Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Μια Προσωπική Ιστορία


Η προβολή της νέας ταινίας των αδελφών Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι είναι μια από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές στιγμές της χρονιάς. Το ότι είναι η τελευταία ταινία που γυρίζεται από τους δυο σπουδαίους Ιταλούς δημιουργούς, της δίνει περισσότερη αξία. Για μένα ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη βραδιά σε ένα κατάμεστο Άστορ. Όσο για την ταινία, ίσως είναι η καλύτερη ιστορία με την οποία ολοκλήρωσαν την κινηματογραφική τους προσφορά οι αδελφοί Ταβιάνι. 
Η ιστορία μας επιστρέφει στα χρόνια του ιταλικού εμφυλίου όπου παρτιζάνοι με φασίστες αλληλοσφάζονται την ώρα που οι Σύμμαχοι επελαύνουν από τον νότο. Μέσα σ' αυτή τη κόλαση της ιταλικής υπαίθρου ένα ερωτικό τρίγωνο επανέρχεται να στοιχειώσει τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Ο Μίλτον είναι ένας εσωστρεφής νέος που ερωτεύεται παράφορα τη Φούλβια. Με το ίδιο πρόσωπο είναι ερωτευμένος κι ο παιδικός του φίλος Τζόρτζιο. Σύντομα εκτυλίσσεται ένα ιδιαίτερο παιχνίδι ανάμεσα στα τρία αυτά πρόσωπα. Ο Μίλτον δυσκολεύεται να εκφραστεί στη Φούλβια ενώ ο Τζόρτζιο που είναι πιο διαχυτικός έρχεται κοντά της. Όμως ο πόλεμος βρίσκει και τους τρεις στο μεταίχμιο καθώς η Φούλβια επιστρέφει στο Τορίνο για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς ενώ οι δυο παιδικοί φίλοι εισχωρούν στους παρτιζάνους για να πολεμήσουν τους φασίστες. 
Τα ερωτήματα του παρελθόντος θα επιστρέψουν για τον Μίλτον όταν βρεθεί τυχαία στην έπαυλη που έκανε μαθήματα αγγλικών στην Φούλβια. Εκεί θα συναντηθεί με την υπηρέτρια του σπιτιού κι η συζήτηση που θα χουν θα του δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς που θα αρχίσουν να τον βασανίζουν καθώς μαθαίνει πως ο Τζόρτζιο με την Φούλβια προχώρησαν σε δεσμό. Από εκείνη τη στιγμή θα αρχίσει να αναζητά τον φίλο του στα βουνά προσπαθώντας να μάθει αν τελικά αυτό που έμαθε ήταν αλήθεια. 
Όμως ο Τζόρτζιο πιάνεται αιχμάλωτος από τους φασίστες κι ο Μίλτον ξεκινήσει ένα κυνήγι κεφαλών προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει έναν ζωντανό φασίστα για να τον ανταλλάξει με τον φίλο του. Όσο περνούν οι μέρες η κατάσταση στο μυαλό του πρωταγωνιστή περιπλέκεται. Η δυσκολία του να βρει κάποιον φασίστα ζωντανό με τις στιγμές του παρελθόντος που έρχονται απανωτά στη θύμησή του αρχίζουν να τον αρρωσταίνουν. Η παράνοια του πολέμου θα μπλεχτεί με την ερωτική τρέλα οδηγώντας τον Μίλτον κοντά στο θάνατο. 


Οι σπουδαίοι Ιταλοί σκηνοθέτες μας επιστρέφουν ξανά στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Ιταλικής Αντίστασης που τις έζησαν και μπορούν να τις εξιστορήσουν με τον πιο λυρικό τρόπο καθώς μπλέκουν την ιστορία ενός ανθρώπου με τα γεγονότα ενός ολόκληρου λαού. Πέρα όμως απ' αυτό, καταφέρνουν για μια ακόμη φορά, μέσα από τους διαλόγους και τις δοκιμιακές σκέψεις των πρωταγωνιστών να περάσουν μια ενδελεχής ματιά στα κοινωνικά θέματα, στην ιστορική ανάλυση των γεγονότων και στα εγκλήματα που διαπράχτηκαν. 
Η ποιητική ματιά των αδελφών Ταβιάνι επιβεβαιώνεται με τον τρόπο που ξεκινάει η ταινία. Μέσα από ένα πέπλο ομίχλης ξεπηδά ο πρωταγωνιστής δημιουργώντας μ' αυτόν τον τρόπο μια αύρα μυστηρίου που εντείνεται με την εσωστρέφεια του. Το στόμα του παραμένει ερμητικά κλειστό συγκρατώντας με δυσκολία τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν αβίαστα μέσα από τα εκφραστικότατα του μάτια. Οι σκέψεις του και οι προθέσεις του γίνονται εύκολα αντιληπτές σε όλους. Ο έρωτάς του για την Φούλβια δεν μπορεί να κρυφτεί κι αμέσως πέφτει θύμα των καπρίτσιων της κοπέλας, η οποία ταλαντεύεται μεταξύ εκείνου και του φίλου του Τζόρτζιο. Ο Μίλτον αναζητά τρόπους να της εκδηλώσει την αγάπη του αλλά πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να τον εμποδίσουν. "Αν κάνει επτά βήματα θα της πω πως την αγαπώ" σκέφτεται ευελπιστώντας πως η μοίρα θα του δώσει την σωστή απάντηση για το αν αξίζει να ανοιχτεί ή όχι. Όμως η τύχη πηγαίνει σε αυτούς που ρισκάρουν κι όχι σ' αυτούς που διστάζουν. Κι εκεί είναι που χάνει στο ερωτικό παιχνίδι, κάτι το οποίο συνειδητοποιεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. 
Ο λόγος για τον οποίον ο Μίλτον θέλει να σώσει τον Τζόρτζιο δεν είναι μόνο επειδή είναι ο παιδικός του φίλος αλλά για να μάθει την αλήθεια. Κι όσο δυσκολεύεται να βρει μια λύση που θα τον φέρει πιο κοντά με τον Τζόρτζιο τόσο η παράνοια τον πνίγει. Σε στιγμές σιωπηλής αυτογνωσίας ψιθυρίζει πως "δεν είναι καλός άνθρωπος" συνειδητοποιώντας πως όλο αυτό το κυνήγι για να σώσει τον φίλο του οφείλεται στον αχαλίνωτο εγωισμό του. Έρχεται όμως η στιγμή που η παράνοια υπερτερεί της λογικής κι ο Μίλτον γίνεται έρμαιό της. Ο πόλεμος έρχεται σε δεύτερη μοίρα και το μόνο που τον νοιάζει είναι να γυρίσει πίσω τον χρόνο για να εκδηλώσει όλα αυτά που νοιώθει για την Φούλβια. Η τρέλα θα τον οδηγήσει ξανά στην έπαυλη, η οποία έχει ποια καταληφθεί από τους φασίστες. Με απλανές βλέμμα παρατηρεί τον εχθρό. Δεν φοβάται τον θάνατο αλλά δεν θέλει κιόλας να πεθάνει. Γι' αυτό ξεκινάει ένα επικίνδυνο παιχνίδι μαζί του στο οποίο τελικά βγαίνει νικητής. Πάνω στο βουνό με καθαρά αέρα στα ανοιγμένα του πνευμόνια συνειδητοποιεί το μεγαλύτερο προσόν που έχει και δεν έχει εκτιμήσει μέχρι τώρα. Εκείνος είναι ακόμα ζωντανός ενώ πιθανότατα ο Τζόρτζιο έχει εκτελεστεί από τους φασίστες. Με ένα χαμόγελο στα χείλη γνωρίζοντας πως όλη η ζωή είναι μπροστά του, χάνεται ξανά σε ένα πέπλο ομίχλης. Εξάλλου το μέλλον κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει.


Παράλληλα με το προσωπικό δράμα του πρωταγωνιστή, παρακολουθούμε το δράμα του ιταλικού λαού που ζει τον αλληλοσπαραγμό του εμφυλίου. Δυνατές εικόνες ξεπηδούν στην μεγάλη οθόνη, όπου πολλές απ' αυτές λειτουργούν σαν γροθιά στο στομάχι. Εικόνες που πρέπει να δουν όσοι επιθυμούν σήμερα πολέμους και σφαγές. 
Συγκλονιστική η σκηνή όπου μια ολόκληρη οικογένεια βρίσκεται σφαγμένη έξω από το σπίτι της. Ανάμεσα στα πτώματα είναι ξαπλωμένο κι ένα μικρό κοριτσάκι που ζει ακόμα αλλά δεν μπορεί να αφήσει την νεκρή της μητέρα. Σηκώνεται για λίγο, πηγαίνει μέσα στο σπίτι να πιει νερό κι επιστρέφει να ξαπλώσει δίπλα στο πτώμα της. Μέσα απ' αυτή τη σκηνή όπου κυριαρχεί ο ζόφος του θανάτου, υπάρχει ένα ψήγμα ελπίδας πως η ανθρωπότητα ίσως διατηρήσει κάτι από την αγνότητά της μέσα από την επιβίωση αυτού του μικρού κοριτσιού.
Δυνατή σκηνή επίσης αυτή που ο πρωταγωνιστής συναντά τους γονείς του στην πόλη. Αν και διστάζει αρχικά να τους μιλήσει για να μην καρφωθεί στους φασίστες, η ανάγκη του τον οδηγεί στο να τους πάρει αγκαλιά. Σαν αερικό εμφανίζεται από πίσω τους και σαν φάντασμα εξαφανίζεται στα γύρω στενά. Η μητέρα του με δυσκολία κρατιέται για να μη τον φωνάξει με το όνομά του. Πόσοι γονείς πέρασαν αυτό το απάνθρωπο δράμα του φόβου να μη ξαναδούν τα παιδιά τους ζωντανά.
Επίσης μου προκάλεσε ανατριχίλα το παρανοϊκό βλέμμα ενός αιχμάλωτου φασίστα. Όταν ο Μίλτον φτάνει σ' αυτήν την ταξιαρχία και ζητάει να πάρει τον φασίστα για να τον ανταλλάξει με τον παιδικό του φίλο, ο αρχηγός της αντάρτικης ομάδας του εξηγεί πως του είναι εντελώς άχρηστος καθώς προσπάθησαν την προηγούμενη μέρα να τον ανταλλάξουν με άλλους αιχμαλώτους αλλά οι φασίστες δεν τον ήθελαν πίσω. Ο αιχμάλωτος τρελαίνεται από την προδοσία των δικών του. Γνωρίζοντας πως το τέλος του είναι κοντά προσπαθεί να το καθυστερήσει διασκεδάζοντας τους αντάρτες. Όμως το βλέμμα του κι οι κραυγές που βγάζει δείχνουν τον πανικό που τον διακατέχει και τον φόβο για τον επερχόμενο θάνατο. Το τέλος έρχεται με μια τουφεκιά που σταματάει μονομιάς τις τζαζ μελωδίες που προσποιείται πως βγάζει. 
Η πιο συγκλονιστική όμως στιγμή ήταν η εκτέλεση ενός μικρού αγοριού ως αντίποινα της δολοφονίας ενός λοχία φασίστα. Ο δισταγμός του αξιωματικού που θα δινε την εντολή καθώς γνώριζε την οικογένεια του ετοιμοθάνατου νέου αλλά κι η απόγνωση του νεαρού που μετατράπηκε σε θάρρος μπροστά στο θάνατο ήταν μια συνταρακτική σκηνή τρέλας και παραλογισμού.



Το αίσθημα όμως που κυριαρχεί καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι η ελπίδα. Παρά τις κακουχίες, τα μίση και τον απέραντο πόνο, όλα τα πρόσωπα της ιστορίας ελπίζουν. "Πότε θα τελειώσει επιτέλους αυτός ο πόλεμος;" ρωτάει μια γυναίκα τον πρωταγωνιστή. "Τον Μάιο" της απαντάει εκείνος με μία αβάσιμη σιγουριά. Τον κόκκινο Μάιο που τα λουλούδια έχουν ήδη ανθίσει γεμίζοντας ευωδιές και χρώματα τη φύση ενώ τα ανθρώπινα συναισθήματα βρίσκονται σε έξαρση καθώς έρχεται το καλοκαίρι.
Με την ίδια ελπίδα βλέπει μια έγκυος γυναίκα τα συμμαχικά βομβαρδιστικά που οδεύουν προς τον βορρά και παρακαλάει να λήξει γρήγορα ο πόλεμος με κατάληξη την πολυπόθητη ήττα του φασισμού για να κυριαρχήσει η παγκόσμια ειρήνη. Αυτές τις ευχές κάνει και χαϊδεύει στοργικά τη φουσκωμένη της κοιλιά.
Στη σπάνια ομορφιά της ταινίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο κι οι ταιριαστές ερμηνείες των ηθοποιών όπου επικρατεί ένας λιτός ρεαλισμός χωρίς ιδιαίτερες υπερβολές. Οι δημιουργοί εστιάζουν κυρίως στα βλέμματα των ηρώων και στις νευρικές κινήσεις των χεριών τους. Ο τρόπος που καπνίζει ο πρωταγωνιστής διαφέρει ανάλογα με τη συναισθηματική του έξαρση. Παρατηρώντας τις ερμηνείες των προσωπων δε ξέρεις που τελειώνει η μαεστρία των δημιουργών κι αρχίζει ο αυτοσχεδιασμός των ηθοποιών. Ένα στοιχείο που προσδίδει μια θεατρική διάθεση στο έργο.
Το «Μια Προσωπική Ιστορία» είναι ένα μείγμα πολεμικού δράματος, ρομαντικής ιστορίας και πολιτικής ανάλυσης που όλα μαζί σχηματίζουν μια αυθεντική περιπέτεια στην καρδιά της Ιταλίας. Για μία ακόμη φορά οι Ταβιάνι βρίσκουν τον τρόπο να ενώσουν πτυχές της ιταλικής ιστορίας, μνήμες που έζησαν και γεγονότα που άκουσαν και διάβασαν και να τα παρουσιάσουν σε μια ελκυστική συναισθηματική διαδρομή όπου πολλές μικρές προσωπικές ιστορίες δημιουργούν την μεγάλη ιστορία ενός λαού. Ένας αέναος κύκλος γεμάτος συναισθηματικά αδιέξοδα και δύσκολες λύσεις, παρουσιάζοντας με άκρως γοητευτικό τρόπο τον αληθινό άθλο που λέμε ζωή.
Η τελευταία ταινία των αδελφών Ταβιάνι είναι ο πιο γλυκόπικρος επίλογος που θα μπορούσαν να μας προσφέρουν.

Βαθμολογία: 8/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου