Είναι δύσκολο να κρύψω τις αδυναμίες που έχω σε κάποιους σκηνοθέτες, ειδικά στον πολυαγαπημένο Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Έχοντας δει όλες τις υπέροχες ταινίες της ως τώρα πλούσιας φιλμογραφίας του, μου έλειπαν οι δυο πρώτες μεγάλου μήκους του, τις οποίες με τη βοήθεια καλών φίλων κατάφερα να βρω και να εισχωρήσω στον ονειρικό λυρικό του κόσμο. Εδώ θα αναφερθώ στα "Σύννεφα του Μάη", μια σπάνια αυτοβιογραφική ταινία που αποκτά άλλη υπόσταση καθώς ο διάσημος Τούρκος σκηνοθέτης βάζει τους ίδιους του τους γονείς να ερμηνεύσουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ιστορία αναφέρεται σε έναν άνδρα που μαζεύει υλικό για να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία. Στην προσπάθειά του αυτή, επιστρέφει στη γενέτειρά του προσπαθώντας να πείσει τους γονείς του να πάρουν μέρος στην ταινία αλλά και να βρει μέσα από τις κουβέντες συγγενών και γνωστών του, διάφορα ερεθίσματα για το σενάριο. Γι' αυτόν τον λόγο κουβαλάει μαζί του μια κάμερα. Όμως το κόκκινο λαμπάκι που φωτίζει πάνω από το φακό και γίνεται αντιληπτό, κάνει τους γύρω του να κλειστούν κι άλλο στο προστατευτικό τους καβούκι.
Στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να βρει τόπους και πρόσωπα, ο σκηνοθέτης χάνει σημαντικές μικρές στιγμές που ομορφαίνουν με έναν ανιδιοτελή τρόπο τη ζωή των ανθρώπων. Αντί για ουσιώδης επικοινωνία, μετατρέπεται σε απλό περαστικό από την ήρεμη καθημερινότητα της υπαίθρου. Μέσα σ' αυτήν την σιωπηλή του περιπλάνηση, βιώνει μια δυνατή σκηνή που όμως δεν αντιλαμβάνεται. Αναφέρομαι στη συνάντησή του με έναν μακρινό του θείο από τον οποίον ζητά να απαγγείλει ένα κείμενο καθώς θα τον βιντεοσκοπεί, αγνοώντας το δράμα που κουβαλάει ο συγκεκριμένος άνθρωπος καθώς είχε χάσει τη γυναίκα του πρόσφατα. Η ευγενική φυσιογνωμία του θείου καθώς κι η καλοσυνάτη του κουβέντα δε συγκινούν τον νεαρό σκηνοθέτη που έχει επικεντρωθεί στην ολοκλήρωση του έργου του.
Σε αντίθεση με τον ονειροπόλο σκηνοθέτη που δείχνει μια τάση άρνησης προς την ενηλικίωση, οι υπόλοιποι άνθρωποι που τον συναναστρέφονται, κουβαλούν τα δικά τους προβλήματα. Ένας μεγάλος του ανιψιός που απέτυχε να μπει σε κάποιο πανεπιστήμιο, προσπαθεί να φύγει στην Κωνσταντινούπολη πιστεύοντας πως η ζωή εκεί είναι καλύτερη. Ακούγοντας τα λόγια του σκηνοθέτη καθώς και τις αβάσιμες υποσχέσεις του πως θα τον βοηθήσει να βρει κάποια απασχόληση στην Πόλη, παρατάει την δουλειά που έχει σε ένα τοπικό εργοστάσιο και τον ακολουθεί ως βοηθός στα γυρίσματα της ταινίας του.
Από την άλλη, ο πατέρας του σκηνοθέτη προσπαθεί να περισώσει την ιδιοκτησία κάποιων χωραφιών του αλλά και τα δέντρα που υπάρχουν στα εδάφη του, καθώς το κράτος απαιτεί την υλοτόμησή τους για να αναγνωρίσει τις εκτάσεις αυτές ως περιουσιακά του στοιχεία. Βυθισμένος σ' αυτό το χρόνιο άγχος προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό του τούρκικου κράτους, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις ανάγκες του γιου του που θέλει να γίνει σκηνοθέτης. Αυτό φαίνεται και σε μια κουβέντα που κάνει με τη γυναίκα του, λέγοντάς της πως το παιδί τους επιδιώκει να κάνει μια ακόμη ταινία που δε θα του φέρει λεφτά.
Τέλος, είναι κι ο μικρότερος ανιψιός του σκηνοθέτη, ο Αλί. Ένας γλυκύτατος πιτσιρικάς που ζει στους δικούς του μαθητικούς ρυθμούς χωρίς τις έγνοιες και τα άγχη των μεγάλων. Ο μικρός έχει ένα πάθος με τη μουσική, μ' αποτέλεσμα να μαγεύεται με κάθε τι που παράγει μελωδία όπως ο αναπτήρας ενός που παίζει μουσική κάθε φορά που ανάβει. Μοναδικός του στόχος είναι να διατηρήσει με κάθε τίμημα ένα αυγό ακέραιο μέσα στη τσέπη της μαθητικής του ποδιάς για σαράντα μέρες ώστε να λάβει από τη θεία του ως βραβείο ένα μουσικό ρολόι χειρός.
Όλοι αυτοί οι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες θα προσπαθήσουν φιλότιμα να συνεργαστούν για την ολοκλήρωση της ταινίας. Κρυμμένοι μες στο δασάκι του πατέρα του σκηνοθέτη, θα συνειδητοποιήσουν πως είναι δύσκολο τελικά να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν οι προσδοκίες του καθενός. Άπραγοι, κουβαλώντας ο καθένας τη δικιά του απογοήτευση, θα επιστρέψουν στην καθημερινή ρουτίνα. Μόνο ο πατέρας θα μείνει πίσω, ο οποίος μέσα από απλές συμβολικές πράξεις θα αποδείξει πως τα δικά του ιδανικά έχουν μια ανιδιοτέλεια που αγγίζει το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης.
Αυτό που με συγκίνησε πολύ στη συγκεκριμένη ταινία είναι η συγκινητική κινηματογραφική υπόσχεση που δίνει ο πρώιμος Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Μια υπόσχεση που εξαργυρώθηκε με τα λυρικά αριστουργήματα που μας πρόσφερε στην μετέπειτα πορεία του. Τα εντυπωσιακά πλάνα που χάνονται στο βάθος με την γοητευτική ηρεμία της φύσης, τα εκφραστικά βουβά πρόσωπα, τα πλούσια σε συναισθήματα βλέμματα, η σπάνια ευγένεια των ανθρωπίνων σχέσεων, οι λιτοί αλλά ουσιώδεις διάλογοι. Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται ακόμη και μέσα σ' αυτήν την τόσο γλυκιά ταινία του.
Επίσης, στα "Σύννεφα του Μάη" υπάρχουν αρκετές σκηνές αξιομνημόνευτες που άνετα μπορούν να συγκριθούν με τα επόμενα αριστουργήματά του όπως την "Χειμερία Νάρκη", τα "Κλίματα Αγάπης", το "Μακριά" και το "Κάποτε στην Ανατολία". Μια απ' αυτές είναι η σκηνή που κλωτσάει ο πιτσιρικάς το καλάθι με τις ντομάτες, βλέποντάς τις να κυλάνε στην πλαγιά γεμάτος θυμό κι ικανοποίηση. Με αυτήν την τόσο ποιητική σκηνή, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει την βουβή οργή των νέων απέναντι στην καταπίεση που δέχονται ζώντας μες στις κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου. Η κλωτσιά του μικρού προς το καλάθι με τις ντομάτες είναι μια πρώτη πράξη αντίδρασης απέναντι σε ένα κατεστημένο που τον πνίγει και πιθανόν μεταγενέστερα τον αλλοιώσει.
Παράλληλα, η ταινία αυτή είναι ένας ύμνος του Τσεϊλάν προς τον πατέρα του. Όπως ο ίδιος είχε τονίσει σε μια συνέντευξή του, θαύμαζε τη σοφία και την ωριμότητα του κι ήθελε πολύ να παρουσιάσει τη σχέση που είχε αυτός ο άνθρωπος με τη γη και τους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου το κατάφερε. Ο πατέρας του ήρωα αλλά και του ίδιου του σκηνοθέτη, παίζει με έναν τόσο ειλικρινή και ζεστό τρόπο που αμέσως μετατρέπεται σ' ένα πρόσωπο οικείο και τρυφερό. Επιστέγασμα της σοφίας του είναι η τελευταία σκηνή όπου περιποιείται το δικό του δασάκι. Τον δικό του επίγειο παράδεισο. Έχω την εντύπωση πως την ίδια προσωπικότητα στη συναντάμε ξανά στο πρόσωπο του πατέρα του πρωταγωνιστή στην εκπληκτική "Άγρια Αχλαδιά".
Ο λόγος που λάτρεψα τη συγκεκριμένη ταινία είναι η τότε ελπίδα που άφησε με την εμφάνιση ενός νέου σπουδαίου δημιουργού κι οι ειλικρινείς διακριτικές του υποσχέσεις για τις μελλοντικές του δημιουργίες. Είναι η ποιητική του ματιά στις μικρές όμορφες στιγμές που αφήνουμε να περάσουν μέσα από τα χέρια μας ανεπιστρεπτί αλλά κι ένα μάθημα στο να έχουμε τις κεραίες μας πάντα ανοιχτές καθώς η ομορφιά βρίσκεται γύρω μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, βυθισμένοι μέσα σε ένα ατέρμονο κι ανούσιο άγχος. Τα "Σύννεφα του Μάη" είναι ένα μικρό διακριτικό διαμαντάκι, προπομπός των λυρικών αριστουργημάτων που ακολούθησαν.
Βαθμολογία: 8/10
Καλό κείμενο. Ποιος το έγραψε; Θόδωρος Σούμας, κριτικός σινεμά & συγγραφέας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο άρθρο σας θα έπρεπε να είναι ενυπόγραφο. Σούμας Θόδωρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Chatzelenis George;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα σας και καλή χρονιά.
ΔιαγραφήΤο κείμενο είναι δικό μου και καθώς το ανεβάζω στο προσωπικό μου ιστολόγιο θεωρώ πως δεν είναι σκόπικο να βάζω και το όνομά μου. Σας ευχαριστώ όμως πολύ τόσο για τα καλά σας λόγια όσο και για τη συμβουλή σας.