Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Σμύρνη μου αγαπημένη

 



Δεν μπορώ να κρύψω πως πήγα προκατειλημμένος να παρακολουθήσω την "Σμύρνη μου αγαπημένη". Όμως η ταινία με την οποία επέλεξα να κλείσω τις κινηματογραφικές προβολές της περασμένης χρονιάς, αποδείχτηκε πως ήταν ένα απρόσμενο κινηματογραφικό διαμάντι που κατάφερε να νικήσει την χρόνια κι όχι άδικα επιφυλακτική μου διάθεση για κάθε νέα ελληνική κινηματογραφική πρόταση. Η ακριβότερη στα χρονικά ελληνική παραγωγή δεν είναι μόνο ένα σπαρακτικό δράμα που παρουσιάζει την ολοκληρωτική καταστροφή της κοσμοπολίτικης Σμύρνης αλλά κι ένα ειλικρινές πολιτικό έργο που δε διστάζει να τα βάλει με την απάνθρωπη ξενοφοβία που φούντωσε επικίνδυνα κατά την περίοδο του προσφυγικού ζητήματος των περασμένων ετών κι εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας μέσα από διάφορες μισαλλόδοξες εκφάνσεις. Γι΄ αυτόν και μόνο τον λόγο αναγνωρίζω το θάρρος της πρωταγωνίστριας και παραγωγού Μιμής Ντενίση που τόλμησε να πει κάποια πράγματα με το όνομά τους, καταφέρνοντας μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει αρκετές αλήθειες μέσα από μια ταινία ευρύτερης κοινωνικής απήχησης. Σ' αυτήν την κινηματογραφική επιτυχία σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η εξαιρετική σκηνοθετική ματιά του Γρηγόρη Κραντινάκη. 
Η ταινία ξεκινάει από το καλοκαίρι του 2015 στην Μυτιλήνη, όπου συναντάμε μια ηλικιωμένη Ελληνοαμερικανίδα να βοηθάει τους πρόσφυγες που έχουν καταφτάσει στο νησί. Οι εικόνες που αντικρίζει στις παραλίες του νησιού, της δημιουργούν συνειρμούς με τα βιώματα της γιαγιάς της που έφτασε κι εκείνη ως πρόσφυγας στο ίδιο νησί το 1922 μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Σε μια από τις συζητήσεις που έχει με την εγγονή της, η ηλικιωμένη κυρία της παρουσιάζει τον τσελεμεντέ της Σμυρνιάς γιαγιά της, το οποίο ήταν ένα κρυφό ημερολόγιο στο οποίο ήταν καταγεγραμμένη η καθημερινότητα της οικογένειάς της στην Σμύρνη από το 1916 μέχρι την καταστροφή, τον διωγμό και την προσφυγιά στην Ελλάδα. 
Μέσα απ' αυτό το ημερολόγιο επιστρέφουμε στην κοσμοπολίτικη ζωή της οικογένειας Μπαλτατζήδων και στην πολυπολιτισμική κοινωνία μιας πόλης που έζησε μια πρωτοφανή οικονομική και πολιτιστική ακμή, η οποία τερματίστηκε απότομα και βίαια το 1922. Πρωταγωνιστικό πρόσωπο στην ιστορία είναι η Φιλιώ η οικοδέσποινα της οικογένειας Μπαλτατζήδων, την οποία υποδύεται η Μιμή Ντενίση. Στο πρόσωπό της συγκαταλέγονται πολλοί ρόλοι όπως αυτός της μάνας, της συζύγου, της Σμυρνιάς αριστοκράτισσας, της ευγενικής κοσμοπολίτισσας και της δραστήριας κυρίας των πλούσιων σαλονιών της πόλης. Ο σύζυγός της ο "Δημητράκης" τον οποίον υποδύεται ο εξαιρετικός Λεωνίδας Κακούρης, είναι ένας παθιασμένος βενιζελικός επιχειρηματίας που έρχεται συνεχώς σε κόντρα με τον αδελφό του, τον οποίον υποδύεται το ίδιο εξαιρετικά ο Κρατερός Κατσούλης, ο οποίος όχι μόνο είναι επιφυλακτικός με την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας αλλά επιμένει στην άποψη πως ο καθένας οφείλει να κοιτάει περισσότερο το προσωπικό του συμφέρον. Έπειτα είναι η κόρη της Φιλιώς, την οποία ερμηνεύει η Αναστασία Παντούση, η οποία είναι ερωτευμένη με έναν Άγγλο αξιωματούχο στην πόλη ενώ η υπηρέτρια του σπιτιού Ζαχαρούλα που ερμηνεύεται από την ηθοποιό Κατερίνα Γερονικολού, είναι ερωτευμένη με το γιο της πλούσιας οικογένειας. Τέλος είναι κι η Τακουΐ, την οποία υποδύεται η Ταμίλλα Κουλίεβα, η οποία είναι μια Αρμένισσα που έχει επιζήσει από την γενοκτονία των Αρμενίων και προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια της ζωής της καθώς είχε χάσει την οικογένειά της. Στο σπίτι της πλούσιας ελληνικής οικογένειας των Μπαλτατζήδων ζει κι ο Χαλίλ, ο οποίος ερμηνεύεται εκπληκτικά από τον Μπουράκ Χακί, ο οποίος είναι ο οδηγός του συζύγου της Φιλιώς. Μαζί μ' αυτόν ζει κι ο πατέρας του Χαλίλ, ο οποίος ήταν μια ζωή υπηρέτης κι επιστήθιος φίλος του Πολύκαρπου, του πατέρα της Φιλιώς και μεγαλύτερου εν ζωή μέλους της οικογένειας. Με αυτήν την πολυπρόσωπη οικογένεια παρασυρόμαστε σε ένα ειδυλλιακό βαλς στους ρυθμούς της κοσμοπολίτικης ζωής της Σμύρνης και γινόμαστε μάρτυρες των εξελίξεων που θα οδηγήσουν στην καταστροφή του 1922. 




Ξεκινώντας με τα θετικά χαρακτηριστικά της ταινίας, αξίζει να τονίσουμε την πειστική αναπαράσταση της Σμύρνης και την ανάδειξη του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της, ξεπερνώντας επιτυχώς τα εμπόδια που συνήθως οδηγούν σε αποτυχία τις περισσότερες ελληνικές ταινίες που επιλέγουν να καταπιαστούν με μεγάλα θεάματα. Η "Σμύρνη μου αγαπημένη" όχι μόνο δεν πέφτει στην παγίδα αυτή αλλά αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός καταφέρνοντας να διατηρήσει τις ισορροπίες σε ένα θέμα που είναι μέχρι τις μέρες μας αρκετά ευαίσθητο. 
Πέρα απ' αυτό, η ταινία έχει αρκετές αρετές όπως η υψηλού επιπέδου παραγωγή, οι εξαιρετικές ερμηνείες στο σύνολο των ηθοποιών, οι προσιτοί χαρακτήρες των προσώπων και η όσο το δυνατόν σφαιρικότερη πολιτική θέση σε μια από τις χειρότερες καταστροφές που υπέστη η χώρα μας. 
Σκηνοθετικά η ταινία στέκεται άψογα με τον δημιουργό να πετυχαίνει μια ισορροπία ανάμεσα σε ήρεμες και έντονα φορτισμένες στιγμές ενώ παράλληλα φαίνεται πως δίνει μια ελευθερία στους ηθοποιούς προσθέτοντας μια αυθεντικότητα στις ερμηνείες τους. 
Επίσης η ταινία ξεχωρίζει για την ρεαλιστική της αισθητική τόσο στην κοσμοπολίτικη ζωή της πόλης όσο και στις βίαιες σκηνές της καταστροφής. Μάλιστα, η μετάβαση αυτή από την μια κατάσταση στην άλλη γίνεται με έναν ρυθμό γοργό και συμπαγή, αφήνοντας λίγα περιθώρια στο να προκληθεί κάποια κοιλιά στο σενάριο. Για τα ελληνικά δεδομένα, τα κινηματογραφικά πλάνα είναι άψογα και προετοιμάζουν σταδιακά τους θεατές στη μετάβαση από τον ρομαντισμό της αριστοκρατικής ανεμελιάς στην απόγνωση της ολοκληρωτικής καταστροφής. 
Έπειτα και το σενάριο της ταινίας είναι καλογραμμένο, ικανοποιώντας το ευρύ λαϊκό αίσθημα και καταφέρνοντας να ξεφύγει από πιθανά εθνικιστικά κλισέ που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπεραπλουστευμένες ερμηνείες της ιστορίας. Εκεί όμως που πραγματικά υποκλίνομαι στην ταινία είναι η ειλικρινής της ματιά, δίνοντας βήμα και στην τούρκικη αλήθεια αυτού του ιστορικού γεγονότος. Με πανανθρώπινο τρόπο περιγράφει και την πίκρα ενός λαού που μέσα στην ίδια του την χώρα ζούσε κοινωνικά κι οικονομικά υποταγμένος στους Έλληνες και στους Λεβαντίνους. Το ίδιο συμβαίνει και στο πολιτικό κομμάτι καθώς μέσα από τη στάση του Κρατερού Κατσούλη εκφράζεται κι αναπτύσσεται με επιχειρήματα κι η αντιβενιζελική στάση, η οποία υποστηριζόταν από μια υπολογίσιμη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που ήταν απρόθυμη να στηρίξει την προσάρτηση της Σμύρνης στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας διότι τη θεωρούσε οικονομικά αβάστακτη για την ήδη βαριά πληγωμένη από τους συνεχείς πολέμους Ελλάδα. Τέλος θα ήθελα να συμπληρώσω πως πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία παίζει και το πολύπλοκο παρασκήνιο της ανάμειξης των ξένων δυνάμεων και των αντικρουόμενων συμφερόντων τους που είχαν ως αποτέλεσμα να σφραγίσουν τη μοίρα της Σμύρνης. 
Εκεί όμως που την παραδέχομαι είναι που συνδέει τόσο λιτά και κατανοητά το σημερινό προσφυγικό ζήτημα με εκείνο των Ελλήνων Μικρασιατών του περασμένου αιώνα. Σ' αυτό το κεφάλαιο θα μπορούσε να πατήσει κι άλλο και να αναπτύξει παραπάνω τον συσχετισμό του τότε με το σήμερα αλλά αυτό είναι ξεκάθαρα υποκειμενικό.




Υπάρχουν πολλές σκηνές που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αριστουργηματικές. Θα μείνω όμως σε μια που την κατατάσσω στις πιο αντιπολεμικές στιγμές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ο ελληνικός στρατός έχει ξεκινήσει την εκστρατεία του προς την Άγκυρα αφήνοντας πίσω του λεηλατημένα τούρκικα χωριά και καμένη γη. Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης πανηγυρίζει τόσο τη δημιουργία της Ελεύθερης Ζώνης της Σμύρνης όσο και την πετυχημένη πορεία του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Τουρκίας. Το πανηγυρικό κλίμα κυριαρχεί και στην οικία των Μπαλτατζήδων, όπου σε μια απ' αυτές τις βραδιές, ο πατέρας της Φιλιώς Πολύκαρπος πίνει μαζί με τον επιστήθιο φίλο του τον πατέρα του Χαλίλ θέλοντας να γιορτάσει τον ελληνικό θρίαμβο. Με αυτό το πλάνο συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο δυο πρόσωπα που εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός από διαφορετική σκοπιά ο καθένας. Ο ένας πανηγυρίζει για τις νίκες του ελληνικού στρατού κι ο άλλος κλαίει για τον θάνατο που σκορπίζει στους συμπατριώτες του. Μέσα από τις κουβέντες τους γίνεται φανερό πως δεν υπάρχει μίσος ανάμεσά τους παρά μόνο ενθουσιασμός από την μια πλευρά και πίκρα από την άλλη. Και των δυο τα μάτια έχουν θολώσει, του ενός από δάκρυα χαράς και του άλλου από δάκρυα λύπης. Προσπαθούν να αναλύσουν την όλη κατάσταση αλλά δε μπορούν. Τότε αρχίζουν μαζί να τραγουδούν έναν ανατολίτικο σκοπό. Ένα τραγούδι που δημιουργείται μέσα από ένα αρμονικό πάντρεμα ελληνικών και τουρκικών στίχων. Καθώς συμπαρασύρονται από τις λέξεις, πιάνονται αγκαλιά κι αρχίζουν να κλαίνε με αναφιλητά συμφωνώντας βουβά πως ο κόσμος που έζησαν και γέρασαν μαζί έχει πια οριστικά τελειώσει, όποια κι αν είναι η έκβαση της ελληνικής εκστρατείας. 
Θεωρώ πως η "Σμύρνη μου αγαπημένη" είναι ένα κινηματογραφικό στοίχημα μεγάλου ρίσκου που κερδήθηκε πανηγυρικά. Τον αν η επιτυχία αυτή έχει διάρκεια θα φανεί στο μέλλον, διότι θα εξαρτηθεί στο αν θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της οι επόμενες εγχώριες παραγωγές. Όσο για τη συγκεκριμένη ταινία πιστεύω πως αξίζει τόσο την εισπρακτική επιτυχία όσο και την αναγνώριση που έχει ήδη λάβει από τους πιο επιφυλακτικούς κι απαιτητικούς κινηματογραφόφιλους. 

Βαθμολογία: 7/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου