Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Dourgouti Town (2024)



Όταν μετακόμισα στον Νέο Κόσμο το 2007, είχα την αίσθηση πως βρέθηκα σε μια τσιμεντένια ζούγκλα που ασφυκτιούσε ανάμεσα σε λεωφόρο Συγγρού και Βουλιαγμένης και στην αστική συνοικία της Νέας Σμύρνης στο νότο. Ομολογώ πως στην αρχή με έπιασε μια απελπισία. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μάθαινα τα πρόσωπα και την ιστορία της νέας μου γειτονιάς κι ανακάλυπτα τις υπέροχες άγνωστες γωνιές της. Δεκαεπτά χρόνια μετά, αισθάνομαι πια πως έχω γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μιας συνοικίας μικρής ηλικιακά αλλά πλούσιας σε γεγονότα και πρόσωπα. Μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό του Νέου Κόσμου, κρύβονται τα ίχνη μιας συνοικίας που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, κυρίως τους Αρμένιους. Το Δουργούτι υπήρξε ένας τόπος σκληρός αλλά συνάμα γλυκόπικρος για τους κατοίκους του, οι οποίοι κατάφεραν να ριζώσουν και να προοδεύσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες και στην πορεία να το δουν να εξαφανίζεται τμηματικά και να μετατρέπεται σε μια πρωτοποριακή για τα χρόνια εκείνα συνοικία. Γι' αυτόν τον τόπο που δεν είχε συγκεκριμένα όρια κι εξακολουθεί να διατηρείται σε διάσπαρτα κρυφά σημεία του Νέου Κόσμου, μας μιλάει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας μαζί με τους Τάκης Κατσαμπάνης και Μελέτης Ζαχαράκης μέσα από το αυτοαποκαλούμενο λαϊκό ντοκιμαντερ του "Dourgouti Town".
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Μικρόκοσμου μαζί με τους συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι αποδείχτηκαν το ίδιο ευχάριστοι κι αληθινοί, όπως παρουσιάστηκαν μέσα από το έργο τους. Κεντρικό πρόσωπο της κινηματογραφική μας περιπλάνησης στις γειτονιές του Νέου Κόσμου είναι ένας μυστηριώδης τύπος που αναζητά απελπισμένα αγγελίες ενοικίασης ή πώλησης ακινήτων. Στις απεγνωσμένες του προσπάθειες συναντιέται με πρόσωπα της γειτονιάς κι ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική κοινωνία και κάθε τόσο αναδεικνύει πλάνα από παλαιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο Δουργούτι.
Η επιλογή των προσώπων είναι πλούσια κι απολαυστική. Ο σκηνοθέτης ξεκινάει από τις εξιστορήσεις του πατέρα του και συνεχίζει με ποικίλα πρόσωπα που καταφέρνουν να συνθέσουν το πολλαπλό είδωλο του Νέου Κόσμου. Από την οθόνη περνάνε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θυμόντουσαν την τενεκεδούπολη του Δουργουτίου και τις δύσκολες συνθήκες ζωής αλλά και τις μέρες της Κατοχής, όπου η ευρύτερη περιοχή υπήρξε τόπος προστασίας για τους κατατρεγμένους των Γερμανών και των συνεργατών τους. Αρκετοί απ' αυτούς μιλάνε για το μπλόκο του Δουργουτίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι ευρέως άγνωστο καθώς όπως δηλώνουν, οι δήμαρχοι της Αθήνας ήταν όλοι τους δεξιοί και κανείς τους δε θέλησε να τιμήσει την ιστορία του τόπου (σε αντίθεση με άλλες συνοικίες όπως στην Κοκκινιά κι αλλού, που τα γεγονότα αυτά μνημονεύονται κάθε χρόνο). Σημαντικό ρόλο στις συγκεκριμένες μαρτυρίες παίζει το πολύτιμο αρχειακό υλικό από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου. Με έναν ευφάνταστο τρόπο, ο σκηνοθέτης αναπαριστά κάποια από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τις μέρες εκείνες, τοποθετώντας τα στο σημερινό αστικό τοπίο. 




Οι μαρτυρίες όμως είναι πλούσιες και πολυπληθείς ανοίγοντας περαιτέρω την κοινωνική βεντάλια του Δουργουτίου. Από τον φακό περνούν μεταγενέστερες γνωστές φυσιογνωμίες της συνοικίας αλλά και διάσημες προσωπικότητες που έζησαν για ένα διάστημα εκεί, οπότε συναντάμε την Χάρις Αλεξίου που έζησε για λίγο καιρό στο σπίτι της Σμυρνιάς θείας της, τον συνθέτη Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο, τον Γιώργο Δέδε, τους ηθοποιούς Ζαχαρία Ρόχα και Σπύρο Μπιρμπίλα καθώς και τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Μικρόκοσμος, Αντρέα Σωτηρακόπουλο. 
Επίσης δίνεται ο λόγος στους Αρμένιους, οι οποίοι μιλούν για τη δική τους εθνική οντότητα που συνυπήρξε αρμονικά κι ευχάριστα με το ελληνικό στοιχείο και φτάνει στις μέρες μας, όπου ακούγονται ιστορίες από εναπομείναντες αυθεντικούς Δουργουτιώτες, τραβεστί που ένιωσαν από την πρώτη στιγμή οικεία με τη συγκεκριμένη γειτονιά και τις νέες γενιές που εξακολουθούν να κουβαλούν λίγη από την τρέλα των προκατόχων τους. Μέσα από τις συζητήσεις είναι διάχυτη η συγκίνηση των εξιστορήσεων αλλά κι ο αυτοσαρκασμός των κατοίκων για τα καμώματα τόσο των ίδιων όσο και των γειτόνων φίλων τους. Αυτή η αβίαστη αυθεντικότητα και το ειλικρινές χιούμορ των προσώπων, δημιουργεί μεμιάς μια οικειότητα μεταξύ των θεατών και του άγνωστου για πολλούς Δουργουτιού. 
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίστηκε μόνο στις μαρτυρίες των προσώπων. Με ένα έξυπνο μοντάζ ένωσε τα ασπρόμαυρα πλάνα γνωστών ταινιών με τις σημερινές όψεις της συνοικίας και επεδίωξε να τα αναπαραστήσει με ευφάνταστο τρόπο. Κι εκεί φάνηκε πως με μεράκι μπορούν να δημιουργηθούν μοναδικά κινηματογραφικά διαμάντια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, το εύρος των ταινιών και των σειρών που οι δημιουργοί τους επέλεξαν να γυρίσουν στο Δουργούτι. Αρκετοί απ' αυτούς, όπως ο Νίκος Κούνδουρος (ο οποίος γύρισε την "Μαγική Πόλη" το 1954) κι ο Κώστας Φέρρης (ο οποίος γύρισε τη μικρού μήκους ταινία "Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν" το 1961) μιλούν μέσα από παλαιότερες συνεντεύξεις τους, για την ατμόσφαιρα της συνοικίας που κατάφεραν να διασώσουν μέσα από τον φακό τους.




Όλα τα παραπάνω κινηματογραφικά στοιχεία της ταινίας, ο δημιουργός καταφέρνει να τα συνδέσει όμορφα με το παρόν. Ο κεντρικός του ήρωας επιμένει να αναζητά κάποιο διαμέρισμα στην περιοχή, η οποία μαστίζεται από την ακρίβεια αλλά και τη μάστιγα του airbnb. Οι κάτοικοι του Δουργουτίου αναφέρονται στις επιπτώσεις αυτής της τάσης τόσο στη γειτονιά όσο και στην καθημερινότητά τους. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σ' αυτά τα προβλήματα που προκύπτουν και προσπαθεί να μας τα περάσει με έναν πρωτότυπο σαρκαστικό τρόπο. Όμως η γειτονιά εξακολουθεί να αντιστέκεται από τους ενεργούς κατοίκους της, γεγονός που εκδηλώνεται τόσο από το πάθος που πηγάζει από τα λεγόμενά τους όσο κι από τις μουσικές κομπανίες που συναντά ο πρωταγωνιστής στο δρόμο.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω στοιχείων της ταινίας, σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Άγη Παπαπαναγιώτου, η οποία δημιουργεί έναν ευχάριστο διάλογο των μαρτυριών του παρελθόντος με το τη διακριτική ύπαρξη του τώρα. 
Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο που πλέον έχουν αποκτήσει μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες που έχω ακούσει από φίλους που έχουν μεγαλώσει στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται παρόλο που η γειτονιά ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60 και μπαζώθηκε με τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατάφερε περισσότερο ήταν να με κάνει να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

Βαθμολογία: 9/10