Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Ωραία Καβγατζού (1991)

 



Ήταν μέσα δεκαετίας του '90 που θυμάμαι τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά από την καμπυλωτή οθόνη της τηλεόρασης μαγεμένος και να απολαμβάνει την τέλεια ομορφιά ενός γυμνού γυναικείου σώματος σε μια από τις συχνότητες της δημόσιας τηλεόρασης. Έκτοτε μου έμεινε αποτυπωμένη στη μνήμη η σκηνή όπου το ημίφως ενός σκοτεινού ατελιέ ζωγραφικής ωθούσε το φωτισμένο από κάποια επουράνια πηγή φωτός, ονειρικό κορμί της Εμμανουέλ Μπεάρ έξω από την περιορισμένη τηλεοπτική οθόνη. Πολλές φορές έπεσε στο διάβα μου η συγκεκριμένη ταινία αλλά πάντα έδινα μια αδικαιολόγητη αναβολή στην προβολή της. Και να που τελικά πέρασαν δυο δεκαετίες για να μου δοθεί εν μέσω καραντίνας, η δυνατότητα να απολαύσω το τετράωρο πρωτότυπο δημιούργημα του Ζακ Ριβέτ με τον εξαιρετικό Μισέλ Πικολί στο ρόλο του ζωγράφου και την εξωπραγματική Εμμανουέλ Μπεάρ στο ρόλο του μοντέλου.
Η ιστορία μας ταξιδεύει σε μια όμορφη μικρή πόλη κοντά στα γαλλοελβετικά σύνορα, όπου παραθερίζουν ένας νεαρός ζωγράφος μαζί με την γοητευτική σύντροφό του. Ο λόγος της επίσκεψής τους σ' εκείνη τη μικρή πόλη είναι για να γνωρίσουν από κοντά έναν συνταξιούχο ζωγράφο, τον οποίον ο νεαρός έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Στη συνάντηση που θα γίνει, ο ηλικιωμένος ζωγράφος θα θαμπωθεί από την ομορφιά της συντρόφου του νεαρού, η παρουσία της οποίας θα του φέρει στη θύμηση τον καημό του για ένα έργο που ήθελε πριν αρκετά χρόνια να κάνει αλλά δεν είχε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να το ολοκληρώσει. 
Συνεπαρμένος ο νεαρός με την εξομολόγηση του ζωγράφου, θα προτείνει να ποζάρει η σύντροφός του, ευελπιστώντας πως η παρουσία της θα δώσει την αφορμή στον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη να ολοκληρώσει το πολυπόθητο αριστούργημά του. Όμως με την συνεργασία που θα ακολουθήσει, θα δημιουργηθεί ένας αλλοπρόσαλλος δεσμός μεταξύ του δημιουργού και του μοντέλου. Από την μια έχουμε την εντυπωσιακή ομορφιά της νεαρής συντρόφου που γοητεύεται από τη ματιά του ζωγράφου κι αποδέχεται την πρόσκληση χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες του "ξεγυμνώματός" της κι από την άλλη έχουμε έναν κορεσμένο δημιουργό που προσπαθεί να βρει το νόημα που χρόνια τώρα έχει χάσει αλλά εξακολουθεί απελπισμένα να το αναζητάει. 
Η αμηχανία των πρώτων συναντήσεων θα μετατραπεί σε ένα ξεγύμνωμα ψυχών. Η νεαρή κοπέλα μόλις νιώσει πιο απελευθερωμένη, θα πάρει πρωτοβουλίες στο στήσιμο του σώματός της ξεδιπλώνοντας παράλληλα σκοτεινές κι αθέατες πτυχές του παρελθόντος της. Μ' αυτόν τον τρόπο, προσφέρει στο ζωγράφο τα κατάλληλα ερεθίσματα για να ολοκληρώσει το έργο του. Εξάλλου όπως ο ίδιος δηλώνει, δεν ενδιαφέρεται για το σαγηνευτικό της σώμα αλλά γι' αυτό που κρύβει μέσα της. Κάθε τόσο την προειδοποιεί πως θα την κάνει χίλια κομμάτια για να την συναρμολογήσει ξανά, προσφέροντάς της μια πλήρης εικόνα του εαυτού της. Το θέμα όμως είναι κατά πόσον είναι εκείνη έτοιμη να αντικρίσει την καλά κρυμμένη της πραγματικότητα.
Όμως η διαδικασία της πραγμάτωσης αυτού του τόσο πολυπόθητου αριστουργήματος δεν είναι δοκιμασία μόνο για τον ζωγράφο και το μοντέλο αλλά και για τους συντρόφους τους. Από την μια η σύζυγος του ζωγράφου νιώθει το τέλμα της μακροχρόνιας συμβίωσής τους ενώ ο νεαρός αισθάνεται την απομάκρυνση της συντρόφου του απ' αυτόν. Τελικά, η ολοκλήρωση αλλά κι ηπαρουσίαση του έργου θα τους βρει όλους τελείως αλλαγμένους. 




Η "Ωραία Καβγατζού" είναι μια ιδιάζουσα κινηματογραφική περίπτωση. Χωρίς ερωτικές σκηνές (πέρα τα αισθησιακά γυμνά της Εμμανουέλ Μπεάρ), την βρήκα άκρως ερωτική ταινία. Χωρίς πλοκή καθώς κεντρικό της θέμα είναι η διαδικασία της γέννησης ενός αριστουργήματος, η ταινία καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μου ως το τέλος. Χωρίς πλούσιους διαλόγους, οι τίτλοι τέλους με άφησαν με αρκετούς προβληματισμούς. Κι έπειτα είναι αυτή η πρωτόγνωρη απολαυστική αίσθηση που μου πρόσφερε η μυσταγωγική διείσδυση στο σκοτεινό κόσμο των δημιουργών. 
Ωστόσο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αρλούμπες τις σκέψεις του ζωγράφου, ο οποίος απελπισμένος περιφέρεται μες στο ατελιέ του και συμπεριφέρεται άγαρμπα στο μοντέλο προσπαθώντας να βρει την επιθυμητή στάση που θέλει για το έργο του. Από την μια την ποθεί αλλά από την άλλη γνωρίζει πως δεν μπορεί να την έχει κι αυτό φαίνεται έντονα στη συμπεριφορά του. Η απελπισία του μεγαλώνει καθώς στις απέλπιδες προσπάθειές του να βρει την έμπνευση που αναζητά, αρχίζει να πέφτει στα μάτια του μοντέλου. Παράλληλα η κοπέλα αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση όσο συνειδητοποιεί πως το χάσμα με τον ζωγράφο είναι μικρό κι εύκολα προσπελάσιμο. 
Σ' αυτή λοιπόν τη δύσκολα συνεργάσιμη σχέση, άκουσα πολλές αερολογίες από τα χείλη του ζωγράφου. Ναι μεν ο λόγος του λυρικός σχεδόν ονειρικός, αλλά σου έδινε την εντύπωση πως δεν τα εννοούσε ή δεν τα πίστευε όλα αυτά που έλεγε και πως τα ξεστόμιζε μόνο και μόνο για να καλύψει το δημιουργικό του κενό. Μάλιστα, η χροιά της φωνής του όταν της λέει πως θα την διαλύσει σε πολλά κομμάτια για να την ξαναενώσει, του δίνει μία έπαρση που συνηθίζουμε να συναντάμε σε σύγχρονους ζωγράφους, οι οποίοι με σνομπισμό μας λένε πως η τέχνη είναι για λίγους όταν εμείς αναρωτιόμαστε για την κενότητα των έργων τους. 
Όμως όλη αυτή η αρνητική εικόνα που σχηματίζουμε για τον ζωγράφο κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να δημιουργήσει το αριστούργημα που τόσα χρόνια ποθεί, σβήνει μεμιάς όταν γίνονται τα αποκαλυπτήρια του έργου. Παρόλο που είχε προειδοποιήσει το μοντέλο πως η αλήθεια είναι σκληρή κι ότι πάντα οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι γι' αυτό που θα αντικρίσουμε όταν κάποιος στρέψει τον καθρέφτη προς τα εσώψυχά μας, εκείνη θα σοκαριστεί, θα θυμώσει και θα φύγει τρέχοντας από το ατελιέ. Με τη στάση της αυτή, καταδικάζει το τελικό αποτέλεσμα. Το ολοκληρωμένο του έργο δε θα παρουσιαστεί ποτέ τόσο σε μας τους θεατές όσο και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς τα δυο εμπλεκόμενα πρόσωπα αποφασίζουν με έναν σιωπηλό τηλεπαθητικό τρόπο να παραμείνει ως ένας κρυφός διάλογος μεταξύ δημιουργού και μοντέλου. Μια μυστική εξομολόγηση που δεν πρέπει να δει κανείς άλλος. 
Γι' αυτόν τον λόγο ο ζωγράφος παίρνει την απόφαση να κρύψει τον πίνακα μέσα στον τοίχο. Μια επιλογή που θεωρώ πως βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες. Πρώτα απ' όλα δείχνει μια πίστη στη διαχρονική αξία του έργου. Γι' αυτό το λόγο το εντοιχίζει, επειδή είναι βέβαιος πως κάποια στιγμή θα εκτιμηθεί στο μέλλον που ούτε αυτός, ούτε το μοντέλο αλλά ούτε κι η σύντροφός του θα είναι στη ζωή ώστε να νιώσουν άβολα με την αποκάλυψή του. Από την μια είναι σίγουρος πως το έργο είναι όντως εκπληκτικό, πεπεισμένος από την ταραχή του μοντέλου όταν το αντίκρισε αλλά από την άλλη αισθάνεται πως με την επιτυχία αυτή, προδίδει την σύντροφό του καθώς το αριστούργημά του ολοκληρώθηκε πάνω σε ένα προσχέδιο όπου είχε το πρόσωπο της γυναίκας του. Ο λόγος που έκανε αυτήν την "ιεροσυλία", στηρίχτηκε στην ιδέα πως έπρεπε να θυσιάσει ένα κομμάτι του παρελθόντος για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, χωρίς να υπολογίσει πως μ' αυτήν του την πράξη θα πλήγωνε άσχημα τον άνθρωπό του. Όμως με τη στάση του αυτή, επιβεβαιώνει κάποια λεγόμενά του κατά τη διάρκεια της έμπνευσης, όπου είχε ομολογήσει στο μοντέλο πως για να γίνουν κάποια έργα τέχνης διαχρονικά απαιτούν αίμα. Ίσως γι' αυτό το λόγο, μας αφήνει να διακρίνουμε ένα κομμάτι του πίνακα όπου επικρατεί το κόκκινο. Η λύση λοιπόν του εντοιχισμού, είναι μια ύστατη κίνηση για να διαφυλάξει τόσο την αξιοπρέπεια του μοντέλου, όσο και το σεβασμό προς την γυναίκα του αλλά και την ικανοποίησή του για την πολυπόθητη ολοκλήρωση του αριστουργήματός του. 




Επίσης με την κίνησή του αυτή, αποτρέπει την μετατροπή του πίνακα σε ένα ακόμη εμπόρευμα για κάποιον αγνώμων πλούσιο συλλέκτη. Αποκαλύπτει λοιπόν στους υπόλοιπους ένα άλλο έργο του, παρουσιάζοντάς το ως το αριστούργημα που ήθελε μια ζωή να φτιάξει. Κατά κάποιον τρόπο, από δημιουργός μετατρέπεται σε έμπορο τόσο των έργων του όσο και του ίδιου του του εαυτού. Με απλά λόγια, ξεπέφτει αποζητώντας την οικονομική ικανοποίηση της δουλειάς του. Η απελπισία του επανέρχεται και γίνεται εμφανής στη συζήτηση που έχει με τον υποψήφιο συλλέκτη. Μέσα σε τρεις προτάσεις κι ένα απεγνωσμένο βλέμμα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την καλλιτεχνική παλάμη, φανερώνεται ο σκοτεινός κόσμος της μοντέρνας τέχνης. Καθώς ο συλλέκτης του λέει πως δεν έχει λόγια για να περιγράψει την ομορφιά του έργου, ο ζωγράφος πατά για να πει με υπεροπτικό ύφος πως η ζωγραφική δε χρειάζεται λόγια. Τότε επανέρχεται ο συλλέκτης λέγοντάς του πως μπορεί να μην υπάρχουν λόγια αλλά υπάρχουν αριθμοί. Με αυτά τα λόγια του κόβει τον αλαζονικό του αέρα και τον προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης του καλλιτεχνικού κόσμου. Έτσι, πέρα από το ξεγύμνωμα του μοντέλου, γινόμαστε μάρτυρες και του ξεγυμνώματος της περιβόητης μοντέρνας τέχνης που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα εργαλείο της πλούσιας αστικής τάξης αλλά και των ξεπεσμένων αριστοκρατικών στρωμάτων. Οι δημιουργοί χάνονται μέσα σε έννοιες και ιδέες που μοναδικό σκοπό έχουν στο να πουλήσουν το τομάρι τους όσο πιο ακριβά μπορούν. Στη συγκεκριμένη ταινία φαίνεται ξεκάθαρα αυτό με τον ζωγράφο να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Παρόλα αυτά, σώζει ένα κομμάτι από την υστεροφημία των καλλιτεχνών, κρατώντας φυλαγμένο το μοναδικό του αριστούργημα για τις επόμενες γενιές, ευελπιστώντας πως θα βρεθεί σε χέρια ανθρώπων που θα μπορέσουν να το εκτιμήσουν και να το αποκωδικοποιήσουν, όπως κατάφερε να κάνει εκείνος μαζί με το μοντέλο.
Σκηνοθετικά ο Ζακ Ριβέτ προσφέρει μια τετράωρη μυσταγωγική ωδή στη δημιουργία, όπου με τα χέρια του ζωγράφου Μπερνάρντ Ντιφούρ γινόμαστε κοινωνοί της γέννησης ενός έργου τέχνης. Τα προσχέδια πάνω στο λευκό χαρτί, οι πειραματισμοί στο κορμί του μοντέλου, οι συζητήσεις που μετατρέπονται σε εσώψυχες αποκαλύψεις, η επιλογή των τελικών σχεδίων ώσπου ο καλλιτέχνης να καταλήξει στο μοναδικό έργο που θα ολοκληρώσει. 
Για την επίτευξη της παραπάνω ιεροτελεστίας, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι δυο πρωταγωνιστές με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους. Από την μια ο Μισέλ Πικολί, ως ένας ζωγράφος που στο λυκόφως της καριέρας του συνειδητοποιεί την αδιέξοδη ζωή του, κάτι που τον ωθεί να κλέψει λίγη από την ενέργεια της νεαρής κοπέλας. Από την άλλη, η Εμμανουέλ Μπεάρ αποθεώνει το κάλλος του γυναικείου σώματος και τον ερωτισμό του σαγηνευτικού της βλέμματος, προσφέροντας μια απίστευτα αινιγματική προσωπικότητα. Η ερωτική της διάθεση κι ο ναζιάρικος τσαμπουκάς της, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μάσκα που κρύβει την ανασφάλειά της αλλά και τον εύθραυστο εσωτερικό της κόσμο. Γι' αυτό ταράζεται όταν συνειδητοποιεί πως τελικά ένας άγνωστος γι' αυτήν άνθρωπος, καταφέρνει να εξωτερικεύσει όλες τις κρυμμένες τις πτυχές.
Όλη η μαγεία αυτής της τετράωρης ταινίας βρίσκεται στην απόκρυψη του αριστουργήματος. Ο σκηνοθέτης με αριστοτεχνικό τρόπο διατηρεί ως το τέλος το μυστήριο αυτού του χρόνια ποθητού πίνακα, προσφέροντας στους θεατές έναν εξαίρετο δοκιμιακό λόγο, με τον οποίον ολοκληρώνει το αινιγματικό ταξίδι της δημιουργικότητας. 
Η "Ωραία Καβγατζού" είναι ένα πάντρεμα κινηματογράφου και ζωγραφικής αλλά και μια προειδοποίηση για το επικίνδυνο καθρέφτισμα της πραγματικής μας ζωής και του κρυφού μας εαυτού μέσα από ειλικρινή και ουσιώδη έργα τέχνης, ένα ρέκβιεμ για το τέλος των μεγάλων κι αληθινών δημιουργών αλλά και μια άκρως ερωτική εξύμνηση της γυναικείας ομορφιάς. 


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Σύννεφα του Μάη (1999)

 



Είναι δύσκολο να κρύψω τις αδυναμίες που έχω σε κάποιους σκηνοθέτες, ειδικά στον πολυαγαπημένο Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Έχοντας δει όλες τις υπέροχες ταινίες της ως τώρα πλούσιας φιλμογραφίας του, μου έλειπαν οι δυο πρώτες μεγάλου μήκους του, τις οποίες με τη βοήθεια καλών φίλων κατάφερα να βρω και να εισχωρήσω στον ονειρικό λυρικό του κόσμο. Εδώ θα αναφερθώ στα "Σύννεφα του Μάη", μια σπάνια αυτοβιογραφική ταινία που αποκτά άλλη υπόσταση καθώς ο διάσημος Τούρκος σκηνοθέτης βάζει τους ίδιους του τους γονείς να ερμηνεύσουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. 
Η ιστορία αναφέρεται σε έναν άνδρα που μαζεύει υλικό για να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία. Στην προσπάθειά του αυτή, επιστρέφει στη γενέτειρά του προσπαθώντας να πείσει τους γονείς του να πάρουν μέρος στην ταινία αλλά και να βρει μέσα από τις κουβέντες συγγενών και γνωστών του, διάφορα ερεθίσματα για το σενάριο. Γι' αυτόν τον λόγο κουβαλάει μαζί του μια κάμερα. Όμως το κόκκινο λαμπάκι που φωτίζει πάνω από το φακό και γίνεται αντιληπτό, κάνει τους γύρω του να κλειστούν κι άλλο στο προστατευτικό τους καβούκι. 
Στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να βρει τόπους και πρόσωπα, ο σκηνοθέτης χάνει σημαντικές μικρές στιγμές που ομορφαίνουν με έναν ανιδιοτελή τρόπο τη ζωή των ανθρώπων. Αντί για ουσιώδης επικοινωνία, μετατρέπεται σε απλό περαστικό από την ήρεμη καθημερινότητα της υπαίθρου. Μέσα σ' αυτήν την σιωπηλή του περιπλάνηση, βιώνει μια δυνατή σκηνή που όμως δεν αντιλαμβάνεται. Αναφέρομαι στη συνάντησή του με έναν μακρινό του θείο από τον οποίον ζητά να απαγγείλει ένα κείμενο καθώς θα τον βιντεοσκοπεί, αγνοώντας το δράμα που κουβαλάει ο συγκεκριμένος άνθρωπος καθώς είχε χάσει τη γυναίκα του πρόσφατα. Η ευγενική φυσιογνωμία του θείου καθώς κι η καλοσυνάτη του κουβέντα δε συγκινούν τον νεαρό σκηνοθέτη που έχει επικεντρωθεί στην ολοκλήρωση του έργου του. 




Σε αντίθεση με τον ονειροπόλο σκηνοθέτη που δείχνει μια τάση άρνησης προς την ενηλικίωση, οι υπόλοιποι άνθρωποι που τον συναναστρέφονται, κουβαλούν τα δικά τους προβλήματα. Ένας μεγάλος του ανιψιός που απέτυχε να μπει σε κάποιο πανεπιστήμιο, προσπαθεί να φύγει στην Κωνσταντινούπολη πιστεύοντας πως η ζωή εκεί είναι καλύτερη. Ακούγοντας τα λόγια του σκηνοθέτη καθώς και τις αβάσιμες υποσχέσεις του πως θα τον βοηθήσει να βρει κάποια απασχόληση στην Πόλη, παρατάει την δουλειά που έχει σε ένα τοπικό εργοστάσιο και τον ακολουθεί ως βοηθός στα γυρίσματα της ταινίας του. 
Από την άλλη, ο πατέρας του σκηνοθέτη προσπαθεί να περισώσει την ιδιοκτησία κάποιων χωραφιών του αλλά και τα δέντρα που υπάρχουν στα εδάφη του, καθώς το κράτος απαιτεί την υλοτόμησή τους για να αναγνωρίσει τις εκτάσεις αυτές ως περιουσιακά του στοιχεία. Βυθισμένος σ' αυτό το χρόνιο άγχος προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό του τούρκικου κράτους, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις ανάγκες του γιου του που θέλει να γίνει σκηνοθέτης. Αυτό φαίνεται και σε μια κουβέντα που κάνει με τη γυναίκα του, λέγοντάς της πως το παιδί τους επιδιώκει να κάνει μια ακόμη ταινία που δε θα του φέρει λεφτά. 
Τέλος, είναι κι ο μικρότερος ανιψιός του σκηνοθέτη, ο Αλί. Ένας γλυκύτατος πιτσιρικάς που ζει στους δικούς του μαθητικούς ρυθμούς χωρίς τις έγνοιες και τα άγχη των μεγάλων. Ο μικρός έχει ένα πάθος με τη μουσική, μ' αποτέλεσμα να μαγεύεται με κάθε τι που παράγει μελωδία όπως ο αναπτήρας ενός που παίζει μουσική κάθε φορά που ανάβει. Μοναδικός του στόχος είναι να διατηρήσει με κάθε τίμημα ένα αυγό ακέραιο μέσα στη τσέπη της μαθητικής του ποδιάς για σαράντα μέρες ώστε να λάβει από τη θεία του ως βραβείο ένα μουσικό ρολόι χειρός.  
Όλοι αυτοί οι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες θα προσπαθήσουν φιλότιμα να συνεργαστούν για την ολοκλήρωση της ταινίας. Κρυμμένοι μες στο δασάκι του πατέρα του σκηνοθέτη, θα συνειδητοποιήσουν πως είναι δύσκολο τελικά να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν οι προσδοκίες του καθενός. Άπραγοι, κουβαλώντας ο καθένας τη δικιά του απογοήτευση, θα επιστρέψουν στην καθημερινή ρουτίνα. Μόνο ο πατέρας θα μείνει πίσω, ο οποίος μέσα από απλές συμβολικές πράξεις θα αποδείξει πως τα δικά του ιδανικά έχουν μια ανιδιοτέλεια που αγγίζει το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης. 




Αυτό που με συγκίνησε πολύ στη συγκεκριμένη ταινία είναι η συγκινητική κινηματογραφική υπόσχεση που δίνει ο πρώιμος Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Μια υπόσχεση που εξαργυρώθηκε με τα λυρικά αριστουργήματα που μας πρόσφερε στην μετέπειτα πορεία του. Τα εντυπωσιακά πλάνα που χάνονται στο βάθος με την γοητευτική ηρεμία της φύσης, τα εκφραστικά βουβά πρόσωπα, τα πλούσια σε συναισθήματα βλέμματα, η σπάνια ευγένεια των ανθρωπίνων σχέσεων, οι λιτοί αλλά ουσιώδεις διάλογοι. Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται ακόμη και μέσα σ' αυτήν την τόσο γλυκιά ταινία του. 
Επίσης, στα "Σύννεφα του Μάη" υπάρχουν αρκετές σκηνές αξιομνημόνευτες που άνετα μπορούν να συγκριθούν με τα επόμενα αριστουργήματά του όπως την "Χειμερία Νάρκη", τα "Κλίματα Αγάπης", το "Μακριά" και το "Κάποτε στην Ανατολία". Μια απ' αυτές είναι η σκηνή που κλωτσάει ο πιτσιρικάς το καλάθι με τις ντομάτες, βλέποντάς τις να κυλάνε στην πλαγιά γεμάτος θυμό κι ικανοποίηση. Με αυτήν την τόσο ποιητική σκηνή, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει την βουβή οργή των νέων απέναντι στην καταπίεση που δέχονται ζώντας μες στις κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου. Η κλωτσιά του μικρού προς το καλάθι με τις ντομάτες είναι μια πρώτη πράξη αντίδρασης απέναντι σε ένα κατεστημένο που τον πνίγει και πιθανόν μεταγενέστερα τον αλλοιώσει. 
Παράλληλα, η ταινία αυτή είναι ένας ύμνος του Τσεϊλάν προς τον πατέρα του. Όπως ο ίδιος είχε τονίσει σε μια συνέντευξή του, θαύμαζε τη σοφία και την ωριμότητα του κι ήθελε πολύ να παρουσιάσει τη σχέση που είχε αυτός ο άνθρωπος με τη γη και τους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου το κατάφερε. Ο πατέρας του ήρωα αλλά και του ίδιου του σκηνοθέτη, παίζει με έναν τόσο ειλικρινή και ζεστό τρόπο που αμέσως μετατρέπεται σ' ένα πρόσωπο οικείο και τρυφερό. Επιστέγασμα της σοφίας του είναι η τελευταία σκηνή όπου περιποιείται το δικό του δασάκι. Τον δικό του επίγειο παράδεισο.  Έχω την εντύπωση πως την ίδια προσωπικότητα στη συναντάμε ξανά στο πρόσωπο του πατέρα του πρωταγωνιστή στην εκπληκτική "Άγρια Αχλαδιά". 
Ο λόγος που λάτρεψα τη συγκεκριμένη ταινία είναι η τότε ελπίδα που άφησε με την εμφάνιση ενός νέου σπουδαίου δημιουργού κι οι ειλικρινείς διακριτικές του υποσχέσεις για τις μελλοντικές του δημιουργίες. Είναι η ποιητική του ματιά στις μικρές όμορφες στιγμές που αφήνουμε να περάσουν μέσα από τα χέρια μας ανεπιστρεπτί αλλά κι ένα μάθημα στο να έχουμε τις κεραίες μας πάντα ανοιχτές καθώς η ομορφιά βρίσκεται γύρω μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, βυθισμένοι μέσα σε ένα ατέρμονο κι ανούσιο άγχος. Τα "Σύννεφα του Μάη" είναι ένα μικρό διακριτικό διαμαντάκι, προπομπός των λυρικών αριστουργημάτων που ακολούθησαν. 


Βαθμολογία: 8/10

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Τα Χελιδόνια της Καμπούλ (2019)

 


Έχει πλέον καθιερωθεί ως κινηματογραφική παράδοση να απολαμβάνω κάθε χρόνο κάμποσα αξιόλογα animation, τα οποία χρόνο με το χρόνο κερδίζουν όλο και περισσότερους κινηματογραφόφιλους. Ένα απ' αυτά είναι τα "Χελιδόνια της Καμπούλ", ένα συγκινητικό χειροποίητo animation που ασχολείται με την μεταπολεμική δεκαετία του '90 στο Αφγανιστάν, όπου η επικράτηση των Ταλιμπάν βυθίζει ένα ολόκληρο έθνος σε έναν επικίνδυνο θρησκευτικό σκοταδισμό. 
Τα "Χελιδόνια της Καμπούλ" βασίστηκαν στο best-sheller του Αλγερινού Γιασμίνα Κάντρα (το κανονικό του όνομα είναι Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ αλλά χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο αυτό για να τιμήσει τη μνήμη της γυναίκα του) πάνω στο οποίο πάτησε η σκηνοθέτης Ζαμπού Μπρεϊτμάν, η οποία μαζί με την καρτουνίστα Ελεά Γκομπέ-Μεβελέκ (τα σχέδιά της αποτελούνται από νερομπογιές) πρόσφεραν το συγκεκριμένο animation. 
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δυο τελείως διαφορετικά ζευγάρια των οποίων οι ζωές θα μπερδευτούν φτάνοντας σε ένα σπαρακτικό φινάλε. Από την μια είναι ο Ατίκ ένας πρώην μουτζαχεντίν που τραυματίστηκε στις μάχες κατά των Σοβιετικών και πλέον δουλεύει ως δεσμοφύλακας στη πτέρυγα θανατοποινιτών στις γυναικείες φυλακές της πόλης ενώ παράλληλα περιθάλπει την καρκινοπαθή γυναίκα του. Η χρόνια κι ανίατη ασθένεια της καθώς κι οι καθημερινές εκτελέσεις των γυναικών από τους φανατικούς ισλαμιστές, θα τον μετατρέψουν σε έναν άνθρωπο χωρίς συναισθήματα αλλά και διάθεση για ζωή. 
Από την άλλη έχουμε ένα νεαρό ζευγάρι, τον Μουσέν που είναι ένας άνεργος δάσκαλος και την άκρως μοντέρνα και προοδευτική σύζυγό του Ζουνάιρα. Οι δύο νέοι που σπούδασαν ιστορία, δυσκολεύονται να εγκλιματιστούν στις νέες συνθήκες κι αναζητούν έναν τρόπο διαφυγής τόσο από την καθημερινότητα όσο κι από την ίδια τους την χώρα. Όμως η αγάπη τους θα κλονιστεί όταν ο νεαρός θα συμμετάσχει στον λιθοβολισμό μέχρι θανάτου μιας πόρνη ενώ λίγες μέρες μετά η σύντροφός του θα αναγκαστεί από τους ταλιμπάν να τον περιμένει κάτω από το λιοπύρι όσο εκείνος προσεύχεται στο τζαμί. 
Οι ζωές των δυο ζευγαριών θα μπερδευτούν μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μουσέν, για τον οποίον θα κατηγορηθεί η Ζουνάιρα. Οδηγούμενη στην πτέρυγα των μελλοθανάτων, η νεαρή κοπέλα θα γνωριστεί με τον Ατίκ. Ο δεσμοφύλακας θα μαγευτεί από την ομορφιά της, κάτι που θα επαναφέρει τα ναρκωμένα του συναισθήματα. Αυτή η ψυχική αναζωογόνηση θα τον οδηγήσει σε μια προσωπική έρευνα σχετικά με το φονικό, όπου θα πειστεί για την αθωότητά της. Όμως είναι αδύνατον να την σώσει καθώς το καθεστώς των Ταλιμπάν έχει μετατραπεί σε ένα ισχυρό παρακράτος με το οποίο κανείς δεν μπορεί να τα βάλει. Κι ενώ έχει βυθιστεί σε μια νέα απόγνωση, μια ανέλπιστη πράξη θα συμβεί, για να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην κοπέλα. 




Τα "Χελιδόνια της Καμπούλ" θα μπορούσαν να αναγνωστούν ως ένα θεματικό ντοκιμαντέρ βγάζοντας το πέπλο της μυθοπλασίας. Μία καταγραφή της περιόδου όπου οι μουτζαχεντίν που είχαν πολεμήσει τους Σοβιετικούς, παραχωρούν τη θέση τους στους φανατικούς ταλιμπάν. Παρακολουθούμε το φανατισμένο τους θρησκευτικό λόγο και το ατέρμονο μίσος τόσο προς τις γυναίκες όσο και προς τη Δύση. Κατά κάποιον τρόπο, η συγκεκριμένη ταινία προσπαθεί να επαναφέρει τον συγκεκριμένο όρο, τον οποίον καταφέραμε στην Ελλάδα να τον συσχετίσουμε με την γραφικότητα και το μπάχαλο, αφαιρώντας βλακωδώς από πάνω του τον σκοταδισμό και την θανάσιμη ιστορία που κουβαλάει. 
Παράλληλα, η ταινία αυτή μετατρέπεται σε μια απρόβλεπτη κραυγή για τη γυναικεία αξιοπρέπεια κι ελευθερία που συντρίβεται κάτω από έναν άγριο φονταμενταλισμό, καθώς μαζί με την χώρα στενάζουν κι όλες οι γυναίκες που κατοικούν εκεί. Η ζωή τους κρέμεται από μια λεπτή κλωστή που μπορεί να κοπεί ανά πάσα στιγμή, αν βρεθούν αντιμέτωπες με την κρίση κάποιου παρανοϊκού ταλιμπάν. Ένας παραλογισμός που ακόμη και στο animation δείχνει απάνθρωπος και σκληρός. 
Επίσης, η στιγμιαία σύγκριση του παρελθόντος με το οπισθοδρομικό παρόν, φανερώνει τον οριστικό θάνατο της προόδου και της ελευθερίας σε έναν τόπο που βιώνει εδώ κι αιώνιες πολεμικής κατάστασης. Τα λεηλατημένα πανεπιστήμια, τα ερειπωμένα βιβλιοπωλεία, τα μισογκρεμισμένα σινεμά, η απαγόρευση της κυκλοφορίας των γυναικών αν δε συνοδεύονται με τον άνδρα ή τον κηδεμόνα τους, η αυστηρή απαγόρευση της μουσικής κι άλλα πολλά, αποτυπώνουν την κοινωνική και ηθική κατρακύλα της αφγανικής κοινωνίας. Το εφιαλτικότερο όμως κομμάτι της όλης ιστορίας είναι η εξοικείωση των μικρών παιδιών με τη βία, όπως γίνεται ξεκάθαρο στην εκτέλεση της πόρνης. 
Σκηνοθετικά, η ταινία περνάει το μήνυμά της με πολλούς συμβολικούς τρόπους. Πρώτα απ' όλα, η ομορφιά της κοπέλας που συμβολίζει το όραμα αλλά και την όρεξη για ένα καλύτερο αύριο, κυριαρχεί μες στο πολυπληθές άσχημο πλήθος που αντιπροσωπεύει το θρησκευτικό σκοταδισμό. Δεν είναι τυχαίο που το βλέμμα της είναι αυτό που μένει έντονο στη μνήμη μας μετά το πέρας της ταινίας κι όχι άδικα καθώς όλο το υπόλοιπο σκηνικό αποκτά μια τελείως φλου όψη πιθανόν εσκεμμένα καθώς οι δημιουργοί προσπαθούν να παρουσιάσουν το ξεθώριασμα μιας κοινωνίας που αργοπεθαίνει κάτω από τον καυτό ήλιο της κεντρικής Ασίας. Πέρα από τις έντονες πινελιές στη μορφή της πρωταγωνίστριας, τα μοναδικά στοιχεία που ξεχωρίζουν έτσι είναι η καμπουριαστή μορφή του γέρου που θέλει να φύγει από τη χώρα καθώς δεν αντέχει να την βλέπει να μαραζώνει (ίσως η μόνη λογική φωνή της ιστορίας) και τα χελιδόνια ως τα μόνα πλάσματα που εξακολουθούν να πετούν ελεύθερα στον μαρασμένο τόπο.
Παρά τα πολλά σεναριακά κλισέ, τα "Χελιδόνια της Καμπούλ" καταφέρνουν να περάσουν ένα έντονο πολιτικό μήνυμα, προσπαθώντας με απλά λόγια να εξηγήσουν πόσο εύθραυστες αξίες είναι η δημοκρατία κι η ατομική ελευθερία. Επίσης δείχνει πόσο εύκολα μπορεί να χαλιναγωγηθεί τόσο η δικαιοσύνη όσο κι ολόκληρη η κοινωνία με την επιβολή του τρόμου. Στο μόνο που αιθεροβατεί η ιστορία, είναι που πιστεύει πως η αγάπη μπορεί να σώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε καιρούς σκοτεινούς. Από την μια είναι μια σκέψη ελπιδοφόρα αλλά από την άλλη δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί. 
Τα "Χελιδόνια της Καμπούλ" είναι ένα σπάνιο animation, το οποίο ενώ χρησιμοποιεί γλυκές κι απαλές πινελιές παρουσιάζει ένα πολύ σκληρό κι απάνθρωπο περιεχόμενο. 

Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Κύριος Κλάιν (1976)

 



Και να που μπήκαμε σε μια νέα περίοδος καραντίνας που η διάρκειά της θα φανεί στην πορεία, κάτι που συνεπάγεται με μια νέα φάση προβολής παλιών ταινιών που δεν είχα δει ως τώρα. Την αρχή αυτής της νέας σειράς κινηματογραφοφιλικού εμπλουτισμού, μου την πρόσφερε το Κανάλι της Βουλής (που είναι το μοναδικό πλέον κανάλι που ακόμη βλέπεται από τον εγχώριο τηλεοπτικό χώρο) με την εκπληκτική καφκικού ύφους ταινία, "Ο Κύριος Κλάιν" του Τζόζεφ Λόουζι με έναν εξαιρετικό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, Αλέν Ντελόν.  
Η ιστορία μας γυρνάει στο 1942, στην καρδιά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με το Παρίσι να βρίσκεται κάτω από την Κατοχή των Γερμανών ναζί. Ο σκηνοθέτης αποφασίζει να μας εισχωρήσει αμέσως στο σκοτεινό κλίμα της περιόδου αυτής, με την εξονυχιστική εξέταση που κάνει ένας γιατρός σε μια Εβραία. Οι αναλύσεις του αλλά κι η επιχειρηματολογία του στο να αποδείξει την φυλετική κατωτερότητα των Εβραίων, μαρτυρά το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει οι Γερμανοί και λοιποί Ευρωπαίοι ναζί σε Εβραίους, τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους κι άλλα κοινωνικά και φυλετικά στρώματα που τα θεωρούσαν υποδεέστερα της άριας φυλής. 
Μέσα σ' αυτήν την τόσο ζοφερή περίοδο, ο κύριος Ρόμπερτ Κλάιν πλουτίζει ως συλλέκτης έργων τέχνης, αγοράζοντας σε εξευτελιστική τιμή, σπουδαία έργα τέχνης διωκόμενων Εβραίων, οι οποίοι τα "σκοτώνουν" προσπαθώντας να βρουν οικονομικούς πόρους για να διαφύγουν. Όμως η ήρεμη και πολυτελή ζωή του, θα γκρεμιστεί όταν θα βρει έξω από την πόρτα του μια εφημερίδα που προορίζεται κυρίως σε Εβραίους συνδρομητές. Πηγαίνοντας στις εκδόσεις της εφημερίδας για να επιλύσει το μπέρδεμα, θα μάθει πως στο Παρίσι υπάρχει ένας ακόμη κάτοικος με το ίδιο όνομα που είναι Εβραίος. 
Ο κύριος Ρόμπερτ Κλάιν θα απευθυνθεί στην γαλλική αστυνομία που ασχολείται με το εβραϊκό ζήτημα, για να διορθωθεί το μπλέξιμο που έχει προκύψει. Όσο όμως η γαλλική αστυνομία δυσκολεύεται να βρει τον Εβραίο κύριο Ρόμπερτ Κλάιν, τόσο αρχίζει να υποψιάζεται τον Γάλλο συλλέκτη έργων τέχνης. Παράλληλα, ο πρωταγωνιστής ταξιδεύει στο Στρασβούργο για να επισκεφθεί τον πατέρα του και να του ζητήσει τα πιστοποιητικά του γενεαλογικού τους δέντρου. Όσο όμως δυσκολεύεται να βρει τα πιστοποιητικά, τόσο στενεύει ο κλοιός γύρω του μέχρι που ο κύριος Κλάιν γίνεται ξαφνικά διωκόμενος, ζώντας πια στο πετσί του το δράμα των Εβραίων συμπολιτών του που μέχρι τότε τον έβρισκαν όχι μόνο αδιάφορο αλλά κι ωφελούμενο. 
Παρόλο που θα βρει έναν τρόπο διαφυγής από το Παρίσι μέχρι να περάσει η μπόρα, ο κύριος Κλάιν θα μείνει στη γαλλική πρωτεύουσα προσπαθώντας να εξακριβώσει μόνος του το μυστήριο του συνονόματού του αλλά και να ανακαλύψει και την δικιά του πραγματική ταυτότητα καθώς έχει αρχίσει να 'χει κι ο ίδιος αμφιβολίες για τον εαυτό του. Παράλληλα αρχίζει να χάνει την εμπιστοσύνη του απέναντι στους ανθρώπους που έχει γύρω του. Όσο όμως προσεγγίζει τον μυστηριώδη συνονόματό του, τόσο πιο βαθιά πέφτει στη παγίδα που του έχει στηθεί. Το μοιραίο του λάθος το αντιλαμβάνεται τελευταία στιγμή και μόνο τότε συνειδητοποιεί πως θύμα του φασισμού μπορεί να πέσει ο καθένας, ακόμη κι αυτός που γυρνάει την πλάτη στο δράμα των συνανθρώπων του.




Ο "Κύριος Κλάιν" προσφέρει ένα πρωτόγνωρο πάντρεμα πολιτικού θρίλερ, ψυχολογικού δράματος κι ιστορικής μαρτυρίας ενδεδυμένα και τα τρία μαζί σε μια μυστηριώδης καφκική ατμόσφαιρα, κάτι που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες του πολιτικοποιημένου σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι, ο οποίος ως θύμα του μακαρθισμού και της μαύρης λίστας του Χόλυγουντ για τις μαρξιστικές του ιδέες, κατέφυγε διωκόμενος στην Ευρώπη για να γλιτώσει και να συνεχίσει την κινηματογραφική του καριέρα. 
Η πρώτη του γαλλόφωνη ταινία σε παραγωγή Αλέν Ντελόν και σενάριο Κώστα Γαβρά, θα μετατραπεί σε ένα ηχηρό κατηγορώ για τη στάση των Γάλλων απέναντι στους Γαλλοεβραίους συμπολίτες του παρουσιάζοντας με έναν άκρως αλληγορικό τρόπο το ζήτημα των εβραϊκών διώξεων στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γι' αυτόν τον λόγο η ταινία αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στη γαλλική κοινότητα. Κατά κάποιον τρόπο ο "Κύριος Κλάιν" είναι ο Γάλλος "κυρ-Παντελής" που αδιαφορεί ή επωφελείται από τις συνέπειες μιας κοινωνικοπολιτικής κρίσης μέχρι που γίνεται κι αυτός θύμα της. 
Με αυτήν την ταινία, ο Αλέν Ντελόν κερδίζει την εκτίμησή μου (θεωρώ πως είναι ο δεύτερη καλύτερη ερμηνεία του μετά το αξεπέραστο "Ο Ρόκο και τ' αδέλφια του") επιλέγοντας να ερμηνεύσει έναν κυνικό κι αδίστακτο χαρακτήρα που ανήκει στην ελίτ της γαλλικής κοινωνίας, η οποία αδιαφόρησε τόσο με την γερμανική κατοχή όσο και με το δράμα των Εβραίων. Γι' αυτόν τον λόγο, στο πρόσωπο του κυρίου Κλάιν συσσωρεύεται ολόκληρη η ευθύνη της αστικής τάξης, η οποία κατά τη διάρκεια της Κατοχής δεν δίστασε να συνεργαστεί με τους Ναζί, στέλνοντας απρόσκοπτα τους Εβραίους πολίτες της στην κόλαση του Άουσβιτς (ακριβώς παρόμοια ιστορία μ' αυτήν των Εβραίων της Θεσσαλονίκης). 
Το ανατριχιαστικό της όλης υπόθεσης είναι πως σε κανένα σημείο της ταινίας, δε φαίνεται εμπαθής ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Αντιθέτως η συμπαθητική του φυσιογνωμία, μας παρασέρνει στο άγχος του να λύσει το μυστήριο που τον βασανίζει και τον οδηγεί σε μια θανάσιμη παγίδα. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να μας δείξει πως το πρόσωπο του φασισμού είναι πολυεπίπεδο, κάνοντάς το πολλές φορές αδιόρατο. Εξάλλου πόσους ανθρώπους έχουμε κι εμείς γνωρίσει στην πρόσφατη καθημερινότητά μας, που σιγοντάριζαν διακριτικά το σκοτεινό έργο της Χρυσής Αυγής και τώρα υπερασπίζονται το ακροδεξιό διοικητικό μοντέλο της σημερινής κυβέρνησης. Είμαι βέβαιος πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα αποσιωπούσαν στην ύπαρξη ενός νέου Άουσβιτς, όπως αποσιωπούν τώρα με τα κολαστήρια των προσφύγων στη Λέσβο και στη Χίο. 
Ο ψυχοφθόρος μονόδρομος που αναγκάζεται να επιλέξει ο ήρωας μετατρέπεται σε μια βασανιστική αποκάλυψη της αλήθειας, την οποία τελικώς επαληθεύει μόνο όταν γίνεται κι αυτός κομμάτι της επίγειας κόλασης που ως τότε αγνοούσε, προσφέροντάς μας ένα από τα συγκλονιστικότερα φινάλε του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.  





Η ιδεολογική σκοπιά της ταινίας ξεκινάει με τη στιγμή που αρχίζει ο πρωταγωνιστής να αναζητά την πραγματική του ταυτότητα καθώς από ένα σημείο και μετά νιώθει πως έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του κι από την πολυτέλεια της αστικής τάξης καταλήγει στο ξέφρενο κυνηγητό της δωσίλογης αστυνομίας. Μόνο όταν χάσει κανείς την ελευθερία που του προσφέρει η δημοκρατία αλλά και την υποτιθέμενη ασφάλεια της ατομικότητας, συνειδητοποιεί τον θανάσιμο κίνδυνο του ολοκληρωτισμού, διότι σε έναν εδραιωμένο φασισμό όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματά του. 
Κινηματογραφικά τις εντυπώσεις δεν μας τις κλέβει μόνο το εκπληκτικό σενάριο, το οποίο μας κρατάει με κομμένη την ανάσα ως το συνταρακτικό τέλος της ταινίας, αλλά κι οι εκπληκτικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών. Εκτός από την αξεπέραστη ερμηνεία του Αλέν Ντελόν, έχουμε και την γοητευτική Ζαν Μορό στο ρόλο μιας αινιγματικής Γαλλίδας αριστοκράτισσας που προσπαθεί να προστατεύσει διακριτικά τους Γαλλοεβραίους συμπολίτες της (σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου έθνους) και του πάντα ευγενικού Μάικλ Λόνσντεϊλ που υποδύεται τον δικηγόρο του κυρίου Κλάιν που προσπαθεί να πείσει τις αρχές πως είναι Γάλλος κι όχι Εβραίος.  
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε ο "Κύριος Κλάιν", προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στη γαλλική κοινωνία, την οποία και βρήκε ανέτοιμη μπροστά στις ιστορικές ευθύνες που της αναλογούσαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποσπάσει αρκετές αρνητικές κριτικές παρά τα βραβεία Σεζάρ που κέρδισε αλλά και την υποψηφιότητα που είχε για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Μάλλον έπεσε βαρύ στους Γάλλους, το πλάνο με τη συγκέντρωση των Εβραίων στο Βελοντρόμ, απ' όπου αναχώρησαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όμως στο πέρασμα του χρόνου, ο "Κύριος Κλάιν" καθιερώθηκε ως μια από τις σημαντικότερες πολιτικές ταινίες της δεκαετίας του '70. Ένα διακριτικό αλλά συνάμα σκληρό κατηγορώ κατά των σιωπηλών κι αδιάφορων πολιτών απέναντι στον φασισμό αλλά κι ένας καφκικός ύμνος στην μοναχική κι εμμονική αναζήτηση του καθενός για την πραγματική του ταυτότητα. 

Βαθμολογία: 9/10