Η φετινή κινηματογραφική χρονιά δεν είχε μόνο τη μεγάλη επιστροφή του αγαπημένου μας Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν με τα "Ξερά Χόρτα" αλλά και του λατρεμένου μας δημιουργού Φίλιππου Κουτσαφτή με το νέο του ντοκιμαντέρ "Ζάκρος", αφού πρώτα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Λούβρο και συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Μετά το αξεπέραστο "Αγέλαστος Πέτρα" (2000), το οποίο καταπιάστηκε με τα λησμονημένα μυστήρια της Ελευσίνας και το εξαιρετικό "Αρκαδία Χαίρε" (2015) μέσα από το οποίο αναζήτησε τα μυθικά τοπία της Πελοποννήσου, με τη νέα του ταινία, ο σημαντικός Έλληνας δημιουργός εστιάζει την προσοχή του σε ένα άγνωστο, αλλά πλούσιο σε ιστορία σημείο της ανατολικής Κρήτης, το οποίο εξακολουθεί ανά τους αιώνες να αγναντεύει επίμονα προς την Κύπρο, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο.
Στις ανατολικές ακτές της Κρήτης εξακολουθεί να πλανιέται ένα αρχαιολογικό μυστήριο, καθώς εκεί αναπτύχθηκε μια μικρή πολιτεία με το δικό της μινωικό ανάκτορο, η οποία εγκαταλείφθηκε μετά από δυο απανωτές φυσικές καταστροφές κι αφέθηκε στη φθορά της λήθης, αλλά και στη στοργική κάλυψη που της πρόσφερε η σκόνη του χρόνου. Όμως, το 1961 άρχισαν οι πρώτες ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Νικόλαο Πλάτωνα, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα από το γιό του, Λευτέρη Πλάτωνα, αναδεικνύοντας με το πέρασμα των αιώνων το τέταρτο σημαντικότερο ανάκτορο του μινωικού πολιτισμού (μετά από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια) και το μόνο που δεν είχε συληθεί, μ' αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν πολλά σημαντικά στοιχεία του πρώτου μεγάλου πολιτισμού της Ευρώπης.
Απ’ όλα τα ευρήματα, ο δημιουργός εντυπωσιάζεται τελικά από το πιο ταπεινό, τα «άωτα κωνικά κύπελλα», τα οποία οι ντόπιοι λένε «σκουτελάκια». Τα σκουτελάκια είναι πολύ μικρά σε μέγεθος σκεύη, τα οποία βρέθηκαν στοιβαγμένα κατά δεκάδες σε μια από τις οικίες της ανασκαφής, καταπλακωμένα για 3.500 χρόνια. Ταυτισμένα με τη 2η ανακτορική περίοδο του μινωικού κόσμου, «υπήρχαν παντού, από τα ανάκτορα μέχρι τα αγροτόσπιτα». Ένα αντίστοιχο «σκουτελάκι» ζωγράφισε κι ο διάσημος ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος για την αφίσα της ταινίας.
Σ' αυτήν τη μικρή κι άγνωστη άκρη της Κρήτης, της Ελλάδος αλλά και της Ευρώπης όλης, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κινηματογραφεί με υπομονή για τρεις ολόκληρες δεκαετίες, τόσο τις ανασκαφικές διαδικασίες και τα ευρήματα τους, όσο και την καθημερινότητα των κατοίκων της Ζάκρου, οι οποίοι εξακολουθούν διακριτικά και σεμνά να ακολουθούν τον ίδιο τρόπο ζωής των προγόνων τους, αντικρίζοντας την ίδια θάλασσα και τα ίδια βουνά και πραγματοποιώντας αντίστοιχες θρησκευτικές τελετές στους ίδιους ιερούς τόπους, έχοντας ως οδηγό τη φύση, τον καιρό και τα άστρα του ουρανού, τηρώντας ασυναίσθητα τη φράση «Εδώ αφήκε τον ήσκιο του ο ένας, εκεί ο άλλος» του πεζογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, την οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως προλογικό σημείωμα για το ντοκιμαντέρ του ο Έλληνας δημιουργός.
Έχοντας λοιπόν ως σημείο αναφοράς τον αρχαιολογικό χώρο της Ζάκρου, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αρχίζει να σχηματίζει ένα μικρό μωσαϊκό χρησιμοποιώντας ως ψηφίδες τους ανθρώπους της περιοχής, οι οποίοι του ανοίγουν με συγκίνηση την ψυχή τους, περιγράφοντάς του συμβάντα που οι ίδιοι έχουν ζήσει ή ακούσει. Οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων είναι και το δυνατό χαρτί του Έλληνα δημιουργού, το οποίο έχουμε παρατηρήσει και στις προηγούμενες ταινίες του.
Στη συγκεκριμένη ταινία έχουμε τη συγκινητική γέννηση ενός ξύλινου κουταλιού από έναν γλυκύτατο παππούλη με τη γυναίκα του να παρατηρεί καρτερικά από το τραπέζι, την ευχάριστη διήγηση μιας γιαγιάς για το πώς κλέφτηκε με τον σύζυγό της όταν ήταν παιδιά και τη συνταρακτική εξιστόρηση για τον θάνατο ενός Καλύμνιου σφουγγαρά, ο οποίος θάφτηκε στο εκκλησάκι της Ζάκρου χωρίς να ξέρει κανείς το όνομά του για να το χαράξει στο σταυρό του τάφου του.
Όμως, για μένα, η πιο σημαντική διήγηση της ταινίας είναι η ιστορία του κωφού ψαρά, ο οποίος γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή της Ζάκρου κι έμαθε να μιλάει με έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο στη νοηματική. Οπότε, κατ' εμέ, ο συγκεκριμένος ψαράς είναι η απόλυτη προσωποποίηση της περιοχής αυτής, καθώς έχει τόσα πολλά να μας αφηγηθεί, αλλά χρειάζεται μια κατάλληλη φόρμουλα επικοινωνίας για να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τις ιστορίες που κουβαλά.
Επίσης, μέσα από την ανασκαφή, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κάνει κάποιες εύστοχες αντιστοιχίσεις με την παγκόσμια ιστορία και τέχνη. Οπότε, μέσα από τις ανακαλύψεις που έχουν γίνει από τους αρχαιολόγους της Ζάκρου, ξετυλίγεται ένα κουβάρι που καταλήγει στον κατακόκκινο χιτώνα του Χριστού, στην ταφή του κόμη Οργκάθ του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, στις θεωρίες του Δανού σκηνοθέτη Κάρλ Ντράγιερ κι άλλες φορές στο απέραντο διάστημα.
Αυτό όμως που με συντάραξε περισσότερο ήταν η ιστορία του Ιταλού ανθρωπολόγου Λίντιο Τσιπριάνι, ο οποίος επισκέφθηκε την Κρήτη το 1942 για να επαληθεύσει τις αλλοπρόσαλλες ρατσιστικές του θεωρίες που τον έκαναν να πιστεύει πως οι Κρητικοί είναι υποδεέστεροι των υπολοίπων Ευρωπαίων κι ότι η Κρήτη είναι η εσχατιά του σπουδαίου δυτικού πολιτισμού. Με την παραπάνω απάνθρωπη θεωρία του, ο Ιταλός ανθρωπολόγος άρχισε να φωτογραφίζει τους Κρητικούς συμπεριλαμβάνοντας και τους κατοίκους της Ζάκρου, αφήνοντας πίσω του ένα συγκλονιστικό και σημαντικό φωτογραφικό υλικό για τα πρόσωπα του παρελθόντος και τον τρόπο ζωής τους. Παρόλο που τα κίνητρά του ήταν ξεκάθαρα φασιστικά, το έργο που άφησε ως παρακαταθήκη αξιοποιήθηκε για πιο ανθρώπινους κι άκρως συγκινητικούς σκοπούς.
Για μια ακόμη φορά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής χρησιμοποιεί την ίδια αλάνθαστη συνταγή με την "Αγέλαστο Πέτρα", ανασυνθέτοντας το πλούσιο μωσαϊκό ενός ακόμη τόπου, κινηματογραφώντας για δεκαετίες με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τις μοναδικές στιγμές της Ζάκρου μέσα από τα πρόσωπά της, όπως τους ηλικιωμένους κατοίκους που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους αλλά και τα μικρά παιδιά που μεγάλωσαν και το καθένα πήρε τον δικό του δρόμο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός κατάφερε να διαφυλάξει στην κοινή μας μνήμη σπουδαίες προσωπικότητες που επιτέλεσαν εξέχον έργο στους τόπους τους, όπως ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από το "Ζάκρος" είναι πως για τον Φίλιππο Κουτσαφτή, η ιστορία καταγράφεται μέσα από διαδοχικές κι υπομονετικές επισκέψεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά θα τον οδηγήσουν στο ίδιο σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ενός χρόνου άγνωστου και μυστηριώδη, σύμφωνα με τα λόγια του Αυγουστίνου, ο οποίος είχε πει ότι «όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω».
Βαθμολογία: 8/10