Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Μια γλώσσα δίχως όνομα στα Βαλκάνια



Jean-Arnault Dérens, Simon Rico
Μετάφραση: Θεοδώρα Σπαή

Η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και η κλιμάκωση των εθνικών διαφορών είχαν και γλωσσολογικές συνέπειες: ήταν πολύ βολικό να μιλούν βοσνιακά στο Σαράγεβο, κροατικά στο Ζάγκρεμπ, σερβικά στο Βελιγράδι και μαυροβουνιακά στην Ποντγκόριτσα. Ενώ όμως αναγνωρίζουν τις τοπικές παραλλαγές, οι γλωσσολόγοι διακρίνουν σε αυτούς τους πληθυσμούς μια κοινή γλώσσα, την οποία ορισμένοι ελπίζουν να την ξαναδούν να χρησιμοποιείται καθολικά.
Στις 30 του περασμένου Μαρτίου, στο Σαράγεβο παρουσιάστηκε μια Διακήρυξη για την Κοινή Γλώσσα (1) από έναν μεγάλο αριθμό διανοούμενων της ευρύτερης περιφέρειας, με στόχο να βάλουν τέλος στις γλωσσικές διαμάχες που διαιρούν τις τέσσερις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες από τη δεκαετία του 1990. «Χρησιμοποιούμε κοινή γλώσσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Κροατία, στο Μαυροβούνιο και στη Σερβία; Η απάντηση είναι καταφατική», μπορεί κάποιος να διαβάσει στην εισαγωγή του κειμένου, όπου στη συνέχεια διευκρινίζεται: «Πρόκειται για μια πολυκεντρική κοινή γλώσσα, δηλαδή για μια γλώσσα που ομιλείται από πολλούς λαούς σε διαφορετικά κράτη, με αναγνωρίσιμες γλωσσικές παραλλαγές, όπως συμβαίνει με τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα αραβικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά και πολλές άλλες γλώσσες». Όπως σημειώνει ο Σέρβος γλωσσολόγος Ράνκο Μπουγκάρσκι, «η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι σε εμάς οι παραλλαγές έχουν όνομα, ενώ η γλώσσα ως ενιαίο σώμα, που δεν έχει πλέον θεσμική υπόσταση, έχασε την επίσημη ονομασία της».
Οι αντιδράσεις δεν άργησαν να έρθουν. Οι πιο έντονες προκλήθηκαν στην Κροατία. Ο αρχιεπίσκοπος του Ζάγκρεμπ, ο σεβασμιότατος Γιόσιπ Μπόζανιτς, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στο πασχαλιάτικο κήρυγμά του: «Πρόκειται για επίθεση εναντίον της κροατικής γλώσσας, η οποία ετοιμάζει το έδαφος για μια άλλη επίθεση!», ενώ η συντηρητική πρόεδρος Κολίντα Γκραμπάρ-Κιτάροβιτς διαβεβαίωνε ότι «αυτή η υποτιθέμενη κοινή γλώσσα είναι ένα πολιτικό σχέδιο που πέθανε μαζί με τη Γιουγκοσλαβία». Από τη σερβική πλευρά, ο γλωσσολόγος Μίλος Κοβάτσεβιτς πρόβαλλε το εξής επιχείρημα: «Εάν δεν δίνουμε όνομα σ’ αυτή τη γλώσσα, είναι επειδή όλοι γνωρίζουν ότι πρόκειται για τη σερβική γλώσσα». Αυτός ο ένθερμος εθνικιστής θεωρεί τη σερβική γλώσσα έναν «θησαυρό» τον οποίο οι λαοί των γειτονικών χωρών προσπαθούν να «κλέψουν» (2). 
Την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας, ομιλούμενης από περίπου 15 εκατομμύρια ανθρώπους στα Βαλκάνια, χωρίς να υπολογίζουμε τον σημαντικό αριθμό των Γιουγκοσλάβων της διασποράς. Αυτή η γλώσσα ονομαζόταν «σερβο-κροατική» ή «κροατο-σερβική» και στο γραπτό λόγο χρησιμοποιούνταν δύο αλφάβητα, το λατινικό ή το κυριλλικό –και τα δύο συστήματα γραφής διδάσκονταν συστηματικά. Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν καθημερινά ως μέσο επικοινωνίας στους ομοσπονδιακούς θεσμούς, καθώς και η γλώσσα της διοίκησης του Λαϊκού Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Συνυπήρχε με πολλές άλλες γλώσσες που ομιλούνταν και διδάσκονταν στην ομοσπονδία –όπως σλοβενικά και σλαβομακεδονικά (αποτελούσαν τα επίσημα ιδιώματα των εν λόγω δημοκρατιών), αλλά και αλβανικά, ιταλικά, ουγγρικά, ρομανί, ρουθηνικά, τσεχικά, τουρκικά, σλοβακικά κ.λπ.

Στη Σορβόννη διδάσκονται τα «BCMS»

Μετά την αιματηρή διάσπαση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων για τον όρο ο οποίος θα καθορίζει το όνομα της γλώσσας που κάποτε ονομαζόταν σερβοκροατική. Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία μιλούν τα «BCS» (τα βοσνιο-κροατο-σερβικά), ενώ η Σορβόννη προτείνει τη διδασκαλία των «BCMS», προσθέτοντας ένα «Μ» για τα μαυροβουνιακά. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης Βλαντιμίρ Αρσενίγεβιτς, ένας από τους πρωτεργάτες της Διακήρυξης για την Κοινή Γλώσσα, «το ζήτημα της ονομασίας αποτέλεσε αντικείμενο έντονου διαλόγου. Δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν οι πολιτικά φορτισμένοι όροι “σερβοκροατικά” ή “γιουγκοσλαβικά”. Οι Σλάβοι του Νότου συνηθίζουμε μεταξύ μας να λέμε naš jezik (“η γλώσσα μας”)». Υποδηλώνοντας έτσι την οικειότητα εντός μιας κοινής ταυτότητας, η οποία διατηρείται παρά τις πολιτικές ρήξεις.
Στην Κροατία, από το 1990 καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες ώστε να τονιστούν οι διαφορές των «κροατικών» από το κοινό πρότυπο. Έτσι, οι Κροάτες έχουν την τάση να πλάθουν νεολογισμούς ή να χρησιμοποιούν αποδόσεις κατά γράμμα προκειμένου να αντικαταστήσουν τους ξένους όρους: μιλούν λοιπόν για zračna luka («αερολιμένας»), όταν οι Βόσνιοι ή οι Σέρβοι λένε aerodrom· χρησιμοποιούν τον όρο pasolstvo (που τον συναντάμε επίσης στα ρωσικά) για την πρεσβεία, την οποία οι γείτονές τους ονομάζουν ambasada, δάνειο από τις λατινογενείς γλώσσες… Η τάση αυτή ενισχύθηκε από τους κήρυκες της γλωσσικής καθαρότητας, δημιουργώντας ενίοτε δυσνόητες λέξεις. Επίσης, κάθε χρόνο, ένας διαγωνισμός με μεγάλη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης ανταμείβει την «καλύτερη καινούργια κροατική λέξη». Στη Σερβία, το διακύβευμα επικεντρώνεται γύρω από το κυριλλικό αλφάβητο, το οποίο υποστηρίζεται ένθερμα από την κραταιά ορθόδοξη Εκκλησία και θεωρείται ένας δείκτης σερβικότητας που απειλείται από τα μέσα επικοινωνίας όπως το Διαδίκτυο, όπου κυριαρχεί το λατινικό αλφάβητο, επίσης χρησιμοποιούμενο στη χώρα.
Οι εντάσεις γύρω από τη γλώσσα καταλήγουν μερικές φορές σε ευτράπελα. Έτσι, οι Κροάτες, όπως οι Λευκορώσοι ή οι Ουκρανοί, χρησιμοποιούν παλιούς σλαβικούς τύπους για ορίσουν τους μήνες του χρόνου: λένε travanj (κυριολεκτικά: «ο μήνας της πρασινάδας») για να δηλώσουν τον Απρίλιο, τον οποίο οι γείτονές τους ονομάζουν april. Στις μεικτές περιοχές, προκειμένου να αποφύγουν κάθε εθνικό προσδιορισμό, οι ομιλητές συχνά καταφεύγουν σε περιφράσεις και αναφέρονται «στον τέταρτο μήνα». Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη με την αποδοχή της ύπαρξης «βοσνιακών», που χαρακτηρίζονται από την αναγνώριση ορισμένων τουρκικών στοιχείων, πολύ λίγο χρησιμοποιούμενων στην καθομιλουμένη, και στη συνέχεια των «μαυροβουνιακών». Στα τελευταία, οι λέξεις γράφονται και στα δύο αλφάβητα αλλά, από το 2006, όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, προστέθηκαν δύο σύμφωνα για να παραπέμπουν στους ιδιαίτερους ήχους της ομιλίας στη χώρα. Οι Σέρβοι εθνικιστές αμφισβητούν την ύπαρξη ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας των Μαυροβουνίων και το γλωσσικό ζήτημα πυροδοτεί συχνά τα πάθη σε αυτό το μικρό κράτος, το οποίο μόλις πρόσφατα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα ATM των τραπεζών στο βόρειο τμήμα της χώρας (όπου ζουν ορθόδοξοι, από τους οποίους ορισμένοι αυτοπροσδιορίζονται ως Σέρβοι και άλλοι ως Μαυροβούνιοι, υπάρχει όμως και ένας σημαντικός αριθμός βοσνιακών κοινοτήτων), πρότειναν συνετά την επιλογή «μητρική γλώσσα» (maternji jezik)…

Τα περιφερειακά ΜΜΕ ανθίζουν

Αυτού του τύπου οι διεκδικήσεις ποτέ δεν στάθηκαν εμπόδιο στην αλληλοκατανόηση μεταξύ των κατοίκων των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με τον Κροάτη γλωσσολόγο από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Γιόσιπ Μπάοτιτς, οι διαφορές μεταξύ των παραλλαγών της σερβοκροατικής γλώσσας θα περιορίζονταν σε λιγότερο από το 10% των λημμάτων του λεξικού. Στην πραγματικότητα, ο διάλογος που έχει επικρατήσει από τη δεκαετία του 1990 δεν έχει τίποτα το επιστημονικό, είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικός. Απόδειξη της «αλληλοκατανόησης, η οποία διασφαλίζει μια σχεδόν τέλεια επικοινωνία μεταξύ ατόμων στο πλαίσιο περίπλοκων δοσοληψιών (3)», εμφανίστηκαν πολλά ΜΜΕ που απευθύνονται σε ολόκληρη την περιφέρεια: το Radio Slobodna Evropa (η τοπική εκδοχή του Radio Free Europe), το Al–Jazeera Balkans ή, πιο πρόσφατα, το ενημερωτικό κανάλι N1, που αποτελεί μέρος του δικτύου του CNN. Παρά την ύπαρξη μερικών προβλημάτων οικονομικής φύσεως (το βιβλίο είναι πολύ ακριβότερο στην Κροατία απ’ ό,τι στη Σερβία ή στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), οι εκδοτικοί οίκοι κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση μιας διασυνοριακής παραγωγής.
Το 2009, o Βλαντιμίρ Αρσενίγεβιτς ίδρυσε την οργάνωση Krokodil με σκοπό «την προαγωγή της κουλτούρας του διαλόγου, τη συμφιλίωση και την αποκατάσταση των δεσμών που έσπασαν σε αυτήν την περιοχή που ονομάζεται Δυτικά Βαλκάνια», προκειμένου να επαναφέρει στο αρχικό της μεγαλείο τη σλαβική λογοτεχνία του Νότου. «Μεγάλωσα στην Κροατία, αλλά ζω στη Σερβία και συνδυάζω λέξεις και από τις δύο γλωσσικές παραλλαγές», εξηγεί. «Όταν ξεκίνησα να γράφω, αντιμετώπισα προβλήματα με τους διορθωτές, που ήθελαν να αλλάξουν τις εκφράσεις μου». Παρόμοια και η περίπτωση του κοινωνιολόγου Ιγκόρ Στικς, ο οποίος γεννήθηκε στο Σαράγεβο, σπούδασε στο Ζάγκρεμπ και στο Παρίσι και πλέον ζει στο Βελιγράδι. «Πάντα ρωτάω τους μεταφραστές μου να μου πουν σε ποια γλώσσα γράφω, αλλά κανείς τους δεν ξέρει τι να μου απαντήσει», λέει χαριτολογώντας.
«Στο όνομα των υποτιθέμενων διαφορών μεταξύ των γλωσσών μας, ενισχύουμε τα ήδη υπάρχοντα σύνορα και υψώνουμε νέα τείχη. Οι γλωσσικές πολιτικές των τεσσάρων κρατών, που όλες τους επιμένουν στις διαφορές, έχουν ως συνέπεια πρακτικές ιδιαιτέρως επιζήμιες και επικίνδυνες, οι οποίες επιφέρουν την απαράδεκτη διάκριση των ατόμων, δυστυχώς διαδεδομένη μέχρι και στα παιδιά του σχολείου, ανάλογα με τη “μητρική γλώσσα” τους, γεγονός που καταλήγει στην ανατροφή γενεών γεμάτων με νεαρούς εθνικιστές», σημειώνει αγανακτισμένος ο Ράνκο Μπουγκάρσκι. Οι πρωτεργάτες της Διακήρυξης για την Κοινή Γλώσσα αποφεύγουν να εκφράσουν κάποια πολιτική προοπτική –η οποία αμέσως θα εκλαμβανόταν από τους εθνικιστικούς κύκλους των διαφορετικών χωρών ως μια «ένοχη» νοσταλγία για το πρώην ενιαίο κράτος. Όμως η ανταπόκριση που συνάντησε η πρωτοβουλία δείχνει ξεκάθαρα ότι οι πολίτες των Βαλκανίων σε μεγάλο βαθμό επιθυμούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που ορθώθηκαν εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα.
(1) Ολόκληρο το κείμενο στην παρακάτω διεύθυνση: http://jezicinacionalizmi.com/deklaracija
(2) Βλ. Ivan Čolović, «Les prêtres de la langue. Poésie, nation et politique en Serbie», «Terrain», Νo 41, Ναντέρ, Σεπτέμβριος 2003.
(3) Paul-Louis Thomas, «Le serbo-croate (bosniaque, croate, monténégrin, serbe): de l’étude d’ une langue à l’identité des langues», Revue des études slaves, Τόμος 74, τ. 2-3, Παρίσι, 2002-2003. 

Ένθετο:  Έκαβσκη ή Γιέκαβσκη;

Τα σερβο-κροατικά συχνά παρουσιάζονται ως μια τεχνητή γλώσσα, ένα αμιγώς πολιτικό δημιούργημα του 19ου αιώνα. Πράγματι, η βούληση να ενοποιηθούν και να κανονικοποιηθούν τα ιδιώματα των σλαβικών πληθυσμών της Νότιας Ευρώπης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναγνώριση της κοινής ταυτότητας αυτών των λαών, που την εποχή εκείνη βρίσκονταν υπό την κυριαρχία πολλών διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων. Με τη Συνθήκη της Βιέννης, το 1850, οι Σέρβοι και Κροάτες διανοούμενοι συμφώνησαν να ενοποιήσουν τις τοπικές διαλέκτους της γλώσσας που θα έπαιρνε το όνομα «σερβοκροατική». Η τυποποίηση της γλώσσας έγινε από τον Σέρβο Βουκ Κάρατζιτς (1787-1864) και τον Κροάτη Λιούντεβιτ Γκάι (1809-1872), ηγέτη του ενωτικού ιλλυρικού κινήματος, που επιλέγει τη «στοκαβιανή» διάλεκτο (στόκαβσκη) για τις εφημερίδες του και για την οικοδόμηση της κροατικής λογοτεχνικής γλώσσας, παρ’ όλο που δεν την μιλούσαν στο Ζάγκρεμπ.
Η εξαιρετικά ιδιάζουσα περίπτωση της γαλλικής γλώσσας, όπως σχεδιάστηκε με το Διάταγμα της Villers-Cotterêts (1539), ως ένα στοιχείο κυριαρχίας που απέρρεε από τη βασιλική απολυταρχία και η οποία κωδικοποιήθηκε από πολύ νωρίς με τη δημιουργία της Γαλλικής Ακαδημίας (1635), δεν πρέπει να δημιουργεί πλάνες. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν είχαν κωδικοποιηθεί ούτε η φιννική ούτε η γερμανική γλώσσα, ενώ τα σύγχρονα σουηδικά εμφανίστηκαν γύρω στο 1900. Στην Ελλάδα, η δημοτική, η επί πολλά χρόνια αγνοημένη λαϊκή εκδοχή της γλώσσας, αντικατέστησε επίσημα την αρχαϊκή μορφή της καθαρεύουσας το 1976. Στην πραγματικότητα, τα σερβοκροατικά κατατάσσονται ανάμεσα στις πρώτες ευρωπαϊκές γλώσσες που εναρμονίστηκαν.
Ωστόσο, η τυποποίηση αποδεχόταν την ύπαρξη περισσότερων γλωσσικών παραλλαγών. Πρώτα από όλα, επικύρωνε τη χρήση δύο αλφαβήτων, κυριλλικού και λατινικού, συνδεδεμένων με ένα αυστηρό σύστημα αντιστοίχισης: ορισμένα γράμματα του κυριλλικού σερβοκροατικού αλφαβήτου δεν υφίστανται στο ρωσικό ή στο βουλγαρικό αλφάβητο, ενώ το λατινικό αλφάβητο καταφεύγει σε διακριτικά σύμβολα για να εκφράσει ορισμένους ήχους –όπως το caron (σε μορφή ανεστραμμένης περισπωμένης), που τοποθετείται στο ž, το š και το č. Καθώς η φωνητική μεταγραφή της γλώσσας στηρίζεται στην αρχή που διατυπώθηκε από τον Κάρατζιτς («Γράψε όπως μιλάς!»), οι παραλλαγές στην προφορά γράφονται, κυρίως εκείνες που αφορούν τον ήχο «e», εξέλιξη του πρωταρχικού «iat» των σλαβικών γλωσσών. Αυτό θα δώσει τον ήχο «ε» στην «ξηρή» μορφή της γλώσσας (έκαβσκη, «εκαβιανή» προφορά), «γιε» ή «ίγιε» στην «υγρή» εκδοχή (γιέκαβσκη, «γιεκαβιανή» προφορά). Ο πειρασμός να «εθνικοποιηθούν» αυτές οι γλωσσικές παραλλαγές πάντοτε υπήρχε, καθιστώντας τη «εκαβιανή» εκδοχή χαρακτηριστική της γλώσσας που ομιλείται στη Σερβία, ενώ η «γιεκαβιανή» μορφή κυριαρχεί στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Κροατία, όπως και στο Μαυροβούνιο. Στη Δαλματία και την Ίστρια (περιοχές της Κροατίας) υπάρχει ωστόσο μια τρίτη παραλλαγή, η επονομαζόμενη ίκαβσκη, που δεν αναγνωρίστηκε.
Ταυτόχρονα, οι γλωσσολόγοι διακρίνουν τρεις ακόμη ομάδες διαλέκτων, αυτή τη φορά ανάλογα με τον τρόπο που θέτουν την ερωτηματική αντωνυμία «τι;»: τη στόκαβσκη, τη κάικαβσκη και την τσάκαβσκη. Η πρώτη μορφή είναι ευρέως διαδεδομένη, ενώ τις άλλες δύο δεν τις συναντάμε παρά σε ορισμένες περιοχές της Κροατίας (1). Αυτές οι διαφοροποιήσεις της διαλέκτου είναι γεωγραφικές, ενδεχομένως κοινωνικές, αλλά σε καμία περίπτωση «εθνικές»: ένας Βόσνιος, ένας Κροάτης και ένας Σέρβος στην ίδια πόλη ή περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μιλούν την ίδια γλωσσική μορφή, με την ίδια προφορά. 

(1) Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της γλωσσικής πολυπλοκότητας, πβ. Paul-Louis Thomas και Vladimir Osipov, «Grammaire du bosniaque-croate-monténégrin-serbe (BCMS)», Institut d’études slaves, Παρίσι, 2012.

Πηγή: Μonde Diplomatique

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου