Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Μπρυζ, η Βενετία του βορρά



Ενθουσιασμένος από την ονειρική αύρα της Γάνδης, πήρα το μεσημεριανό τραίνο για Μπρυζ. Μια απόσταση λιγότερη της μισής ώρας χωρίζει τις δυο ομορφότερες πόλεις του Βελγίου. Η πρωτεύουσα της Δυτικής Φλάνδρας και πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης του 2002, μας υποδέχτηκε με έναν δυνατό σχεδόν καλοκαιρινό ήλιο. Καθώς απομακρυνόμασταν απ' το σιδηροδρομικό σταθμό πηγαίνοντας προς την πόλη, προσπαθούσα να διακρίνω στο βάθος τους πελώριους φημισμένους πύργους της. Που και που ξεπετάγονταν πίσω από τις στέγες των κτιρίων κάνοντας την ανυπομονησία μου να μεγαλώνει. Ευτυχώς η ομορφιά της πόλης δεν άργησε να αποκαλυφθεί.
Η γοητεία της Μπρυζ βασίζεται σε δυο ξεχωριστούς παράγοντες. Ο ένας είναι η πολυδαίδαλη μορφή των καναλιών που σχηματίζει ο ποταμός εντός και περιμετρικά του ιστορικού κέντρου κι ο άλλος είναι τα μεσαιωνικά κτίσματα που απλώνονται γύρω από την κεντρική πλατεία. Στη συγκεκριμένη φωτογραφική βόλτα θα αναφερθώ στους λόγους που η πόλη έχει χαρακτηριστεί ως η Βενετία του βορρά.
Αφήνοντας το ξενοδοχείο, κατηφόρισα προς τις νότιες συνοικίες. Μια τεράστια πλατεία εκτός του ιστορικού κέντρου, έδινε προς στιγμήν μια σύγχρονη πνοή, κάτι στο οποίο βοηθούσε η μοντέρνα όψη ενός επιβλητικού χώρου συναυλιών που κυριαρχούσε στην άκρη της. Κάπου στα μισά της πλατείας, στρίψαμε για να συναντήσουμε τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος, ο οποίος δεν έχει κάτι ιδιαίτερο για να θαυμάσουμε τόσο εντός του όσο κι εκτός πέρα από το ψηλό καμπαναριό και την ερυθρή του τούβλινη όψη. Όμως τα μικρά σοκάκια που ξεκινούσαν από την πλαϊνή του πλευρά, οδηγούσαν κατευθείαν στην καρδιά της παραμυθένιας αυτής πόλης.
Καθώς συνεχίζαμε τη βόλτα μας προς τα κανάλια, άρχισε να ξεπροβάλλει πάνω από τις στέγες των σπιτιών το θεόρατο καμπαναριό-πύργος της Παναγιάς της Βρύγης. Ο πύργος ύψους 122,3 μέτρων είναι το ψηλότερο κτίριο της πόλης και το δεύτερο ψηλότερο τούβλινο κτίσμα στον κόσμο. Ο ναός λειτουργεί κι ως μουσείο με την περηφάνια πως έχει στο εσωτερικό του έναν σπουδαίο θησαυρό. Αναφέρομαι στο άγαλμα της Παρθένου Μαρία και του Χριστού, έργο του Μιχαήλ Αγγέλου που φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1501 με 1504. Αρχικά το έργο είχε παραγγελθεί για τον Καθεδρικό της Σιένα αλλά τελικά αγοράστηκε από δυο εμπόρους της Μπρυζ. Η ιστορία του γλυπτού δεν ήταν ήρεμη καθώς κλάπηκε δυο φορές. Την μια φορά το πήραν οι Γάλλοι και παρέμεινε εξαφανισμένο για 223 χρόνια. Επέστρεψε στη Μπρυζ μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό. Τη δεύτερη φορά επιχείρησαν να το κλέψουν οι ναζί το 1944 αλλά επιστράφηκε μετά το τέλος του πολέμου.
Από την εκκλησία της Παναγιάς, συνεχίσαμε τη βόλτα σε πολύ πιο στενά σοκάκια τα οποία ήταν γεμάτα επισκέπτες, άμαξες κι αυτοκίνητα. Ένα πανδαιμόνιο φωνών, νευρικών κορναρισμάτων κι άβουλων τουριστών που στέκονταν αποχαυνωμένοι ακούγοντας τις οδηγίες των αρχηγών τους. Με γαϊδουρινή υπομονή επιχειρήσαμε να προσπεράσουμε τις ορδές που έφραζαν κάθε τόσο το δρόμο μας. Σαφώς δεν υπήρξε διάθεση να απολαύσουμε κάτι από την πόλη όσο παλεύαμε να ξεφύγουμε από το τουριστικό κομφούζιο.
Μέχρι που βγήκαμε στην περιοχή Ten Wijngaerde ή Béguinage, στη γειτονιά των κύκνων όπως την χαρακτήρισα καθώς σε κείνο το σημείο τα σπίτια αραίωσαν και μπροστά μας αποκαλύφθηκε μια μικρή ακτή γεμάτη πανέμορφους κύκνους και παιχνιδιάρικες πάπιες. Μικρά διακριτικά κάγκελα προστάτευαν τον ρεμβασμό των πτηνών από την ενοχλητική παρουσία των ανθρώπων ενώ δυο μικρά γεφυράκια οδηγούσαν σε μια κλειστή γειτονιά που βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Το Beguinage ήταν ένα απομονωμένο συγκρότημα όπου διέμεναν κάποτε οι Beguines, ευσεβείς γυναίκες που ζούσαν σε μικρές ομάδες κι αδελφότητες. Το εξωτερικό τείχος που χώριζε τη συγκεκριμένη γειτονιά από την υπόλοιπη πόλη, συνεχιζόταν και μέσα, κρατώντας ακόμη και τις ενοίκους σε μια μεταξύ τους απομόνωση. Περνώντας την είσοδο που βρίσκεται στο τελείωμα της μικρής γέφυρας, μπήκαμε σ' αυτή τη γαλήνια γειτονιά. Τα τείχη πέρα από το πλήθος των περισσοτέρων τουριστών, περιόριζε και τους λοιπούς θορύβους. Αλλά κι οι άνθρωποι που βόλταραν μέσα διατηρούσαν με σεβασμό την ηρεμία του τοπίου. Πρόσωπα φωτεινά με ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη με προσπερνούσαν αφήνοντας το βλέμμα τους να χαθεί στο μικρό καταπράσινο δασάκι που υπήρχε εκεί.
Βγαίνοντας από την άλλη έξοδο της συνοικίας, βρεθήκαμε στη λίμνη Minnerwater. Εκεί συναντήσαμε το νότιο άκρο της πόλης. Μια καταπράσινη όαση που απλώνεται γύρω από μια πλατιά λίμνη. Στην απέναντι όχθη, δυο πανέμορφα κτίσματα λειτουργούν ως ξέχωρα διακοσμητικά στοιχεία που σπάνε προς στιγμής την ολική επικράτηση του πρασίνου. Οι βόλτες μέσα σ' αυτό το δάσος υπήρξαν βάλσαμο στα τσιτωμένα νεύρα που μας προκάλεσαν οι τουρίστες. Στους μικρούς περιπάτους συναντήσαμε αρκετά ξέφωτα με παρέες νέων να απολαμβάνουν τα απαλά χάδια του ανοιξιάτικου ήλιου. Αφού ξαποστάσαμε κι εμείς μαζί τους, συνεχίσαμε τη βόλτα μας επιστρέφοντας στο ιστορικό κέντρο.
Έχοντας ως σημείο αναφοράς το καμπαναριό της Παναγίας, βρεθήκαμε στην αυλή του Μουσείου των Καλών Τεχνών. Μια τάξη μαθητών δημοτικού σχολείου είχαν στήσει τους καμβάδες τους πάνω σε τρίποδα και προσπαθούσαν να ζωγραφίσουν κάποια μπρούτζινα άλογα που υπήρχαν στον υπαίθριο χώρο του μουσείου. Τα παρατηρήσαμε διακριτικά καθώς προσπαθούσαν με παιχνιδιάρικο τρόπο να μετατρέψουν τη φαντασία τους σε ζωγραφιά. Από κει βγήκαμε σε ένα από τα ομορφότερα κανάλια της πόλης, το Dijver. Από τη μια μεριά εξακολουθούσε να δεσπόζει το καμπαναριό της Παναγιάς ενώ από την άλλη, ο δρόμος οδηγούσε στο γνωστότερο και πολυφωτογραφημένο σημείο της πόλης, το Rozenhoedkaai.
Για μια ακόμη φορά εισχωρήσαμε στο ατέρμονο ποτάμι των τουριστών. Ευτυχώς είχαμε ανακτήσει τις δυνάμεις μας από την βόλτα στο Minnerwater κι έτσι αφεθήκαμε στις υπέροχες εικόνες που συναντήσαμε μπροστά μας. Πανέμορφα κτίρια που κατέληγαν μέσα στο ποτάμι, τεράστιες ιτιές που κρέμονταν πάνω από τις βάρκες που έκαναν μικρές κρουαζιέρες στα κανάλια και στο βάθος το επιβλητικό Belfort με τα 366 σκαλοπάτια και τις 47 καμπάνες, να παρατηρεί τον κόσμο από ψηλά.
Η επιθυμία μου όμως ήταν να δω τις άγνωστες και ήρεμες γειτονιές της πόλης. Έτσι περπάτησα προς το Groenerei, το καταπράσινο κανάλι. Εκεί βρίσκεται ένα από τα ομορφότερα σημεία της Μπρυζ, γεμάτο δέντρα, αναρριχητικά φυτά και κομψά αρχοντικά του 17ου αι. Μόνος μου μέσα σ' αυτούς τους άδειους δρόμους, ένιωθα κομμάτι της πόλης. Περιφερόμουν από κανάλι σε κανάλι κι αναζητούσα την πόρτα που θα μου φανεί περισσότερο οικεία για να την ξεκλειδώσω και να μπω μέσα. Με αυτήν την ονειρική διάθεση περπάτησα ως την γειτονιά της Αγίας Άννας, μια άγνωστη περιοχή της Μπρυζ. Μια γλυκιά γειτονιά γεμάτη μικρά όμορφα σπιτάκια. Μια αναγκαία ηρεμία επικρατούσε στους δρόμους. Πράσινες πινελιές κισσών κάλυπταν τις προσόψεις αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα παράθυρα και τις πόρτες κι ένας περίεργος ναός αφιερωμένος στην Ιερουσαλήμ, δέσποζε στη καρδιά της συνοικίας. Οι κάτοικοι της συνέχιζαν την καθημερινή τους ζωή ανεπηρέαστοι από την τουριστική φήμη της πόλης τους. Προσπαθούσα να τους προσπερνάω όσο πιο διακριτικά γινόταν για να μην ταράξω την ηρεμία τους.
Από την γειτονιά της Αγίας Άννας βρέθηκα στο Krainspoort, ένα οχυρωματικό έργο του 13ου αι.  με χοντρούς τοίχους κι ένα βαθύ περιμετρικό κανάλι που λειτουργούσε ως τάφρος. Ήταν μια από τις παλιές πύλες που συνέδεε την Μπρυζ με άλλες πόλεις όπως την Οστάνδη και την Γάνδη. Τα τείχη μπορεί να γκρεμίστηκαν το 1780 αλλά οι πύλες έμειναν περιμετρικά της παλιάς πόλης. Στο σημείο που βρίσκονταν τα οχυρωματικά έργα, σήμερα απλώνονται μακρόστενα πάρκα γεμάτα ανεμόμυλους και μονοπάτια. Η βόλτα σε κείνα τα μέρη ήταν εντελώς διαφορετική από τους μέχρι τώρα περιπάτους μου στα σοκάκια του ιστορικού κέντρου. Ο ποταμός δίπλα από το μονοπάτι ήταν πιο πλατύς κι απέναντί μου απλωνόταν μια άκρως βιομηχανική κι άχρωμη συνοικία. Που και που συναντούσα παλιά ποταμόπλοια που λειτουργούσαν ως καταλήψεις νεαρών ζευγαριών που είχαν επιλέξει να ζουν εκεί μέσα. Που και που έριχνα κλεφτές ματιές στην μποέμικη ζωή τους.
Διέσχισα μια μεγάλη απόσταση περιμετρικά της πόλης με την καμπύλη του ποταμού να μου φανερώνει πως πλέον είχα από κάτω μου το ιστορικό κέντρο της Μπρυζ. Βρήκα ένα μεγάλο κανάλι που ανοιγόταν αριστερά μου κι άρχισα να κατηφορίζω. Ένα υπέροχο μπιστρό μπαράκι με καλωσόριζε ξανά στον αστικό ιστό της πόλης. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει προς τη δύση προσφέροντας μια πορτοκαλί απόχρωση στις ερυθρές προσόψεις των σπιτιών. Σε ένα μικρό άνοιγμα μια παρέα νεαρών ετοίμαζε ένα υπαίθριο πάρτι. Πιο πέρα μια άλλη μπυραρία καμάρωνε για την ποικιλία της κάβας της μέσω ενός εύστοχου κολάζ διαφημιστικών ταμπελών μπύρας στη μικρή της αυλή. Λίγο πιο πέρα σε ένα στενό σοκάκι συνάντησα την παλιότερη μπυραρία της Μπρυζ, την De Vissinge. Δυστυχώς ήταν κλειστή τις μέρες που θα έμενα στην πόλη.
Το κανάλι άρχιζε να στενεύει. Σε μία απότομη στροφή, βγήκα στην πανέμορφη πλατεία του Ζαν Βαν Άικ. Είχα επιστρέψει ξανά στο μεσαιωνικό κέντρο της Μπρυζ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου