του Γιώργου Τσιάρα
Μια χαρά τα λέει δίπλα ο σπουδαίος Λεβί στον σύντροφο Τσακίρογλου: η Ακροδεξιά καλπάζει στο κενό που της άφησε η καθημαγμένη, ομφαλοσκοπούσα Αριστερά και γεννά τέρατα σε όλο τον κόσμο.
Τα αυγά του φιδιού όμως δεν σπέρνονται από μόνα τους –χρειάζονται και λεφτά. Και τα λεφτά, όπως πάντα, τα βάζουν αυτοί που τα ‘χουν –οι πλούσιοι, φανατικοί καπιταλιστές, οι αντιδραστικοί και απάνθρωποι μισάνθρωποι που, σαν τον Σκρουτζ του Ντίκενς ή τον Σάιλοκ του Σέξπιρ, δεν έχουν άλλο σκοπό στη ζωή τους από τη διαιώνιση των ανισοτήτων και τη συστηματική παρεμπόδιση κάθε κοινωνικής δικαιοσύνης και προόδου.
Διάβαζα προχτές στο γερμανικό Der Spiegel για τον ρόλο που έπαιξε και παίζει ένας τέτοιος «κύριος», ο 88χρονος δισεκατομμυριούχος Αουγκουστ φον Φινκ, στη ραγδαία άνοδο του ακροδεξιού, ρατσιστικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία –του κόμματος που έφτασε μέσα σε λίγα χρόνια από την πλήρη ανυπαρξία στην αξιωματική αντιπολίτευση και απειλεί να καταλάβει εξ εφόδου μια σειρά από «οχυρά» της παραδοσιακής γερμανικής Δεξιάς.
Ο Φινκ, που λέτε, είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο και δέκατος πλουσιότερος Γερμανός στη λίστα Forbes, με κάπου 8 δισ. ευρώ προσωπική περιουσία.
Πώς την απέκτησε; Ο συνονόματος (Αύγουστος κι αυτός) πατέρας του, μεγαλοτραπεζίτης και ασφαλιστής, υπήρξε ένας από τους βασικούς χρηματοδότες του Χίτλερ και των ναζί, στη δεκαετία του ‘30, και απόσβεσε με το παραπάνω την επένδυσή του «καταπίνοντας» τις περιουσίες χιλιάδων Γερμανοεβραίων κατά τη διάρκεια της περιβόητης «Αριανοποίησης».
Το 1931, δύο χρόνια πριν από την άνοδο του Αδόλφου στην εξουσία, συμμετείχε στο παρεάκι των εκατομμυριούχων που συναντήθηκαν μυστικά με τον μελλοντικό φίρερ στο βερολινέζικο ξενοδοχείο Kaiserhof και του έδωσαν τα «μύρια» που χρειαζόταν για να πετύχει τον σκοπό του και να γίνει καγκελάριος. Ενα από τα «αντίδωρα» του Χίτλερ ήταν η εκχώρηση στην τράπεζα των Φινκ, τη Merck, του μεγάλου βιεννέζικου χρηματοπιστωτικού οίκου Ρότσιλντ.
Μετά τον πόλεμο ο μπαμπάς Φινκ θα έπρεπε κανονικά να καταλήξει στην κρεμάλα, παρέα με τους άλλους «συνοδοιπόρους», αλλά αντ’ αυτού αφέθηκε -με τις ευλογίες των Αμερικανών- να κρατήσει τη ματωμένη περιουσία του και μάλιστα να την αυξήσει αγοράζοντας μεταξύ άλλων μεγάλες εκτάσεις γης στο Μόναχο και άλλες γερμανικές πόλεις.
Στην πορεία ο γιόκας του πούλησε το 1990 την οικογενειακή τράπεζα Merck Finck και το 1999, για να μην πληρώνει φόρους, μετακόμισε σ’ έναν μεσαιωνικό ελβετικό πύργο στο Βαϊνφέλντεν που θα ταίριαζε γάντι σε κάποιον «κακό» του Τζέιμς Μποντ. Από εκεί φυσικά συνέχισε να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γερμανική βιομηχανία σαν «θεσμικός επενδυτής», αγοράζοντας και πουλώντας μεγάλα μετοχικά μερίδια σε κολοσσούς όπως τη ζυθοποιία Löwenbräu, την αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων και εστιατορίων, το μεγάλο βιομηχανικό σύμπλεγμα Von Roll, τη γνωστή μας υπερ-κατασκευαστική Hochtief και φυσικά την... απαραίτητη βιομηχανία όπλων Oerlikon-Bührle.
Αλλά αυτό δεν του έφτανε. Βάλθηκε λοιπόν να περπατήσει στα βήματα του πατέρα του και να χτίσει την δική του αντιδραστική πολιτική δύναμη. Είχε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα – η Ακροδεξιά ήταν ακόμη «ταμπού», οι μνήμες της συντριβής και του Ολοκαυτώματος ήταν ακόμη πολύ φρέσκες. Κι έτσι έγινε ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών, του δήθεν «κεντρώου» αλλά στην πραγματικότητα άγρια νεοφιλελεύθερου FDP και διάφορων «συνδεδεμένων» με αυτό οργανώσεων «ελεύθερων πολιτών», όπου ήδη συμμετείχαν πρόσωπα όπως το σημερινό ηγετικό στέλεχος του AfD Μπεατρίς φον Στορκ.
Το 2009 με το FDP -αυτό το τυπικό παράδειγμα του «Ακραίου Κέντρου»- να συμμετέχει στην κυβέρνηση ως «δεκανίκι» της Μέρκελ, ο όμιλος Mövenpick χάρισε 1,1 εκατομμύρια ευρώ στο FDP, αλλά δεν άργησε καθόλου να τα πάρει πίσω: το κόμμα πίεσε για να περάσει μειώσεις στον ΦΠΑ του ξενοδοχειακού κλάδου χαρίζοντας δεκάδες εκατομμύρια στη Mövenpick. Το σκάνδαλο απασχόλησε τον Τύπο και η κατακραυγή ήταν μεγάλη συμβάλλοντας στη σταδιακή περιθωριοποίηση του «εργαλειακού» αυτού κόμματος, που άλλωστε είχε εκμετρήσει τον χρήσιμο βίο του: το επόμενο δεκανίκι της Μέρκελ δυστυχώς ήταν το ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, που συνεχίζει να ξεφτιλίζεται ώς και σήμερα...
Ο Φινκ είχε ήδη έτοιμο το επόμενο πολιτικό πρότζεκτ. Το 2013 ξεκίνησε το νταλαβέρι με δύο ιδρυτικά στελέχη του AfD, τους οικονομολόγους Μπερντ Λούκε και Χανς-Ολαφ Χένκελ, και να τους «σπρώχνει» εκατομμύρια. Μέσω του πληρεξουσίου του στη Γερμανία, Κνουτ Σταλ, αλλά και της πρώτης εκπροσώπου Τύπου του κόμματος, Ντάγκμαρ Μέτσγκερ, το χρήμα έρρευσε και μετατράπηκε σε εκατομμύρια αφίσες, φυλλάδια και εφημερίδες-μπροσούρες ρατσιστικού και ταξικού μίσους, που διανέμονταν δωρεάν στις συγκεντρώσεις του κόμματος.
Η κοινή έρευνα του Spiegel με μια ελβετική εφημερίδα, την WOZ in its research, αποκαλύπτει «ενέσεις» άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ την τελευταία πενταετία. Αποκαλύπτει ακόμη πως ο Φινκ «ανέστησε» -πάντα στο πλαίσιο των πολιτικών σχεδίων του- το 2010 μια χρεοκοπημένη επιχείρηση συναλλαγών σε χρυσό και ασήμι, την περιβόητη Degussa, από τα αρχικά των «Deutsche Gold und Silberscheideanstalt».
Γιατί περιβόητη; Γιατί στον καιρό των ναζί η Degussa, μεγαθήριο τότε, ήταν εκείνη που επιβραβεύτηκε με το λιώσιμο των χρυσών δοντιών και των κοσμημάτων των Εβραίων από τα κρεματόρια, ενώ μια θυγατρική της συμμετείχε στην τροφοδοσία των στρατοπέδων εξόντωσης με το αέριο Zyklon B...
Η «αναστημένη» εταιρεία λοιπόν φρόντιζε ώστε οι αγοραπωλησίες χρυσών νομισμάτων της να γεμίζουν μέσω κρυφών διαδρομών τα μαύρα ταμεία του AfD, μια πρακτική που σταμάτησε μόλις το 2015, όταν η Μέρκελ (ή μάλλον ο Σόιμπλε) κατάλαβαν τι γινόταν και πέρασαν καινούργια νομοθεσία για τις συναλλαγές σε χρυσό. Αλλά ήταν αργά: τα γερμανικά χρυσά αυγά είχαν ήδη επωαστεί.
Ξέρετε κάτι όμως; Δεν θα τους περάσει. Ο φασισμός μπορεί να κερδίζει έδαφος, αλλά δεν θα νικήσει, γιατί με τη θεοποίηση της βίας και τη θανατολαγνεία του πηγαίνει κόντρα στην ίδια τη ζωή και τελικά καταφέρνει να συσπειρώνει εναντίον του τις πιο ετερόκλητες δυνάμεις –έστω και αν κατά κανόνα προλαβαίνει πρώτα να σπείρει μεγάλες καταστροφές, πολέμους και γενοκτονίες.
Αλλά η ζωή στο τέλος νικά. Να, σαν και τούτον δω τον Σύρο πρόσφυγα, τον Χάσαν αλ Κόταρ, που έμεινε εφτά μήνες παγιδευμένος σε ένα αεροδρόμιο της Μαλαισίας ζώντας με τα φιλοδωρήματα των υπαλλήλων, συνελήφθη τον Οκτώβριο από τις αρχές και στάλθηκε σε στρατόπεδο προσφύγων, έτοιμος για απέλαση, και προχτές επανεμφανίστηκε εξαντλημένος, αλλά χαμογελαστός στο Βανκούβερ του Καναδά, αποφασισμένος -αυτός ο «υπάνθρωπος», που κατά το AfD και τα δικά μας χρυσαύγουλα... απειλεί τον Σπουδαίο Δυτικό Πολιτισμό μας- να χτίσει μια καινούργια ζωή...
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου