Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Πωλίν στην Παραλία (1983)




Το φετινό καλοκαίρι που πλέον οδεύει στο τέλος του, ντύθηκε κινηματογραφικά με ένα κομμάτι από την πλούσια κι άκρως ενδιαφέρουσα φιλμογραφία του Γάλλου σκηνοθέτη Ερίκ Ρομέρ. Μετά την αριστουργηματική "Μια Νύχτα με την Μώντ", την οποία θεωρώ μέχρι στιγμής την καλύτερη ταινία του, το ευρέως αναγνωρισμένο "Γόνατο της Κλαίρης" και την εκνευριστική "Πράσινη Ακτίνα" ήρθε η σειρά της άκρως θερινής ταινίας "Η Πωλίν στην Παραλία" η οποία έχει βραβευτεί με την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας και το βραβείο των κριτικών FIPRESCI στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 1983, με το βραβείο Σεναρίου από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Βοστόνης και με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Γαλλίας. Με αυτήν την τόσο πλούσια κινηματογραφική συλλογή βραβείων, οι προσδοκίες είναι λογικά πολλές. Προσωπικά, η Πωλίν όχι μόνο κάλυψε τις δικές μου προσδοκίες αλλά τις ξεπέρασε, φέρνοντάς με αντιμέτωπο με αρκετά ηθικά διλήμματα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. 
Η ιστορία μας μεταφέρει στις παραλίες της Νορμανδίας όπου δυο ξαδέρφες, η δεκαεξάχρονη Πωλίν κι η Μαριόν που είναι μια αναγνωρισμένη στυλίστρια του Παρισιού τις επισκέπτονται για να περάσουν λίγες μέρες ξέγνοιαστες κοντά στη θάλασσα. Εκεί θα συναντήσουν τον Πιέρ, έναν παλιό φίλο της Μαριόν ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να είναι ερωτευμένος μαζί της. Μαζί μ' αυτόν θα γνωρίσουν τον μυστηριώδη εθνολόγο Ανρί και τον νεαρό Σιλβέν που αναζητά τον εφηβικό καλοκαιρινό του έρωτα. Οι ίντριγκες δεν αργούν να εκδηλωθούν ανάμεσα στα πέντε αυτά πρόσωπα οδηγώντας τους σε λάθη πάθους, απογοητεύσεις κι εκνευρισμούς αλλά παράλληλα και σε στιγμές ονειρικές κι άκρως ερωτικές που τους γεμίζουν αισιοδοξία για κάτι καλύτερο.




Τα πέντε πρόσωπα της ιστορίας συστήνονται σταδιακά στους θεατές, παρουσιάζοντας την προσωπικότητά τους αλλά και το παρελθόν που κουβαλάνε μέσα από τις συζητήσεις που απλώνονται καθ'όλη τη διάρκεια των ταινιών του Ερίκ Ρομέρ. 
Η Πωλίν την οποία ερμηνεύει εξαιρετικά η νεαρή Αμάντα Λανγκλέ, μην έχοντας ακόμη κάποια ερωτική εμπειρία, διατηρεί μια ντροπαλή κι αντικοινωνική στάση. Αποφεύγει να μιλήσει για το παρελθόν της μπροστά στους άλλους πιστεύοντας πως είναι φτωχό κι ασήμαντο. Όμως ο τρόπος που βλέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ πιο ώριμος από ότι οι μεγαλύτεροι της παρέας. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο της ζητούν επίμονα να μιλήσει για το πως ζει ή θέλει να ζήσει τον έρωτα αλλά και την επικοινωνία που επιδιώκει με το άλλο φύλο. 
Από την άλλη, η εντυπωσιακή της ξαδέλφη Μαριόν, στο ρόλο της οποίας συναντάμε την εκρηκτική Αριέλ Ντομπάσλ, είναι μια πρόσφατα διαζευγμένη γυναίκα που βλέπει τη ζωή της με μια πιο αισιόδοξη νότα καθώς βγήκε από έναν γάμο στάσιμο και βαρετό. Ελεύθερη κι ανανεωμένη αναζητά την πραγματική αγάπη, πιστεύοντας πως βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Μπορεί όμως να την αντιληφθεί όταν θα την συναντήσει;
Ο Πιέρ αρχίζει να ξεδιπλώνεται από τη στιγμή που η Μαριόν μιλάει στην παρέα για το παρελθόν της αλλά και για τα σχέδια που της επιφυλάσσει το μέλλον. Παρόλο που απ'την αρχή η στάση του σώματός του και το εκφραστικό του βλέμμα μαρτυρούν αυτό που νιώθει, εκείνος τελικά ρισκάρει να εμπιστευτεί στην Μαριόν, το πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Παρά την επιμονή του και τα ειλικρινή του συναισθήματα, εκείνη τον απαρνιέται για τα μάτια του Ανρί. Η απογοήτευση της απάρνησή της θα τον μετατρέψει σε κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας κι απόλυτο εκφραστή των αποτυχημένων σχέσεων αλλά και των απογοητευμένων μοναχικών ανθρώπων. "Γιατί βλέπουμε πάντα τις επιλογές των άλλων ως λάθος" λέει κάποια στιγμή στην Πωλίν, συμπυκνώνοντας σε μια μικρή φράση την πικρία που πολλοί από μας έχουμε νιώσει στη σύγχρονη εποχή των ατελέσφορων σχέσεων. Ο Πιέρ εκπροσωπεί απόλυτα τους ονειροπόλους αλλά και τους γνήσιους τελευταίους ρομαντικούς που εξακολουθούν να πιστεύουν πως ήρθαν στη γη για έναν και μόνο άνθρωπο και δεν το βάζουν κάτω μέχρι να τον βρουν και να τον κατακτήσουν. Για εκείνον το άλλο του μισό είναι η Μαριόν.  
Από την άλλη ο Ανρί είναι τελείως διαφορετικός από τον Πιέρ. Αινιγματικός κι απόμακρος, αποφεύγει να εκφράσει τα συναισθήματά του. Μάλιστα όσο περνάει η ώρα τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί κανείς τη συναισθηματική κενότητα αυτού του ανθρώπου, ο οποίος αποφεύγει τις δεσμεύσεις μόνο και μόνο για να έχει το ελεύθερο να επιλέγει όποια γυναίκα θέλει. Θα μπορούσε να τον συμπαθήσει κανείς για την ειλικρίνειά του καθώς δε δίνει υποσχέσεις ούτε εκδηλώνει ζήλια, όμως η ήδη τσαλακωμένη εικόνα του καταστρέφεται κι άλλο όταν σε ένα ερωτικό του ατόπημα μπλέκει τον νεαρό Συλβέν για να γλιτώσει το δικό του κεφάλι. Όμως όταν συνειδητοποιεί πως με την πράξη του αυτή καταστρέφει την αγνή σχέση του Συλβέν με την Πωλίν, προσπαθεί να το διορθώσει ολοκληρώνοντας την παρουσία του στην όλη ιστορία με μια άκρως αμφιλεγόμενη χροιά καθώς ούτε συμπαθής αλλά ούτε κι αντιπαθής καταλήγει να γίνει.
Τέλος έχουμε και τον Συλβέν ο οποίος είναι ο λιγότερο ενδιαφέρον χαρακτήρας της ιστορίας. Ένα πιόνι που δυστυχώς λειτουργεί άβουλα καθώς ακόμα δεν έχει ωριμάσει ακόμα συναισθηματικά. Μάλιστα, το νεαρό της ηλικίας του θα τον οδηγήσουν σε μικρά λάθη που άθελά του θα πληγώσουν την Πωλίν. 




Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Γάλλος δημιουργός χωρίζει τον ερωτικό κόσμο των ενηλίκων σε τρεις κατηγορίες. Σ' αυτόν της συναισθηματικής αγνότητας και της ερωτικής απλότητας των καταστάσεων όπου ανήκει η Πωλίν αλλά κι ο πιτσιρικάς που την ερωτεύεται και σ' αυτήν του ωμού ρεαλισμού αλλά και του ψυχρού κυνισμού όπου ανήκει ο Ανρί με την Μαριόν. Ο Πιέρ είναι μια άλλη κατηγορία μόνος του καθώς ο ρομαντισμός τον αναγκάζει να αιθεροβατεί. Αν και ξεχωρίζει από ειλικρινή και δυνατά συναισθήματα, δυστυχώς αυτά καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων από τον σκληρό κόσμο των ενηλίκων. 
Η παραλία μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης κι ανάμειξης αυτών των διαφορετικών κόσμων. Η ζέστη, η ξεγνοιασιά αλλά κι οι τελευταίες χαλαρές μέρες του καλοκαιριού, δίνουν την αφορμή για το μπέρδεμα των πορειών που έχουν χαράξει οι συγκεκριμένοι ήρωες. Οι ενήλικοι προσπαθούν να εντυπωσιάσουν μ' αποτέλεσμα να αναλώνονται σε μεγαλόσχημους διαλόγους περί αγάπης κι έρωτα, αγνοώντας πως μεταξύ τους υπάρχει η διπροσωπία, η ζήλια και ο εγωισμός, των οποίων οι συνέπειες θα φανούν στις μετέπειτα πράξεις τους, όταν θα χουν πέσει στα ίδια λάθη που θα πληγώσουν τόσο αυτούς όσο και τους γύρω τους. 
Αντιθέτως η νεαρή πρωταγωνίστρια ξέρει να μετράει τις κουβέντες της και να κάνει τις επιλογές της κάτι που τη βγάζει στο τέλος κερδισμένη κάνοντας πράξη την παροιμία στους τίτλους της αρχής «Αυτός που μιλά πολύ, κάνει κακό στον εαυτό του». Εξαιρετική η τελευταία σκηνή που αποδέχεται το παρηγορητικό σενάριο της Μαριόν ενώ γνωρίζει από πρώτο χέρι τα ερωτικά μπερδέματα τους. 
Επίσης βρήκα απολαυστικό το ερωτικό ειδύλλιο μεταξύ του Πιέρ και της Πωλίν. Ένα παιχνιδιάρικο μπέρδεμα που δεν ευδοκίμησε ποτέ παρόλο που υπήρχε ερωτισμός κι από τις δυο πλευρές, ένας ερωτισμός περισσότερο προϊόν τρίτων παρά των δύο συγκεκριμένων προσώπων. Για την Πωλίν ο Πιέρ είναι ένας γοητευτικός νέος άνδρας που θα ταίριαζε απόλυτα στην Μαριόν. Μάλιστα η συμπάθεια στο πρόσωπό του γίνεται μεγαλύτερη καθώς αντιπαθεί τον Ανρί. Από την άλλη ο Πιέρ συμπαθεί αρκετά την Πωλίν καθώς την βρίσκει αρκετά ώριμη για την ηλικία της. Στηριζόμενος όμως στο νεαρή της ηλικίας της καθώς και στο ότι δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή της έρωτα, αποφεύγει να κάνει κάποια κίνηση προς την μεριά της. Θα του μπουν όμως ιδέες όταν η Μαριόν σε μια από τις προσπάθειες να αποφύγει το επίμονο φλερτ του, του προτείνει να συνάψει σχέση με την Πωλίν. Το γέλιο του Πιέρ στη δήλωση αυτή είναι γλικόπικρο. Ναι μεν χαμογελάει στο άκουσμα αυτό αλλά από την άλλη νιώθει απίστευτα προσβεβλημένος που η Μαριόν τον κατατάσσει στην άγουρη ηλικία της Πωλίν. Παρόλο όμως που αρχίζει να γλυκοκοιτάζει την ιδέα αυτή, αποφασίζει να μην κάνει καμία κίνηση κάτι που τον τιμάει ιδιαίτερα καθώς αποδεικνύει πως δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να ικανοποιήσει τον θιγμένο του εγωισμό εκμεταλλευόμενος κάποιο τρίτο πρόσωπο. 




Με άψογη μαεστρία ο Ερίκ Ρομέρ τοποθετεί τους ήρωες του σαν πιόνια πάνω στην σκακιέρα της αμμουδιάς, δίνοντας στον καθένα κι από έναν τελείως διαφορετικό ρόλο και τους αφήνει να δράσουν ανεξέλεγκτα μέχρι να επιδεινωθεί η εσωτερική τους δίνη από τις παρεξηγήσεις και τα πάθη που τους βασανίζουν συνεχώς. Οι εντάσεις εκδηλώνονται με ενδελεχείς διαλόγους που βοηθούν στο να εισχωρούμε για τα καλά στους προβληματισμούς που τους βασανίζουν. Για να επιτευχθεί αυτό, σημαντικό ρόλο παίζουν και τα πρόσωπα που για μια ακόμη φορά είναι καλά διαλεγμένα, προσφέροντάς μας ρεαλιστικές ερμηνείες και διαλόγους απίστευτα ζωντανούς κι ειλικρινείς μες στην απλότητά τους. 
Σε μια συνέντευξή του ο Ερίκ Ρομέρ είχε αναφέρει πως "η ελαφρότητα των ανθρώπων ξεκινάει από τη ματαιοδοξία τους να αρέσουν". Στηριζόμενος λοιπόν στην άποψή του αυτή μας προσφέρει ένα ακόμη κινηματογραφικό διαμάντι.

Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Γόνατο της Κλαίρης (1970)




Όταν ανακάλυψα τον σκηνοθέτη Ερίκ Ρομέρ μέσα από την αριστουργηματική του ταινία "Μια Νύχτα με την Μόντ", ανοίχτηκε μπροστά μου ένα νέο κινηματογραφικό κεφάλαιο με εξαιρετικό δοκιμιακό λόγο και με μια αρκετά ενδιαφέρουσα θεματολογία πάνω στη σεξουαλικότητα και τα αδιέξοδα των ανθρώπινων σχέσεων. Με το συγκεκριμένο έργο έμαθα για την περίφημη σειρά ταινιών του Γάλλου δημιουργού με την ονομασία "Μύθοι περί Ηθικής" (μα πόσο υπέροχος θεματικός τίτλος) με το "Γόνατο της Κλαίρης" να είναι η πέμπτη ταινία αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας σειράς κι ίσως η πιο αναγνωρισμένη.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τις τελευταίες μέρες της μοναχικής ζωής του Ζερόκ, ενός αμετανόητου εργένη που αποφασίζει να παντρευτεί αφήνοντας πίσω του μια ανέμελη ζωή γεμάτη εφήμερους έρωτες. Πριν όμως φύγει για Σουηδία όπου θα ζήσει με τη μέλλουσα σύζυγό του, επιστρέφει στην πόλη του με σκοπό να πουλήσει το πατρικό του σπίτι. Εκεί συναντά την Ορόρα, η οποία είναι μια παλιά του φίλη και φιλόδοξη συγγραφέα. 
Στις μεταξύ τους συζητήσεις θα μαθαίνουμε το ιστορικό των δυο προσώπων καθώς και τον επικείμενο γάμο του πρωταγωνιστή. Ωστόσο η συνάντηση αυτή θα προκαλέσει έναν έντονο προβληματισμό στο Ζερόκ για τις αποφάσεις που έχει πάρει, καθώς μέσω της Ορόρα θα γνωρίσει δύο αισθησιακές κοπέλες, τη Λόρα και την Κλαίρη. Κι ενώ προκύπτει ένα ερωτικό ειδύλλιο μεταξύ του Ζερόκ και της Λόρα, εκείνος τελικά θα θαμπωθεί από την ομορφιά της μεγαλύτερης αδελφή της, την δεκαεξάχρονη Κλαίρη. Το ιδιαίτερο ερωτικό ειδύλλιο που προκύπτει μεταξύ των τριών αυτών προσώπων, παρουσιάζεται με μορφή ημερολογίου και διαρκεί έναν ολόκληρο μήνα με τους πρωταγωνιστές να περιφέρονται και να φιλοσοφούν σε ένα άκρως ειδυλλιακό τοπίο κάπου ανάμεσα στα σύνορα Γαλλίας και Ελβετίας. 
Για τη συγκεκριμένη ταινία, ο Ερίκ Ρομέρ σχολιάστηκε αρνητικά καθώς επικεντρώνεται σ' ένα κομμάτι της μεγαλοαστικής γαλλικής μπουρζουαζίας, η οποία έχοντας λύσει τα οικονομικά της προβλήματα, ασχολείται με αμπελοφιλοσοφίες σκοτώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον άπλετο χρόνο της. Δε θα διαφωνήσω στους συγκεκριμένους σχολιασμούς αλλά ούτε θα σταθώ και σ' αυτούς καθώς πιστεύω πως η ουσία της ταινία είναι η θεματολογία των συζητήσεων η οποία αφορά όλα τα κοινωνικά στρώματα.




Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ιστορίας είναι πως όλα τα πρόσωπα κεντρίζουν την προσοχή των θεατών και μας προκαλούν να τα ψυχαναλύσουμε εμπειρικά κάθε φορά που ξεδιπλώνουν κάποια πτυχή της προσωπικότητά τους.
Κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία έχει ο Ζερόκ που τον ερμηνεύει εκπληκτικά ο Ζαν Κλοντ Μπριαλί, ένας καλλιεργημένος αλλά αρκετά ανασφαλής άνδρας που προσπαθεί να κρύψει τα εσωτερικά του σκοτάδια πίσω από το μελαγχολικό του χαμόγελο. Η όψη του αλλά και το ιστορικό που μας παρουσιάζει, μπορούν να θεωρηθούν ως χαρακτηριστικά ενός πετυχημένου άνδρα. Όμως πίσω από την πλασματική του υπερηφάνεια, κρύβεται ένας ευαίσθητος και εύθραυστος άνθρωπος. Διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, γνωρίζει πως η πολυπόθητη νιότη αρχίζει σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπει. Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που αποφασίζει να "ενηλικιωθεί" συναισθηματικά. Οι δηλώσεις του πως επιτέλους σοβαρεύει και παντρεύεται, περισσότερο μαρτυρούν πως η επιλογή του αυτή είναι ένα αναγκαίο κακό παρά μια ειλικρινής επιθυμία. Κατά κάποιον τρόπο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του παρά τους γύρω του. Κι όπως φαίνεται δεν πείθει κανέναν. Όταν αισθάνεται το φλερτ της Λόρας ενδίδει όχι επειδή είναι κι εκείνος ερωτευμένος μαζί της αλλά επειδή το βλέπει ως ένα κύκνειο άσμα της ερωτικής του ζωής.
Από την άλλη η Λόρα που την ερμηνεύει εκπληκτικά η πιτσιρίκα Μπεατρίς Ρομάν, γνωρίζοντας πως θα βρίσκεται πάντα στη σκιά της όμορφης αδελφής της, εισχωρεί σε έναν πιο πνευματικό χώρο. Διαβασμένη, πανέξυπνη και με δυναμισμό καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις σβήνοντας πολλές φορές την εξωτερική ομορφιά της Κλαίρης. Έπειτα, ξέροντας πως έχει όλη τη ζωή μπροστά της, δε κάνει βεβιασμένες κινήσεις οπότε απολαμβάνει τις προσπάθειες προσέγγισης που κάνει ο Ζερόκ γι' αυτήν. Μάλιστα γίνεται φανερό πως όσο τον φρενάρει τόσο παίρνει τα πάνω της. 
Στη συγκεκριμένη ιστορία έχουμε δυο σημαντικές και τελείως διαφορετικές αντιλήψεις. Από την μια ο Ζερόκ γνωρίζει πως αρχίζει η πτώση της ερωτικής του λίμπιντο οπότε βιάζεται να ζήσει την κάθε στιγμή σε σημείο που γίνεται φορτικός και γλοιώδης ενώ από την άλλη η Λόρα πιο άγουρη ερωτικά αναζητά τις ευνοϊκές για εκείνην συνθήκες, οι οποίες όμως δεν συγχρονίζονται με τις επιθυμίες του Ζερόκ. Μπορεί ερωτικά τα δυο αυτά πρόσωπα να αποτυγχάνουν αλλά προσφέρουν μια ποικιλία υπέροχων συζητήσεων που σίγουρα γίνονται αφορμή για πολύωρες αναλύσεις μετά την προβολή.
Σε αντίθεση με την Λόρα, η Κλαίρη που ερμηνεύει η Λόρενς ντε Μοναγάν με ένα αινιγματικό αλλά άκρως ερωτικό παίξιμο, δεν μας αποκαλύπτει την προσωπικότητά της. Πιθανόν να μην έχει κάποια αξιόλογη προσωπικότητα να μας επιδείξει καθώς γνωρίζει πως είναι όμορφη κι αρκείται σ' αυτό. Παρ' όλα αυτά σε μια δύσκολη στιγμή αποδεικνύεται πολύ πιο εύθραυστη κι ανασφαλής από την μικρότερη αδελφή της. Ο Ζερόκ από την μια θαυμάζει το καλλίγραμμο σώμα και το υπέροχο πρόσωπο της Κλαίρης αλλά παράλληλα την θεωρεί ευκολότερο στόχο. Αρχίζει να ασχολείται μαζί της μόνο όταν συνειδητοποιεί πως το φλερτ του με την Λόρα οδηγείται σε ναυάγιο. Μ' αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται με έναν άκρως κωμικοτραγικό τρόπο, ο ρόλος του άνδρα κυνηγού. 




Σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο στην όλη ιστορία έχει η Ορόρα που ερμηνεύεται από την Ορόρα Κορνού, η οποία λειτουργεί ως ένας από μηχανής θεός που κινεί αθόρυβα τα νήματα της ιστορίας. Κατά μια έννοια, η Ορόρα εκφράζει τους προβληματισμούς του ίδιου του Γάλλου σκηνοθέτη, καθώς στην ταινία μας συστήνεται ως συγγραφέας, άρα δημιουργός. Η ίδια παρακολουθεί με μία διακριτική ηδονή το ερωτικό τρίγωνο που δημιουργείται, σαν να προσπαθεί να βρει έμπνευση για τους χαρακτήρες ενός μελλοντικού της βιβλίου. Ακούει προσεκτικά τους προβληματισμούς του Ζερόκ όπως άκουγε πρωτύτερα τον ενθουσιασμό του και προσπαθεί με διάφορες συμβουλές όχι μόνο να τον βοηθήσει αλλά και να οδηγήσει την ιστορία εκεί που η ίδια θέλει. Κατά κάποιο τρόπο τους βλέπει όλους ως άβουλα κι ανασφαλή πιόνια και τον εαυτό της ως έναν κατασταλαγμένο άνθρωπο που οφείλει να επιβάλλει την ηθική σε έναν κόσμο σαθρό και ψεύτικο.
Κινηματογραφικά η ταινία πέρα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, με εντυπωσίασε με τους ακατάπαυστους διάλογους και τα εκπληκτικά φωτογραφικά κάδρα του Νέστορ Αλμέντρος. Χαμένοι μέσα σε ειδυλλιακά τοπία οι ήρωες αδυνατούν να απολαύσουν τη μαγεία της φύσης καθώς βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα. Με την αντίθεση αυτή δίνεται περισσότερη ένταση στο δράμα ενώ παράλληλα προσφέρει απλόχερα πικρά χαμόγελα στους θεατές με το κυνικό της χιούμορ.
Για μια ακόμη φορά ο Ερίκ Ρομέρ καταφέρνει να αγγίξει ένα ευαίσθητο κομμάτι των ερωτικών σχέσεων και της ανθρώπινης ανασφάλειας, Με ειλικρινής και σκληρή γλώσσα δε χαρίζεται σε κανέναν πετυχαίνοντας μια εντυπωσιακή συσχέτιση των παθών που έχουν οι ήρωες με τα δικά μας πάθη.
Το "Γόνατο της Κλαίρης" είναι ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό διαμαντάκι που αφήνει μια πλούσια τροφή για σκέψη σε μετέπειτα συζητήσεις τόσο για το κινηματογραφικό όσο και για το θεματολογικό του κομμάτι.

Βαθμολογία: 8/10

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Ίος, η παρεξηγημένη ομορφιά των Κυκλάδων



Όταν έκλεισα πέρσι τα ακτοπλοϊκά για την Ίο, υπήρξαν πολλοί φίλοι που μου είπαν πως το νησί αυτό δε πρόκειται να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που έχω για τους τόπους που συνήθως επιλέγω. Ίσως να συμφωνούσα μαζί τους αν το επισκεπτόμουν την περίοδο που είναι γεμάτο με τουρίστες που ταξιδεύουν ως εκεί αναζητώντας τη ξέφρενη ζωή, το άφθονο αλκοόλ και τα ατελείωτα πάρτι. Όμως τέλη Αυγούστου συνάντησα μια τελείως διαφορετική εικόνα που μ' έκανε να συμπαθήσω αυτόν τον τόπο και να θεωρήσω πως από μόνος του αδικείται έχοντας επιλέξει αυτού τουβείδους τον τουριστικό χαρακτήρα.
Φτάνοντας βράδυ στο φυσικό λιμάνι της Ίου, ταλαιπωρημένος από τα συνεχόμενα τραντάγματα του πλοίου λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αφήνοντας τις βόλτες για την επόμενη μέρα. Όμως πριν στρίψω στην παραλία του Γιαλού, πρόλαβα να ρίξω μια γρήγορη ματιά στη Χώρα με τα φωτισμένα της καλντερίμια που υψωνόταν πάνω από το λιμάνι. Με την εικόνα αυτή έφυγαν όλες οι επιφυλάξεις που είχα για τον τόπο αυτό.
Το άλλο πρωί με βρήκε να ανηφορίζω τα σκαλοπάτια που ξεκινούν από το λιμάνι και καταλήγουν στη Χώρα. Τα πρώτα κτίσματα που συνάντησα στην ανάβαση, λειτουργούσαν ως μικρές ξενοδοχειακές μονάδες που αλλοίωναν την αυθεντικότητα του τοπίου. Κάποια καλαίσθητα διακοσμητικά στοιχεία όπως οι λευκές κουρτίνες στις βεράντες, που ανέμιζαν παιχνιδιάρικα στις τελευταίες θερινές ριπές του ανέμου, δε βοηθούσαν στην κάλυψη της συστηματικής εμπορευματοποίησης του τοπίου.
Όλα όμως άλλαξαν όταν εισχώρησα στα ενδότερα της Χώρας. Μικρά σοκάκια που σε πολλά σημεία μετατρέπονταν σε χαμηλές στοές καθώς τα σπίτια ενώνονταν από πάνω μου με μικρά καμαράκια και κάμποσες φουντωτές βουκαμβίλιες με ζεστά χρώματα έσπαγαν τη μονοτονία του κυκλαδίτικου λευκού. Μικρά καφέ με πολύχρωμες πινελιές πρόσφεραν απολαυστικά πρωινά κι οι χαμογελαστοί κάτοικοι του νησιού έδειχναν την ικανοποίησή τους για την ολοκλήρωση μιας ακόμη πετυχημένης θερινής σεζόν.
Από την πρώτη μέρα η Ίος με υποδέχτηκε με άδειους δρόμους, μαρτυρούσαν το τελείωμα του καλοκαιριού καθώς οι περισσότεροι τουρίστες είχαν αναχωρήσει ενώ οι τελευταίοι που είχαν απομείνει κοιμόντουσαν ως αργά το μεσημέρι μετά τα ξέφρενα πάρτι του Μυλοπότα, της Κουμπάρας αλλά και της Χώρας κάτι που μου έδινε την ευκαιρία να απολαύσω το τοπίο με την ησυχία μου.
Μεγάλη εντύπωση μου έκαναν τα μικρά εκκλησάκια που ξεπετάγονταν κάθε τόσο μέσα στα στενά περάσματα της Χώρας. Ήταν τόσα πολλά που με 'καναν να πιστέψω στον ισχυρισμό πως το νησί έχει 365 εκκλησιές, όσες είναι κι οι μέρες του έτους. Οι λευκοί τοίχοι με τους μπλε τρούλους έδεναν τη γη με τον ουρανό. Τα περισσότερο εκκλησάκια μου θύμιζαν μια μικρογραφία του γήινου στερεώματος με τον ουράνιο θόλο. Αυτή όμως που κέρδισε τις εντυπώσεις, είναι η Παναγιά η Γκρεμνιώτισσα από την οποία ξεκινάει ένα μονοπάτι που οδηγεί στον Άγιο Ελευθέριο και στον Άγιο Νικόλαο που βρίσκονται στη κορυφή του λόφου, απ' όπου μπορεί κανείς να απολαύσει μια πανοραμική θέα από τον Μυλοπότα ως το Γιαλό έχοντας τις άγριες ακτές της Σίκινου στο βάθος.
Μέσα από τις βόλτες στη μικρή Χώρα της Ίου απολάμβανα τα μικρά ανοίγματα που σχηματιζόντουσαν ανάμεσα στα στριμωγμένα σπιτάκια, λειτουργώντας σαν λιλιπούτιες πλατείες γεμάτες τραπεζάκια και μπαρ. Επίσης αρχιτεκτονικά λάτρεψα πολύ τις καμπυλωτές επιφάνειες των σπιτιών. Πουθενά δε συνάντησα κάποια ευθεία γραμμή. Μια αξιοπρόσεκτη απουσία που πρόσφερε γαλήνη στο μάτι, το οποίο έχει πια κουραστεί με τους αυστηρούς και μονότονους σχηματισμούς των μεγάλων πόλεων.
Από παραλίες δε μπορώ να πω πως ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα. Το Μαγγανάρι που φημίζεται για την ομορφιά του, έχει έναν σχηματισμό εξωτικό με τα βράχια και τους φοίνικες του αλλά η θάλασσά του δεν με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Αντιθέτως πιο συμπαθητικό βρήκα τον Μυλοπότα παρόλο που το τοπίο εκεί έχει καταστραφεί αρκετά από τα τεράστια θερινά κλαμπ. Η Αγία Θεοδότη που εξακολουθεί να διατηρεί την αυθεντικότητά της και την επιθυμητή ηρεμία, είναι εκτεθειμένη στο βορρά.
Όσο για τη ξέφρενη νυχτερινή ζωή της Ίου, παρόλο που δεν την προτιμώ, ομολογώ πως λάτρεψα κάποια σημεία της Χώρας από τα οποία κάποια πρόλαβα να απολαύσω και κάποια άλλα τα άφησα για μια επερχόμενη επίσκεψή μου στο νησί αυτό. Ένα απ' αυτά είναι το Steps Bar που βρίσκεται κάτω από την πλατεία με τους μύλους. Πέρα από τα υπέροχα κοκτέιλ, ο Δημήτρης που έχει το συγκεκριμένο μπαράκι, μου πρόσφερε μια βραδιά γεμάτη τραγούδια των Pink Floyd. Πως γίνεται λοιπόν μετά απ' αυτό να μην λατρέψω αυτό το μπαράκι;
Ένα μόνο στοιχείο που ξίνισε κάπως τον τοπικισμό μου είναι που οι κάτοικοι της Ίου θεωρούν πως ο Όμηρος έζησε και μεγαλούργησε στο νησί τους. Μάλιστα πιστεύουν πως ο τάφος του βρίσκεται σε ένα ύψωμα στο βόρειο κομμάτι του νησιού που οι ντόπιοι τον αποκαλούν λόφο του Ψαθόπυργου. Παρόλο που οι αρχαιολόγοι αναφέρουν πως τα χαλάσματα αυτά προέρχονται από έναν πύργο της ελληνιστικής περιόδου, οι κάτοικοι έχουν στήσει μια μαρμάρινη επιγραφή που δηλώνει πως εκεί τάφηκε ο μεγάλος ποιητής. Οι εικασίες τους αυτές βασίζονται σε αναφορές αρχαίων ιστορικών και περιηγητών και στην παράδοση που θέλει την μητέρα του Ομήρου να έχει γεννηθεί στην Ίο. Επίσης ως αποδεικτικό στοιχείο αυτής της θεωρίας, έχουν ένα αρχαίο νόμισμα με τον Όμηρο. Επισκέφθηκα το μνημείο αυτό, το οποίο παρόλο που βρίσκεται σε ένα υπέροχο σημείο, είναι παραμελημένο. Πέρα από τα χαλάσματα αξίζει κανείς να πάει για να απολαύσει την αιγαιοπελαγίτικη θέα έχοντας στον ορίζοντα την Πάρο, την Νάξο, την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα, την Αμοργός και την Αστυπάλαια.
Μετά από μια διαμονή τριών ημερών, έφυγα από το νησί γεμάτος όμορφες και ξέγνοιαστες εικόνες αλλά και με μια μελαγχολία βλέποντας όλην αυτήν την ομορφιά να ξεθωριάζει εξαιτίας της ανορθόδοξης τουριστικής εμπορευματοποίησης της Ίου. Δυστυχώς το χρήμα θαμπώνει τα μάτια των ανθρώπων κι η ομορφιά του τοπίου χάνεται πίσω από τις φωτεινές επιγραφές των μπαρ και των θερινών κλαμπ. Η ξεγνοιασιά του τόπου έδωσε τη θέση της στη συμφεροντολογική μελαγχολία.
Καθώς ανοιγόμουν προς το βορρά, μου δινόταν η εντυπωση πως η Ίος είναι πιο ευτυχισμένη από το φθινόπωρο και μετά που αδειάζει από τους ξέφρενους τουρίστες.