Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Πάρμα, πανδαισία χρωμάτων και γεύσεων



Η Αγγλίδα συγγραφέας Ίντιθ Τέμπλτον είχε γράψει ένα υπέροχα περιγραφικό κι άκρως διασκεδαστικό κείμενο για τον Καθεδρικό της Πάρμα, το οποίο θυμήθηκα όταν στάθηκα μπροστά από τον επιβλητικό ναό της πόλης. Θα χαρακτήριζα τη γραφή της ως μια αναγνωστική απόλαυση μέσα στην οποία κάθε της περιγραφή ταίριαζε απόλυτα σε ότι έβλεπα μπροστά μου. Οπότε θα ήταν μεγάλο μου λάθος να την αγνοήσω στη συγκεκριμένη ανάρτηση. Καθώς λοιπόν υπάρχει αυτή η αξιοζήλευτη περιγραφή του καθεδρικού της Πάρμας, δεν μου πάει η καρδιά να γράψω κάτι άλλο καθώς το παρακάτω απόσπασμα με καλύπτει απόλυτα.
"Σειρά έχει τώρα ο καθεδρικός. Αναθερμαίνω λίγο το ενδιαφέρον μου με άλλη μια ματιά στον ταξιδιωτικό οδηγό. Ο οδηγός τον αποκαλεί εντυπωσιακό. Η λέξη εντυπωσιακός είναι πάντοτε κακός οιωνός. Σημαίνει απλώς ότι ο συγγραφές του οδηγού έσπαγε το κεφάλι του αναζητώντας ανεπιτυχώς κάποια άλλη κατάλληλη λέξη. Εξάλλου μια εντύπωση ενδέχεται να είναι καλή ή κακή. Οπότε η λέξη τον εξυπηρετεί μια χαρά. 
Μόλις φτάνω στην πλατεία του καθεδρικού ναού, παθαίνω αποπληξία από την αποστροφή. Θα τον αποκαλούσα απλώς λειτουργικό. Αγνοούσα παντελώς ότι ο δωδέκατος αιώνας μπορούσε να δημιουργήσει κάτι τόσο ακαλαίσθητο. 
Ατενίζοντας την υπέρμετρα ψηλή πρόσοψη να υψώνει το κλιμακωτό της περίγραμμα, θυμήθηκα τα οδοντωτά αετώματα των παλιών αποθηκών στο Λύμπεκ και σκέφτηκα πως συνέβη μάλλον το εξής: Οι κάτοικοι της Πάρμα συλλογίστηκαν πως πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν κι αυτοί έναν καθεδρικό, όπως τόσες και τόσες πόλεις. Ωστόσο ο αρχιτέκτονας που επωμίστηκε το έργο της ανέγερσης του, προφανώς δεν πίστευε στον Θεό με τον τρόπο που πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής. Υποθέτω πως τον φανταζόταν σαν μαθηματικό τύπο, σχεδόν όπως τον συνέλαβαν οι Έλληνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι, δηλαδή: "Ο Θεός έχει σχήμα σπείρας, περιστρέφεται όλο και ψηλότερα, πάντοτε όμως επιστρέφει στον εαυτό του" ή "Ο Θεός είναι φυλάκισμένος στον εαυτό του" ή "Η ουσία του Θεού είναι γεωμετρία". Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, εντελώς ανιαρό. 
Εκτός αυτού, δεν έτρεφε κανένα πραγματικά ενδιαφέρον για τον Θεό. Δεν ευκαιρούσε επίσης για αγίους κι αγγέλους. Θα προτιμούσε να χτίσει ο άνθρωπος ένα εργοστάσιο, αλλά τότε δεν υπήρχε ζήτηση για εργοστάσια. Στρώθηκε λοιπόν στη δουλειά και κατασκεύασε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο κάθετο και στενό, το οποίο μάλιστα στην κορυφή κατέληγε στην πλέον απλοϊκή πιθανή απόληξη. Την εποχή εκείνη ήταν πολύ της μόδας οι μικρές τοξωτές κιονοστοιχίες, σαν εξώστες ολόγυρα στους τοίχους, οι οποίες βέβαια δεν υποβάσταζαν απολύτως τίποτα. Τις κόλλησε στους εξωτερικούς τοίχους λέγοντας "Ευχαριστώ για το τίποτα", και πλαισίωσε με τις ίδιες κιονοστοιχίες την κλιμακωτή κορυφή, η οποία καταλήγει σε αιχμή. Επίσης διαδεδομένη εκείνο τον καιρό ήταν η τοποθέτηση πέτρινων λιονταριών μπροστά από την κεντρική πύλη, ώστε να φρουρούν την κλίμακα που οδηγούσε στο εσωτερικό. Στρίμωξε, λοιπόν κακήν κακώς ένα ζεύγος λεόντων και μάλιστα λίαν κακοδιάθετων και με εξαιρετικά δύστροπο ύφος. Έτσι, οι κάτοικοι της Πάρμας δεν απέκτησαν καθεδρικό, αλλά ένα εργοστάσιο για προσευχή, μια αποθήκη για άφεση αμαρτιών καθώς επίσης και ένα κέντρο διανομής και διάδοσης της δόξας του Θεού. 
Μπαίνω. Εξάλλου τι έχω να χάσω. Τι ομορφιά! Κάθε εκατοστό του τοίχου καλυμμένο με τοιχογραφίες, ενώ τα λεπτά τόξα του θόλου είναι πλούσια επιχρυσωμένα. Στον τρούλο, πάνω από τη χορωδία υπάρχουν νωπογραφίες του Κορέτζιο και στέκω εκεί αποσβολωμένη, σαν βόδι μπροστά στην πύλη. Φαίνονται υπέροχες. Σε κάνουν να νιώθεις όπως όταν σου θέτουν το ερώτημα "θα θέλατε λίγη τούρτα;" κι απαντάς "Ναι, ναι, θα πάρω ένα κομμάτι. Φαίνεται θαυμάσια". Με άλλα λόγια, η ζωγραφική του Κορέτζιο δείχνει πολλά υποσχόμενη και είμαι βέβαια ότι θα με ενθουσίαζε, αν την έβλεπα σωστά...
Πασχίζω να αντιμετωπίσω το στραβολαίμιασμά μου και προσηλώνω το βλέμμα μου στον εξαιρετικά ευχάριστο ουρανό του Κορέτζιο, ανοιχτό ροζ, ανοιχτό γαλάζιο, νεφελώδες λευκό, χερουβείμ που σκορπίζουν ολόγυρα άνθη. Είναι η αναπαράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, όντως απολαυστικής ζωντάνιας. 
Πάνω στην ψηλή αγία τράπεζα υπάρχει μια σειρά μπαρόκ κηροπήγια, γιγάντια κι αργυρά με τρία πόδια διακοσμημένα με έλικες. Με το θέαμα θα αγαλλίαζε αναμφίβολα κάθε διακοσμητής εσωτερικού χώρου του Μέιφερ. Ευχάριστη έκπληξη να τα βλέπεις, έστω για μια φορά, στο φυσικό τους χώρο, να υπηρετούν τον πραγματικό τους σκοπό, αντί να στέκουν στερημένα από τις κατάλευκες σαν κρίνα λαμπάδες τους, καλωδιωμένα χάριν του ηλεκτρικού φωτισμού και σκεπασμένα με πάσης φύσεως καπέλα, ώστε να φωτίζουν τις βραδιές κάποιου χρηματιστή.
Όπως θα μπορούσε να καταλάβει ο καθένας, ο Καθεδρικός της Πάρμα είναι μια ξεχωριστή περίπτωση ναών. Πράγματι εξωτερικά εντυπωσιάζει μόνο για το μέγεθός του. Είναι αξιοπερίεργο που το μαρμάρινο βαπτιστήριον έχει πιο καλαίσθητη πρόσοψη απ' αυτόν. Περνώντας όμως την είσοδο του οικοδομήματος εισχωρείς σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, αγγελικές μορφές και απόκοσμα συναισθήματα. Δεν υπήρχε σημείο που να μην κοντοστάθηκα για να απολαύσω τις λεπτομέρειες των νωπογραφιών. Δεν είναι τυχαίο πως ο Καθεδρικός της Πάρμα είναι η μοναδική εκκλησία που επισκέφθηκα τρεις φορές μέσα σε μια μέρα καθώς δε χόρταινα να την θαυμάζω.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως κι η πόλη έχει υιοθετήσει την ίδια αύρα που έχει κι ο Καθεδρικός. Βολτάροντας στους δρόμους της, δεν βρίσκεις κάτι ικανό να σε γοητεύσει. Η αρχιτεκτονική είναι στιβαρή με λιτές γραμμές και τα χρώματα συνηθισμένα που θύμιζαν περισσότερο Λομβαρδία παρά Εμίλια-Ρομάνια. Κι όμως, όσο περπατούσαμε στα σοκάκια της και ρεμβάζαμε στις ηλιόλουστες καφετέριές της, τόσο πιο οικεία νιώθαμε με τον αέρα της πόλης. Μια ευχάριστη διάθεση που προερχόταν από τους κατοίκους της.
Πόλη μικρή και καθόλου τουριστική, η Πάρμα είναι περισσότερο γνωστή για το γευστικότατο τυρί της και την ποδοσφαιρική της ομάδα παρά για τα λαμπρά μνημεία και τις τεράστιες πλατείες που συνήθως συναντάμε σε άλλες ιταλικές πόλεις. Οι καθημερινοί ρυθμοί ήρεμοι και διακριτικοί. Η πόλη σε υποδέχεται με έναν απλό σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς τουρίστες και καταστήματα γεμάτα αναμνηστικά ενώ τα πεζοδρόμια άνετα κι άδεια σε οδηγούν προς το ιστορικό κέντρο.
Πρώτα συναντάς το Palazzo della Pilotta όπου στεγάζεται η σχολή καλών τεχνών. Στο προαύλιο χώρο ορθώνεται ένα αξιοπρόσεκτο μνημείο για τους Ιταλούς παρτιζάνους που απελευθέρωσαν την πόλη από τους Γερμανούς ναζί. Κάτω απ' τον αγέρωχο στρατιώτη που κρατά με δυναμισμό το όπλο στο χέρι, βολτάρουν φοιτητές γεμίζοντας το μέρος χαμόγελα και ζωντάνια.
Ακολουθεί η επιβλητική βασιλική της Santa Maria della Steccata. Ο ναός μοιάζει σα να προσπαθεί να κρυφτεί από τα περίεργα βλέμματα των λιγοστών επισκεπτών της πόλης καθώς στέκει στριμωγμένος ανάμεσα σε μικρά παλάτζα. Όμως κι αυτός εντυπωσιάζει εσωτερικά με τον γλυπτό και ζωγραφιστό του διάκοσμο.
Στους ηλιόλουστους περιπάτους μας συναντήσαμε εικόνες συνηθισμένες για ιταλική πόλη, μ' αποτέλεσμα να περιφερόμαστε άσκοπα χωρίς να μας τραβάει κάτι την προσοχή.
Τι είναι όμως αυτό που μας κέρδισε τελικά; Μα φυσικά οι μικρές στιγμές της πόλης που ήταν αυθεντικές και ζεστές όπως οι Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι που παίζονταν στα υπαίθρια τραπεζάκια μιας γλυκύτατης καφετέρια στην οποία απολαύσαμε το πρωινό μας εσπρέσο. Στα χαμόγελα των ανθρώπων που μας εξυπηρετούσαν ευδιάθετα χωρίς να γνωρίζουν ούτε μία λέξη στα αγγλικά. Αξέχαστο θα μου μείνει το κακαριστό γέλιο μιας πωλήτριας που προσπαθούσε να μου εξηγήσει κάτι για τα προϊόντα που πουλούσε. Κι είχα τόσο πολύ ανάγκη το γέλιο εκείνες τις μέρες. Στους φοιτητές που λιάζονταν στο γρασίδι δίπλα στο ποτάμι και στα ξέφωτα του τεράστιου κήπου δίπλα στο Palazzo Ducale. Στα γεροντάκια που είχαν αφήσει τα ποδήλατά τους δίπλα στα παγκάκια και φλυαρούσαν ασταμάτητα. Στιγμές ανέμελες, σπάνιες και πάνω απ' όλα ανθρώπινες.
Αυτήν την Πάρμα αγάπησα, κι αυτό το κομμάτι της επέλεξα να κρατήσω μέσα μου. Επιστρέφοντας με το τραίνο στην Μπολόνια ένιωθα πως δεν άφηνα πίσω μια ακόμη άγνωστη πόλη αλλά ένα μέρος που γνώριζα καλά από παλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου