της ιστορικού Αιμιλίας Σαλβάνου
Η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας υπηρετούσε ανέκαθεν κάποιον σκοπό. Μέχρι, μάλιστα, τις κριτικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1990 ο σκοπός αυτός ήταν κατ' εξοχήν η συντήρηση της κατεστημένης κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων. Στα καθ' ημάς αυτή η συντηρητικότητα πολύ νωρίς μεταφράστηκε ως διάπλαση ελληνορθοδόξων πολιτών, πολιτών, δηλαδή για τους οποίους τόσο το τριμερές σχήμα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού όσο και η ταύτιση ορθοδοξίας και ελληνικότητας είχαν τη μορφή αδιαμφισβήτητης γνώσης.
Οποιαδήποτε διαμάχη έχει ξεσπάσει τον 20ό αιώνα για τη διδασκαλία της Ιστορίας έχει στη βάση της κάποιου είδους (υποτιθέμενη) απειλή ενάντια σε έναν από τους δύο αυτούς άξονες. Ακόμη και τα πιο φιλόδοξα και ριζοσπαστικά εγχειρήματα ανανέωσης των προγραμμάτων Ιστορίας δεν έχουν επιχειρήσει ώς τώρα να αμφισβητήσουν ουσιαστικά ούτε τον έναν ούτε τον άλλον άξονα.
Οι κανόνες των εθνικών Ιστοριών -γιατί περί αυτού πρόκειται- αποτελούν χάρτες που επιτρέπουν τον αδρό προσανατολισμό στην ιστορική κουλτούρα μιας κοινότητας. Αφορούν την ιστορική εγγραμματοσύνη. Και από αυτήν την άποψη είναι εξαιρετικά χρήσιμοι. Αν ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, βρισκόταν σε μια κοινότητα χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για το παρελθόν της και, κυρίως, για το παρελθόν που θεωρεί οικείο, πιθανότατα θα ένιωθε αποπροσανατολισμένος: δεν θα καταλάβαινε τις εορτές και τις αργίες της, τις τελετουργίες, αλλά κυρίως τα άρρητα νοήματα που συγκροτούν τον πολιτισμικό κώδικα της κοινότητας.
Από την άποψη αυτή οι κανόνες αποτελούν ένα ελάχιστο πλαίσιο συμφωνίας της κοινής γνώσης που καλούνται να έχουν τα μέλη μιας κοινότητας προκειμένου να σφυρηλατηθούν οι δεσμοί του συνανήκειν. Το πρόβλημα αρχίζει να παρουσιάζεται όταν η διδασκαλία της Ιστορίας εξαντλείται στη διδασκαλία του κανόνα, ο οποίος και μετατρέπεται σε συνώνυμο της ιστορικής γνώσης. Με άλλα λόγια: Ακόμη κι αν η εξοικείωση με τον κανόνα της Ιστορίας αποτελεί αναμφίβολα μέρος του σώματος των απαραίτητων γνώσεων για την ενδοεπικοινωνία μιας κοινότητας, δεν θα πρέπει να συγχέεται ούτε με την ιστορική σκέψη ούτε με την ιστορική συνείδηση.
Οι δύο όροι, αν και συναφείς, δεν είναι ταυτόσημοι. Ο όρος ιστορική σκέψη αναφέρεται στην ικανότητά μας να «διαβάζουμε» το παρελθόν μέσα στο ιστορικό του συγκείμενο: να έχουμε, με άλλα λόγια, τις δεξιότητες και την κριτική ικανότητα, ώστε όχι μόνο να συνομιλήσουμε με τις πηγές και τα τεκμήρια του παρελθόντος, ανιχνεύοντας τα πολλαπλά τους επίπεδα και τις ενδεχόμενες άρρητες συνδηλώσεις τους, αλλά, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για παρελθόντα οικεία, να μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα συναισθήματα που πιθανώς τα ενδύουν, από τα εγγεγραμμένα νοήματα, από το «αυτονόητο».
Η ιστορική συνείδηση αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με αυτό το παρελθόν στην καθημερινότητά μας, όχι διανοητικά πια, αλλά πρακτικά. Πόσο νιώθουμε δεσμευμένοι από αυτό ή πόσο θεωρούμε ότι αποτελεί βάρος από το οποίο θέλουμε να απελευθερωθούμε; Τι σημαίνει η δυνατότητα να αναγνωρίζει κανείς ταυτόχρονα, κρατώντας δυναμικές ισορροπίες, τη λειτουργία της Ιστορίας ως παραγωγού ταυτότητας και την ανάγκη να σταθεί κριτικά απέναντι σε ηθικά σχήματα που ενδεχομένως επιβάλλει;
Είναι ενδιαφέρον ότι, όποτε στα πανεπιστημιακά σεμινάρια προκύπτουν τέτοιες συζητήσεις, το ενδιαφέρον των φοιτητών οξύνεται εντυπωσιακά. Και αυτό γιατί σε μια εποχή που η πρόσβαση στις ιστορικές πληροφορίες είναι πιο εύκολη από ποτέ χάρη στο διαδίκτυο, το ζητούμενο δεν είναι η μεταφορά της πληροφορίας ούτε οι διαδικαστικού χαρακτήρα τρόποι προσέγγισής της.
Ούτε βέβαια είναι δουλειά των ιστορικών σπουδών να καλλιεργεί εθνικές (ή άλλου είδους συλλογικές) συνειδήσεις. Αυτή τη λειτουργία την επιτελεί, ούτως ή άλλως, η ιστορική κουλτούρα, που φαίνεται να μη δεσμεύεται από τις δεοντολογίες της πειθαρχημένης προσέγγισης των παρελθόντος.
Οι ιστορικές σπουδές καλούνται να κινηθούν ένα επίπεδο πιο πάνω: να δείξουν πώς διαβάζουμε πίσω από τα προφανή, πώς να κατανοούμε την κατασκευαστική της ιστορικής κουλτούρας και της συλλογικής μνήμης, πώς να καλλιεργούμε την τέχνη της αμφισβήτησης κυρίως των αυτονοήτων. Να καλλιεργούμε τη συνείδηση της ιστορικότητας, ώστε να κατανοήσουμε ότι η πορεία από το παρελθόν στο παρόν δεν είναι βεβαίως ευθύγραμμη, αλλά εμπεριέχει συνέχειες, ρωγμές και μονοπάτια που δεν ακολουθήθηκαν, ελπίδες και ματαιωμένες προσδοκίες, αγώνες και κατακτήσεις και, κυρίως, κάποιο όραμα για το μέλλον.
Δεν είναι η περιέργεια που μας ελκύει στο παρελθόν -είναι η αγωνία να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε τα διακυβεύματα του παρόντος. Να μην επιτρέψουμε να παγιδευτούμε σε αδιέξοδα ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος. Με αυτήν την έννοια το ζήτημα δεν είναι αν χρειαζόμαστε λιγότερη ή περισσότερη ιστορία στα σχολειά μας, αλλά η απόφαση για μια γενναία αλλαγή παραδείγματος.
Αυτή η αλλαγή παραδείγματος δεν αφορά μόνο την αλλαγή των βιβλίων Ιστορίας ούτε μόνο το γενικό σχέδιο κατανομής της ιστορικής ύλης σε όλες τις τάξεις και βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό την προετοιμασία δασκάλων με ιστορική σκέψη και συνείδηση.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου