Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Τσεσμές: Το Hot Spot των Ελλήνων προσφύγων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο



Έρευνα: Νάσος Μπράτσος

Μετά από ταξίδια κάτω από τραγικές συνθήκες, που δεν είχαν πάντα αίσιο τέλος, καθώς σημειώθηκαν πνιγμοί, συλλήψεις, απελάσεις προς τις κατοχικές δυνάμεις, αρκετοί Έλληνες πρόσφυγες, είχαν να αντιμετωπίσουν το άγνωστο των τουρκικών παραλίων και τις συμπεριφορές του τοπικού πληθυσμού, κατά κανόνα καλές έως και συγκινητικές, αλλά υπήρξαν και άλλες που ήταν εγκληματικές. Όπως σε όλες τις εποχές άλλωστε και σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις.
Τελικός προορισμός όλων ο Τσεσμές. Εκεί οι ελληνικές αρχές και οι Άγγλοι, επιχείρησαν να οργανώσουν την υποδοχή – καταγραφή – διαμονή – διαλογή των προσφύγων και την προώθησή τους σε άλλους προορισμούς.
Ήταν λοιπόν ο Τσεσμές το Hot Spot των Ελλήνων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εκτός από παλιές αποθήκες, φτηνά ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, χρησιμοποιήθηκαν και παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Ο βασικός χώρος ήταν ένα παλιό στρατόπεδο στο οποίο μεταφέρθηκε μεγάλος αριθμός προσφύγων κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Όπως μας περιέγραψε η Καίτη Φράγγου – Ζηκίδη: «Εκεί μείναμε σε στρατόπεδο προσφύγων σε σκηνές, σε ένα λόφο που εκεί ήταν πρώτα στρατιωτικός τόπος εκπαίδευσης, σε πετρώδες έδαφος. Οι συνθήκες εκεί ήταν κακές και είχαμε και πολλούς θανάτους γερόντων από κακουχίες, μολύνσεις, τυφοειδή πυρετό, κακή διατροφή. Εκεί έχασαν τα παιδιά τους ο Γιώργος Φουντούλης και η σύζυγός του Θεοδοσία.
Τα χαντάκια που είχαν σκάψει για εκπαίδευση οι στρατιώτες πριν πάμε εμείς ήταν οι ανοιχτοί αγωγοί των ακαθαρσιών από τις τουαλέτες που είχαν στηθεί ακριβώς από πάνω τους. Θάβαμε τους νεκρούς μας σε χώρο εντός του στρατοπέδου, κανονικά με χριστιανική ταφή και σταυρό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν βραχώδες δεν σκάβαμε μνήμα, αλλά τους κάναμε «βουναλάκια» με χώμα. Έρχονταν τα τσακάλια το βράδυ και τους ξέθαβαν.
Για να πάμε στην πόλη περνάγαμε από την πύλη, όπου ο σκοπός ένα 20χρονο τουρκάκι αρπάζονταν συχνά με τους δικούς μας, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής.
Σιγά – σιγά το στρατόπεδο άδειαζε αφού όλοι προσπαθούσαν να μείνουν στην πόλη, σε σπίτια νοικιασμένα από τις υπηρεσίες στήριξης των προσφύγων».
Από την πλευρά της η Αντιγόνη Ρωμυλίου θυμάται: «Ο Τσεσμές είχε πολλά ερειπωμένα σπίτια Ελλήνων που είχαν φύγει το 1922 και μετά. Μείναμε σε μία παλιά εγκαταλελειμμένη αποθήκη, όπου ήμασταν 200 άτομα σε χώρο όσο έπιανε το σώμα μας. Όσοι ήταν δίπλα στον τοίχο ήταν τυχεροί, γιατί όσοι ήταν στη μέση, συχνά τους πατούσε άλλος μπαίνοντας ή βγαίνοντας.
Στον Τσεσμέ στην παραλία έχοντας στήσει ένα τραπεζάκι, υπήρχαν Έλληνες υπάλληλοι της πρεσβείας για στρατολόγηση εθελοντών για τη Μέση Ανατολή, στην Τουρκία δεν επιτρέπονταν παρουσίες στρατιωτικών άλλων χωρών έτσι είχε συμφωνήσει και με τη Γερμανία».
Αναμνήσεις από τον Τσεσμέ είχε και ο Χρήστος Σταυρινάδης, που μεταξύ άλλων μας είχε πει: «Μας πήγαν στον Τσεσμέ σε καταυλισμό όπου μας παρείχαν στέγη και τροφή, εκεί έφαγα για πρώτη φορά λουκούμι και θυμάμαι τη μεγάλη εντύπωση που μου έκανε γιατί μου άρεσε πολύ».
Σπύρος Πλακίδας: «Σάστισαν και οι Τούρκοι αγρότες που μας συνάντησαν με τη συμφορά και με το χάλι μας φιλοξένησαν και μας έδωσαν γάλα, τυρί, ψωμί, ελιές και μας πήγαν στον Τσεσμέ. Από εκεί μας έστειλαν στα Αλάτσατα. Που μείναμε μέχρι τον Οκτώβρη, εμείς και 100 Χιώτες. Θέριζε ο τύφος και η δυσεντερία, εκεί πέθανε ο μικρότερος αδερφός μου. Ξαναγυρίσαμε στον Τσεσμέ όπου Εγγλέζοι και Ερυθρός Σταυρός είχαν οργανώσει καλύτερα τα πράγματα και από εκεί στη Σμύρνη και από εκεί 2.000 πρόσφυγες σε τρένο και στο Χαλέπι, όπου κάτσαμε δυόμιση μήνες. Εκεί κάναμε μπάνιο μετά από πέντε μήνες και περάσαμε από υγειονομική επιτροπή. Οι ντόπιοι μας έδωσαν οι κάτοικοι διάφορα δώρα, γλυκά στα παιδιά, χουρμάδες, εκεί τους μάθαμε για πρώτη φορά. Καταλήξαμε στις πηγές του Μωυσέως για τρεις μήνες (οι Αιγύπτιοι δεν μας χώνευαν γιατί νόμιζαν ότι ήμασταν φίλοι των Εγγλέζων) και μετά πήγαμε στο Βελγικό Κονγκό.
Στα Αλάτσατα και τον Τσεσμέ απαγορευόταν να αφήσεις έστω ένα σημάδι ότι έθαψες έναν δικό σου, στο Χαλέπι τουλάχιστον τους θάβαμε με αξιοπρέπεια».
Επίσης η Σώσα Πλακίδα θυμάται: «Ο Τούρκος έζεψε δύο κοφίνια σε ένα άλογο και μας έβαλε μέσα τα μικρά και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για τον Τσεσμέ. Στο δρόμο μας εντόπισαν δύο ελεύθεροι σκοπευτές – Τσέτες – και ήρθαν με άγριες διαθέσεις και έψαχναν τα πράγματά μας. Ο Τούρκος με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να τους κάνει να φύγουν και έτσι φτάσαμε στον Τσεσμέ».
Αλλά και ο Τριαντάφυλλος Φωκιανός πέρασε από την τουρκική πόλη: «Μας πήγαν στον Τσεσμέ στην αρχαία Κρήνη και βλέπαμε τα σπίτια της Χίου που ήταν απέναντι. Εκεί μείναμε λίγους μήνες και μετά μας πήγαν στη Μέση Ανατολή στις πηγές του Μωυσέως. Ήρθαν να στρατολογήσουν στον ελληνικό στρατό και επειδή εγώ ήμουν μικρός χρειάστηκε η υπογραφή – συγκατάθεση της μάνας μου».
Στο βιβλίο του «Τσάλαχα», ο Γιάννης Νικολαΐδης, έγραφε: Ακολούθως μεταφέρθηκαν στον Τσεσμέ, όπου διαπίστωσαν ότι ζούσαν πολλοί τουρκοκρητικοί. Από εκεί όσοι δεν στρατολογήθηκαν στις συμμαχικές ένοπλες δυνάμεις, κυρίως γυναικόπεδα, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα προσφύγων στο Χαλέπι, στις πηγές του Μωυσή, στο Βελγικό Κονγκό – σημερινό Ζαΐρ στην Κεντρική Αφρική».
Στον Τσεσμέ βρέθηκε και ο Γιακουμής Καρναβάς: «Τελικά συνεχίσαμε τον πλου σε τουρκικά νερά και βγήκαμε κάπου αλλού και από εκεί μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί ήταν το προξενείο με πρόξενο έναν Χρηστίδη που ήταν Χιώτης και ήταν πολύ καλός άνθρωπος, βοήθησε πολύ κόσμο. Εμείς ήμασταν σε τραγική κατάσταση από τις ψείρες και τους ψύλλους».
Επίσης ο Γιάννης Φουντούλης θυμάται και μας λέει: «Όταν φτάσαμε στον Τσεσμέ σταθήκαμε σε μία ουρά που μας μοίραζαν βραστές πατάτες και μάλιστα τη μοιρασιά έκανε ένας συμπατριώτης μας ο Κολοφάνης, όπως τον λέγαμε. Μας έβαλαν σε ένα σχολείο με μία κουβέρτα ανά οικογένεια που τη στρώναμε κάτω και εκεί ήταν η «οικογενειακή μας εστία». Γιόρταζαν οι Τούρκοι το Μπαϊράμι και φώναζαν που είχαν ρίξει τους Έλληνες στη θάλασσα το 1922. Έτρεχαν και με κάτι άλογα και εγώ που ήμουν μικρός, φοβήθηκα και κρύφτηκα μέχρι να περάσουν».
Γιώργος Τουρβάς: «Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και φτάσαμε αργά το απόγευμα στην Τουρκία σε μία περιοχή που την έλεγαν Κορακιά. Διανυκτερεύσαμε εκεί και την άλλη μέρα μία τουρκική περίπολος μας εντόπισε και με τα πόδια πήγαμε στον Τσεσμέ».
Άννα Ρακατζή – Λεφέ: «Μας πήγαν στον Τσεσμέ, μας έδωσαν χρηματικό επίδομα και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε ένα βρωμοξενοδοχείο, με μία τουρκοκρητικιά ιδιοκτήτρια που μας έβριζε. Τότε ο Τσεσμές δεν ήταν το θέρετρο του σήμερα, αλλά μία πόλη με έντονα τα σημάδια του πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, με ρημαγμένα και άδεια σπίτια, με τοίχους που είχαν τρύπες από σφαίρες, κλπ. Κάτσαμε εκεί ένα μήνα».
Η Ελευθερία Φράγγου – Πορτέλλουμας είχε πεί: «Το τουρκάκι μας πήγε σε ένα κοντινό χωριό το Κουζούμκουγιου, στην περιοχή είχε κάνει φαντάρος ο Κούβαρης στη μικρασιατική εκστρατεία και ήξερε τα μέρη, ενώ εκεί είχε σκοτωθεί ο Θωμάς Πορτέλλος αδερφός του πατέρα μου. Μετά βαφτίσαμε έτσι τον ένα μου αδερφό.
-Τι αντιμετώπιση είχατε;
-Ήρθαν τουρκάλες και μας έφεραν ελιές, τυρί και ψωμί που είχαμε να δούμε κοντά ένα χρόνο και πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό, ενώ οι τουρκάλες κλαίγανε από συγκίνηση βλέποντάς μας σε αυτή την κατάσταση. Μία από αυτές ήξερε λίγα ελληνικά και μας ρώτησε τι έτρωγαν όλο αυτό τον καιρό τα δύο μικρά παιδάκια του Κούβαρη που ήταν σχεδόν σκελετωμένα και απαντήσαμε «χορταράκια». Τα παιδάκια αυτά τελικά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από τις κακουχίες που πέρασαν. Ακολούθως ήρθε το καρακόλι, οι τουρκάλες μας έδωσαν τρόφιμα για το δρόμο και με αυτοκίνητα – εγώ πρώτη φορά έβλεπα και έμπαινα σε αυτοκίνητο – μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί μας έδωσαν ψάθες να στρώσουμε και να κοιμηθούμε και μας έβαλαν σε μεγάλες αποθήκες όπου ήταν χιλιάδες πρόσφυγες και υπήρχαν και πολλές ψείρες. Τους στρατεύσιμους τους έπαιρναν αμέσως και ο ένας αδερφός μου, ο Γιάννης, είπε ψέματα και πρόσθεσε στην ηλικία του για να τον πάρουν και βρέθηκε στην αεροπορία και εκπαιδεύτηκε στη Ροδεσία. Ο Θωμάς και ο Αντώνης πήγαν στο στρατό ξηράς». 
Σταθμός ήταν ο Τσεσμές και για τη Δέσποινα (Πιπίτσα) Σπανού Μπονάτσου: «Φτάσαμε στην Τουρκία στην Αγρελιά που ήταν και ένα στρατιωτικό φυλάκιο και η συμπεριφορά των Τούρκων στρατιωτών ήταν καλή. Στην Αγρελιά συναντήσαμε το Φώτη Σπανό (υπηρετούσε σε στολίσκο κομάντος) και μας έφερε μπισκότα, που με την πείνα που είχαμε δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς μας φάνηκαν.
-Πόσο μείνατε εκεί;
-Μείναμε κοντά 20 μέρες στον Τσεσμέ και μετά πήγαμε στο Χαλέπι και ακολούθως στα Ιεροσόλυμα. Μας πήγαν στο στρατόπεδο Νουσεϊράτ και εκεί ήταν κοντά 2.000 Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως νησιώτες, Σαμιώτες, Χιώτες, Ικαριώτες και πολλοί Δωδεκανήσιοι».
Στον Τσεσμέ βρέθηκε και η οικογένεια Μάζαρη(Γιώργος και Ελένη οι γονείς και τα παιδιά Δημήτρης,Μιχάλης, Μερόπη, Ευδοκία και Ηλέκτρα. Ο πατέρας δεν άντεξε και απεβίωσε για να θαφτεί χωρίς να επιτραπεί – όπως και σε άλλες περιπτώσεις προσφύγων – να ανεγερθεί ταφικό μνημείο, ή να τοποθετηθεί σταυρός.
Λίγο έκατσε ο Νίκος Καρίμαλης που πήγε με ομάδα ανδρών για στράτευση και τους μετακίνησαν γρήγορα προς Σμύρνη και Μέση Ανατολή.
Για ένα τετράμηνο έμεινε σε σκηνές – τσαντίρια σε βουνό κοντά σε ελαιώνα στον Τσεσμέ, η Ευαγγελία Καρούτσου – Τσαντίρη, που θυμάται ότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες και στα τσαντίρια και στην πόλη.
Στην Τουρκική πόλη βρέθηκε για τρεις μήνες από το Μάη του 1942 και μετά (για να βρεθεί αργότερα στο Λίβανο) και η Πάτρα Σπέη – Σιμάκη, που κατά τη μεταφορά της από το χωριό Κουζούμκουγιου προς τον Τσεσμέ, τρόμαξε όταν είδε για πρώτη φορά στη ζωή της αυτοκίνητο, ενώ θυμάται το δράμα των προσφύγων στον Tσεσμέ, λέγοντας όταν έκλαιγαν μωρά και πέθαιναν όσοι ήταν εξασθενημένοι.
Από την πλευρά του ο Νικόλας Φουντούλης θυμάται: «Βρεθήκαμε κοντά στο χωριό Κουζούμκουγιου και συναντήσαμε ένα τσοπάνη, τους ζητήσαμε τσίρο (τα κατάλοιπα από το τυρί) για να δώσουμε έστω ένα φλυτζάνι στα μωρά και αυτός μας απάντησε ότι το έχει για τα σκυλιά του. Μετά θυμάμαι ότι στρατιώτες μας πήγαν με ποδαρόδρομο στον Τσεσμέ, όπου εκεί μας έδωσαν για φαγητό μία βραστή πατάτα και μας έβαλαν να κοιμηθούμε σε θαλάμους. Στον Τσεσμέ έμεινα δύο μήνες και μας έδιναν μία λίρα την ημέρα για σίτιση».
Αναφερθήκαμε στο Κουζούμκουγιου και με αυτή την ευκαιρία, πρέπει να πούμε ότι Έλληνες πρόσφυγες βρέθηκαν στα Αλάτσατα, και τα Λίσα (περιοχή με ιαματικά λουτρά), σαν ενδιάμεσους σταθμούς προς τον Τσεσμέ, ενώ από τον Τσεσμέ η συνηθέστερες διαδρομές ήταν προς τη Σμύρνη και ακολούθως σιδηροδρομικώς προς το Χαλέπι, ή ακτοπλοϊκώς προς την Κύπρο, με πλού δίπλα στα παράλια της Τουρκίας για να μην είναι εκτεθειμένα τα καΐκια στις δυνάμεις των Γερμανών και των Ιταλών.
Στα ευτράπελα της περιόδου, ένα δρομολόγιο από τον Τσεσμέ που ο παρασημοφορημένος θαλασσόλυκος Νικόλας Πυροβολικός περιέγραψε: Μία άλλη φορά μας φόρτωσαν ρουφιάνους που είχαν συλλάβει στην Ελλάδα οι αντιστασιακές οργανώσεις για να τους παραδώσουμε στις συμμαχικές αρχές».
Η γενική εικόνα όμως ήταν η εξής: «Κάναμε δρομολόγια Κύπρος – Τσεσμές, παίρναμε από εκεί πρόσφυγες και τους πηγαίναμε στην Κύπρο. Μία φορά θυμάμαι ότι μάζεψα 4 – 5 Χιώτες ναυαγούς, είχαν σωθεί λίγοι που πρόλαβαν και σκαρφάλωσαν στο άλμπουρο του καϊκιού, οι άλλοι κοντά στους 100 δυστυχώς πνίγηκαν. Ταξιδεύαμε με μία ανεμότρατα από την Πάτρα που την έλεγαν «Άγιος Δημήτριος» και μετά την ονομάσαμε «Αριστέα». Ήμουν στο καΐκι μαζί με Σαμιώτες, τον καπετάνιο Ιωάννη Σταμπιδάκη, τον Μιχάλη Προβατάρη, τον Μιχάλη Καλαϊτζάκη και τον Ιωάννη Καραμπίνη».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου