Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Στο ίδιο έργο ως θεατές πλέον…




Πριν οχτώ χρόνια, η χώρα μας μπήκε σε μία περίοδο πειραματισμού και μικρών αλλά αποτελεσματικών πραξικοπημάτων. Μουδιασμένοι από το οικονομικό σοκ και διχασμένοι από τις χρόνιες πολιτικές μας διαφορές (προσωπικά πιστεύω πως ο εμφύλιος στη χώρα μας δεν έληξε ποτέ), δε καταφέραμε ποτέ να δούμε ξεκάθαρα την όλη κατάσταση και να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από ένα ακόμη προτεκτοράτο που αλλάζει χέρια από τη μια μεγάλη δύναμη στην άλλη.
Τώρα όμως ήρθε η σειρά της Ιταλίας να πρωταγωνιστήσει στο ίδιο έργο, με εμάς αυτή τη φορά ως θεατές. Ένα έργο όμως που ενώ φαίνεται πως έχει κοινή αρχή, η συνέχειά του ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετική διότι άλλη δύναμη έχει η Ελλάδα κι άλλη η Ιταλία, η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης.
Το έναυσμα της νέας πολιτικής και οικονομικής κρίσης δόθηκε το περασμένο σαββατοκύριακο, όταν ο πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα απέτρεψε μία κυβέρνηση λαϊκιστών κι ακροδεξιών. Πολλοί ευρωπαίοι αλλά κι εγχώριοι δεξιοί και νεοφιλελεύθεροι το πανηγύρισαν, πιστεύοντας πως η Ευρώπη για μία ακόμη φορά σώθηκε. Από την άλλη όμως, είναι αρκετοί αυτοί που παρακολουθούν με σκεπτικισμό κι ανησυχία την απόφαση αυτή.
Αυτό που φαίνεται πλέον ξεκάθαρα μετά την ανησυχία των πρώτων ημερών, είναι ότι η απόφαση του Ιταλού προέδρου δεν είχε δημοκρατικές βάσεις, καθώς η πράξη του συσχετιζόταν με το συμφέρον των διεθνών αγορών και της Γερμανίας. Κι επειδή ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, βγήκε ο Γερμανός Επίτροπος Προϋπολογισμού Γκίντερ Έτινγκερ να δηλώσει πως «οι αγορές θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν σωστά». Οι συγνώμες του που ακολούθησαν μετά, αποδεικνύουν το πόσο ξεδιάντροπα και με πόση θρασύτητα κυβερνούν όλοι αυτοί οι τεχνοκράτες. 
Την ίδια στιγμή τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έχουν ξεκινήσει μία νέα εκστρατεία προσβολών προς μια άλλη χώρα (τόσα χρόνια είχαμε συνηθίσει εμείς να είμαστε ο αποδέκτης τους). Μόνο που και σ’ αυτήν την περίπτωση η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα. Οι επιθέσεις που δέχονται γίνονται τροφή στη ξενοφοβική κι αντιευρωπαϊκή τους τάση, μ’ αποτέλεσμα να βγαίνει κερδισμένη η Λίγκα του Βορρά ενώ θεωρείται βέβαιο πως στη διαμάχη που θα ξεσπάσει, το «Ital-exit» δε θα ακούγεται από τα στόματα των Βρυξελλών, του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης αλλά από τους ίδιους τους Ιταλούς.
Σ’ αυτή τη νέα δίνη, η Ελλάδα έχει πολλές πιθανότητες να λύσει αρκετές εκκρεμότητες από επιλογή των Ευρωπαίων εταίρων που θα προτιμήσουν να κλείσουν μικρότερα ανοιχτά μέτωπα για να αντιμετωπίσουν το ιταλικό πρόβλημα. Αυτός όμως δεν είναι λόγος εφησυχασμού και ικανοποίησης καθώς δε ξέρουμε την αντίδραση της Ιταλίας στου επόμενους μήνες και το πόσο καταστροφική θα είναι στο ετοιμόρροπο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Με το να παρακολουθήσουμε όμως την όλη κατάσταση ως θεατές, ίσως καταφέρουμε να αναληφθούμε την έλλειψη δημοκρατίας στην ένωση των Ευρωπαίων τραπεζιτών και τεχνοκρατών.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα (2)




του Γιώργου Τσιάρα

Διάβαζα σήμερα –όπως όλοι μας- τις προβλέψεις του επικαιροποιημένου τριτο-τέταρτου μνημονίου, του SmoU, που λέμε και στο χωριό, και επιτέλους η ταραγμένη, ανήσυχη ψυχή μου πήγε στη θέση της: όχι απλά έρχεται η ανάπτυξη στη χαντακωμένη οικονομία μας, αλλά θα είναι -λέει- και... ολιστική!
Εχουμε και λέμε: οχτώ ολόκληρα χρόνια μετά το Καστελόριζο, με το ΑΕΠ να έχει υποχωρήσει σχεδόν κατά 25% -μια συμφορά που συνήθως συμβαίνει στα κράτη μόνο ως αποτέλεσμα μακρόχρονων πολέμων–, αλλά με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ (παρά τα ατέλειωτα χαράτσια και το ψευτο-κούρεμα του PSI) να έχει αυξηθεί «στον Θεό», κατά σχεδόν εβδομήντα μονάδες σε σχέση με το 2010, οι πολυχρονεμένοι μας Θεσμοί απέσπασαν με τη συνήθη ευκολία την υπογραφή μας σε ένα ακόμη «μεταρρυθμιστικό» κείμενο βαθιάς φτωχοποίησης του πληθυσμού και γενικευμένης εκποίησης του δημόσιου πλούτου.
Σε ένα κείμενο που, παρέα με την «τεχνική συμφωνία» του περασμένου Σαββάτου, παραβιάζει και τις τελευταίες αχνές «κόκκινες γραμμές» του «μνημονιακού μαρξιστή» Ευκλείδη μας, συνδέοντας ευθέως την επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου και τη νέα περικοπή των συντάξεων με την επίτευξη πλεονάσματος 3,5%.
Επιπλέον, επεκτείνει τον ασφυκτικό αυτόν δημοσιονομικό στόχο μέχρι (τουλάχιστον) το 2022. 
Φυσικά, διατηρεί ως προαπαιτούμενα για οποιαδήποτε μελλοντική ελάφρυνση (τα λεγόμενα, στη μνημονιακή new speak, «φορολογικά και κοινωνικά αντίμετρα» για τη «διατήρηση της κοινωνικής συνοχής») την ολοκλήρωση των «στοχευμένων αναπτυξιακών μέτρων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα», την «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» και τις «δομικές αλλαγές» στη λειτουργία του Δημοσίου.
Και που βεβαίως καταλήγει με τη μόνιμη επωδό ότι η Ελλάδα δεσμεύεται να συζητά και να συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την ΕΚΤ αλλά και με το ΔΝΤ, ανεξαρτήτως του αν θα μείνει ή θα φύγει από το πρόγραμμα (!), για όλες τις δράσεις που σχετίζονται με τους στόχους του μνημονίου, πριν από την υιοθέτησή τους.
Δικαιολογώντας μάλιστα την περικοπή των συντάξεων (σε ύψος 1% επί του ΑΕΠ) ως «ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη ανάμεσα στις γενιές», και τα συνεχιζόμενα χαράτσια και ξεπουλήματα ως «δύσκολες αποφάσεις που είναι αναγκαίες, ούτως ώστε το βάρος να διαχυθεί σε όλα τα μέρη της κοινωνίας που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν»...
Όσο για το χρέος και τη γραβάτα του Αλέξη, ακόμη τη ράβουν οι αρχιμόδιστροι του Βερολίνου και των Βρυξελλών.
Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα - όπως έλεγε και ο μπαρμπα-Κέινς, μακροπρόθεσμα, θα είμαστε όλοι νεκροί.
'Ολα αυτά θα ήταν από μόνα τους εξοργιστικά ακόμη κι αν δεν συνέβαιναν σε μια εξαιρετικά κρίσιμη -όχι μόνον για εμάς, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη- συγκυρία, όπου το αφήγημα της «αριστερής» κυβερνησάρας μας περί «καθαρής εξόδου στις αγορές» κλονίζεται συθέμελα λόγω των εξελίξεων στη γείτονα Ιταλία.
Όπου, ως γνωστόν, από την πολλή αγάπη του λαού της για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα διαδοχικά...«εθελοντικά» εσωτερικά μνημόνια λιτότητας που έχουν επιβληθεί στην καμπούρα του τα τελευταία χρόνια, μας προέκυψε εσχάτως μια «αντισυστημική», ευρωσκεπτικιστική, και σε κάθε περίπτωση καραδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού, αποτελούμενη από την ξενοφοβική, φασίζουσα Λέγκα και το «αγανακτισμένο» κόμμα διαμαρτυρίας του Γκρίλο, τα Πέντε Αστέρια.
Γεγονός που ήδη βάζει φωτιές στα χρηματιστήρια και την αγορά ομολόγων, όπου ψιθυρίζεται κιόλας η απαγορευμένη λέξη «ΙTAL-EXIT»...
Ας μην κρυβόμαστε: το 2010, η Ελλάδα έγινε χάρη στον Γιωργάκη και τους άλλους εθελόδουλους φωστήρες μας το πειραματόζωο της γερμανικής ηγεμονίας διά του χρέους.
Ο κύριος λόγος που έγιναν όσα έγιναν έκτοτε, με την Ελλάδα στο τσιγκέλι, ήταν ακριβώς γιατί η Ευρώπη και το ευρώ δεν θα επιζούσαν από μια πιθανή ελεγχόμενη χρεοκοπία και «διάσωση» της Ιταλίας, που ήταν too big to fail, «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει».
Σήμερα, τα πράγματα αλλάζουν και πάλι.
Πέφτουν από τα σύννεφα πολλοί για τη δεξιά στροφή της Ιταλίας. Ξεχνάνε πως η φτώχεια και η ανισότητα δεν έχουν πρόσημο και πως όταν το καζάνι βράζει, δεν ξέρεις ποτέ από ποια μεριά θα σκάσει και ποιους θα πάρει ο διάολος.
Όπως έγραφα πριν από λίγους μήνες, παραμονές των εκλογών:
«Η Ιταλία είναι μια χώρα δύο ταχυτήτων και αυτό αντανακλάται πλέον σε κάθε πόλη της, από τη φαινομενικά πλουσιότερη -το Μιλάνο- ώς και την πιο φτωχή. Τα τελευταία 35 χρόνια, η κοινωνική ανισότητα έχει αυξηθεί στην Ιταλία περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια πολίτες, κάπου 8% του πληθυσμού, ζουν και επίσημα σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας, ενώ σχεδόν 18 εκατομμύρια βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ‘‘απλή’’ φτώχεια. Η ανεργία έχει επισήμως υποχωρήσει στο 11,8% του εργατικού δυναμικού και στο 30% για τους νέους, αλλά ο τρόπος που μετριέται αφήνει απ’ έξω σχεδόν το μισό δυναμικό (42%) των ‘‘απασχολήσιμων’’ Ιταλών, που παραμένουν άεργοι και ‘‘αόρατοι’’ για τις επίσημες στατιστικές. Πολλοί άνεργοι νέοι στρέφονται -από επιλογή ή από ανάγκη- στη μαφία, τον μεγαλύτερο εργοδότη: οι πιο άτυχοι καταλήγουν στα συσσίτια της Caritas, της μεγαλύτερης εκκλησιαστικής ΜΚΟ στον κόσμο, που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια δίπλα στις Ferrari και τις πανάκριβες μπουτίκ της Ρώμης και του Μιλάνου».
Αλλά όλα αυτά δεν έγιναν στο κενό- υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες.
«Η λεγόμενη ‘‘Κεντροαριστερά’’, το PD του Ρέντσι, του Μόντι και του Πρόντι, έχει ταυτιστεί πλέον στα μάτια των πληβείων με την πολιτική της παρατεταμένης λιτότητας και περικοπής μισθών, συντάξεων και δημοσίων δαπανών. Από μακροοικονομικής άποψης, η περασμένη δεκαετία μόνο σαν καταστροφική μπορεί να καταγραφεί. Τόση λιτότητα, τόσες θυσίες και ‘‘ψαλίδια’’ για τον κοσμάκη, κι ακόμη η ιταλική οικονομία παραμένει μετέωρη, με ασθματική (και κατά πολλούς αναλυτές ‘‘μαγειρεμένη’’ από τις κυβερνήσεις Ρέντσι και Τζεντιλόνι) ανάπτυξη, ετοιμόρροπο τραπεζικό σύστημα και δυσθεώρητο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, που, αν αθροιστεί, αγγίζει το... 250% του ΑΕΠ, ήτοι πάνω από τέσσερα τρισεκατομμύρια ευρώ»!
Και κατέληγα: «Οπως ακριβώς και στην Ελλάδα, με τα διαδοχικά μνημόνια-οικονομικούς ζουρλομανδύες, έτσι και στην Ιταλία τα ‘‘εσωτερικά μνημόνια’’-γιατροσόφια λιτότητας των τελευταίων χρόνων είχαν το αντίθετο από το υπεσχημένο αποτέλεσμα, ενώ σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο ρίχνουν βενζίνη στη φωτιά της ξενοφοβίας, ακόμη και του ανοιχτού ρατσισμού».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Εμπειρίες του '68 από Μιλάνο και Δυτικό Βερολίνο




της Άννα Φιλίνη

Ο Μάης του ’68 στο Παρίσι: μια εξέγερση που αμφισβήτησε την εξουσία παντού, που τελικά δεν πρόβαλε συγκεκριμένη πολιτική, αλλά ανατρεπτικές ιδέες και ποίηση για όλους. Ένα αποκορύφωμα αγώνων σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, που ξεκίνησαν από φοιτητές και στη συνέχεια ενώθηκαν με εργατικές κινητοποιήσεις. Ταυτόχρονα ήταν σημείο εκκίνησης νέων αγώνων σε άλλες χώρες και πόλεις, όπου ο Μάης του Παρισιού έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο, όμως ταυτόχρονα η Άνοιξη της Πράγας και, μετά, η στρατιωτική εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, έδωσαν νέα χαρακτηριστικά στο κίνημα της αμφισβήτησης τόσο του καπιταλιστικού κόσμου της Δυτικής Ευρώπης, όσο και του υπαρκτού σοσιαλισμού της Ανατολικής. Καθοριστικά στοιχεία μέσα σε όλη αυτή την κοσμογονία: ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο αγώνας μέχρι θανάτου του Τσε Γκεβάρα, η ρήξη της Κίνας με την ΕΣΣΔ και η Πολιτιστική Επανάσταση. Μέσα στο όλο κίνημα σημαντική συμβολή είχε ο αγώνας κατά της Χούντας στην Ελλάδα - το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.
Η ισχυρή παρουσία εμιγκρέδων στο Παρίσι από τον Ισπανικό Εμφύλιο, αλλά και των ελλήνων αριστερών του πλοίου Ματαρόα μετά το ’45, και ξανά μετά τη Χούντα το ’67, δυνάμωνε τους δεσμούς με τους αντιφασιστικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες των λαών της νότιας Ευρώπης, που είχαν ακόμη φασιστικές δικτατορίες (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία).
Δύο συνθήματα του Μάη του ’68 ηχούν πάντα στα αυτιά μου: «Είναι μοναχά μια αρχή. Ας συνεχίσουμε τον αγώνα!» και το «Αφήστε εκατό λουλούδια να ανθίσουν», από τη γνωστή ρήση του Μάο, που αφορά τη ζωή και την τέχνη. Τον Μάη του ’68 βρισκόμουν στο Μιλάνο. Το φοιτητικό κίνημα εκεί ήταν σε άνοδο ήδη πριν πάω, από το 1963· στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου του Μιλάνου έγινε η πρώτη κατάληψη σχολής σε ολόκληρη την Ιταλία. Ακολούθησαν άλλες δύο καταλήψεις στην Αρχιτεκτονική, με τελευταία και πιο μακρόχρονη εκείνην της άνοιξης του 1967, που υπήρξε τελικά νικηφόρα. Τα αιτήματα αφορούσαν αρχικά την ανάγκη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, τα προγράμματα σπουδών, τη σχέση της διδασκαλίας με την κοινωνική πραγματικότητα και την παραγωγή, τη σχέση της αρχιτεκτονικής με την κοινωνία. Το ΚΚΙ είχε το γενικό σύνθημα Παιδεία για όλους, όμως το φοιτητικό κίνημα προωθούσε μια γενικότερη ανατροπή στις σπουδές, να μπει το πανεπιστήμιο ενεργά στην έρευνα, να θεσμοθετηθούν οι ομαδικές εργασίες, να προσεγγιστούν τα πρωτοποριακά κινήματα στην κοινωνία και στις τέχνες. Πολλοί από τους καθηγητές και τους επιμελητές μας μπήκανε στο πλευρό του κινήματος, πήρανε ενεργά μέρος. Αρκετοί από αυτούς είχαν συμμετάσχει ήδη πριν τον πόλεμο στο κίνημα του ρασιοναλισμού, είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση στη συνέχεια. Η πολεοδομία και η χωροταξία ήταν προνομιακά πεδία για την σύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας με την κοινωνική πολιτική και την μαρξιστική ανάλυση. Στην ιστορία της τέχνης, γινόταν προσέγγιση της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, αλλά και των πρωτοποριών στις εικαστικές τέχνες.
Μετά τη νίκη του φοιτητικού κινήματος το ’67 εντατικοποιήθηκε η τάση αναζήτησης επαφών με το εργατικό κίνημα και η αμφισβήτηση στο καπιταλιστικό κίνημα γενικότερα. Ήταν η εποχή όπου υπήρχε κυβέρνηση centro-sinistra με συμμαχία χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλιστών κυρίως, και τους κομμουνιστές απ’ έξω. Η κριτική στάση του κινήματος προς το ΚΚΙ αφορούσε την πολιτική του στο συνδικαλιστικό κίνημα της μεγάλης βιομηχανίας, αλλά και την πολιτική του στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.. Π.χ. σχετικά με τον πόλεμο στο Βιετνάμ το ΚΚΙ προωθούσε κυρίως το σύνθημα για ειρήνη στο Βιετνάμ, υποβαθμίζοντας το σύνθημα της νίκης των Βιετκόγκ απέναντι στον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό. Αντίστοιχα σχετικά με την Ελλάδα μιλούσε για τον αγώνα κατά της Χούντας ανεξάρτητα από τους λόγους που είχαν οδηγήσει σε αυτήν και χωρίς τις προϋποθέσεις ενός προγράμματος μετά την πτώση της. Γενικά , η αίσθησή μου ήταν ότι ενώ στην Ιταλία υπήρχε ένα ψηλό αντιφασιστικό φρόνημα, ήταν πολύ πιο χαμηλά οι εκτιμήσεις για τις παγκόσμιες αντιθέσεις. Σχετικά με την ΕΣΣΔ, ενώ το ΚΚΙ έλεγε πως διαφωνούσε με μια γραμμή ακολουθητισμού, από την άλλη αρνιόταν να καταδικάσει ανοικτά την ηγεμονιστική και επεκτατική της πολιτική, που είχε οδηγήσει και στην εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Ο Μάης του Παρισιού έφερε κινητοποιήσεις συμπαράστασης στην Ιταλία. Στη διεθνή έκθεση «Τριενάλε» του Μιλάνου, οι φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών της Ακαδημίας της Μπρέρα κάνουν κατάληψη του κτιρίου της έκθεσης, σέβονται τα εκθέματα, αλλά βάφουν εσωτερικά όλους τους τοίχους. Η κινητοποίηση των καλλιτεχνών ξαπλώνεται στη Μπιενάλε της Βενετίας, όπου η επιτροπή υπέρ του μποϋκοταρίσματος της Μπιενάλε λέει, σε ανακοίνωσή της, ότι η διεθνής έκθεση της Βενετίας «είναι όργανο οργάνωσης και ελέγχου της κουλτούρας που προορίζεται για την κυρίαρχη τάξη» και στιγμή όπου «η κουλτούρα του κεφαλαίου μετατρέπεται σε αγορά». Οι νέοι καλλιτέχνες έδειξαν να δέχονται πιο άμεση επίδραση από τις κινητοποιήσεις του Παρισιού. Ήταν η περίοδος, όπου στην Ιταλία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη η Άρτε Πόβερα, μετά την πρώτη έκθεση του Κουνέλλη με αυτόν τον τίτλο το 1967.
Το φθινόπωρο του 1969, αφού τέλειωσα την Αρχιτεκτονική, μετακόμισα στο Δυτικό Βερολίνο. Ήταν η εποχή που δουλεύαμε για την ίδρυση του ΕΚΚΕ, ο Μάης του ’68 είχε τελειώσει, ήταν όμως ακόμη πολύ έντονο το κλίμα από τις κινητοποιήσεις της προηγούμενης χρονιάς, όπου, πριν από την εξέγερση του Μάη στο Παρίσι, στο Βερολίνο είχε θεριέψει ένα τεράστιο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με την πλατιά συμμετοχή του SDS, Σοσιαλιστική Γερμανική Φοιτητική Ένωση. Η απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη του SDS Ρούντι Ντουτσκε στις 11 Απριλίου του 1968 -είχε προηγηθεί η επίσκεψη του Σάχη στη Δυτική Γερμανία- οδήγησε σε τεράστιες και αλλεπάλληλες διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν εγώ έφτασα, το κλίμα αυτό είχε πια κοπάσει και στην ατμόσφαιρα υπήρχε ένα πνεύμα αναζήτησης δρόμων πολιτικής οργάνωσης πέρα από τα πανεπιστήμια. Μέσα στο Δυτικό Βερολίνο η φιλοσοβιετική και φιλοανατολική οργάνωση του SEW (Σοσιαλιστική Ένωση Δυτικού Βερολίνου) ήταν απομονωμένη από το ευρύτερο κίνημα. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν στην κυβέρνηση και κυρίαρχοι στα συνδικάτα.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα ήταν πάντα σε έξαρση. Ο αγώνας του Βιετνάμ κινητοποιούσε όλες τις αριστερές και προοδευτικές οργανώσεις. Θυμάμαι την μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο του Δυτικού Βερολίνου, όταν οι Αμερικάνοι κάνανε την εισβολή στην Καμπότζη. Η γερμανική αστυνομία ήρθε για να μας αντιμετωπίσει έφιππη στο κέντρο της πόλης, έβγαλε τα γκλομπς και κτυπούσε από τα άλογα, ψηλά, τα κεφάλια κάτω των διαδηλωτών. Αυτό αρχικά τρόμαξε τον κόσμο, όμως η αντίδραση υπήρξε γρήγορη, λόγω προηγούμενης πείρας: εκατοντάδες βόλοι χύθηκαν στο οδόστρωμα ανάμεσα στις οπλές των αλόγων, τα ψηλά τους πόδια γλιστρούσαν και λύγισαν, η έφιππη επιχείρηση αναχαιτίστηκε και ήρθε η υποχώρηση. Αντίστοιχα, ο αγώνας κατά της ελληνικής Χούντας είχε μεγάλες συμπάθειες το γερμανικό κίνημα. Γίνονταν πολλές εκδηλώσεις συμπαράστασης στο ελληνικό αντιφασιστικό κίνημα κι οι γερμανοί σύντροφοι ήταν πάντα έτοιμοι να βοηθήσουν ακόμα και συνοδεύοντας συντρόφους που κατέβαιναν με παράνομα χαρτιά στην Ελλάδα. Αλλά και οι έλληνες, εργάτες και φοιτητές, συμμετείχαν ενεργά στις διαδηλώσεις για το Βιετνάμ, στην Πρωτομαγιά, και βέβαια στις αντιχουντικές εκδηλώσεις. Πολύ δραστήριοι εκείνη την εποχή ήταν και οι Πέρσες φοιτητές εναντίον του Σάχη. Από αυτούς μάθαμε τον τρόπο να διαδηλώνουν με πάνινες κουκούλες και αγωνιστές «όχι καμμένοι», που δεν έπρεπε να αναγνωρίσουν οι πράκτορες του προξενείου, ώστε να μπορούν να ταξιδεύουν στην Ελλάδα, να μεταφέρουν υλικά και να συμμετέχουν στην παράνομη οργάνωση.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά σε αυτή την πόλη, την μοιρασμένη στα δύο. Όμως είχες την αίσθηση, ότι βρισκόσουν στο κέντρο των εξελίξεων, πως είχες συνείδηση πού πάει ο κόσμος από τη μια μεριά και την άλλη, και ότι μπορούσες να σταθμίσεις όλους τους παράγοντες χωρίς άγνοια. Οι δύο Υπερδυνάμεις, που εναντίον τους φωνάζαμε στις διαδηλώσεις, δεν ήταν κάτι αφηρημένο, μια δογματική επινόηση, αλλά κάτι απτό στην καθημερινότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η θεωρία δεν αναπτύχθηκε εκεί, όπως στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Υπήρξανε όμως έντονες διεργασίες στην πράξη. Τελικά, ο Γιόζεφ Μπόις από εκεί ξεκίνησε το δικό του κίνημα στην τέχνη, κάνοντας πράξη, στις αρχές του ’70, το εξαιρετικά ανθρώπινο και απτό σύνθημά του: «Η επανάσταση είμαστε εμείς».

Πηγή: Αυγή

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Ο μακρύς ιταλικός Μάης




του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

Ο γαλλικός Μάης κατέληξε, πια, να περιφέρεται στα σαλόνια των εφημερίδων ως μια φωτογενής και άκακη νεολαιίστικη εξέγερση, βιολογικά αποκαθαρμένη από κάθε νύξη που θα μπορούσε να διαταράξει, έστω και στο φαντασιακό, την καθεστηκυία τάξη. Χωρίς Πολιτιστική Επανάσταση και στρατηγό Γκιαπ, χωρίς αντιιμπεριαλισμό και Νέα Αριστερά, χωρίς Τσε Γκεβάρα και αντιαποικιοκρατικό κίνημα, χωρίς Νεαρό και Ώριμο Μαρξ. Ένα ανιστορικό γεγονός, μια αέναη επιστροφή του παρόντος, ικανή να επενδύσει οποιαδήποτε διαφημιστική ρεκλάμα. Παρόλα αυτά, ο Μάης υπήρξε, τόσο ως γαλλικό, όσο κι ως πλανητικό γεγονός. Και είναι εδώ, 50 χρόνια μετά, αναζητώντας, ιδίως, το υποκείμενο του εορτασμού.
Ο γαλλικός Μάης διήρκησε, συμβολικά, μερικές εβδομάδες. Ο ιταλικός, 17 χρόνια. Διότι, στην πραγματικότητα, τίποτα το σημαντικό δεν συνέβη τον Μάη του 1968 στην Ιταλία - τίποτα δεν άρχισε και τίποτα δεν τέλειωσε εκεί και τότε. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τον εργατικό, τον φοιτητικό, τον μαθητικό, τον κινηματικό, τον πολιτιστικό ιταλικό Μάη, οφείλουμε να αναζητήσουμε διαφορετικές αρχές και τέλη, έστω και αν πρόκειται για συμβατικές ημερομηνίες. Ημερομηνίες που περικλείονται από τον Ιούνιο του 1960 ως τον Δεκέμβριο του 1977. Να σκάψουμε κάτω από την επιφάνεια των κοινών τόπων, των αναχρονισμών και των συκοφαντιών. Να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων φράσεις όπως «τα μολυβένια χρόνια».
Και κυρίως, πρέπει να μετρήσουμε. Να μετρήσουμε χιλιάδες ώρες απεργιών, να μετρήσουμε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από τις επιθέσεις της αστυνομίας, των παρακρατικών και κρατικότατων (νέο)φασιστών, από «ορφανές» βόμβες, από τυχαία εκπυρσοκροτούμενες σφαίρες. Να μετρήσουμε την απόσταση που χωρίζει, σε πολλαπλά επίπεδα, την Ιταλία πριν και μετά από αυτή την δεκαεπταετία. Την Ιταλία της αρχής του «οικονομικού θαύματος», της δεκαετίας του 1960, όπου τα ψυγεία δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ταξική πάλη, κι αυτήν του τέλους της παντοκρατορίας της Εκκλησίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, των συνδικάτων.
Ο ιταλικός Μάης είναι η αντίδραση σε μια τακτοποιημένη, προκαθορισμένη ζωή, όπου οι γιοί των εργατών θα πήγαιναν σε επαγγελματικές σχολές, για να γίνουν ειδικευόμενοι εργάτες, οι κόρες τους σε εμπορικές σχολές, για να γίνουν πωλήτριες σε καταστήματα, τα παιδιά των αστών σε γυμνάσια, για να διασφαλίσουν τη συνέχεια της άρχουσας τάξης· και, στα εργοστάσια, οι εργάτες θα αμείβονταν με χαμηλότατους μισθούς, προσφέροντας υψηλότατη παραγωγικότητα, εγγυώμενοι την εφαρμογή της «ιδεολογίας της (μεταπολεμικής) Ανοικοδόμησης».
Είναι η αντίδραση εναντίον των φραγμών, αλλά και των ορίων ενός πανεπιστημίου σχεδιασμένου για «λίγους και εκλεκτούς», την εποχή της μαζικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Εναντίον των κανονισμών εισαγωγής, παρακολούθησης και φοίτησης, εναντίον των καθηγητών - «βαρόνων», αλλά και εναντίον του ίδιου του περιεχομένου και των (όχι και τόσο) άρρητων σκοπών της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Ο ιταλικός Μάης, όμως, στρέφεται εναντίον των παγιωμένων μορφών συνδικαλιστικής διεκδίκησης και πάλης, εναντίον των ίδιων των συνδικαλιστικών φορέων της εποχής. Όχι μόνο των εργοδοτικών, αλλά και των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών. Μια εξέγερση εναντίον των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, εναντίον της ίδιας της έμμεσης εκπροσώπησης, η οποία αντιτάσσει στο παρόν των αριστερών συνδικάτων το ίδιο τους το πρόσφατο (1943) και απώτερο (κόκκινη διετία) παρελθόν, επαναφέροντας, επαναορίζοντας μορφές εργατικού ελέγχου, και εφευρίσκοντας νέες. Εδώ, θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, για τη σχέση των συνδικαλισμένων και εξειδικευμένων εργατών του βιομηχανοποιημένου, ήδη από τον 19ο αιώνα Βορρά, με τους, ανένταχτους συνδικαλιστικά, ανειδίκευτους, προερχόμενους από τον αγροτικό Νότο εσωτερικούς μετανάστες, για τη δημιουργία μιας νέας εργατικής συνείδησης, που δεν θέτει πια στο επίκεντρο την εργασιακή ηθική, αλλά και για την μεταλαμπάδευση μιας μακράς ιστορίας αγώνων και διεκδικήσεων. Ο ιταλικός Μάης, σε αντίθεση με τον γαλλικό, ήταν ιδιαζόντως εργατικός, αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη πρακτικών, μορφών αυτοοργάνωσης, θεωρητικών κειμένων. Και βέβαια, άφησε την πιο προωθημένη εργατική νομοθεσία στον δυτικό κόσμο (Statuto dei lavoratori), τόσο προωθημένη που χρειάστηκαν πολλές κυβερνήσεις (δεξιές, κεντρώες, και κυρίως αριστερές) για να την ανατρέψουν.
Και είναι, φυσικά, η κληρονομιά της Αντίστασης. Λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, και την ελλιπή -ή, μάλλον, ανύπαρκτη- αποφασιστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού και των θεσμών, με το πιο προωθημένο Σύνταγμα της εποχής, το οποίο, όμως, παραμένει ανεφάρμοστο, και με ακέραιη την νομοθεσία της φασιστικής Εικοσαετίας, η αίσθηση της ημιτελούς, ή και προδομένης Αντίστασης έβρισκε ευνοϊκό έδαφος - εδώ δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας συμβολικής δολοφονίας ενός φροϋδικού πατέρα, αλλά της συνέχισης και ολοκλήρωσης της κίνησης που αυτός άρχισε. Το τέλος της μεταπολεμικής ανακωχής, η οποία, βέβαια, δεν τηρήθηκε παρά μονομερώς, αποτελεί άλλο ένα τμήμα του ιταλικού Μάη. Το βαθύ κράτος το κατάλαβε αμέσως, κι αντέδρασε πολλαπλά, με κάθε μέσον, από δολοφονίες μέχρι «ορφανές» βόμβες σε δημόσιους χώρους και σχεδιασμούς για στρατιωτικά πραξικοπήματα, με την βοήθεια (και) της ελληνικής χούντας.
Η στρατηγική της έντασης και η επακόλουθη επικοινωνιακή μυθοποίησή της, επισκίασε, τελικά, την πολλαπλή ρήξη. Διότι, τίποτα δεν έμεινε ανέπαφο. Από την Εκκλησία (Don Milani, Κοινότητα της Μπαρμπιάνα) μέχρι τις καθημερινές, κοινωνικές σχέσεις: ας θυμηθούμε την νομιμοποίηση της άμβλωσης, του διαζυγίου, τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, και, μάλιστα, ως κατακτήσεις ενός κινήματος από τα κάτω, συχνά σε αντίθεση ή υπό την χλιαρή επιδοκιμασία του ΚΚΙ. Από τον ίδιο τον τρόπο να κάνει κανείς πολιτική: η πανσπερμία των οργανώσεων στα αριστερά του ΚΚΙ, που την διαδέχθηκε ο γαλαξίας των τοπικών και θεματικών μικροομάδων της κοινωνικής αριστεράς, αλλά και η κατάρρευση των δύο ιστορικών κομμάτων της, του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού.
Στην συμβολική αρχή του ιταλικού Μάη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1960, δέκα εργάτες σκοτώνονται σε διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, μετά την αναβολή του συνεδρίου του νεοφασιστικού κόμματος MSI στη Γένοβα, και πέφτει η κυβέρνηση Ταμπρόνι, η οποία στηριζόταν σε ψήφους νεοφασιστών και είχε παράσχει την άδεια διεξαγωγής του, σε μια πόλη η οποία δεν ήταν μόνο πρωτοπόρος στην Αντίσταση αλλά και είχε καταληφθεί για δυο μέρες από ένοπλους εργάτες και πρώην αντάρτες στις 25 Ιουλίου του 1948, μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι. 
Στο συμβολικό τέλος της περιόδου, το 1977, στην κόκκινη Μπολόνια, αύρες του στρατού διασχίζουν την κατειλημμένη οδό με τις πανεπιστημιακές σχολές, παρασύροντας τα οδοφράγματα των φοιτητών και, μαζί τους, ένα πιάνο. Όλα είχαν αλλάξει. Για να παραμείνουν ίδια.

Πηγή: Αυγή

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Η άνοδος της βαρβαρότητας




του Γιώργου Ν. Οικονόμου

Από τα πιο ολέθρια σφάλματα του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα ήταν η συμμαχία με τη λαϊκιστική, εθνικιστική, θρησκευτική, συνωμοσιολογική Δεξιά του Πάνου Καμμένου (ΑΝ.ΕΛΛ.), συμμαχία που συνετέλεσε στη νομιμοποίηση αυτού του ρεύματος. Η νομιμοποίηση αυτή είχε ξεκινήσει με την κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, που έδωσε υπουργικές θέσεις σε γνωστά στελέχη του ακροδεξιού ΛΑΟΣ (Γεωργιάδης και Βορίδης).
Εν συνεχεία, το ρεύμα νομιμοποιήθηκε από τον πρώην πρόεδρο της Ν.Δ. και πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, απέχοντας ελάχιστα από αυτό, έδωσε επίσης ανώτατες θέσεις στα ίδια στελέχη και στον Μπαλτάκο. Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ανίκανος και εγκλωβισμένος, επισφράγισε την «αναγκαιότητα» του ρεύματος ενσωματώνοντας στελέχη του στη Ν.Δ. και χρίζοντας τον Γεωργιάδη αντιπρόεδρο του κόμματος!
Από την άλλη, η εθνικιστική ρητορεία του σταλινικού ΚΚΕ, που συνεργάζεται χρόνια τώρα με τη Γαρυφαλλιά Κανέλλη και ευκαιριακώς με άλλα λουλούδια του εθνικιστικού-θρησκευτικού μπαξέ (όπως λ.χ. τον Ζουράρι, ο οποίος τώρα συνεργάζεται με τους ΑΝ.ΕΛΛ.), καθώς και η συμμετοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια της ΛΑ.Ε., της ΚΟΕ και της Ζωής Κωνσταντοπούλου θολώνουν ακόμη περισσότερο το τοπίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν συνέχισε και επιβεβαίωσε τις προηγούμενες νομιμοποιήσεις του εθνικιστικού-θρησκευτικού ρεύματος, βάζοντας το κερασάκι στην τούρτα. 
Επιβεβαίωσε τη διαπίστωση των τελευταίων χρόνων για κρίση της αντιπροσώπευσης, των κομμάτων, των ιδεολογιών και για ρευστοποίηση των συνόρων μεταξύ Αριστεράς, Κέντρου και Δεξιάς. Αρα, το μέλλον προδιαγράφεται σαφώς: η Ακροδεξιά θα είναι μόνιμη κυβερνητική συνιστώσα, μειοψηφική σήμερα και πλειοψηφική αύριο, αφού από το 2010 διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και στις κομματικές και κυβερνητικές επιλογές.
Η νομιμοποίηση του εθνικιστικού ρεύματος ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990, όταν όλα σχεδόν τα κόμματα συνεισέφεραν στην εθνικιστική υστερία με το Μακεδονικό, αργότερα στον εθνικιστικό-θρησκευτικό παροξυσμό υπέρ των Σέρβων σφαγιαστών των Βαλκανίων Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς, Μλάντιτς και στα συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Οι παλαιότερες καταβολές του ανάγονται στο ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» του Εμφυλίου, του μισαλλόδοξου μετεμφυλιακού καθεστώτος, των Ανακτόρων και των δύο δικτατοριών.
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα είναι εξαιρετικώς δύσκολη έως κρίσιμη σε όλους τους τομείς. Η βία εισβάλλει όλο και πιο πολύ στον δημόσιο βίο με κύριους υπευθύνους τις κυβερνήσεις, το Κοινοβούλιο, τη δικαστική εξουσία και οπωσδήποτε την αντιπολίτευση, την Εκκλησία και όλους εν γένει τους θεσμικούς παράγοντες που υποτίθεται ότι συντελούν στη διαμόρφωση και τη διατήρηση του κράτους δικαίου, της κοινωνικής ασφάλειας και ειρήνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι άθλιες κομματικές ύβρεις εντός και εκτός Κοινοβουλίου και η ανικανότητα για κάθαρση στα ποικίλα σκάνδαλα. Επίσης η ακροδεξιά τρομοκρατία: πυρπόληση του κοινωνικού χώρου Libertatia, επίθεση σε άλλους αντίστοιχους χώρους και κυρίως η δολοφονική επίθεση στη «Φαβέλα» του Πειραιά εναντίον της δικηγόρου της οικογένειας του Παύλου Φύσσα από φιλοναζιστικά τάγματα.
Υπάρχει επίσης συνεχής βία στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, με τελευταίο παράδειγμα την εισβολή στο γήπεδο του οπλισμένου ιδιοκτήτη του ΠΑΟΚ. Καταλήψεις και βανδαλισμοί σε δημόσια κτίρια και εμπορικά καταστήματα. Θρησκευτική και φασιστική βία εναντίον θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων ζωγραφικής και έργων γλυπτικής. Καθεστώς δικαστικής και αστυνομικής ασυλίας στους παρανομούντες.
Ρατσιστικές και φιλοναζιστικές απόψεις μητροπολιτών που στρέφονται κατά μειονοτήτων και αθωώνονται από το δικαστήριο. Τελευταίο δείγμα, η προκλητική αθώωση του μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιου για το ρατσιστικό, φασιστικό, ομοφοβικό και μισαλλόδοξο κήρυγμά του. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι έχουν διαταραχθεί η εγγύηση των ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και η απόδοση δικαιοσύνης.
Αυτά συμβαίνουν σε μια άσχημη διεθνή συγκυρία, με μια κοινωνία διχασμένη, χωρίς συνεκτικό ιστό, παθητική και ανεκτική στη βία και την τρομοκρατία των μνημονίων, των απολύσεων, της ανεργίας, της διαρκούς περικοπής μισθών και συντάξεων, της φτωχοποίησης και επιρρεπή σε κάθε είδους εκφυλιστικά φαινόμενα, όπως η είσοδος στη Βουλή του Καμμένου, του Λεβέντη και των τραμπούκων νεοναζιστών.
Ταυτοχρόνως ένα μέρος της γοητεύεται από αγύρτες τύπου Αρτέμη Σώρα των 600 δισ. (!) και ένα άλλο, από τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τη συνωμοσιολογία των εθνικιστικών συλλαλητηρίων. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποτελείται από παραιτημένα, φοβισμένα, απογοητευμένα άτομα, λεηλατημένα από την επέλαση του καταναλωτισμού και του θεάματος, του εθνικισμού και της θρησκείας, βυθισμένα στον ατομικισμό και στην ιδιώτευση, πρόσφορα σε ακροδεξιά κηρύγματα. 
Μετά την εφησυχαστική και παραπλανητικά «ομαλή» περίοδο της Μεταπολίτευσης, η χώρα έχει εισέλθει σε μια περίοδο έντονης ανασφάλειας, φοβίας και κατάθλιψης, σε μια κατάσταση που προοιωνίζεται μια νέα βαρβαρότητα, η οποία ενδημούσε μέχρι το 1974. Η Ελλάς είναι υποψήφια σε μια ακροδεξιά στροφή η οποία θα επιφέρει ανυπολόγιστες καταστροφές, διότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα παιδείας, αγωγής, κουλτούρας και δημοκρατικής παράδοσης.
Τα φαντάσματα του παρελθόντος επανέρχονται και απειλούν την ομαλότητα με εκτροπή προς την παλαιόθεν οικεία βαρβαρότητα. Από τη στιγμή όμως που οι αρμόδιοι θεσμικοί παράγοντες και σύμπασα η Αριστερά όχι μόνο δεν αποτελούν εμπόδιο σε αυτήν τη στροφή αλλά την ευνοούν, τότε η μόνη ανάσχεσή της είναι ο διαφωτισμός, η αυτοάμυνα, η κοινωνική επαγρύπνηση και η κινητοποίηση. Οι καιροί ου μενετοί.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατο…




Ο φετινός Μάης ήταν γεμάτος προβληματισμούς κι αφιερώματα μνήμης για το Γαλλικό Μάη του ‘68. Εκείνον τον καιρό, το βασικό αίτημα των φοιτητών ήταν μια επαναστατική αλλαγή στην κοινωνία με δυο σημαντικά δικαιώματα, της ελεύθερης έκφρασης και του αυτοκαθορισμού, δηλαδή στο να μπορεί κάθε κοινωνικός άνθρωπος να αποφασίζει και να ελέγχει τη ζωή του ο ίδιος για τον ίδιο.
Έχοντας διαβάσει τις τελευταίες μέρες αρκετά κείμενα για τον Μάη του ’68, αναρωτήθηκα κατά πόσο είναι επίκαιρα τα αιτήματα των φοιτητών, οι οποίοι ζητούσαν μία κοινωνία ελεύθερη από δεινά κι απαιτούσαν την αποδυνάμωση του κατεστημένου που ελέγχει την πορεία της ανθρώπινης οντότητας. Η τότε νεολαία ήταν ενάντια στις δημόσιες σχέσεις που έχτιζαν εξουσίες και στο καθεστώς στέρησης κι εξάρτησης των κοινωνικών αναγκών. Η μεγάλη τους απογοήτευση ήταν η διασπασμένη κι εγωιστική Αριστερά ενώ τους προκαλούσε οργή η προώθηση των «νέων φιλοσόφων» που είχαν αντιμαρξιστικές απόψεις και προωθούνταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ένας πνευματικός πόλεμος με αμερικανικούς σπόνσορες.
Είμαι βέβαιος πως τα παραπάνω στοιχεία μας φαίνονται τόσο σύγχρονα και γνώριμα, διότι τίποτα δεν άλλαξε εδώ και πενήντα χρόνια. Φταίει στο ότι κανείς δε προσπάθησε να στήσει μία εναλλακτική κοινωνία χωρίς αφεντικά κι εξουσιαστές που να ικανοποιεί τις ανάγκες όλων των ανθρώπων με δικαιοσύνη κι ισότητα. Το περίφημο σύνθημα «φαντασία στην εξουσία» έμεινε μία ουτοπία για να μας θυμίζει μία επανάσταση που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί παρ’ όλο που βοήθησε την κοινωνία να πάει μερικά βήματα μπροστά.
Υπάρχουν όμως λόγοι κι αφορμές για έναν νέο Μάη; Λίγο να κοιτάξουμε την επικαιρότητα κι έχοντας σε εγρήγορση το κριτικό μας πνεύμα, θα παρατηρήσουμε πως υπάρχουν πολλά μέτωπα που αξίζει να αντιμετωπίσουμε. Οφείλουμε να αμφισβητήσουμε το σύστημα που απαξιώνει τον άνθρωπο περιορίζοντάς του την ελευθερία και την προσωπικότητά του. Την ίδια ώρα, ο καταρρέον παγκόσμιος καπιταλισμός απειλεί με πολέμους, με αρκετούς απ’ αυτούς να βρίσκονται στη γειτονιά μας.
Το μεγαλύτερό μας όπλο είναι η αυτογνωσία κι η τόλμη μας. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να μετατραπούμε από βουβά πρόσωπα σε όντα που να μπορούν να συνειδητοποιήσουν την ενεργό ύπαρξή τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Θα πουν κάποιοι πως αυτό θέλει πολύ προσπάθεια και δουλειά. Θα απαντήσω πως τα νέα κινήματα δε περιμένουν να ωριμάσουν οι συνθήκες. Όπως κανείς δεν περίμενε τον Μάη του ’68, έτσι απροετοίμαστους θα βρει αρκετούς ένας νέος Μάης…

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Χάος (1984)



Ανακάλυψα την κινηματογραφική πορεία των αδελφών Ταβιάνι ανάποδα, μιας και η πρώτη τους ταινία που είδα ήταν το εξαιρετικό "Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει" στον κινηματογράφο Άστυ. Εκείνη τη χρονιά έκανα αρκετές ενθουσιώδεις συζητήσεις για τη συγκεκριμένη ταινία. Όμως σε κουβέντες που είχα με κινηματογραφόφιλους μεγαλύτερης ηλικίας, συναντούσα μία ελαφριά απογοήτευση. Σχεδόν όλοι μου έλεγαν πως είχαν λατρέψει τους αδελφούς Ταβίανι μέσα από τα αξεπέραστα αριστουργήματα τους που πλέον δε μπορούν ούτε οι ίδιοι να εγγίσουν. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Αυτό όμως που δε περίμενα ήταν να συγκλονιστώ τόσο πολύ από το σημαντικότερό τους έργο, το "Χάος", το οποίο προκάλεσε μία απρόσμενη κι ανεξέλεγκτη εσωτερική δίνη.
Το "Χάος" είναι μία σπονδυλωτή ταινία πέντε διαφορετικών ιστοριών βασισμένων σε διηγήματα του Λουίτζι Πιραντέλλο. Με φόντο την άγρια ομορφιά της Σικελίας, παρακολουθούμε τον μόχθο και το δράμα κάποιων προσώπων που προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους και τον ρόλο τους στη ζωή. Μία μάνα προσπαθεί επίμονα δεκατέσσερα χρόνια να επικοινωνήσει με τους δυο γιους της που βρίσκονται μετανάστες στην Αμερική ενώ την ίδια στιγμή δεν αποδέχεται τον άλλο της γιο που βρίσκεται ακόμη στη Σικελία. Στη συνέχεια συναντάμε έναν νεαρό που κρύβει το περίεργο μυστικό του φοβούμενος πως δε θα βρει νύφη, μέχρι που παντρεύεται κι αποκαλύπτεται η κρυφή του πλευρά. Έπειτα ένας πλούσιος γαιοκτήμονας παγιδεύεται μες στη μισαλλοδοξία και την απληστία του, δυο ανθρώπινες αδυναμίες που εκφράζονται με τη μορφή ενός μεγάλου πιθαριού. Την ίδια περίοδο, ένα χωριό αναζητά τη δικιά του αξιοπρέπεια στο θάνατο αλλά και σο δικαίωμα να ριζώσει στα εδάφη που ανήκουν σ' έναν φεουδάρχη. Και τέλος ο επίλογος με τη συγκλονιστική συνάντηση του συγγραφέα με την νεκρή του μάνα. 


Ας τα πιάσουμε όμως όλα με τη σειρά. Η ταινία ξεκινάει με μία παγανιστική σκηνή στην ύπαιθρο της Σικελίας. Μία παρέα ανδρών βρίσκουν σε μια φωλιά ένα αρσενικό κοράκι να κλωσάει τα αυγά, κάτι που προκαλεί το χλευασμό τους. Αποφασίζουν να το τιμωρήσουν με έναν βάρβαρο τρόπο, στοχεύοντας το με τα αυγά που κλωσούσε. Ένας όμως από την παρέα το αφήνει ξανά ελεύθερο, αφού πρώτα του κρεμάσει ένα κουδούνι στο λαιμό. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, το κοράκι αποκτά έναν άλλο ρόλο καθώς μετατρέπεται σε καθοδηγητή που μας πηγαίνει από την μία ιστορία στην άλλη και μας πετάει από χωριό σε χωριό για να συναντήσουμε τα δράματα των ανθρώπων. Ένας ηθικός τιμωρός που επιδιώκει να ξεγυμνώσει τις αδυναμίες των ανθρώπων.
Όσο σκληρό είναι το ξεκίνημα της ταινίας, τόσο σκληρή είναι κι η πρώτη ιστορία. Στο ρόλο της μάνας συναντάμε μία μορφή επιβλητική και δυναμική. Μία γυναίκα που έζησε τη δική της τραγωδία κι αγωνίστηκε τόσο για τη δική της επιβίωση όσο και των παιδιών της. Όμως τα δυο της αγόρια παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς κι εκείνη για δεκατέσσερα χρόνια τους στέλνει το ίδιο γράμμα που υπαγορεύει σε μία συγχωριανή της να το γράψει. Το μεγάλο της παράπονο είναι πως οι γιοί της την έχουν ξεχάσει. Η γυναίκα όμως που της γράφει τα γράμματα είναι κι αυτή αναλφάβητη και γεμίζει τις σελίδες με ορνιθοσκαλίσματα. Όταν η μητέρα μαθαίνει για την απατεωνιά της, κατακλύζεται από χαρά διότι βρίσκει ένα βάσιμο λόγο για τον οποίον δεν έχει λάβει τόσα χρόνια γράμμα από την Αμερική. 
Η ιστορία εξελίσσεται στη μέση ενός άδειου υπαίθριου δρόμου. Εκεί συναντάμε τον πόνο του χωρισμού και της απώλειας. Κουβέντες λιτές και ταπεινές αλλά πλούσιες σε  συναισθήματα και συμβουλές. Ζευγάρια που χωρίζονται και γονείς που αποχαιρετούν τα παιδιά τους. Και μέσα εκεί ανακαλύπτουμε το μυστικό της μάνας και της ύπαρξης ενός ακόμη γιου, τον οποίον δε θέλει να βλέπει. Η ιστορία που κουβαλά γίνεται αμέσως και δικό μας βάρος. Το διακριτικό κλάμα του άλλου γιου δεν είναι τίποτα παραπάνω από την επιβεβαίωση πως κάποιες φορές η ιστορία γίνεται άδικη γι' αρκετούς ανθρώπους που δε φέρουν καμία απολύτως ευθύνη. 
Επίσης μου άρεσε πολύ η επίδραση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων της Ιταλίας (Γκαριμπάλντι) με την μικρή ιστορία της μητέρας. Εκπληκτική η Μαργκαρίτα Λοζάνο στο ρόλο της μητέρας.
Οι άλλες δυο αφηγήσεις που ακολουθούν είναι πιο ανάλαφρες. Ο "Φεγγαροχτυπημένος" μου άρεσε περισσότερο καθώς ήταν ένα ποίημα πόνου για τους απαγορευμένους έρωτες. Παράλληλα με εντυπωσίασαν ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού με τον υπέροχο φωτισμό που τόνιζε έντονα τις μορφές αλλά κι ο θεατρικός μονόλογος του ήρωα, ο οποίος κάθεται στο κέντρο της έρημης πλατείας κι εξιστορεί με έναν άκρως συγκινητικό και λυρικό τρόπο την ασθένειά του. Η επιληψία που του προκαλεί η πανσέληνος, υποδηλώνει την ανεξέλεγκτη επίδραση της φύσης στον ανθρώπινο νου. Μία εξαιρετική σπονδή στον παγανισμό που έχουμε πλέον ξεχάσει καθώς το σημερινό αστικό τοπίο έχει αποκόψει τον άνθρωπο από τη φύση. Κερδίζει γρήγορα τη συμπάθειά μας ο φεγγαροχτυπημένος Κλαούντιο Μπιγκάγκλι. 
Η τρίτη ιστορία δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα παρ' όλο που είχε μία έντονη σουρεαλιστική αύρα. Ένας πλούσιος γαιοκτήμονας αγοράζει ένα τεράστιο πιθάρι για να αποθηκεύσει το λάδι της χρονιάς. Όμως κάποιος του το σπάει. Αμέσως ζητάει τη βοήθεια ενός φημισμένου τεχνίτη. Οι δυο αυτές προσωπικότητες θα ρθουν σε μεγάλη ρήξη με μεγάλο ηττημένο τον πλούσιο. 
Το "Ρεκβιέμ" είναι η τέταρτη στη σειρά  ιστορία που αναφέρεται στις δύσκολες συνθήκες μιας άναρχης κοινότητας λίγα χιλιόμετρα πιο έξω από τη πρωτεύουσα ενός συμπλέγματος χωριών στη νότια Σικελία, την Ραγκούσα. Ένας πατέρας κατηφορίζει τα απότομα κατσάβραχα του τοπίου κουβαλώντας το φέρετρο του νεογέννητου παιδιού του για να το θάψεί στο νεκροταφείο της Ραγκούσα. Λίγους μήνες αργότερα, οι χωρικοί ξεσηκώνονται κι απαιτούν το δικό τους κοιμητήριο. Ο φεουδάρχης της περιοχής αρνείται την επιθυμία τους αυτή διότι φοβάται πως μ' αυτόν τον τρόπο οι "βάρβαροι" θα ριζώσουν στα χωράφια του. Το κράτος παίρνει το μέρος του κεφαλαίου αδιαφορώντας για την προστασία του ήθους και της αξιοπρέπειας μιας χούφτας ανθρώπων. Κατά την επιστροφή στο χωριό, παρατηρούμε την αγνή αγάπη των ανθρώπων απέναντι στη φύση αλλά και την αποτελεσματικότητα του πείσματος σε κάθε αγώνα δικαίου. 


Και τέλος έχουμε το εκπληκτικό επίλογο, όπου ο συγγραφέας επιστρέφει στο πατρικό του μετά από πολλά χρόνια. Ο θάνατος της μητέρας του θα τον αναγκάσει να επισκεφθεί τις ρίζες του. Το γαλήνιο σπίτι και τα τεράστια λεμόνια που εισχωρούν από κάθε παράθυρο, θα του ανασύρουν μνήμες του παρελθόντος. Το άδειο σαλόνι γεμίζει από την συγκινητική μελωδία "Cavatina L'ho perduta" του Μότσαρτ κι αμέσως ξεκινάει ένας ποιητικός διάλογος με το πνεύμα της μητέρας του. Εκείνη τη στιγμή βρίσκει την ύστατη ευκαιρία να της εξωτερικεύσει τους φόβους του για τη μνήμη και το θάνατο. Τα λόγια που ακούγονται έχουν μια σπάνια ζεστασιά. Η συγκίνηση κορυφώνεται όταν ο συγγραφέας εξηγεί στην μητέρα του τον λόγο που κλαίει. Πονάει που εκείνη δε μπορεί να τον σκέφτεται πια. Η μητέρα του τον αναιρεί με έναν άκρως οικείο τρόπο "αυτά που μου λες δεν τα καταλαβαίνω" και τον συμβουλεύει να "μάθει να βλέπει τα πράγματα με τα μάτια αυτών που δεν μπορούν να δουν πια...". 
Λίγο πριν κλείσουν τη κουβέντα τους, ζητάει από την μητέρα του να του περιγράψει τον ξεριζωμό της οικογένειάς της, φανερώνοντας την άγνωστη ανάγκη να αναζητούμε τις ρίζες μας αφού πρώτα έχουμε αποκοπεί απ' αυτές. Παρ' όλα αυτά η δύναμη της μνήμης εξακολουθεί να συγκινεί. Το να σκεφτόμαστε τους γονείς μας ως νέους, είναι ένας τρόπος απελευθέρωσης. Αναγνωρίζουμε και συγχωρούμε τις αδυναμίες τους και βουρκώνουμε στη σκέψη πως κάποτε κι εκείνοι υπήρξαν παιδιά. Κι εκεί είναι που ανοίγουμε τα χέρια και βουτάμε στη μαγεία και στα πλούτη των ανοιχτών οριζόντων. Εκπληκτικός για μία ακόμη φορά στο ρόλο του ο Όμερο Αντονούτι. 
Και οι πέντε ιστορίες αναπτύσσονται με αρχή, μέση και τέλος. Ο ρεαλισμός συνδυάζεται μαγικά με ποιητικές αποχρώσεις. Η προσθήκη του φανταστικού στην πραγματικότητα δίνεται με εντελώς νατουραλιστικό κινηματογραφικό τρόπο ενώ το σικελικό τοπίο αναδεικνύεται με εκπληκτικά πλάνα. Εντυπωσιάστηκα με τις λήψεις από ψηλά και συγκινήθηκα με τα πλάνα από το υπέροχο χωριό Ραγκούσα που είχα την τύχη να επισκεφθώ πέρσι. Οι χαρακτήρες και οι ιστορίες που παρουσιάζονται δένουν εντυπωσιακά με το άγριο τοπίο της Σικελίας. Κι όλα αυτά ντύνονται εξαιρετικά με την μουσική του Νίκολα Πιοβάνι.
Θα αποφύγω να κλείσω αυτήν την ανάρτηση με το συνηθισμένο τρόπο "αναζητήστε τη", "μη τη χάσετε" κ.ο.κ., κι αυτό διότι θέλω να τονίσω κάτι που ζω σπάνια. Το "Χάος" κατάφερε να βγάλω μέσα σε τρεις ώρες ότι με βάραινε εσωτερικά. Ο διάλογος της νεκρής μάνας με τον γιο της, υπήρξε η σπίθα μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης του δικού μου χάους. Ένα ξέσπασμα που μ' έκανε να νιώσω καλύτερα. Θα μπορούσα κάλλιστα να χαρακτηρίσω την ταινία ως ένα υπέρτατο γιατρικό του συναισθηματικού και ψυχικού μας κόσμου.

Βαθμολογία: 10/10

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Το τρίκυκλο




του Χρήστου Καραγιαννίδη

Η επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη έφερε ξανά στην επιφάνεια την ύπαρξη μιας ακροδεξιάς, μιας φασιστικής πρακτικής που δυστυχώς δεν εξέλειπε από την Ελλάδα και κυρίως από την Θεσσαλονίκη. Η ιστορική διαδρομή της ακροδεξιάς και των φασιστών στη Βόρεια Ελλάδα είναι πλούσια σε αιματηρά γεγονότα. Τα περισσότερα εξ’ αυτών στο όνομα της πατρίδας αλλά και της εθνικής συνείδησης που υποτίθεται ότι ήταν μειωμένη στα θύματα των τραμπούκων και παρακρατικών.
Στη Βόρεια Ελλάδα καλλιεργείται από το σχολείο, από τον κοινωνικό περίγυρο, από την εκκλησία η εθνική ταυτότητα του υπερήφανου κι ανάδελφου λαού. Δεκαετίες επί δεκαετιών υπάρχει συνεχής αναφορά στις διώξεις των Ελλήνων που έχουν διαφορετικές καταγωγές από τις γείτονες χώρες. Σίγουρα, μια περιοχή όπως η Μακεδονία που έχει δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο, έχει ισχυρό το εθνικό συναίσθημα.
Τούτο όμως σίγουρα δε μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τον εναγκαλισμό με εθνικιστικές και ναζιστικές οργανώσεις που δρουν στη περιοχή, πραγματικότητα όμως που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.
Οι περισσότερες αν όχι όλες οι εκδηλώσεις που αφορούν ιστορικά και “ιστορικά” γεγονότα έχουν αναφορές αλλά και αφετηρία αιματηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Βόρεια Ελλάδα. Η αποσιώπηση όμως κομματιών της ιστορίας και η μεγέθυνση άλλων, λειτουργούν ως διαστρεβλωτικός καθρέφτης της ιστορικής γνώσης. Η εθνική ιστοριογραφία συνεχίζει να είναι μία ιστορία καταγραφής νεκρών και αίματος και φυσικά μόνο της μιας πλευράς, κάτι που αυθόρμητα γεννά την αίσθηση της αδικίας ημών καθώς και της μόνιμης ενοχής του άλλου.
Η «πειραγμένη» ιστορία χρησιμοποιήθηκε από τη γένεση του ελληνικού κράτους (και όχι μόνο του ελληνικού) για να κατασκευάζονται με συνειδητό κι εύκολο τρόπο οι εχθροί του έθνους και ταυτόχρονα να χτίζεται και μια εθνική συνείδηση που δε μπορεί να ξεφύγει από την κρατούσα δεξιά ανάλυση των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, λοιπόν, οι κομμουνιστές στις προπολεμικές και μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν πάντα το άγος του «εθνοπροδότη» και του «εαμοβούλγαρου», κατηγορίες που αυτομάτως έθεταν τους αριστερούς πολίτες στο περιθώριο χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Αυτή η εθνικιστική παραγωγή λόγου σπίλωνε εν συνόλω τις αριστερές πολιτικές οργανώσεις και λειτουργούσε ως δικαιολογία ακόμα και για την δολοφονία πολιτικών προσώπων. 
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και σίγουρα μετά τη δεκαετία του 1980 οι Γκοτζαμάνηδες σίγησαν, μιας και η αστική τάξη και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της δεν ένιωθαν κάποιο πολιτικό κίνδυνο από τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, που σε μεγάλο βαθμό υιοθετούσαν τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων. Στα χρόνια όμως της κρίσης και με την ανάδειξη της ναζιστικής χρυσής αυγής σε ισχυρό πολιτικό πόλο, οι τραμπούκοι αναθάρρησαν. Αρωγός στην εθνικιστική αναγέννηση υπήρξε το μιντιακό καθεστώς αλλά και τα κόμματα της δεξιάς που ποτέ δεν άφηναν τα «εθνικά» ζητήματα ανεκμετάλλευτα.
Ξαναγυρνώντας στην επίθεση εναντίον του Μπουτάρη, λοιπόν, αυτό που φανερώνεται με τον πιο επικίνδυνο τρόπο είναι ότι αυτοί οι φασίστες δεν είναι πέντε γραφικοί που κυνήγησαν τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Είναι οργανωμένοι και συνεννοούμενοι τραμπούκοι, μερικοί εξ’ αυτών μάλιστα φορούν και ίδια μπλουζάκια, που περιμένουν το σήμα για την επίθεση. Η επίθεση αυτή καθαυτή έχει δολοφονικό χαρακτήρα και το μόνο που τη σταμάτησε από το να εξελιχθεί σε κάτι τόσο τραγικό ήταν η δημόσια θέα της και ο κίνδυνος των ποινικών ευθυνών που θα είχαν οι επιτιθέμενοι. Γι’ αυτό και οι πιο έμπειροι εκ των τραμπούκων σκεπάζουν το πρόσωπο τους κατά την εξέλιξη της επίθεσης. 
Όμως δε μπορεί να μη γίνει και μια αναφορά στον κόσμο που κοιτά απαθής το λιντσάρισμα και ίσως να χαίρεται σιωπηρά. Δε μπορεί να κλείσουμε τα μάτια στις αναρτήσεις στελεχών της ΝΔ στα κοινωνικά μέσα που επικροτούν την πράξη βίας. Δε μπορεί να μη στηλιτευτεί η προσπάθεια αντιστοίχισης της Marfin με το συγκεκριμένο περιστατικό. Παράλληλα, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει η άρνηση κατανόησης πως το αντίστοιχο περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του κ. Κουμουτσάκου σε ανάλογη περσινή εκδήλωση, έγινε από παρόμοια ομάδα τραμπούκων και είχε τα ίδια ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν ότι πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της αναζωογονημένης ακροδεξιάς έκφρασης σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, ιδεολογικό, ιστορικό). Δε μπορεί να απειλείται κανείς και καμιά που εκφράζει οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη για το Μακεδονικό, για τους Πόντιους, για την Ελλάδα. Δε μπορεί επίσης να γράφονται στα κοινωνικά μέσα προσβλητικά σχόλια ή ακόμα χειρότερα σχόλια που υποκινούν σε βία εναντίον προσώπων που απλά εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Σ’ αυτή τη προσπάθεια η δικαιοσύνη αλλά και αστυνομία δε μπορούν να είναι θεατές.

Πηγή: commonality.gr

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Συνείδηση; Ποια συνείδηση;




του Gideon Levy
Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης

Πότε θα’ρθει η στιγμή που η μαζική σφαγή των Παλαιστινίων θα σημαίνει κάτι για τη δεξιά; Πότε θα’ρθει η στιγμή που η σφαγή πολιτών θα σοκάρει τουλάχιστον την κεντροδεξιά; Αν 60 δολοφονημένοι δεν τα καταφέρνουν, ίσως 600; Θα τους ταράξουν 6.000;
Πότε θα’ρθει η στιγμή που θα προκληθεί ένα ανθρώπινο συναίσθημα, έστω για μια στιγμή, για τους Παλαιστίνιους; Συμπάθεια; Σε ποια στιγμή κάποιος θα ζητήσει να σταματήσει, θα προτείνει συμπόνια, και δε θα του πουν ότι είναι εκκεντρικός ή ότι μισεί το Ισραήλ;
Πότε θα’ρθει η στιγμή που κάποιος θα παραδεχτεί ότι και ο σφαγέας έχει τελικά κάποια ευθύνη για τη σφαγή, κι όχι μόνο οι σφαγιασθέντες, που είναι φυσικά υπεύθυνοι για τη σφαγή τους;
Οι εξήντα νεκροί δεν είχαν σημασία για κανένα –οι 600 θα είχαν; Οι 6.000; Θα βρει και τότε το Ισραήλ προφάσεις και δικαιολογίες; Το φταίξιμο θα πέσει και τότε στους νεκρούς και σ’αυτούς που τους έστειλαν, και δε θ’ακουστεί ούτε μια λέξη κριτικής, παραδοχής, θλίψης, οίκτου, ή ενοχής;
Τη Δευτέρα, όταν ο αριθμός των νεκρών ανέβαινε ανησυχητικά, η Ιερουσαλήμ γιόρταζε για την πρεσβεία και το Τελ Αβίβ πανηγύριζε για τη Γιουροβίζιον, φαινόταν ότι αυτή η στιγμή δε θα’ρθει ποτέ. Ο Ισραηλινός εγκέφαλος έχει πλυθεί αμετάκλητα, η καρδιά έχει κλείσει για πάντα. Η ζωή ενός Παλαιστίνιου δεν θεωρείται ότι αξίζει κάτι πια.
Αν 60 αδέσποτα σκυλιά σκοτώνονταν μια μέρα από στρατιώτες του Ισραηλινού στρατού, σ’όλη τη χώρα θα ξεσπούσε κατακραυγή. Οι σφαγείς των σκυλιών θα περνούσαν από δίκη, το έθνος του Ισραήλ θα αφιέρωνε προσευχές στα θύματα, μια θρησκευτική τελετή θα γινόταν για τα σκυλιά που έσφαξε το Ισραήλ.
Τη νύχτα της σφαγής των Παλαιστινίων όμως, στη Σιών επικρατούσαν πανηγυρισμοί κι ενθουσιασμός: Έχουμε μια πρεσβεία και μια Γιουροβίζιον. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια πιο φρικτή έκλειψη της ηθικής. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα αντίστροφο σενάριο: 60 Ισραηλινοί σκοτώνονται μέσα σε μια μέρα και πλήθη γιορτάζουν την πρεσβεία στη Ραμάλα και χαίρονται σε μια συναυλία στο Ελ Μπίρεχ για να πανηγυρίσουν τη νίκη στο Αραβικό “Ένα Αστέρι Γεννιέται” ενώ τηλεπαρουσιαστές και καλεσμένοι χασκογελάνε στις ζωντανές μεταδόσεις. Τι κτήνη που είναι οι Παλαιστίνιοι, τι τέρατα.
Μια μέρα πριν τη μαύρη Δευτέρα βρέθηκα να κάθομαι σε ένα στούντιο της τηλεόρασης δίπλα σε έναν δεξιό που χασκογελούσε. Δε χασκογελούσε απλώς, είχε σκάσει στα γέλια. Τον έκαναν να γελάει τόσο πολύ οι μαζικές δολοφονίες, και το βρήκε ακόμα πιο αστείο που κάποιος είχε μείνει άναυδος από αυτές. Η εφημερίδα Ισραέλ Χαγιόμ βγήκε με μια προσευχή ευχαριστίας στην πρώτη σελίδα για κάποιο άσχετο θέμα, αγνοώντας τη μαύρη ειρωνεία. Η Γεντιότ Αχρονότ δημοσίευσε μια εμβριθή συζήτηση για το κατά πόσο θα’πρεπε ή δε θα’πρεπενα εξολοθρευτούν τώρα οι ηγέτες της Χαμάς, ποιός είναι υπέρ των δολοφονιών και ποιος κατά. Φανταστείτε μια συζήτηση σε μια Παλαιστινιακή εφημερίδα: υπέρ ή κατά της δολοφονίας του Γκαντί Αϊζενκότ [αρχηγού των Ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων].
Η αλήθεια είναι ότι το Ισραήλ είναι καλά προετοιμασμένο να σφάξει εκατοντάδες και χιλιάδες, και να εξορίσει δεκάδες χιλιάδες. Τίποτα δε θα το σταματήσει. Είναι το τέλος της συνείδησης, η επίδειξη ηθικής έχει λάβει τέλος. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών το απέδειξαν περίτρανα. Ο δρόμος στρώθηκε, η υποδομή για τη φρίκη έχει στηθεί. Δεκάδες χρόνια πλύσης εγκεφάλου, δαιμονοποίησης, απανθρωποποίησης, απέφεραν καρπούς. Η συμμαχία ανάμεσα στους πολιτικούς και στα ΜΜΕ να αποκρύπτουν και να αρνούνται την πραγματικότητα έχει πετύχει. Το Ισραήλ έχει πάρει θέση για να τελέσει φρικαλεότητες. Κανείς δε θα σταθεί στο δρόμο του. Ούτε από τα μέσα ούτε από τα έξω. 
Εκτός από τα συνηθισμένα υποκριτικά λόγια, ο κόσμος της εποχής του Τραμπ δε θα κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του, ακόμα κι αν η Γάζα γίνει -Θεός φυλάξοι- Ρουάντα. Ακόμα και τότε οι παρατηρητές και οι αναλυτές θα απαγγείλουν ότι ο Ισραηλινός στρατός πέτυχε τους στόχους του, ότι ο Ισραηλινός στρατός επέδειξε αυτοσυγκράτηση, ότι είναι ο πιο ηθικός, και “τι θες δηλαδή να κάνει”;
Ο αρχηγός του επιτελείου ενόπλων δυνάμεων θα κηρυσσόταν ο άνδρας της χρονιάς, ο μετριοπαθής, ο καλός άνθρωπος, η αντιπολίτευση θα χειροκροτούσε στο τουίτερ. Στην πλατεία του χωριού η νίκη της “αριστερής” τραγουδίστριας θα γιορταζόταν, κανείς δε θα σκεφτόταν να ακυρώσει το πάρτι, ή τουλάχιστον να αφιερώσει μια στιγμή για τους νεκρούς.
Είμαστε ήδη εκεί. Αυτή η στιγμή έχει φτάσει. Η Ρουάντα φτάνει στη Γάζα και το Ισραήλ πανηγυρίζει. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ήδη φυλακιστεί, και η τύχη τους δεν έχει σημασία για κανέναν. Εικόνες εμφανίζονται περιστασιακά και φευγαλέα με παιδιά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και γονείς χωρίς νερό, με ανάπηρους, με ανθρώπους χωρίς πόδια να δολοφονούνται, όλοι παιδιά προσφύγων της καταστροφής που ρίξαμε στα κεφάλια τους το 1948.
Τι σχέση έχουμε μεις; Η Χαμάς φταίει. Εξήντα άτομα σκοτώθηκαν μέσα σε μια μέρα, κι ούτε λίγη θλίψη δε φάνηκε στο Ισραήλ. Κι ούτε και πρόκειται από δω και πέρα.

Πηγή: Haaretz 

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

«Αυτοσυγκράτηση» και κυνισμός




του Παντελή Μπουκάλα

«​Αυτοσυγκράτηση»; Και μάλιστα «η μέγιστη δυνατή»; «Και από τις δύο πλευρές»; Για να το λέει επίσημα η Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεν σύρθηκε ποτέ στο αμερικανικό άρμα, θα έχει τις πληροφορίες της. Θα μελέτησε προσεχτικά και τα φιλμ από τη Λωρίδα της Γάζας, όσα βγαίνουν στο δημοσιογραφικό φως και όσα προκύπτουν από μυστικές υπηρεσίες και δορυφόρους. Θ’ άκουσε και τις εξηγήσεις των Αμερικανών και των Ισραηλινών, ίσως και των Παλαιστινίων, για τους τύπους, και θ’ αποφάσισε. Τι; Μα ό,τι είχε αποφασίσει και σε προηγούμενες σφαγές αμάχων. Πως «χρειάζεται αυτοσυγκράτηση». Η «μέγιστη δυνατή και από τις δύο πλευρές».
Ζεις λοιπόν στη Λωρίδα της Γάζας. Δέκα χιλιόμετρα πλάτος, 41 μήκος. 1.900.000 ο πληθυσμός, 60% η ανεργία των νέων. Μια ανοιχτή φυλακή. Τα καλύτερα χωράφια απαγορεύεται να τα καλλιεργείς – είναι νεκρή ζώνη. Να ψαρεύεις πέρα από τα έξι μίλια (και πρακτικά πέρα από τα τρία), επίσης απαγορεύεται. Η ελευθερία μετακίνησης; Σχεδόν μηδενική. Εκατοντάδες σχολεία κατεστραμμένα από τις αεροπορικές επιδρομές. Οι περιορισμοί στα σύνορα με το Ισραήλ ισχύουν πια (τιμωρητικώς) και για τους αρρώστους: μόνο ένα στα δύο αιτήματα μετακίνησης σε νοσοκομείο του Ισραήλ γίνεται δεκτό. Το ηλεκτρικό, η ύδρευση, η αποχέτευση, σοβαρά τραυματισμένα. Λόγω του εμπάργκο, ένα εκατομμύριο εγκλωβισμένοι, οι μισοί δηλαδή, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της πείνας. Μαζικό μπούλινγκ, πλην η Γιουροβίζιον και η «διεθνής κοινότης» ενδιαφέρονται για τα εξατομικευμένα. 
Μολαταύτα, χρειάζεται να «σε πληρώσει η Χαμάς», όπως αποφαίνονται Ισραηλινοί και Αμερικανοί, για να βγεις να διαμαρτυρηθείς. Χρειάζεται να είσαι «μίσθαρνο όργανο» για να ενώσεις τη φωνή σου με τη φωνή των δίχως πατρίδα συμπατριωτών σου. Να φωνάξεις τι; Ας πούμε ότι υπάρχουν ένα σωρό ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναγνωρίζουν τα δίκαιά σου. Αλλά όχι. «Πρέπει να αυτοσυγκρατηθείς». Να μην οπλίσεις τη σφεντόνα σου, γιατί και μόνο που θυμίζεις την ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ, αντεστραμμένη, είσαι ένας άθλιος σφετεριστής του ξένου θρύλου. Και να μη βάλεις φωτιά σε χάρτινους αετούς, γιατί αυτό το βαρύ όπλο απαγορεύεται από τη Συνθήκη της Γενεύης. Ενώ τα αυτόματα, τα πολυβόλα, τα χημικά και βέβαια τα ντρον δεν απαγορεύονται, καθότι ελαφρότατος οπλισμός. Ούτε οι βολές των ελεύθερων σκοπευτών εναντίον ανθρώπων που βρίσκονται πολύ μακριά από τους διαδηλωτές. Ούτε τα δακρυγόνα καταπάνω σε σκηνή πρώτων βοηθειών. Είναι άλλωστε «αυτοσυγκρατημένα».

Πηγή: Καθημερινή

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Για το 1968 στο Παρίσι…




του Παναγιώτη Νούτσου
ομότιμου καθηγητή Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Τι θα ήταν ακόμη ένας επετειακός απολογισμός για τον Γαλλικό Μάη με επίκεντρο την ανίχνευση της δυναμικής των ιδεών, τότε και τώρα; Για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τίποτε δεν προμηνούσε τα γεγονότα του Μαΐου-Ιουνίου 1968, τα οποία αντιμετώπισε στην έκρηξή τους με άφωνη δυσπιστία και στην εκτύλιξή τους με χλευασμό και εχθρότητα.
Μέσα από το πανδαιμόνιο που δημιούργησε η συστράτευση του Μαρξ, του Μπακούνιν, της Λούξεμπουργκ, του Τρότσκι, του Στάλιν, του Μάο και του Τσε αναδύθηκε μια δέσμη ιδεών που κατέγραψε ή υπαινισσόταν κάποια διαφορετική αίσθηση της ιστορίας, χωρίς τις φθαρμένες ετικέτες της κομματικής «ορθοδοξίας» και τις αναλύσεις ακόμη και των διαφωνούντων θεωρητικών της («Althusser a rien») που είχαν μετατραπεί σε «βεντέτες της Διανόησης», κατά την προκλητική διατύπωση των «Situationnistes».
Η συνθηματολογική κυρίως καταγραφή αυτής της εμπειρίας («ecrivez partout») δεν κάλυψε μόνον τους τοίχους της Σορβόνης, αλλά και το εργοστάσιο της Ρενό, προσφέροντας οξύτατα ερεθίσματα για την επίγνωση σημαντικών προβλημάτων που έθετε η καθημερινή δράση των ατόμων ως πολιτική διαγωγή.
Από μια άποψη επαληθευόταν η νεανική παρατήρηση του Mαρξ ότι η κοινωνική ευμάρεια και όχι η δυσπραγία οδηγεί τους ανθρώπους στην «πολιτική λογική» (1844). Πέρα όμως κι απ' αυτήν εκτοξεύεται η άρνηση των μεγάλων και γι' αυτό κενών ιδεολογικών σχημάτων, θραύεται η λογική επιφάνεια που συχνά λειτουργεί ως επικάλυψη των πραγμάτων, απορρίπτεται η αυθεντία μιας επιστήμης των κοινωνικών νομοτελειών και προτάσσεται η αξιοποίηση του διαθέσιμου χρόνου χωρίς καταναλωτικά πρότυπα.
Επιπλέον, καταγγέλλεται ο κατακερματισμός της γνώσης που γεννά τον «Fachidiot» και τον εξουσιαστή των ανθρωπίνων αναγκών, γίνεται δακτυλοδεικτούμενος ο πατερναλισμός που προσδιορίζει τις σχέσεις των δύο φύλων, αποδοκιμάζεται η λογική της ανάπτυξης και της θεσμικής ιεράρχησης των αναγκών.
Τέλος, προκρίνεται η αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν και της «σταδιοκρατίας» από την εξέγερση και προτείνεται η μεταφορά του «περιθωρίου» στο επίκεντρο και αντίστοιχα της «αυθεντίας» στην περιφέρεια. Αν ο ρεαλισμός σήμαινε την απαίτηση του αδύνατου («Soyez réalistes, demandez l’ impossible»), τότε έγινε αντιληπτή η δυνατότητα της κοινωνικής ανατροπής χωρίς να προϋπάρξουν ή, έστω, να εφευρεθούν οι ειδικευμένοι μηχανισμοί της πολιτικής μεταβολής.
Αυτή η ατημέλητη και ασυντόνιστη συνηγορία του υποκειμένου ως μοναδικού δικαιώματος του ανθρώπου έδειξε με πολιτικό τρόπο -αλλά πάντως όχι προς όφελος των παραδοσιακών σχημάτων της Αριστεράς, ούτε ακόμη και για τις ίδιες τις οργανωμένες πτέρυγες των πρωταγωνιστών του Μαΐου- την επικαιρότητα της κοινωνικής επανάστασης.
Ο βραχύς συγκλονισμός της γαλλικής κοινωνίας, έστω και ως «αντίδοτο στη γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού», λειτούργησε ως εναλλακτική πρόταση στη θεσμοποιημένη διαδικασία παραγωγής του μαρξιστικού λόγου και έδωσε την ευκαιρία, hie et nunc, να ξανατεθεί από την αρχή το πρόβλημα της αυτονομίας. Γι' αυτό ενέπνευσε κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησης των διαταξικών σχισμάτων της υπάρχουσας ταξικής και ετερόνομης κοινωνίας. Ο,τι συνέβη το 1968 στο Παρίσι, όπου αναβαπτίζεται και η ετερόδοξη αριστερή διανόηση της ελληνικής παροικίας, και στις άλλες πόλεις της Δυτ. Ευρώπης, έδωσε ένα αιφνιδιαστικό αλλά καίριο χτύπημα στα θεωρήματα του «μαρξισμού-λενινισμού».
Στην εγχώρια Αριστερά, που συνεχίζει να υφίσταται τις διώξεις του δικτατορικού καθεστώτος και να επαληθεύει τους αρχαίους παραδοξογράφους ότι «ἐν Γυάρῳ τῇ νήσῳ λέγεται τοὺς μῦς τὸν σίδηρον ἐσθίειν», η εμπειρία αυτή διαμεσολαβείται με τους αγωγούς και τα σύστοιχα αιτήματα της συγκυρίας, χωρίς ωστόσο να εκληφθεί ως ανέφικτη η αφομοίωσή της με βάση τα σχήματα διαφοροποίησης που ήδη είχαν εμφανιστεί για να αξιώσουν την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος.
Με τα στοιχεία πάλι της συγκυρίας θα σφραγιστεί η δυναμική ενός ολοένα και πιο σφριγηλού πνεύματος εξέγερσης των νέων που θα κορυφωθεί στα γεγονότα του «Πολυτεχνείου», χωρίς όμως να αποτραπεί η διάχυσή του στα ανασυντασσόμενα κόμματα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς και δίχως να αποτελέσει έτσι μια αυτοδύναμη πολιτική δύναμη που έξω απ' αυτά θα μπορούσε να συμβάλει είτε στην αναζωογόνηση είτε στην απίσχνανσή τους.
Ως προς το ίδιο το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, η διεργασία επανεκτίμησης των γεγονότων του Μαΐου, ήδη από το 1978, στοιχήθηκε με κάποιες αλλαγές που αφορούσαν την απάλειψη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» από το καταστατικό του, την αποποίηση του «μαρξισμού -λενινισμού», τη χάραξη της στρατηγικής του «γαλλικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό» κ.λπ.
Πάντως η εξόφθαλμη αναντιστοιχία αυτών των νεωτερισμών με την παγιωμένη εσωτερική του λειτουργία επέτρεψε την εμφάνιση, μέσα κι έξω πια απ' αυτό, ανανεωτικών κινήσεων που έδειχναν, inter alia, πόσο δυσχερής είναι η πορεία ανάπλασης κομματικών σχηματισμών που ex difinitione προβάλλονται ως μηχανισμοί για να πραγματοποιήσουν την πολιτική ανατροπή και να επιβάλουν στη συνέχεια, ακόμη και με βίαια μέσα (ήδη ο Ροβεσπιέρος επικαλούνταν τον «δεσποτισμό της ελευθερίας»), την κοινωνική αναμόρφωση.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Εθισμός στη βαρβαρότητα




του Σταμάτη Θεοδωρόπουλου

Έχουν περάσει μόλις 48 ώρες και η σφαγή 60 Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας έχει ήδη απομακρυνθεί από το επίκεντρο της ειδησεογραφίας.
Σε μια βδομάδα θα ανήκει απλώς στο μακρύ κατάλογο των φρικαλεοτήτων που έχουν συμβεί τα προηγούμενα 70 χρόνια στη Μέση Ανατολή.
Αυτός ο εθισμός στη φρίκη δεν είναι μια τυχαία διαδικασία. Σε μεγάλο βαθμό είναι μια σταθερά στην επικοινωνιακή διαχείριση των διεθνών συρράξεων.
Παλιά, μέχρι περίπου το Βιετνάμ, οι στρατιωτικές δυνάμεις που υλοποιούσαν βομβαρδισμούς ή επιθέσεις κατά αμάχων επιδίωκαν να απομακρύνουν τις κάμερες των φωτογράφων από τα σημεία των συγκρούσεων. Ήθελαν να το κρύψουν και συνήθως αποτύγχαναν. Δημοσιογράφοι και φωτογράφοι έγιναν διάσημοι και πήραν βραβεία χάρη στην δουλειά τους για να αποκαλύψουν στον κόσμο όσα κυβερνήσεις και στρατιωτικές ηγεσίες απέκρυπταν.
Από μια στιγμή και μετά, το παιχνίδι άλλαξε. Ο αρχικός Πόλεμος του Κόλπου το 1991 ήταν η πρώτη πολεμική αναμέτρηση σε απευθείας μετάδοση. Οι κάμερες έδειχναν καθαρά τους βομβαρδισμούς στη Βαγδάτη και μπορεί να μην έκαναν ζουμ στα ερείπια αλλά όλοι αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν άνθρωποι, άμαχοι στο πεδίο ρίψης των βομβών.
Ακολούθησε η Γιουγκοσλαβία, ο δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου, οι εικόνες από τη Ρουάντα, οι συνεχείς ειδήσεις από τα Κατεχόμενα, την Ιντιφάντα και τους νεκρούς και τραυματίες Παλαιστίνιους, οι θηριωδίες του ISIS και της Αλ Κάιντα όπως η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους αλλά και οι χωρίς αναστολές βομβαρδισμοί μέσα στις πόλεις από τους αντιπάλους των τζιχαντιστών, Αμερικανούς και Ρώσους.
Το 1968 η φωτογραφία από ένα κοριτσάκι καμένο από ναπάλμ άλλαξε την στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης για το Βιετνάμ. Σήμερα αν είναι μόνον ένα δεν αποτελεί είδηση. Οι δεκάδες νεκροί τραβάνε την προσοχή για λίγες μέρες. Σύντομα θα χρειάζονται εκατοντάδες για το ίδιο προσωρινό αποτέλεσμα δημοσιότητας.
Αυτά όλα έχουν αναλυθεί από θεωρητικούς, συνδέονται και με τη «θεραπεία του Σοκ» και άλλες ιδεολογικές πρακτικές της ανθρωπιστικής και φωτισμένης Δύσης.
Η Παλαιστίνη ξεχωρίζει μέσα σε αυτή την απαρίθμηση γιατί έχει μια αντοχή, μια διαχρονικότητα που φέρνει δέος. Τα Κατεχόμενα εδάφη είναι κατεχόμενα εδώ και 51 χρόνια και όμως δεν έχουν σταματήσει να βράζουν. Αλλού σε τόσο διάστημα, μια ζωή, οι πληγές κλείνουν είτε με συμβιβασμό είτε με παραίτηση του ηττημένου. Στα Κατεχόμενα δεν παραιτείται κανείς. Δεν πρόκειται μόνον για τον μηχανισμό της Χαμάς, που προφανώς συμμετέχει στις τελευταίες συγκρούσεις.
Πριν 40 χρόνια ήταν η οργάνωση της PLO, πριν 20 χρόνια άλλες κινήσεις που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Αν η Χαμάς ηττηθεί πολιτικά (με τις ακραίες ισλαμιστικές της θέσεις) θα προκύψει μια άλλη οργάνωση να ηγηθεί των Παλαιστινίων.
Οι Παλαιστίνιοι δεν παραιτούνται αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν ενδιαφέρεται.
Η απόφαση Τραμπ για μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ αποτελεί στήριξη της πιο σκληρής γραμμής στο Ισραήλ, αυτής που υπονομεύει την λύση των δυο κρατών. Η ΕΕ τηρεί ίσες αποστάσεις ακόμη και μπροστά στις σφαγές, εγκλωβισμένη όχι μόνον στις περιφερειακές ισορροπίες της αλλά και στην αδυναμία της στην Άμυνα και Εξωτερική πολιτική.
Οι Παλαιστίνιοι φωνάζουν στις διαδηλώσεις «δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη». Έχουν δίκιο, το έχει δείξει η ιστορία της περιοχής. Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το τι ακριβώς θα ήταν μια δίκαιη λύση στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Υπάρχει και δεν το ξεχνάμε το δικαίωμα και του Ισραήλ να υπάρξει ως κράτος, το ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων Παλαιστινίων, το πρόβλημα των εποίκων που αποσπούν καλλιεργήσιμη γη από τη λίγη που έχει απομείνει για τους Παλαιστίνιους στα κατεχόμενα.
Αλλά κανένα πολιτισμένο κράτος δεν μπορεί να ασκεί πολιτική πυροβολώντας παιδιά στο σωρό.
Το όριο αυτό θα έπρεπε να είναι απόλυτο.
Το ότι δεν είναι, το ότι η διεθνής κοινή γνώμη αποκτά σταδιακά εθισμό ακόμη και σε αυτό, σημαίνει ότι βυθιζόμαστε διαρκώς βαθύτερα στη βαρβαρότητα.

Πηγή: metasximatismos.gr

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Μια προμελετημένη σφαγή




Τα δολοφονικά μυαλά γνωρίζουν πως ο θάνατος ενός ανυπεράσπιστου κι αθώου πολίτη προκαλεί περισσότερη κατακραυγή από την εκτέλεση ενός «τρομοκράτη». Κι αυτό το ξέρουν καλά οι Ισραηλινοί, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες έχουν καταδικάσει έναν ηρωικό λαό σε αργό και βασανιστικό θάνατο.
Παρ’ όλο που έχουν τις πλάτες των Αμερικανών και την συνένοχη σιωπή της Δύσης, οι Ισραηλινοί τα χουν βρει σκούρα με την αντίσταση των Παλαιστινίων. Ένας λαός αποκομμένος, εξουθενωμένος κι άοπλος (εκτός κι αν θεωρούνται οι σφεντόνες κι οι χαρταετοί θανάσιμα όπλα) αγωνίζεται με πάθος δεκαετίες τώρα για τη γη και τη ζωή που του έχουν κλέψει.
Μέχρι σήμερα το κράτος του Ισραήλ κατάφερε με τακτικούς κι ανελέητους βομβαρδισμούς να κρατήσει σε αδράνεια τον παλαιστινιακό λαό. Η Λωρίδα της Γάζας μπορεί να θεωρείται η μεγαλύτερη υπαίθρια φυλακή του κόσμου αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα ενοχλητικό αγκάθι για τους βάρβαρους κατακτητές. Τώρα όμως που οι εξελίξεις τρέχουν και τα μέτωπα με το Ιράν γίνονται όλο και πιο επικίνδυνα, οι Ισραηλινοί πήραν την απόφαση να λύσουν μια για πάντα αυτό το ζήτημα. 
Ξέρουν όμως πως δεν μπορούν να εξοντώσουν έναν λαό άοπλο. Γι’ αυτό το λόγο αναζητούν κάποιο άλλοθι που θα αναγκάσει τον παλαιστινιακό λαό να στραφεί στα όπλα. Η προεκλογική υπόσχεση του Αμερικανού πρόεδρου να μεταφερθεί η αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ ήταν η πρώτη αφορμή. Οι καθημερινές εκτελέσεις άοπλων διαδηλωτών εντός παλαιστινιακού εδάφους που ξεκίνησαν από τις 30 Μαρτίου είναι η δεύτερη αφορμή. Τώρα ήρθε να προστεθεί η ξεδιάντροπη δολοφονία παιδιών είτε με σφαίρες (8 παιδιά κάτω των 16 χρονών) είτε με χημικά (ένα βρέφος 8 μηνών). Κι όσο ο καιρός θα περνάει, οι Ισραηλινοί θα οδηγηθούν σε ακόμη πιο αποτρόπαιες πράξεις για να πετύχουν όσο πιο σύντομα γίνεται το σκοπό τους. Γι’ αυτό το λόγο απαισιοδοξώ και φοβάμαι πως θα γίνουμε βουβοί μάρτυρες ακόμη περισσοτέρων φρικαλεοτήτων.
Οι εξελίξεις τρέχουν και το Ισραήλ βιάζεται να αλλάξει τα σύνορα της Μέσης Ανατολής εις βάρος του Ιράν. Κι όπως ξέρουμε, κάθε αλλαγή στους χάρτες συνοδεύεται με λουτρά αίματος.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Παλαιστίνη: Ένα έγκλημα δίχως τελειωμό και δίχως τιμωρία




Θάνατος χωρίς τέλος σήμερα 14 Μάη από το πρωί στα παλαιστινιακά εδάφη. 70 χρόνια από την Νάκμπα (την «καταστροφή» όπως την ονόμασε ο παλαιστινιακός λαός), οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής δολοφονούν χωρίς έλεος Παλαιστινίους διαδηλωτές, εφήβους, ανάπηρους, παιδιά. Είναι μια «υπέροχη ημέρα» τουίταρε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου, θεωρητικώς αναφερόμενος στα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ παρουσία της προεδρικής κόρης Ιβάνκα Τραμπ, και αφήνοντας άφωνους τους κυνικότερους των κυνικών.
Εδώ και εβδομάδες στην πραγματικότητα, το αίτημα της επιστροφής, η καμπάνια Great Return March, αποτέλεσε σπίθα για περαιτέρω κλιμάκωση του παλαιστινιακού αγώνα για μια ελεύθερη πατρίδα και για μια ζωή με αξιοπρέπεια, μέσα από κινητοποιήσεις τουλάχιστον κάθε Παρασκευή, αλλά και πιο έκτακτα. Σήμερα, τα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, κίνηση που de facto αναγνωρίζει την πόλη ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ένα πάγιο ισραηλινό αίτημα που παραβιάζει όλες τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ και κάθε έννοια του όποιου «διεθνούς δικαίου», είναι η κορύφωση της πιο προκλητικής κίνησης όλων των τελευταίων χρόνων από την πλευρά της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Για τους Παλαιστινίους είναι άλλη μια πληγή που μετατρέπεται σε αιτία αγώνα, και για τον ισραηλινό στρατό κατοχής άλλη μια αφορμή για τη σφαγή ενός λαού. Τον στρατό των εκλεκτών «συμμάχων» της ελληνικής κυβέρνησης.
Θυμίζουμε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, Τραμπ, με διάγγελμά του τον περασμένο Δεκέμβριο αναγνώρισε επισήμως την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και ανακοίνωσε τη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ εκεί από το Τελ Αβίβ. Η απροκάλυπτα και ωμά επιθετική αυτή διπλωματική ενέργεια δεν έχει (ακόμη τουλάχιστον) γίνει αποδεκτή από αρκετές σύμμαχες χώρες τόσο του Ισραήλ όσο και των ΗΠΑ. Αφού δυνάμεις, όπως αυτές της ΕΕ για παράδειγμα, αν και δεν κόπτονται καθόλου για την τύχη του παλαιστινιακού λαού όπως έχουν αποδείξει πολλάκις επί δεκαετίες, πιθανόν δεν είχαν σχεδιάσει ούτε είναι έτοιμες ακόμη να διαχειριστούν μια τέτοια κλιμάκωση όπως αυτή που διαφαίνεται από τέτοιες κινήσεις. Είμαι μια κλιμάκωση που φαίνεται να κουμπώνει περισσότερο στους αμερικανοϊσραηλινούς σχεδιασμούς που μετά την σχετική αποτυχία – δυστοκία στη Συρία επιχειρούν όπως φαίνεται με ασύμμετρο τρόπο να δημιουργήσουν αναταράξεις σε όλη πραγματικά την περιοχή της Μέσης Ανατολής δείχνοντας όλο και πιο συχνά προς τον στόχο της Τεχεράνης. Στις ελλληνοϊσραηλινές σχέσεις βέβαια και στα πλαίσια του άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ το κλίμα είναι λαμπρό την ίδια στιγμη. Τα ελληνικά χαμόγελα και οι αβρότητες περισσεύουν ενώ χαρακτηειστική είναι και η δήλωση του Νετανιάχου προχθές μετά τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα στην Κύπρο: «Χτίζουμε μια εξαιρετική συμμαχία».
Δεκάδες νεκροί σε μια μέρα μόνο στην Παλαιστίνη λοιπόν. Και είναι σχεδόν σαν να έχουμε εξοικειωθεί πλήρως με τέτοιες ειδήσεις. Οι πρώτες αναφορές μιλούσαν για 8 νεκρούς, γρήγορα ανέβηκε ο αριθμός σε πάνω από 20 και ποιος ξέρει που θα σταματήσει ο αριθμός, οι τελευταίες και ενώ γραφόταν αυτό το άρθρο, μιλούσαν για 31 νεκρούς και πάνω από 1.000 τραυματίες. Δυο μέρες μετά το χαζοχαρούμενο event της γιουροβίζιον, όπου η ισραηλινή νικήτρια (παράλληλα με την προσπάθειά να εμφανιστεί ότι ταυτίζεται / ακουμπάει σε πλευρές του ευρύτερου φεμινιστικού κινήματος με το τραγούδι της) δεν δίστασε να δηλώσει «αγαπώ την πατρίδα μου, σας περιμένουμε στην Ιερουσαλήμ» παραπέμποντας επίσης στην αλαζονική προσπάθεια επιβολής της ιστορικής πόλης ως μιας πόλης μόνο εβραϊκής και ετσιθελικά πρωτεύουσας μάλιστα του Ισραήλ…. Η ισραηλινή νικήτρια που περήφανα ανάρτησε φωτογραφίες της από την εθελοντική της συμμετοχή στις μονάδες παρακολούθησης του ισραηλινού στρατού εκτός της υποχρεωτικής της θητείας, την οποία υπηρέτησε προφανώς με μπόλικο ζήλο.
Όμως τα φώτα έσβησαν, τα ηχεία και οι ενισχυτές σίγησαν. Και τα όπλα του ισραηλινού στρατού έπιασαν δουλειά. Οι αναφορές ανατριχιαστικές από το πρωί: Συλλήψεις και μέσα στην Ιερουσαλήμ, δακρυγόνα και χτυπήματα στο ψαχνό σε όλη την έκταση του φράχτη με τη Γάζα. Κι όλα αυτά -όχι τυχαία- τις μέρες που συμπληρώνονται 70 χρόνια από την αρχή του δράματος. 70 χρόνια από τη Νάκμπα! 70 χρόνια από τότε που με απόφαση της τότε Κοινωνίας των Εθνών ιδρυόταν το ανεξάρτητο κράτος του Ισραήλ σε γη όπου ζούσαν κατά πλειοψηφία Παλαιστίνιοι και οι άραβες γείτονες με τα τότε βασιλικά τους καθεστώτα (κυρίως Αίγυπτος και Ιορδανία τότε οι οποίες κατείχαν μετά από τις διευθετήσεις με τους αποχωρούντες αποικιοκράτες Άγγλους τη Λωρίδα της Γάζας η πρώτη και τη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ η δεύτερη) αρνούνταν την ίδρυση παράλληλα ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποβλέποντας στη διατήρηση του ελέγχου τους επί της παλαιστινιακής γης. Την ίδρυση του Ισραήλ ακολουθούν μαζικές μεταναστεύσεις Εβραίων στην Παλαιστίνη και η προσάρτηση παλαιστινιακής γης δια της στρατιωτικής και παραστρατιωτικής οδού (μην ξεχνάμε τις «δάφνες» του αποθανόντα Αριέλ Σαρόν από την περίοδο εκείνη λόγω των «εκκαθαριστικών» του επιτευγμάτων). Το 1948, περίπου ο μισός τότε πληθυσμός των Παλαιστίνιων, περίπου 800.000, παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς και θα ακολουθεί από το δεύτερο κύμα προσφυγιάς το 1967, μετά τον πόλεμο των 6 ημερών, οπότε το Ισραήλ κατέλαβε και τα εδάφη που έλεγχαν Ιορδανία και Αίγυπτος φθάνοντας σχεδόν μέχρι τη χερσόνησο του Σινά.
Όλες αυτές τις δεκαετίες, η πλειοψηφία των αραβικών ηγεσιών εξέφραζε συμπαράσταση στους Παλαιστινίους και οργή για την ισραηλινή κατοχή, κάνοντας επί του πρακτέου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σχεδόν τίποτε. Πολλές φορές ούτε καν τα χρήματα που ανακοινώνονταν ως βοήθεια δεν έφταναν στα παλαιστινιακά εδάφη. Σήμερα, δεν υπάρχουν καν καταδίκες από όλους, καθώς οι πετρελαιομοναρχίες με αιχμή τη Σ. Αραβία τα «έχουν βρει» με τον αμερικανο-ισραηλινό άξονα. 
Έκτοτε, το Ισραήλ έχει μετατραπεί σε μία από τις μακροβιότερες, αν όχι η μακροβιότερη, κατοχική δύναμη στον πλανήτη καθώς διαρκώς δια της βίας, της τρομοκρατίας, των δολοφονιών, της εξαθλίωσης και του εξευτελισμού, δημιουργεί δεδομένα στο έδαφος και προκαταλαμβάνει εξελίξεις, «τρώγοντας» βήμα βήμα ό,τι απέμεινε από την παλαιστινιακή γη το 1948 και το 1967 με την πασίγνωστη μέθοδο των εποικισμών που έχουν καταντήσει αδιάβατα τα παλαιστινιακά εδάφη. Ακόμη όμως και στη Γάζα, από όπου αποχώρησε ο κατοχικός στρατός το 2005, πρακτικά είναι πάντα εκεί αφού ουσιαστικά την μετέτρεψε σε μια τεράστια φυλακή για 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, που δεν μπορούν ούτε νερό, ούτε ρεύμα, ούτε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη και τρόφιμα να έχουν αν το Ισραήλ δεν το επιτρέψει και δεν ανοίξει τις ελάχιστες εισόδους – εξόδους της φυλακής..
Απέναντι σε όλα αυτά, η …«διεθνής κοινότητα», πιο προκλητικά από ποτέ σήμερα, δεν ψελλίζει ούτε καν μια λέξη καταδίκης. Οι ισραηλινές κυβερνήσεις δολοφονούν ατιμωρητί όποιον θέλουν και όπου θέλουν (να θυμηθούμε τις επιδρομές στη Συρία) και κανείς δεν μιλά. Παραβιάζουν προκλητικά και χυδαία αποφάσεις του ΟΗΕ, κάθε διεθνούς οργανισμού και εκβιάζουν απροκάλυπτα τη…«διεθνή κοινότητα» και δεν κουνιέται φύλλο. Εκτελούν εν ψυχρώ αμάχους, γυναίκες, μανάδες, παιδιά, δημοσιογράφους, ξένους φιλειρηνιστές, και «δεν ανοίγει ρουθούνι». Φυλακίζουν επί χρόνια χωρίς απαγγελία κατηγοριών, ακόμη και ανηλίκους, και δεν «ενοχλείται κανείς». Αντίθετα όποιος τολμήσει να καταγγείλει την ισραηλινή κατοχική πολιτική χαρακτηρίζεται αυτομάτως «αντισημίτης» ακόμη και αν εβραίος (ίσως ο Τσόμσκι να είναι το γνωστότερο παράδειγμα).
Οι σημερινοί νεκροί προστίθενται σε δεκάδες άλλους μόνο τον τελευταίο ένα μήνα και χιλιάδες τραυματίες. Και μόνο όσον αφορά τις πορείες του παλαιστινιακού λαού ενάντια στον φράχτη, την καμπάνια της Μεγάλης Επιστροφής. Η καινούρια «ιστορία με δράκους» του Ισραήλ βέβαια λέει ότι το Ιράν χρηματοδοτεί την καμπάνια (δηλώσεις από την Shin Bet, την υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας). Όμως όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες, όπως φαίνεται στα τόσα χρόνια ιστορίας και αγώνων, την καμπάνια την τωρινή και τη θυσία τη διαχρονική, αν κάτι τα κινητοποιεί είναι, στην πραγματικότητα, η ίδια η αδικία και η καταπίεση ενός ολόκληρου λαού. Είναι η θέλησή του για δικαιοσύνη και ελευθερία. Είναι ο μοναδικός δρόμος για την αξιοπρέπειά του.
Γι αυτό η Παλαιστίνη είναι «πιο πατρίδα από τις άλλες πατρίδες» ή καλύτερα μια πατρίδα που την αγαπούν άνθρωποι από όλον τον κόσμο. Γιατί οι εξεγερμένοι και οι καταπιεσμένοι, οι άνθρωποι της δουλειάς, των μικρών και μεγάλων καθημερινών δυσκολιών βλέπουν στον αγώνα των παιδιών τη Παλαιστίνης για ελευθερία και τον δικό τους αγώνα. Βλέπουν ίσως λίγη από την έμπνευση και το κουράγιο που τους λείπει. Όπως έλεγε η Rafeef Ziadah, οι Παλαιστίνιοι, δείχνουν πώς να ζούμε και να αγωνιζόμαστε:
«Διδάσκουμε ζωή. Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, διδάσκουμε ζωή όταν αυτοί έχουν καταλάβει και τον τελευταίο ουρανό. Διδάσκουμε ζωή, αφού μετά τον τελευταίο ουρανό, έχτισαν τους εποικισμούς τους και τα τείχη του Απαρτχάιντ. Διδάσκουμε ζωή. Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, ξυπνάμε κάθε πρωί για να διδάξουμε όλο τον υπόλοιπο κόσμο ζωή.» 

*Στην Αθήνα διοργανώνεται από την Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό, αύριο Τρίτη 14/5, μεγάλη πορεία για τα 70 χρόνια από τη Νάκμπα. Η πορεία θα κατευθυνθεί προς την Αμερικάνικη και την Ισραηλινή Πρεσβεία από το Μέγαρο Μουσικής με προσυγκέντρωση στις 18:00

Πηγή: Το Περιοδικό

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Μια σφαγή που κανείς δε σταματάει...



Εβδομήντα χρόνια μετά την Μεγάλη Έξοδο των Παλαιστινίων από τα εδάφη τους, ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να το γιορτάσει αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως επίσημη πρωτεύουσα του Ισραήλ. Όταν εφάρμοσε κι αυτήν την προεκλογική του υπόσχεση, μία παγκόσμια ανησυχία προστέθηκε στην ήδη τεταμένη κατάσταση της Μέσης Ανατολής.
Οι Παλαιστίνιοι ζουν από το 1947 σε ένα κράτος-φυλακή ξεχασμένο από την Δύση και παρατημένο από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες. Δεκαετίες διεκδικεί την χαμένη του πατρίδα αντιμετωπίζοντας έναν ισχυρό εχθρό που εφαρμόζει τακτικές παρόμοιες μ' αυτές των Ευρωπαίων στην Αφρική και των Γερμανών ναζί στις κοινωνικές, πολιτικές, εθνικές και θρησκευτικές ομάδες που είχαν στοχοποιήσει.
Από τις 30 Μαρτίου που είναι η Μέρα της Γης για τους Παλαιστίνιους, έχει ξεκινήσει ένα νέο λουτρό αίματος για το οποίο αποσιωπάται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ενώ οι Παλαιστίνιοι συγκεντρώνονται για να αποδώσουν τιμή σε όσους έχασαν τη ζωή τους διεκδικώντας τα εδάφη τους και τα σπίτια τους, Ισραηλινοί ελεύθεροι σκοπευτές δολοφονούν ανεξέλεγκτα ανθρώπους κάθε ηλικίας, ενώ τα θύματα βρίσκεται μέσα σε παλαιστινιακό έδαφος. Από εκείνη τη μέρα έχουν δολοφονηθεί 47 άνθρωποι.
Σήμερα που γίνονται τα εγκαίνια της νέας αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, μετράμε ήδη 41 νεκρούς και 900 τραυματίες...
Η σφαγή των Παλαιστινίων είναι η ντροπή της σύγχρονης ιστορίας μας με τη συνενοχή των σιωπηλών δυτικών χωρών.

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Το συμβάν του Μάη




του Κώστα Δουζίνα

Κοιτάζοντας πίσω στο 1968, «τα γεγονότα του Μάη», μου προκαλεί εντύπωση μια προφανής αντίφαση. Από τη μια πλευρά, τη δεκαετία του ’60 αυτό που ονομάσαμε «γαλλική σκέψη», η φιλοσοφική σκέψη της Γαλλίας, ήταν προσηλωμένη σε μια μορφή αντι-ανθρωπισμού. Ολα τα σπουδαία ρεύματα στη φιλοσοφική σκέψη ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση: οι Μαρξιστές, κυρίως ο Αλτουσέρ και οι σύντροφοί του, ο Μπαλιμπάρ, ο Πουλαντζάς και ο Ρανσιέρ, έπειτα οι Νιτσεϊκοί με τον Ρολάν Μπαρτ και τον Μισέλ Φουκώ, μια βασική παρουσία σε αυτό τον διάλογο, τέλος, οι Φροϋδικοί με τον Λακάν και τους επιγόνους του και, βέβαια, ο Ζακ Ντεριντά με την εκλεκτικιστική του προσέγγιση, που συνδιαλέγεται με όλα τα ρεύματα.
Ολοι επιτίθενται στον ανθρωπισμό, επιδιώκοντας ένα πρόγραμμα που συνοψίζεται εύστοχα από τον Εμανουέλ Λεβινάς: ο ανθρωπισμός δεν τοποθετεί αρκετά υψηλά τον άνθρωπο και ως εκ τούτου πρέπει να επιτεθούμε σε μια κατανόηση του ανθρώπου ως μεταφυσικής αρχής της νεωτερικότητας, ως κέντρου του νοήματος και της αξίας, με πλήρη γνώση και έλεγχο του εαυτού του, κάποιου που ξέρει πλήρως τις ιδέες, τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Ολοι τους υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος ως υποκείμενο δεν έχει πλήρη κατανόηση και έλεγχο των κινήτρων του, ότι προσδιορίζεται και περιορίζεται από κοινωνικές, γλωσσικές και ψυχικές δομές. Με τον πιο συμβολικό τρόπο, ο Φουκώ υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι κατασκεύασμα και το ίχνος του πρόκειται να χαθεί σαν μια φιγούρα στην άμμο.
Αυτός ο αντι-ανθρωπισμός της κυρίαρχης φιλοσοφικής σκέψης βρίσκει ανταπόκριση σε όλες τις εκδοχές και τις ομάδες της Αριστεράς. Αποτελεί αντίδραση εν μέρει στον υπαρξισμό του Σαρτρ, εν μέρει όμως και στην άποψη της Δύσης ότι πολεμάμε στο Βιετνάμ και αντιμαχόμαστε τον Ψυχρό Πόλεμο για να σώσουμε το υποκείμενο, το άτομο με την ελευθερία του, τον άνθρωπο που κινδυνεύει από τον κομμουνισμό.
Υπάρχει, λοιπόν, μια αντίφαση, γιατί ο Μάης του ’68 έγινε αντιληπτός, τόσο τότε όσο και αργότερα, ως μια αναγνώριση της σημασίας και της αξίας του υποκείμενου, ως ένα αντισυστημικό και counter-cultural κίνημα. Μια έκρηξη που βάζει το άτομο στο επίκεντρο της δράσης, της διαμαρτυρίας, της αντίστασης, της πολιτικής ζωής και αντικρούει ακριβώς τέτοιου είδους επιθέσεις στην κεντρική σημασία του ανθρώπου. Ετσι, έχουμε δύο προσεγγίσεις: μια θεωρητική – φιλοσοφική, που αναλύει τις δομές, τους κώδικες, τις γραμματικές και εξηγεί ότι το άτομο και ο λόγος είναι φαινόμενα στην επιφάνεια των βαθιών δομών, και από την άλλη, σε προφανή, αν και ίσως όχι πραγματική αντίφαση, εκείνη την τεράστια αξία και έμφαση που εναποτίθενται στο άτομο.
Αλλά οι αντιφάσεις, οι διαφορετικές και αντικρουόμενες εξηγήσεις βρίσκονται παντού. Τι οδήγησε στον Μάη; Τι συνέβη στη συνέχεια; Ποια είναι η κληρονομιά του ’68; Οσον αφορά στις αιτίες, ο Μάης θεωρείται προφανώς μια εξέγερση της νέας γενιάς και της αντικουλτούρας ενάντια στις αρτηριοσκληρωτικές πανεπιστημιακές δομές της πειθάρχησης και του ελέγχου. Βρισκόμαστε ακόμα στον πρώιμο μετα-αποικιοκρατικό κόσμο και σε όλη τη μητροπολιτική Δύση η πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία μικρών προνομιούχων ελίτ, επιτελείων και αξιωματούχων για τη δημόσια διοίκηση τόσο στο κέντρο όσο και στις αποικίες. Μετά, υπάρχει η άποψη που εξηγεί το 1968 ως επίθεση στο σκληρωτικό πολιτικό σύστημα που καθοδηγείται ακόμη από τα πρόσωπα της μεταπολεμικής Γαλλίας, όπως ο Ντε Γκολ. Ή ως εξέγερση ενάντια σε συγκεκριμένες πλευρές μιας καθολικής συντηρητικής κοινωνίας. Για την κομμουνιστική Αριστερά, φυσικά, ο Μάης αποτελεί μια τυπική πολιτική κρίση, έναν συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης του ταξικού αγώνα σε μια στιγμή που το «πραγματικό» κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση. Πολλές ερμηνείες, καμία από τις οποίες δεν φαίνεται πειστική από μόνη της.
Το ίδιο συμβαίνει με την κατανόηση των συνεπειών την «επόμενη μέρα» του 1968. Αμεση συνέπεια, φυσικά, ήταν η ήττα του κινήματος μετά την αποκατάσταση της τάξης, με τον Ντε Γκολ και την κυβέρνησή του να παραμένουν στην εξουσία. Ομως, αν εξετάσουμε τη μακροπρόθεσμη κληρονομιά, δύο απόψεις ξεχωρίζουν: η πρώτη υποστηρίζει ότι αυτό το είδος εξέγερσης του ατόμου και της νεολαίας ενάντια στην αρτηριοσκληρωτική φύση των θεσμών, της πολιτικής -συμπεριλαμβανομένης της αριστερής- και των πολιτισμικών αξιών της Γαλλίας οδήγησε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στην άνθηση του ατομισμού, στην εγκατάλειψη του πολιτικού ακτιβισμού, στη στροφή προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ηθική, συνολικά σε έναν ορισμένο συντηρητισμό. Αυτή η κίνηση από την εξέγερση στην εξουσία αποτυπώνεται χαρακτηριστικά από το κίνημα των Νέων Φιλοσόφων. Αναδύονται από μια μαρξιστική – μαοϊκή παράδοση και σταδιακά κινούνται προς τον νεο-συντηρητισμό.
Ενας άλλος τρόπος ερμηνείας ξεκινά από την έμφαση και το εγκώμιο στην ατομικότητα, που σύντομα όμως διασπάται σε δύο: ένα μέρος οδηγεί σε μια νέα πρόσληψη της πολιτικής δραστηριότητας και των κινημάτων, ενώ το άλλο, η πιο ναρκισσιστική έκφανση της ατομικότητας, οδηγεί σε εκείνο που σήμερα αποκαλούμε νεοφιλελεύθερη κοινωνία: ο εξεγερμένος φοιτητής και πολίτης των δεκαετιών του ’60 και του ’70 γίνεται ο πολίτης-καταναλωτής των αρχών του 21ου αιώνα. Και ίσως μπορούμε να δούμε πίσω από αυτές τις εξελίξεις να υποβόσκει ένας διχασμός στην ίδια την ιδέα της ελευθερίας, με τις δύο μορφές της να εκδηλώνονται στον Μάη του ’68: ανάμεσα σε μια σύλληψη της ελευθερίας που τοποθετεί το άτομο στο επίκεντρο του πολιτικού είναι, ως υποκείμενο ελευθερίας επιλογών, που συνιστά ως εκ τούτου πλήρη απόρριψη εκείνου του προγενέστερου αντι-ανθρωπισμού. Μια δεύτερη αντίληψη της ελευθερίας την ορίζει ως αυτονομία είτε ατομική είτε, πολύ σημαντικότερο, ως συλλογική. Οι συλλογικότητες αυτοπροσδιορίζονται, αυτοοργανώνονται και προσπαθούν να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο, νομοθετώντας τον νόμο και την ηθική, δίνοντας έτσι κυριολεκτικό νόημα στον όρο αυτονομία.
Δεν έχουμε, λοιπόν, καμία γενικά αποδεκτή ερμηνεία για το τι οδήγησε στα γεγονότα ή ποιο ήταν το αποτέλεσμά τους. Σ’ αυτό τον βαθμό, ο Μάης του ’68 αποτελεί ίσως ένα καλό παράδειγμα αυτού που ο Χάιντεγκερ, ο Λεφόρ και ο Σαρτρ -και αργότερα ο Μπαντιού- αποκάλεσαν «συμβάν». Κάτι που συμβαίνει ξαφνικά και απρόβλεπτα, αλλά αλλάζει τον ρου της πολιτικής και της ιστορίας. Κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, να προετοιμαστεί από κάποιους ή να αποτραπεί από άλλους, μια και δεν προκύπτει από μια καθαρή αιτιακή αλληλουχία που ορίζει τον χαρακτήρα και την έκβαση, τις συνέπειές του. Κάτι που όμως βιώνεται από τους συμμετέχοντες ως εντελώς νέο, δημιουργικό, φαντασιακό, κάτι που βγαίνει από αυτά που γίνονταν πριν, αλλά είναι και κάπως ασύνδετο μ’ αυτά. Κάτι οι επιδράσεις του οποίου δεν είναι αρκετά σαφείς ώστε να ερμηνευθούν πλήρως.
Οι πολύπλευρες και αντιφατικές εκφράσεις, γεγονότα και σχέσεις δημιούργησαν νέους τρόπους ύπαρξης, νέες μορφές κατανόησης του εαυτού και των σχέσεών μας με τους άλλους και με την εξουσία. Κάποιες επιδράσεις ενέργησαν χειραφετησιακά, ενώ άλλες προετοίμασαν εκείνο το είδος κοινωνίας που είδαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σαν όλα τα συμβάντα, σαν όλες τις επαναστάσεις και λαϊκές εκρήξεις, ο Μάης οδήγησε στα καλύτερα και στα χειρότερα, μέσα από εκείνη την ιστορική λογική που κάνει τα παιδιά των λουλουδιών μεσήλικες των σαλονιών.

Πηγή: neaselida.gr

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

1968: όταν ο Μάης ακύρωσε τις Κάνες




του Άρη Χατζηστεφάνου

Δεν θα έβλεπα ποτέ μια καλή ταινία για πρώτη φορά στην τηλεόραση. 
Ζαν-Λικ Γκοντάρ 

Πριν από μισό αιώνα ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ πρωτοστάτησε στην ακύρωση του Φεστιβάλ των Κανών στέλνοντας μήνυμα αλληλεγγύης στους φοιτητές και τους εργάτες του Γαλλικού Μάη. Φέτος, η γαλλική γιορτή του κινηματογράφου απειλήθηκε από τις «αυτοκρατορικές» ορέξεις του Netflix. Και ο Γκοντάρ έκανε… την Κινέζα.
Στάρλετ και ηθοποιοί φλέρταραν ακόμη με τους φακούς των φωτογράφων στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Κανών, όταν ορισμένα από τα ιερά τέρατα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου μπήκαν ήσυχα σε μια από τις μικρότερες αίθουσες προβολής.
«Θα σας διαβάσω μια ανακοίνωση που συντάχθηκε χτες το βράδυ», είπε ο Φρανσουά Τριφό στους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί:
«Η Συνέλευση Πληροφόρησης και Δράσης του Γαλλικού Κινηματογράφου… με την εξουσία που της παρέχουν οι φοιτητές από τις 15 Μαΐου του 1968, ζητά από όλους τους σκηνοθέτες, παραγωγούς, διανομείς, ηθοποιούς, δημοσιογράφους και τα μέλη της κριτικής επιτροπής που βρίσκονται στις Κάνες να αντιταχθούν, μαζί με τους ξένους ομολόγους τους και με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, στη συνέχιση του φεστιβάλ. Να δείξουν αλληλεγγύη στους απεργούς εργάτες και φοιτητές. Να καταγγείλουν την αστυνομική καταπίεση και να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους απέναντι στη γαλλική κυβέρνηση και τη βιομηχανία του κινηματογράφου».
Στις σκηνές χάους που ακολούθησαν, καθώς όλοι προσπαθούσαν να φτάσουν το μικρόφωνο, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ έκλεψε την παράσταση.
«Δεν υπάρχει ούτε μια ταινία που να δείχνει τα προβλήματα των εργατών και των φοιτητών» είπε και συνέχισε: «Ούτε η ταινία του Φόρμαν, ούτε η δική μου, ούτε του Πολάνσκι ή του Φρανσουά (Τριφό). Βρισκόμαστε πίσω από την εποχή μας».
Καθώς πλέον οι παρευρισκόμενοι συγκρατούνταν με δυσκολία από το να πιαστούν στα χέρια, ο Γκοντάρ έχασε για μερικά δευτερόλεπτα τη στωική ψυχραιμία του και άρχισε να φωνάζει: «Εμείς μιλάμε για αλληλεγγύη στους φοιτητές και τους εργάτες κι εσείς μου μιλάτε για το πώς πρέπει να κινείται η κάμερα και για close-up. Είστε μαλάκες».
Μερικές ώρες αργότερα ο σκηνοθέτης του «Αλφαβίλ», της «Κινέζας» και του «Τρελού Πιερό» κρεμόταν σχεδόν κυριολεκτικά από τις κουρτίνες ενός κινηματογράφου για να διακόψει την προβολή, ενώ στη συμπλοκή που ακολούθησε έχασε (όπως συνήθιζε σε κάθε μεγάλη ιστορική στιγμή) τα γυαλιά του. Τελικά όμως τα κατάφερε. Χάρη κυρίως σε αυτόν και τον Τριφό, το 21ο Φεστιβάλ των Κανών διέκοψε τη λειτουργία του.
Μισό αιώνα αργότερα, στο 71ο Φεστιβάλ των Κανών, απουσιάζουν και πάλι οι ταινίες για τα προβλήματα των φοιτητών και των εργατών – παρά το γεγονός ότι οι πρώτοι καταλαμβάνουν τα ίδια πανεπιστήμια του Παρισιού από τα οποία ξεκίνησε ο Μάης του ’68.
Για άλλη μια φορά κάποιος αποφάσισε να πει στους διοργανωτές ότι βρίσκονται πίσω από την εποχή τους. Δεν το έκανε όμως με τη μαοϊκή, επαναστατική θέρμη του Γκοντάρ, αλλά με την αυτοκρατορική αλαζονεία μιας αμερικανικής εταιρείας που κυριαρχεί στην παραγωγή και διανομή ταινιών - του Netflix.
«Εάν οι Κάνες θέλουν να ξεχαστούν στην ιστορία του κινηματογράφου, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα» δήλωσε ο -ελληνικής καταγωγής- διευθυντής προγράμματος Τεντ Σαράντος.
Οι θέσεις του απηχούσαν την έπαρση του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, Ριντ Χάστινγκ, που σημείωνε ότι το μόνο που βελτιώθηκε στη διανομή ταινιών τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι η γεύση του ποπ κορν στις αίθουσες.
Η διαμάχη με το Netflix ξεκίνησε όταν ο διευθυντής του Φεστιβάλ των Κανών, ακολουθώντας κατά γράμμα τη γαλλική νομοθεσία, ανακοίνωσε ότι δεν θα δεχθεί πρωτότυπες παραγωγές του Netflix στο διαγωνιστικό τμήμα, εάν αυτές προβληθούν στην τηλεόραση και το ίντερνετ πριν περάσουν από τις γαλλικές αίθουσες – και μάλιστα με χρονική απόσταση 36 μηνών.
Κλιμακώνοντας την αντιπαράθεση, το Netflix ανακοίνωσε ότι θα αποσύρει όλες τις ταινίες του από το φεστιβάλ.
«Είναι προφανές» έγραφε τo αμερικανικό, ηλεκτρονικό περιοδικό Salon «ότι το Netflix δεν επιθυμεί απλώς να αλλάξει τη βιομηχανία των κινηματογραφικών προβολών, θέλει να την καταστρέψει».
Οι Κάνες βέβαια φαίνεται να δίνουν μια χαμένη μάχη, καθώς ο νόμος που προβλέπει διάστημα 36 μηνών μεταξύ της κινηματογραφικής προβολής και της μετάδοσης από την τηλεόραση ή το ίντερνετ αδιαφορεί για το σύγχρονο μοντέλο παραγωγής και διανομής ταινιών στο οποίο το Netflix γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Οι κινηματογράφοι και τα φεστιβάλ όμως δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη.
Και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ; Αν και ο ίδιος προτίμησε να κάνει… την Κινέζα, άφησε την εταιρεία διανομής της τελευταίας του ταινίας (The Image Book) να δείξει ότι η καρδιά του βρίσκεται πιο κοντά στο Netflix παρά στις Κάνες.
«Το όνειρό μου θα ήταν να πουλήσω την ταινία στο Netflix παράλληλα με την προβολή στις Κάνες, αλλά πριν από τις κινηματογραφικές αίθουσες» δήλωσε ο διευθυντής της εταιρείας που εκπροσωπεί τις ταινίες του Γκοντάρ στα τέσσερα τελευταία Φεστιβάλ των Κανών.
Ή, όπως θα έλεγε σήμερα εκείνο το σύνθημα του Μάη του ’68: Τρέχα, σύντροφε, ο καινούργιος κόσμος σε κυνηγά.

Διαβάστε
► Μάης 1968: Ρωγμή από το μέλλον (εκδόσεις ΚΨΜ)- Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον Γαλλικό Μάη, ο Βασίλης Μηνακάκης διηγείται και πάλι την ιστορία του 1968 μακριά από τα τετριμμένα μονοπάτια.
► Le Redoutable (2017)- Ο σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους περιγράφει με χιούμορ τη ζωή του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, θυμίζοντάς μας ότι ήταν δύσκολο να τον συμπαθήσεις και αδύνατο να τον αγνοήσεις.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών