του Γιώργου Τσιάρα
Νέα Υόρκη, Σεπτέμβρης του 2001, το πρωί που άλλαξαν όλα. Και μετά Μαδρίτη, Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες, ξανά Παρίσι, Νίκαια, Βερολίνο, Μάντσεστερ, Κωνσταντινούπολη, ξανά Λονδίνο, και τώρα Βαρκελώνη, για να αναφέρουμε μόνο τους πιο σημαντικούς σταθμούς στο χωρίς φρένα τρενάκι του τρόμου.
Μία ατέρμονη αλυσίδα από «τυφλά» μακελειά, με εντελώς διαφορετικά μέσα (από αεροπλάνα και Καλάσνικοφ μέχρι κλεμμένα φορτηγά, νοικιασμένα αμάξια και κουζινομάχαιρα του ενός ευρώ), αλλά πάντα με ισλαμιστές δράστες-καμικάζι να επιτίθενται σε «μαλακούς», δηλαδή ελλιπώς φρουρούμενους στόχους, και με το ίδιο αποτέλεσμα: χιλιάδες αθώα θύματα -τρεις χιλιάδες μόνο στην Αμερική, πάνω από 600 τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη- σε βάθος 16 χρόνων.
Ενα τακτικό, πλέον, ραντεβού με τη φρίκη, όπου το ερώτημα δεν είναι πια αν θα ξαναχτυπήσουν οι τρομοκράτες, αλλά μόνο το πότε και το πού.
Αλλά αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του δράματος –η εύκολη, μανιχαϊστική οπτική του καλού εναντίον του κακού, του άσπρου εναντίον του μαύρου, του φωτός εναντίον του σκοταδιού.
Η οπτική που λέει ότι ο «καλός» δυτικός πολιτισμός μας, το τέκνο της υψηλής διανόησης και του Διαφωτισμού, απειλείται από το «κακό» Ισλάμ που σκοτώνει αδιακρίτως γυναίκες και παιδάκια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις μας –με βαριά καρδιά πάντα– να ζωστούν ξανά τα hi-tech φυσεκλίκια τους και να ξαναστήσουν οργουελικής έμπνευσης αστυνομικά κράτη, σε μόνιμη κατάσταση πολιορκίας, να κηρύξουν κι άλλους μακρινούς πολέμους, να βομβαρδίσουν κι άλλες άγνωστες πόλεις με δυσπρόφερτα ονόματα, να κλείσουν κι άλλα ορατά και αόρατα σύνορα, και γενικώς να ξεθάψουν από τον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας όλη την ξεχασμένη ρητορική του ελιτισμού, του ρατσισμού «εμείς κι αυτοί» και της μισαλλοδοξίας, στο όνομα της «αμυντικής», και καλά, υπεράσπισης των ατομικών ελευθεριών και του χιλιοτραγουδισμένου «τρόπου ζωής μας».
Ας με συγχωρέσουν οι καλοί αναγνώστες, αλλά αυτό είναι ένα παιχνίδι που δεν μπορώ να παίξω.
Το είχα γράψει και πριν από λίγους μήνες με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μάντσεστερ, θα το επαναλάβω τώρα με τη Βαρκελώνη: το χειρότερο δεν είναι ο αριθμός των νεκρών, ούτε το γεγονός ότι ο στόχος ήταν πάλι «μαλακός», ένας πεζόδρομος γεμάτος αμέριμνους τουρίστες.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο σταδιακός μιθριδατισμός, το γεγονός ότι σιγά σιγά, από τη μια σφαγή στην άλλη, συνηθίζουμε όλοι μας σε αυτήν την απάνθρωπη διαλεκτική της τυφλής βίας, όπου ο καθένας είναι εν δυνάμει θύμα τρομοκρατίας μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε σε λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή.
Σαν τον Μιθριδάτη, τον αρχαίο βασιλιά του Πόντου, που απέκτησε αντοχή σε όλα τα δηλητήρια, καταναλώνοντας μικρές δόσεις, και τελικά αναγκάστηκε να βάλει τον δούλο του να τον σκοτώσει με τη σπάθα, για να μην τον πιάσουν ζωντανό οι Ρωμαίοι επικυρίαρχοι, έτσι κι εμείς συγκλονιζόμαστε όλο και λιγότερο από το τακτικό, πλέον, τηλεοπτικό ραντεβού με τη φρίκη.
Ωσότου, σύντομα, τέτοιες τρομακτικές ειδήσεις να μη μας κάνουν πια εντύπωση -ώσπου να έρθει η ώρα που θα προσπερνάμε τα μακελειά σαν κάτι φυσιολογικό: σαν το τίμημα που δήθεν καλούμαστε να πληρώσουμε για την υποτιθέμενη «ελευθερία» των όλο και πιο αστυνομοκρατούμενων κοινωνιών μας απέναντι στην επέλαση των «βαρβάρων», που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε με τις παλιές και νέες «ηρωικές» εκστρατείες μας.
Ο μιθριδατισμός αυτός, θα το ξαναπώ, υπάρχει εδώ και δεκαετίες και απλώνεται συνεχώς, επιτρέποντας στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης να εστιάζουν στις εικόνες του εγγύτερου τρόμου και να προσπερνάνε με ευκολία τις γενεσιουργούς αιτίες του φαινομένου -ανάμεσα σε άλλες, τις συνεχιζόμενες μετα-αποικιοκρατικού τύπου παρεμβάσεις στον ισλαμικό κόσμο και τα καθημερινά λουτρά αίματος και τις σφαγές αμάχων σε μουσουλμανικά, πρωτίστως, κράτη, όπως η Συρία και το Ιράκ.
Οι Ισπανοί, που τώρα αναρωτιούνται «porque?», «γιατί σ’ εμάς;», συμμετείχαν επικουρικά -όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις- σε όλες τις τυχοδιωκτικές εισβολές και κατοχές της περασμένης δεκαπενταετίας.
Μόνον προχτές, την ημέρα του νέου μακελειού, από έναν μόνο συμμαχικό βομβαρδισμό στη Ράκα της Συρίας σκοτώθηκαν άλλοι 54 άμαχοι, σε έναν εξαετή «εμφύλιο» πόλεμο χωρίς τέλος με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων δυνάμεων και συνολικά 300.000 νεκρούς και έντεκα εκατομμύρια πρόσφυγες.
Μόνον κατά την πολύμηνη «απελευθέρωση» της Μοσούλης, μιας μεγαλούπολης που ισοπεδώθηκε συστηματικά, σκοτώθηκαν περίπου 40.000 και ξεσπιτώθηκαν σχεδόν ένα εκατομμύριο, κανείς δεν ξέρει στην πραγματικότητα πόσοι -μακριά από τις κάμερες κανείς δεν κρατά λογαριασμό.
Οι περισσότεροι θάνατοι άλλωστε είναι σιωπηλοί, βασανιστικοί, χωρίς ορατό θύτη –σαν τους καθημερινούς πνιγμούς μουσουλμάνων, κυρίως, συνανθρώπων μας προσφύγων στη Μεσόγειο ή τα αμέτρητα θύματα από τον τρομερό λιμό και τις επιδημίες στην καταραμένη Υεμένη και το νεότερο κράτος του κόσμου, το άμοιρο Νότιο Σουδάν.
Μύωπες όλοι μας, ανίκανοι να δούμε πέρα από τη μύτη μας ή μάλλον πέρα από την οθόνη των «έξυπνων» συσκευών μας, αδιαφορούμε για την αιώνια εκατόμβη της Μέσης Ανατολής και το πνίξιμο στην κούνια της «αραβικής άνοιξης», πανηγυρίζουμε για τις ήττες των «βαρβάρων» του «Ισλαμικού κράτους», αλλά δεν ενώνουμε ποτέ τις κουκκίδες για να δούμε τη μεγάλη εικόνα πίσω από τα αποσπασματικά ρεπορτάζ της φρίκης –να δούμε τα αόρατα, μετα-αποικιακά συγκοινωνούντα δοχεία του αίματος που συνδέουν τη Ράκα με τη Ράμπλας.
Ας το πάρουμε επιτέλους απόφαση: Οσα τείχη κι αν υψώσουμε, όσες βόμβες κι αν ρίξουμε από ψηλά, όσες υποχωρήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών για χάρη της ασφάλειας κι αν ανεχτούμε, δεν πετυχαίνουμε τίποτε, εκτός από το να διαιωνίσουμε τον φαύλο κύκλο της βίας.
Μόνη βιώσιμη λύση, σε βάθος χρόνου, είναι ο τερματισμός των πολέμων και η δικαιότερη κατανομή των παγκόσμιων πόρων, ώστε να σταματήσει το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα στην ιστορία της ανθρωπότητας: αλλιώς, θα ζούμε πάντα με τον τρόμο της επόμενης επίθεσης και θα αναρωτιόμαστε «γιατί εμείς, και όχι οι άλλοι;»...
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου