Αφού με μάγεψε για μία ακόμη φορά ο Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν με την Άγρια Αχλαδιά κι έχοντας προσφέρει πριν μια πενταετία την πιο ποιητική και πανανθρώπινη ταινία της τελευταίας δεκαετίας, την Χειμερία Νάρκη, σκέφτηκα να αναζητήσω τις πρώτες του δημιουργίες έχοντας μεγάλη περιέργεια να ανακαλύψω κι άλλο την ευαισθησία αυτής της τόσο σπάνιας προσωπικότητας. Το "Κάποτε στην Ανατολία" ήταν ένας χείμαρρος χρωμάτων, ήχων και μουσικής αλλά κάτι του έλειπε. Γυρνώντας όμως στο 2002 βρίσκουμε το "Μακριά", την τρίτη ταινία του η οποία κατάφερε να αποσπάσει το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο καλύτερης αντρικής ερμηνείας εξ ημισείας στους δύο πρωταγωνιστές του, Μουζαφέρ Οζντεμίρ και Μεχμέτ Τοπράκ. Για μένα αυτές οι δύο τόσο σημαντικές διακρίσεις της ταινίας δεν αρκούν για να επιβεβαιώσουν το εκπληκτικό ύφος και την λυρική περιγραφή ενός ακόμη αριστουργήματος του σημαντικότερου σύγχρονου Τούρκου σκηνοθέτη.
Η ιστορία μας μεταφέρει στην καρδιά της τότε οικονομικής κρίσης που περνούσε η Τουρκία. Ένας ιδιότροπος και μοναχικός φωτογράφος που ζει στην Κωνσταντινούπολη, φιλοξενεί έναν συγγενή του που έρχεται από το χωριό αναζητώντας δουλειά στην πόλη. Η έλευση του ξαδέλφου του θα διαταράξει τους καθημερινούς του ρυθμούς και θα αποσυντονίσει τη μοναχική του δίνη σε ένα ατέρμονο χάος σκέψεων στο οποίο βρίσκεται. Οι σχέσεις τους δεν υπήρξαν ποτέ θερμές κάτι που δε δυσκολεύει στη δημιουργία τριβών μεταξύ τους. Τα δυο αυτά πρόσωπα αδυνατώντας να βρουν ένα τρόπο επικοινωνίας έρχονται σύντομα σε μια σύγκρουση. Δυο διαφορετικοί κόσμοι μακριά ο ένας από τον άλλον που δυσκολεύονται να γεφυρώσουν το χάσμα που βρίσκεται ανάμεσά τους. Δυο διαφορετικές Τουρκίες που η μια πατάει στην ανατολή κι η άλλη στην δύση, των οποίων οι σημαντικές διαφορές εντείνονται με την έξαρση της οικονομικής κρίσης.
Ο Τσεϊλάν κρατάει κρυφή το παρελθόν των δυο αυτών ανθρώπων. Χωρίς πολλές περιγραφές, τους αφήνει να περιφέρονται σε μια πανέμορφη χιονισμένη Κωνσταντινούπολη, δίνοντάς μας το ερέθισμα να σκιαγραφήσουμε εμείς ως θεατές τις προσωπικότητές τους και να αποφασίσουμε αν αυτά τα πρόσωπα μας βγάζουν μια συμπάθεια, αντιπάθεια ή αδιαφορία. Με αυτήν την τακτική μετατρεπόμαστε από θεατές σε ενεργό κομμάτι της ταινίας. Έχουμε την αίσθηση πως κατοικούμε κι εμείς στο ίδιο διαμέρισμα του φωτογράφου, σκοτώνουμε την ώρα μας παρακολουθώντας τα βλακώδη προγράμματα των πολλών τηλεοπτικών καναλιών που μας προσφέρονται κι αγναντεύουμε το πέρασμα των πλοίων από τα στενά του Βοσπόρου καπνίζοντας στο στενό μπαλκόνι.
Οι δύο πρωταγωνιστέςπρόσωπα είναι αντικοινωνικοί κι εσωστρεφείς για διαφορετικούς λόγους. Ο φωτογράφος έχει μια μεγάλη ιστορία πίσω του καθώς νέος έφυγε από το χωριό και με πενταροδεκάρες κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει αλλά να γίνει ένας αναγνωρισμένος στο χώρο του επαγγελματίας που ξέρει να πατάει γερά στα πόδια του και να επιβιώνει σε κάθε δύσκολη στιγμή. Όμως ο διαλυμένος του γάμος τον στοιχειώνει κι επανέρχεται να τον βασανίσει όταν μαθαίνει από την πρώην γυναίκα του πως θα μεταναστεύσει με τον νέο της σύντροφο στον Καναδά. Έκτοτε ξεκινάει ένας νέος γολγοθάς. Λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ στέκονται ως αβάσταχτα βαρίδια στο λαιμό του πρωταγωνιστή, ο οποίος συνειδητοποιεί το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά της στασιμότητας. Η σκηνή του αποχωρισμού στο αεροδρόμιο είναι μια ανεπανάληπτη σπαρακτική σκηνή πνιγμένη στο βουβό πόνο των δυο προσώπων που δεν θα ειδωθούν ποτέ ξανά. Οι μετέπειτα περιπλανήσεις του φωτογράφου στο χιονισμένο Βόσπορο εκφράζουν έντονα το δράμα που βιώνει αλλά αποφεύγει να το μοιραστεί. Η επιλεκτική μοναξιά είναι μια απόφαση θαρραλέα αλλά κι αυτοκαταστροφική. Θυσιάζεις ένα κομμάτι της ανθρώπινης πλευράς σου για να σώσεις την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά σου.
Το άλλο πρόσωπο της ιστορίας είναι μια αγνή ψυχή που πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη πιστεύοντας πως θα βρει γρήγορα δουλειά στα καράβια. Από τη ζωή του μαθαίνουμε πως δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο με τον πατέρα του και πως μέχρι τότε ζούσε μαζί με τους δικούς του. Αυτοί οι παράγοντες οφείλονται στην αφελέστατη αντιμετώπιση που έχει σε κάθε εμπόδιο που συναντά. Πιστεύει πως μέσα σε μια βδομάδα θα βρει μπάρκο να φύγει αλλά όταν τα βρίσκει σκούρα ζητάει από τον φωτογράφο να τον βοηθήσει να βρει μια δουλειά στην πόλη. Παράλληλα ανακαλύπτει έναν άλλον τρόπο ζωής. Αόρατος περιφέρεται στην μεγαλούπολη και με άγαρμπο τρόπο προσπαθεί να ερωτευτεί. Όμως καθώς από τη φύση του είναι ντροπαλός κι αντικοινωνικός επιστρέφει κάθε βράδυ σπίτι απογοητευμένος.
Οπότε έχουμε δυο βασανισμένες ψυχές που περιφέρονται στις αέναες σιωπές της πόλης και ζούνε νωχελικά την καθημερινότητά τους με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Από την μια ο μοναχικός και απομονωμένος φωτογράφος παρατηρεί τη ζωή από μια απόσταση ασφαλείας, ενώ ο ξάφελφός του κυριευμένος από μια παιδική ανησυχία συνειδητοποιεί πως έχει ανάγκη να αλλάξει τη ζωή του. Οι διαφορετικές ανάγκες και πιστεύω, θα φανούν ξεκάθαρα στη συγκατοίκηση τους η οποία θα αποβεί μοιραία, αφού οι διαφορετικοί τους κόσμοι αδυνατούν να βρούνε κοινό σημείο επαφής.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ταινίας είναι η περιορισμένη παρουσία διαλόγων κι η διακριτική μουσική του Μότσαρτ με την οποία ντύνονται κάποιες σκηνές της ταινίας. Ο Τσεϊλάν δίνει έμφαση στους θορύβους της πόλης και στη σιωπή των προσώπων σε κοινόχρηστους χώρους όπως στα τραμ και στις προκυμαίες. Μ' αυτόν τον τρόπο αποτυπώνεται η μοναξιά κι η αποξένωση των ανθρώπων που ζουν στις μεγάλες πόλεις. Όμως η απουσία των παραπάνω στοιχείων ισορροπεί με τα μακρόσυρτα πλάνα, τα στατικά κάδρα, τα εντυπωσιακά γκρο πλαν των προσώπων όπου καθρεφτίζεται η απογοήτευση κι ενίοτε η ματαιότητα της ύπαρξης τους.
"- Τι προτιμάς στη ζωή σου, τις γκόμενες ή την φωτογραφία; - Εννοείται πως επιλέγω την φωτογραφία". Ο πιο όμορφος κι ευγενικός αποχαιρετισμός της κοινωνικής ζωής επιβεβαιώνεται σε μια συζήτηση φίλων. Η κενότητα των ανθρωπίνων σχέσεων κι οι εξαντλητικές μάχες όλων των μορφών εγωισμού, οδηγούν τους ανθρώπους σε δύο επιλογές, είτε στη θυσία της προσωπικότητας και στον απεχθή συμβιβασμό με πρόσωπα που δεν καλύπτουν τα θέλω τους είτε στην επιλεκτική μοναχικότητα και στην αναζήτηση δημιουργικών τρόπων έκφρασης όπως είναι η φωτογραφία. Και οι δυο επιλογές απαιτούν θυσίες. Η τελική συγκομιδή δείχνει αν πάρθησκε η σωστή απόφαση την κατάλληλη στιγμή, όμως αυτό γίνεται όταν όλα έχουν τελειώσει και ξεκινάει η απογραφή του βίου. Τότε που δεν υπάρχει η επιλογή της επιστροφής. Γι' αυτό πάντα υπάρχει μία αμφιβολία που μας τρώει αργά και βασανιστικά καθ όλη τη διάρκεια της ζωής μας για τις επιλογές και τις πράξεις μας.
Το διαμέρισμα του φωτογράφου έχει τα πάντα. Δικό του στούντιο για φωτογράφηση, τηλεόραση με πενήντα διαφορετικά κανάλια που δε προσφέρουν τίποτα, βίντεο για ιδιωτική προβολή ταινιών και μια πλούσια κι αξιοζήλευτη βιβλιοθήκη. Ότι χρειάζεται δηλαδή για να χτίσει κανείς τη δική του φυλακή και να ζήσει απομονωμένος απ'τον υπόλοιπο κόσμο. Η μακρόσυρτη σκηνή του Stalker που παίζει στην οθόνη με τον συνεχόμενο ήχο του βαγονιού που ολισθαίνει αργά πάνω στις ράγες και τα βουβά πρόσωπα των πρωταγωνιστών να παρατηρούν ανέκφραστα στο πουθενά εκφράζει με απόλυτη επιτυχία τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Ο παραπάνω συμβολισμός δεν είναι ο μοναδικός της ταινίας. Ο Τσεϊλάν ως φωτογράφος πέρα από σκηνοθέτης, του αρέσει πολύ να παίζει με συμβολισμούς κάτι που εμπεδώσαμε στη Χειμερία Νάρκη και στο Κάποτε στην Ανατολία. Μια άλλη εκπληκτική συμβολική σκηνή που λάτρεψα ήταν το κουφάρι του πλοίου που είχε γείρει στην αποβάθρα του λιμανιού δημιουργώντας ανατριχιαστικούς ήχους σε κάθε κύμα που το χτυπούσε. Δε θα μπορούσε να περιγραφεί με πιο όμορφο τρόπο το ναυάγιο της τουρκικής κοινωνίας στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, τα οποία βιώνουμε κι εμείς τα τελευταία εννιά χρόνια.
Επίσης θα ήθελα να επισημάνω πως στη συγκεκριμένη ταινία ο Τσεϊλάν μνημονεύει δύο από τους σκηνοθέτες που έχουν ασκήσει έντονη επιλογή στη μέχρι σήμερα φιλμογραφία του. Ο ένας είναι ο Κισλόφσκι τον οποίον "αντιγράφει" με δύο άκρως κισλοφσκικά πλάνα μέσα από τις περιπλανήσεις του ξαδέλφου στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα στο ένα πλάνο χρησιμοποιεί το ίδιο σκοτεινό φίλτρο που είχαμε συναντήσει στην "Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο". Ο δεύτερος μέντοράς του είναι ο Ταρκόφσκι κάτι που επιβεβαιώνεται κι από τη σκηνή του "Στάλκερ" που παρακολουθεί ο φωτογράφος στο σπίτι του.
Κλείνοντας θα θελα να πω πως η ταινία περιέχει ένα έντονο προσωπικό ύφος από τον δημιουργό της ο οποίος υπογράφει παραγωγή, σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία, μοντάζ και χειρισμό κάμερας ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχει επιλέξει συγγενικά του πρόσωπα. Μ' αυτόν τον τρόπο προσφέρει μια ειλικρινέστατη προσωπική δημιουργία με λιτή περιγραφή και πλάνα που κραυγάζουν απόγνωση και μοναξιά. Ένας ύμνος για όλους αυτούς τους ανθρώπους των μεγάλων πόλεων που περιφέρονται χαμένοι μέσα στους ρυθμούς της πόλης κι ασφυκτιούν απομονωμένοι στους τέσσερις τοίχους των διαμερισμάτων τους που έχουν μετατραπεί σε ιδιωτικές φυλακές. Συναντιούνται χωρίς να αλληλεπιδρούν στους δρόμους του απέραντου αστικού τοπίου με την μάσκα της κοινωνικής ταυτότητας που οι ίδιοι επιλέγουν να φορέσουν ώστε να γίνουν αρεστοί σε ανθρώπους που δεν νοιάστηκαν ποτέ. Παύουν να αγαπούν τον εαυτό τους κι αδιαφορούν απαξιωτικά για τους γύρω τους.
Το "Μακριά" είναι ένα κινηματογραφικό ποίημα που αποτυπώνει το πρόσωπο της θλίψης και της απόγνωσης ανθρώπων που έχουν περιπλανιούνται αριστοτεχνικά σε μια γωνιά των υπέροχων κινηματογραφικών πλάνων της χιονισμένης Κωνσταντινούπολης.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου