Όταν μετακόμισα στον Νέο Κόσμο το 2007, είχα την αίσθηση πως βρέθηκα σε μια τσιμεντένια ζούγκλα που ασφυκτιούσε ανάμεσα στις λεωφόρους Συγγρού και Βουλιαγμένης βορειοδυτικά και στην αστική συνοικία της Νέας Σμύρνης στη νότια πλευρά. Ομολογώ πως στην αρχή με έπιασε μια απελπισία, όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μάθαινα τα πρόσωπα και την ιστορία της νέας μου γειτονιάς κι ανακάλυπτα τις υπέροχες αφανείς γωνιές της. Δεκαεπτά χρόνια μετά, αισθάνομαι πια πως έχω γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μιας γειτονιάς πλούσιας σε γεγονότα, στέκια και πρόσωπα.
Μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό του Νέου Κόσμου, εξακολουθούν να υπάρχουν τα ίχνη μιας συνοικίας που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και κυρίως τους Αρμένιους. Το Δουργούτι υπήρξε ένας τόπος σκληρός, αλλά συνάμα και γλυκόπικρος για τους κατοίκους του, οι οποίοι κατάφεραν να ριζώσουν και να προοδεύσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ενώ στην πορεία αναγκάστηκαν να το δουν να εξαφανίζεται τμηματικά για να μετατραπεί σε μια πρωτοποριακή για τα χρόνια εκείνα εργατική συνοικία. Γι' αυτόν τον τόπο που δεν είχε ποτέ του σαφή όρια κι εξακολουθεί να διατηρείται σε διάσπαρτα κρυφά σημεία του Νέου Κόσμου, μας μιλάει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας μαζί με τους Τάκη Κατσαμπάνη και Μελέτη Ζαχαράκη, μέσα από το αυτοχαρακτηριζόμενο λαϊκό ντοκιμαντέρ τους "Dourgouti Town".
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Μικρόκοσμου μαζί με τους συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι αποδείχτηκαν το ίδιο ευχάριστοι κι αληθινοί, όπως παρουσιάστηκαν μέσα από το έργο τους. Κεντρικό πρόσωπο της κινηματογραφικής μας περιπλάνησης στις γειτονιές του Νέου Κόσμου είναι ένας μυστηριώδης μαυροντυμένος τύπος που αναζητά αγγελίες ενοικίασης ή πώλησης ακινήτων. Στις απεγνωσμένες του προσπάθειες συναντιέται με πρόσωπα της γειτονιάς κι ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, σε κάθε του βήμα επαναφέρει πλάνα από παλαιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο Δουργούτι.
Η επιλογή των προσώπων που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ, είναι πλούσια κι απολαυστική. Ο σκηνοθέτης ξεκινάει από τις εξιστορήσεις του πατέρα του και συνεχίζει με ποικίλα πρόσωπα που καταφέρνουν να συνθέσουν το πολλαπλό είδωλο του Νέου Κόσμου. Από την οθόνη περνάνε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θυμόντουσαν την τενεκεδούπολη του Δουργουτίου και τις δύσκολες συνθήκες ζωής, καθώς και τις μέρες της Κατοχής, κατά τις οποίες η περιοχή τους λειτουργούσε ως τόπος διαφυγής και προστασίας των κατατρεγμένων από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους.
Αρκετοί απ' αυτούς μιλάνε για το μπλόκο του Δουργουτίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι ευρέως άγνωστο λόγω της αδιαφορίας των δημάρχων της Αθήνας, οι οποίοι ήταν κατά πλειονότητα δεξιοί κι έτσι κανείς τους δε θέλησε να τιμήσει την ιστορία της συνοικίας (σε αντίθεση με άλλες συνοικίες όπως στην Κοκκινιά, που τα γεγονότα αυτά μνημονεύονται κάθε χρόνο). Σημαντικό ρόλο στις συγκεκριμένες μαρτυρίες των προσώπων που βίωσαν αυτά τα γεγονότα, παίζει το πολύτιμο αρχειακό υλικό από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου. Με ευφάνταστο τρόπο, ο σκηνοθέτης αναπαριστά κάποια από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τις μέρες εκείνες, τοποθετώντας τα στο σημερινό αστικό τοπίο.
Οι μαρτυρίες όμως είναι πλούσιες και πολυπληθείς, ανοίγοντας περαιτέρω την κοινωνική βεντάλια του Δουργουτίου. Από τον φακό περνούν μεταγενέστερες γνωστές φυσιογνωμίες της συνοικίας, αλλά και διάσημες προσωπικότητες που έζησαν για ένα χρονικό διάστημα εκεί, οπότε συναντάμε: τη Χάρις Αλεξίου που έζησε για λίγο καιρό στο σπίτι της Σμυρνιάς θείας της, τον συνθέτη Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο κάτω από τη διάσημη στριφογυριστή σκάλα του Δουργουτίου, τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή Γιώργο Δέδε, τους ηθοποιούς Ζαχαρία Ρόχα και Σπύρο Μπιμπίλα που θυμούνται τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς "Η Κάθοδος" της ΕΡΤ στις "ιταλικές" εργατικές κατοικίες, καθώς και τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Μικρόκοσμος, Αντρέα Σωτηρακόπουλο.
Επίσης, ο σκηνοθέτης δίνει το λόγο στους Αρμένιους, οι οποίοι μιλούν για τη δική τους εθνική οντότητα που ίδρυσε τη συνοικία του Νέου Κόσμου και συνυπήρξε αρμονικά κι ευχάριστα με το ελληνικό στοιχείο. Τέλος, φτάνει στις μέρες μας, όπου ακούγονται ιστορίες από κάποιους εναπομείναντες αυθεντικούς Δουργουτιώτες, τραβεστί που ένιωσαν από την πρώτη στιγμή οικειότητα κι ασφάλεια στη συγκεκριμένη γειτονιά και νέες γενιές που εξακολουθούν να κουβαλούν λίγη από την τρέλα των προκατόχων τους. Μέσα από τις συζητήσεις είναι διάχυτη η συγκίνηση των εξιστορήσεων, αλλά κι ο αυτοσαρκασμός των κατοίκων για τα καμώματα, τόσο των ίδιων όσο και των γειτόνων φίλων τους. Αυτή η αβίαστη αυθεντικότητα και το ειλικρινές χιούμορ των προσώπων, δημιουργεί μεμιάς μια ευχάριστη οικειότητα μεταξύ των θεατών και του άγνωστου για πολλούς Δουργουτίου.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζεται μόνο στις μαρτυρίες των προσώπων. Με ένα έξυπνο μοντάζ ενώνει τα ασπρόμαυρα πλάνα γνωστών ταινιών με τις σημερινές όψεις της συνοικίας και επιδιώκει να τα αναπαραστήσει για μια ακόμη φορά, δίνοντας τη δυνατότητα στους θεατές να συγκρίνουν το παρελθόν με το παρόν. Πάνω σ' αυτό το κινηματογραφικό παιχνίδι, γίνεται εμφανές το μεράκι των δημιουργών για την παρούσα ταινία.
Στη συγκεκριμένη θεματολογία της ταινίας, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το εύρος των ταινιών και των σειρών που οι δημιουργοί τους επέλεξαν να γυρίσουν στο Δουργούτι. Αρκετοί απ' αυτούς, όπως ο Νίκος Κούνδουρος (ο οποίος γύρισε τη "Μαγική Πόλη" το 1954) κι ο Κώστας Φέρρης (ο οποίος γύρισε τη μικρού μήκους ταινία "Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν" το 1961) μιλούν μέσα από παλαιότερες συνεντεύξεις τους, για την ατμόσφαιρα της συνοικίας που κατάφεραν να διασώσουν μέσα από το φακό τους.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας καταφέρνει να συνδέσει όμορφα το παρόν με όλα τα παραπάνω κινηματογραφικά στοιχεία της ταινίας. Ο κεντρικός του ήρωας επιμένει να αναζητά κάποιο διαμέρισμα στην περιοχή, η οποία μαστίζεται από τα υψηλά ενοίκια, αλλά και τη λαίλαπα του airbnb. Οι κάτοικοι του Δουργουτίου αναφέρονται στις επιπτώσεις αυτής της τάσης, τόσο στη γειτονιά όσο και στην καθημερινότητά τους. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σ' αυτά τα προβλήματα που προκύπτουν και προσπαθεί να μας τα περάσει με έναν πρωτότυπο σαρκαστικό τρόπο. Όμως, η γειτονιά εξακολουθεί να αντιστέκεται μέσα από τους ενεργούς κατοίκους της, γεγονός που εκδηλώνεται τόσο στο πάθος που πηγάζει μέσα από τα λεγόμενά τους όσο και στις μουσικές κομπανίες που συναντά ο πρωταγωνιστής στο δρόμο.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω στοιχείων, σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Άγη Παπαπαναγιώτου, η οποία δημιουργεί έναν ευχάριστο διάλογο των μαρτυριών του έντονου παρελθόντος με τη διακριτική σημερινή κατάσταση του Δουργουτίου.
Το μόνο που λείπει, είναι η αναφορά του απάνθρωπου πογκρόμ των νεοναζί στο τότε μανάβικο και καφενείο των μεταναστών, που συνέβη στη συμβολή Κασομούλη και Ντρουμ, δίπλα στις εργατικές κατοικίες. Το συγκεκριμένο εγκληματικό συμβάν αφύπνισε τον ανθρώπινο χαρακτήρα της γειτονιάς μετατρέποντας τον Νέο Κόσμο σε έναν ακόμη αντιφασιστικό κοινωνικό πνεύμονα, σε μια περίοδο που οι νεοναζιστικές φωνές είχαν βήμα στη Βουλή.
Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου.
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων.
Βαθμολογία: 9/10