του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη
Ο γαλλικός Μάης κατέληξε, πια, να περιφέρεται στα σαλόνια των εφημερίδων ως μια φωτογενής και άκακη νεολαιίστικη εξέγερση, βιολογικά αποκαθαρμένη από κάθε νύξη που θα μπορούσε να διαταράξει, έστω και στο φαντασιακό, την καθεστηκυία τάξη. Χωρίς Πολιτιστική Επανάσταση και στρατηγό Γκιαπ, χωρίς αντιιμπεριαλισμό και Νέα Αριστερά, χωρίς Τσε Γκεβάρα και αντιαποικιοκρατικό κίνημα, χωρίς Νεαρό και Ώριμο Μαρξ. Ένα ανιστορικό γεγονός, μια αέναη επιστροφή του παρόντος, ικανή να επενδύσει οποιαδήποτε διαφημιστική ρεκλάμα. Παρόλα αυτά, ο Μάης υπήρξε, τόσο ως γαλλικό, όσο κι ως πλανητικό γεγονός. Και είναι εδώ, 50 χρόνια μετά, αναζητώντας, ιδίως, το υποκείμενο του εορτασμού.
Ο γαλλικός Μάης διήρκησε, συμβολικά, μερικές εβδομάδες. Ο ιταλικός, 17 χρόνια. Διότι, στην πραγματικότητα, τίποτα το σημαντικό δεν συνέβη τον Μάη του 1968 στην Ιταλία - τίποτα δεν άρχισε και τίποτα δεν τέλειωσε εκεί και τότε. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τον εργατικό, τον φοιτητικό, τον μαθητικό, τον κινηματικό, τον πολιτιστικό ιταλικό Μάη, οφείλουμε να αναζητήσουμε διαφορετικές αρχές και τέλη, έστω και αν πρόκειται για συμβατικές ημερομηνίες. Ημερομηνίες που περικλείονται από τον Ιούνιο του 1960 ως τον Δεκέμβριο του 1977. Να σκάψουμε κάτω από την επιφάνεια των κοινών τόπων, των αναχρονισμών και των συκοφαντιών. Να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων φράσεις όπως «τα μολυβένια χρόνια».
Και κυρίως, πρέπει να μετρήσουμε. Να μετρήσουμε χιλιάδες ώρες απεργιών, να μετρήσουμε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από τις επιθέσεις της αστυνομίας, των παρακρατικών και κρατικότατων (νέο)φασιστών, από «ορφανές» βόμβες, από τυχαία εκπυρσοκροτούμενες σφαίρες. Να μετρήσουμε την απόσταση που χωρίζει, σε πολλαπλά επίπεδα, την Ιταλία πριν και μετά από αυτή την δεκαεπταετία. Την Ιταλία της αρχής του «οικονομικού θαύματος», της δεκαετίας του 1960, όπου τα ψυγεία δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ταξική πάλη, κι αυτήν του τέλους της παντοκρατορίας της Εκκλησίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, των συνδικάτων.
Ο ιταλικός Μάης είναι η αντίδραση σε μια τακτοποιημένη, προκαθορισμένη ζωή, όπου οι γιοί των εργατών θα πήγαιναν σε επαγγελματικές σχολές, για να γίνουν ειδικευόμενοι εργάτες, οι κόρες τους σε εμπορικές σχολές, για να γίνουν πωλήτριες σε καταστήματα, τα παιδιά των αστών σε γυμνάσια, για να διασφαλίσουν τη συνέχεια της άρχουσας τάξης· και, στα εργοστάσια, οι εργάτες θα αμείβονταν με χαμηλότατους μισθούς, προσφέροντας υψηλότατη παραγωγικότητα, εγγυώμενοι την εφαρμογή της «ιδεολογίας της (μεταπολεμικής) Ανοικοδόμησης».
Είναι η αντίδραση εναντίον των φραγμών, αλλά και των ορίων ενός πανεπιστημίου σχεδιασμένου για «λίγους και εκλεκτούς», την εποχή της μαζικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Εναντίον των κανονισμών εισαγωγής, παρακολούθησης και φοίτησης, εναντίον των καθηγητών - «βαρόνων», αλλά και εναντίον του ίδιου του περιεχομένου και των (όχι και τόσο) άρρητων σκοπών της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Ο ιταλικός Μάης, όμως, στρέφεται εναντίον των παγιωμένων μορφών συνδικαλιστικής διεκδίκησης και πάλης, εναντίον των ίδιων των συνδικαλιστικών φορέων της εποχής. Όχι μόνο των εργοδοτικών, αλλά και των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών. Μια εξέγερση εναντίον των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, εναντίον της ίδιας της έμμεσης εκπροσώπησης, η οποία αντιτάσσει στο παρόν των αριστερών συνδικάτων το ίδιο τους το πρόσφατο (1943) και απώτερο (κόκκινη διετία) παρελθόν, επαναφέροντας, επαναορίζοντας μορφές εργατικού ελέγχου, και εφευρίσκοντας νέες. Εδώ, θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, για τη σχέση των συνδικαλισμένων και εξειδικευμένων εργατών του βιομηχανοποιημένου, ήδη από τον 19ο αιώνα Βορρά, με τους, ανένταχτους συνδικαλιστικά, ανειδίκευτους, προερχόμενους από τον αγροτικό Νότο εσωτερικούς μετανάστες, για τη δημιουργία μιας νέας εργατικής συνείδησης, που δεν θέτει πια στο επίκεντρο την εργασιακή ηθική, αλλά και για την μεταλαμπάδευση μιας μακράς ιστορίας αγώνων και διεκδικήσεων. Ο ιταλικός Μάης, σε αντίθεση με τον γαλλικό, ήταν ιδιαζόντως εργατικός, αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη πρακτικών, μορφών αυτοοργάνωσης, θεωρητικών κειμένων. Και βέβαια, άφησε την πιο προωθημένη εργατική νομοθεσία στον δυτικό κόσμο (Statuto dei lavoratori), τόσο προωθημένη που χρειάστηκαν πολλές κυβερνήσεις (δεξιές, κεντρώες, και κυρίως αριστερές) για να την ανατρέψουν.
Και είναι, φυσικά, η κληρονομιά της Αντίστασης. Λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, και την ελλιπή -ή, μάλλον, ανύπαρκτη- αποφασιστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού και των θεσμών, με το πιο προωθημένο Σύνταγμα της εποχής, το οποίο, όμως, παραμένει ανεφάρμοστο, και με ακέραιη την νομοθεσία της φασιστικής Εικοσαετίας, η αίσθηση της ημιτελούς, ή και προδομένης Αντίστασης έβρισκε ευνοϊκό έδαφος - εδώ δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας συμβολικής δολοφονίας ενός φροϋδικού πατέρα, αλλά της συνέχισης και ολοκλήρωσης της κίνησης που αυτός άρχισε. Το τέλος της μεταπολεμικής ανακωχής, η οποία, βέβαια, δεν τηρήθηκε παρά μονομερώς, αποτελεί άλλο ένα τμήμα του ιταλικού Μάη. Το βαθύ κράτος το κατάλαβε αμέσως, κι αντέδρασε πολλαπλά, με κάθε μέσον, από δολοφονίες μέχρι «ορφανές» βόμβες σε δημόσιους χώρους και σχεδιασμούς για στρατιωτικά πραξικοπήματα, με την βοήθεια (και) της ελληνικής χούντας.
Η στρατηγική της έντασης και η επακόλουθη επικοινωνιακή μυθοποίησή της, επισκίασε, τελικά, την πολλαπλή ρήξη. Διότι, τίποτα δεν έμεινε ανέπαφο. Από την Εκκλησία (Don Milani, Κοινότητα της Μπαρμπιάνα) μέχρι τις καθημερινές, κοινωνικές σχέσεις: ας θυμηθούμε την νομιμοποίηση της άμβλωσης, του διαζυγίου, τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, και, μάλιστα, ως κατακτήσεις ενός κινήματος από τα κάτω, συχνά σε αντίθεση ή υπό την χλιαρή επιδοκιμασία του ΚΚΙ. Από τον ίδιο τον τρόπο να κάνει κανείς πολιτική: η πανσπερμία των οργανώσεων στα αριστερά του ΚΚΙ, που την διαδέχθηκε ο γαλαξίας των τοπικών και θεματικών μικροομάδων της κοινωνικής αριστεράς, αλλά και η κατάρρευση των δύο ιστορικών κομμάτων της, του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού.
Στην συμβολική αρχή του ιταλικού Μάη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1960, δέκα εργάτες σκοτώνονται σε διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, μετά την αναβολή του συνεδρίου του νεοφασιστικού κόμματος MSI στη Γένοβα, και πέφτει η κυβέρνηση Ταμπρόνι, η οποία στηριζόταν σε ψήφους νεοφασιστών και είχε παράσχει την άδεια διεξαγωγής του, σε μια πόλη η οποία δεν ήταν μόνο πρωτοπόρος στην Αντίσταση αλλά και είχε καταληφθεί για δυο μέρες από ένοπλους εργάτες και πρώην αντάρτες στις 25 Ιουλίου του 1948, μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι.
Στο συμβολικό τέλος της περιόδου, το 1977, στην κόκκινη Μπολόνια, αύρες του στρατού διασχίζουν την κατειλημμένη οδό με τις πανεπιστημιακές σχολές, παρασύροντας τα οδοφράγματα των φοιτητών και, μαζί τους, ένα πιάνο. Όλα είχαν αλλάξει. Για να παραμείνουν ίδια.
Πηγή:
Αυγή