Κάθε εποχή έχει τις ανάλογες στιγμές που τη χαρακτηρίζουν. Μετά τους ανέμελους ρυθμούς του καλοκαιριού έρχονται οι εσώψυχοι στοχασμοί του φθινοπώρου. Το ίδιο πιθανότατα να ισχύει και για τις κινηματογραφικές μας επιλογές. Με αυτό το σκεπτικό θεωρώ πως δεν ήταν τυχαία η σειρά που ακολουθήθηκε στη φετινή κινηματογραφική αφιέρωση των έργων του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τη "Φθινοπωρινή Σονάτα" να βγαίνει τελευταία στους θερινούς κινηματογράφους (ήταν και η τελευταία κινηματογραφική ταινία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη). Τα σέπια πλάνα της που είναι ντυμένα με τις μελαγχολικές παρτιτούρες και το ασθενές φως του βόρειου ήλιου να χαϊδεύει τα θλιμμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών δένουν υπέροχα με τα πρώτα δροσερά αεράκια που κάνουν την εμφάνισή τους στις τελευταίες αθηναϊκές βραδιές του Αυγούστου.
Η "Φθινοπωρινή Σονάτα" είναι ένα ψυχογράφημα πολυεπίπεδων καταστάσεων που προκύπτουν μέσα στους οικογενειακούς δεσμούς αλλά και στο χτίσιμο των προσωπικοτήτων. Απ' το πρώτο πλάνο με τα λόγια του συζύγου, αισθάνεται κανείς το διάλογο που ξεκινάει ο δημιουργός με τους θεατές του. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Εύα που ερμηνεύει η Λιβ Ούλμαν, η πολυαγαπημένη μούσα του σκηνοθέτη. Η Εύα μας παρουσιάζεται στο βάθος ενός μεγάλου σαλονιού, σκυφτή πάνω απ' το γραφείο της να γράφει κάτι. Η σιωπή της ταυτόχρονα με τη παθιασμένη κίνηση του χεριού της την ώρα του γραψίματος, μαρτυρά έναν άνθρωπο λιγομίλητο και μοναχικό που έχει επιλέξει να γράφει θεωρώντας πως ο γραπτός λόγος είναι η λιγότερο επώδυνη επιλογή έκφρασης. Στην άλλη άκρη του σπιτιού, στέκεται ο άνδρας της και την κρυφοκοιτάζει. Από το βλέμμα του ξεχειλίζει η αγάπη αλλά κι ο θαυμασμός που θρέφει γι' αυτήν την γυναίκα. Στρεφόμενος προς τη μεριά μας, προσπαθεί να μας εξηγήσει συνοπτικά την όλη κατάσταση. κρύβοντας επιδέξια το δράμα που έχει ισοπεδώσει το συγκεκριμένο ζευγάρι. Διαβάζοντας μια φράση από ένα βιβλίο που έχει η ίδια γράψει, μας αποδεικνύει πως η Εύα δεν έχει μάθει να αγαπάει τον εαυτό της και ξαφνιάζεται κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος της λέει πως την αγαπάει. Χωρίς να το δηλώνει, αποζητά την αγάπη των άλλων διότι μέσα απ' αυτήν μπορεί να πιστέψει ξανά στον εαυτό της. Μ' αυτόν τον εκπληκτικό πρόλογο ξεκινάει η ιστορία.
Η Εύα μαθαίνοντας πως η μητέρας της έζησε μία άσχημη απώλεια ενός αγαπημένου της προσώπου, την καλεί σπίτι της για να ξεχαστεί και να ηρεμήσει. Περιμένει πως θα συναντήσει έναν άνθρωπο ισοπεδωμένο και παραδομένο στη θλίψη. Αντιθέτως, υποδέχεται μια μητέρα το ίδιο αυστηρή γεμάτη ενεργητικότητα κι αισιοδοξία. Η Ινγκριντ Μπέργκμαν στο ρόλο της μητέρας δίνει ένα αξεπέραστο ρεσιτάλ ερμηνείας γνωρίζοντας πως παίζει στη τελευταία της ταινία καθώς είχε διαγνωστεί με επιθετικό καρκίνο.
Αρχικά η σχέση των δυο προσώπων είναι θερμή. Μέσα σε ένα διάστημα λίγων ημερών κόρη και μάνα προσπαθούν να καλύψουν το χάσμα χρόνων που έχουν να συναντήσουν η μία την άλλη. Εκεί μαθαίνουμε πως η Εύα είχε έναν γιο τον οποίον έχασε όταν ήταν τεσσάρων χρονών. Προσπαθώντας να καλύψει την αβάσιμη υποψία της μητρικής της αποτυχίας, διατηρεί ακόμη το παιδικό του δωμάτιο ευελπιστώντας πως κρατώντας τη μνήμη του ζωντανή θα αισθάνεται το γιο κοντά της. Όμως χάνοντας το παιδί της, αποφασίζει να προσφέρει όλη της τη φροντίδα στη παραπληγική της αδελφή. Εν μέρει επιλέγει να συνεχίσει τον ρόλο της μητέρας σε ένα άλλο αδύναμο πρόσωπο.
Από την αρχή της ταινίας είναι φανερό πως η Εύα επιδιώκει να δεθεί με την μητέρα της. Προσπαθεί να της μιλήσει για 'κείνην και τους προβληματισμούς της αλλά πέφτει συνεχώς πάνω σε έναν βράχο ναρκισσισμού. Όταν της δείχνει φωτογραφίες από το γιο της, παρατηρεί πως η μητέρα της δε δείχνει ίχνος θλίψης για την απώλεια ενός εγγονιού που δε γνώρισε ποτέ. Όταν προσπαθεί να της μιλήσει για την ήρεμη ζωή στο φιόρδ, εκείνη τη διακόπτει μιλώντας για περιοδείες που έζησε και για τους πολυάριθμους θαυμαστές-εραστές της.
Το γυαλί αρχίζει να ραγίζει όταν η Εύα αποφασίζει να παίξει ένα πρελούδιο του Σοπέν στη μητέρα της. Εκείνη αντί να την συγχαρεί, κριτικάρει και υποτιμά την ερμηνεία της δείχνοντάς της τη σωστή εκτέλεση του κομματιού. Το πιάνο που θα μπορούσε να γίνει ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ μάνας και κόρης μετατρέπεται μεμιάς σε πεδίο μάχης. Είναι εκπληκτικό το βλέμμα της Σαρλότ που από τη μια θέλει να δείξει την αγάπη της προς την κόρη της αλλά από την άλλη προσπαθεί να υπερασπιστεί την αγάπη της για τη μουσική. Το ίδιο ισχύει και για το βλέμμα της Εύας, η οποία από τη μια θαυμάζει το ταλέντο της μάνας της αλλά από την άλλη την φθονεί για την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Η ισοστάθμιση κόρης με μουσική θα φέρει το οριστικό ράγισμα. Εκεί η Εύα συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει ελπίδα να καλυφθεί το μεγάλο αυτό χάσμα που έχει ανοίξει ανάμεσά τους.
Η έκρηξη όμως θα ξεσπάσει σε απρόοπτη στιγμή, την ώρα που οι δυο γυναίκες συναντιούνται το βράδυ στο καθιστικό του σπιτιού. Για πρώτη φορά η Σαρλότ δείχνει ανασφαλής και ρωτάει την κόρη της αν την αγαπάει. Η απάντηση που δίνεται είναι άκρως διπλωματική. "Αφού είσαι η μητέρα μου" της απαντά πλαγίως η Εύα αναμένοντας την αντίδραση, η οποία δεν αργεί να φανεί. "Υπεκφεύγεις να απαντήσεις;" την ρωτάει η Σαρλότ δίνοντας το έναυσμα για μια ανελέητη αντίδραση απ' τη μεριά της κόρης. Μέσα σε λίγα λεπτά, η Εύα εξωτερικεύει όλα όσα την βασάνιζαν για χρόνια. Της αποκάλυψε την αγανάκτηση και την απελπισία της που κουβαλάει από παιδί, την ανάγκη της για μητρική στοργή που ποτέ δεν ένιωσε, την επιθυμία της να νιώσει αρεστή και ικανή για το οτιδήποτε, το άγχος της καθώς η προσωπικότητά της σκεπαζόταν από την ισχυρή περσόνα της μητέρας της, το παράπονό της για τις συχνές απουσίες της μάνας της καθώς έφευγε σε περιοδείες αφήνοντάς την μόνη με τον πατέρα της. Γεγονότα που λειτούργησαν ως μια αλυσιδωτή αντίδραση που επέφερε τον εσωστρεφή και συναισθηματικά κενό χαρακτήρα της Εύας. Η μάνα παρακολουθεί το ξέσπασμα της κόρης της μουδιασμένη. Ίσως να ήταν απροετοίμαστη ή πιθανότατα να είχε άγνοια για όσα προκάλεσε η μητρική της αδιαφορία.
Χωρίς σιωπές κι αμηχανία, ακολουθεί και το ξέσπασμα της μάνας. Η έπαρσή της κι η ανάγκη της για διεθνή αναγνώριση πάνω σε κάτι που λατρεύει, ήταν ένα απωθημένο που δημιουργήθηκε εξαιτίας του αυταρχικού της πατέρα. Εκεί συνειδητοποιούμε πως όλοι είναι θύματα και θύτες. Άνθρωποι που κουβαλάνε συμπλέγματα από τους γονείς τους και τα μεταβιβάζουν στα παιδιά τους, σχηματίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο έναν αέναο κύκλο κατεστραμμένων και θλιμμένων ανθρώπων. Ανθρώπων μοναχικών, συναισθηματικά νεκρών κι άβουλων. Ανθρώπων φαντασμάτων που περιφέρονται άσκοπα στη μικρή ζωή.
Η ανεξέλεγκτη ένταση που προκύπτει διακόπτει κάθε προσπάθεια επανασύνδεσης μάνας και κόρης. Την επομένη η Σαρλότ φεύγει απ' το σπίτι κι η Εύα προσπαθεί να κατευνάσει το ενοχικό της σύνδρομο. Λίγες μέρες μετά της στέλνει ένα γράμμα, ζητώντας της συγνώμη για κάτι στο οποίο δε φέρει καμία απολύτως ευθύνη. Της αφήνει όμως ένα άκρως ελπιδοφόρο υστερόγραφο. Εφόσον υπάρχει καλή διάθεση κι από τις δύο μεριές, ποτέ δε θα ναι αργά στο να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος και να πορευτούν στη ζωή μονοιασμένες κι αγαπημένες. Το βλέμμα της Σαρλότ που διαβάζει το γράμμα της κόρης της πριν τους τίτλους τέλους, αντικατοπτρίζει την ευθύνη που απαιτείται γι' αυτήν την επιλογή.
Διότι είναι δύσκολο να νικηθεί ο εγωισμός.
Για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης πατάει σε αυτοβιογραφικά στοιχεία και μας παραδίδει ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα γεμάτο ανθρωπιά, συναισθήματα κι ανάγκη για επικοινωνία. Όσο ψυχρά κι απόμακρα είναι τα πρόσωπα, τόσο έχουν την ανάγκη για λίγη αγάπη και συντροφιά. Μόνο που ο ένας την αποζητά κι ο άλλος την απαιτεί. Και οι δυο τρόποι είναι λάθος αλλά η ουσία είναι μια. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη κι οφείλουν να είναι κοντά ο ένας στον άλλον.
Η ταινία παραμένει καθηλωτική καθ' όλη τη διάρκειά της κι αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα είναι οι εκπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών και καλύτερη όλων της Ινγκριντ Μπέργκμαν. Έπειτα είναι οι μικροί χώροι όπου διαδραματίζεται η ιστορία κάτι που προκαλεί ένα αίσθημα κλειστοφοβικής ασφυξίας στους θεατές. Τα πλάνα είναι υπέροχα στημένα κι ο φωτισμός έχει ένα αναγεννησιακό ύφος. Τέλος είναι η θεατρική εξέλιξη του έργου κάτι που προσφέρει μια αμεσότητα μεταξύ συντελεστών και θεατών.
Επίσης οι συγκυρίες εκείνης της εποχής μετέτρεψαν τη ταινία σε ηθικό βάλσαμο για τον δημιουργό. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν βρισκόταν εξόριστος στη Γερμανία καθώς η χώρα του τον κυνηγούσε για φοροδιαφυγή, μια κατηγορία που τελικά ήταν λανθασμένη. Επίσης η προηγούμενη ταινία του είχε αποτύχει τόσο σε κριτικές όσο και εισπρακτικά. Γι' αυτόν τον λόγο, η "Φθινοπωρινή Σονάτα" υπήρξε μια φωτεινή έκρηξη δημιουργίας τα γυρίσματα της οποίας κράτησαν δυο μόνο βδομάδες στη Νορβηγία. Ένας εξαιρετικός κινηματογραφικός επίλογος αντάξιος της δημιουργικής πορείας του Σουηδού σκηνοθέτη.
Τέλος θα θελα να ομολογήσω πως ο τίτλος της ταινίας ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενό της. Έχοντας τη βοήθεια του σπουδαίου φωτογράφου Σβεν Νικβιστ, τα πλάνα γεμίζουν με χρώματα φθινοπωρινά. Επικρατεί το καφέ χρώμα που συμβολίζει τον ψυχισμό των ηρώων ενώ το άρρωστο σκανδιναβικό φως που μπαίνει από τα παράθυρα δυσκολεύει στην αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ μάνας και κόρης. «Η δυστυχία της μητέρας ας είναι και η δυστυχία της κόρης. Σαν να μην κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος», ψελλίζει η Εύα δείχνοντας με λυρικό τρόπο την λάθος χειραγώγηση των γονιών προς τα παιδιά τους. Αυτή όμως η απαισιόδοξη φράση αφήνει στο τέλος μια χαραμάδα σωτηρίας, αρκεί να ρθει η συγχώρεση που θα φέρει μαζί της την ψυχική λύτρωση. Ίσως εκεί να κρύβεται η επανάσταση των ημερών μας. Η ουσιαστική επικοινωνία με τους ανθρώπους που θέλουμε να έχουμε γύρω μας.
Βαθμολογία: 9/10