Τρίτη 30 Μαΐου 2023

«Ο χρόνος που περνά και χάνεται»

 


 Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο χρόνος που περνά και χάνεται» από τις Εκδόσεις Παρέμβαση. Πρόκειται για μία συλλογική έκδοση που πραγματοποιήθηκε έπειτα από κάλεσμα των Εκδόσεων Παρέμβασησε συγγραφείς και φωτογράφους με θέμα τον Χρόνο που περνά και χάνεται... 
Οι διακόσιες σαράντα συμμετοχές που περικλείονται αφορούν ποιήματα, διηγήματα και φωτογραφίες, παρουσιάζοντας την ξεχωριστή ματιά καθενός από τους δημιουργούς αναφορικά με την επίδραση του χρόνου και τα σημάδια που αφήνει στις ζωές μας. 
Το έργο εξωφύλλου είναι του Τάκη Χάτσιου.  

Γράφουν οι: 

I

Αλέξανδρος Βαναργιώτης - 13 χαϊκού για τον χρόνο 
Γεωργία Βεληβασάκη - Αυτός και εαυτός 
Χρύσα Βλάχου - Εριέττα Γιορτή ενηλικίωσης 
Τασούλα Γεωργιάδου - Αλλαγές 
Βάλια Γκέντσου - Ο χρόνος όρθιος ας σταθεί 
Νίκη Γκίζη - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Αριστούλα Δάλλη - Ο κύκλος του χρόνου 
Λίτσα Δαμουλή - Tα στολίδια του δέντρου 
Γιώργος Δελιόπουλος - Ασύμπτωτοι 
Παναγιώτης Δημόπουλος - Ασώματη τάξη  
Γεωργία Δεμπερδεμίδου - Ο χρόνος δεν περνά
Κλεονίκη Δρούγκα - Ενηλικίωση 
Γιώργος Θεοχάρης - Δυστυχία για το χρόνο 
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη - Κόρες της Εύας 
Γιώργος Καλιεντζίδης - Μη λησμονήσεις 
Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά - «Χρόνος∙ ένας αόρατος, δυναμικός συνοδοιπόρος του ανθρώπου» 
Χριστίνα Καραντώνη - Διαφυγόντων ετών 
Αλέξης Κασνάκης Ηλίας Κεφάλας Ευριπίδης Κλεόπας - Δεν είναι τα κεριά 
Τάσος Κοκόγιας - Χρονομνήμη 
Θάνος Κόσυβας - Άχρονα χρόνια 
Μαρία Κουγιουμτζή - Δεσποινίς Λεονί 
Άννα Κουστινούδη - Χρόνος: Οι οντολογίες, οι ανατομίες, οι εμμονές και οι συνωμοσίες του 
Γιάννης Τζήμκας Γιώργος Κωνσταντινίδης - Βότσαλα λευκά άφησε ο χρόνος… 
Σεβαστή Κωνσταντινίδου - Άσπρο με κοφτή δαντέλα 
Μαρία Λάτσαρη - Χρονοφάι Χρήστος Λαμπριανίδης Δημήτρης Λεοντζάκος - Ακουμπώντας βουβά στο σκοτάδι 
Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου - Το μόνο «άλφα στερητικό» που δεν μας αφανίζει 
Χρήστος Β. Μασσαλάς - Εμείς και ο χρόνος... 
Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης - Ο χρόνος που δεν χάνεται 
Σταύρος Μίχας - Ο χρόνος κι ο θάνατος 
Αλεξάνδρα Μπακονίκα - Το ρίσκο 
Πολύνα Γ. Μπανά - Οι μοιραίες επιπτώσεις του μηχανισμού ενός παλιού ρολογιού 
Νίκη Μπλούτη - Καράτζαλη - Ο αμείλικτος χρόνος... 
Αλεξάνδρα Μυλωνά - Πάντα η κόρη, πάντα η μάνα της 
Ηρώ Νικολοπούλου - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Γιάννης Πανούσης - Οι 12 περι-ορισμοί του Χρόνου (+6 ανα-πληρωμα-τικοί) 
Αντώνης Παπαβασιλείου - Δεν έχει 
Απόστολος Παπαδημητρίου - Ο χρόνος, ο Θεός, ο άνθρωπος 
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου - Μια μέρα μόνο 
Δημήτρης Παπαστεργίου - Επέτειος 
Καίτη Παυλή-Τζίμα - Παγίδα Κώστας Θ. Ριζάκης - ατάκτως προχωρών 
Σωτήρης Σαράκης - Το ερώτημα 
Δότα Σαρβάνη - Ημερολόγιο 
Ιφιγένεια Σιαφάκα - Στον αέρα 
Ελένη Σιγαλού - Σταθμοί ξεχασμένοι 
Φοίβος Σταμπολιάδης Σταύρος Σταμπόγλης - Περιρρέουσα επανάληψη 
Βασιλική Στεργίου - Η ρηχή ρίζα του Thorn 
Γιάννης Στεφανάκις - Της μοναξιάς μου φίλος 
Μαρίκα Συμεωνίδου - Χρόνος – δεν έχεις επιλογή 
Στέργιος Τσακίρης - Η πασχαλινή φλαούνα 
Γιώργος Τσάρος Nώντας Τσίγκας - Ίσκιοι σε φωτογραφίες 
Ολυμπία Τσικαρδάνη - Η κυρά-Ρήνα 
Γιάννης Τσιτσίμης - Στην έρημη χώρα 
Ανδρέας Φουσκαρίνης - Η ζωή μου: Μία ανάμνηση 
 
IΙ 

Αγγελική Αγγελοπούλου - Ο χρόνος που περνά και χάνεται… 
Φανή Αθανασιάδου - Ο χρόνος που φεύγει 
Καίτη Βασιλάκου - Η εποχή μου 
Βικτωρία Βουδουράκη - Φιλμ 
Ελένη Βουδούρη - Η παλίρροια του χρόνου 
Σουλτάνα Βουδούρη - Η σκοτεινή ήπειρος 
Άννα Γεωργίου - Ο Φάρος 
Χρυσούλα Γεωργούλα - Ο αβιώτος χρόνος 
Κική (Κυριακή) Γιαμουρίδου - Όλα εξαρτώνται από τη στιγμή 
Μερκούριος Γιάντσης - Εκείνος 
Κατερίνα Γιάσογλου - Άχρονες στιγμές 
Παναγιώτης Γκούβερης - Προφήτης 
Ελένη Γουγουτσά - Τα γενέθλια 
Ελένη Δεληβοριά - Ακροστιχίδα του χρόνου - Παιχνίδια του χρόνου - Χρόνος-αράχνη 
Μάνος Δραγώγιας - Το αέναο γίγνεσθαι 
Γιώργος Δρίτσας - Χαμένες αναμνήσεις 
Ιωάννα Ευθυμιάδου - Ich bebe, μαμά 
Λευτέρης Ευμορφόπουλος - Άνθρωποι είσαστε 
Άντζελα Ζιούτη - Ο καλύτερος δολοφόνος 
Διονυσία Καραμπουρνιώτη - Έτσι είναι ο χρόνος 
Κώστας Κίτσος Γιώργος Σ. Κόκκινος - Τα ρούχα της νιότης μου 
Αλεξάνδρα Κολιγιώτη - Μειδίαμα του χρόνου 
Ζαφειρία Κοτζαμάνογλου - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Δημήτρης Κουτουλάκης - Μοναστήρια: Το μέρος όπου σταματά ο χρόνος 
Δημήτρης Κουφόγιαννης - Δεσμώτες του Χρόνου 
Χριστίνα Κρητικού - Από την άλλη πλευρά του χρόνου 
Ελένη Κριτσιβέλα - Χρονο(δια)τριβή 
Ασημίνα Λαμπράκου - Αποτύπωμα στον χρόνο 
Μαριλού Λεονάρδου - Και κάπως έτσι ο χρόνος σταμάτησε… 
Έλενα Λιάτου - Μυστικό πέρασμα στου χρόνου το αργοκύλισμα 
Βασίλης Μαγκλάρας - Η φρίκη του Χρόνου 
Γεωργία Μακρογιώργου - Ν’ άλλαζες δρόμο 
Δημήτρης Μάλλης - Επισκεπτήριο 
Κωνσταντίνος Μανίκας - Το μαχαίρι του χρόνου 
Αναστάσιος Μαράς - Η στιγμή που φεύγει 
Σοφία Μαργαρίτη - Περσεφόνη 
Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης - Ίσως ο Θάνατος 
Κασσιανή Μαρτινάκη - Λευκές Εποχές 
Γιάννης Μήτσιος - Μνήμες και αποχωρισμοί 
Αναστάσιος-Μάριος Μιχαηλίδης - Μια παλιά φωτογραφία 
Θανάσης Γ. Μίχος - Σε ένα άλλο νησί κάποτε 
Αντώνης Μπαλασόπουλος - Ένα όνειρο 
Κοραλί Μπαρμπέν - Kορέστεια 
Αναστάσιος Σαχινίδης Αριάδνη Νικολάρα - Το σακάκι 
Χρήστος Ντικμπασάνης - Χρόνος και μύθος 
Μιλτιάδης Ντόβας - Πεντόβολα 
Ιωάννης Ξενίδης Παναγιώτης Παλασίδης - Ο χρόνος 
Πόπη Παντελάκη - Η δίνη του χρόνου 
Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη - Ο χρόνος τυπωμένος στο χαρτί 
Γιάννης Σαμοθράκης Ελένη Κ. Παπαδοπούλου - «Ἐνθύμιον ἀρραβῶνος» 
Άγγελος Πάσκος - Μεταμόσχευση καρδιάς 
Βάννα Γ. Πασούλη - Στο βάραθρο του χρόνου 
Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου - Αλλαγή ώρας 
Λεόντιος Πετμεζάς - Το άγριο, απρόσμενο πέρασμα του χρόνου 
Δημήτριος Σ. Πέτρου - Πρώτα ο Θεός 
Σταύρος Ξ. Πέτρου - Στη γιαγιά μου 
Μαίρη Πίσια - Μια ρωγμή στο χρόνο 
Πολύβιος Ν. Πρόδρομος - Τριαντάφυλλό μου 
Καλλιόπη Ράικου Πένυ Ραμαντάνη - Ο μάρτυρας 
Μάουρα Ρομπέσκου - Για μια στιγμή αιώνια 
Αντώνιος Σανουδάκης-Σανούδος - Το ξύλινο τραπεζάκι του χρόνου 
Θανάσης Σαρδέλης - Στιγμές ζωής… 
Αθηνά Σαρλάνη Ελένη Σεμερτζίδου - Δεσμώτης 
Ιωάννης Σιδηρόπουλος - Χριστούγεννα σ’ ένα σπιτικό 
Νίκος Σουβατζής - Καταργώντας την εξουσία του χρόνου 
Αρχοντία Σπαχίδου - Η νόρμα του χρόνου 
Μαρία Σταυρίδου - Ένα λεπτό 
Αλέξανδρος Στεφόπουλος - Ανεπιστρεπτί 
Γιάννης Στρούμπας - Παράλληλες ρυτίδες 
Βάνια Σύρμου - Μετάξι 
Κωνσταντίνος Συρράκος - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Κώστας Τερζανίδης - Εδώ στου δρόμου τα μισά 
Χρήστος Τζιώκος Άρτεμις Τομαή (η Θαλασσινή) - Χρόνος απών 
Παρθένα Τσοκτουρίδου - Φτερά που δεν πετάνε 
Ελένη Φιτσάλη - Η Γέφυρα 
Δημήτρης Μπουλουγούρης 
Γιώργος Χατζελένης - Ο απογευματινός καφές της Σαλαμάνκα 
Ζωή Χατζηγεωργίου - Του Χρόνου οι γιοι  
Kατερίνα Χατζηγιαννάκη - Τα γρανάζια του χρόνου 
Γιάννης Χονδρός - Περί βημάτων και σταγόνων 
Φωτεινή Χρηστίδου - Η κλεψύδρα 
Ελένη Ψαραδάκη - Οι στιγμές χάνονται μα οι μνήμες μένουν 

ΙΙΙ 

Σοφία Αλεξανδρίδου - Κάποτε δεν αρκεί η αγάπη 
Αμφίνοος - Ανθρωποθυσίες 
Ανώνυμο - Όταν χάνεις το αεροπλάνο 
Κατερίνα (Κανάκη) Αξούγκα - Ατελεύτητο 
Παύλος Βελιτζέλος - Χρόνου πέρι 
Ευαγγελία Βογιατζάκη - Δυναμικό 
Γεωργία Γιαλούρη - Στάση προς την αιωνιότητα 
Mατίνα Γεωργά Σπυριδούλα-Υρώ Γιολδάση - Συνδέσεις 
Άννα Γκασνάκη - Ο χρόνος αλλιώτικα μέτρα 
Χρύστα Δημαρέλου - Το ραντεβού 
Αντωνία Δημοπούλου Σοφία Ελευθερίου - Μέσα σ’ ένα λευκό κεφάλι 
Μάνος Ζερβός - Κατά τον Δαίμονα Εαυτής 
Μάρθα Ζιώγα - Σε ευθεία κίνηση ή κυκλική; 
Nατάσσα Θάνου (Δόνα Αμαρυλλίς) - Έχοντας το γνώθι σαυτόν 
Χρυσούλα Ιωαννίδου - Ο χρόνος στο Ορμένιο του Έβρου 
Ελένη Ιωάννου - Συνειρμοί για το χρόνο που περνά και χάνεται 
Μιχάλης Καλιότσος - Η μαύρη επισκέπτρια 
Έλενα Καλογεροπούλου - Σαν ρωγμή στον χρόνο 
Αλεξάνδρα Καλτσογιάννη - Λευκό κοράλλι 
Ζώη Καρασίγκου Μαρίνος Ε. Καρβελάς - Όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ 
Ευάγγελος Καρλόπουλος - Η Ψευδαίσθηση του Χρόνου 
Στέλλα Καρούτσου – Ιακωβίδου - Χρόνε 
Δέσποινα Καρπούζη - Παρατηρητής του χρόνου 
Λάζαρος Κηπουρίδης - Η ειμαρμένη μέρα 
Οργκέσα Κοδέλαι - Χρόνος βαρύς 
Ρένα Κοτζαγιώργη - Δεν είναι αργά για το όνειρο… 
Αγγελική Κουντουράκη - Χρόνος 
Δημήτρης Κυτίδης Γιώτα Κωνσταντάκη - Λήθη 
Στέλλα Κωνσταντάκη - Μια στιγμή 
Γεωργία Κωστούρου - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Ζωή Κώτσου - Ο χρόνος δε ρωτάει 
Άννα Λαμπαρδάκη - Τα ρολόγια του χρόνου 
Ελένη Λιακάλου - Ο χρόνος που περνάει και χάνεται 
Μαγδαληνή-Ελευθερία Μανουσάκη - Fugit inreparabile tempus 
Κική Ματέρη - Τικ τακ 
Βηθλεέμ (Βίλμα) Μαυροματίδου Ανατολή Μελίδου - Η τελευταία κυρία της παραλίας 
Μυριοφυλλιά Β. Μήττα - Οι μέρες που πέρασαν 
Άννα Μοραλίδου - O χρόνος που περνάει και χάνεται 
Αφροδίτη Μπαρλαμπά - Μια αγάπη δίχως αύριο... 
Αθανασία Μπεχλιβάνη - Φτυάρι 
Ειρήνη Φ. Νάνου - Στον αιώνα της φωτογραφίας 
Ιλεάνα Νίστορ - Πορείες 
Ελευθερία Παγκάλου - Χρόνος 
Αικατερίνη Πανταλέων - Του χρόνου το αμείλικτο 
Δήμητρα Παπατσαρούχα (Ανεμώνη) Ελένη Παπόγλου - Ο χρόνος και η δημιουργία 
Αχιλλέας Πάσχος Ιωάννης Πατσιατζής - Χρονοκάψουλα 
Παρασκευή Πατσιλιά - Η στόφα του χρόνου 
Ηλίας Ποιμενίδης - Τιμωρημένο πουκάμισο 
Μαίρη Γ. Πράσατζη - Κύκλοι 
Αναστάσιος Ελ. Πτωχός - Συνάντηση και αλλαγή πορείας 
Αμαλία Ραπτοπούλου - Όταν επιστρέφουν 
Νεκταρία Ρουμπελάκη - Εν πτήσει 
Νίκος Σαχπεκίδης Αγγελική Σταύρου - Ψεύτη καθρέφτη 
Δημήτρης Στραβού Ρούλα Συγγούνα - Αιώνιοι εμείς 
Παύλος Ταγτεβερενίδης - Μακρινό ’77 
Ευφροσύνη Τάσα Ευαγγελία Τάτση - Το παλίμψηστο των λέξεων 
Ελένη Τενεδίου - Ο χρόνος στη φιλοσοφία, τις κρίσεις και τις φυσικές καταστροφές 
Γιώργος Τζεβελεκάκης - Στη μεγάλη θάλασσα του αιώνα 
Στέλλα Τζιτζιλή Γιάννης Τόμπρος - Τριγύρω μου χρόνος - οκτώ ποιήματα χαϊκού 
Ελπίδα Τσαβδάρη - Χρόνος 
Μαρίνα Τσιάνα Μαρία Τσιγάρα - 364 μέρες 
Ελένη Τσιούλη - Το αγόρι και το δέντρο 
Νικολέτα Τσοκαρίδου - Tempus versus liber 
Παναγιώτης Φτάρας Μιχάλης Χαντζής Θεοδώρα Χατζιδάκη Ξανθή Χετζάκη - Αναμονή 
Νίκη Χριστόφη - Ο χρόνος που περνά και χάνεται 
Βασιλική Χριστοφορίδου - Διαφθορά του χρόνου 
Vincent Lempereur Maggie D Brace - Concentric Goddess Β. 
Π. Καραγιάννης - Και τι δεν θα ’δινα... 

Διατίθεται από τις Εκδόσεις Παρέμβαση, τον Ιανό Θεσσαλονίκης και Αθήνας, την Πρωτοπορία Θεσσαλονίκης και Αθήνας, το Κεντρί Θεσσαλονίκης, το διαδίκτυο και από όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας κατόπιν παραγγελίας.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Αριστουργήματα του Παρελθόντος: Ρωσική Κιβωτός (2002)

 


Η «Ρώσικη Κιβωτός» έχει θεωρηθεί από αρκετούς κριτικούς κινηματογράφου, ως το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα. Για την παραγωγή της χρειάστηκαν 867 ηθοποιοί, πάνω από 1000 κομπάρσοι, 150 τεχνικοί στο κινηματογραφικό συνεργείο και τρεις συμφωνικές ορχήστρες. Επίσης για τα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητα κοστούμια και περούκες εποχής. Όμως ο μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το μουσείο του Ερμιτάζ, στην καρδιά της Αγίας Πετρούπολης. 
Ξεναγοί της ιστορίας είναι η φωνή ενός αφηγητή (του ίδιου του σκηνοθέτη Αλεξάντερ Σοκούροφ) κι ενός κυνικού Γάλλου διπλωμάτη (προσωπικά θεωρώ πως είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης Κλέμενς φον Μέττερνιχ), οι οποίοι συναντιούνται κατά έναν παράδοξο τρόπο εντός του μουσείου, κάπου στα μισά του 18ου αιώνα. Μέσα από τις συζητήσεις τους, καταφέρνουν να παρασύρουν τους θεατές σε ένα μαγικό ταξίδι τόσο στην ιστορία του ρωσικού λαού όσο και στον κόσμο της τέχνης. 
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στις αίθουσες του μουσείου, πραγματοποιείται μια αναβίωση των 300 χρόνων της ρωσικής ιστορίας, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης μέχρι την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ, ξεδιπλώνοντας τις ίντριγκες και τις συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν εντός του Χειμερινού Ανακτόρου. Η παρουσίαση κι ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, γίνονται αφορμή για ειρωνικά και κυνικά σχόλια, κυρίως από τον σκηνοθέτη, για τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που υφίστανται σήμερα τόσο στη Ρωσία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και την ασαφή θέση των δυτικών χωρών στις γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης ιστορίας. 
Ωστόσο, η ταινία καταφέρνει να παρουσιάσει τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του μουσείου αλλά και τα υπέροχα και σπουδαία έργα τέχνης της συλλογής του, χωρίς να χρησιμοποιεί κάποια ντοκιμαντερίστικη περιγραφή, δημιουργώντας μ' αυτήν την επιτυχία ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Επίσης, η "Ρώσικη Κιβωτός" εντυπωσιάζει για το τεράστιο και πολυσύνθετο μονοπλάνο της, μέσα στο οποίο παντρεύει τον κινηματογράφο με τις υπόλοιπες τέχνες και τη ρώσικη ιστορία με το χώρο του θεάτρου. Μπροστά από τον φακό περνάει μια πλούσια γκάμα εποχών, ανθρώπων, έργων τέχνης, γεγονότων, καλλιτεχνικών τάσεων, ντυσιμάτων, διασκεδάσεων κι ιντρίγκων. Κατά κάποιον τρόπο περνάει η ίδια η ζωή, η οποία με ένα ξαφνικό παλαμάκι πετάει σαν πουλάκι στους κομψούς διαδρόμους του μουσείου και χάνεται. Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία εντυπωσιακή είναι το μεγάλο πλήθος των ηθοποιών και των κομπάρσων κι η κίνησή τους μέσα στους χώρους του μουσείου. 




Ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, του οποίου η παρουσία εκδηλώνεται με την κίνηση της κάμερας στο χώρο, προσπαθεί να εξηγήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, εισχωρώντας στο μουσείο μαζί με άλλους ανθρώπους. Παρατηρώντας τα κοστούμια γύρω του, αναρωτιέται αν βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Παράλληλα, ο φωτισμός που χρησιμοποιεί, δημιουργεί ένα οπτικό παιχνίδισμα, κάνοντας τους θεατές να αισθανθούν πως βρίσκονται μέσα σε κάποιο όνειρο. Η κίνηση της κάμερας, η οποία υποδηλώνει την μετακίνηση του σκηνοθέτη μέσα στο πλήθος, δημιουργεί ένα αίσθημα αποπροσανατολισμού, αντίστοιχο μ’ αυτό που βιώνει κάποιος άνθρωπος, όταν βυθίζεται σε ένα βαρύ ύπνο. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν γίνεται αντιληπτός από τους γύρω του ή είναι αόρατος, δημιουργώντας στους θεατές ένα αίσθημα ηδονοβλεψίας προς έναν άγνωστο κόσμο που αρχίζει να αποκαλύπτεται μέσα από τις σκοτεινές περιπλανήσεις στις αίθουσες του μουσείου. 
Μέσα σ' αυτή τη σκοτεινή περιδίνηση, ο σκηνοθέτης συναντιέται με έναν μυστηριώδη Ευρωπαίο διπλωμάτη, ο οποίος γίνεται συνοδοιπόρος του στο όνειρο. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης δείχνει το ίδιο χαμένος με τον σκηνοθέτη κι απορεί που μιλάει τόσο καλά τη ρωσική γλώσσα. 
Η πρώτη ορχήστρα που συναντούν τα δύο πρόσωπα, σηματοδοτεί τις περιπλανήσεις τους στις αίθουσες του μουσείου Ερμιτάζ. Ο σκηνοθέτης αναγνωρίζει την Μεγάλη Αικατερίνη, επιβεβαιώνοντάς τον ότι βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Οι δυο πρωταγωνιστές συνεχίζουν να περιφέρονται στις αίθουσες του μουσείου, σχολιάζοντας τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο του και συγκρίνοντας τον με τις αντίστοιχες αίθουσες του Βατικανού. Στις συζητήσεις τους γίνεται ένας συσχετισμός των τοιχογραφιών του μουσείου Ερμιτάζ με την τεχνοτροπία στους πίνακες του Ραφαήλ. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης γίνεται εριστικός απέναντι στις καλλιτεχνικές ανησυχίες των Ρώσων, οι οποίοι προτιμούν να αντιγράφουν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δημιουργούς χωρίς να επενδύουν στις δικές τους δημιουργικές δυνατότητες. 
Συγκινητική είναι η στιγμή, στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές συναντούν μια εργαζόμενη του μουσείου, η οποία παρόλο που είναι τυφλή, έχει αρκετές γνώσεις σχετικά με τα εκθέματα του μουσείου. Η τυφλή ξεναγός, της οποίας η παρουσία αποκτά μια συμβολική αξία, ξεναγεί τα δυο πρόσωπα στη αίθουσα των Φλαμανδών ζωγράφων, όπου αναλύει κάποιους από τους πίνακες, όπως «Η Παρθένος με τις πέρδικες» του Άντονι Βαν Ντάικ, ο οποίος αποκτήθηκε από την Αικατερίνη Β’, «Η Γιορτή στο Σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου» του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς κι οι «Απόστολο και Παύλο» του Ελ Γκρεκο. Στη συγκεκριμένη σκηνή προηγείται κι η στιγμιαία εμφάνιση του Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, με μια έντονα φορτισμένη σκηνή, κάνει μνεία στην Πολιορκία του Λένινγκραντ  ή αλλιώς την «Πολιορκία των 900 ημερών», που πραγματοποιήθηκε από τις 8 Σεπτέμβριου του 1941 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου του 1944, κι αποτέλεσε κομβικό ιστορικό γεγονός του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ή αλλιώς Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας πίσω της πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς από τη μεριά της Ρωσίας (και πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς από τη μεριά του Άξονα). Το γεγονός αυτό ξεδιπλώνεται σε μια παγωμένη αίθουσα με άδεια κάδρα, θέλοντας ο σκηνοθέτης μ’ αυτόν τον τρόπο να δηλώσει την απομάκρυνση των έργων τέχνης από το μουσείο κατά την περίοδο του πολέμου, ενώ η ύπαρξη των νεκρών δηλώνεται με την παρουσία ενός Ρώσου στρατιώτη (το κοστούμι κι η ψυχική του διαταραχή λόγω της χρόνιας πολιορκίας παίζουν σημαντικό ρόλο στη δήλωση του ιστορικού γεγονότος), ο οποίος κατασκευάζει το δικό του φέρετρο.




Ο δημιουργός δε παραλείπει να αφιερώσει ένα πλάνο και στους διευθυντές του μουσείου Ερμιτάζ, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Τα ονόματα που ακούγονται κι οι ενδύσεις βοηθούν τους θεατές να αναγνωρίσουν τα ιστορικά πρόσωπα που υποδύονται οι ηθοποιοί, με εξαίρεση τον Mikhail Piotrovsky που υποδύεται τον εαυτό του. Τα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη σκηνή είναι οι Iosif Orbeli που διετέλεσε διευθυντής του μουσείου από το 1934 μέχρι το 1951, ο Mikhail Artamonov που υπηρέτησε στην ίδια θέση από το 1951 μέχρι το 1964, ο Boris Piotrovsky που συνέχισε στον ίδιο θώκο από το 1964 μέχρι το 1990 κι ο γιος του Mikhail Piotrovsky που εξακολουθεί να είναι διευθυντής του μουσείου μέχρι σήμερα. 
Η κορύφωση της ταινίας έρχεται με την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ. Το φοβισμένο «αντίο» που ακούγεται από τον τσάρο Νικόλαο, μαρτυρά το τέλος μιας εποχής τόσο για τη Ρωσία όσο και για το μέχρι τότε Χειμερινό Ανάκτορο Ερμιτάζ. Η νέα εποχή καλωσορίζεται με μια ακόμη ορχήστρα, οι οποία συνοδεύει τους πρωταγωνιστές, τους κομπάρσους αλλά και τους θεατές της ταινίας προς την Μεγάλη Έξοδος. Η τελευταία σκηνή ξεκινάει με την αποθέωση της ορχήστρας από τους παρόντες ηθοποιούς και με τον κυνικό Ευρωπαίο διπλωμάτη να συγκινείται από την αριστοκρατική ατμόσφαιρα, το αισιόδοξο κλίμα των αρχών του 20ου αιώνα και την αίγλη που αποπνέουν τόσο οι Ρώσοι (μέσα από το χορό και τις ενδυμασίες τους) όσο και το μουσείο Ερμιτάζ. Αρνείται να ακολουθήσει τον σκηνοθέτη προς το μέλλον κι αποφασίζει να μείνει για πάντα στο νοσταλγικό όνειρο του παρελθόντος, αποχαιρετώντας μια νέα Ευρώπη που αρχίζει να χτίζεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αναδείξει την ελκυστική αίγλη και το αξεπέραστο μεγαλείο του μουσείου Ερμιτάζ. 
Η κάμερα ακολουθεί το πλήθος προς την έξοδο του μουσείου, εντυπωσιάζοντας τους θεατές με την ομορφιά του πλούσιου εσωτερικού διακόσμου. Διασχίζει σχεδόν όλους τους συντελεστές της ταινίας, καταλήγοντας σε μια πόρτα από πού φαίνεται μια ταραγμένη σκοτεινή θάλασσα. Η θάλασσα υποδηλώνει τον έξω κόσμο και το άγνωστο που επιφυλάσσει το μέλλον, αφήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόνοια πως το μουσείο Ερμιτάζ είναι μια κιβωτός πολιτισμού, που έχει καταφέρει να επιβιώσει από πολλές καταιγίδες (πολέμους, επαναστάσεις, καθεστώτα, φυσικές καταστροφές κ.α.).




Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο οποίος υπήρξε μαθητής και φίλος του Αντρέι Ταρκόφσκι, συνδύασε πρωτοποριακές κινηματογραφικές τεχνολογίες και τεχνικές, δημιουργώντας την πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που δε χρειάστηκε να γίνει μοντάζ καθώς ολόκληρο το έργο ήταν μονοπλάνο. Το όραμα του Ρώσου δημιουργού, το στήριξε κι ο Αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος συμμετείχε στην παραγωγή της ταινίας. Μέσα από την ταινία, ο σκηνοθέτης παρομοιάζει το σπουδαίο μουσείο Ερμιτάζ ως μια «Ρωσική Κιβωτό», η οποία έχει συγκεντρώσει εντός της σπουδαία έργα των Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Ογκίστ Ροντέν, Πάμπλο Πικάσο, Ανρί Ματίς, Πολ Γκογκέν, Πολ Σεζάν, Κλοντ Μονέ κι άλλων, με τον συνολικό αριθμό των έργων που ανήκουν στις συλλογές του μουσείου να ξεπερνούν τα 3.000.000. Οπότε εύλογα, το μουσείο Ερμιτάζ μετατρέπεται συμβολικά σε μια Κιβωτό Ιστορίας, Μνήμης και Πολιτισμού. 
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έλαβε χώρα στο Φεστιβάλ των Καννών του 2002 και συμμετείχε σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ τόσο σε Αμερική όσο και σε Ευρώπη (Στοκχόλμη, Σαν Σεμπάστιαν, Γκέτεμποργκ, Βρυξέλλες, Κάρλοβυ Βάρυ, Ρόττερνταμ), όπως επίσης στο Τόκυο και στο Σάο Πάολο. Η ταινία είχε τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε Η.Π.Α. κι Ευρώπη ενώ δέχτηκε διθυραμβικά σχόλια από κριτικούς κινηματογράφου. Κάποια απ’ αυτά τα σχόλια είναι τα παρακάτω: «Ένα από τα πιο εκπληκτικά φιλμ όλων των εποχών. Η τελική σκηνή κόβει την ανάσα…» από Chicago Sun, «Ασύγκριτη δεξιοτεχνία» από το περιοδικό TIME. «Μια υπέροχη πράξη δημιουργίας, μια παράξενη ιστορική οφθαλμαπάτη…» από τους NEY YORK TIMES,  «Το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα…» από την Washington Post, «Ανοίγει νέους δρόμους στην κινηματογραφική γραφή…» από την El Pais. 
Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα, το οποίο αντανακλά τόσο το όνειρο του Αλεξάντερ Σοκούροφ, όσο και το όνειρο πολλών ανθρώπων που οι ζωές τους έχουν συνδεθεί με το μουσείο Ερμιτάζ. Είναι μια ταινία ύμνος για την ιστορική μνήμη, την ατέρμονη αξία των έργων τέχνης και τη διαχρονικότητα όλων των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα απερίγραπτο κινηματογραφικό όνειρο που μας παρασύρει σε πρωτόγνωρες χορογραφίες και λαμπερά χρώματα. 


Βαθμολογία: 10/10

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Βενετία, η πόλη των γερμένων καμπαναριών




Είναι ανέφικτο να συγκεντρώσεις την ομορφιά της Βενετίας σε ένα μόνο κείμενο. Αφού πρώτα παρουσίασα τα μνημεία και τις συνοικίες της πόλης σε μία προηγούμενη δημοσίευση (πατήστε εδώ), σ' αυτήν εδώ θα μιλήσω για τις επιβλητικές και πλούσιες σε θησαυρούς εκκλησίες της. Ο λόγος που κάνω ξεχωριστή μνεία στα συγκεκριμένα μνημεία, είναι διότι οι βενετσιάνικες εκκλησίες δε φημίζονται μόνο για τη μεγάλη τους ιστορία, τη μοναδική τους ομορφιά και τις πλούσιες συλλογές έργων τέχνης αλλά και για τα γερμένα τους καμπαναριά, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις χάσκουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των υποψιασμένων κατοίκων και των ανυποψίαστων επισκεπτών. 
Οι πρώτες εκκλησίες που συναντήσαμε βγαίνοντας από το σιδηροδρομικό σταθμό Σάντα Λουτσία ήταν η Santa Maria di Nazareth, γνωστή ως "Scalzi" λόγω του τάγματος των ξυπόλητων μοναχών της, οι οποίοι ήρθαν στη Βενετία τη δεκαετία του 1670 επιθυμώντας να χτίσουν την εκκλησία τους πάνω στο Μεγάλο Κανάλι. Η εκκλησία ξεχωρίζει για το μπαρόκ αρχιτεκτονικό της ύφος και την εντυπωσιακή πρόσοψή με τον πλούσιο γλυπτό της διάκοσμο, έργο του Giuseppe Sardi, ο οποίος χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να την ολοκληρώσει (από το 1672 μέχρι το 1680). Φημίζεται όμως και για τον εσωτερικό της διάκοσμο με τα μαρμάρινα κι επιχρυσωμένα ξύλινα γλυπτά της. Αυτό όμως για το οποίο η συγκεκριμένη εκκλησία περηφανεύεται, είναι η εντυπωσιακή της οροφογραφία, η «Διακήρυξη της Μητρότητας της Παναγίας» του Ettore Tito (1934), η οποία αντικατέστησε μια παλαιότερη του Giovanni Battista Tiepolo, που είχε καταστραφεί τον Οκτώβριο του 1915 από μια αυστριακή βόμβα που είχε στόχο το σιδηροδρομικό σταθμό.
Ωστόσο, εξέχουσα θέση στην πρώτη εικόνα που αντικρίζουν οι επισκέπτες της Βενετίας έχει κι η εκκλησία του San Simeone Piccolo, με το νεοκλασικό της ύφος και τον οβάλ μεγάλο για το μέγεθος του ναού τρούλο της, ο οποίος σχεδιάστηκε επίτηδες ογκώδης για να φαίνεται η εκκλησία πολύ μεγαλύτερη από το πραγματικό της μέγεθος. Ο ναός άρχισε να χτίζεται από το 1718 κι ολοκληρώθηκε το 1738 από τον Giovanni Antonio Scalfarotto κι ο σχεδιασμός του είναι διαμορφωμένος στο πρότυπο του Πάνθεον με πρόναο μπροστά και της εκκλησίας Santa Maria della Salute του αρχιτέκτονα Baldassare Longhena. Επίσης, ανήκει στους τελευταίους ναούς που χτίστηκαν στη Βενετία, σε μία από τις φτωχότερες (για τα δεδομένα της πόλης) συνοικίες της. Παρά το μικρό της μέγεθος, η εκκλησία έχει μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης του Antonio Marinetti, του Francesco Polazzo κι άλλων δημιουργών. 
Η πρώτη εκκλησία που μας εντυπωσίασε στις βενετσιάνικες περιπλανήσεις μας ήταν η Basilica di Santa Maria Gloriosa dei Frari (00:10-00:51), γνωστή ως "Frari", η οποία βρίσκεται στην καρδιά της συνοικίας San Polo, στο Campo dei Frari. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι η μεγαλύτερη της πόλης. Το επιβλητικό της οικοδόμημα είναι χτισμένο από τούβλα κι είναι μια από τις τρεις εκκλησίες της πόλης που έχουν διατηρήσει τη βενετσιάνικη γοτθική τους όψη. Επίσης, η συγκεκριμένη εκκλησία ξεχωρίζει για την πλούσια συλλογή έργων τέχνης και μνημείων, καθώς στο εσωτερικό της έχουν θαφτεί αρκετοί διακεκριμένοι Βενετοί και Δόγηδες. Πολλά από τα έργα τέχνης της συλλογής της, ανήκουν στα σημαντικότερα στην ιστορία της βενετσιάνικης γλυπτικής, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής του Donatello κι οι επιβλητικοί τάφοι του Tiziano και του Antonio Canova. 
Είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία των δυο συγκεκριμένων τάφων. Ο γλύπτης Αντόνιο Κανόβα επιχείρησε να σχεδιάσει έναν νέο τάφο για τον σπουδαίο Ιταλό δημιουργό Τιτσιάνο. Όμως ο θάνατος το πρόλαβε μ' αποτέλεσμα να μην προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Την υλοποίηση των σχεδίων του ανέλαβαν οι μαθητές του, οι οποίοι όμως αντί να τον αφιερώσουν στον φημισμένο Βενετσιάνο ζωγράφο, τον μετέτρεψαν σε τάφο του δασκάλου τους. Οπότε σήμερα, στο εσωτερικό του ναού ορθώνεται ένα επιβλητικό μασονικό μνημείο που δεσπόζει αντικριστά από τον παλιό κι εκλεπτυσμένο τάφο του Τιτσιάνο. Αυτό που με εντυπωσίασε στα δύο συγκεκριμένα μνημεία, ήταν η θλιμμένη έκφραση του λιονταριού του Αγίου Μάρκου στον τάφο του Αντόνιο Κανόβα κι η περήφανη μορφή της Αρτέμιδος της Εφέσου που στέκεται δίπλα στον στιβαρό αδριάντα του Τιτσίανο. 
Η ιστορία της συγκεκριμένης εκκλησίας ξεκινάει από το 1231, όταν ο Δόγης Jacopo Tiepolo, πρόσφερε σ' ένα Φραγκισκανικό Τάγμα τη συγκεκριμένη τοποθεσία για να ιδρύσει ένα μοναστήρι στη θέση μιας παλιάς εκκλησίας. Όμως η εκκλησία αποδείχθηκε αρκετά μικρή κι έτσι άρχισε να χτίζεται στη θέση της μια μεγάλη τρίκλιτη εκκλησία, η οποία ξεκίνησε το 1250 κι ολοκληρώθηκε το 1338. Όμως ούτε η νέα της μορφή αρκούσε, οπότε σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες για την οικοδόμηση μιας ακόμη μεγαλύτερης εκκλησίας, φτάνοντας στη σημερινή της όψη, η οποία χρειάστηκε περισσότερο από έναν αιώνα για να ολοκληρωθεί. Η νέα εκκλησία ανέτρεψε τον αρχικό της προσανατολισμό, τοποθετώντας την πρόσοψη της προς την μεριά της πλατείας και του μικρού καναλιού. Το έργο ξεκίνησε υπό τον αρχιτέκτονα Jacopo Celega, αλλά ολοκληρώθηκε από τον γιο του Pier Paolo. Το καμπαναριό, το δεύτερο ψηλότερο στην πόλη μετά από αυτό του Αγίου Μάρκου, ολοκληρώθηκε το 1396 ενώ η πρόσοψη του ναού το 1440. Υπό την αιγίδα του Giovanni Corner, προστέθηκε το παρεκκλήσι του Αγίου Μάρκου το 1420 ενώ το 1432-1434, ο επίσκοπος Vicenza Pietro Miani έχτισε το παρεκκλήσι του San Pietro δίπλα στο καμπαναριό. Στις 27 Μαΐου 1492, ο ναός καθαγιάστηκε με το σημερινό του όνομα Santa Maria Gloriosa. 
Μια άλλη εκκλησία που είναι ιδιαίτερα αγαπητή για τους Έλληνες, είναι ο San Giorgio dei Greci (00:53-01:06), η οποία βρίσκεται στη συνοικία του Castello, στη Scuola dei Greci της Αδελφότητας των Ελλήνων στη Βενετία. Μια παρόμοια εκκλησία της ίδια περιόδου είχε χτιστεί στην αντίστοιχη Ελληνική Αδελφότητα της Νάπολης, η οποία ονομαζόταν Santi Pietro e Paolo dei Greci. Παρόλο που η Βενετία είχε στενούς δεσμούς με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς υπήρξε κομμάτι της κάποτε, είχε απαγορεύσει τις ελληνορθόδοξες λειτουργείες στην πόλη. Παρά τις τελετουργικές απαγορεύσεις, το 1498 η ελληνική κοινότητα της Βενετίας απέκτησε το δικαίωμα να ιδρύσει το Scuola de San Nicolò dei Greci, μια αδελφότητα που βοηθούσε τα μέλη της, ενώ το 1539, μετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, ο παπισμός επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του San Giorgio, η οποία χρηματοδοτήθηκε μέσω των συνεισφορών των Ορθόδοξων Ελλήνων της Βενετίας και των Ελλήνων ναυτικών που περνούσαν από την πόλη. Η κατασκευή του κτηρίου, σε ύφος υστεροαναγεννησιακό, ξεκίνησε το 1536 με βάση τα σχέδια του Sante Lombardo και τα έργα συνεχίστηκαν μετά το 1548 υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Giannantonio Ciona κι ολοκληρώθηκαν το 1561. Η εξωτερική όψη του ναού ολοκληρώθηκε το 1571 με την κατασκευή του τρούλου. Το καμπαναριό είναι χτισμένο χωριστά στο προαύλιο του ναού προς το Rio dei Greci και είναι έργο του Bernardo Ongarin. Χτίστηκε μεταξύ 1587 και 1603 και σήμερα παρουσιάζει έντονη κλίση λόγω της καθίζησης των θεμελίων του. Ωστόσο, σύμφωνα με τα χρονικά, η κλίση είχε ήδη προκληθεί πριν ακόμη ολοκληρωθεί το καμπαναριό. Το εσωτερικό του ναού αποτελείται από ένα κλίτος και καλύπτεται με τοιχογραφίες του Giovanni di Cipro. Ανάμεσα στους θησαυρούς της εκκλησίας υπάρχουν και τρεις εικόνες που ανήκαν στη συλλογή της Άννας Νοταρά, κόρης του Λουκά Νοταρά, του τελευταίου Μεγάλου Δούκα και μεσάζοντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία τις έφερε μαζί της στην Ιταλία πριν από το 1453. Τον Νοέμβριο του 1991, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η εκκλησία μετατράπηκε σε καθεδρικό ναό της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας και Μελίτης. Κοντά στον ναό βρίσκεται κι η Φλαγγίνειος Σχολή, ένα ελληνικό σχολείο που σήμερα στεγάζει το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών. Στο κτήριο αυτό υπάρχει κι ένα μικρό μουσείο με ελληνοβυζαντινές εικόνες και ορθόδοξα άμφια, το οποίο ιδρύθηκε από τη Σοφία Αντωνιάδη 
Μια ακόμη ιστορική εκκλησία της Βενετίας, είναι του San Zaccaria (01:19-01:40), μια πρώην μοναστική εκκλησία του 15ου αιώνα που βρίσκεται στο Campo San Zaccaria, κοντά στην πλατεία και τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη του Προδρόμου. Η πρώτη εκκλησία ιδρύθηκε από τον δόγη Giustiniano Participazio στις αρχές του 9ου αιώνα για να στεγάσει το σώμα του αγίου, δώρο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντος Ε' του Αρμένιου. Πέρα όμως από τα οστά του αγίου, στην κρύπτη της εκκλησίας βρίσκονται και τα λείψανα διαφόρων δόγηδων. Η πρώτη εκκλησία χτίστηκε το 1170 κι αντικαταστάθηκε τον 15ο αιώνα από μια γοτθική εκκλησία, η οποία χτίστηκε μεταξύ 1458 και 1515. Ο Antonio Gambello ήταν ο αρχικός αρχιτέκτονας, ο οποίος ξεκίνησε το κτήριο σε γοτθικό στυλ, αλλά το πάνω μέρος της πρόσοψης με τα τοξωτά παράθυρα και τους κίονες ολοκληρώθηκε από τον Mauro Codussi, ο οποίος επέλεξε ένα πιο πρώιμο αναγεννησιακό ύφος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πρόσοψη του ναού να είναι ένα αρμονικό βενετσιάνικο μείγμα υστερογοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού. Οι τοίχοι στο εσωτερικό του ναού είναι σχεδόν ολόκληροι καλυμμένοι με πίνακες ζωγραφικής καλλιτεχνών του 17ου και 18ου αιώνα, όπως οι Andrea del Castagno, Palma Vecchio, Tintoretto, Giuseppe Porta, Palma il Giovane, Antonio Vassilacchi, Anthony van Dyck, Andrea Celesti, Antonio Zanchi, Antonio Balestra, Angelo Trevisani και Giovanni Battista Tiepolo. Ένα από τα πιο διάσημα έργα της συλλογής του ναού είναι το San Zaccaria Altarpiece του Giovanni Bellini. Επίσης, μέσα στον ναό βρίσκεται κι ο τάφος του καλλιτέχνη Alessandro Vittoria. 
Ωστόσο απ' όλες τις βενετσιάνικες εκκλησίες υπάρχει μια, την οποία ξεχωρίζω προσωπικά διότι την είχα ζωγραφίσει πιτσιρικάς θεωρώντας πως εκείνη είναι η Βασιλική του Άγιου Μάρκου. Την είχα βρει σε ένα από τα περιοδικά που διάβαζα μικρός κι επεδίωξα να την σχεδιάσω σε κάρβουνο καθώς με είχε εντυπωσιάσει το μεγάλο της καμπαναριό κι η θέση που είχε μπροστά στη λιμνοθάλασσα. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι αντί για τον Άγιο Μάρκο, είχα ζωγραφίσει τον San Giorgio Maggiore (01:43), ο οποίος ορθώνεται στο ομώνυμο νησάκι του. Το νησί αρχικά ονομαζόταν Insula Memmia από την οικογένεια Memmo που το κατείχε. Η εκκλησία χτίστηκε το 829 κι αφιερώθηκε στον San Giorgio Maggiore για να ξεχωρίσει από το San Giorgio in Alga. Το 982, η εκκλησία μετατράπηκε σε μοναστήρι και πήρε κάτω από τον έλεγχό της ολόκληρο το νησί μετά από σύσταση του μοναχού Giovanni Morosini προς τον δόγη Tribuno Memmo. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το μοναστήρι βυθίστηκε και στη θέση του στήθηκε το πυροβολικό της Βενετίας, ενώ σήμερα έχει μετατραπεί σε κέντρο τεχνών του Cini Foundation, διαθέτοντας μια μεγάλη βιβλιοθήκη κι ένα υπαίθριο θέατρο, το Teatro Verde. 
Αντικριστά από το νησί του San Giorgio Maggiore, λίγο πριν το τελείωμα του στενού ακρωτηρίου Punta della Dogana στη συνοικία Dorsoduro, βρίσκεται ένας ακόμη επιβλητικός και πολυφωτογραφημένος ναός, η Santa Maria della Salute (04:34-04:57). Η συγκεκριμένη εκκλησία άρχισε να χτίζεται το καλοκαίρι του 1630 αλλά ένα χρόνο αργότερο οι εργασίες σταμάτησαν καθώς η πανώλη έπληξε τη Βενετία σκοτώνοντας το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Στην πόλη πέθαναν 46.000 άνθρωποι ενώ στην ευρύτερη περιοχή οι απώλειες έφτασαν στους 94.000. Οι κάτοικοι της Βενετίας προχώρησαν σε αρκετές λιτανείες και προσευχές για να σταματήσει η επιδημία. Μια από αυτές τους τις προσπάθειες ήταν να κτιστεί μια νέα εκκλησία, η οποία θα αφιερωνόταν στην Παναγιά, η οποία θεωρούταν προστάτιδα της Δημοκρατίας της Γαληνοτάτης. Από τα σχέδια που προτάθηκαν, επιλέχθηκε αυτό του αρχιτέκτονα Baldassare Longhena για μια ροτόντα σε ρυθμό μπαρόκ καθώς ήταν δημοφιλής εκείνη την περίοδο. Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1631 και ολοκληρώθηκε το 1687, με μια πλούσια διακοσμημένη πρόσοψη με αγάλματα του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Θεοδώρου, των Ευαγγελιστών, των Προφητών και της Ιουδίθ με το κεφάλι του Ολοφέρνη. Στο κύριο τέμπλο του ναού, έργο κι αυτό του Baldassare Longhena, βρίσκεται η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας, η οποία μεταφέρθηκε από την Κρήτη, όταν εκείνη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1669. Όσον αφορά τον τρούλο του ναού, ήταν μια σημαντική προσθήκη στο αστικό τοπίο της Βενετίας και σύντομα έγινε ένα από τα πιο διάσημα εμβλήματα της πόλης, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες όπως ο Giovanni Antonio Canal, ο William Turner, ο John Singer Sargent και ο Francesco Guardi.
Κι όπως ήταν αναμενόμενο, άφησα για το τέλος το επιβλητικότερο κι εντυπωσιακότερο μνημείο κι ορόσημο της Βενετίας, το οποίο δεν είναι άλλο από τον πανέμορφο καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου, ο οποίος έχει αναδειχθεί προστάτης της πόλης. Το πρώτο παρεκκλήσι προς τιμή του είχε χτιστεί το 829 για να φυλάξει τα λείψανα του Αγίου Μάρκου, τα οποία έκλεψαν οι Ενετοί θαλασσοπόροι από την Αλεξάνδρεια, δικαιολογώντας τη συγκεκριμένη κλοπή ως μια προσπάθεια να προστατεύσουν τα λείψανα του ευαγγελιστή από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι κατέστρεφαν τις χριστιανικές εκκλησίες χτίζοντας στη θέση τους τζαμιά. Σύμφωνα με το θρύλο, για να μεταφέρουν οι Ενετοί το ανεκτίμητο λείψανο, το έκρυψαν από τους τελωνειακούς μέσα σε χοιρινά κρέατα. Ο λόγος που το έκαναν ήταν επειδή οι μουσουλμάνοι απέφευγαν να αγγίξουν το ακάθαρτο για εκείνους ζώο κι έτσι δεν έλεγξαν το φορτίο. Έπρεπε όμως οι Ενετοί να δικαιολογήσουν την κλοπή των λειψάνων, ώστε να μην επιτρέψουν τους Αλεξανδρινούς να τα ζητήσουν πίσω. Γι' αυτό το λόγο επινόησαν ένα θαύμα. Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα θρύλο, ο οποίος έλεγε πως οι κάτοικοι της πόλης διατάχθηκαν να προσευχηθούν και να νηστεύουν, εκλιπαρώντας μ' αυτόν τον τρόπο τον Θεό να τους δείξει που βρίσκονται τα λείψανα του Αγίου Μάρκου. Τελικά αποδείχτηκε πως η επιμονή τους ήταν αρκετά πιεστική και πειστική, αναγκάζοντας τον Θεό να τους ακούσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε μια από τις θρησκευτικές λειτουργίες, να δουν οι πιστοί το χέρι του αγίου να τους δείχνει μια τρύπα, μέσα στην οποία βρέθηκαν τα λείψανά του. Θεωρώ πως τον καιρό εκείνο η ιστορία τους έγινε πιστευτή, αν και φοβάμαι πως ίσως υπάρχουν αρκετοί που εξακολουθούν να την πιστεύουν μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά το μνημείο, ο πρώτος ναός του Αγίου Μάρκου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 976 κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής εξέγερσης, η οποία ανέτρεψε από τον θρόνο τον Ενετό ηγεμόνα Pietro IV Candiano. Ο νέος καθεδρικός ναός άρχισε να χτίζεται το 1063, ο οποίος μετατράπηκε το 1071 σε μέγαρο του νέου ηγεμόνα της πόλης Domenico Selvo. Με τις εντολές του συγκεκριμένου ηγεμόνα ξεκίνησε ο πρώτος κύκλος κατασκευής του ψηφιδωτού διάκοσμου, ο οποίος διήρκεσε από το 1071 μέχρι το 1084. Τελικά, ο ναός καθαγιάστηκε το 1094 υπό τον δόγη Vital Faliera, ο οποίος θάφτηκε σε μια από τις στοές, όπου βρίσκεται σήμερα ο νάρθηκας του ναού. Για πολλά χρόνια, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου λειτουργούσε ως παλάτι-παρεκκλήσι, μέσα στο οποίο στέφονταν οι δόγηδες της Βενετίας. Επίσης μέσα στον ναό έλαβαν ευλογία οι σταυροφόροι που ρήμαξαν την Ανατολή αλλά κι οι καπετάνιοι πριν ξεκινήσουν τα μεγάλα τους ταξίδια.  
Για να χτιστεί ο πεντάτρουλος σταυροειδής καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου, ο οποίος δημιουργήθηκε στο πρότυπο της εκκλησίας των Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, χρειάστηκαν μόνο τριάντα χρόνια. Παρόλα αυτά, το οικοδόμημα θα μεταβάλλεται συνεχώς για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια, με περαιτέρω επεκτάσεις και διακοσμήσεις. Το 1159 ξεκίνησαν οι εργασίες για την πρόσοψη του καθεδρικού ναού με μάρμαρο και με τις υπέροχες ψηφιδωτές συνθέσεις πάνω από τις εισόδους, οι οποίες καταδεικνύουν τα γεγονότα που σχετίζονται με την κλοπή των λειψάνων του αγίου και την εκ θαύματος εμφάνισή τους στη Βενετία. Το Βαπτιστήριο και το Παρεκκλήσι του Αγ. Ισιδώρου θα προστεθούν το 1354 και το παρεκκλήσι Mascoli μαζί με το σκευοφυλάκιο τον 15ο αιώνα. Η διακόσμηση του ναού θα ολοκληρωθεί πλήρως στα τέλη του 15ου αιώνα, σύμφωνα με έναν πίνακα του Giovanni Bellini. Από τους θησαυρούς του ναού, τόσο τα μπρούτζινα άλογα όσο κι άλλα κειμήλια κι έργα τέχνης που βρίσκονται στις συλλογές του, προέρχονται από τις λεηλασίες των σταυροφόρων στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. 
Όσες λέξεις και να διαλέξω για να περιγράψω το συγκεκριμένο μνημείο θα μου φανούν φτωχές. Μπορεί το μνημειώδες αρχιτεκτονικό του ύφος να ενισχύει την πίστη και να εξαγνίζει τη ψύχη των χριστιανών αλλά εγώ επικεντρώθηκα σε άλλα στοιχεία του που θεώρησα πολύ πιο σημαντικά. Ανατριχίλα με έπιασε όταν επιτέλους αντίκρυσα τα χιώτικα άλογα πάνω από τις πέντε επιβλητικές πύλες του ναού. Θαμπώθηκα από τα υπέροχα ψηφιδωτά που δημιουργούν ένα χρυσό ουρανό στο εσωτερικό του μνημείου. Παραξενεύτηκα με την επικίνδυνη σκεύρωση του δαπέδου και τις επικίνδυνες κλίσεις των κολονών που εξακολουθούν να συγκρατούν τους τρούλους, δημιουργώντας μου ένα άγχος για το πόσο ακόμα θα μπορεί να στέκεται όρθιο αυτό το μνημείο. 
Αναπόσπαστο κομμάτι της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου είναι και το θεόρατο καμπαναριό του, το διάσημο "Campanile", το ψηλότερο οικοδόμημα της πόλης καθώς φτάνει τα 99 μέτρα, το οποίο αντικατέστησε έναν πύργο ρολογιού που κάηκε τον 8ο αιώνα από πυρκαγιά που προκλήθηκε από έναν κεραυνό. Το καμπαναριό που δεσπόζει σήμερα χτίστηκε το 1514 από τον ναύαρχο Grimani, θέλοντας να αποφύγει μια καταδίκη του. Το άνοιγμα που βρίσκονται οι καμπάνες είναι από μάρμαρο ενώ η οροφή είναι φτιαγμένη από μπρούτζο, του οποίου η λάμψη φαίνεται από μεγάλη απόσταση. Τέλος, στην κορυφή του πύργου δεσπόζει από το 1511 το άγαλμα του Αρχάγγελου Γαβριήλ, κατασκευασμένο από ξύλο και καλυμμένο με επιχρυσωμένες μπρούτζινες πλάκες. 
Το πανύψηλο οικοδόμημα δε λειτουργούσε μόνο ως καμπαναριό αλλά κι ως φάρος για τα πλοία που έφταναν στη Βενετία αλλά κι ως πύργος σκοπιάς. Επίσης, οι πέντε καμπάνες του καμπαναριού λειτουργούσαν ως ρολόι, με την καθεμία να εκτελεί το δικό της έργο. Η πρώτη καμπάνα, το "Marangona" χτυπούσε όταν ξεκινούσαν οι εργασίες του ναυπηγείου. Η δεύτερη, η "Nona" χτυπούσε για μεσημέρι (κάτι το οποίο εξακολουθεί να κάνει μέχρι σήμερα). Η τρίτη καμπάνα, η "Trottiera", καλούσε τους ευγενείς για τα Μεγάλα Συμβούλια. Η τέταρτη καμπάνα, η "Pregadi" έδινε το σήμα έναρξης για τη σύγκληση της Γερουσίας. Και το πέμπτο, ο "Μαλεφίχο" ανακοίνωνε τη θανατική ποινή στην πλατεία. Ωστόσο, το καμπαναριό κουβαλάει και μια σκοτεινή ιστορία καθώς ήταν και τόπος τιμωρίας για τους λειτουργούς της εκκλησίας που έμπλεκαν σε ομόφυλες σχέσεις. Τους έβαζαν σε ειδικά κλουβιά και τους κρεμούσαν από τον πύργο. 
Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καμπαναριού είναι η είσοδό του, η Loggetta del Sansovino, η οποία προστέθηκε στο οικοδόμημα τον 16ο αιώνα. Η όψη της θυμίζει αρκετά την Αψίδα του Θριάμβου. Η πρόσοψη της εισόδου αποτελείται από τρία τόξα, διακοσμημένα με πλαϊνούς κίονες. Ανάμεσά τους στις κόγχες υπάρχουν χάλκινα αγάλματα του Ερμή, της Μινέρβας, του Απόλλωνα, έργα του γλύπτη Jacopo Sansovino. Στην αρχή λειτουργούσε ως χώρος συνάντησης των ευγενών και των δόγηδων αλλά αργότερα μετατράπηκε σε σημείο συγκέντρωσης των φρουρών του Παλατιού των Δόγηδων. Κάποια από τα γλυπτά στην πρόσοψη του οικήματος εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης, όταν το καμπαναριό του Αγίου Μάρκου κατέρρευσε στις 14 Ιουλίου 1902 λόγω της φθοράς του οικοδομήματος, δημιουργώντας ζημιές και στο Παλάτι των Δόγηδων. Το καμπαναριό αναστηλώθηκε δέκα χρόνια αργότερα επί δημαρχίας του Filippo Grimani. 
Ανάμεσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου και τη λιμνοθάλασσα, υπάρχει μια μικρή γραφική πλατεία, η "Piazzetta". Στην πλατεία αυτή ορθώνονται δυο πελώριες κολώνες από γρανίτη, στην κορυφή των οποίων δεσπόζουν το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου κι ο Άγιος Θεόδωρος. Κανονικά θα υπήρχαν τρεις κολώνες, οι οποίες ήταν λάφυρα πολέμου από τη νίκη του βενετσιάνικου στόλου κατά του βασιλιά της Τύρου το 1125. Τα λάφυρα αυτά έφτασαν μέσω θαλάσσης στη Βενετία, αλλά κατά την εκφόρτωσή τους, η μια κολώνα έπεσε και χάθηκε για πάντα στο λασπωμένο βυθό της λιμνοθάλασσας, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως εκδίκηση του ηττημένου βασιλιά. Τα συγκεκριμένα λάφυρα ζύγιζαν 100 τόνους κι η τοποθέτησή τους χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά τεχνικά επιτεύγματα εκείνης της εποχής. Παρόλο που το μνημείο αυτό είναι από τα πιο πολυφωτογραφημένα της πόλης, οι Βενετοί δε του δείχνουν ιδιαίτερη εκτίμηση κι αποφεύγουν να περάσουν ανάμεσα από τις κολώνες, διότι το σημείο αυτό ήταν τόπος εκτελέσεων κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Ο λόγος που οι Βενετοί είχαν επιλέξει να γίνονταν εκεί οι εκτελέσεις, ήταν για να δίνεται η δυνατότητα στον κατάδικο να δει για τελευταία λεπτά τον εναπομείναντα χρόνο της ζωής του από τον πύργο του ρολογιού. 
Ο πύργος του ρολογιού λοιπόν ή αλλιώς "Torre dell’ orologio" βρίσκεται στην άλλη μεριά της πλατείας του Αγίου Μάρκου. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα χτίστηκε το 1499, για να δείχνει στους ναυτικούς τόσο τις παλίρροιες όσο και τους μήνες που ήταν ευνοϊκοί για να σαλπάρουν. Μετέπειτα προστέθηκαν, οι διαφορετικές φάσεις της σελήνης και τα ζώδια που απεικονίζονται στην πρόσοψη του ρολογιού, σχεδιασμένα από σμάλτο και χρυσό και φιλοτεχνήθηκαν με γνώμονα τους θαλασσοπόρους. Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ολοκληρώθηκε το ρολόι, τύφλωσαν τους εφευρέτες του πολύπλοκου μηχανισμού του, για να μην μπορέσει ποτέ να υπάρξει κάποιο αντίγραφο του. Στο ανώτερο επίπεδο της πρόσοψης του πύργου δεσπόζει το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το οποίο στέκει μπροστά από ένα μπλε φόντο με αστέρια ενώ στην κορυφή βρίσκεται η καμπάνια, η οποία κρούεται κάθε μια ώρα από δυο μπρούτζινες μορφές, γνωστές ως Μόρι (Μαυριτανοί). Κάτω από τον πύργο, υπάρχει μια στοά που συνδέει την πλατεία του Αγίου Μάρκου με την Merceria, μία από τις κεντρικότερες εμπορικές οδούς της Βενετίας, η οποία οδηγεί προς τη Γέφυρα του Ριάλτο. 
Όλα τα παραπάνω μνημεία της πόλης βρίσκονται στη φημισμένη Πλατεία του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι ο μοναδικός δημόσιος χώρος της πόλης που αποκαλείται Piazza, καθώς όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα λέγονται "Campi". Η ομορφιά της συγκεκριμένης πλατείας έκανε τον Ναπολέοντα να την χαρακτηρίσει ως το "σαλόνι της Ευρώπης". Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου με την Piazzetta, αποτελούν το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Βενετίας. Υπάρχει όμως και μια ακόμη μικρή πλατεία στη βόρεια πλευρά της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, η οποία ονομάζεται Piazzetta dei Leodici, λόγω των δυο μαρμάρινων λιονταριών, δώρο του Δόγη Alvise IV Mocenigo προς την πόλη το 1722. 
Η πλατεία του Αγίου Μάρκου κλείνεται από τρία κτιριακά συμπλέγματα. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς της, εκτείνεται το Procuratie Vecchie, η Παλιά Επιτροπεία, η οποία χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα κι αποτελούταν από πρώην κατοικίες και γραφεία των Επιτρόπων του Αγίου Μάρκου κι ανώτερων κρατικών αξιωματούχων τον καιρό της Δημοκρατίας της Βενετίας. Σήμερα, στη στοά της στεγάζονται καταστήματα κι εστιατόρια, όπως το Cafe Quadri, το οποίο ήταν φημισμένο στέκι των Αυστριακών όταν η Βενετία ήταν κομμάτι της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα. Το δυτικό κομμάτι της πλατείας ξαναχτίστηκε από τον Ναπολέοντα το 1810 κι ονομάστηκε Ala Napoleonica, δηλαδή Ναπολεόντια Πτέρυγα, η οποία φιλοξενεί σήμερα την αριστοκρατική είσοδο του Μουσείου Correr. Στη νότια πλευρά της πλατείας βρίσκεται η Procuratie Nuove, η Νέα Επιτροπεία, η οποία σχεδιάστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα κι ολοκληρώθηκε το 1640. Στο ισόγειό της βρίσκεται το φημισμένο Cafe Florian που άνοιξε το 1720 από τον Floriano Francesconi.
Οι περιπλανήσεις μας στις εντυπωσιακές εκκλησίες της Βενετίας, ολοκληρώθηκαν με έναν ήρεμο περίπατο στη νότια προκυμαία του Drosoduro, έχοντας απέναντί μας τo Giudecca, το πλησιέστερο νησί στη Βενετία, το οποίο ονομάζεται και Spina Lunga (μακρύ κόκκαλο ψαριού) εξαιτίας του μακρόστενου καμπυλωτού σχήματός του. 
Απολαμβάνοντας ένα ακόμη όμορφο ηλιοβασίλεμα στην φιλήσυχη και χωρίς τουρίστες προκυμαία της Σχολής Καλών Τεχνών, αποχαιρετήσαμε την υπέροχη πόλη της Βενετίας...

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Βενετία, ωδή στην πλωτή κοσμοπολιτεία

 



Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την πολυπόθητη επίσκεψή μου στη Βενετία κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλαγιάσω τόσο τα συναισθήματα που μου γέννησε όσο και τις στιγμές που μου πρόσφερε απλόχερα η πλωτή κοσμοπολιτεία με την μοναδική της ομορφιά. Εδώ και μέρες προσπαθώ να τοποθετήσω σε μια σειρά όλες τις στιγμές που απόλαυσα στις βενετσιάνικες περιπλανήσεις μου, αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο εκείνες ενώνονται σε ένα πολύχρωμο κι άκρως ρομαντικό συνονθύλευμα εικόνων, χρωμάτων και συναισθημάτων. Αυτό όμως που έχω διατηρήσει πεντακάθαρα στο μυαλό μου και μπορώ να περιγράψω με σιγουριά, είναι η δυσκολία με την οποία συγκρατούσα τον ενθουσιασμό μου καθώς φτάναμε για πρώτη φορά με το τραίνο στο σταθμό Σάντα Λουτσία, θυμίζοντάς μου έντονα τις πρώτες σκηνές του "Summertime" του Ντέιβιντ Λην όπου η γοητευτική Κάθριν Χέπμπορν σχεδόν κρεμασμένη από το παράθυρο του βαγονιού, απαθανάτιζε αχόρταγα με τη φωτογραφική της μηχανή τις πρώτες βενετσιάνικες εικόνες που αντίκρυζε από τη σιδηροδρομική σύνδεση της Βενετία με το Μέστρε. 
Η Βενετία είναι χτισμένη πάνω σε μια ομάδα 118 μικρών νησιών της ομώνυμης ελώδους λιμνοθάλασσας που απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής μεταξύ των εκβολών των ποταμών Πάδου και Πιάβε. Το όνομα της προέρχεται από τον αρχαίο λαό των Βένετων, που κατοίκησαν την περιοχή από τον 10ο αιώνα π.Χ. κι έκτοτε υπήρξε πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Η πόλη είναι γνωστή ως «Γαληνοτάτη», «Βασίλισσα της Αδριατικής», «Πόλη του Νερού», «Πόλη των Μασκών», «Πόλη των Γεφυρών», «Επιπλέουσα Πόλη» και «Πόλη των Καναλιών». Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε μεγάλη ναυτική δύναμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, αλλά κι ορμητήριο των Σταυροφοριών προς την Ανατολή. Επίσης υπήρξε σημαντικό κέντρο εμπορίου (ιδιαίτερα μεταξιού, σιτηρών και μπαχαρικών) και τέχνης από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, μετατρέποντάς την σε πλούσια πόλη καθόλη την ιστορία της, μ' αποτέλεσμα σήμερα, ολόκληρη η πόλη να είναι καταγεγραμμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η αγάπη κι ο έντονος τοπικισμός που έχουν οι Βενετσιάνοι με την πόλη τους, φάνηκε στο Βενετικό δημοψήφισμα αυτονομίας που πραγματοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 2017. Το δημοψήφισμα δεν ήταν δεσμευτικό, αλλά ήταν πιθανό να έχει συνέπειες, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και αυτής του Βένετο, καθώς η περιφερειακή κυβέρνηση θα ζητούσε περισσότερες εξουσίες, εάν το ναι κέρδιζε. Σύμφωνα με τον Mario Bertolissi, καθηγητή δικαίου και σύμβουλο της περιφερειακής κυβέρνησης, το δημοψήφισμα επρόκειτο να είχε "συστατική εξουσία", αν και είχε χαρακτηρισθεί ως άχρηστο. Τελικά, το «ναι» επικράτησε με ποσοστό 98.1%, έναντι του "όχι" που έλαβε μόλις 1.9%, αλλά η προσέλευση στην εκλογική διαδικασία ήταν πολύ χαμηλή, της τάξεως του 57.2%. Επίσης, ο έντονος τοπικισμός εκδηλώνεται με τις σημαίες της Βενετίας που είναι κρεμασμένες σχεδόν σε όλα τα μπαλκόνια της πόλης. 
Βγαίνοντας από το σταθμό Σάντα Λουτσία, συναντήσαμε αμέσως το "Μεγάλο Κανάλι" (00:04-00:55), γνωστό ως "canalazzo", το οποίο αποτελεί τον κύριο υδάτινο άξονα μετακίνησης στην πόλη. Το "Μεγάλο Κανάλι" έχει μήκος 3,8 χλμ. και πλάτος 30 με 90 μέτρα, ενώ το βάθος του δε ξεπερνάει τα 5 μέτρα. Η κίνηση στο κανάλι πραγματοποιείται µε ιδιωτικές βάρκες, με τα θαλάσσια λεωφορεία γνωστά ως "vaporetti", τα θαλάσσια ταξί και φυσικά τις διάσημες γόνδολες. Το "Μεγάλο Κανάλι" ξεκινάει από το σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει στην καρδιά της πόλης, η οποία είναι η πλατεία του Άγιου Μάρκου. Κατά μήκος του καναλιού ορθώνονται πανέμορφα κτήρια του 12ου μέχρι 18ου αιώνα, τα οποία άλλοτε ανήκαν σε ευγενείς, ενώ σήμερα φιλοξενούν μουσειακές συλλογές και πολυτελή ξενοδοχεία, όπως το Ca’ d’Oro με τη γοτθική πρόσοψη του 15ου αιώνα, το Palazzo Grimani, η εκκλησία Santa Maria di Nazareth, το Fondaco dei Turchi του 13ου αιώνα και τα μουσεία μοντέρνας τέχνης Palazzo Grassi και Ca’ Pesaro.
Στο "Μεγάλο Κανάλι" βρίσκεται κι ένα από τα κορυφαία τουριστικά αξιοθέατα της πόλης, η Γέφυρα του Ριάλτο (00:32-00:42), η παλαιότερη από τις τέσσερις μεγάλες γέφυρες του καναλιού. Η Γέφυρα του Ριάλτο έχει χτιστεί αρκετές φορές και σκοπός της ήταν να συνδέει τις συνοικίες του Αγίου Μάρκου με του Σαν Πόλο. Η πρώτη κατασκευή ήταν μια πλωτή γέφυρα το 1173, ενώ η πρώτη σταθερή κατασκευή στήθηκε το 1181 από τον Νικολό Μπαρατιέρι κι ονομάστηκε Πόντε ντέλα Μονέτα, πιθανώς λόγω του νομισματοκοπείου που βρισκόταν κοντά στην ανατολική είσοδο. Η ύπαρξη αυτής της γέφυρας τόνωσε την αγορά του Ριάλτο (01:47-02:03), η οποία βρίσκεται στην ανατολική όχθη, οδηγώντας στην αντικατάσταση της το 1255 με μια νέα ξύλινη γέφυρα. Η νέα της μορφή αποτελούταν από δυο κεκλιμένες ράμπες, οι οποίες συνδέονταν σε ένα κεντρικό κινητό τμήμα, το οποίο ανυψωνόταν για να διευκολύνει τη διέλευση των πλοίων. Κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, στις κεκλιμένες ράμπες χτίστηκαν δύο σειρές καταστημάτων και στις δυο πλευρές της γέφυρας, των οποίων τα ενοίκια έφεραν εισόδημα στο Δημόσιο Ταμείο, το οποίο με τη σειρά του βοήθησε στις εργασίες διατήρησης της γέφυρας.
Η ιστορία της Γέφυρας του Ριάλτο κουβαλάει αρκετές καταστροφές. Η πρώτη σημειώθηκε το 1310, όταν η ξύλινη γέφυρα κάηκε εν μέρει στην εξέγερση που είχε σημειωθεί με επικεφαλής τον Μπατζαμόντε Τιεπόλο ενώ το 1444 κατέρρευσε κάτω από το βάρος ενός πλήθους που έσπευσε να δει το γάμο του Μαρκησίου της Φερράρα. Η ξύλινη γέφυρα που την αντικατέστησε κατέρρευσε ξανά το 1524, δίνοντας το έναυσμα να ανοικοδομηθεί μια νέα γέφυρα από πέτρα, μια ιδέα που είχε προταθεί για πρώτη φορά το 1503. Από το 1551, οι αρχές ζήτησαν προτάσεις για την αναστύλωση της γέφυρας από διάσημους αρχιτέκτονες, όπως ο Τζάκοπο Σανσοβίνο, ο Αντρέα Παλλάντιο κι ο Βινιόλα, αλλά όλοι επέλεγαν μια κλασική προσέγγιση με αρκετές καμάρες, η οποία δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του "Μεγάλου Καναλιού". Επίσης, ζήτησαν σχέδιο της γέφυρας κι από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τελικά επιλέχθηκε το σχέδιο του Αντόνιο ντα Πόντε, ο οποίος πρότεινε μια γέφυρα με ένα άνοιγμα, η οποία άρχισε να χτίζεται από το 1588 μέχρι το 1591, πατώντας πάνω στο σχέδιο της προγενέστερης ξύλινης γέφυρας που διαδέχθηκε. Η κατασκευή της γέφυρας θεωρήθηκε τόσο τολμηρή που ο αρχιτέκτονας Βιτσέντζο Σκαμότσι προέβλεψε τη μελλοντική της καταστροφή. Όμως, η γέφυρα αψήφισε τους τότε επικριτές της κι έτσι σήμερα θεωρείται ως ένα από τα ομορφότερα αρχιτεκτονικά σύμβολα της Βενετίας. Στη σημερινή της μορφή εξακολουθούν να υπάρχουν δυο κεκλιμένες ράμπες που οδηγούν σε μια κεντρική στοά, όπου στις εσωτερικές της πλευρές υπάρχει μια σειρά καταστημάτων με αναμνηστικά και κοσμηματοπωλεία. 
Μέσα από τις πολύωρες περιπλανήσεις μας τόσο στο "Μεγάλο Κανάλι" όσο και στα μικρότερα που διακλαδώνονται στις πανέμορφες συνοικίες της πόλης, διαπίστωσα πως η Βενετία είναι η μοναδική πόλη στα μέχρι τώρα ταξίδια μου, όπου θεώρησα αχρείαστο το GPS. Παρόλο που στην αρχή αγχώθηκα που δε μπορούσα να το χρησιμοποιήσω καθώς ήταν αδύνατον να με κατευθύνει στους ατελείωτους λαβυρίνθους των συνοικιών, στην πορεία αφέθηκα να με καθοδηγήσουν τα δαιδαλώδη σοκάκια κι οι μικρές πλατείες που ανοίγονταν κάθε τόσο (00:56-02:22), γνωρίζοντας πως ανά πάσα στιγμή θα βρεθώ σε κάποιο άνοιγμα του "Μεγάλου Καναλιού" ή σε κάποιο από τα μνημεία της πόλης που θα με κατατόπιζαν σε ποιο σημείο της πόλης βρίσκομαι. Επίσης, εξυπηρετούσαν πολύ κι οι κίτρινες πινακίδες που συναντούσαμε σε αρκετά σημεία των συνοικιών, οι οποίες έδειχναν την κατεύθυνση προς τα κυριότερα σημεία της πόλης όπως η Γέφυρα του Ριάλτο, η πλατεία του Αγίου Μάρκου κι ο σιδηροδρομικός σταθμός Σάντα Λουτσία.  
Στη συγκεκριμένη φωτογραφική περιπλάνηση, σκέφτηκα να παρουσιάσω τα αξιοθέατα της πόλης και σε μια άλλη τις υπέροχες εκκλησίες. Ξεκινώντας λοιπόν με τη Γέφυρα του Ριάλτο και το Μεγάλο Κανάλι, συνεχίζω με ένα ακόμη διάσημο μνημείο, το οποίο είναι η "Γέφυρα των Στεναγμών" (02:28-02:40), η οποία σχεδιάστηκε από τον Αντόνιο Κοντίνο κι άρχισε να κατασκευάζεται από το 1602 μέχρι το 1604. Η γέφυρα δημιουργήθηκε μετά από εντολή του Δόγη Μαρίνο Γκριμάνι με σκοπό να ενώνει την παλιά φυλακή του 11ου αιώνα και τα δωμάτια των ανακρίσεων του παλατιού των Δόγηδων με τη νέα φυλακή (Prigioni Nuove) που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, καθώς τα δυο αυτά κτήρια χωρίζονται από το κανάλι Rio d’ Palazzo (ποτάμι του Παλατιού). Οι νέες φυλακές σχεδιάστηκαν από τον Αντόνιο ντα Πόντε, ο οποίος είχε κατασκευάσει και την Γέφυρα του Ριάλτο. 
Για την ονομασία της γέφυρας υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζει τους στεναγμούς των κρατουμένων που τη διέσχιζαν οδεύοντας προς την εκτέλεσή τους, καθώς έβλεπαν για τελευταία φορά τον έξω κόσμο. Η άλλη εκδοχή επινοήθηκε από τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος είχε αναφέρει πως τα ζευγάρια που φιλιόντουσαν το ηλιοβασίλεμα κάτω από τη γέφυρα  κατακτούσαν την αιώνια αγάπη. Πέρα όμως από τους θρύλους της ονομασίας της, η γέφυρα είναι διάσημη και για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της, η οποία ακολουθεί τον ιταλικό αναγεννησιακό ρυθμό επιλέγοντας ως υλικό το λευκό ασβεστόλιθο της πέτρας από την Ίστρια. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της γέφυρας, είναι πως όλα τα πρόσωπα στον γλυπτό της διάκοσμο, είναι λυπημένα ή θυμωμένα, με εξαίρεση ένα μονάχα πρόσωπο που χαμογελάει. Γιατί άραγε; 
Από το παλάτι των Δόγηδων και τη Γέφυρα των Στεναγμών αρχίζει η Riva degli Schiavoni (02:40-03:06), η παλιά προκυμαία της Βενετίας. Η οικοδόμηση της περιοχής ξεκίνησε πιθανότατα από τον 9ο αιώνα, αποξηραίνοντας την ελώδη περιοχή που υπήρχε σ' εκείνο το σημείο. Η προκυμαία άρχισε να χτίζεται το 1324, χρησιμοποιώντας πλακοστρώσεις από τερακότα κι η επέκτασή της ολοκληρώθηκε το 1782. Το όνομά της προέρχεται από τους Σλάβους εμπόρους της Δαλματίας, η οποία την εποχή που υπήρξε ως κτίση της Δημοκρατίας της Βενετίας ονομαζόταν "Slavonia" ή "Schiavonia". Στη συγκεκριμένη προκυμαία έδεναν τα εμπορικά πλοία από εκείνες τις παράκτιες περιοχές κι οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. Επίσης, οι εμπορικές συναλλαγές που πραγματοποιούνταν στη συγκεκριμένη προκυμαία αποκτούσαν επιπλέον αξία καθώς βρισκόταν δίπλα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και στο διοικητικό κέντρο της Βενετίας. Σήμερα, η προκυμαία έχει μετατραπεί σε έναν ευχάριστο περίπατο δίπλα στη λιμνοθάλασσα έχοντας αντικριστά το νησί Lido που φιλοξενεί το διάσημο φεστιβάλ κινηματογράφου και το νησάκι του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε. 
Η παλιά προκυμαία τελειώνει σε ένα κανάλι που οδηγεί στο βενετσιάνιο οπλοστάσιο. Φτάνοντας προς τους δυο πύργους του, που εξακολουθούν αγέρωχοι να επιτηρούν το συγκεκριμένο κανάλι, μου έκανε τρομερή εντύπωση η αναλλοίωτη εικόνα του τοπίου, συγκρίνοντάς την με πίνακες του 17ου κι 18ου αιώνα. Το βενετσιάνικο οπλοστάσιο ήταν ένα κρατικό συγκρότημα ναυπηγείων κι αποθήκης πυρομαχικών, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ναυτική παντοδυναμία της Βενετίας που διήρκεσε από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι την πτώση της Ενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα το 1797. Η κατασκευή του οπλοστασίου ξεκίνησε το 1104 και με την πάροδο του χρόνο μετατράπηκε στο μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα της Ευρώπης αιώνες πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση, με την έκτασή του (περίπου 45 εκτάρια) να αποτελεί το 15% ολόκληρης της Βενετίας. Το συγκεκριμένο συγκρότημα περιτριγυρίζεται από ένα τείχος 3,2 χλμ., του οποίου το ύψος προστάτευε τους εργάτες και τους ναυπηγούς που κατασκεύαζαν τα εμπορικά πλοία, τα οποία είχαν μετατρέψει την πόλη σε μεγάλη εμπορική δύναμη της Μεσογείου. Αξιοσημείωτο είναι ότι το βενετσιάνικο οπλοστάσιο είχε ένα αποκλειστικό δάσος στην περιοχή των λόφων Montello του Βένετο, που του παρείχε την προμήθεια ξυλείας που χρειαζόταν για την κατασκευή των πλοίων. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως στην επιβλητική πύλη του οπλοστασίου στέκει περίφημο το λιοντάρι του Πειραιά. 
Από το βενετσιάνικο οπλοστάσιο κινήσαμε προς τα ήρεμα και χωρίς κόσμο σοκάκια και κανάλια του Καναρέτζιο, διασχίζοντας ολόκληρη την πόλη από την ανατολική της άκρη στη δυτική, εκεί που βρίσκεται το βενετσιάνικο εβραϊκό γκέτο. Η συγκεκριμένη περιοχή είναι η λιγότερο τουριστική της πόλης, μ' αποτέλεσμα οι συνοικίες να διατηρούν μια αυθεντικότητα που έχει σβηστεί από τις υπόλοιπες γειτονιές της Βενετίας. 
Η ιστορία του εβραϊκού γκέτο είναι πολύ ενδιαφέρουσα κι αξίζει να αναφερθώ σ' αυτήν. Η εβραϊκή παρουσία στην Βενετία, μαρτυρείται ήδη από πολύ παλιά, καθώς η πόλη αποτελούσε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα ήδη από το 945 και 992 υπάρχουν αναφορές σε έγγραφα που απαγόρευαν στους Βενετούς καπετάνιους να δέχονται Εβραίους στα πλοία τους, γεγονός που αποδεικνύει μετακινήσεις Εβραίων προς και από την Βενετία. Μετά το 1204, με την προσχώρηση πολλών πρώην βυζαντινών περιοχών στη βενετική επικράτεια, η πόλη αναδεικνύεται σε κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, δίνοντας την αφορμή για μετακινήσεις πληθυσμών προς την μητρόπολη, μεταξύ αυτών και πολλών Εβραίων, οι οποίοι διακρίνονταν πάντα για το εμπορικό τους πνεύμα. Μάλιστα το 1290 η Βενετία επέτρεψε σε Εβραίους εμπόρους και δανειστές να δραστηριοποιούνται στην πόλη, αν και επέβαλε διάφορους περιορισμούς, όπως φόρους στα εισαγόμενα και εξαγόμενα είδη. Ωστόσο η πρώτη κανονική συμφωνία μεταξύ της βενετικής κυβέρνησης και των Εβραίων, η οποία μαρτυρεί τη συστηματική εγκατάστασή τους εκεί, είναι το 1382. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή η Βενετία ήθελε την προσέλκυση Εβραίων, καθώς βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω του πολέμου με την Γένοβα. Από την άλλη, και πολλοί Εβραίοι από τη Δυτική Ευρώπη ήθελαν να καταφύγουν στην Ιταλία εξαιτίας του ιδιαίτερα έντονου αντισημιτικού κλίματος που ξέσπασε με αφορμή την κατηγορία ότι οι Εβραίοι είχαν μολύνει τα πηγάδια και έτσι είχαν προκαλέσει την μεγάλη επιδημία πανούκλας του 1348-1493, μια κατηγορία ιδιαίτερα συνηθισμένη στην Δυτική Ευρώπη σε περιπτώσεις εμφάνισης πανώλης. Αυτά τα αντισημιτικά συναισθήματα οδηγούσαν συχνά σε πογκρόμ, διώξεις, περιορισμούς και διακρίσεις. Παρόλα αυτά στην Βενετία λόγω του μη κυρίαρχου ρόλου της Εκκλησίας, η πολιτεία καθόριζε τη στάση απέναντι στους Εβραίους, και όχι τόσο οι αντισημιτικές διαθέσεις του όχλου. Ως εκ τούτου δεν υπήρξαν τόσο έντονες διώξεις, αλλά αρκετοί περιορισμοί, όπως για παράδειγμα το 1395, όπου δινόταν στους Εβραίους μόνο διετείς άδειες παραμονής με εξαίρεση τους γιατρούς, τους οποίους οι Βενετοί εμπιστεύονταν λόγω των εξαιρετικών τους γνώσεων. 
Το 1508 επιτράπηκε στους Εβραίους να νοικιάζουν τα σπίτια, στα οποία θα κατοικούσαν, αλλά όχι να τα κατέχουν ως ιδιοκτησία τους ενώ το 1515 τους επιτράπηκε να ανοίξουν καταστήματα πώλησης υφασμάτων και ρούχων. Το 1516 η βενετική πολιτεία υποχρέωσε τους Εβραίους να εγκατασταθούν πλέον μόνιμα σε μια καθαρά δική τους συνοικία, στο Κανναρέτζιο, όπου παλαιότερα βρισκόταν ένα χυτήριο μετάλλων, γνωστό ως «geti». Από αυτήν την λέξη προήλθε η λέξη «ghetto», η οποία χρησιμοποιήθηκε έπειτα ως ένας γενικός όρος για κάθε πυκνοκατοικημένη περιοχή αλλά κι ως σύμβολο διαχωρισμού των ανθρώπων. 
Το Γκέτο της Βενετίας αποτέλεσε και το πρώτο γκέτο εβραίων του κόσμου και υπήρξε μοντέλο και για τα μετέπειτα εβραϊκά γκέτο της Δυτικής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια πρωτοφανή περίπτωση εγκλεισμού και περιθωριοποίησης μιας αστικής πληθυσμιακής ομάδας, καθώς το γκέτο έκλεινε τις πύλες του από τις 6.00 το απόγευμα, ενώ στα τριγύρω κανάλια περιπολούσαν βάρκες με χριστιανούς φρουρούς για να εμποδίζουν νυχτερινές παραβιάσεις. Εκτός από τις νυχτερινές ώρες οι Εβραίοι περιορίζονταν στη συνοικία τους και κατά την διάρκεια κάποιων χριστιανικών εορτών, με την πρόφαση ότι αυτό το μέτρο εφαρμοζόταν για την προστασία των ίδιων από φανατικούς χριστιανούς σε περιόδους θρησκευτικής έξαρσης. 
Παρά τις αντιξοότητες οι Εβραίοι είχαν την δική τους αυτοδιοίκηση και οργάνωναν μόνοι τους την καθημερινή τους ζωή. Δημιούργησαν τους δικούς τους τόπους λατρείας και ετοίμαζαν τα τρόφιμά τους σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση. Παράλληλα λειτουργούσαν ενεχυροδανειστήρια, τυπογραφεία και μαγαζιά με είδη ρουχισμού. Όμως, οι συνθήκες διαβίωσης στο Γκέτο δυσχέραιναν καθώς η κοινότητα μεγάλωνε καθώς είχε φτάσει στους 2.000 κατοίκους στα τέλη του 16ου αιώνα, ενώ η αρχική χωρητικότητα ήταν για 600 περίπου άτομα. Αποτέλεσμα της έλλειψης χώρου ήταν η ανέγερση επιπλέον ορόφων. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, οι κάτοικοι προσέθεταν ταβάνια στα δωμάτια για να διπλασιάσουν τους χώρους, με αποτέλεσμα οι χώροι να γίνονται ασφυκτικά κοντοί ενώ υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις κτιρίων που κατέρρευσαν εξαιτίας αυτών των παρεμβάσεων. 
Από το 1590 και μετά κάποιοι περιορισμοί άρχισαν να χαλαρώνουν ενώ παράλληλα βελτιώθηκε σημαντικά η μεταχείριση των Εβραίων. Οι απαγορεύσεις σχετικά με την έξοδο από το Γκέτο ατόνησαν κι οι Εβραίοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν πιο ελεύθερα διάφορες εκδηλώσεις της πόλης. Εκείνην την περίοδο άρχισε μια νέα ακμή της εβραϊκής κοινότητας, οδηγώντας σε νέα αύξηση του πληθυσμού σε 2.500 κατοίκους. Οι αλλαγές αυτές έγιναν αφορμή να επεκταθούν τα όρια του Γκέτο με τη δημιουργία του Ghetto Nuovissimo το 1633, στο οποίο εγκαταστάθηκαν κάποια από τα πιο εύπορα μέλη της κοινότητας καθώς διέθετε πιο άνετα διαμερίσματα και καλύτερα κτήρια. Στα τέλη του 17ου αιώνα στη Βενετία ζούσαν πάνω από 5.000 Εβραίοι. 
Με τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή αύξηση εκείνης της περιόδου ξεκίνησε η οικοδόμηση εξαώροφων κτιρίων, (οι λεγόμενοι “Ουρανοξύστες” της Βενετίας), στο Ghetto Vecchio και στο γειτονικό Ghetto Nuovissimo. Ωστόσο κατά τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται, λόγω του αντιεβραϊκού κλίματος που άρχισε να επικρατεί ξανά και της μεγάλης φορολογίας, η οποία προκάλεσε κλείσιμο καταστημάτων. Ως εκ τούτου αρκετές εξέχουσες οικογένειες έφυγαν για άλλες πόλεις. 
Το 1797, με την έλευση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στην πόλη, αποφασίστηκε το τέλος του εγκλεισμού των Εβραίων με το γκρέμισμα των πυλών του Γκέτο. Μερικοί Εβραίοι συνέχισαν να ζουν στην ίδια περιοχή, αλλά οι πιο πλούσιοι έφυγαν προς άλλες συνοικίες της Βενετίας. Με την ενοποίηση της Ιταλίας, το 1866, οι Εβραίοι απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τους άλλους Ιταλούς αλλά τα προβλήματα επανήλθαν με την άνοδο του Φασισμού στην Ιταλία και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν το 1943 τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Βενετία, στην πόλη ζούσαν περίπου 1.200 Εβραίοι. Από αυτούς κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελβετία και σε άλλες περιοχές, αλλά 246 Βενετοί Εβραίοι πιάστηκαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 
Σήμερα στην Βενετία κατοικούν περίπου 600 Εβραίοι, εκ των οποίων οι 30 εξακολουθούν να ζουν στην περιοχή του Γκέτο, το οποίο έχει διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτο. Έτσι, μας δόθηκε η ευκαιρία να περιπλανηθούμε κάτω από τις εξαώροφες "πολυκατοικίες" κι τις παλιές συναγωγές. Μέσα από τις περιπλανήσεις μας παρατηρήσαμε πως υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία που μαρτυρούν τον παρελθοντικό εγκλεισμό που βίωναν οι Εβραίοι της πόλης. Τα κτήρια εξακολουθούν να στέκουν ως θεόρατα τείχη ενώ οι πύλες που κλείδωναν το απόγευμα, στέκουν πλέον στοιχειωμένες αλλά ανοιχτές για να υποδεχτούν τόσο τους επισκέπτες όσο και τους εναπομείναντες κατοίκους. Επίσης, στο Ghetto Vecchio συναντήσαμε τη Spanish Synagogue, στην οποία εξακολοθούν να γίνονται λειτουργίες από τον 16ο αιώνα, τη Levantine Synagogue, στην οποία υπάρχει και εργαστήριο που φτιάχνει ματσά και το εβραϊκό μουσείο. 
Σ' αυτή τη περιοχή ανακαλύψαμε ένα ήσυχο μέρος καλά κρυμμένο από τις ορδές των τουριστών, όπου νέοι απολάμβαναν το βενετσιάνικο ηλιοβασίλεμα. Ένα σημείο το οποίο ανακαλύψαμε κι εμείς τυχαία καθώς επιστρέφαμε με το βαπορέτο από το Μουράνο. Σαν να μας έκανε η πόλη ένα μοναδικό δώρο θέλοντας να μας αποχαιρετήσει με το πιο γλυκό τρόπο.