Από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 κι έπειτα, τα Δεκεμβριανά του 1944 έχουν επανέλθει στη δημόσια σφαίρα ως διαφιλονικούμενος μνημονικός τόπος.
Με αφορμή την εβδομηκοστή επέτειο από τη «μάχη της Αθήνας», ο Αντώνης Λιάκος συζητά με τρεις ιστορικούς της νεότερης γενιάς που μελετούν την πολιτική και κοινωνική ιστορία 20ού αιώνα για τη θέση των Δεκεμβριανών του 1944 στη σύγχρονη νεοελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία, για τη βαριά σκιά τους στη μεταπολεμική συλλογική μνήμη και για τον ρόλο των ιστορικών στη συγκυρία της κρίσης.
1. Αντώνης Λιάκος: Αποτελούν τα Δεκεμβριανά μια καμπή στην εξέλιξη της νεοελληνικής ιστορίας, και κυρίως του δράματος της δεκαετίας του ’40; Από ποια άποψη; Βέβαια δεν κάνουμε counterfactual ιστορία, αλλά επειδή η σύγχρονη ιστορική έρευνα αποδέχεται την έννοια της ενδεχομενικότητας (contingency) θα ήθελα να σας ρωτήσω: Θα μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση, και αν ναι, θα μπορούσε να είναι διαφορετική η πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα; Θα μπορούσε να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος; Η μήπως τα Δεκεμβριανά ήταν η απόληξη μιας μακροχρόνιας επώασης αντιθέσεων στην ελληνική κοινωνία;
Κωστής Καρπόζηλος: Υπάρχει μια φωτογραφία του Ντμίτρι Κέσσελ από τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου του 1944 που νομίζω συμπυκνώνει την ενδεχομενικότητα της μεταπολεμικής μετάβασης, αλλά και τις συσσωρευμένες προσδοκίες για ένα μέλλον ριζικά διαφορετικό από αυτό που γνωρίσαμε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου: μόλις έχουν πέσει οι πρώτοι πυροβολισμοί και δύο διαδηλωτές κρατώντας μια μεγάλη, χειροποίητη, αμερικανική σημαία αντιδρούν στη φρίκη της στιγμής φωνάζοντας «Ρούζβελτ! Ρούζβελτ!». Η εικόνα των Ελλήνων κομμουνιστών με την αμερικανική σημαία αντανακλά μια διαδεδομένη πεποίθηση: ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση θα συνεργάζονταν στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση αναγνωρίζοντας την πρωτοκαθεδρία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις τύχες της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η προσδοκία αυτή, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στις θεωρίες της παγκόσμιας σύγκλισης καπιταλισμού και σοσιαλισμού, διαψεύστηκε μέσα σε λίγα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά οι εναλλακτικές ενατενίσεις του μέλλοντος μας βοηθούν να καταλάβουμε το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τη στιγμή της ίδιας της μετάβασης και εντέλει να αμφισβητήσουμε την αντίληψη που συνδέει γραμμικά, και νομοτελειακά, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Στα συμφραζόμενα των ελληνικών εξελίξεων, ναι, θα μπορούσε να είναι διαφορετική η πορεία των πραγμάτων. Όσο πρέπει να μας απασχολήσει η αποτυχία των εναλλακτικών σεναρίων μεταπολεμικής μετάβασης, τόσο θα πρέπει να δούμε την απόκλιση των ελληνικών εξελίξεων από την κοινή ευρωπαϊκή εμπειρία ανάμεσα στο 1944 και το 1946. Απόκλιση που σχετίζεται όχι μόνο με τις επιλογές του Κ.Κ.Ε. τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά ταυτόχρονα με τις φοβίες του ελληνικού αστισμού που –σε απόκλιση από το ευρωπαϊκό παράδειγμα– αρνήθηκε να αναγνωρίσει στην κομμουνιστική Αριστερά μια ισότιμη θέση στο πολιτικό πεδίο. Κατά συνέπεια, τα Δεκεμβριανά αναδεικνύουν μεν τα προβλήματα της μεταπολεμικής μετάβασης και τη δοκιμασία της αντιφασιστικής ενότητας, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτουν το απρόβλεπτο της ιστορικής εξέλιξης. Κανένα δράμα, υπό την έννοια της σκηνοθεσίας, λοιπόν. Αντίθετα, ένας νέος πόλεμος μέσα στον πόλεμο –ας μην ξεχνάμε ότι ο πόλεμος δεν τελείωσε όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα– που λειτούργησε παραδειγματικά για να αποφευχθεί ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος.
Δημήτρης Κουσουρής: Η «μάχη της Αθήνας» σηματοδοτεί την κορύφωση και εν πολλοίς το τέλος του επαναστατικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην κατεχόμενη χώρα στα 1943-44. Το Ε.Α.Μ. αποτέλεσε μια πλατιά και πολύμορφη κοινωνικοπολιτική συμμαχία που συνδύαζε την κινητοποίηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος και των προοδευτικών μερίδων της αστικής τάξης στις πόλεις, με τη δημιουργία ενός μαζικού λαϊκού στρατού που συνέβαλλε αποφασιστικά στην αυτονόμηση και την αυτοδιοίκηση μεγάλων περιοχών της υπαίθρου. Τον Δεκέμβρη του 1944, αυτές οι δυνάμεις απείλησαν να γκρεμίσουν την κυριαρχία των πολιτικών, οικονομικών και κρατικών ελίτ του παλαιού καθεστώτος και τις παραδοσιακές διεθνείς συμμαχίες της χώρας. Και ηττήθηκαν.
Αντίθετα με τις μετέπειτα ιδεολογικές κατασκευές που παρουσίασαν τη σύγκρουση του Δεκέμβρη ως εκτροχιασμό από μία πορεία ομαλότητας και ειρήνευσης, πρόκειται μάλλον –και από πολλές σκοπιές– για μια σύγκρουση προαναγγελθείσα και αναπόφευκτη. Ο Τσώρτσιλ και ο Παπανδρέου τη σχεδίαζαν από το καλοκαίρι. Μέσα στη χώρα, οι αντιεαμικές δυνάμεις την επιδίωκαν, οι δωσίλογοι για να αποφύγουν την τιμωρία, οι υπόλοιποι γιατί ήξεραν πως χωρίς βρετανική στήριξη δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον Ε.Λ.Α.Σ. Στο μεταξύ, μετά τη βίαιη καταστολή του δημοκρατικού κινήματος στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής από τις βρετανικές δυνάμεις την άνοιξη του 1944, είχε γίνει φανερό σε όλους πως το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα ήταν μάλλον απίθανο να λυθεί με αμιγώς πολιτικά μέσα. Μολονότι η ηγεσία του Ε.Α.Μ. προέβλεπε την πιθανότητα επέμβασης ή πραξικοπήματος, προσπάθησε απλώς να αποφύγει μία κατά μέτωπο σύγκρουση με τις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος και δεν προετοιμάστηκε ποτέ γι’ αυτήν.
Κωστής Κορνέτης: Παρότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα είχε συμβεί αν τα Δεκεμβριανά δεν είχαν λάβει χώρα, πιθανότατα μια αντίστοιχη σύγκρουση θα είχε πραγματοποιηθεί τη στιγμή που η εμφυλιοπολεμική δυναμική ήταν πλέον γεγονός. Επιπλέον θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπεί η βρετανική εμπλοκή, η οποία ήρθε σε ένα απολύτως κρίσιμο σημείο να ανατρέψει τις ισορροπίες που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και να αμφισβητήσει βίαια τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ε.Α.Μ. στη νέα τάξη πραγμάτων. Από αυτή την άποψη δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ο εμφύλιος, ο οποίος εγγράφεται σε μία σειρά εξελίξεων που είχαν εν μέρει δρομολογηθεί στο πλαίσιο ενός ιδεολογικοπολιτικού μπρα ντε φερ, αλλά και μιας αναδυόμενης κουλτούρας βίας που ήταν απότοκη της ίδιας της Κατοχής, όπως έχουν καταδείξει ιστορικοί, όπως ο Πολυμέρης Βόγλης. Παρ’ όλα αυτά δεν πιστεύω πως υπάρχει γραμμική συνέχεια ανάμεσα στον Δεκέμβρη και τη σύγκρουση του 1946-49, ακριβώς λόγω της έννοιας της ενδεχομενικότητας και της μη ύπαρξης αναμενόμενων εξελίξεων. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα είχε συμβεί αν μια σειρά από γεγονότα-κλειδί, όπως για παράδειγμα η «λευκή τρομοκρατία» ή η μοιραία αποχή του Κ.Κ.Ε. από τις εκλογές του ’46 (αμφότερα, αποτελέσματα της εμπρόθετης δράσης των δρώντων πολιτικών υποκειμένων και των ηγεσιών τους), δεν είχαν λάβει χώρα.
2. Αντώνης Λιάκος: Να δούμε τα Δεκεμβριανά ως μια σύγκρουση που προοιωνίζεται τον Ψυχρό Πόλεμο; Ή ως ένα σημαντικό επεισόδιο στην ιστορία ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου που άρχισε το 1917 με μεταβαλλόμενες φάσεις και συνεχίστηκε έως τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, φάση του οποίου ήταν; Ποια ήταν η διεθνής δυναμική της εξέγερσης της Αθήνας, και σε ποιον ευρύ ορίζοντα πρέπει να την εγγράψουμε;
Κωστής Καρπόζηλος: Συνήθως αναζητούμε τη διεθνή διάσταση της ελληνικής ιστορίας μέσα από σχήματα εξάρτησης, και στην περίπτωση των Δεκεμβριανών αυτή η συλλογιστική έχει περιορίσει τη συζήτηση στο θέμα της επέμβασης των «ξένων» δυνάμεων. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση: η αντανάκλαση των Δεκεμβριανών στη διαμόρφωση επιλογών πέραν των ελληνικών ορίων. Η ήττα του Δεκέμβρη υπήρξε καθοριστική στη στάση των κομμουνιστικών κομμάτων έναντι του ερωτήματος της κατάληψης της εξουσίας στην κρίσιμη διετία της μεταπολεμικής μετάβασης (1944-46). Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αντιμετώπισε την ελληνική εμπειρία ως μια καταστροφική παρέκβαση από την αντίληψη του Λαϊκού Μετώπου που, σε εκείνες τις συνθήκες, φαινόταν να εγγυάται τη μεταπολεμική θέση των Κ.Κ. εντός δημοκρατικών-αντιφασιστικών κυβερνήσεων. Στο έδαφος αυτής της ανάλυσης, τα ισχυρά Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης προσπάθησαν να κατευνάσουν, αντί να οξύνουν, τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις που συνόδευαν τις μεταβατικές, μεταπολεμικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, θα έλεγα ότι ο ελληνικός Δεκέμβρης –και κατ’ επέκταση ο ελληνικός Εμφύλιος– αποτελούν το τελευταίο επεισόδιο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε το 1917, καθώς η ήττα του Κ.Κ.Ε. κλείνει τον κύκλο των αποτυχημένων επαναστάσεων του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου.
Δημήτρης Κουσουρής: Καταρχήν η υπόθεση πως ο «ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος» ξεκίνησε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, που πρότεινε ο Ερνστ Νόλτε, είναι μια προφανής ιδεολογική κατασκευή του «νέου αντικομμουνισμού» των δεκαετιών του 1980 και του 1990, που δεν στέκει απέναντι σε σοβαρή κριτική. Ο «ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος», ή ο Δεύτερος Τριακονταετής όπως τον αποκάλεσε ο Τσώρτσιλ και αρκετοί ιστορικοί μετά από αυτόν, ξεκίνησε με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914: στη δική μας γωνιά λίγο νωρίτερα, με τους Βαλκανικούς του 1912-13. Η ίδια η γεωγραφία της σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική «Σκομπία» και τους προσφυγικούς συνοικισμούς περιγράφει ανάγλυφα το πώς τα επίδικα της σύγκρουσης αφορούσαν τις ταξικές και εθνοτικές αντιθέσεις που είχαν συσσωρευτεί στην ελληνική κοινωνία μετά από αυτή την τριακονταετία εμφυλίων και διακρατικών πολέμων.
Συνάμα τα Δεκεμβριανά υπήρξαν η πρώτη μείζων ρωγμή στην αντιφασιστική συμμαχία, και τούτο πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, ενόσω μαινόταν η μάχη των Αρδεννών στα δυτικά, στα ανατολικά ξετυλίγονταν η σοβιετική αντεπίθεση και στα νότια η συμμαχική εισβολή στην Ιταλία – από όπου ο Τσώρτσιλ απέσπασε δυνάμεις για να τις στείλει στην Αθήνα. Η ίδια η θέση της χώρας στο σύνορο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή την καθιστά ένα προνομιακό σημείο παρατήρησης του πώς οι γεωπολιτικές αντιθέσεις αναδιατάχθηκαν και ανασημασιοδοτήθηκαν. Έτσι, π.χ., το ελληνικό μεταδεκεμβριανό καθεστώς ήταν το πρώτο του δυτικού στρατοπέδου που εγκαθίδρυσε τη θεωρία του «σλαβοκομμουνισμού» ως επίσημη κρατική ιδεολογία μετά τον πόλεμο. Αντίστοιχα, η έξωση του Ε.Α.Μ., της μεγαλύτερης συνιστώσας των κινημάτων αντίστασης από την κυβέρνηση –και σταδιακά από το πολιτικό σύστημα της χώρας– αποτελεί μία πρώτη, προδρομική έκφανση των λογής καθεστώτων εξαίρεσης που επιβλήθηκαν μεταπολεμικά ένθεν κακείθεν του «παραπετάσματος».
Κωστής Κορνέτης: Σαφέστατα εξαρτάται από το είδος περιοδολόγησης που θέλουμε να κάνουμε και τη διήγηση που διαλέγουμε να πριμοδοτήσουμε, αλλά και από το κατά πόσο επιλέγουμε να διακρίνουμε ρήξεις ή συνέχειες στα ιστορικά δρώμενα. Αν δούμε τα γεγονότα σε ένα πλαίσιο μακράς διάρκειας μέσα στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου και μιας διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τον φασισμό και τον κομμουνισμό, τότε ο Δεκέμβρης του ’44 δεν αποτελεί παρά μια ακόμα στιγμή αυτής της διαμάχης. Αν όμως θεωρήσουμε τα Δεκεμβριανά ως κομμάτι μιας νέας εποχής που αναδύεται μέσα από τις δυναμικές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου τότε είναι όχι απλώς προοιωνισμός του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και το πρώτο πεδίο μάχης της νέας αναμέτρησης ανάμεσα στα αναδυόμενα στρατόπεδα ενός διπολικού κόσμου. Προσωπικά κλίνω προς τη δεύτερη ανάλυση, μιας και η σφοδρότητα της σύγκρουσης και οι νέες δυναμικές που παρατηρούμε μετά το 1944 βάζουν τέλος σε ολόκληρη την προηγούμενη εποχή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Με την ουσιαστική ήττα του εαμικού κινήματος και της δυνατότητας ενός ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας με βάση την Αντίσταση, έχουμε μια ευθυγράμμιση με τον νέο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τους περιορισμούς που επέβαλαν οι σφαίρες επιρροής. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, το τέλος της ουτοπίας.
3. Αντώνης Λιάκος: Τα Δεκεμβριανά στοίχειωσαν τη μνήμη στην Ελλάδα. Από τη μια, μετά τη δεκεμβριανή νεολαιίστικη εξέγερση της Αθήνας επισείεται το φάντασμα των δεκεμβριανών που στοίχειωσε την κουλτούρα της μεταπολίτευσης ως υπεύθυνης όλων των δεινών της σύγχρονης Ελλάδας, και από την άλλη, τα συνθήματα «Ο Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ» ή «Βάρκιζα τέλος», ξετυλίγουν αναδρομικά το νήμα της Ιστορίας. Ο Δεκέμβρης προφανώς ζει μια δεύτερη ζωή. Θα τον χαρακτηρίζαμε ως τραύμα, ως διαιρεμένη μνήμη; Και ιδιαίτερα στα κινήματα, αποτελεί ο Δεκέμβρης ένα είδος αδικαίωτης παρακαταθήκης;
Κωστής Κορνέτης: Ο Δεκέμβρης ανήκει στην κατηγορία των «κρίσιμων στιγμών» που ζούνε μια δεύτερη ζωή. Δεν είναι τυχαίο πως το ’44 –ή ο «δεύτερος γύρος», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά από τους εθνικόφρονες– θεωρούνταν για πολλές δεκαετίες φόβητρο, η επανάληψη του οποίου ανασυρόταν πάντα ως μπαμπούλας για την αστική νομιμότητα. Σε διαδοχικές στιγμές κινητοποιήσεων, συγκρούσεων και κινημάτων «από τα κάτω» –από τα συλλαλητήρια για το Κυπριακό τη δεκαετία του ’50 ώς τον «ανένδοτο αγώνα», τα Ιουλιανά αλλά πάνω απ’ όλα το Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του ’73– γίνονταν σταθερές αναφορές από κυβερνητικές πηγές στο φάντασμα του «Κόκκινου Δεκέμβρη». Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έχει η χρήση του Δεκέμβρη από τα ίδια τα κινήματα για τα οποία αποτέλεσε σταθερό σημείο αναφοράς. Ειδικά τα γεγονότα του 2008 εμφανίζουν τον Δεκέμβρη ως μια ευκαιρία επαναγραψίματος και «διόρθωσης» της ιστορίας. Το σύνθημα «Βάρκιζα τέλος» και η ακύρωση της σπαραχτικής στιγμής παράδοσης των όπλων από τους αντάρτες σε ένα φαντασιακό και καθαρά συμβολικό επίπεδο αναδεικνύει ακριβώς αυτή την οπτική – όπου το κίνημα επεμβαίνει δραστικά στα ιστορικά γεγονότα και τα εμφανίζει όπως θα «έπρεπε» να είχαν συμβεί. Είναι ένα είδος οικειοποίησης και εκτροπής του παρελθόντος ως τετελεσμένης γραφής.
Δημήτρης Κουσουρής: Από την επαύριον κιόλας της σύγκρουσης, ο Δεκέμβρης αποτέλεσε για τον αστικό πολιτικό κόσμο την «αδιαφιλονίκητη ηθική δικαιολογία για το ξεχώρισμα από το Ε.Α.Μ.», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Θεμιστοκλή Τσάτσου το 1945. Το σκιάχτρο του Δεκέμβρη τοποθετήθηκε στον πυρήνα του μεταπολεμικού καθεστώτος, και στις κρίσιμες στροφές ανασύρθηκε για να νομιμοποιήσει τις πιο αντιδραστικές μεθοδεύσεις και μεταλλάξεις της «ανάπηρης» ελληνικής δημοκρατίας. Οι τρέχουσες χρήσεις της μνήμης του Δεκέμβρη από τους απολογητές του καθεστώτος εγγράφονται στη συνέχεια των πιο αντιδραστικών, εμφυλιοπολεμικών τάσεων της ελληνικής Δεξιάς και σηματοδοτούν την επιστροφή τους στον επίσημο κυβερνητικό λόγο μετά από μία παρένθεση περίπου τριών δεκαετιών.
Ό,τι για τους νικητές έγινε λάβαρο, για τους ηττημένους υπήρξε για δεκαετίες ταμπού ή αντικείμενο μιας ατέλειωτης λαθολογίας, που τοποθετούσε εκ προοιμίου τα Δεκεμβριανά στην κατηγορία των ιστορικών ατυχημάτων. Αυτό συνεχίστηκε εν πολλοίς και στη μεταπολίτευση. Ο «κόκκινος Δεκέμβρης» διαφυλάχθηκε μεν στη μνήμη και τη μυθολογία της κομμουνιστικής Αριστεράς, ωστόσο η θέση του στη δημόσια σφαίρα παρέμεινε μάλλον περιθωριακή. Το «Βάρκιζα τέλος» του Δεκέμβρη του 2008 σηματοδοτεί την πρώτη μαζική εγκόλπωση της επαναστατικής παρακαταθήκης του Δεκέμβρη πέρα από τα όρια της παραδοσιακής Αριστεράς. Τούτο αποτελεί μία από τις πολλές εκφάνσεις του πώς και στις μέρες μας, όπως παρατηρούσε ο Μαρξ για την Ευρώπη του 1848, οι ζωντανοί επικαλούνται ξανά «με αγωνία τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους και τα πολεμικά τους συνθήματα»…
Κωστής Καρπόζηλος: Νομίζω ότι η ιστορική Αριστερά και οι ιστορικοί της αντιμετώπισαν τον Δεκέμβρη του ’44 και την ένοπλη σύγκρουση του 1946-49 ως παρέκκλιση από μια προδιαγεγραμμένη ιστορική εξέλιξη στην οποία το Ε.Α.Μ. θα είχε καθοριστικό ρόλο στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Στο έδαφος αυτό ο Δεκέμβρης στην ιστορική συνείδηση της Αριστεράς μετατράπηκε σε ένα ακόμα επεισόδιο στο συναισθηματικό σχήμα της προδοσίας της ιστορίας και άρα σε τραύμα: δηλαδή τα πράγματα έπρεπε να είχαν εξελιχθεί αλλιώς, αλλά κάποιοι σκοτεινοί παράγοντες (συνήθως οι Εγγλέζοι) εκτροχίασαν την ομαλή εξέλιξη και «εμείς» πέσαμε θύματα της προβοκάτσιάς τους. Το πρόβλημα με αυτή τη θεώρηση έγκειται στο αυτονόητο: ο Δεκέμβρης του ’44 ήταν μια ένοπλη σύγκρουση ενόσω ο πόλεμος μαινόταν σε Ανατολή και Δύση, και η Αριστερά είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν διεκδικώντας τον έλεγχο της μεταπολεμικής μετάβασης. Στο τέλος έχασε. Αλλά το γεγονός αυτό δεν αναιρεί ότι οι μαχητές του Ε.Λ.Α.Σ. πολεμούσαν για να νικήσουν και ότι στη διάρκεια της σύγκρουσης απελευθερώθηκαν ταξικές δυναμικές –συχνά πέραν του κομματικού ελέγχου– με εκδικητικά χαρακτηριστικά εναντίον δικαίων και αδίκων. Η κοινή ιστορική μνήμη της Αριστεράς απώθησε, υπό το βάρος των συνεπειών της ήττας, τις εικόνες αυτές που βρίσκονταν άλλωστε σε απόκλιση από τη μεταπολεμική της αντίληψη για την κοινοβουλευτική κατάληψη της εξουσίας και την αγωνιώδη –και απόλυτα δικαιολογημένη– προσπάθειά της να γίνει αποδεκτή από τον αστικό πολιτικό κόσμο.
Η σύγχρονη επαναανακάλυψη των Δεκεμβριανών από τα κοινωνικά κινήματα αποτυπώνει καταρχήν βιολογικές μεταβολές στο σύμπαν του κόσμου της Αριστεράς, αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου που παραδόξως αναγνωρίζει αναδρομικά στην κομμουνιστική Αριστερά το πρότυπο της αποφασιστικής σύγκρουσης με το κράτος και τους μηχανισμούς του. Ταυτόχρονα όμως ενέχει έναν κίνδυνο: μια διαφορετικού τύπου μυθοποίηση των Δεκεμβριανών και την ανάγνωσή τους μέσα από τα σχήματα της σχολικής ιστορίας που απλώς αποκτούν πλέον ριζοσπαστικό πρόσημο: ήρωες, εκδικητές, δαίμονες και προδότες με υπερφυσικές διαστάσεις για να αναπληρώσουν τη σύγχρονη αμηχανία γύρω από το παραδοσιακό ερώτημα «Τι να κάνουμε;», δηλαδή πώς να συγκρουστούμε με τις σύγχρονες διαστάσεις του μετα-ουτοπικού/μετα-1989 κόσμου. Η αμηχανία αυτή υποβοηθά την επιστροφή στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων προς αναζήτηση έμπνευσης και διδαχών.
4. Αντώνης Λιάκος: Προφανώς στην κρίση και ο Δεκέμβρης θα αποτελέσει ένα είδος ιστορικής αναμέτρησης ανάμεσα στο «Το παρελθόν δεν είναι θαμμένο. Δεν είναι καν παρελθόν» και την ιστορικοποίηση του παρελθόντος που προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την ταφή του. Πώς βλέπετε εδώ εσείς τη θέση του ιστορικού;
Κωστής Καρπόζηλος: «Κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ» τραγουδάνε τα Μεθυσμένα Ξωτικά και στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Οργή» (http://www.youtube.com/watch?v=KVXaJ30CXC0) εμφανίζονται οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. να ξαναπιάνουν τα όπλα που είχαν καταθέσει μετά τη Βάρκιζα. Είναι εφικτό ένα ιστορικό rewind όπως στο εξαιρετικό αυτό τραγούδι; Δυστυχώς ή ευτυχώς όχι. Το να αντιμετωπίζουμε τον Δεκέμβρη ως «δίδαγμα» ή «παράδειγμα» για τις σύγχρονες προκλήσεις φανερώνει φοβάμαι το πόσο εγκλωβισμένοι βρισκόμαστε στα σχήματα της ιστορικής αναλογίας που εντέλει έχουν –ανεξαρτήτως παραλλαγής– μία και μόνο απόληξη: την παγκόσμια ήττα των χειραφετικών ιδεών του 20ού αιώνα και τη συντριβή της, όντως συγκινητικής, δυναμικής του ελληνικού Δεκέμβρη του ’44. Για εκείνους τους ιστορικούς που αναγνωρίζουν τα πολιτικά κίνητρα της ενασχόλησής τους με την ιστορία, προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι η τροφοδοσία των μεταβαλλόμενων, κομματικών αφηγήσεων που αναζητούν στις ερμηνείες του Δεκέμβρη τις σύγχρονες τακτικές τους επιλογές. Ο ρόλος του ιστορικού είναι διαφορετικός: να αναδεικνύει τα νήματα που συνδέουν τις ιστορικές εμπειρίες με τη νοηματοδότηση του παρόντος και να επιμένει στο απρόβλεπτο της ιστορικής εξέλιξης ενάντια στα προκατασκευασμένα σχήματα και τις ευκολίες των μυθοποιητικών αφηγήσεων. Κατά συνέπεια ούτε νεκροζώντανος Δεκέμβρης στην υπηρεσία του παρόντος, ούτε μούμια στο μαυσωλείο της Επανάστασης, αλλά ένα καθοριστικό επεισόδιο στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου και στη διαμόρφωση της σύγχρονης ιστορικής συνείδησης.
Κωστής Κορνέτης: Η κρίση έχει αναταράξει για τα καλά το αξιακό σύστημα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και τις σιγουριές της. Βλέπουμε διαδοχικές αξιακές αναπλαισιώσεις του παρόντος, με αποτέλεσμα ιστορικές στιγμές να βιώνουν «afterlives». Το είχαμε βιώσει έντονα στα γεγονότα του 2008 σε σχέση με τη Βάρκιζα. Το είδαμε να συμβαίνει στις πρόσφατες παρελάσεις με τις αναφορές στην Κατοχή, την πείνα και τον φασισμό, ως ιστορικές αναλογίες της σημερινής κατάστασης. Το είδαμε στις πλατείες το 2011 σε σχέση με τη χούντα και το αυταρχικό παρελθόν. Είναι σαφές πως αντί για τακτοποίηση και ταφή του παρελθόντος έχουμε το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο. Όπως έχει γράψει ο γνωστός Γάλλος ιστορικός «το καθήκον της ενθύμησης καθιστά τον καθένα ιστορικό» – και αυτό ακριβώς γίνεται μέσα από τα κινήματα και τη δημόσια ιστορία. Στην παρούσα συγκυρία ο ιστορικός οφείλει να καταγράψει τις χρήσεις και τις επαναχρήσεις αυτού του παρελθόντος και την τεράστια ανάγκη για ταύτιση με σημαντικές ιστορικές στιγμές. Είναι σημαντικό πάραυτα να τονίζει τη σημειολογική και την πραγματική απόσταση ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Η ιστορικοποίηση αυτής ακριβώς της απόστασης αποτελεί το διακύβευμα για την ιστορική έρευνα που ασχολείται με το ερευνητικό πεδίο της λεγόμενης ιστορίας του παρόντος χρόνου.
Δημήτρης Κουσουρής: Η επίμονη μνήμη του Δεκέμβρη αποτυπώνει μεν την αναβίωση μιας μνήμης επαναστατικής και διχαστικής που είχε παραμείνει απωθημένη για δεκαετίες· είναι όμως παράλληλα και σύμπτωμα μιας κοινωνίας κορεσμένης από ιστορία που αναζητάει απεγνωσμένα μνημονικούς τόπους και ιστορικές αναλογίες για να αντισταθμίσει την κινούμενη άμμο του παρόντος και την προϊούσα αποσύνθεση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων. Τούτο έχει συχνά ως αποτέλεσμα το παρελθόν να προβάλλεται μηχανιστικά στο παρόν και τελικά να λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Για να χρησιμοποιήσω ξανά ένα χωρίο από τη «18η Μπρυμαίρ», κινδυνεύουμε ένας ολόκληρος λαός να γυρίσει ξανά σε μια πεθαμένη εποχή, όπου «για να μην είναι δυνατή καμιά αυταπάτη για αλλαγή παρουσιάζονται ξανά τα παλιά δεδομένα, οι παλιές χρονολογίες, τα παλιά ονόματα, τα παλιά διατάγματα […] καθώς και οι παλιοί χαφιέδες που από πολύ καιρό φαίνονταν να έχουν χαθεί».1
Από αυτή τη σκοπιά, όσο και αν τούτο φαίνεται παράδοξο, δουλειά των ιστορικών σήμερα είναι να συμβάλουν στη χειραφέτηση του παρόντος από τα φαντάσματα του παρελθόντος, στην απελευθέρωση της ιστορικής φαντασίας των σύγχρονων κοινωνικών υποκειμένων από τα δεσμά της παράδοσης. Να εξασκήσουν την κοινωνία μας να διαβάζει το ιστορικό παρελθόν με βάση τα ερωτήματα του παρόντος και όχι αντίστροφα. Αποκαθιστώντας κάθε φορά την απόσταση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, αποκαθιστούμε τη δυνατότητα των ανθρώπων να κάνουν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, του τότε και του σήμερα, και να αποφεύγουν τις παγίδες που ελλοχεύουν στις χρήσεις της ιστορίας ως αποθέματος ιδεολογικών και πολιτικών ταυτοτήτων. Όλα αυτά αποτελούν επείγοντα καθήκοντα αν θέλουμε το παρελθόν να πάψει να αποτελεί την πιο βολική υπεκφυγή στα επιτακτικά ερωτήματα που μας θέτει η πραγματικότητα.
Πηγή: http://www.chronosmag.eu/index.php/e-s-p-e.html