο. Ομολογώ πως βρήκα τους Καλαρρύτες πιο γραφικούς κι αυθεντικούς από το Συρράκο αλλά δυστυχώς αρκετά έρημους. Επίσης συγκινήθηκα με το μνημείο πεσόντων κατά τη διάρκεια του Αντιστασιακού αγώνα την περίοδο της Κατοχής.
Πάνω από τους Καλαρρύτες απλώνεται το οροπέδιο Μπάρος (στα 2.255 μέτρα υψόμετρο), το οποίο είναι ένας αχανής ορεινός βοσκότοπος που ενώνει την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Αυτήν την τεράστια περιοχή διασχίσαμε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Μάλιστα περάσαμε από τον Αυχένα του Μπάρου που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.850 μέτρα, οδηγώντας στον ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Ελλάδος.
Το τοπίο σε εκείνα τα μέρη ήταν μαγευτικό.
Κάθε τόσο συναντούσαμε κοπάδια αγελάδων συνοδευόμενα από τους κτηνοτρόφους τους μέχρι που χαθήκαμε μέσα στα πυκνά σύννεφα. Από τον Μπάρο κι έπειτα άρχισε η κατηφόρα μας προς τον θεσσαλικό κάμπο, με την πανέμορφη διαδρομή να προσπαθεί με κάθε τρόπο να γλυκάνει τη μελαγχολία της επιστροφής χαρίζοντάς μας εντυπωσιακές εικόνες από τις επιβλητικές κορυφογραμμές της Πίνδου. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά ο δρόμος ντύθηκε στα κόκκινα από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων προσφέροντάς μας μια πανδαισία χρωμάτων που λίγες φορές στη ζωή μας έχουμε την τύχη να απολαύσουμε. Δρόμοι παρθένοι από περαστικές ρόδες οχημάτων, μας έστρωναν ένα απαλό χαλί πάνω στο οποίο γλιστρούσαμε μαγεμένοι προς τα πεδινά. Με αυτήν την τόσο ονειρική εικόνα αποχαιρετίσαμε τα πανέμορφα βουνά της Ηπείρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου