Μία από τις σπουδαιότερες προσφορές του ιταλικού κινηματογραφικού νεορεαλισμού είναι τόσο το κυρίαρχο ταξικό χάος που επέφερε ο πόλεμος προκαλώντας μια χρόνια κοινωνική αδικία όσο κι η αντιπολεμική ειλικρινής ματιά μας χώρας που ενώ αρχικά εισχώρησε στον Άξονα παρασυρόμενη από τον φασιστικό μεγαλοϊδεατισμό του Μουσολίνι τελικά βρέθηκε να βάλλεται τόσο από τους Γερμανούς όσο κι από τους Συμμάχους, με θύματα αυτής της ανελέητης καταστροφής να είναι ο άμαχος πληθυσμός. Η "Ατιμασμένη" του σπουδαίου Βιττόριο Ντε Σίκα, αναφέρεται στο δράμα ενός λαού που προδόθηκε και βρέθηκε περικυκλωμένος από δύο θανάσιμους εχθρούς. Παρά την ξεκάθαρα αντιπολεμική κι άκρως κοινωνικοπολιτική της ματιά, ο τίτλος της ταινίας μεταφράστηκε στα ελληνικά με έναν παραπλανητικά γελοίο κι άκρως εξοργιστικό χαρακτηρισμό ως "Ατιμασμένη". Ειλικρινά δε μπορώ να καταλάβω τη λογική που επικρατούσε τότε. Καλό είναι λοιπόν κάποια στιγμή να αναθεωρηθούν κάποιοι παλιοί ελληνοποιημένοι τίτλοι ταινιών ώστε να τους δοθεί η ανάλογη προσοχή στις νέες κινηματογραφοφιλικές γενιές
Η ιστορία μας μεταφέρει στη δοκιμασμένη Ρώμη, την περίοδο που οι Ιταλοί συνθηκολογούν, έχοντας από τη μια να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές μονάδες που βρίσκονται στην ιταλική χερσόνησο κι από την άλλη να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Η Τσεζίρα που την υποδύεται εκπληκτικά η Σοφία Λόρεν, είναι μια νεαρή χήρα που ζει με την δωδεκάχρονη κόρη της στην ιταλική πρωτεύουσα. Φοβούμενη για την ασφάλεια του παιδιού της και θέλοντας να γλιτώσουν από τους συνεχής βομβαρδισμούς της Ρώμης, αποφασίζει να καταφύγουν στο ορεινό χωριό απ' όπου κατάγεται. Εκεί θα συναντήσει ξανά γνώριμα πρόσωπα, θα θυμηθεί την τοπική της διάλεκτο και θα ρθει σε επαφή με ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών τάξεων και μορφωτικών επιπέδων. Το χωριό έχει γεμίσει με κατοίκους των πόλεων που ανέβηκαν πάνω στο βουνό για να γλιτώσουν. Ήρεμοι από τη δίνη του πολέμου, συζητούν για τον φασισμό, τους Γερμανούς που υποχωρούν στο βορρά αλλά και τους Συμμάχους που επελαύνουν από τον ιταλικό νότο. Παρόλο που διαφωνούν σε πολλά θέματα, όλοι μαζί αρχίζουν και πάλι να ελπίζουν για ένα καλύτερο αύριο. Σ' αυτήν την πολυεπίπεδη κοινωνία του βουνού, η Τσεζίρα θα γνωρίσει έναν ντροπαλό ιδεαλιστή, τον Μικέλε, τον οποίον υποδύεται εκπληκτικά ο Ζαν Πολ Μπελμοντό. Η αξιοπρέπεια και το ήθος αυτού του ανθρώπου έχουν τόσο έντονη διαχρονική αύρα που τα λεγόμενά του προκαλούν ακόμη και σήμερα μια απερίγραπτη ανατριχίλα.
Η χαρμόσυνη είδηση του τέλους του πολέμου κι η έλευση των Συμμάχων, θα σημάνει και το τέλος των βασάνων για τον άμαχο πληθυσμό με τους κατοίκους του ορεινού χωριού να κατηφορίζουν ξανά στους κάμπους και τις πεδινές πόλεις αφήνοντας πίσω τους την κόπωση των δύσκολων συνθηκών αλλά και του πόνου που τους προκάλεσαν οι απώλειες δικών τους προσώπων. Μέσα σ' αυτούς βρίσκεται κι ο αγνοούμενος Μικέλε, που πιάστηκε αιχμάλωτος από μια μονάδα εναπομεινάντων Γερμανών στρατιωτών οι οποίοι απαιτούσαν να τους ακολουθήσει κάποιος από το χωριό για τους δείξει το μονοπάτι που οδηγεί στο βορρά.
Όμως στον ιταλικό νεορεαλισμό δεν υπάρχει αυτό το ευχάριστο τέλος που συνήθως συναντάμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Εξάλλου η αλήθεια είναι σκληρή και καμία ιστορία δε μπορεί να έχει κάποιο τέλος. Έτσι κι εδώ, επιστρέφοντας η Τσεζίρα με την κόρη της στη Ρώμη, θα συναντήσουν μια συμμαχική μονάδα μ'αποτέλεσμα οι δυο ανυπεράσπιστες γυναίκες να πέσουν βορά στις σεξουαλικές ορέξεις των στρατιωτών. Με μιας η ελπίδα χάνεται. Η Τσεζίρα γερνάει απότομα κι η μικρή της κόρη ενηλικιώνεται βίαια. Κι ενώ το σώμα τους γλίτωσε από τις οβίδες και τις σφαίρες του πολέμου, η ψυχή τους θα βγει βαριά τραυματισμένη από τους ίδιους τους Συμμάχους. Κουρελιασμένες θα μαζέψουν τα κομμάτια τους για να συνεχίσουν το δρόμο της επιστροφής τους προς την ιταλική πρωτεύουσα. Όμως το άκουσμα της εκτέλεσης του Μικέλε θα λειτουργήσει ως χαριστική βολή στις όποιες ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Δεν είναι η απώλεια του συγκεκριμένου ανθρώπου αλλά ο άδικος θάνατος της αγνότητας και της ανιδιοτέλειας. Είναι πόνος που προκαλεί η σκέψη πως όταν πεθαίνει μια ιδέα χάνεται παράλληλα και το όραμα κι η διάθεση να υλοποιηθεί...
Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που μ' έκαναν να λατρέψω αυτήν την ταινία. Πρώτα απ' όλα, είναι η παρουσίαση του διαφορετικού τρόπου που βλέπει ο καθένας το φασισμό και τον πόλεμο. Έχοντας φτάσει η Ιταλία σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι με ένα λαό γονατισμένο από τις κακουχίες και την απογοήτευση του μεγαλοϊδεατισμού, αρχίζουν και οι πρώτοι ψίθυροι κατά του φασισμού. Η Σοφία Λόρεν αρχικά, παρουσιάζεται ως μια αδιάφορη για τα τεκταινόμενα γυναίκα, η οποία νοιάζεται μόνο για το κατάστημα που διατηρεί και την υγεία της κόρης της. Στις απόψεις της δε κρύβει το θαυμασμό της απέναντι στο Μουσολίνι και τον φασισμό. Φυσικά η στάση της αυτή πατάει πάνω στην άγνοια και την αδιαφορία, δυο στοιχεία που δυστυχώς κυριαρχούν επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια τόσο στη χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη (εξάλλου δεν είναι τυχαίο που το ολιγαρχικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από το περασμένο καλοκαίρι στην Ελλάδα πάτησε πάνω σ αυτά τα δύο στοιχεία για να επιστρέψει στην εξουσία). Η αδιαφορία της για τα γεγονότα που συμβαίνουν εκείνη την περίοδο στον κόσμο, φανερώνεται ακόμη και στη συμπάθεια που δείχνει απέναντι στα πρόσωπα των Γερμανών φαντάρων που βρίσκονται μαζί της στο τραίνο. Κατά την άποψή μου, η Σοφία Λόρεν ερμηνεύει με απίστευτη πειστικότητα τον "κυρ Παντελή" των ημερών μας.
Παράλληλα η μικρή κοινωνία που σχηματίζεται στο ορεινό χωριό αντιπροσωπεύει ένα αξιοσημείωτο κομμάτι των πολιτικών τάσεων τόσο εκείνης της εποχής όσο και της σημερινής. Υπάρχουν άνθρωποι που εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον φασισμό διότι ο καθένας νοιάζεται για το δικό του συμφέρον και μόνο. Έπειτα είναι οι αριστεροί που εξακολουθούν να μη χωνεύουν την εδραίωση των μελανοχιτώνων (το ίδιο θα συμβεί και σε μας τα επόμενα χρόνια έτσι όπως πάει η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας) και τέλος είναι ένα μικρό αλλά σημαντικό κομμάτι οραματιστών που μπορούν και βλέπουν την όλη κατάσταση πιο καθαρά αφήνοντας εγωισμούς και πάθη στην άκρη. Δυστυχώς όμως κανείς δεν τους ακούει. Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό εκφράζει απίστευτα την τάση αυτή, πράος και διακριτικός όταν επιχειρηματολογεί τα πιστεύω του αλλά απίστευτα εκρηκτικός κι απόλυτος όταν βλέπει μπροστά του την αδικία και την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Ο ίδιος ξεσπάει στο τραπέζι δηλώνοντας πως ντρέπεται που τρώει αμέριμνος πάνω στο βουνό ενώ άλλοι άνθρωποι πολεμούν κατά του φασισμού. Έχοντας επίγνωση των καταστάσεων προσπαθήσει να εξηγήσει στη Τσεζίρα πως η χώρα τους θα ορθοποδήσει αρκεί να επιστρέψει ο λαός στον πρωτογενή τομέα. Της δείχνει να λιβάδια και της λέει γεμάτος αισιοδοξία πως απ' αυτά θα αναγεννηθεί η νέα Ιταλία θεωρώντας πως η αστική τάξη που γέννησε τον φασισμό θα εξακολουθήσει να ζει παρασιτικά εις βάρος του απλού λαού. Κερδίζει το θαυμασμό όταν προτάσσει ηρωικά τα στήθη του απέναντι σε δυο φασίστες που τον σημαδεύουν με όπλο λέγοντάς του γεμάτοι οργή πως ο Μουσολίνι φυλακίστηκε κι ενώ φοβάται να εκφράσει τον έρωτά του στη Τσεζίρα, υψώνει τη φωνή του ατρόμητος σε έναν αξιωματικό των SS που τρώει στο σπίτι ενός συγγενή του (πιθανότατα δοσίλογου). Εκεί όμως που κερδίζει τον απόλυτο σεβασμό είναι όταν οι Γερμανοί στρατιώτες απαιτούν να τους ακολουθήσει κάποιος από το χωριό ως όμηρο που θα τους δείξει το μονοπάτι προς το βορρά, αποχαιρετά με απίστευτη αξιοπρέπεια τους συγχωριανούς του ξέροντας πως υπάρχει πιθανότητα να μην τους ξαναδεί. Για μένα ο Μικέλε είναι ένας σπουδαίος ήρωας που σπανίζει σε αντιπολεμικές ταινίες για έναν πολύ απλό λόγο. Διότι ο ρόλος του είναι αντιεμπορικός.
Ένα ακόμη στοιχείο που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία ήταν οι κοινωνικές αναφορές κι οι άκρως προοδευτικές οπτικές του σκηνοθέτη απέναντι στις ανθρώπινες σχέσεις. Η Τσεζίρα φεύγοντας από την Ρώμη, ζητά από εναν φίλο του πεθαμένου της άνδρα, να προσέχει τα υπάρχοντά της όσο εκείνη θα λείπει στο βουνό. Στη συνάντησή τους αυτή μας αποκαλύπτεται ο παράνομος δεσμός τους. Όταν ο φίλος του νεκρού της άνδρα την ρωτά για ποιον λόγο παντρεύτηκε έναν ηλικιωμένο, εκείνη του απαντά με απίστευτο δυναμισμό κι ειλικρίνεια πως "παντρεύτηκε την Ρώμη κι όχι τον άνδρα της" θέλοντας να δείξει πως ο γάμος της ήταν μια αφορμή να φύγει από το χωριό και να ζήσει την πολυπόθητη αστική καλοπέραση. Λάτρεψα τόσο πολύ την φράση της αυτή που την συγκράτησα στο μυαλό μου.
Επίσης μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ιδιαίτερη αγάπη που είχαν οι άνθρωποι με την τοπική τους διάλεκτος. Με τη στάση τους αυτή θυμήθηκα ένα ιστορικό άρθρο που είχα διαβάσει για την προσπάθεια του Μουσολίνι να σβήσει κάθε τοπική ντοπιολαλιά και να θάψει κάθε μειονότητα ώστε να δημιουργήσει την απόλυτη καθαρή Ιταλία. Με την τακτική του αυτή είχαν απαγορευτεί και τα γκρεκάνικα της Κάτω Ιταλίας και πολλά ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας αντικατέστησαν τα ελληνικά τους ονόματα.
Και τέλος, με τον βιασμό των δυο γυναικών που αποτυπώθηκε με απίστευτα σκληρό τρόπο, ο Βιττόριο Ντε Σίκα ξεσπάει οργισμένα για τις θηριωδίες του μαροκινού τάγματος που κατέφθασε στην Ιταλία μέσω των Γάλλων κι έσπειρε τον τρόμο σ' ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο καθώς υπήρξαν αρκετοί βιασμοί γυναικών κι εκτελέσεις νέων και ιερέων. Με την αποτύπωση αυτών των γεγονότων συνειδητοποιούμε πως οι Σύμμαχοι δεν έκαναν θηριωδίες μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες που υπήρξαν κατεχόμενες ή σύμμαχοί τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, στον πόλεμο δεν υπήρχαν καλοί και κακοί αλλά τέρατα που αλληλοσφάζονταν και ξεσπούσαν τη λύσσα τους στον άμαχο πληθυσμό.
Η ταινία αυτή υπήρξε ορόσημο για τους δυο πρωταγωνιστές. Από τη μια η Σοφία Λόρεν κέρδισε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών και στα βραβεία BAFTA. Η σπουδαία Ιταλίδα ηθοποιός όχι μόνο σάρωσε τα βραβεία εκείνης της χρονιάς αλλά έγινε η πρώτη γυναίκα που πήρε όσκαρ ερμηνείας ενώ έπαιξε σε ξενόγλωσση ταινία. Όμως κι ο Ζαν Πολ Μπελμοντό με την ερμηνεία του αυτή έγινε πανευρωπαϊκά γνωστός.
Όσο για τον σπουδαίο Ιταλό σκηνοθέτη, αυτό που θέλει να περάσει μέσα από την ταινία αυτή, είναι πως κάθε πόλεμος έχει θύματα από όλες τις μεριές και πως κανείς από τους αντιμαχόμενους δεν είναι αγνός και καθαρός. Αλλά ακόμη κι αν τελειώσει ο πόλεμος θα χει προλάβει να σπέρνει νέα τέρατα στη βομβαρδισμένη γη, έτοιμα να ξεπηδήσουν στις επερχόμενες καταστροφές που θα 'ρθουν σε μια επόμενη κρίση.
Πιστός στο δόγμα του νεορεαλισμού, εκτός από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση των χαρακτήρων και τις δυσκολίες τους στην συγκεκριμένη περίοδο, ο Βιττόριο Ντε Σίκα περνάει παράλληλα και μηνύματα για την αυστηρότητα του καθολικισμού και την παραπλάνηση του λαού από τον φασισμό ενώ παράλληλα αναπτύσσει τον προβληματισμό του για την μεταπολεμική κατάσταση στην Ιταλία. Με μια σπάνιας ομορφιάς ευαίσθητη μαεστρία, μπλέκει τις απλές ιστορίες των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό που αποτυπώνει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου.
Η "Ατιμασμένη" είναι ένα σπάνιο αντιπολεμικό αριστούργημα που εντυπωσιάζει τόσο για τις εξαιρετικές του ερμηνείες όσο και για την βαθύτητα ουμανιστική του ουσία.
Βαθμολογία: 9/10