Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Η Μεγάλη Νύχτα της Νάπολης


Ο ιταλικός κινηματογράφος κάθε φορά που στρέφεται προς την κατάσταση της χώρας του για να προβληματιστεί με τον υπόκοσμο της μαφίας, μας προσφέρει αρκετά ενδιαφέρουσες κι εξαιρετικές ταινίες. Στη μεγάλη λίστα όπου φιγουράρουν οι Σκοτεινές Ψυχές, το Γόμορρα, το Dogman και το Suburra έρχεται να προστεθεί κι η "Μεγάλη Νυχτά της Νάπολης". Παρ' όλο που η ταινία δε διαφέρει σε θέμα πλοκής και θεματολογίας με τις άλλες γκανγκστερικές, ξεχωρίζει διότι πρωταγωνιστές της είναι πιτσιρικάδες. 
Η ιστορία μας μεταφέρει στη σύγχρονη καθημερινότητα της Νάπολης. Οι γειτονιές λυμαίνονται από τις συμμορίες, οι οποίες απαιτούν χρήματα προστασίας από τα μαγαζιά και τους υπαίθριους πάγκους νε τις μεγάλες οικογένειες να αλληλοσκοτώνονται για το ποιος θα επικρατήσει. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ένας αρχιμαφιόζος που ήταν αρκετά αγαπητός στη Νάπολη έχει δολοφονηθεί, δίνοντας τη θέση του σε μια νέα συμμορία η οποία είναι πιο αδίστακτη και σκληρή με τους κατοίκους της πόλης. Όλη αυτή η κατάσταση που επικρατεί στην πόλη, περιγράφεται μέσα από τα μάτια μιας παρέας. Παιδιά φτωχών οικογενειών που λογικά έχουν παρατήσει το σχολείο κι αναζητούν άλλους τρόπους για να βγάλουν λεφτά. Το νεαρό της ηλικίας τους παράλληλα με την υποταγή τους στον επιδειξιομανή καταναλωτισμό, τα ωθεί προς την εύκολη εύρεση χρημάτων.
Μετά από μια ανεπιτυχής ληστεία σε ένα κοσμηματοπωλείο, επιλέγουν να δουλέψουν για τη συμμορία που κυριαρχεί στην περιοχή τους. Τους ανατιθεται διακίνηση ναρκωτικών σε φοιτητές κι είσπραξη χρημάτων προστασίας από τα μαγαζιά και τους πάγκους της λαϊκής. Το χρήμα ρέει άφθονο πια, θαμπώνοντας τους πιτσιρικάδες από την πρόσκαιρη χλιδή. Αγορά ακριβών προϊόντων, πρώτο τραπέζι στα κλαμπ κ.ο.κ. 
Όμως ένα απρόοπτο περιστατικό θα αλλάξει τις ισορροπίες στην πόλη, δίνοντας την ευκαιρία στους πιτσιρικάδες να αναλάβουν τα ηνία της περιοχής τους. Βίαιες συγκρούσεις μεταξύ παλιών συνεταίρων κι απειλές θα διαδραματιστούν στους στενούς δρόμους της πόλης. Η επικράτηση επιτυγχάνεται εύκολα αλλά η διατήρησή της φαίνεται ακατόρθωτη. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας έχοντας ως πρότυπο έναν παλιό δίκαιο μαφιόζο θα προσπαθήσει να "διοικήσει" κι αυτός με τη σειρά του δίκαια την περιοχή. Όμως η γλύκα των χρημάτων είναι ισχυρή, δημιουργώντας νέες ίντριγκες μες στην παρέα. 



Για γκανγκστερική ταινία, η πλοκή της ξεκινάει ομαλά κι εντείνεται με το πέρασμα της ώρας προσφέροντας αρκετές κορυφώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη πραγματοποιείται πουθενά κοιλιά στο σενάριο. Μάλιστα τελειώνει αφήνοντάς σου την επιθυμία να κρατούσε λίγο παραπάνω. Ο σκηνοθέτης Κλαούντιο Τζιοβανέζι έχοντας μαζί του στην αφήγηση τον διάσημο συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο δείχνει μία αυτοπεποίθηση στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας προσφέρει εξαιρετικές στιγμές αδρεναλίνης όπως η σκηνή στη ταράτσα με τα πυροτεχνήματα αλλά κι η πρώτη ανταρσία των πιτσιρικάδων με τα παλιά τους αφεντικά.
Παράλληλα εκπληκτικές είναι οι ερμηνείες σχεδόν όλων των ηθοποιών. Ειδικά τα πιτσιρίκια έχουν μια αυθεντικότητα στο παίξιμό τους που δίνουν την αίσθηση πως βλέπουμε ένα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει τη δράση μιας συμμορίας παρά μιας ακόμη γκανγκστερικής ταινία. Εξαιρετική η στιγμή που μάνα και γιος πάνε να αγοράσουν καινούργια έπιπλα για το σπίτι. Βλέποντας η μητέρα τα χρήματα που βγάζει ο γιος της από το παντελόνι, μουδιάζει. Τον κοιτάει γεμάτη θλίψη καθώς γνωρίζει πως ο δρόμος που το παιδί της χάραξε δεν έχει γυρισμό. Θέλει να κλάψει, να ουρλιάξει, να σηκωθεί να φύγει τρέχοντας. Σίγουρα περνάνε πολλά απ' το μυαλό της εκείνη την ώρα. Όμως στέκει εκεί και τον κοιτάζει πονεμένα. Τελικά καταλήγει να τον αγκαλιάσει σφιχτά καθώς ξέρει πως πλέον θα ζει με το σκεπτικό πως η κάθε στιγμή μπορεί να είναι και η τελευταία. 
Θα χαρακτήριζα την ταινία αυτή τίμια. Δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει κανέναν θεατή. Έχει αρκετά κλισέ και λίγο πολύ γνωρίζουμε την εξέλιξη. Κερδίζει όμως στην ντοκιματερίστικη εικόνα της, στα δυνατά της πλάνα και στην ψευδαίσθηση που έχουν οι πιτσιρικάδες ότι μπορεί να προσφέρουν δικαιοσύνη με τα όπλα. 
Η "Μεγάλη Νύχτα της Νάπολης" είναι μία άκρως ενδιαφέρουσα κινηματογραφική πρόταση όπου δείχνει τον βίαιο τερματισμό της παιδικής αθωότητας και το σπαρακτικό τέλος όσων επιλέγουν να ζουν με τα όπλα. 

Βαθμολογία: 7/10

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Οροσειρά των Ονείρων


Έχω επισημάνει πολλές φορές πως τα σπουδαιότερα έργα εισέρχονται ταπεινά κι αθόρυβα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το θεματολογικό ήθος αυτών των έργων που βασίζεται στην ειλικρινή δημιουργικότητα των σκηνοθετών τους, συμπυκνώνεται καθ'όλη τη διάρκεια προβολή τους χωρίς να χει την ανάγκη μαρκετίστικων τυμπανοκρουσιών. Κουβαλώντας ήδη το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ των Καννών, η νέα ταινία του πολυαγαπημένου Χιλιανού σκηνοθέτη Πατρίσιο Γκούζμαν έκανε το πέρασμά της από το φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας. Είχα την τύχη να το δω στη κατάμεστη αλλά άκρως σιωπηλή αίθουσα του Δαναού. Μέσα σε μιάμιση σχεδόν ώρα ένιωσα πως όλο το κοινό είχε μπει στην ίδια συναισθηματική έκσταση. Μία κατάσταση που μόνο ο Πατρίσιο Γκούζμαν μπορεί να προσφέρει με τον άρτιο δοκιμιακό του λόγου και την άκρως μαγευτική του φωνή, πλαισιωμένα και τα δύο με την ονειρική μουσική του συγκροτήματος Miranda y Tobar. 
Η συγκεκριμένη προβολή υπήρξε για μένα μία από τις σπάνιες στιγμές συναισθηματικής έκρηξη. Ένα σφίξιμο στο στήθος κι ένα κόμπο στο λαιμό που δε μ' άφηναν να αναπνεύσω. Κι ενώ βούλιαζα στην αναπαυτική καρέκλα του κινηματογράφου, τα μάτια μου χανόντουσαν στα απέραντα τοπία των Άνδεων και το μυαλό μου άνοιγε ένα σωρό μικρές καταπακτές μέσα απ'τις οποίες ξεχυνόταν ένα σμήνος σκέψεων και συναισθημάτων. Η κατάσταση αυτή δεν προκλήθηκε αστραπιαία (αν και στο Νοσταλγώντας το Φως εντείνεται από τη πρώτη νότα της μουσικής), αλλά έρχεται με έναν αγνό κι ευγενικό τρόπο. Εκείνο το βράδυ στον Δαναό βρέθηκα απροετοίμαστος σ' αυτό που θα ζούσα, κι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που θεώρησα πως η συγκεκριμένη προβολή, μου έχει μείνει ήδη αξέχαστη.
Η Χιλή είναι μία χώρα που λάτρεψα από τότε που άρχισα να μελετώ την πρόσφατη ιστορία της. Η αγιότητα του προέδρου Αλιέντε που δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Πινοσέτ, η μετατροπή της χώρας σε ένα πειραματόζωο της σχολής του Σικάγο, η έντονα πολιτικοποιημένη κοινωνία της που έχουμε γνωρίσει μέσα από ταινίες, ντοκιμαντέρ και βιβλία και φυσικά η τριλογία του Γκούζμαν που μου 'χει χαρίσει μια οικειότητα με την άγνωστη κι απομονωμένη γωνιά της Λατινικής Αμερικής. 


Όπως συνέβη με το "Νοσταλγώντας το Φως" και με το "Μαργαριταρένιο Κουμπί", έτσι και στην "Οροσειρά των Ονείρων" ο δημιουργός ξεκινάει την αφήγησή του με κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τόπου του. Αυτή τη φορά έχει την τιμητική της η πελώρια οροσειρά των Άνδεων. Ο Πατρίσιο Γκούζμαν μας περιγράφει τις μνήμες των παιδικών του χρόνων, οι οποίες συμπορεύτηκαν με τη σκιά των πελώριων βουνίσιων όγκων. Παράλληλα κάποιοι καλλιτέχνες περιγράφουν τις δικές τους εμπειρίες αλλά και τις σκέψεις που τους προκαλούν οι Άνδεις. Αυτό που διαπιστώνω είναι πως όλοι τις θεωρούν ιερές και βασικό παράγοντα που επηρέασε τον πολιτισμό αλλά και την ιστορία αυτού του τόπου. Εξάλλου όλοι τους με μία φωνή δήλωσαν πως οι Άνδεις έχουν δύο ρόλους. Από την μια προστατεύουν τον λαό της Χιλής αλλά από την άλλη τον απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο. 
Συζητώντας με τους καλλιτέχνες για τα παιδικά τους χρόνια και τον ρόλο που διαδραμάτισαν στη ζωή τους τα βουνά, ο Πατρίσιο Γκούζμαν αναφέρει πως οι μνήμες του στη Χιλή τερματίζουν με το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Μετά τη σύλληψή του και φοβούμενος τη καταστροφή του τότε κινηματογραφικού του υλικού διαφεύγει στην Ευρώπη όπου έχει παραμείνει μέχρι σήμερα. Περιγράφοντάς μας το προσωπικό του δράμα αντιλαμβανόμαστε μια χροιά θλίψης για τα χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί αλλά και μιας ενοχής καθώς έφυγε ηττημένος αφήνοντας μια χώρα στα χέρια των φασιστών. 
Η φωνή του σπάει όταν συναντά ακόμη όρθιο το σπίτι όπου γεννήθηκε, ένα υπέροχο διώροφο νεοκλασικό που εξακολουθεί να παλεύει με τη φθορά του χρόνου. Ο σκηνοθέτης χαίρεται που το βλέπει ακόμη όρθιο καθώς πολλά άλλα έχουν γκρεμιστεί για να χτιστούν στη θέση τους πολυκατοικίες κι ουρανοξύστες (τι μας θυμίζει αυτό άραγε;) Ο πρώτος σπαραγμός έρχεται όταν βλέπουμε το σπίτι από ψηλά. Ένας δυνατός συμβολισμός που περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη όψη που έχουν οι παιδικές μνήμες του δημιουργού.
Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης μας οδηγεί στο σπίτι όπου πέρασε την εφηβική του ηλικία και τα πρώτα χρόνια των κινηματογραφικών του σπουδών. Απ' αυτό το σημείο αρχίζει η κορύφωση του έργου. Νιώθοντας ο ίδιος τύψεις που έφυγε από την χώρα εκείνα τα δύσκολα χρόνια, τιμάει έναν άλλον κινηματογραφιστή που έμεινε στη Χιλή καλύπτοντας αρκετές από τις βίαιες στιγμές της χούντας. Συζητώντας μαζί του για κείνα τα χρόνια, παρακολουθούμε παράλληλα πλάνα από τις τότε κρυφές αλλά και φανερές καταγραφές του όπως η μαζική σύλληψη δεκάδων χιλιάδων ανδρών από τις γειτονιές του Σαντιάγκο αλλά και τη συγκέντρωσή τους στο στάδιο της πόλης. Σε μία απ' αυτές τις κερκίδες που λειτούργησαν ως φυλακές βρέθηκε κι ο Πατρίσιο Γκούζμαν. Οι σκηνές που μας παρουσιάζονται είναι συγκλονιστικές. Η ασύστολη αστυνομική βία, το πάθος των ανθρώπων για ελευθερία και δικαιοσύνη κι ο χώρος ανάμεσά τους που γεμίζει κραυγές πόνου κι απειλές. Σκηνές που βιώσαμε αρκετοί τη διετία μεταξύ 2010 και 2012 όπου τα κινήματα στην Ελλάδα ήταν μαζικά. Δε μπορούσα με τίποτα να συγκρατήσω την οργή μου με όσα μου αποκαλύπτονταν στη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου αλλά και μ' αυτά που θυμόμουν απ' τις δικές μας διαδηλώσεις. Μάλιστα σε ένα πλάνο όπου φαίνεται ξεκάθαρα ένας αστυνομικός να πετάει δακρυγόνο σε καθισμένες διαδηλώτριες που τραγουδούσαν ειρηνικά την "Ωδή στη Χαρά" μου προκάλεσε τόση οργή που ξεφώνισα τη λέξη "κοπρόσκυλα". Δε θυμάμαι ποτέ στο παρελθόν να αντιδρώ έτσι σε κινηματογραφική προβολή οπότε μέσα απ' αυτό εδώ το κείμενο ζητώ συγνώμη σε όποιον με άκουσε εκείνη τη στιγμή κι ίσως ενοχλήθηκε. Ο σκηνοθέτης συζητώντας μαζί με τον μάχιμο κινηματογραφιστή για κείνα τα χρόνια, συνειδητοποιούν πως οι σημερινές διαδηλώσεις δεν έχουν πια τον ίδιο παλμό όπως τότε παρόλο που η αδικία κι η φτώχεια εξακολουθούν να κυριαρχούν στο χιλιανό λαό. 


Στις συζητήσεις για τα τεκταινόμενα της χούντας, ο σκηνοθέτης ξεκινάει διάλογο και με έναν συγγραφέα, με τον οποίον συζητάνε για όσα ακολούθησαν. Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα στο αν τελείωσε ποτέ η χούντα καθώς οι τότε φασίστες έδωσαν την εξουσία στους διακριτικούς και σιωπηλούς συνεργάτες τους οι οποίοι θα οδηγούσαν τη χώρα σε εκλογές. Ακόμα κι εδώ, η ιστορία θυμίζει πολύ Ελλάδα καθώς κι οι δικοί μας χουντικοί παρέδωσαν την εξουσία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τον οποίον είχαν όλα αυτά τα χρόνια υπόγεια επικοινωνία μέσω των Κωνσταντίνο Τσάτσο κι Ευάγγελο Αβέρωφ. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν να πραγματοποιηθεί μια πολιτική μετάβαση αρκεί οι επερχόμενοι να αποσιωπήσουν όλα τα εγκλήματα της δικτατορίας καταδικάζοντάς τα μ' αυτόν τον τρόπο στη λήθη. Στην Ελλάδα κατά μια έννοια επιτεύχθηκε αυτή η αμνησία μ' αποτέλεσμα να ακούμε σήμερα πολλούς να μιλούν για τανκς και Παπαδόπουλους. Αντιθέτως στη Χιλή, η φωνή του λαού παρέμεινε ισχυρή κι ο επίμονος αγώνας τους διατήρησε τη μνήμη. 
Ο συγγραφέας όμως θέτει ένα ακόμη ερώτημα, πάνω στη συζήτηση για το αν έχει βελτιωθεί η κατάσταση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του η ανασφάλεια κι η φτώχεια εξακολουθούν να κυριαρχούν. Ο πλούτος ανήκει σε λίγους κι ο λαός από κάτω αγωνιά καθημερινά ενάντια στη μιζέρια. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της Σχολής του Σικάγο εξακολουθεί να εφαρμόζεται με τη μόνη διαφορά πως πλέον δεν υπάρχουν βασανιστήρια κι αγνοούμενοι. 
Στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού πατάει κι ο σκηνοθέτης φέρνοντας για παράδειγμα τις εξορύξεις χαλκού, με τις οποίες κάποτε ζούσε ολόκληρη η χώρα. Μαθαίνουμε πως επί εποχής Αλιέντε όλα τα μεταλλεία χαλκού είχαν περάσει στο κράτος και τα κέρδη μοιραζόντουσαν στο λαό. Επί χούντας κι έπειτα το μεγαλύτερο κομμάτι των εξορύξεων έχει περάσει σε ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο δε συνεισφέρουν στο κράτος της Χιλής αλλά δε σέβονται και το περιβάλλον της χώρας. Ο σκηνοθέτης κάνει μια κινηματογραφική πτήση πάνω από ένα ιδιωτικό ορυχείο που κατατρώει τα σπλάχνα του βουνού. Όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι ένα κομμάτι γης ξένο για την Χιλή καθώς κανείς δε μπορεί να πάει εκεί. Η εικόνα της θεόρατης τρύπας μέσα στο βουνό είναι συνταρακτική. Κανένας απολύτως σεβασμός (μήπως κι αυτό θυμίζει την περίπτωση των Σκουριών στη Χαλκιδική;).
Όπως δηλώνει ο μάχιμος κινηματογραφιστής, θα μπορούσε άνετα να φύγει για την Αργεντινή ή την Βραζιλία, μην αντέχοντας την αδικία που επικρατεί στη χώρα του. Όμως δεν το κανε καθώς δε θέλησε ποτέ να αφήσει τον τόπο του. Το θλιμμένο του μειδίαμα στο τέλος της συζήτησης, μου φάνηκε τόσο οικείο...
Στηριζόμενος λοιπόν σε μία θεωρία που λέει πως στον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον πέντε με έξι άνθρωποι που μας μοιάζουν εμφανισιακά, πιστεύω πως η Χιλή είναι το alter ego της Ελλάδος κι αντίστροφα. Κι αυτό το συμπέρασμα το έβγαλα έχοντας παρακολουθήσει αυτήν την τόσο σπουδαία κι άκρως συγκινητική τριλογία του Πατρίσιο Γκούζμαν, ο οποίος για μία ακόμη φορά μου πρόσφερε μία έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ένα ακόμη υπέροχο μωσαϊκό όπου μπλέκεται η νοσταλγία των χαμένων μας παιδικών χρόνων κι η αγνή αγάπη των γενέθλιων τόπων με τη δύναμη της ατομικής μνήμης και τις συνέπειες της συλλογικής μας λήθης. 
Για μένα η συγκεκριμένη συναρπαστική τριλογία κλείνει με μια ανεξέλεγκτη έκρηξη συναισθημάτων.

Βαθμολογία: 9/10

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Αν είχα τέσσερις καμήλες (1966)




"H φωτογραφία είναι σαν το κυνήγι. Είναι το ένστικτο του κυνηγού χωρίς την επιθυμία να σκοτώσει. Είναι το κυνήγι των αγγέλων. Παρακολουθείς, σκοπεύεις, πυροβολείς και "κλικ", κι αντί για έναν νεκρό άνθρωπο, τον κάνεις αιώνιο". Με αυτήν την τόσο λυρική περιγραφή, μου προτάθηκε να παρακολουθήσω ένα άγνωστο σε μένα φωτογραφικό ντοκιμαντέρ του 1966. Ο τίτλος του ακόμη πιο ελκυστικός καθώς η αινιγματική του φύση σε παρότρυνε να αναζητήσεις τον κόσμο μέσα από τη ματιά του φωτογράφου Chris Marker, χωρίζοντάς την σε τέσσερα κεφάλαια. 
Αρχικά προσπαθεί να μας περάσει με μια σειρά φωτογραφιών, τις ομοιότητες των κοινωνιών παρουσιάζοντάς μας ποτάμια διαφορετικών πόλεων φωτογραφημένα την ίδια απογευματινή ώρα αλλά και καθημερινές συνήθειες όπως η επίσκεψη στα κομμωτήρια δείχνοντας πόσο όμοια είναι η λάμψη των χαμογελαστών προσώπων σε όλες τις χώρες, μια προσπάθεια που φάνηκε ριψοκίνδυνη καθώς στην Κούβα τον κυνήγησαν κάποιοι κουρείς με τα ψαλίδια. Επίσης κάνει ένα παιχνιδιάρικο πέρασμα από τα τρένα του κόσμου δείχνοντας την απόλυτη κυριαρχία των ευθειών γραμμών αν κι επικεντρώνει περισσότερο τη προσοχή του στα κοιμισμένα πρόσωπα των Ιαπώνων, που προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο ύπνου στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Ο φωτογραφικός φακός του Κρις Μάρκερ συνεχίζει να ταξιδεύει στις πιο απόμακρες κι ίσως άγνωστες για εκείνα τα χρόνια περιοχές του κόσμου. Μέσα από τις βόλτες του ανακαλύπτουμε την αγάπη του για την Κόκκινη Πλατεία αλλά και την συμπάθειά του στους Ρώσους. Τους συναντάμε χαμογελαστούς σε ένα υπαίθριο παζάρι ζώων όπου κάποιοι φεύγουν έχοντας επιλέξει ένα σκυλάκι, άλλοι κρατώντας προσεκτικά λευκά περιστέρια στα χέρια τους κι άλλοι σηκώνοντας μικρές γυάλες γεμάτες ψάρια. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο τον φωτογράφο είναι η λαϊκή τέχνη που συναντά σε κείνα τα μέρη. Η αυθεντικότητα εκείνων των δημιουργημένων με φτωχά υλικά πρόχειρων έργων, τον αναγκάζει να παροτρύνει αρκετούς ακαδημαϊκούς και κριτικούς τέχνης να επισκεφθούν εκείνα τα μέρη για να διδαχθούν, καθώς βρίσκει πολύ πιο ενδιαφέρον ένα ερασιτεχνικό κολάζ που συνάντησε σε ένα σπίτι παρά τα έργα που στοιβάζονται σε μεγάλες γκαλερί της Δύση. 




Ο φωτογράφος επισκέπτεται επίσης το Άγιο Όρος. Εκεί προσπαθεί υπομονετικά κι ευλαβικά να βρει ένα συσχετισμό των βλεμμάτων των μοναχών με τις αγιογραφίες που κοσμούν τις εκκλησίες. Ανάμεσα στους αγίους της ορθοδοξίας ανακαλύπτει το πορτραίτο του δικτάτορα Μεταξά να στέκει ακόμα σε έναν τοίχο παρόλο που είχε πεθάνει δυο δεκαετίες πριν. Μεμιάς, δημιουργείται ένα ενοχλητικό μούδιασμα καθώς επιβεβαιώνεται ότι οι εκπρόσωποι των θρησκειών πορεύονται χέρι-χέρι με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο φωτογράφος εκφράζει ξεκάθαρα την αποστροφή του στην ολοκληρωτική πολιτική των μοναχών. Επίσης επισημαίνει την απαγόρευση των γυναικών στην "ιερή" χερσόνησο της Χαλκιδικής, μια απαγόρευση που ο ίδιος διορθώνει λέγοντας πως όχι μόνο απαγορεύονται οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες χωρίς μούσια. Στα μοναστήρια δεν επιτρεπόταν  οτιδήποτε που να θυμίζει το γυναικείο φύλο. Όμως ο φωτογράφος συνάντησε αρκετά θηλυπρεπή στοιχεία μέσα στη κοινότητα των μοναχών ενώ περιπαίζει με τη συγκεκριμένη απαγόρευση παρουσιάζοντας ένα ζευγάρι χελιδονιών να κάθονται σε ένα σύρμα. Εκεί που κυριαρχεί ο παραλογισμός του ανθρώπινου παράγοντα, η φύση γελά σαρκαστικά. 
Κι από το Άγιο Όρος όπου η ανθρώπινη παράνοια εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε μοναστήρια-φυλακές, ο φωτογράφος μας μεταφέρει σε ένα άλλο κάστρο όπου ο κόσμος ασφυκτιά κι αναζητά τρόπους διαφυγής. Με έναν άκρως λυρικό τρόπο, μας δείχνει πως τα κάστρα του μεσαίωνα στέκουν ακόμη και χωρίζουν τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Σ' αυτούς που ζουν μέσα σ' αυτά και σε κείνους που εξακολουθούν να φυτοζωούν στις σκιές των θεόρατων τειχών. Με πρόσχημα την επανάσταση στην Αλγερία μας προσωποποιεί την πολυπόθητη ελευθερία που όλοι μας κυνηγάμε. Τα χαμογελαστά πρόσωπα των Αλγερινών που ξεχύνονται στους δρόμους, φανερώνουν την ατέρμονη πάλη της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Παρόλο όμως που η ελευθερία έρχεται, το κάστρο δεν πέφτει. Η μιζέρια, η φτώχεια, η πείνα παραμένουν κι από την απρόσμενη χαρά της ελπίδας η ανθρωπότητα επιστρέφει στην ακινησία του αργού θανάτου. 



Ακολουθεί το κεφάλαιο του κήπου όπου αναλύεται η ανορθόδοξη συμβίωση μας με τα ζώα. Οι απάνθρωπες συνθήκες των τσίρκων που τότε ήταν ακόμη νόμιμα και των ζωολογικών κήπων που δεν είναι τίποτα παραπάνω από άδικες φυλακές ζώων, αποδεικνύουν το θράσος του ανθρώπινου είδους προς τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη. Η εναλλαγή των πορτρέτων ζώων κι ανθρώπων προσπαθεί να αποδείξει πως τελικά όλοι μαζί ζούμε στην ίδια φυλακή με τη διαφορά όμως ότι εμείς έχουμε επιλέξει αυτήν τη ζωή ενώ τα υπόλοιπα πλάσματα έχουν αναγκαστεί να ζουν μ' αυτόν τον τρόπο. Η βαρβαρότητα του ανθρώπινου είδους φανερώνεται στη φωτογραφία όπου ένα παιδάκι "παίζει" με ένα γατάκι που το χει δεμένο με ένα σκοινί από το λαιμό. Σημαντική λεπτομέρεια σ' αυτή τη φωτογραφία είναι πως το γατάκι είναι νεκρό. Έτσι δημιουργείται μια τρομερή αντίφαση μεταξύ της αγνότητας που κουβαλάει η παιδική ηλικία με την ενοχή μιας πράξης που επιφέρει την απώλεια ζωής ενός πλάσματος. 
Μέσα σ' αυτό το δοκιμιακό χάος, γίνεται μια μικρή στάση στη Σουηδία. Η επιλογή της συγκεκριμένης χώρας δεν είναι τυχαία καθώς είναι από τους λιγοστούς ευρωπαϊκούς τόπους όπου επικρατεί ειρήνη εδώ και δυο συνεχόμενους αιώνες. Παρόλο που οι συνθήκες ζωής είναι αξιοζήλευτες με τα πεντακάθαρα αστικά κέντρα και την υπέροχη ύπαιθρο, ο φωτογράφος επικεντρώνεται στο βλέμμα ενός Σουηδού και προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που του στερεί την απόλυτη ευτυχία. Σε 'κείνο το σημείο ο φωτογράφος μας πιάνει από το χέρι και μας περιφέρει στον επίλογο της ζωής. Μας παρουσιάζει μια ομάδα τάφων προσπαθώντας να μας δείξει πως ο υλιστικός κόσμος που όλοι κυνηγάμε είναι μάταιος. Αξία έχουν οι απλές στιγμές κι η επιστροφή στη φύση. Αξίες πολύτιμες που δυστυχώς θυσιάζουμε κυνηγώντας ανούσιες καταστάσεις. 
Επίσης είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που περιγράφει τη δυναμική της γυναίκας απέναντι στο θάνατο. Δεν την παρουσιάζει ως πιο δυνατή ούτε είναι επηρεασμένος από το φεμινιστικό κίνημα εκείνης της εποχής. Απλώς αφήνει με ένα ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο τη σημαντικότητα του γυναικείου φύλου στη σημασία της ζωής και της ομορφιάς. 
Οι τελευταίες εικόνες του σύγχρονου τρόπου ζωής ντυμένη με τις ιαχές των ζώων αποδεικνύει πως όσα λούσα κι αν έχουμε φορέσει, ποτέ δε ξεφύγαμε από το βασίλειο των ζώων. Απλώς αλλάξαμε την όψη της ζούγκλας που ζούμε κι από πράσινη την κάναμε γκρίζα.
Κλείνοντας θα χαρακτήριζα το συγκεκριμένο φωτογραφικό ντοκιμαντέρ ως ένα συγκινητικό και πανανθρώπινο ταξιδιωτικό δοκίμιο. Ένα διακριτικό πέρασμα μέσα από την ανθρώπινη φύση, όπου προβληματιζόμαστε με τον παραλογισμού του κοινωνικού παραστρατήματος και γοητευόμαστε με την άγνωστη ομορφιά των ταξιδιωτικών αποδράσεων. 

Βαθμολογία: 9/10




(Επειδή είναι δύσκολη η εύρεσή του, μπορεί κανείς να το απολαύσει στο youtube)

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Φθινοπωρινή Σονάτα (1978)


Κάθε εποχή έχει τις ανάλογες στιγμές που τη χαρακτηρίζουν. Μετά τους ανέμελους ρυθμούς του καλοκαιριού έρχονται οι εσώψυχοι στοχασμοί του φθινοπώρου. Το ίδιο πιθανότατα να ισχύει και για τις κινηματογραφικές μας επιλογές. Με αυτό το σκεπτικό θεωρώ πως δεν ήταν τυχαία η σειρά που ακολουθήθηκε στη φετινή κινηματογραφική αφιέρωση των έργων του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τη "Φθινοπωρινή Σονάτα" να βγαίνει τελευταία στους θερινούς κινηματογράφους (ήταν και η τελευταία κινηματογραφική ταινία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη). Τα σέπια πλάνα της που είναι ντυμένα με τις μελαγχολικές παρτιτούρες και το ασθενές φως του βόρειου ήλιου να χαϊδεύει τα θλιμμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών δένουν υπέροχα με τα πρώτα δροσερά αεράκια που κάνουν την εμφάνισή τους στις τελευταίες αθηναϊκές βραδιές του Αυγούστου. 
Η "Φθινοπωρινή Σονάτα" είναι ένα ψυχογράφημα πολυεπίπεδων καταστάσεων που προκύπτουν μέσα στους οικογενειακούς δεσμούς αλλά και στο χτίσιμο των προσωπικοτήτων. Απ' το πρώτο πλάνο με τα λόγια του συζύγου, αισθάνεται κανείς το διάλογο που ξεκινάει ο δημιουργός με τους θεατές του. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Εύα που ερμηνεύει η Λιβ Ούλμαν, η πολυαγαπημένη μούσα του σκηνοθέτη. Η Εύα μας παρουσιάζεται στο βάθος ενός μεγάλου σαλονιού, σκυφτή πάνω απ' το γραφείο της να γράφει κάτι. Η σιωπή της ταυτόχρονα με τη παθιασμένη κίνηση του χεριού της την ώρα του γραψίματος, μαρτυρά έναν άνθρωπο λιγομίλητο και μοναχικό που έχει επιλέξει να γράφει θεωρώντας πως ο γραπτός λόγος είναι η λιγότερο επώδυνη επιλογή έκφρασης. Στην άλλη άκρη του σπιτιού, στέκεται ο άνδρας της και την κρυφοκοιτάζει. Από το βλέμμα του ξεχειλίζει η αγάπη αλλά κι ο θαυμασμός που θρέφει γι' αυτήν την γυναίκα. Στρεφόμενος προς τη μεριά μας, προσπαθεί να μας εξηγήσει συνοπτικά την όλη κατάσταση. κρύβοντας επιδέξια το δράμα που έχει ισοπεδώσει το συγκεκριμένο ζευγάρι. Διαβάζοντας μια φράση από ένα βιβλίο που έχει η ίδια γράψει, μας αποδεικνύει πως η Εύα δεν έχει μάθει να αγαπάει τον εαυτό της και ξαφνιάζεται κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος της λέει πως την αγαπάει. Χωρίς να το δηλώνει, αποζητά την αγάπη των άλλων διότι μέσα απ' αυτήν  μπορεί να πιστέψει ξανά στον εαυτό της. Μ' αυτόν τον εκπληκτικό πρόλογο ξεκινάει η ιστορία.


Η Εύα μαθαίνοντας πως η μητέρας της έζησε μία άσχημη απώλεια ενός αγαπημένου της προσώπου, την καλεί σπίτι της για να ξεχαστεί και να ηρεμήσει. Περιμένει πως θα συναντήσει έναν άνθρωπο ισοπεδωμένο και παραδομένο στη θλίψη. Αντιθέτως, υποδέχεται μια μητέρα το ίδιο αυστηρή γεμάτη ενεργητικότητα κι αισιοδοξία. Η Ινγκριντ Μπέργκμαν στο ρόλο της μητέρας δίνει ένα αξεπέραστο ρεσιτάλ ερμηνείας γνωρίζοντας πως παίζει στη τελευταία της ταινία καθώς είχε διαγνωστεί με επιθετικό καρκίνο.     
Αρχικά η σχέση των δυο προσώπων είναι θερμή. Μέσα σε ένα διάστημα λίγων ημερών κόρη και μάνα προσπαθούν να καλύψουν το χάσμα χρόνων που έχουν να συναντήσουν η μία την άλλη. Εκεί μαθαίνουμε πως η Εύα είχε έναν γιο τον οποίον έχασε όταν ήταν τεσσάρων χρονών. Προσπαθώντας να καλύψει την αβάσιμη υποψία της μητρικής της αποτυχίας, διατηρεί ακόμη το παιδικό του δωμάτιο ευελπιστώντας πως κρατώντας τη μνήμη του ζωντανή θα αισθάνεται το γιο κοντά της. Όμως χάνοντας το παιδί της, αποφασίζει να προσφέρει όλη της τη φροντίδα στη παραπληγική της αδελφή. Εν μέρει επιλέγει να συνεχίσει τον ρόλο της μητέρας σε ένα άλλο αδύναμο πρόσωπο.
Από την αρχή της ταινίας είναι φανερό πως η Εύα επιδιώκει να δεθεί με την μητέρα της. Προσπαθεί να της μιλήσει για 'κείνην και τους προβληματισμούς της αλλά πέφτει συνεχώς πάνω σε έναν βράχο ναρκισσισμού. Όταν της δείχνει φωτογραφίες από το γιο της, παρατηρεί πως η μητέρα της δε δείχνει ίχνος θλίψης για την απώλεια ενός εγγονιού που δε γνώρισε ποτέ. Όταν προσπαθεί να της μιλήσει για την ήρεμη ζωή στο φιόρδ, εκείνη τη διακόπτει μιλώντας για περιοδείες που έζησε και για τους πολυάριθμους θαυμαστές-εραστές της. 
Το γυαλί αρχίζει να ραγίζει όταν η Εύα αποφασίζει να παίξει ένα πρελούδιο του Σοπέν στη μητέρα της. Εκείνη αντί να την συγχαρεί, κριτικάρει και υποτιμά την ερμηνεία της δείχνοντάς της τη σωστή εκτέλεση του κομματιού. Το πιάνο που θα μπορούσε να γίνει ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ μάνας και κόρης μετατρέπεται μεμιάς σε πεδίο μάχης. Είναι εκπληκτικό το βλέμμα της Σαρλότ που από τη μια θέλει να δείξει την αγάπη της προς την κόρη της αλλά από την άλλη προσπαθεί να υπερασπιστεί την αγάπη της για τη μουσική. Το ίδιο ισχύει και για το βλέμμα της Εύας, η οποία από τη μια θαυμάζει το ταλέντο της μάνας της αλλά από την άλλη την φθονεί για την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Η ισοστάθμιση κόρης με μουσική θα φέρει το οριστικό ράγισμα. Εκεί η Εύα συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει ελπίδα να καλυφθεί το μεγάλο αυτό χάσμα που έχει ανοίξει ανάμεσά τους.


Η έκρηξη όμως θα ξεσπάσει σε απρόοπτη στιγμή, την ώρα που οι δυο γυναίκες συναντιούνται το βράδυ στο καθιστικό του σπιτιού. Για πρώτη φορά η Σαρλότ δείχνει ανασφαλής και ρωτάει την κόρη της αν την αγαπάει. Η απάντηση που δίνεται είναι άκρως διπλωματική. "Αφού είσαι η μητέρα μου" της απαντά πλαγίως η Εύα αναμένοντας την αντίδραση, η οποία δεν αργεί να φανεί. "Υπεκφεύγεις να απαντήσεις;" την ρωτάει η Σαρλότ δίνοντας το έναυσμα για μια ανελέητη αντίδραση απ' τη μεριά της κόρης. Μέσα σε λίγα λεπτά, η Εύα εξωτερικεύει όλα όσα την βασάνιζαν για χρόνια. Της αποκάλυψε την αγανάκτηση και την απελπισία της που κουβαλάει από παιδί, την ανάγκη της για μητρική στοργή που ποτέ δεν ένιωσε, την επιθυμία της να νιώσει αρεστή και ικανή για το οτιδήποτε, το άγχος της καθώς η προσωπικότητά της σκεπαζόταν από την ισχυρή περσόνα της μητέρας της, το παράπονό της για τις συχνές απουσίες της μάνας της καθώς έφευγε σε περιοδείες αφήνοντάς την μόνη με τον πατέρα της. Γεγονότα που λειτούργησαν ως μια αλυσιδωτή αντίδραση που επέφερε τον εσωστρεφή και συναισθηματικά κενό χαρακτήρα της Εύας. Η μάνα παρακολουθεί το ξέσπασμα της κόρης της μουδιασμένη. Ίσως να ήταν απροετοίμαστη ή πιθανότατα να είχε άγνοια για όσα προκάλεσε η μητρική της αδιαφορία.
Χωρίς σιωπές κι αμηχανία, ακολουθεί και το ξέσπασμα της μάνας. Η έπαρσή της κι η ανάγκη της για διεθνή αναγνώριση πάνω σε κάτι που λατρεύει, ήταν ένα απωθημένο που δημιουργήθηκε εξαιτίας του αυταρχικού της πατέρα. Εκεί συνειδητοποιούμε πως όλοι είναι θύματα και θύτες. Άνθρωποι που κουβαλάνε συμπλέγματα από τους γονείς τους και τα μεταβιβάζουν στα παιδιά τους, σχηματίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο έναν αέναο κύκλο κατεστραμμένων και θλιμμένων ανθρώπων. Ανθρώπων μοναχικών, συναισθηματικά νεκρών κι άβουλων. Ανθρώπων φαντασμάτων που περιφέρονται άσκοπα στη μικρή ζωή. 
Η ανεξέλεγκτη ένταση που προκύπτει διακόπτει κάθε προσπάθεια επανασύνδεσης μάνας και κόρης. Την επομένη η Σαρλότ φεύγει απ' το σπίτι κι η Εύα προσπαθεί να κατευνάσει το ενοχικό της σύνδρομο. Λίγες μέρες μετά της στέλνει ένα γράμμα, ζητώντας της συγνώμη για κάτι στο οποίο δε φέρει καμία απολύτως ευθύνη. Της αφήνει όμως ένα άκρως ελπιδοφόρο υστερόγραφο. Εφόσον υπάρχει καλή διάθεση κι από τις δύο μεριές, ποτέ δε θα ναι αργά στο να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος και να πορευτούν στη ζωή μονοιασμένες κι αγαπημένες. Το βλέμμα της Σαρλότ που διαβάζει το γράμμα της κόρης της πριν τους τίτλους τέλους, αντικατοπτρίζει την ευθύνη που απαιτείται γι' αυτήν την επιλογή. 
Διότι είναι δύσκολο να νικηθεί ο εγωισμός.


Για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης πατάει σε αυτοβιογραφικά στοιχεία και μας παραδίδει ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα γεμάτο ανθρωπιά, συναισθήματα κι ανάγκη για επικοινωνία. Όσο ψυχρά κι απόμακρα είναι τα πρόσωπα, τόσο έχουν την ανάγκη για λίγη αγάπη και συντροφιά. Μόνο που ο ένας την αποζητά κι ο άλλος την απαιτεί. Και οι δυο τρόποι είναι λάθος αλλά η ουσία είναι μια. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη κι οφείλουν να είναι κοντά ο ένας στον άλλον. 
Η ταινία παραμένει καθηλωτική καθ' όλη τη διάρκειά της κι αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα είναι οι εκπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών και καλύτερη όλων της Ινγκριντ Μπέργκμαν. Έπειτα είναι οι μικροί χώροι όπου διαδραματίζεται η ιστορία κάτι που προκαλεί ένα αίσθημα κλειστοφοβικής ασφυξίας στους θεατές. Τα πλάνα είναι υπέροχα στημένα κι ο φωτισμός έχει ένα αναγεννησιακό ύφος. Τέλος είναι η θεατρική εξέλιξη του έργου κάτι που προσφέρει μια αμεσότητα μεταξύ συντελεστών και θεατών. 
Επίσης οι συγκυρίες εκείνης της εποχής μετέτρεψαν τη ταινία σε ηθικό βάλσαμο για τον δημιουργό. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν βρισκόταν εξόριστος στη Γερμανία καθώς η χώρα του τον κυνηγούσε για φοροδιαφυγή, μια κατηγορία που τελικά ήταν λανθασμένη. Επίσης η προηγούμενη ταινία του είχε αποτύχει τόσο σε κριτικές όσο και εισπρακτικά. Γι' αυτόν τον λόγο, η "Φθινοπωρινή Σονάτα" υπήρξε μια φωτεινή έκρηξη δημιουργίας τα γυρίσματα της οποίας κράτησαν δυο μόνο βδομάδες στη Νορβηγία. Ένας εξαιρετικός κινηματογραφικός επίλογος αντάξιος της δημιουργικής πορείας του Σουηδού σκηνοθέτη.
Τέλος θα θελα να ομολογήσω πως ο τίτλος της ταινίας ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενό της. Έχοντας τη βοήθεια του σπουδαίου φωτογράφου Σβεν Νικβιστ, τα πλάνα γεμίζουν με χρώματα φθινοπωρινά. Επικρατεί το καφέ χρώμα που συμβολίζει τον ψυχισμό των ηρώων ενώ το άρρωστο σκανδιναβικό φως που μπαίνει από τα παράθυρα δυσκολεύει στην αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ μάνας και κόρης. «Η δυστυχία της μητέρας ας είναι και η δυστυχία της κόρης. Σαν να μην κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος», ψελλίζει η Εύα δείχνοντας με λυρικό τρόπο την λάθος χειραγώγηση των γονιών προς τα παιδιά τους. Αυτή όμως η απαισιόδοξη φράση αφήνει στο τέλος μια χαραμάδα σωτηρίας, αρκεί να ρθει η συγχώρεση που θα φέρει μαζί της την ψυχική λύτρωση. Ίσως εκεί να κρύβεται η επανάσταση των ημερών μας. Η ουσιαστική επικοινωνία με τους ανθρώπους που θέλουμε να έχουμε γύρω μας. 

Βαθμολογία: 9/10