Ήταν μέσα δεκαετίας του '90 που θυμάμαι τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά από την καμπυλωτή οθόνη της τηλεόρασης μαγεμένος και να απολαμβάνει την τέλεια ομορφιά ενός γυμνού γυναικείου σώματος σε μια από τις συχνότητες της δημόσιας τηλεόρασης. Έκτοτε μου έμεινε αποτυπωμένη στη μνήμη η σκηνή όπου το ημίφως ενός σκοτεινού ατελιέ ζωγραφικής ωθούσε το φωτισμένο από κάποια επουράνια πηγή φωτός, ονειρικό κορμί της Εμμανουέλ Μπεάρ έξω από την περιορισμένη τηλεοπτική οθόνη. Πολλές φορές έπεσε στο διάβα μου η συγκεκριμένη ταινία αλλά πάντα έδινα μια αδικαιολόγητη αναβολή στην προβολή της. Και να που τελικά πέρασαν δυο δεκαετίες για να μου δοθεί εν μέσω καραντίνας, η δυνατότητα να απολαύσω το τετράωρο πρωτότυπο δημιούργημα του Ζακ Ριβέτ με τον εξαιρετικό Μισέλ Πικολί στο ρόλο του ζωγράφου και την εξωπραγματική Εμμανουέλ Μπεάρ στο ρόλο του μοντέλου.
Η ιστορία μας ταξιδεύει σε μια όμορφη μικρή πόλη κοντά στα γαλλοελβετικά σύνορα, όπου παραθερίζουν ένας νεαρός ζωγράφος μαζί με την γοητευτική σύντροφό του. Ο λόγος της επίσκεψής τους σ' εκείνη τη μικρή πόλη είναι για να γνωρίσουν από κοντά έναν συνταξιούχο ζωγράφο, τον οποίον ο νεαρός έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Στη συνάντηση που θα γίνει, ο ηλικιωμένος ζωγράφος θα θαμπωθεί από την ομορφιά της συντρόφου του νεαρού, η παρουσία της οποίας θα του φέρει στη θύμηση τον καημό του για ένα έργο που ήθελε πριν αρκετά χρόνια να κάνει αλλά δεν είχε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να το ολοκληρώσει.
Συνεπαρμένος ο νεαρός με την εξομολόγηση του ζωγράφου, θα προτείνει να ποζάρει η σύντροφός του, ευελπιστώντας πως η παρουσία της θα δώσει την αφορμή στον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη να ολοκληρώσει το πολυπόθητο αριστούργημά του. Όμως με την συνεργασία που θα ακολουθήσει, θα δημιουργηθεί ένας αλλοπρόσαλλος δεσμός μεταξύ του δημιουργού και του μοντέλου. Από την μια έχουμε την εντυπωσιακή ομορφιά της νεαρής συντρόφου που γοητεύεται από τη ματιά του ζωγράφου κι αποδέχεται την πρόσκληση χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες του "ξεγυμνώματός" της κι από την άλλη έχουμε έναν κορεσμένο δημιουργό που προσπαθεί να βρει το νόημα που χρόνια τώρα έχει χάσει αλλά εξακολουθεί απελπισμένα να το αναζητάει.
Η αμηχανία των πρώτων συναντήσεων θα μετατραπεί σε ένα ξεγύμνωμα ψυχών. Η νεαρή κοπέλα μόλις νιώσει πιο απελευθερωμένη, θα πάρει πρωτοβουλίες στο στήσιμο του σώματός της ξεδιπλώνοντας παράλληλα σκοτεινές κι αθέατες πτυχές του παρελθόντος της. Μ' αυτόν τον τρόπο, προσφέρει στο ζωγράφο τα κατάλληλα ερεθίσματα για να ολοκληρώσει το έργο του. Εξάλλου όπως ο ίδιος δηλώνει, δεν ενδιαφέρεται για το σαγηνευτικό της σώμα αλλά γι' αυτό που κρύβει μέσα της. Κάθε τόσο την προειδοποιεί πως θα την κάνει χίλια κομμάτια για να την συναρμολογήσει ξανά, προσφέροντάς της μια πλήρης εικόνα του εαυτού της. Το θέμα όμως είναι κατά πόσον είναι εκείνη έτοιμη να αντικρίσει την καλά κρυμμένη της πραγματικότητα.
Όμως η διαδικασία της πραγμάτωσης αυτού του τόσο πολυπόθητου αριστουργήματος δεν είναι δοκιμασία μόνο για τον ζωγράφο και το μοντέλο αλλά και για τους συντρόφους τους. Από την μια η σύζυγος του ζωγράφου νιώθει το τέλμα της μακροχρόνιας συμβίωσής τους ενώ ο νεαρός αισθάνεται την απομάκρυνση της συντρόφου του απ' αυτόν. Τελικά, η ολοκλήρωση αλλά κι ηπαρουσίαση του έργου θα τους βρει όλους τελείως αλλαγμένους.
Η "Ωραία Καβγατζού" είναι μια ιδιάζουσα κινηματογραφική περίπτωση. Χωρίς ερωτικές σκηνές (πέρα τα αισθησιακά γυμνά της Εμμανουέλ Μπεάρ), την βρήκα άκρως ερωτική ταινία. Χωρίς πλοκή καθώς κεντρικό της θέμα είναι η διαδικασία της γέννησης ενός αριστουργήματος, η ταινία καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μου ως το τέλος. Χωρίς πλούσιους διαλόγους, οι τίτλοι τέλους με άφησαν με αρκετούς προβληματισμούς. Κι έπειτα είναι αυτή η πρωτόγνωρη απολαυστική αίσθηση που μου πρόσφερε η μυσταγωγική διείσδυση στο σκοτεινό κόσμο των δημιουργών.
Ωστόσο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αρλούμπες τις σκέψεις του ζωγράφου, ο οποίος απελπισμένος περιφέρεται μες στο ατελιέ του και συμπεριφέρεται άγαρμπα στο μοντέλο προσπαθώντας να βρει την επιθυμητή στάση που θέλει για το έργο του. Από την μια την ποθεί αλλά από την άλλη γνωρίζει πως δεν μπορεί να την έχει κι αυτό φαίνεται έντονα στη συμπεριφορά του. Η απελπισία του μεγαλώνει καθώς στις απέλπιδες προσπάθειές του να βρει την έμπνευση που αναζητά, αρχίζει να πέφτει στα μάτια του μοντέλου. Παράλληλα η κοπέλα αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση όσο συνειδητοποιεί πως το χάσμα με τον ζωγράφο είναι μικρό κι εύκολα προσπελάσιμο.
Σ' αυτή λοιπόν τη δύσκολα συνεργάσιμη σχέση, άκουσα πολλές αερολογίες από τα χείλη του ζωγράφου. Ναι μεν ο λόγος του λυρικός σχεδόν ονειρικός, αλλά σου έδινε την εντύπωση πως δεν τα εννοούσε ή δεν τα πίστευε όλα αυτά που έλεγε και πως τα ξεστόμιζε μόνο και μόνο για να καλύψει το δημιουργικό του κενό. Μάλιστα, η χροιά της φωνής του όταν της λέει πως θα την διαλύσει σε πολλά κομμάτια για να την ξαναενώσει, του δίνει μία έπαρση που συνηθίζουμε να συναντάμε σε σύγχρονους ζωγράφους, οι οποίοι με σνομπισμό μας λένε πως η τέχνη είναι για λίγους όταν εμείς αναρωτιόμαστε για την κενότητα των έργων τους.
Όμως όλη αυτή η αρνητική εικόνα που σχηματίζουμε για τον ζωγράφο κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να δημιουργήσει το αριστούργημα που τόσα χρόνια ποθεί, σβήνει μεμιάς όταν γίνονται τα αποκαλυπτήρια του έργου. Παρόλο που είχε προειδοποιήσει το μοντέλο πως η αλήθεια είναι σκληρή κι ότι πάντα οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι γι' αυτό που θα αντικρίσουμε όταν κάποιος στρέψει τον καθρέφτη προς τα εσώψυχά μας, εκείνη θα σοκαριστεί, θα θυμώσει και θα φύγει τρέχοντας από το ατελιέ. Με τη στάση της αυτή, καταδικάζει το τελικό αποτέλεσμα. Το ολοκληρωμένο του έργο δε θα παρουσιαστεί ποτέ τόσο σε μας τους θεατές όσο και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς τα δυο εμπλεκόμενα πρόσωπα αποφασίζουν με έναν σιωπηλό τηλεπαθητικό τρόπο να παραμείνει ως ένας κρυφός διάλογος μεταξύ δημιουργού και μοντέλου. Μια μυστική εξομολόγηση που δεν πρέπει να δει κανείς άλλος.
Γι' αυτόν τον λόγο ο ζωγράφος παίρνει την απόφαση να κρύψει τον πίνακα μέσα στον τοίχο. Μια επιλογή που θεωρώ πως βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες. Πρώτα απ' όλα δείχνει μια πίστη στη διαχρονική αξία του έργου. Γι' αυτό το λόγο το εντοιχίζει, επειδή είναι βέβαιος πως κάποια στιγμή θα εκτιμηθεί στο μέλλον που ούτε αυτός, ούτε το μοντέλο αλλά ούτε κι η σύντροφός του θα είναι στη ζωή ώστε να νιώσουν άβολα με την αποκάλυψή του. Από την μια είναι σίγουρος πως το έργο είναι όντως εκπληκτικό, πεπεισμένος από την ταραχή του μοντέλου όταν το αντίκρισε αλλά από την άλλη αισθάνεται πως με την επιτυχία αυτή, προδίδει την σύντροφό του καθώς το αριστούργημά του ολοκληρώθηκε πάνω σε ένα προσχέδιο όπου είχε το πρόσωπο της γυναίκας του. Ο λόγος που έκανε αυτήν την "ιεροσυλία", στηρίχτηκε στην ιδέα πως έπρεπε να θυσιάσει ένα κομμάτι του παρελθόντος για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, χωρίς να υπολογίσει πως μ' αυτήν του την πράξη θα πλήγωνε άσχημα τον άνθρωπό του. Όμως με τη στάση του αυτή, επιβεβαιώνει κάποια λεγόμενά του κατά τη διάρκεια της έμπνευσης, όπου είχε ομολογήσει στο μοντέλο πως για να γίνουν κάποια έργα τέχνης διαχρονικά απαιτούν αίμα. Ίσως γι' αυτό το λόγο, μας αφήνει να διακρίνουμε ένα κομμάτι του πίνακα όπου επικρατεί το κόκκινο. Η λύση λοιπόν του εντοιχισμού, είναι μια ύστατη κίνηση για να διαφυλάξει τόσο την αξιοπρέπεια του μοντέλου, όσο και το σεβασμό προς την γυναίκα του αλλά και την ικανοποίησή του για την πολυπόθητη ολοκλήρωση του αριστουργήματός του.
Επίσης με την κίνησή του αυτή, αποτρέπει την μετατροπή του πίνακα σε ένα ακόμη εμπόρευμα για κάποιον αγνώμων πλούσιο συλλέκτη. Αποκαλύπτει λοιπόν στους υπόλοιπους ένα άλλο έργο του, παρουσιάζοντάς το ως το αριστούργημα που ήθελε μια ζωή να φτιάξει. Κατά κάποιον τρόπο, από δημιουργός μετατρέπεται σε έμπορο τόσο των έργων του όσο και του ίδιου του του εαυτού. Με απλά λόγια, ξεπέφτει αποζητώντας την οικονομική ικανοποίηση της δουλειάς του. Η απελπισία του επανέρχεται και γίνεται εμφανής στη συζήτηση που έχει με τον υποψήφιο συλλέκτη. Μέσα σε τρεις προτάσεις κι ένα απεγνωσμένο βλέμμα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την καλλιτεχνική παλάμη, φανερώνεται ο σκοτεινός κόσμος της μοντέρνας τέχνης. Καθώς ο συλλέκτης του λέει πως δεν έχει λόγια για να περιγράψει την ομορφιά του έργου, ο ζωγράφος πατά για να πει με υπεροπτικό ύφος πως η ζωγραφική δε χρειάζεται λόγια. Τότε επανέρχεται ο συλλέκτης λέγοντάς του πως μπορεί να μην υπάρχουν λόγια αλλά υπάρχουν αριθμοί. Με αυτά τα λόγια του κόβει τον αλαζονικό του αέρα και τον προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης του καλλιτεχνικού κόσμου. Έτσι, πέρα από το ξεγύμνωμα του μοντέλου, γινόμαστε μάρτυρες και του ξεγυμνώματος της περιβόητης μοντέρνας τέχνης που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα εργαλείο της πλούσιας αστικής τάξης αλλά και των ξεπεσμένων αριστοκρατικών στρωμάτων. Οι δημιουργοί χάνονται μέσα σε έννοιες και ιδέες που μοναδικό σκοπό έχουν στο να πουλήσουν το τομάρι τους όσο πιο ακριβά μπορούν. Στη συγκεκριμένη ταινία φαίνεται ξεκάθαρα αυτό με τον ζωγράφο να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Παρόλα αυτά, σώζει ένα κομμάτι από την υστεροφημία των καλλιτεχνών, κρατώντας φυλαγμένο το μοναδικό του αριστούργημα για τις επόμενες γενιές, ευελπιστώντας πως θα βρεθεί σε χέρια ανθρώπων που θα μπορέσουν να το εκτιμήσουν και να το αποκωδικοποιήσουν, όπως κατάφερε να κάνει εκείνος μαζί με το μοντέλο.
Σκηνοθετικά ο Ζακ Ριβέτ προσφέρει μια τετράωρη μυσταγωγική ωδή στη δημιουργία, όπου με τα χέρια του ζωγράφου Μπερνάρντ Ντιφούρ γινόμαστε κοινωνοί της γέννησης ενός έργου τέχνης. Τα προσχέδια πάνω στο λευκό χαρτί, οι πειραματισμοί στο κορμί του μοντέλου, οι συζητήσεις που μετατρέπονται σε εσώψυχες αποκαλύψεις, η επιλογή των τελικών σχεδίων ώσπου ο καλλιτέχνης να καταλήξει στο μοναδικό έργο που θα ολοκληρώσει.
Για την επίτευξη της παραπάνω ιεροτελεστίας, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι δυο πρωταγωνιστές με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους. Από την μια ο Μισέλ Πικολί, ως ένας ζωγράφος που στο λυκόφως της καριέρας του συνειδητοποιεί την αδιέξοδη ζωή του, κάτι που τον ωθεί να κλέψει λίγη από την ενέργεια της νεαρής κοπέλας. Από την άλλη, η Εμμανουέλ Μπεάρ αποθεώνει το κάλλος του γυναικείου σώματος και τον ερωτισμό του σαγηνευτικού της βλέμματος, προσφέροντας μια απίστευτα αινιγματική προσωπικότητα. Η ερωτική της διάθεση κι ο ναζιάρικος τσαμπουκάς της, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μάσκα που κρύβει την ανασφάλειά της αλλά και τον εύθραυστο εσωτερικό της κόσμο. Γι' αυτό ταράζεται όταν συνειδητοποιεί πως τελικά ένας άγνωστος γι' αυτήν άνθρωπος, καταφέρνει να εξωτερικεύσει όλες τις κρυμμένες τις πτυχές.
Όλη η μαγεία αυτής της τετράωρης ταινίας βρίσκεται στην απόκρυψη του αριστουργήματος. Ο σκηνοθέτης με αριστοτεχνικό τρόπο διατηρεί ως το τέλος το μυστήριο αυτού του χρόνια ποθητού πίνακα, προσφέροντας στους θεατές έναν εξαίρετο δοκιμιακό λόγο, με τον οποίον ολοκληρώνει το αινιγματικό ταξίδι της δημιουργικότητας.
Η "Ωραία Καβγατζού" είναι ένα πάντρεμα κινηματογράφου και ζωγραφικής αλλά και μια προειδοποίηση για το επικίνδυνο καθρέφτισμα της πραγματικής μας ζωής και του κρυφού μας εαυτού μέσα από ειλικρινή και ουσιώδη έργα τέχνης, ένα ρέκβιεμ για το τέλος των μεγάλων κι αληθινών δημιουργών αλλά και μια άκρως ερωτική εξύμνηση της γυναικείας ομορφιάς.
Βαθμολογία: 8/10