του Σπύρου Μαρκέτου
Η άκρα δεξιά έχει αρκετά μελετηθεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, από τον Μεσοπόλεμο και μετά, αλλά στη χώρα μας δεν έχει συγκεντρώσει το επιστημονικό ενδιαφέρον ως τώρα, και σπάνια αντιμετωπίζεται ως ενιαίο ιστορικό φαινόμενο στο πλαίσιο μιας ιστορικής και συγκριτικής προσέγγισης. Αυτό βεβαίως διευκόλυνε την πρόσφατη επανεμφάνιση εδώ του ναζισμού, καθώς «η ανάδειξη του παρελθόντος και η ιστορική μνήμη είναι ουσιώδη στοιχεία για την πολιτική νοηματοδότηση και δράση»...
Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολιτισμικής αβεβαιότητας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ η αναζωογόνηση της δημόσιας μνήμης, η συμπύκνωση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας και η παρουσίασή τους με τρόπο παραστατικό κι εύληπτο. Επείγει να παρουσιάσουμε την ιστορία της ελληνικής άκρας δεξιάς κριτικά και συγκριτικά, και κατεξοχήν να συνδέσουμε τις εξελίξεις στην Ελλάδα με αντίστοιχα φαινόμενα της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Το κείμενο που ακολουθεί δεν μπορεί φυσικά να τα κάνει όλα αυτά, αλλά θέλει απλώς να συνοψίσει κάποια στοιχειώδη ιστορικά δεδομένα, για τις καταβολές της ελληνικής ακροδεξιάς από την εποχή της Εθνικής Εταιρείας ως τη χούντα των συνταγματαρχών, του 1967-1974, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να συμβάλει στον κριτικό στοχασμό και τη δράση για την αντιμετώπιση του φασισμού στη σημερινή Ελλάδα.
Ας πούμε εξαρχής πως τον περασμένο αιώνα η άκρα δεξιά διαδραμάτισε έναν κάθε άλλο παρά περιθωριακό ρόλο σ’ όλη την Ευρώπη, και ήταν μια από τις δυνάμεις που έπλασαν τον καπιταλισμό του εικοστού αιώνα. Στη χώρα μας επηρέασε καίρια την εθνική ιδεολογία και, στις δεκαετίες που κύλησαν από τον Ίωνα Δραγούμη ως τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, συχνά κατεύθυνε τις τύχες του κράτους. Στήριξε δικτατορίες και άλλα έκρυθμα καθεστώτα, οργάνωσε αναρίθμητα κινήματα και πραξικοπήματα, ρίζωσε στον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, τη διανόηση και την εκκλησία, επηρέασε κατά καιρούς καθοριστικά τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, συνεργάστηκε με τον κατακτητή για να συντρίψει την κοινωνική αμφισβήτηση που έφερε η Κατοχή, απέκτησε μαζική βάση και οργάνωση τη δεκαετία του 1940, πρόσφερε κοινωνική άνοδο στα στελέχη και τους απλούς υποστηρικτές της και, τέλος, εξασφάλισε μακροπρόθεσμα νομιμοποίηση αναπτύσσοντας μια ισχυρή εκδοχή της εθνικοφροσύνης, που ήταν ο ηγεμονικός από τον Εμφύλιο ως το 1974 δημόσιος λόγος.
Με δυο λόγια, για παραπάνω από μισό αιώνα, χονδρικά από τον Διχασμό ως την πτώση της Χούντας το 1974, η άκρα δεξιά είτε πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή της χώρας είτε έδρασε στο προσκήνιό της. Από την άλλη πλευρά σ’ όλο αυτό το διάστημα, και τούτες ήταν οι μεγάλες της αποτυχίες, ούτε πολιτική ή ιδεολογική ενότητα κατόρθωσε ποτέ να εξασφαλίσει ούτε ευρύτερη νομιμοποίηση. Αυτά οφείλονταν βέβαια στην άμεση σύνδεσή της με τις καταστροφές και τις τραγωδίες του 1897, του 1922, του 1941-49 και του 1974. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς τις δοκιμασίες που πέρασε η χώρα μας τον εικοστό αιώνα αν παραβλέψει τον ιδεολογικό και πολιτικό αυτό χώρο, ο οποίος σήμερα επέστρεψε πλέον στο πολιτικό προσκήνιο. Στις σελίδες που ακολουθούν θ’ ανιχνεύσουμε την ιστορία του και θα προσπαθήσουμε να δούμε με ποιούς τρόπους μπορούμε σήμερα να του αντιταχθούμε.
1. Το ιστορικό υπόβαθρο: ο Διχασμός
Στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, η άκρα δεξιά συγκροτείται πολιτικά και ιδεολογικά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μετά την πτώση του Όθωνα το 1862, και καθώς σιγά σιγά ριζώνει ο κοινοβουλευτισμός, οι αντίπαλοι του εκδημοκρατισμού προσπαθούν, όπως έκαναν νωρίτερα και σ’ άλλες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμά τους τη Γαλλία, να αποκτήσουν και αυτοί μαζική επιρροή. Έτσι λοιπόν βαθμιαία, και με πολλές αντιφάσεις, οργανώνουν έναν αντιδημοκρατικό χώρο που εκδηλώνει ακραία εχθρότητα κατά της αριστεράς και των φιλελευθέρων.
Οι ρίζες του είναι πολλαπλές. Μπορούμε χονδρικά να διακρίνουμε πέντε διακριτές τάσεις του. Πρώτα πρώτα την απολυταρχική ακροδεξιά που συσπειρώνεται τότε γύρω από τον χαρισματικό διάδοχο Κωνσταντίνο· ομοϊδεάτη, φίλο και μιμητή του γερμανού κάιζερ Γουλιέλμου. Έπειτα τη μιλιταριστική ακροδεξιά, που σιγά σιγά συνέρχεται από τη γελοιοποίησή της στον πόλεμο του 1897· το 1909 νιώθει ανήμπορη να κυβερνήσει η ίδια, αλλά το 1922 επιβάλλει την πρώτη στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας, την κυβέρνηση Πλαστήρα, κι έκτοτε μένει στο προσκήνιο ως το 1974. Τρίτον, τη σωβινιστική ακροδεξιά που ενισχύεται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και αναπτύσσει πολλαπλές εκδοχές ενός κοινωνικά υπερσυντηρητικού και επιθετικού εθνικισμού, συντονισμένου με ανάλογα ρεύματα που εξαπλώνονται τον ίδιο καιρό σ’ όλη την Ευρώπη. Τέταρτον, τη συντηρητική ακροδεξιά που τότε επιδιώκει κυρίως τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος και αναθαρρεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τέλος, τη φονταμενταλιστική ακροδεξιά που επικαλείται τα ιερά νάματα μιας υπερσυντηρητικής εκδοχής της Ορθοδοξίας.
Αυτές οι τάσεις συχνά συνεργάζονταν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ιδέες της απολυταρχικής, της σωβινιστικής και της φονταμενταλιστικής άκρας δεξιάς συναντούμε στο πιο συστηματικό εγχείρημα, αρχές του εικοστού αιώνα, να εμποτιστούν με ακροδεξιές ιδέες τα λαϊκά στρώματα, στα Πάτρια. Το εβδομαδιαίο αυτό φυλλάδιο ξεκίνησε, όπως και όλα σχεδόν τα παρόμοια σχέδια, από αστούς· στην πραγματικότητα, από ισχυρούς καπιταλιστές και στελέχη της βασιλικής αυλής που συγκρότησαν την Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης, με έδρα στο κτήριο της Ακαδημίας. Διαφημίζονται την άνοιξη του 1902 με μια πανηγυρική τελετή στη μεγάλη αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, υπό τον επίτιμο πρόεδρό της Εταιρείας Πρίγκιπα Νικόλαο και με την παρουσία του μητροπολίτη –όχι ακόμη αρχιεπίσκοπου- Αθηνών, των περισσότερων μελών της κυβέρνησης, του πρύτανη, των συγκλητικών και των περισσότερων καθηγητών του πανεπιστημίου.
Ωστόσο οι μερίδες της άκρας δεξιάς απέτυχαν να ενωθούν πολιτικά εκείνη την περίοδο και άλλωστε, με εξαίρεση τη φονταμενταλιστική και τη σωβινιστική, μικρό λαϊκό έρεισμα είχαν. Συνυπήρχαν στον ίδιο αντιδημοκρατικό χώρο και συχνά αλληλεπικαλύπτονταν, κάποτε όμως είχαν μεταξύ τους σχέσεις χείριστες· για παράδειγμα, το κίνημα στο Γουδί θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια σύγκρουση μεταξύ μιλιταριστικής και απολυταρχικής άκρας δεξιάς.
Οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ν’ απογειωθεί η επιρροή της άκρας δεξιάς, καταρχάς ανάμεσα στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, δημιουργήθηκαν την πολεμική δεκαετία από το 1912 ως το 1922. Όσο επικρατούσε ομαλότητα, αντίθετα, δεν έβρισκε πολιτικό χώρο για ν’ αναπτυχθεί. Οι πολιτικές ιδέες και τα οργανωτικά μορφώματά της πλάστηκαν ψηλαφητά, μέσα από διαδικασίες δοκιμής και λάθους, και το έργο που είχε μπροστά της ήταν δύσκολο. Προκειμένου να εξαπλωθεί στην ελληνική δεξιά έπρεπε πρώτα πρώτα να εκτοπίσει ή να μετασχηματίσει τον κυρίαρχο συντηρητισμό, μια πολιτική στάση με δυσανάγνωστες ιδεολογικές αναφορές, που έδινε έμφαση στην κυρίαρχη παραδοσιοκρατική εκδοχή της Ορθοδοξίας, την προάσπιση της κατεστημένης εξουσίας και κατά κανόνα της μοναρχίας και, από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, στο θεσμό της ιδιοκτησίας κι έναν λιγότερο ή περισσότερο σωβινιστικό εθνικισμό.
Ο κορμός της συντηρητικής αυτής δεξιάς ήταν προσανατολισμένος στον κοινοβουλευτισμό και συνήθως στήριζε πολιτευτές παραδοσιακού τύπου. Ωστόσο κυριαρχούνταν από κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τις οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις όταν το σύστημα βρέθηκε σε κρίση μετά το 1908 και κατεξοχήν στην πολεμική δεκαετία. Αυτές τροφοδότησαν το πρώτο φασιστικού τύπου κίνημα στη χώρα, το κίνημα των Επιστράτων, τον καιρό του Διχασμού. Τότε εμφανίζονται επίσης ο πρώτος αξιόλογος πολιτικοποιημένος διανοούμενος αυτού του χώρου, ο Ίων Δραγούμης, και οι πρώτοι σημαντικοί πολιτικοί εκπρόσωποί του, ο Δημήτριος Γούναρης και ο Ιωάννης Μεταξάς. Σημείωσε βραχύβιες επιτυχίες αυτό το διάστημα (κυβερνήσεις Γούναρη το 1920-1922, στρατιωτικά κινήματα), και κατόπιν κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1930, όταν η κρίση του καπιταλισμού δυσχέρανε την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και ο αντικομμουνισμός συσπείρωσε τους αστούς. Τη δεκαετία του 1940 έφτασε να περιλαμβάνει τον κορμό του Λαϊκού Κόμματος, τους επιγόνους του Μεταξά που κυριαρχούσαν στο στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, και την Αυλή. Με την παγίωση, τότε, της εθνικοφροσύνης συντονίστηκαν ή και περιστασιακά ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε τάσεις που αναφέραμε παραπάνω.
Άλλες όμως εξελίξεις της ίδιας περιόδου ωθούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ οι νέες συνθήκες ευνόησαν ιδίως τη μοναρχική και τη μιλιταριστική ακροδεξιά, η συντηρητική ακροδεξιά γνώρισε σημαντικές ήττες. Τέτοια ήταν η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος στους «αλλογενείς» και τους πρόσφυγες, που οριστικοποιήθηκε το 1923. Επιπλέον ο Διχασμός διέσπασε την πολιτική έκφραση της άκρας δεξιάς, οδηγώντας άλλα στελέχη της στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο και άλλα στο βενιζελικό. Το πιο σημαντικό πλήγμα όμως της κατάφερε η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η διανομή των μεγάλων κτημάτων στους φτωχούς αγρότες, η πιο ριζοσπαστική σ’ όλη την Ευρώπη. Άμεσα κατέστρεψε μια ηγεμονική ομάδα της άκρας δεξιάς, τους γαιοκτήμονες, κι έμμεσα εκτόνωσε τις κοινωνικές πιέσεις που σ’ άλλες χώρες ευνόησαν την εξάπλωση της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία με τη σειρά της συχνά διευκόλυνε την άνοδο της άκρας δεξιάς.
Ανάμεσα στους διανοούμενούς της άκρας δεξιάς τον Μεσοπόλεμο ξεχώριζαν, στους αντιβενιζελικούς, ο κοινοτιστής Κωστής Καραβίδας και οι πανεπιστημιακοί που συνδέονταν με το Αρχείον Φιλοσοφίας. Αυταρχικές τάσεις εξαπλώθηκαν και στον χώρο των αντιμοναρχικών βενιζελικών, που περιλάμβανε δίπλα σε ισχυρούς πολιτικούς και δημόσιους διανοούμενους που υπερασπίζονταν τον αυταρχισμό ή και τον ίδιο τον φασισμό (Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Κονδύλης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Γεώργιος Φραγκούδης, Σπύρος Μελάς, αρκετοί συνεργάτες του Αρχείου Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών) και φασιστικές μαζικές οργανώσεις· για παράδειγμα, η εθνικοσοσιαλιστική Εθνική Ένωσις Ελλάς με βενιζελικούς συνδεόταν κυρίως.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του βενιζελικού και του αντιβενιζελικού χώρου ήταν ότι ο πρώτος στο σύνολό του υπερασπιζόταν τη βασική δημοκρατικής κατεύθυνσης αλλαγή εκείνης της εποχής, δηλαδή την αγροτική μεταρρύθμιση. Κάποιες αναλύσεις παρουσιάζουν ωστόσο τον Μεσοπόλεμο σαν να ήταν μια μάχη μεταξύ φωτός (το «εκσυγχρονιστικό» και αστικό Κόμμα Φιλελευθέρων) και σκότους (δηλαδή οι αντιεκσυγχρονιστές και κρατικοδίαιτοι μικροαστοί που θυμιάτιζαν τον αντιβενιζελισμό). Δεν αποδίδουν, νομίζω, την πραγματικότητα. Τα δυο πολιτικά στρατόπεδα του Διχασμού, διαμορφωμένα σε συγκυριακή βάση, δεν είχαν ούτε ιδεολογική συνοχή στο εσωτερικό τους ούτε σαφείς ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους. Και τα δυο περιλάμβαναν φιλελεύθερες, αυταρχικές και ακροδεξιές πτέρυγες, αν και άνισα μοιρασμένες. Για παράδειγμα, η βενιζελική παράταξη πρωτοστάτησε όχι μόνο στις ανεπαρκέστατες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών θεσμών· οργάνωσε τα επτά από τα οχτώ σημαντικά στρατιωτικά κινήματα ανάμεσα στην Επανάσταση του 1922 και το φιάσκο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα το 1935. Η αυταρχική της ροπή όμως δεν αποτύπωνε κάποιες αχαλίνωτες εξουσιαστικές κλίσεις των Φιλελευθέρων, αλλ’ απλώς την κυριαρχία τους στο στράτευμα· τα ίδια έκαναν, με τη σειρά τους όταν επικράτησαν, και οι αντίπαλοί τους –πρώτα οι τέως βενιζελικοί Κονδύλης και Χατζηκυριάκος, κι έπειτα ο Γεώργιος και ο Μεταξάς. Όλοι αυτοί, καθώς και τα αστικά συμφέροντα τα οποία εξέφραζαν, με τις επιλογές τους εμπόδισαν την Ελλάδα να μπει στη μοιραία δεκαετία του 1940 μ’ έναν ανεκτό βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής προόδου.
Η ευρωπαϊκή διάσταση της ανάπτυξης του ελληνικού φασισμού αποτυπώνεται σ’ ένα ζήτημα περιοδολόγησης. Συνήθως όταν μιλάμε για ακροδεξιά στον Μεσοπόλεμο αναφερόμαστε στον Μεταξά και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936. Ωστόσο η κρίσιμη χρονιά, στην οποία οι ακροδεξιοί και των δυο στρατοπέδων απέσπασαν την πρωτοβουλία κινήσεων από τους οπαδούς του κοινοβουλευτισμού, ήταν το 1933. Το πολιτικό σύστημα είχε αποσταθεροποιηθεί από την προηγούμενη χρονιά, με τη μεγάλη οικονομική κρίση που εκτροχίασε το αναπτυξιακό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων. Κατόπιν η λαϊκή δυσφορία ενίσχυσε αφενός την αριστερά και αφετέρου τους αντιβενιζελικούς, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει στη βενιζελική παράταξη έντονος φόβος για την απώλεια της εξουσίας. Σύντομα επικράτησαν οι αυταρχικές της τάσεις, που εκφράζονταν από στρατιωτικούς όπως ο Γονατάς και ο Πλαστήρας, αλλά και από ισχυρούς πολιτικούς και διανοούμενους όπως ο Μαρής και ο Φραγκούδης. Το 1933 ο Βενιζέλος έδωσε αλλεπάλληλα δείγματα ωμού κυβερνητικού αυταρχισμού, και το βράδυ των εκλογών, μόλις αντιλήφθηκε πως θα τις έχανε, στήριξε ένα ανοργάνωτο πραξικόπημα του Πλαστήρα. Ακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας του από μια δυναμική ομάδα ακροδεξιών αντιπάλων που είχαν την κάλυψη κυβερνητικών κέντρων.
Οι εξελίξεις αυτές διευκολύνθηκαν από την άνοδο του Χίτλερ στην Γερμανία το 1933 και την εξάπλωση σ’ ολόκληρη την Ευρώπη του φασισμού, ο οποίος έμοιαζε να δικαιώνει τους αστούς που ήθελαν δυναμική αντιμετώπιση της κοινωνικής αμφισβήτησης. Παρ’ όλη την αντικαπιταλιστική ρητορική τους, μια σταθερά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων ήταν η πάταξη της αριστεράς, που συχνά συνοδευόταν από μέτρα για την ενσωμάτωση ενός μέρους των λαϊκών τάξεων. Στην Ιταλία η επικράτηση του φασισμού συνοδεύτηκε από την απαγόρευση της δράσης όλων των κομμάτων της αριστεράς, την απομάκρυνση των οπαδών της από τους κρατικούς θεσμούς και την καταστροφή του ανεξάρτητου συνδικαλισμού· αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, και η κατάργηση των προηγούμενων συνδικαλιστικών κατακτήσεων, όπως ήταν το οκτάωρο. Στη Γερμανία ο Χίτλερ αμέσως μετά τις εκλογές του 1933 συνέλαβε σύσσωμη τη συνδικαλιστική ηγεσία, κατάργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και απαγόρευσε τις απεργίες. Και τα δυο καθεστώτα έδωσαν στους επιχειρηματίες τα προνόμια που αυτοί απολάμβαναν προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η προστατευτική εργατική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των συντηρητικών και των αστών, μολονότι τούς αφαίρεσαν την πολιτική εξουσία.
Στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 1932, οι φασίζουσες μερίδες των δυο αστικών στρατοπέδων δυνάμωσαν, ώσπου η αντιβενιζελική προχώρησε στην κατάλυση της πολιτικής δημοκρατίας και την οικοδόμηση αυταρχικών καθεστώτων προσανατολισμένων στο πρότυπο του ιταλικού φασισμού, μολονότι δεν κατόρθωσαν πάντοτε να το μιμηθούν. Αυτό είχε αλυσιδωτές συνέπειες. Οι κυβερνήσεις του Κονδύλη το 1935 και του Μεταξά το 1936-1941 σήμαναν έναν θρίαμβο της ακροδεξιάς που οδήγησε κατευθείαν στην κοινωνική πόλωση και την κατάρρευση του κράτους τον καιρό της Κατοχής. Η μοναρχία παλινορθώθηκε. Το κοινοβούλιο περιθωριοποιήθηκε, γελοιοποιήθηκε και σύντομα καταργήθηκε. Ο στρατός, ο κυριότερος πλέον μηχανισμός εξουσίας, πέρασε στα χέρια της αντιβενιζελικής άκρας δεξιάς· το ίδιο συνέβη, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς, με τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Η δικαστική εξουσία, που μετά τις αντιβενιζελικές εκκαθαρίσεις του 1935 είχε και αυτή γίνει προπύργιο της δεξιάς, το 1939 πέρασε στον άμεσο έλεγχο του μεταξικού καθεστώτος. Ο αυταρχικός και καταπιεστικός κρατικός μηχανισμός της μεταξικής δικτατορίας διατηρήθηκε, με ελάχιστες αλλαγές στην κορυφή, τον καιρό της Κατοχής. Αλλά η άκρα δεξιά κυριάρχησε μεταξύ των αστών και ιδεολογικά. Ακόμη και στελέχη που αργότερα παρουσιάζονταν σαν φάροι της δημοκρατίας, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκείνη την εποχή ερωτοτροπούσαν μ’ έναν ακραίο αντιδημοκρατικό συντηρητισμό που πρακτικά επαγόταν ακροδεξιές προτάσεις.
Οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις της άκρας δεξιάς, ακόμη και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν δημιούργησαν καμιά σχετικά ολοκληρωμένη μορφή φασισμού, επειδή δεν μπόρεσαν μάλλον παρά επειδή δεν το θέλησαν. Από την άλλη πλευρά όμως βοήθησαν να ριζώσει ο φασισμός μεταξύ των αστών τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα να μετατραπεί σε μαζικό κίνημα τη δεκαετία του 1940, το οποίο άφησε τη σφραγίδα του με ποικίλους τρόπους και σε πολλά πεδία. Η κληρονομιά του μάλιστα εκφράστηκε ιδεολογικά με την περιβόητη εθνικοφροσύνη, κοινό δημιούργημα της συντηρητικής και της φασιστικής μερίδας της ελληνικής δεξιάς, που κυριάρχησε ως το 1974 κι εξακολουθεί ως σήμερα να επηρεάζει ιδίως τις βόρειες περιοχές της χώρας.
2. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος
Στη δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου οι εσωτερικές ανακατατάξεις στην άκρα δεξιά συνεχίστηκαν. H αποτυχία του καθεστώτος να βελτιώσει τη δημόσια διοίκηση ή το βιοτικό επίπεδο των μαζών, καθώς και η αδυναμία του ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες της πολεμικής προσπάθειας το 1940-41, σήμαναν την κατάρρευση του φιλομοναρχικού παραδοσιακού συντηρητισμού, που ενίσχυσε την άνοδο του φασισμού. Στην ίδια κατεύθυνση ωθούσε και ο συναγερμός που κήρυξαν οι αστοί εναντίον της αριστεράς. Με τη δημιουργία της εθνικοφροσύνης, όπως είπαμε, συντονίστηκαν ή και ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε ακροδεξιές τάσεις που αναφέραμε παραπάνω, οι οποίες ως το 1940 έμεναν χωριστές και περιστασιακά ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατάρρευση του παραδοσιακού συντηρητισμού μέσα στην κοινωνική πόλωση της Κατοχής βοήθησε την άνοδο του φασισμού.
Το αστικό στρατόπεδο, που τη δεκαετία του 1940 κάλυπτε όλο το χώρο από τους επιγόνους των Φιλελευθέρων ως την άκρα δεξιά, ήταν εντελώς ανομοιογενές. Οι μερίδες του είχαν συνταχθεί με αντίθετες πλευρές σε μια παγκόσμια σύρραξη με διακηρυγμένη και ισχυρή ιδεολογική διάσταση –φασισμός εναντίον δημοκρατίας. Έπειτα, συγκρούονταν και στο φλέγον εγχώριο πολιτειακό ζήτημα -μοναρχία εναντίον αβασίλευτης δημοκρατίας. Τέλος, διαφωνούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κατασταλεί η αριστερά, δηλαδή η απειλή που τις κρατούσε ενωμένες. Οι μόνες πάγιες κοινές αναφορές τους, που όσο ανεπαρκείς και αν ήταν τελικά στήριξαν μια κοινή ιδεολογική ταυτότητα, ήταν στον αστικό κόσμο, στο έθνος και την πατροπαράδοτη θρησκεία και στον πολυθρύλητο αντικομμουνισμό. Ο τελευταίος, βέβαια, στην πραγματικότητα σήμαινε γενικότερη εναντίωση στις μεταρρυθμίσεις που επαγγελλόταν το ΕΑΜ και πρακτικά στις συγκεκριμένες συνθήκες απέκλειε τη δημοκρατία.
Η άκρα δεξιά δεν είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί αυτό, αλλά άλλες μερίδες του εθνικόφρονος στρατοπέδου είχαν, το ίδιο και οι ξένοι προστάτες του. Έτσι κυριάρχησε μεταπολεμικά σε μια διπλή λαθροχειρία, γενεσιουργός σύγχυσης. Από τη μια μεριά φιλελεύθερων καταβολών πολιτικοί, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Νικόλαος Πλαστήρας, καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις συναινετικών προθέσεων κι επικαλούνταν τις δημοκρατικές αξίες, ενώ συγχρόνως υπονόμευαν τη δημοκρατική προοπτική και μεθόδευαν την εσωτερική ρήξη· από την άλλη, φασίστες και συντηρητικοί ακροδεξιοί που είχαν στελεχώσει τα καθεστώτα του Μεταξά και των δωσιλόγων, από τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη ως τον Γεώργιο Γρίβα, και στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκαν σε τοπικής εμβέλειας ομάδες, στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία, επέμεναν στους προηγούμενους λόγους και πρακτικές τους. Πάνω απ’ όλα συνέχιζαν να καταδιώκουν απηνώς την αριστερά, προσέχοντας απλώς να προσαρμόζουν περιστασιακά την εικόνα τους στα νέα δεδομένα. Τη σύγχυση επέτειναν συντηρητικοί διανοούμενοι, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που κατάγγελλε συλλήβδην τα «πολιτικά κινήματα βασισμένα στην οχλοκρατική ψύχωση που διείπε τον εθνικοσοσιαλισμό, τον φασισμό της Δεξιάς και τον φασισμό της Αριστεράς». Επιβάλλεται λοιπόν η αδιάκοπη αντιπαραβολή λόγων και έργων, ρητορείας και πρακτικής, πολιτικών δηλώσεων και πλαισίου αναφοράς τους, προκειμένου να χαρακτηριστούν σωστά οι δυνάμεις που συνέπηξαν το αστικό στρατόπεδο.
Σε μεγάλο βαθμό η συνοχή του αντιδραστικού στρατοπέδου εξασφαλίστηκε από το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης. Ο εθνικισμός ήταν η κοινή ιδεολογική σταθερά των συντηρητικών και των φασιστών. Ήταν ιδεολόγημα με την έννοια ότι χρησιμοποιούνταν για να συσκοτίζει μάλλον παρά για να διαυγάζει την πραγματικότητα. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, “η αφηρημένη επίκληση του έθνους ταίριαζε με την προστασία τοπικών κοινωνικών ιεραρχιών και δομών στην ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις, ακόμη και σε συνεργασία με τους κατακτητές και τα όργανά τους”. Φυσικά η σημασία του ιδεολογήματος αυτού υποβαθμίζεται από την «μεταναθεωρητική», όπως την χαρακτηρίζει ο Τάσος Κωστόπουλος, βιβλιογραφία, η οποία αποδίδει τη συνεργασία με τους κατακτητές σε ευκαιριακά αίτια και δέχεται εκ προοιμίου πως στην Ελλάδα δεν υπήρξε φασιστικό κίνημα. Ωστόσο αυτό το κίνημα υπήρξε, με κυριότερους φορείς την οργάνωση Χ του Γεώργιου Γρίβα, κάτι δηλαδή σαν τη Χρυσή Αυγή της Κατοχής, κι έπειτα τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας. Βασικός λόγος για την ανάπτυξή του ήταν η παράλληλη άνοδος της αριστεράς, η οποία, σε συνδυασμό με τις νίκες του Κόκκινου Στρατού, δημιούργησε σε αστούς και μικροαστούς φόβους ανάλογους εκείνων που είχαν παλιότερα γεννήσει η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κινημάτων και η Ρωσική Επανάσταση. Η βραχύβια κυριαρχία του ΕΑΜ στις επαρχίες, αμέσως μετά την απελευθέρωση, πυροδότησε ακόμη πιο αντιδραστικές ψυχώσεις.
Η ιδεολογική ομοφωνία ανάμεσα στο πλέγμα εξουσίας και την κυρίαρχη μερίδα των ελλήνων αστών, με άξονα την εθνικοφροσύνη, δεν συνεπαγόταν όμως πως είχαν και κάποια κοινή στρατηγική για ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση της δεκαετίας του 1940. Ταλαντεύτηκαν ανάμεσα σε δυο διαφορετικές στρατηγικές αποκατάστασης της απειλούμενης από το ΕΑΜ κυριαρχίας τους, τις οποίες μπορούμε συντομογραφικά να ονομάσουμε -η συντηρητική και η φασιστική. Και οι δυο αναγνώριζαν ότι στις νέες συνθήκες κοινωνικής πόλωσης και πολιτικής κινητοποίησης ήταν αδύνατο να νικήσουν την αριστερά με τα σχετικά απλά μέσα που είχαν χρησιμοποιήσει στο Μεσοπόλεμο, αλλά εκτιμούσαν διαφορετικά τους τρόπους με τους οποίους θα την αντιμετώπιζαν. Η συντηρητική στρατηγική επιδίωκε την αποκινητοποιηση του λαού κι έδινε προτεραιότητα στη σύμπλευση με τις αγγλοσαξωνικές δυνάμεις· στηριζόταν, χονδρικά, στην ξένη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Αντίθετα η φασιστική στρατηγική ήθελε να στηριχθεί κυρίως σ’ εγχώριες δυνάμεις και να κινητοποιήσει ενάντια στην αριστερά, προβάλλοντας συνθήματα για την προάσπιση της ιδιοκτησίας και τη Μεγάλη Ελλάδα, τα κοινωνικά στρώματα των προνομιούχων και όσων άλλων είχαν επωφεληθεί από την Κατοχή. Ο Παπάγος και ο Γρίβας ήταν οι εμβληματικές μορφές των δυο αυτών στρατηγικών. Εννοείται πως εκείνη που εκτίμησε πιο σωστά τις περιστάσεις, και τελικά επικράτησε, ήταν η πρώτη.
Αυτές οι δυο στρατηγικές ήταν συμπληρωματικές μεταξύ τους μάλλον παρά αντίπαλες. Η φασιστική τρομοκρατία, που εξαπέλυαν οι υποστηρικτές των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χ, λύση ανάγκης το 1944-1946, ήταν φτηνή και πρόχειρη, αλλά από την άλλη μεριά περιορισμένων προοπτικών· ριψοκίνδυνη, αβέβαιης έκβασης, ελάχιστες υποσχέσεις σταθερότητας έδινε, και η τρέχουσα Δυτική ρητορεία του αντιφασισμού δεν την ευνοούσε. Χρήσιμη στην αρχή μιας γενικής επίθεσης κατά της αριστεράς, ώστε να τσακίσει τις δυνάμεις της είτε να τις αναγκάσει να βγουν στην παρανομία, είχε μειωμένη αποδοτικότητα όσο πλησίαζε το τέλος της παρτίδας και το κυρίαρχο συγκρότημα εξασφάλιζε τους αμερικανικούς πόρους που δεν διαφαίνονταν στην αρχή. Γιατί ο άλλος δρόμος, να τσακιστεί η αριστερά από το συντεταγμένο κράτος, αφενός δεν έδινε λύση στο πρόβλημα του εξοβελισμού της από την εθνική πολιτική, που ήταν αναγκαία προκαταρκτική διαδικασία, και αφετέρου απαιτούσε ισχυρή και σταθερή εξωτερική υποστήριξη, που οι βρετανοί δεν μπορούσαν να δώσουν και τελικά εξασφαλίστηκε μόνο χάρη στις ευρύτερες στρατηγικές επιλογές της πανίσχυρης υπερατλαντικής αυτοκρατορίας.
Η πρώτη πραγματική μαζικοποίηση του φασισμού στην Ελλάδα σημειώθηκε το 1944, με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τους γερμανούς και την κυβέρνηση Ράλλη. Μολονότι στον τρέχοντα πολιτικό ρόλο αυτά τα ημιάτακτα σώματα, διαβόητα για τις αγριότητές τους, συχνά χαρακτηρίζονταν φασιστικά, η σύγχρονη έρευνα συνήθως αποφεύγει να τα επιβαρύνει με τέτοια επίθετα. Για να σταθώ σε ένα μόνο παράδειγμα, σε περισσότερες από τετρακόσιες σελίδες ένας πρόσφατος μελετητής τους αποφεύγει να ερευνήσει συστηματικά την πολιτική φυσιογνωμία τους· αναφέρεται στην παρουσία «εθνικοσοσιαλιστών» στις τάξεις τους, αλλά περισσότερο τονίζει την ανομοιογενή προέλευση των μελών τους.
Ωστόσο το ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί όσον αφορά την πολιτική τους ταυτότητα δεν είναι το αν τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν φασιστικά, αλλά το αν και γιατί ενδεχομένως θα μπορούσαν να μην ήταν φασιστικά. Πολύ απλά, το βάρος της απόδειξης δεν πέφτει σ’ αυτούς που δέχονται ότι ήταν πράγματι φασιστικές τούτες οι παραστρατιωτικές οργανώσεις –δημιουργημένες με πρότυπο τις φασιστικές ομάδες κρούσης, εξαρχής στρατευμένες στον αγώνα του ναζισμού, εξοπλισμένες από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και πάγιοι συνεργάτες τους στην εξόντωση των κοινών εχθρών, ομάδες δηλαδή που εφάρμοζαν τη φασιστική στρατηγική, δρούσαν με χαρακτηριστικούς τρόπους των φασιστικών ομάδων και, έχοντας υιοθετήσει τους συμβολισμούς και τη φρασεολογία του φασισμού, ως φασιστικές καταγγέλθηκαν τον καιρό της δόξας τους. Πέφτει μάλλον σ’ εκείνους που θέλουν να υποστηρίξουν ότι όλα αυτά ήταν απλώς παραπλανητικά επιφαινόμενα, τα οποία συγκάλυπταν μια διαφορετική ουσιαστική ταυτότητα των ταγματασφαλιτών.
Όσοι επιδιώκουν κάτι τέτοιο συνήθως χρησιμοποιούν ορισμούς του φασισμού εστιασμένους σε πολιτισμικά ή ουσιοκρατικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, τα οποία δεν μπορούν άμεσα να συνδεθούν με το φαινόμενο του ταγματασφαλιτισμού, ή ανάγουν τη στράτευση των ταγματασφαλιτών κατεξοχήν σε συγκυριακά ή προσωπικά αίτια. Η πιο συνηθισμένη τακτική τους πάντως είναι να παρασιωπούν την πολιτική ταυτότητα αυτών των σχηματισμών, και να εστιάζουν την προσοχή τους σε ανθρώπινες πλευρές της ιστορίας τους.
Στην πραγματικότητα όμως τα αίτια της ακροδεξιάς βίας στην Κατοχή ήταν πολιτικά. Οι καπιταλιστές και οι ωφελημένοι της Κατοχής δρομολόγησαν τη ματαίωση του δημοκρατικού προγράμματος της αριστεράς μέσα από μια προληπτική αντεπανάσταση. Δεν διέθεταν όμως τη βασική δύναμη που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο με τις μεθόδους των συντηρητικών καθεστώτων –τον τακτικό στρατό. Επομένως, ήταν μονόδρομος γι’ αυτούς η χρήση μεθόδων μαζικής κινητοποίησης που ήταν χαρακτηριστικές του φασισμού, και συχνά ακόμη και των ιδεολογημάτων του. Συνοπτικά, στο μέτρο που η δεξιά το 1943-44 αντιτασσόταν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπορούσε παρά να είναι άκρα δεξιά, και στο μέτρο που προσπαθούσε να το κάνει αυτό με μεθόδους όχι κρατικής επιβολής αλλά μαζικής κινητοποίησης δεν μπορούσε παρά να είναι φασιστική και όχι συντηρητική άκρα δεξιά. Ένα κομμάτι της δεν είχε δυσκολία να το παραδεχτεί αυτό. Όργανά τούτης της προληπτικής αντεπανάστασης έγιναν τελικά μαζικές οργανώσεις όπως τα Τάγματα Ασφαλείας και τα αντιεαμικά αντάρτικα σώματα του ΕΔΕΣ, καθώς και παραστρατιωτικές ομάδες όπως η Χ και η ΡΑΝ· η αντίσταση όλων αυτών στον κατακτητή, ακόμη και όταν διακηρυσσόταν, ήταν απλώς προσχηματική.
Τον καιρό της Κατοχής αναδιοργανώθηκε και η μιλιταριστική ακροδεξιά. Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) ήταν η γνωστότερη μεταπολεμικά μυστική οργάνωση στρατιωτικών, αλλά δεν ήταν η πρώτη που φτιάχτηκε. Πρόδρομός του ήταν ο Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ), ο οποίος είχε στηθεί στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής από νεαρούς μοναρχικούς απόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων. Μολονότι συνδεόταν με υψηλόβαθμους, διοικούνταν από μια επιτροπή παιδιών της Τετάρτης Αυγούστου η οποία λειτουργούσε συλλογικά. Η δράση του ήταν γνωστή στους βρετανούς, οι οποίοι άλλοτε την βοηθούσαν και άλλοτε απλώς την ανέχονταν.
Μετά την απελευθέρωση, στελέχη του ΣΑΝ σχημάτισαν τον ΙΔΕΑ. Οι σκοποί του νέου μυστικού φορέα λίγο πολύ ταυτίζονταν με του ΣΑΝ, ενώ οι οργανωτικές μέθοδοί του έγιναν ακόμη πιο συνωμοτικές. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας προσχώρησαν σ’ αυτόν εκατοντάδες αξιωματικοί, και στήθηκαν «δέσμες» σ’ όλα σχεδόν τα στρατιωτικά συγκροτήματα που βρίσκονταν στην Αθήνα. Μετά τις εκλογές του 1946 ο ΙΔΕΑ έφτασε τα χίλια μέλη και η επιρροή του αυξήθηκε κατακόρυφα καθώς ο νέος υπουργός Στρατιωτικών, που συνδεόταν μαζί του, τοποθέτησε μέλη του σ’ όλες τις καίριες θέσεις του υπουργείου.
Οι ιδεολογικές και πολιτισμικές αξίες του ΣΑΝ και του ΙΔΕΑ γενικά δεν διέφεραν από εκείνες της υπόλοιπης ελληνικής ακροδεξιάς, πέρα από την αναμενόμενή τους έμφαση στις στρατιωτικές αρετές. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, φυλή, αίμα και δόξα. Κεντρικό στοιχείο πάντως των αντιλήψεών τους ήταν η άρνηση της δημοκρατίας, η οποία πρακτικά μεταφραζόταν στην απόρριψη κάθε καθεστώτος που άφηνε έστω κι ελάχιστο χώρο στην αριστερά. Τα στελέχη του ΙΔΕΑ προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση με το ΕΑΜ ήδη από τον καιρό της Κατοχής.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αφού μιλάμε για την επαύριο της συντριπτικής ήττας του Άξονα, ισχυροί παράγοντες ευνοούσαν τότε στην Ελλάδα την άνοδο του φασισμού. Από τη σκοπιά των δεξιών πρώτα πρώτα, η συντηρητική στρατηγική για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, που επαγόταν τη στήριξη στους βρετανούς –και κατόπιν στις ΗΠΑ- είχε πρακτικά μειονεκτήματα: ματαίωση των αλυτρωτικών αξιώσεων στην Κύπρο, και περιορισμούς στον πόλεμο εξόντωσης της αριστεράς οι οποίοι αποτύπωναν την ανάγκη προστασίας της διεθνούς εικόνας της Δύσης. Η κατάσταση αυτή διευκόλυνε την ανάδυση πανίσχυρων πολιτικών παθών, τα οποία σύντομα κρυσταλλώθηκαν στην εθνικοφροσύνη κι έτρεφαν και αυτά με τη σειρά τους την άνοδο του φασισμού: μια γενική αίσθηση δυσφορίας γεννημένη από τα τραύματα που έπληξαν την εθνική υπερηφάνεια τη δεκαετία του 1940, με τη Μεγάλη Ιδέα πια εντελώς ανεδαφική, καθώς η Ελλάδα από επίδοξος πυρήνας μιας αυριανής αυτοκρατορίας.
Απόσπασμα από τα «Τετράδια ανυπόταχτης θεωρίας»