Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Χάος (1984)



Ανακάλυψα την κινηματογραφική πορεία των αδελφών Ταβιάνι ανάποδα, μιας και η πρώτη τους ταινία που είδα ήταν το εξαιρετικό "Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει" στον κινηματογράφο Άστυ. Εκείνη τη χρονιά έκανα αρκετές ενθουσιώδεις συζητήσεις για τη συγκεκριμένη ταινία. Όμως σε κουβέντες που είχα με κινηματογραφόφιλους μεγαλύτερης ηλικίας, συναντούσα μία ελαφριά απογοήτευση. Σχεδόν όλοι μου έλεγαν πως είχαν λατρέψει τους αδελφούς Ταβίανι μέσα από τα αξεπέραστα αριστουργήματα τους που πλέον δε μπορούν ούτε οι ίδιοι να εγγίσουν. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Αυτό όμως που δε περίμενα ήταν να συγκλονιστώ τόσο πολύ από το σημαντικότερό τους έργο, το "Χάος", το οποίο προκάλεσε μία απρόσμενη κι ανεξέλεγκτη εσωτερική δίνη.
Το "Χάος" είναι μία σπονδυλωτή ταινία πέντε διαφορετικών ιστοριών βασισμένων σε διηγήματα του Λουίτζι Πιραντέλλο. Με φόντο την άγρια ομορφιά της Σικελίας, παρακολουθούμε τον μόχθο και το δράμα κάποιων προσώπων που προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους και τον ρόλο τους στη ζωή. Μία μάνα προσπαθεί επίμονα δεκατέσσερα χρόνια να επικοινωνήσει με τους δυο γιους της που βρίσκονται μετανάστες στην Αμερική ενώ την ίδια στιγμή δεν αποδέχεται τον άλλο της γιο που βρίσκεται ακόμη στη Σικελία. Στη συνέχεια συναντάμε έναν νεαρό που κρύβει το περίεργο μυστικό του φοβούμενος πως δε θα βρει νύφη, μέχρι που παντρεύεται κι αποκαλύπτεται η κρυφή του πλευρά. Έπειτα ένας πλούσιος γαιοκτήμονας παγιδεύεται μες στη μισαλλοδοξία και την απληστία του, δυο ανθρώπινες αδυναμίες που εκφράζονται με τη μορφή ενός μεγάλου πιθαριού. Την ίδια περίοδο, ένα χωριό αναζητά τη δικιά του αξιοπρέπεια στο θάνατο αλλά και σο δικαίωμα να ριζώσει στα εδάφη που ανήκουν σ' έναν φεουδάρχη. Και τέλος ο επίλογος με τη συγκλονιστική συνάντηση του συγγραφέα με την νεκρή του μάνα. 


Ας τα πιάσουμε όμως όλα με τη σειρά. Η ταινία ξεκινάει με μία παγανιστική σκηνή στην ύπαιθρο της Σικελίας. Μία παρέα ανδρών βρίσκουν σε μια φωλιά ένα αρσενικό κοράκι να κλωσάει τα αυγά, κάτι που προκαλεί το χλευασμό τους. Αποφασίζουν να το τιμωρήσουν με έναν βάρβαρο τρόπο, στοχεύοντας το με τα αυγά που κλωσούσε. Ένας όμως από την παρέα το αφήνει ξανά ελεύθερο, αφού πρώτα του κρεμάσει ένα κουδούνι στο λαιμό. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, το κοράκι αποκτά έναν άλλο ρόλο καθώς μετατρέπεται σε καθοδηγητή που μας πηγαίνει από την μία ιστορία στην άλλη και μας πετάει από χωριό σε χωριό για να συναντήσουμε τα δράματα των ανθρώπων. Ένας ηθικός τιμωρός που επιδιώκει να ξεγυμνώσει τις αδυναμίες των ανθρώπων.
Όσο σκληρό είναι το ξεκίνημα της ταινίας, τόσο σκληρή είναι κι η πρώτη ιστορία. Στο ρόλο της μάνας συναντάμε μία μορφή επιβλητική και δυναμική. Μία γυναίκα που έζησε τη δική της τραγωδία κι αγωνίστηκε τόσο για τη δική της επιβίωση όσο και των παιδιών της. Όμως τα δυο της αγόρια παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς κι εκείνη για δεκατέσσερα χρόνια τους στέλνει το ίδιο γράμμα που υπαγορεύει σε μία συγχωριανή της να το γράψει. Το μεγάλο της παράπονο είναι πως οι γιοί της την έχουν ξεχάσει. Η γυναίκα όμως που της γράφει τα γράμματα είναι κι αυτή αναλφάβητη και γεμίζει τις σελίδες με ορνιθοσκαλίσματα. Όταν η μητέρα μαθαίνει για την απατεωνιά της, κατακλύζεται από χαρά διότι βρίσκει ένα βάσιμο λόγο για τον οποίον δεν έχει λάβει τόσα χρόνια γράμμα από την Αμερική. 
Η ιστορία εξελίσσεται στη μέση ενός άδειου υπαίθριου δρόμου. Εκεί συναντάμε τον πόνο του χωρισμού και της απώλειας. Κουβέντες λιτές και ταπεινές αλλά πλούσιες σε  συναισθήματα και συμβουλές. Ζευγάρια που χωρίζονται και γονείς που αποχαιρετούν τα παιδιά τους. Και μέσα εκεί ανακαλύπτουμε το μυστικό της μάνας και της ύπαρξης ενός ακόμη γιου, τον οποίον δε θέλει να βλέπει. Η ιστορία που κουβαλά γίνεται αμέσως και δικό μας βάρος. Το διακριτικό κλάμα του άλλου γιου δεν είναι τίποτα παραπάνω από την επιβεβαίωση πως κάποιες φορές η ιστορία γίνεται άδικη γι' αρκετούς ανθρώπους που δε φέρουν καμία απολύτως ευθύνη. 
Επίσης μου άρεσε πολύ η επίδραση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων της Ιταλίας (Γκαριμπάλντι) με την μικρή ιστορία της μητέρας. Εκπληκτική η Μαργκαρίτα Λοζάνο στο ρόλο της μητέρας.
Οι άλλες δυο αφηγήσεις που ακολουθούν είναι πιο ανάλαφρες. Ο "Φεγγαροχτυπημένος" μου άρεσε περισσότερο καθώς ήταν ένα ποίημα πόνου για τους απαγορευμένους έρωτες. Παράλληλα με εντυπωσίασαν ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού με τον υπέροχο φωτισμό που τόνιζε έντονα τις μορφές αλλά κι ο θεατρικός μονόλογος του ήρωα, ο οποίος κάθεται στο κέντρο της έρημης πλατείας κι εξιστορεί με έναν άκρως συγκινητικό και λυρικό τρόπο την ασθένειά του. Η επιληψία που του προκαλεί η πανσέληνος, υποδηλώνει την ανεξέλεγκτη επίδραση της φύσης στον ανθρώπινο νου. Μία εξαιρετική σπονδή στον παγανισμό που έχουμε πλέον ξεχάσει καθώς το σημερινό αστικό τοπίο έχει αποκόψει τον άνθρωπο από τη φύση. Κερδίζει γρήγορα τη συμπάθειά μας ο φεγγαροχτυπημένος Κλαούντιο Μπιγκάγκλι. 
Η τρίτη ιστορία δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα παρ' όλο που είχε μία έντονη σουρεαλιστική αύρα. Ένας πλούσιος γαιοκτήμονας αγοράζει ένα τεράστιο πιθάρι για να αποθηκεύσει το λάδι της χρονιάς. Όμως κάποιος του το σπάει. Αμέσως ζητάει τη βοήθεια ενός φημισμένου τεχνίτη. Οι δυο αυτές προσωπικότητες θα ρθουν σε μεγάλη ρήξη με μεγάλο ηττημένο τον πλούσιο. 
Το "Ρεκβιέμ" είναι η τέταρτη στη σειρά  ιστορία που αναφέρεται στις δύσκολες συνθήκες μιας άναρχης κοινότητας λίγα χιλιόμετρα πιο έξω από τη πρωτεύουσα ενός συμπλέγματος χωριών στη νότια Σικελία, την Ραγκούσα. Ένας πατέρας κατηφορίζει τα απότομα κατσάβραχα του τοπίου κουβαλώντας το φέρετρο του νεογέννητου παιδιού του για να το θάψεί στο νεκροταφείο της Ραγκούσα. Λίγους μήνες αργότερα, οι χωρικοί ξεσηκώνονται κι απαιτούν το δικό τους κοιμητήριο. Ο φεουδάρχης της περιοχής αρνείται την επιθυμία τους αυτή διότι φοβάται πως μ' αυτόν τον τρόπο οι "βάρβαροι" θα ριζώσουν στα χωράφια του. Το κράτος παίρνει το μέρος του κεφαλαίου αδιαφορώντας για την προστασία του ήθους και της αξιοπρέπειας μιας χούφτας ανθρώπων. Κατά την επιστροφή στο χωριό, παρατηρούμε την αγνή αγάπη των ανθρώπων απέναντι στη φύση αλλά και την αποτελεσματικότητα του πείσματος σε κάθε αγώνα δικαίου. 


Και τέλος έχουμε το εκπληκτικό επίλογο, όπου ο συγγραφέας επιστρέφει στο πατρικό του μετά από πολλά χρόνια. Ο θάνατος της μητέρας του θα τον αναγκάσει να επισκεφθεί τις ρίζες του. Το γαλήνιο σπίτι και τα τεράστια λεμόνια που εισχωρούν από κάθε παράθυρο, θα του ανασύρουν μνήμες του παρελθόντος. Το άδειο σαλόνι γεμίζει από την συγκινητική μελωδία "Cavatina L'ho perduta" του Μότσαρτ κι αμέσως ξεκινάει ένας ποιητικός διάλογος με το πνεύμα της μητέρας του. Εκείνη τη στιγμή βρίσκει την ύστατη ευκαιρία να της εξωτερικεύσει τους φόβους του για τη μνήμη και το θάνατο. Τα λόγια που ακούγονται έχουν μια σπάνια ζεστασιά. Η συγκίνηση κορυφώνεται όταν ο συγγραφέας εξηγεί στην μητέρα του τον λόγο που κλαίει. Πονάει που εκείνη δε μπορεί να τον σκέφτεται πια. Η μητέρα του τον αναιρεί με έναν άκρως οικείο τρόπο "αυτά που μου λες δεν τα καταλαβαίνω" και τον συμβουλεύει να "μάθει να βλέπει τα πράγματα με τα μάτια αυτών που δεν μπορούν να δουν πια...". 
Λίγο πριν κλείσουν τη κουβέντα τους, ζητάει από την μητέρα του να του περιγράψει τον ξεριζωμό της οικογένειάς της, φανερώνοντας την άγνωστη ανάγκη να αναζητούμε τις ρίζες μας αφού πρώτα έχουμε αποκοπεί απ' αυτές. Παρ' όλα αυτά η δύναμη της μνήμης εξακολουθεί να συγκινεί. Το να σκεφτόμαστε τους γονείς μας ως νέους, είναι ένας τρόπος απελευθέρωσης. Αναγνωρίζουμε και συγχωρούμε τις αδυναμίες τους και βουρκώνουμε στη σκέψη πως κάποτε κι εκείνοι υπήρξαν παιδιά. Κι εκεί είναι που ανοίγουμε τα χέρια και βουτάμε στη μαγεία και στα πλούτη των ανοιχτών οριζόντων. Εκπληκτικός για μία ακόμη φορά στο ρόλο του ο Όμερο Αντονούτι. 
Και οι πέντε ιστορίες αναπτύσσονται με αρχή, μέση και τέλος. Ο ρεαλισμός συνδυάζεται μαγικά με ποιητικές αποχρώσεις. Η προσθήκη του φανταστικού στην πραγματικότητα δίνεται με εντελώς νατουραλιστικό κινηματογραφικό τρόπο ενώ το σικελικό τοπίο αναδεικνύεται με εκπληκτικά πλάνα. Εντυπωσιάστηκα με τις λήψεις από ψηλά και συγκινήθηκα με τα πλάνα από το υπέροχο χωριό Ραγκούσα που είχα την τύχη να επισκεφθώ πέρσι. Οι χαρακτήρες και οι ιστορίες που παρουσιάζονται δένουν εντυπωσιακά με το άγριο τοπίο της Σικελίας. Κι όλα αυτά ντύνονται εξαιρετικά με την μουσική του Νίκολα Πιοβάνι.
Θα αποφύγω να κλείσω αυτήν την ανάρτηση με το συνηθισμένο τρόπο "αναζητήστε τη", "μη τη χάσετε" κ.ο.κ., κι αυτό διότι θέλω να τονίσω κάτι που ζω σπάνια. Το "Χάος" κατάφερε να βγάλω μέσα σε τρεις ώρες ότι με βάραινε εσωτερικά. Ο διάλογος της νεκρής μάνας με τον γιο της, υπήρξε η σπίθα μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης του δικού μου χάους. Ένα ξέσπασμα που μ' έκανε να νιώσω καλύτερα. Θα μπορούσα κάλλιστα να χαρακτηρίσω την ταινία ως ένα υπέρτατο γιατρικό του συναισθηματικού και ψυχικού μας κόσμου.

Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου