Η Νυρεμβέργη είναι μια πόλη παρεξηγημένη διότι έχει συσχετιστεί με τον ναζισμό, καθώς είχε γίνει το άντρο του γερμανικού εθνικισμού φιλοξενώντας αρκετές προπαγανδιστικές εκδηλώσεις και φασιστικά συνέδρια, γεγονός που δυστυχώς αλλοίωσε αρκετά τόσο τον χαρακτήρα της όσο και την όψη της καθώς ορθώθηκαν αρκετά φασιστικά κτίρια στο πανέμορφο ιστορικό της κέντρο.
Πριν αρχίσω όμως να αναφέρομαι στην πόλη και στις στιγμές που ζήσαμε σ' αυτήν, προτιμώ να ξεκινήσω με το πρώτο αξιοθέατο που επισκεφθήκαμε, το πληγωμένο κάστρο της Νυρεμβέργης που εξακολουθεί να στέκει περήφανο στα βόρεια της πόλης πάνω σε ένα τεράστιο βράχο από ψαμμίτη.
Η πρώτη μας πρωινή περιπλάνηση ξεκίνησε με έναν γλυκό ανοιξιάτικο ήλιο να μας συντροφεύει από ψηλά, παρατηρώντας κάθε τόσο τις ποικίλες εκφράσεις του ενθουσιασμό μας καθώς η πόλη αποκάλυπτε σταδιακά την ιδιαίτερη ομορφιά της. Στην παλιά πόλη εισχωρήσαμε από το πέρασμα του πύργου Laufer (Laufer Schlagturm). Από εκείνο το σημείο κι έπειτα επικρατούσε μπρος στα μάτια μας μια συνεχής μάχη ανάμεσα στα παλιά κτίρια της πόλης και στα μετέπειτα φασιστικά. Από την μια υπήρχε μια διακριτική καλαισθησία κι από την άλλη μια απειλητική επιβολή όγκου κι ευθείων γραμμών. Παρόλο που οι δυο αυτές τάσεις δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, στους δρόμους της Νυρεμβέργης έδεναν κάπως απροσδιόριστα, δίνοντάς σου την εντύπωση πως απλώς ανέχονταν η μια την ύπαρξη της άλλης.
Τα πρωινά αγουροξυπνημένα μας βήματα, μας οδήγησαν σε μια μικρή πλατεία με το εντυπωσιακό άγαλμα του φημισμένου χαρτογράφου (κι εμπόρου υφασμάτων) Martin Behaim, ο οποίος είναι διάσημος για την παλαιότερη σωζόμενη στον κόσμο υδρόγειο σφαίρα, την οποία είχε δημιουργήσει για την αυτοκρατορική πόλη της Νυρεμβέργης το 1492. Κοντά στον αδριάντα του σπουδαίου Γερμανού χαρτογράφου είναι ξαπλωμένος, σχεδόν σε νεκρική στάση, κι ένας ρινόκερος. Ο ρινόκερος όπως κι ο λαγός είναι δυο ζώα τα οποία συναντάει κανείς σε πολλά σημεία της πόλης, κάτι που οφείλεται στις σπουδές που είχε κάνει πάνω σ' αυτά ο διάσημος Γερμανός ζωγράφος, χαράκτης και θεωρητικός της Γερμανικής Αναγέννησης Αλμπρεχτ Ντύρερ. Την παρουσία του συγκεκριμένου ζωγράφου μπορεί κανείς να τη βρει σχεδόν σε όλη την πόλη. Από το αεροδρόμιο μέχρι το μετρό κι από τις ονομασίες των οδών μέχρι τους πλανόδιους ζωγράφους που προσπαθούν να τον μιμηθούν. Την παρουσία του την συναντήσαμε και σε μια μικρή στάση που κάναμε για να πιούμε τον πρωινό μας καφέ σε μια ανισόπεδη μικρή πλατεία που βρίσκεται στα ριζά των τειχών του κάστρου. Εκεί συναντήσαμε τον περιβόητο λαγό του Ντύρερ (00:43-00:52), ένα αποτροπιαστικό γλυπτό με ένα γιγάντιο λαγό που κατασπαράζει με το βάρος του κάποιους ανθρώπους. Παρόλο που το σώμα του είναι από μέταλλο, το ορθάνοιχτο μάτι του αποτελείται από διαφορετικά υλικά, προσθέτοντάς του μια απειλητική ζωντάνια. Όμως εκείνο το πρωινό ο λαγός φάνηκε πως είχε αφεθεί στα ζεστά χάδια του ήλιου, αφήνοντάς μας να απολαύσουμε ανενόχλητοι τον καφέ μας μαζί με τα γευστικά πρέτζελ που είχαμε αγοράσει από ένα γειτονικό φούρνο.
Σε εκείνη την πλατεία βρίσκεται και το σπίτι του Αλμπρεχτ Ντύρερ το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί από το 1871 σε μουσείο αφιερωμένο σε εκείνον και τα έργα του (00:04-00:52). Το κτίριο που στεγάζεται η συλλογή και τα εργαστήρια του σπουδαίου Γερμανού ζωγράφου είναι ένα κλασσικό δείγμα παραδοσιακού σπιτιού με τον γνωστό ξύλινο εξωτερικό σκελετό που δημιουργεί διάφορα σχέδια στις όψεις του, χτισμένο το 1420. Αποτελείται από πέντε ορόφους, με τους δυο πρώτους να είναι με πέτρα και τους άλλους τρεις στηριζόμενους στο ξύλινο σκελετό. Το 1501 το σπίτι αγοράστηκε από τον Γερμανό αστρονόμο Bernhard Walther, ο οποίος τροποποίησε τη στέγη δημιουργώντας μικρά παραθυράκια που λειτουργούσαν ως παρατηρητήριο προς τον έναστρο ουρανό. Το σπίτι πέρασε στα χέρια του Ντύρερ το 1509. Η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου είναι εντυπωσιακή, γυρνώντας σε πίσω στο χώρο. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν κάμποσα από τα έργα του δημιουργού (όχι όμως τα πιο γνωστά) ενώ στους πιο πάνω ορόφους εισχωρείς στην καθημερινή του ζωή και στα εργαστήριά του. Το πιο όμορφο σημείο του μουσείου για μένα ήταν το τυπογραφείο, όπου πέρα από το μηχάνημα μπορεί να παρατηρήσει κανείς τις μήτρες από τις οποίες έβγαιναν τα χαρακτικά του έργα. Ένα απ' αυτά είναι και το αγαπημένο μου, το "Μελαγχολία Ι" του 1514.
Μετά την επίσκεψή μας στο μουσείο του Ντύρερ, ανηφορήσαμε προς τα παλιά τείχη της πόλης. Το κάστρο της Νυρεμβέργης μαζί με τα τείχη του θεωρείται ως ένα από τα πιο τρομερά μεσαιωνικά οχυρά κι αποτελείται από ένα σύμπλεγμα τριών οχυρωματικών οικοδομημάτων, το Kaiserburg που είναι το αυτοκρατορικό κάστρο, το Burggrafenburg που είναι ένα σύμπλεγμα διαφόρων κτιρίων του εκάστοτε άρχοντα της πόλης και το Reichsstädtische Bauten που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του κάστρου και σ' αυτό βρίσκονται τα δημοτικά κτίρια της αυτοκρατορικής πόλης.
Πρώτη αναφορά του κάστρου γίνεται το 1105 μ.Χ., ενώ το 1140 μ.Χ. ο βασιλιάς Κόνραντ ο Γ' έχτισε ένα δεύτερο κάστρο στο βράχο για να το έχει ως βασιλική κατοικία. Σχεδόν όλοι οι αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έμειναν σε αυτό σε διάφορες εποχές κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους. Ο Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσσα (Friedrich Barbarossa) κι οι διάδοχοί του ανέπτυξαν το υπάρχον βασιλικό κάστρο από τα μέσα του 11ου αιώνα σε μια εντυπωσιακή αυτοκρατορική έδρα, όπως αντικατοπτρίζεται ιδιαίτερα στο διώροφο παρεκκλήσι, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα στο σύνολό του. Τον 13ο αι. η Νυρεμβέργη έγινε ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη και το κάστρο έγινε κτήμα της τοπικής αρχής, η οποία πρόσθεσε κι άλλα οχυρωματικά έργα τα οποία στέκουν μέχρι σήμερα όπως ο πύργος Luginsland, ο οποίος σημαίνει "αυτός που προσέχει τη γη από ψηλά".
Σε πολλά ντοκουμέντα καταγράφεται πως το Αυτοκρατορικό Κάστρο είχε αρκετούς και διαφορετικούς κήπους κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, από τους οποίους κανένας δεν έχει διατηρηθεί. Ο αυτοκράτορας Friedrich III (1440-1493) είχε δημιουργήσει τους δικούς του "κρεμαστούς κήπους", οι οποίοι ήταν μια αντιγραφή των κήπων της θρυλικής βασίλισσας της Βαβυλώνας, Σεμίραμις. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο βοτανολόγος (έμπορος και κατασκευαστής) Γιόχαν Κρίστοφ Βολκαμέρ (Johann Christoph Volkamer) σχεδίασε αυτούς τους κήπους στο έργο του "Κήποι των Εσπερίδων".
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο ο πύργος Luginsland όσο και τα άλλα χτίσματα του κάστρου καταστράφηκαν κι αναστηλώθηκαν μετά την λήξη του πολέμου από τους αρχιτέκτονες Ρούντολφ Έστερερ (Rudolf Esterer) και Ιουλίου Λίνκε (Julius Lincke). Στις μέρες μας τα ανατολικά δημοτικά κτίρια του κάστρου (Kaiserstallung and Luginsland) χρησιμοποιούνται ως πανδοχείο, δένοντας όμορφα μ' αυτόν τον αρμονικό τρόπο το κάστρο και τα οχυρωματικά του έργα με τον υπόλοιπο ιστό της πόλης. Κάτω από τα τείχη ξεπηδούν μικρά μουσεία, διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα, μπαράκια, εστιατόρια, καφετέριες και κατοικήσιμες γειτονιές οι οποίες δένουν τόσο όμορφα με τα αρχαία κτίρια του βράχου, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η παλιά πόλη της Νυρεμβέργης να συνεχίζει να έχει ζωή διατηρώντας τη μοναδική ατμόσφαιρα του αυτοκρατορικού της παρελθόντος.
Εντός του κάστρου υπάρχουν πολλά σημεία που αξίζει να επισκεφθεί κανείς όπως το Βαθύ Πηγάδι (Tiefer Brunnen), τα οποίο σε οδηγεί νοητά στην καρδιά του βράχου, ενώ μέσα στο Sinwell μπορούμε να συγκρίνουμε το σημερινό πανόραμα της πόλης με το αντίστοιχο της Παλιάς Πόλης τόσο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μετά κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης της Νυρεμβέργης.
Την μέρα της επίσκεψής μας, περιηγηθήκαμε στους υπαίθριους χώρους του κάστρου με κόσμο. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η οικειότητα των κατοίκων με το μνημείο, οι οποίοι το αντιμετώπιζαν περισσότερο ως κομμάτι της πόλης παρά ως αξιοθέατο. Αρκετοί έπιναν το καφέ τους στην εσωτερική αυλή του οχυρού, άλλοι βόλταραν με τα σκυλιά τους, πιτσιρίκια έπαιζαν κυνηγητό τρέχοντας ανάμεσα στους τουρίστες οι οποίοι τα απέφευγαν με αξιοζήλευτους ελιγμούς. Επίσης πέσαμε πάνω σε κινηματογραφικά γυρίσματα, στερώντας μας προς στιγμή την υπέροχη θέα του κάστρου προς την πόλη.
Το κάστρο το επισκεφθήκαμε ξανά το απόγευμα θέλοντας να θαυμάσουμε την νυχτερινή όψη της Νυρεμβέργης. Αυτή τη φορά ανεβήκαμε από την τάφρο, η οποία έχει μετατραπεί σε έναν πανέμορφο και καταπράσινο πάρκο για περίπατο και ηρεμία. Μια παρέα νεαρών είχαν ανέβει πάνω στα τείχη κι ατενίζανε την πόλη ενώ μέσα σε μια στοά συναντήσαμε μια κυρία να προσπαθεί με χάλια αγγλικά να τραγουδήσει το "Comfortably Numb" των Pink Floyd, κάνοντας μας να σταθούμε λίγη ώρα για να την απολαύσουμε. Επισκεφθήκαμε τους μικρούς κήπους που έχουν απομείνει πάνω στις οχυρώσεις και καταλήξαμε στο μεγάλο άνοιγμα στα ανατολικά του κάστρου για να θαυμάσουμε την πόλη.
Η νύχτα είχε πέσει και το αεράκι μας ανάγκαζε να ανεβάσουμε τα φερμουάρ των αντιανεμικών μας μέχρι το λαιμό.
Η θέα που απλωνόταν από κάτω μας ήταν εντυπωσιακή. Τα φώτα της πόλης μας καλούσαν στα ζεστά στέκια για μπύρα και λουκάνικα ενώ οι μεγάλοι γίγαντες της πόλης, η εκκλησία του Αγίου Σεβάλδου και του Αγίου Λαυρεντίου ορθώνοντας σαν δυο πελώριες σκιές πάνω από το ιστορικό κέντρο, λες και ξαπόσταιναν πίσω από τα σβησμένα τους φώτα. Δε χρειαζόμασταν τίποτε άλλο παρά μια μόνη ριπή του αέρα για να ξεχυθούμε στις ομορφιές της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου