Μία ακόμη θερινή κινηματογραφική σεζόν φτάνει στο τέλος της, με μοναδικές εξαιρέσεις στο φτωχό της πρόγραμμα, δυο ισπανικές προτάσεις (Η Οργή ενός Υπομονετικού Ανθρώπου & Κανείς δε Μπορεί να μας Σώσει) και το Open Air Festival. Όμως οι θερινές προβολές γίνονται ονειρικές όταν συνδυάζονται με κινηματογραφικά διαμάντια του παρελθόντος. Με μία όμορφη κινηματογραφική βραδιά αποφάσισα να κλείσω την φετινή σεζόν. Γι' αυτό κι επέλεξα τον Ζέφυρο όπου αυτές τις μέρες προβάλλει το αξεπέραστο αριστούργημα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, "Ο Κονφορμίστας".
Η ιστορία μας γυρνάει στην δεκαετία του '30, όπου ένας πράκτορας της φασιστικής Ιταλίας ταξιδεύει στο Παρίσι έχοντας μυστική αποστολή να δολοφονήσει έναν πρώην καθηγητή του, ο οποίος έχει αντιφασιστική ιδεολογία και δραστηριότητα. Με βάση την παραπάνω αποστολή, παρακολουθούμε παράλληλα διάφορες πτυχές από τη ζωή του πρωταγωνιστή, όπου μέσα απ' αυτό το έξυπνο κινηματογραφικό παζλ, προσπαθούμε να συμπληρώσουμε την προσωπικότητα του φασίστα (και του κάθε φασίστα).
Βασικότερο χαρακτηριστικό των φασιστών είναι το τραυματικό τους παρελθόν. Στη συγκεκριμένη ιστορία, βασισμένη στον πρωταγωνιστή, επικεντρώνεται σ΄αυτούς που υπήρξαν αδύναμα μέλη στις σχολικές παρέες κάτι που τους μετέτρεπε συχνά σε στόχο επιθέσεων και χλευασμών από άλλους συμμαθητές, μ' αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε φοβικά άτομα. Έπειτα αναφέρεται στο μεγάλο ρόλο που παίζει η οικογένεια. Στη συγκεκριμένη ταινία παρατηρούμε τα απομεινάρια μιας πλούσιας οικογένειας με προβληματικό παρελθόν. Ο πατέρας κλεισμένος σε ένα φρενοκομείο προσπαθεί να ξεχάσει ένα παρελθόν σκοτεινό (δεν διευκρινίζεται ιδιαίτερα στην ταινία) κι η μητέρα πνιγμένη στη μοναξιά κι εθισμένη στα ναρκωτικά παλεύει ανορθόδοξα να διατηρήσει με κάθε θυσία τη χλιδή του παρελθόντος. Σημαντικό όμως ρόλο παίζουν και διάφορες άσχημες στιγμές όπως μία απόπειρα βιασμού, στην οποία ο πρωταγωνιστής γλιτώνει μετά από φονικό...
Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν και δικαιολογούν την ανανδρία, την ανευθυνότητα αλλά και τη δειλία τόσο του πρωταγωνιστή όσο και του μέσου φασίστα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος.
Παράλληλα ο Μπερτολούτσι καταφέρνει μέσα από τη ταινία να σκιαγραφήσει εκπληκτικά τη ψυχολογία των κοινωνικών τάξεων εκείνης της περιόδου. Με έναν άκρως σατυρικό τρόπο, παρουσιάζει τυφλούς όλους τους διανοούμενους της Ιταλίας, καταδικάζοντας έξυπνα την εθελοτυφλία των "διαβασμένων" απέναντι στην επέλαση του εγχώριου φασισμού. Οι δεξιώσεις τους πραγματοποιούνται σε ημιυπόγειους χώρους χωρίς παλμό και διάθεση για ζωή. Αντιθέτως στην ελεύθερη ακόμα Γαλλία, η λαϊκή τάξη ζει με παλμό κι έρωτα κι αυτό παρουσιάζεται τόσο με τον ερωτικό χορό των δυο γυναικών (ξεπέρασε σε φινέτσα μία αντίστοιχη χορογραφία που είχαμε απολαύσει στην εξαιρετική Frida) όσο και με τον κυκλικό χορό που φανερώνει τη διάθεση για ζωή όλων όσων βρίσκονται εκεί μέσα εκτός του φασίστα που "παγιδεύεται" στο κέντρο της πίστας.
Επίσης με πολύ έξυπνο τρόπο καυτηριάζει τον ρόλο της εκκλησίας κατά τη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών καιρών, με έναν ιερέα να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις πολιτικές απόψεις του πιστού και για πικάντικες λεπτομέρειες του ερωτικού του παρελθόντος, παρά για την σωτηρία της ψυχής του στην μετά θάνατον ζωή.
Στον τομέα των ερμηνειών εντυπωσιάστηκα με τον Γάλλο ηθοποιό Jean-Louis Trintignant, τον οποίον πρώτη φορά είδα σε νεαρή ηλικία και δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω (έχω συνδυάσει τη φυσιογνωμία του με την Κόκκινη Ταινία και το Amour, δηλαδή γέρο). Υποδύθηκε εκπληκτικά τον φοβικό άνδρα που δεν έχει και δε θέλει να μεγαλώσει ενώ παράλληλα έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πουλήσει την ιδεολογία του με απώτερο σκοπό να ικανοποιήσει το συμφέρον του. Οι σκηνές όπως αυτή που γαβγίζει σε σκυλιά κι ειρωνεύεται την μάνα του καθώς αναζητάει τον ντίλερ της, ήταν τόσο ρεαλιστικές που μου φάνηκαν πραγματικά αυθόρμητες.
Κι αν ο Ζαν Λουι Τρεντινιαν ήταν η ψυχή της ταινίας, οι δυο γυναικείες υπάρξεις ήταν η καρδιά της ιστορίας. Η Ντομινίκ Σάντα εντυπωσιάζει με το φεμινιστικό της πνεύμα και την αντιφασιστική της δράση ενώ η Στεφανία Σαντρέλι ξεχείλιζε από ερωτισμό (πέρα από το βλέμμα της λάτρεψα το λακάκι στο πηγούνι της). Ενδιαφέρουσες προσωπικότητες όμως ήταν κι ο καθηγητής-θύμα Enzo Tarasci κι ο Gastone Moschin που υποδυόταν τον άνθρωπο σκιά που παρακολουθούσε την αποστολή του φασίστα.
Αυτό όμως που έκανε την ταινία ξεχωριστή ήταν η άψογη συνεργασία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με τον φωτογράφο Βιτόριο Στοράρο, κάτι το οποίο μας πρόσφερε καταπληκτικά πλάνα με εντυπωσιακή ισορροπία τόσο στις μορφές όσο και στο χρώμα. Άνετα κάθε πλάνο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία ξεχωριστή φωτογραφία κάποιας έκθεσης (την ίδια εντύπωση που άφησε η πολυαγαπημένη Ida). Πραγματικά δε ξέρω ποιο πλάνο να πρωτοδιαλέξω για να φέρω ως παράδειγμα για να περιγράψω την όμορφη αποτύπωση της ταινίας πάνω στη μεγάλη οθόνη. Ίσως να διάλεγα τα πλάνα της καταδίωξης μέσα στο δάσος αλλά και τα ισορροπημένα κάδρα στους εσωτερικούς χώρους των κτιρίων. Ή μήπως τον εντυπωσιακό υπαίθριο χώρο του ψυχιατρείου όπου βρισκόταν έγκλειστος ο πατέρας του ήρωα. Όπως βλέπετε το δίλημμα είναι δύσκολο.
Δε μπορώ όμως να μην αναφερθώ και στην υπέροχη μουσική του έργου, η οποία ολοκλήρωνε πλήρως την αισθητική όψη του αριστουργήματος.
Φεύγοντας από τον κινηματογράφο Ζέφυρο, επέστρεφα σπίτι με ένα παράπονο. Γιατί δε γυρίζονται τόσο λυρικές κι ουσιώδεις ταινίες στις μέρες μας; Ειδικά τώρα που το έχουμε ανάγκη.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου