Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Druk (2020)




Ένα κακό συνήθειο που έχω με τον κινηματογράφο, είναι η αποστροφή μου σε ταινίες που προωθούνται έντονα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μέσα από τα social media και μετά εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Έχοντας πέσει στην παγίδα αυτών των σινεφίλ εξάρσεων, έφτασα στο σημείο να θεωρώ αυτού του είδους τις ταινίες ως έργα μαζικής κατανάλωσης που δεν αξίζουν καν τις δυο ώρες από το χρόνο μου για να τις παρακολουθήσω. Φυσικά αυτό το ελάττωμα προκλήθηκε μετά κάμποσες προβολές αντίστοιχων προτάσεων που τελικά αποδείχθηκαν σε ανόητες, αδιάφορες και κενές ταινίες που προωθήθηκαν ως πολυβραβευμένα αριστουργήματα. Δυστυχώς όμως με αυτή μου τη συνήθεια, προσπερνώ ταινίες που έχουν τελικά κάτι να προσφέρουν ώστε να προβληματίσουν το κοινό τους. Ένα απ' αυτά τα "θύματα" της κακής μου συνήθειας, είναι το δανέζικο διαμαντάκι "Druk", μια ανθρώπινη ταινία που επικεντρώνεται σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα μέσα από το πρίσμα της χορευτικής ζάλης του αλκοολισμού. 
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο ενός μεσήλικα δασκάλου, τον οποίον υποδύεται ο ακόμη μια φορά εξαιρετικός Μαντς Μίκελσεν. Στα πρώτα πλάνα μας συστήνεται ως ένας άνθρωπος που έχει χάσει κάθε διάθεση για ζωή. Αόρατος στο σπίτι του, αδιάφορος στον εργασιακό του χώρο και λιγομίλητος με τους φίλους του. Η ζωή του έχει βαλτώσει κι ο ίδιος νιώθει χαμένος κι αδύναμος σε μια στασιμότητα που τον έχει φθείρει ανεπανόρθωτα. Όλα όμως θα αλλάξουν μετά από μια μάζωξη με τους φίλους του για τον εορτασμό των γενεθλίων ενός απ' αυτών. Έχοντας κατεβάσει μερικά ποτήρια κρασιού, ο πρωταγωνιστής θα σπάσει και θα ανοιχτεί στους φίλους του, εκμυστηρεύοντάς τους το αδιέξοδο που έχει εγκλωβιστεί και δυσκολεύεται να βγει. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ο συνταρακτικός λυγμός του πρωταγωνιστή, καθώς σπανίως βλέπουμε άντρες να κλαίνε με τόση ευκολία στον περίγυρό τους. Με αυτό το τόσο ανθρώπινο πλάνο και γνωρίζοντας την πρόσφατη οδυνηρή απώλεια της κόρης του Δανού σκηνοθέτη (ο οποίος αφιερώνει την ταινία στη μνήμη της), ως θεατές ανοίγουμε σα στρείδια έτοιμοι να απορροφήσουμε τον κάθε συλλογισμό που μας αναλύει η ταινία.   
Το ξέσπασμά του πρωταγωνιστή, θα γίνει αφορμή να προταθεί το αλκοόλ ως λύση στα αδιέξοδα των των τεσσάρων φίλων. Η άποψή τους πως μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής του καθενός, στηρίζεται στη θεωρία του γνωστού Νορβηγού ψυχιάτρου Φινν Σκαρντερουντ, ο οποίος πίστευε πως οι άνθρωποι γεννιούνται με το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα τους μικρότερο κατά 0,05% από το αναγκαίο, οπότε προέτρεπε τους ανθρώπους να πίνουνε σε καθημερινή βάση εκείνη την ποσότητα που χρειάζονται για να αποκαταστήσουν και να διατηρήσουν το επίπεδο αυτό. Με απλά λόγια, θεωρούσε την ελεγχόμενη κατανάλωση αλκοόλ ως μια σημαντική βιολογική ανάγκη. Βασιζόμενοι σ' αυτή τη θεωρία, αποφασίζουν οι τέσσερις φίλοι να ξεκινήσουν ένα κοινό πείραμα με ελεγχόμενη κατανάλωση αλκοόλ για να βελτιώσουν τη διάθεσή τους αλλά και τις συνθήκες της ζωή τους. 
Τα πρώτα αποτελέσματα είναι συναρπαστικά. Η διάθεση για εργασία εκτοξεύεται στα ύψη και οι κοινωνικές συναναστροφές αναθερμαίνονται και βελτιώνονται. Ο ενθουσιασμός των τεσσάρων φίλων, γίνεται αφορμή να αυξήσουν τη δοσολογία της καθημερινής κατανάλωσης αλκοόλ αλλά και να πειραματιστούν μ' αυτό, ξεπερνώντας τα όρια αντοχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το πείραμα να πάρει άλλη τροπή μη ελεγχόμενη κι άκρως καταστροφική. Παρόλο που η διάθεση αλλάζει, τα προβλήματα παραμένουν κι η χαλάρωση των αναστολών τα φέρνει στην επιφάνεια, οδηγώντας τα πρόσωπα αντιμέτωπα με καταστάσεις που αδυνατούν να διαχειριστούν. Κάποιοι απ' αυτούς έχουν το ψυχικό σθένος να βάλουν ένα τέλος στον αλκοολισμό ενώ κάποιοι άλλοι θα δυσκολευτούν, παρασέρνοντας τους εαυτούς τους στο μοιραίο τέλος. Ένα οδυνηρό τέλος που θα γίνει αφορμή για τους υπόλοιπους να πιάσουν τη ζωή από τα μαλλιά και να τη ζήσουν όσο πιο έντονα μπορούν, υιοθετώντας τη φράση του Δανού φιλόσοφου, θεολόγου  κι υπαρξιστή Σαίρεν Κίρκεγκωρ, που εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας: «Τι είναι νιότη; Ένα όνειρο. Τι είναι αγάπη; Το περιεχόμενο του ονείρου» 




Αυτό που με ενθουσίασε με το "Druk" είναι πως την βρήκα βαθύτατα ανθρώπινη, ζεστή κι ειλικρινή ταινία παρά τη ψυχρή σκανδιναβική της καταγωγή. Με απίστευτη τρυφερότητα καταπιάνεται με δύσκολα κι ευαίσθητα ανθρώπινα θέματα και τα παρουσιάζει με έναν πολύ γλυκό τρόπο. Για παράδειγμα, βρήκα εντυπωσιακή την βελτίωση της διδασκαλίας των τεσσάρων δασκάλων. Ο Μίκελσεν παραδίδει αξιοζήλευτα μαθήματα ιστορίας που τραβούν την προσοχή όχι μόνο των μαθητών αλλά και των θεατών της ταινίας. Το ίδιο ισχύει και με τον μουσικό που βρίσκει έναν ευφάνταστο τρόπο για να περάσει το πάθος και τη ψυχή της μουσικής στους μαθητές του. Όπως συμβαίνει και με τον προπονητή που καταφέρνει με απότομο μεν αλλά αποτελεσματικό τρόπο να περάσει την αίσθηση της ομαδικότητας στους πιτσιρικάδες παίκτες της ποδοσφαιρικής του ομάδας. Μέσα από τους ρόλους τους, παρακολουθεί ο καθένας τις αισθητές βελτιώσεις, δημιουργώντας προβληματισμούς στο κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει μια ελεγχόμενη καθημερινή κατανάλωση αλκοόλ. Παρόλα αυτά, σε κανένα σημείο δεν αγιοποιείται ούτε συνιστάται η κατανάλωση αλκοόλ καθώς ο καθένας μπορεί να γίνει επιρρεπής σε σ' αυτόν τον τόσο επικίνδυνο εθισμό. 
Ένας άλλος λόγος που μ' έκανε να λατρέψω την ταινία ήταν η θαρραλέα ανάλυση που γίνεται σε ένα θέμα ταμπού όπως είναι αυτό του αλκοολισμού, παρουσιάζοντάς το με μεγάλη ευαισθησία κι αντικειμενικότητα, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει τις επιλογές των προσώπων αλλά και στη λάθος στροφή που πήραν μερικοί, φτάνοντας στην αυτοκαταστροφή. Έχω την αίσθηση πως είχα χρόνια να παρακολουθήσω ταινία που καταπιάνεται με μια τόσο δύσκολη θεματολογία (ίσως τελευταία ταινία να ήταν το αριστουργηματικό "Shame" του Στιβ Μακουίν). Επίσης βρήκα ενδιαφέρουσες τις ιστορικές αναφορές πολιτικών και πνευματικών προσώπων που ήταν εθισμένοι με το αλκοόλ κι ανατρίχιασα παρακολουθώντας σύντομα βίντεο διάσημων πολιτικών προσώπων που βρίσκονταν κάτω από την επήρεια κάποιου ποτού. 
Ο σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ ακροβατεί παιχνιδιάρικα μεταξύ κωμωδίας και δράματος και ρισκάρει ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη γραφικότητα, χωρίς να χάσει σε κανένα σημείο τον έλεγχο της ροής της ταινίας, κάτι το οποίο βρίσκω αξιοσημείωτο καθώς στην τέταρτη μέρα των γυρισμάτων έχασε την κόρη του. Το πένθος του δημιουργού γίνεται φανερό σε αρκετά πλάνα της ταινίας, παρασέρνοντας τους θεατές σε έναν απροσδιόριστο θρήνο ως το τέλος, επιβραβεύοντάς μας στην τελευταία σκηνή με έναν από τους πιο απελευθερωτικούς χορούς που έχουμε απολαύσει στον κινηματογράφο. 
Όμως πέρα από τις γενικόλογες θεωρίες για την κρίση της μέσης ηλικίας, ο δημιουργός περνάει κάπως επιδερμικά τα αδιέξοδα των τεσσάρων φίλων (με εξαίρεση τον ρόλο του Μαντς Μίκελσεν) δυσκολεύοντάς μας να κατανοήσουμε τα ψυχολογικά συμπλέγματα του καθενός. Προφανώς και τονίζονται σημαντικά θέματα της σημερινής κοινωνίας όπως είναι η μοναξιά, η τελματωμένη οικογενειακή ζωή, η εξασθενημένη ερωτική επιθυμία κι η αδιάφορη ρουτίνα της επαγγελματικής καθημερινότητας, αλλά οι πληροφορίες που συγκεντρώνουμε για το κάθε πρόσωπο της ιστορίας (ειδικά για τον προπονητή και τον ψυχολόγο) είναι τόσο φτωχές που μας δυσκολεύουν να κατανοήσουμε τις αφορμές που οδηγούν τον καθέναν από τους τέσσερις φίλους στον αλκοολισμό. 



Ωστόσο το φινάλε της ταινίας, μας αποζημιώνει με την εορταστική σκηνή της αποφοίτησης των μαθητών, οι οποίοι παρασέρνουν τους καθηγητές τους σε ένα διονυσιακό χορό γεμάτο πάθος, ευτυχία κι όρεξη για ζωή. Σ' αυτήν την κορύφωση, απολαμβάνουμε τον ξεσηκωτικό χορό του Μαντς Μικελσεν, όπου μέσα απ' αυτόν παρακολουθούμε το ξέσπασμα ενός ανθρώπου ο οποίος ξεδιπλώνεται σε έναν τζαζ χορευτή που έχει ανάγκη να εκτονώσει όλα τα συναισθήματα που κρατούσε αδρανή για χρόνια μέσα του. Ο χορός του μετατρέπεται σε ένα χείμαρρο συναισθημάτων αλλά και σε ένα πάντρεμα σώματος και ψυχής. Η τελευταία του πράξη δε θα μπορούσε παρά να συμβολίσει την τελική του λύτρωση, τη σωτηρία ενός ανθρώπου που λύγισε και διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια, αλλά κατάφερε να βγει πιο δυνατός κι αποφασιστικός, έτοιμος να χαλιναγωγήσει με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό το υπόλοιπο της ζωής του. 
Τέλος, ένας ακόμη λόγος που λάτρεψα την ταινία, ήταν η παρουσίαση της νοοτροπίας που έχει κάθε παρέα. Αυτής της απροσδιόριστης αλληλεγγύης μεταξύ καλών κι επιστήθιων φίλων, οι οποίοι στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον τόσο στις καλές όσο και στις δύσκολες στιγμές, προκαλώντας ένα αίσθημα πλήρους αισιοδοξίας για το κάθε τι που φέρνει το άγνωστο για όλους μας μέλλον. Επίσης η ταινία είναι ένας φόρος τιμής σε όσους έχουν το σθένος να θέσουν κανόνες στους εαυτούς τους, ώστε να μπορούν να έχουν την επίγνωση των δυνατοτήτων τους στο να αντιμετωπίσουν το κάθε εμπόδιο που τους φέρνει η ζωή αλλά και να προσπεράσουν αλώβητοι την κάθε δύσκολη στιγμή που μπορεί να τους προκύψει. Με λίγα λόγια, τo "Druk" είναι ένας ύμνος της ωρίμανσης που βιώνει ο καθένας σε όποια φάση της ζωής του κι αν βρίσκεται, διότι τελικά η ηλικία δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν αριθμό. 

Βαθμολογία: 8/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου