Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Αντόνιο Γκράμσι: Μισώ την πρωτοχρονιά




Μετάφραση: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης

Θέλω κάθε πρωινό νά 'ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος.
Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.
Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας -αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας. Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή. Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα εκτυφλωτικού φωτός.
Γι΄ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά 'ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.

Δημοσιεύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1916, στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! (όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας), στην στήλη που διατηρούσε ο Γκράμσι με τίτλο «Sotto la Mole» («Κάτω από το Mole», το ψηλότερο κτίριο του Τορίνο, αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία). Μεταφράστηκε από τον Πέτρο-Ιωσήφ Στανγκανέλλη και δημοσιεύθηκε την Πρωτοχρονιά του 2014 στο red.notebook.gr

Πηγή: controlacrisi.org

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ποια είναι η παρακαταθήκη του 2017;



Λίγες μέρες έμειναν για να φύγει ένα ακόμη έτος πολιτικής, κοινωνικής κι οικονομικής κρίσης. Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια δεν θεωρείται φτωχότερο από εξελίξεις κι εντάσεις, αλλά σίγουρα υπήρξε ύποπτα ήρεμο, κάτι το οποίο μου δημιουργεί αρκετούς προβληματισμούς για το τι μας περιμένει στο νέο έτος. 
Γιατί όμως κρατάω μία τόσο πεσιμιστική τάση απέναντι στα τεκταινόμενα;
Κυρίως λόγω της εδραίωσης της ακροδεξιάς πολιτικής στην Γηραιά Ήπειρο, η οποία επισφραγίστηκε πριν από λίγες μέρες με την πρώτη επίσημη ακροδεξιά κυβέρνηση σε ευρωπαϊκή χώρα, την Αυστρία.
Κι αν κάποιοι νομίζουν πως το πρόβλημα αυτού του φαινομένου περιορίζεται μόνο στις χώρες που το υιοθετούν, κάνουν μεγάλο λάθος. Για να το αποδείξω αυτό θα φέρω για παράδειγμα μία από τις πρώτες αποφάσεις της ακροδεξιάς κυβέρνησης της Αυστρίας, η οποία υποσχέθηκε αυστριακή υπηκοότητα στους γερμανόφωνους κατοίκους του Νότιου Τιρόλο. Φυσικά ο όρος Νότιο Τιρόλο δεν υφίσταται καθώς οι Αυστριακοί αναφέρονται στην αυτόνομη περιφέρεια της βορειοανατολικής Ιταλίας Τρεντίνο-Άνω Αδίγη, η οποία προσαρτήθηκε στους Ιταλούς μετά τη διάλυση της Αυστροουγγρική Αυτοκρατορίας με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως διαπιστώνουμε δεν είναι μόνο ο Τούρκος πρόεδρος που έχει βλέψεις προς το Αιγαίο και τη Θράκη αλλά κι Ευρωπαίοι εταίροι μεταξύ τους.
Φυσικά αυτό το φαινόμενο δεν εμφανίστηκε εν μία νυκτί, καθώς η πολιτική λιτότητας των Βρυξελλών, του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης, κλωσούσε το αυγό του φιδιού από το 2008. Το αυγό τελικά έσκασε και πολλά φασιστικά φιδάκια ξεχύθηκαν κι έπιασαν φωλιές σε διάφορες γωνιές της Ευρώπης. Κάποια αιματοκύλισαν μία χώρα, την Ουκρανία και κάποια άλλα έγιναν η επίσημη ακροδεξιά φωνή της Γερμανίας στην Ευρώπη, αναφέρομαι στις χώρες του Βίσεγκραντ στις οποίες πλέον προστίθεται κι η Αυστρία.
Κι ενώ η ακροδεξιά πολιτική εδραιώνεται στην Ευρώπη, οι πυλώνες της Ε.Ε. κλονίζονται επικίνδυνα καθώς το 2018 θα βρει μία Γαλλία που έχει κάνει μία απότομη στροφή στον νεοφιλελευθερισμό και μία Γερμανία ακυβέρνητη εξαιτίας της πολιτικής που ακολούθησε μέχρι σήμερα, ενώ την ίδια στιγμή η Αγγλία περνάει επιτυχώς το πρώτος στάδιο του διαζυγίου της με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τους κραδασμούς της Ευρώπης, τις απειλές της Τουρκίας και το κάλεσμα για νέα ιντιφάντα στην Παλαιστίνη, ήρθε ο καιρός να αναλογιστούμε ποια στροφή πήραμε λάθος προτού πέσουμε σ’ ένα γκρεμό που αρχίζει πλέον να γίνεται ορατός.
Στο ερώτημα αν υπάρχει κάποια διέξοδος σ’ αυτήν την κατάσταση θα επέλεγα την κοινή μας μνήμη, την απόκρυφη ιστορία μας κι όπως συμβουλεύει ένα αγαπημένο άσμα στο να ακούσω έναν ποιητή.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Το παρόν που τρέφει τον φασισμό



της Νάντια Ουρμπινάτι
Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά

Ο φασισμός ποτέ δεν πέθανε. Σε μια ατομοκεντρική κοινωνία αντιπροσωπεύει την ανάγκη για συλλογική και ιεραρχική βεβαιότητα. Η αναστήλωση των πεπερασμένων συμβόλων δεν υποδηλώνει αφ' εαυτής μια επιστροφή στο παρελθόν, γιατί δεν πρόκειται περί αυτού. Η σκιά του φασισμού απλώνεται πάνω στη δημοκρατία, ακόμα και όταν, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, είναι γέννημα ενός αντιφασιστικού αγώνα. Η αιτία αυτής της ανθεκτικότητας δεν μπορεί να αποδοθεί, απλουστεύοντας, στη διαπίστωση ότι δεν είναι στέρεοι οι δεσμοί, η παιδεία και η κουλτούρα που κάνει αναφορά στα δικαιώματα. Το αντίθετο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Δηλαδή, ότι η επικράτηση της κουλτούρας των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η φιλελεύθερη αντίληψη, σε συνδυασμό με την έλλειψη συλλογικοτήτων αναφοράς -ικανών να απαλύνουν την ατομική μοναξιά- είναι η αιτία ενδυνάμωσης της επιταγής για κοινωνική ταυτότητα. Μια ανάγκη που εκφράζεται εν μέρει μέσα από τη φασιστική αντίληψη, δεδομένου ότι για τους πολλούς ο φασισμός δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τη βία και την έλλειψη ανοχής για το διαφορετικό (παρ' ότι αυτά είναι τα πιο εμφανή και ανησυχητικά χαρακτηριστικά).
Ο φασισμός ανακάμπτει στην καπιταλιστική δημοκρατική Δύση. Η αναζωπύρωση της ξενοφοβίας και του εθνικισμού (την οποία οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης ονύχων επιμένουν να τη χαρακτηρίζουν ως «λαϊκισμό») σηματοδοτούν μια λανθασμένη απάντηση, στην εκτράχυνση ενός κοινωνικού συστήματος που λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο εάν και εφόσον υφίσταται ένα δίκτυο μηχανισμών κοινωνικής αναφοράς ικανών να αφομοιώνουν τις εντάσεις που συνεπάγεται ο ατομικισμός, το είδωλο του οποίου λατρεύουν μόνο όσοι δεν είναι χειρώνακτες. Εν τη απουσία πλέγματος κοινωνικών δικαιωμάτων, η καλλιέργεια των ατομικών δικαιωμάτων μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Η γένεση της μεταπολεμικής δημοκρατίας εμπεριείχε την ελπίδα να περιλάβει τους εργαζόμενους και προσέκρουσε στο οχυρό του οικονομικού κατεστημένου το οποίο δεν ήθελε να περιορίσει την έφεσή του στη συσσώρευση, αναγνωρίζοντας ένα πλέγμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Η μεταπολεμική δημοκρατία γεννήθηκε στα ερείπια του παγκόσμιου πολέμου, όχι όμως και στα συντρίμμια μιας συλλογικής ηθικής [...].
Με την επικράτηση των ατομικών δικαιωμάτων, οι συλλογικότητες απογυμνώθηκαν από κάθε περιεχόμενο, παραμένοντας έκφραση μιας ηθικής εξέλιξης, ανεπαρκείς όμως να διασφαλίσουν την υπαρξιακή ευδαιμονία. Τα δικαιώματα είναι δαπανηρά, όχι μόνο για το κράτος, που είναι επιφορτισμένο με τη διασφάλισή τους, αλλά και για τους δικαιούχους. Ένα δικαίωμα είναι ένας μανδύας μοναχικότητας, που προσδιορίζει τη σχέση ελευθερίας ενός ατόμου σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους και την ίδια την κοινωνία.
Η απουσία δομημένων κοινωνικών σχέσεων, χωρίς τους ενδιάμεσους κοινωνικούς πυρήνες, οικογένεια - τοπική πρόνοια, είναι συνώνυμο μιας κοπιώδους ελευθερίας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φιλελεύθεροι σοσιαλιστές ποτέ δεν διαχώρισαν την ελευθερία από την κοινωνική δικαιοσύνη: την ηθική διάσταση που τη συνδέει εκ νέου με τα ατομικά δικαιώματα.
Δεν επιδιώκεται η δικαιολόγηση της αναγέννησης του φασισμού και της ανάδειξης των συμβόλων του παρελθόντος. Ισχυριζόμαστε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι αυτό το οποίο εμφανίζεται σαν μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν, συνιστά ένα σύγχρονο φαινόμενο, που απορρέει από τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες.
Είναι τρεις οι τομείς όπου αυτά είναι εμφανή· μόνο ένας μύωπας δεν θα τα έβλεπε. Ο πρώτος αφορά την παρακμή της νομιμοποίησης της πολιτικής, η οποία έχει χάσει κάθε ηθικό έρεισμα καθώς και εκείνο της προσφοράς και έγινε -τόσο για τη Δεξιά αλλά και την Αριστερά- ένα παιχνίδι προσωπικοτήτων, με τα κόμματα να συντάσσουν καρτέλ για την κατοχύρωση ηγεσιών και την προβολή νέων υποψήφιων, επιδιώκοντας την αποδοχή τους με ρητορικά τεχνάσματα, ενώ παράλληλα αποκλείουν την εμπλοκή των πολιτών στα κοινά - η εκπροσώπηση μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα αξίωμα.
Ένας άλλος τομέας αφορά στη αποδυνάμωση των κοινωνικών φορέων στήριξης [...] Ο τρίτος χώρος είναι ο ευρύτερη κοινωνία, ο κόσμος που καταδυναστεύεται από την υπαρξιακή μοναξιά, η οποία συνδέεται με την αποδόμηση της κοινωνικής ζωής.
Με άλλα λόγια, η εξατομίκευση του υποκείμενου, η μοναξιά των ατόμων, η επιδιωκόμενη μοναξιά αυτών που, όπως λέει ο Ούρλιχ Μπεκ, οραματίζονται ότι μπορεί να δώσουν "λύσεις βιογραφικές στις συστημικές αντιφάσεις" συνιστούν τον υπ’ αριθμό ένα κίνδυνο σε αυτή την συντεταγμένη οριζόντια κοινωνία. Αποτέλεσμα, και αυτό είναι εμφανές παρακολουθώντας τα κοινωνικά δίκτυα και ακούγοντας τους πολιτικούς μας, να διαπιστώνεται η απίσχνανση κάθε σχέσης με την Ιστορία, με τη μνήμη, τη γνώση όλων όσα άφησαν οι γενιές που προηγήθηκαν, ως εάν να είναι εφικτό το μέλλον να καταστεί αυτοφυές.

Απόσπασμα άρθρου της συγγραφέα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica», 12.7.2017
Πηγή: Αυγή

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Στην αμφίρροπη μάχη των σημαιών



του Στέλιου Κούλογλου

"Ένα είναι σίγουρο. Αυτή τη φορά δεν θα προχωρήσουμε σε άμεση ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ακόμη και αν κερδίσουμε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο", λέει χαμογελώντας ένα από τα στελέχη του κινήματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. «Βγάλαμε τα συμπεράσματα μας από το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου και όσα επακολούθησαν».
Η προεκλογική μάχη για τις σημερινές εκλογές στη Καταλονία, είναι από τις πιο σουρεαλιστικές στη παγκόσμια ιστορία: ο καθαιρεθείς από την Μαδρίτη πρόεδρος Πουτζδεμόν διεκδικεί την επανεκλογή του αυτοεξόριστος στις Βρυξέλλες, ενώ ο Οριόλ Χουνκέρας, επικεφαλής του κεντροαριστερού κόμματος Καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, είναι στη φυλακή μαζί με ορισμένα ακόμη στελέχη του απερχόμενου κυβερνητικού στρατόπεδου.
Παρόλα αυτά είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα: στις διαφημίσεις του μετρό φιγουράρουν αφίσες με τη φωτογραφία του Πουτζδεμόν και σύνθημα «είναι ο πρόεδρος μας», τα debate και οι προεκλογικές συγκεντρώσεις έγιναν κανονικά, μια από αυτές έγινε μάλιστα έξω από τη φυλακή της Μαδρίτης όπου κρατούνται τα καταλανικά στελέχη που αντιμετωπίζουν κατηγορίες για στάση και απόσχιση.
Αν δεν υπήρχαν οι κωμικοτραγικές αποφάσεις της αστυνομίας, που απαγορεύει την συμμετοχή στις συγκεντρώσεις πολιτών με κίτρινα (το καταλανικό χρώμα-σύμβολο), όλα στη Βαρκελώνη θα θύμιζαν αδιάφορες εκλογές σε ένα καντόνι της Ελβετίας.
Στη πραγματικότητα, πρόκειται για μια υπόκωφη αλλά σκληρή, ιστορικών διαστάσεων, αναμέτρηση, από τα αποτέλεσμα της οποίας θα εξαρτηθεί η πορεία όχι μόνο της Καταλονίας αλλά επίσης της Ισπανίας, όπου η οικονομία έχει πληγεί με τα όσα μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα, καθώς και η σταθερότητα της ΕΕ. Η καταλανική κοινωνία είναι διαιρεμένη στα δύο, μακρόχρονες φιλίες έχουν καταρρεύσει και οικογένειες έχουν διαιρεθεί, λόγω της συμμετοχής στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
Ο μαγικός αριθμός είναι 68, οι έδρες που απαιτούνται ώστε το ένα από τα δύο να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Τα τρία κόμματα που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας, είναι το συντηρητικό του Πουτζδεμόν, η κεντροαριστερή Καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά και το ακροαριστερό CUP (Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας). Αν κερδίσουν 68 η περισσότερες έδρες στη Βουλή(σε αυτήν που διέλυσε η Μαδρίτη είχαν 72) θα θεωρήσουν το αποτέλεσμα ως επιβεβαίωση της θέλησης των πολιτών να προχωρήσουν προς την ανεξαρτησία.
Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια μάχη σώμα με σώμα με το φιλο-Μαδριλένικο στρατόπεδο, όπου οι Cuidadanos κυριαρχούν. Άλλοτε κόμμα του κέντρου, που ξεπήδησε όπως το ελληνικό Ποτάμι με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009-10, οι Cuidadanos, πρόσφατα κατηγορήθηκαν ότι χρηματοδοτήθηκαν από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες για να αντισταθμίσουν την άνοδο των αριστερών Podemos. Σήμερα έχουν πάρει όλα τα χαρακτηριστικά του « ακραίου κέντρου », υιοθετώντας, ιδίως στο καταλανικό ζήτημα, πιο δεξιές θέσεις και από αυτές του Λαϊκού Κόμματος, του πρωθυπουργού Μ Ραχόι.
Το Λαϊκό Κόμμα έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα συγκεντρώσει το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του σε καταλανικές εκλογές, ενώ αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και το τοπικό Σοσιαλιστικό Κόμμα που στήριξε, με μικρές επιφυλάξεις, όλες τις σκληρές επιλογές του Ραχόι. Από αυτό που δεν έχει παραιτηθεί το κόμμα του τελευταίου είναι οι συνεχείς προβοκάτσιες: μετά τις απαράδεκτες δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου του κόμματος, ότι δηλαδή ο Πουτζδεμόν θα έχει τη τύχη του Καμπάνς, του προέδρου της Καταλονίας που εκτέλεσε ο δικτάτορας Φράνκο το 1940, ένα ακόμη στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος και πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, δήλωσε τις προάλλες ότι η Καταλονία θα «απολυμανθεί».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες τις άγριας-ευτυχώς λεκτικής προς το παρόν- πόλωσης, λίγο ακούγονται οι μετριοπαθείς φωνές που ζητούν την μεταρρύθμιση της Μαδριλενό-κεντρικής Ισπανίας. Στη προχθεσινή προεκλογική συγκέντρωση (φωτό) των Καταλανών Podemos (Podem en Comun) δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό οι επιθέσεις και οι ειρωνείες για τις μάχες των σημαιών», που κρύβουν τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, τις πολιτικές λιτότητας και τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς στα οποία εμπλέκονται οι δεξιές κυβερνήσεις τόσο της Μαδρίτης όσο και της Βαρκελώνης. Οι τοπικοί Podemos (οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν κάτω από 10%) ελπίζουν ότι κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν θα αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία, αποτέλεσμα που θα τους δώσει τον ρόλο του ρυθμιστή και θα προωθήσει τη θέση τους εναντίον της απόσχισης, αλλά υπέρ του δικαιώματος των Καταλανών να αποφασίσουν για το μέλλον τους με ένα δημοψήφισμα.
Αν το στρατόπεδο των Cuidadanos εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία, οι οπαδοί της ανεξαρτησίας θα κάνουν καιρό να συνέλθουν. Αλλά ακόμη και αν ο Πουτζδεμόν και οι σύμμαχοι του κερδίσουν τις 68 έδρες, το πάθημα από την τυφλή σύγκρουση με έναν ισχυρότερο αντίπαλο έχει γίνει μάθημα: «όλα θα γίνουν σταδιακά», εξομολογείται το στέλεχος της αντιπολίτευσης. «Θα προωθήσουμε τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, όπως στη Σκώτια, η κοινωνία είναι πολύ διχασμένη για να προχωρήσουμε μόνοι».

Πηγή: tvxs.gr

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Θεωρίες συνωμοσίας



του Θανάση Γιαλκέτση

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ιταλία το βιβλίο του Ουμπέρτο Εκο «Sulle spalle dei giganti, που συγκεντρώνει κείμενα που έγραψε και ομιλίες που εκφώνησε στα χρόνια 2001 έως 2015. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο αυτό και γράφτηκε το 2015, ένα χρόνο πριν από τον θάνατο του Εκο.

Καθώς κλήθηκα να παρέμβω για το θέμα της ιδεοληψίας ή των εμμονών, σκέφτηκα ότι μία από τις έμμονες ιδέες των καιρών μας είναι σίγουρα εκείνη των συνωμοσιών. Θα αρκούσε μια σύντομη πλοήγηση στο Διαδίκτυο για να ανακαλύψουμε πόσες συνωμοσίες (πρόδηλα ψεύτικες) καταγγέλλονται. Η έμμονη ιδέα της συνωμοσίας όμως δεν αφορά μόνο τον καιρό μας αλλά και τους παρελθόντες καιρούς.
Το ότι υπάρχουν και υπήρξαν στην Ιστορία συνωμοσίες μού φαίνεται προφανές, από εκείνη για τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα ώς τη συνωμοσία της πυρίτιδας (1605), από το διαβολικό εκρηκτικό μηχάνημα του Ζορζ Καντουντάλ ώς τις σύγχρονες χρηματιστηριακές συνωμοσίες για να ανέβει η τιμή των μετοχών ορισμένων εταιρειών.
Το χαρακτηριστικό όμως των πραγματικών συνωμοσιών είναι το ότι αποκαλύπτονται αμέσως, είτε έχουν επιτυχία (βλέπε Ιούλιο Καίσαρα) είτε αποτυγχάνουν (βλέπε τη συνωμοσία του Ορσίνι για τη δολοφονία του Ναπολέοντα Γ’).
Οι πραγματικές συνωμοσίες επομένως δεν είναι μυστηριώδεις και δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Μας ενδιαφέρει, αντίθετα, το φαινόμενο του συνδρόμου της συνωμοσίας και της φανταστικής επινόησης συνωμοσιών, από τις οποίες κατακλύζεται το Διαδίκτυο και οι οποίες παραμένουν μυστηριώδεις και ανεξερεύνητες, επειδή έχουν το ίδιο χαρακτηριστικό με το μυστικό σύμφωνα με τον Ζίμελ: το μυστικό είναι τόσο πιο ισχυρό και σαγηνευτικό όσο περισσότερο κενό είναι.
Ας έρθουμε στην κύρια συνωμοσία με την οποία ασχολούνται τόσοι ιστότοποι στο Διαδίκτυο, εκείνη της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι θεωρίες που κυκλοφορούν είναι πολλές.
Υπάρχουν εκείνες οι ακραίες (που βρίσκονται σε ιστότοπους Αράβων φονταμενταλιστών ή νεοναζιστών), σύμφωνα με τις οποίες η συνωμοσία οργανώθηκε από τους Εβραίους, καθώς όλοι οι Εβραίοι που εργάζονταν σε αυτούς τους δύο ουρανοξύστες είχαν ενημερωθεί να μην πάνε στη δουλειά τους εκείνη τη μέρα. Η είδηση που διαδόθηκε από τον «Αλ-Μανάρ», έναν λιβανέζικο τηλεοπτικό σταθμό, ήταν πρόδηλα ψευδής.
Στην πραγματικότητα, στην πυρκαγιά πέθαναν τουλάχιστον διακόσιοι πολίτες με ισραηλινό διαβατήριο, μαζί με πολλές άλλες εκατοντάδες Αμερικανοεβραίους. Υπάρχουν έπειτα οι αντι-Μπους θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η επίθεση οργανώθηκε από τον Μπους για να έχει ένα πρόσχημα, προκειμένου να μπορέσει έπειτα να εισβάλει στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Υπάρχουν εκείνες που αποδίδουν το γεγονός σε διάφορες, λιγότερο ή περισσότερο, διαβρωμένες αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Υπάρχει η θεωρία ότι η συνωμοσία οργανώθηκε μεν από Αραβες φονταμενταλιστές, αλλά η αμερικανική κυβέρνηση τη γνώριζε λεπτομερειακά από πριν και την άφησε να εξελιχθεί, ακριβώς για να έχει έπειτα το πρόσχημα να επιτεθεί στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. […]
Επικαλούμαι μόνο την απόδειξη που θα όριζα ως «απόδειξη της σιωπής». Ενα μοντέλο απόδειξης της σιωπής θα χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, εναντίον εκείνων που υπαινίσσονται ότι η αμερικανική αποβίβαση στη Σελήνη ήταν μια τηλεοπτική απάτη. Αν το αμερικανικό διαστημόπλοιο δεν είχε φτάσει στη Σελήνη, υπήρχε εκείνος που μπορούσε να ελέγξει το θέμα και είχε συμφέρον να το πει: ήταν οι Σοβιετικοί. Αφού οι Σοβιετικοί παρέμειναν σιωπηλοί, ιδού η απόδειξη ότι οι Αμερικανοί έφτασαν πράγματι στη Σελήνη. Τελεία και παύλα.
Σε ό,τι αφορά συνωμοσίες και μυστικά, η εμπειρία (ακόμη και η ιστορική εμπειρία) μας λέει ότι αν υπάρχει ένα μυστικό, ακόμη και αν είναι γνωστό σε ένα μόνο πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο, ακόμη και στο κρεβάτι με την ερωμένη του, αργά ή γρήγορα θα το αποκαλύψει.
Αν υπάρχει ένα μυστικό, θα υπάρχει πάντα και ένα κατάλληλο ποσό, με την παραλαβή του οποίου κάποιος θα είναι έτοιμος να το αποκαλύψει (αρκούσαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στερλίνες ως συγγραφικά δικαιώματα, για να πείσουν έναν αξιωματικό του αγγλικού στρατού να αφηγηθεί όλα όσα έκανε στο κρεβάτι με την πριγκίπισσα Νταϊάνα και, αν τα είχε κάνει με την πεθερά της πριγκίπισσας, θα αρκούσε ο διπλασιασμός του ποσού, ώστε ένας τέτοιος τζέντλεμαν να τα είχε επίσης αφηγηθεί όλα).
Τώρα, για να οργανωθεί μια απατηλή επίθεση στους Δίδυμους Πύργους (για να τους ναρκοθετήσουν, για να ειδοποιήσουν τις αεροπορικές δυνάμεις να μην παρέμβουν, για να κρύψουν ενοχλητικές αποδείξεις κ.ο.κ.), θα χρειαζόταν η συνεργασία, αν όχι χιλιάδων, εκατοντάδων προσώπων.
Τα πρόσωπα που χρησιμοποιούνται για τέτοια εγχειρήματα συνήθως δεν είναι ποτέ τζέντλεμεν και είναι αδύνατον τουλάχιστον ένα από αυτά να μην είχε μιλήσει για ένα κατάλληλο ποσό. Με δυο λόγια, σε αυτήν την ιστορία λείπει το Βαθύ Λαρύγγι. […] Γιατί οι ανοησίες έχουν επιτυχία; Γιατί υπόσχονται μια γνώση που δεν δίνεται στους άλλους.
Στο βιβλίο του Richard Hofstadter «The Paranoid Style in American Politics» (1964), λέγεται ότι η προτίμηση για τις συνωμοσίες πρέπει να ερμηνευτεί με την εφαρμογή των εννοιών της Ψυχιατρικής στην κοινωνική σκέψη. Πρόκειται για δύο φαινόμενα παράνοιας. Μόνο που ο ψυχιατρικά παρανοϊκός βλέπει τον κόσμο ολόκληρο να συνωμοτεί εναντίον του, ενώ ο κοινωνικά παρανοϊκός θεωρεί ότι η δίωξη από μέρους σκοτεινών δυνάμεων στρέφεται εναντίον της ομάδας του, του έθνους του, της θρησκείας του.
Ο κοινωνικά παρανοϊκός είναι, θα έλεγα, πιο επικίνδυνος από τον ψυχιατρικά παρανοϊκό, επειδή βλέπει τις έμμονες ιδέες του να τις συμμερίζονται και άλλα εκατομμύρια πρόσωπα και έχει την εντύπωση ότι δρα ανιδιοτελώς εναντίον της συνωμοσίας. Το ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από συνωμότες θα μπορούσε να μας αφήνει αδιάφορους.
Αν κάποιος θεωρεί ότι οι Αμερικανοί δεν έφτασαν στη Σελήνη, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν. Το 2013, οι Daniel Jolley και Karen Douglas, σε ένα άρθρο τους με τίτλο «Οι κοινωνικές συνέπειες της συνωμοσιολογίας», συμπέραιναν ότι «η έκθεση σε πληροφορίες που ευνοούν τη θεωρία της συνωμοσίας μειώνει την πρόθεση στράτευσης στην πολιτική σε σχέση με όσους είναι εκτεθειμένοι σε πληροφορίες που αμφισβητούν τις θεωρίες συνωμοσίας».
Πράγματι, αν είμαστε πεισμένοι ότι η Ιστορία του κόσμου κατευθύνεται από μυστικές οργανώσεις –είτε είναι οι Illuminati είτε η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ- που εγκαθιδρύουν μια νέα παγκόσμια τάξη, τότε τι μπορώ να κάνω εγώ; Συνθηκολογώ και βράζω στο ζουμί μου. Γι’ αυτό κάθε θεωρία συνωμοσίας κατευθύνει τη δημόσια φαντασία προς ανύπαρκτους κινδύνους, αποσπώντας την από τις πραγματικές απειλές.
Οπως κάποτε υπέδειξε ο Τσόμσκι, αυτός που αντλεί το μεγαλύτερο όφελος από τις φαντασιοκοπίες για μιαν υποτιθέμενη συνωμοσία είναι ακριβώς οι θεσμοί που η θεωρία συνωμοσίας ήθελε να πλήξει.
Πράγμα που σημαίνει ότι, με το να φανταζόμαστε ότι ο Μπους έριξε τους Δίδυμους Πύργους για να δικαιολογήσει την επέμβαση στο Ιράκ, κινούμαστε μέσα σε διάφορες ψευδαισθήσεις και παύουμε να αναλύουμε τις τεχνικές και τους αληθινούς λόγους για τους οποίους ο Μπους παρενέβη στο Ιράκ και την επιρροή που άσκησε πάνω του η πολιτική των νεοσυντηρητικών. […]

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Μια κριτική ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων



του Κώστα Δουζίνα

Μετά από τη Νυρεμβέργη, η ανθρωπότητα χωρίστηκε για πάντα σε τρεις ρόλους: θύματα, θύτες και σωτήρες. Οι θύτες και τα θύματα προέρχονται από τα «σκοτεινά» μέρη του κόσμου, ενώ οι σωτήρες τους από τη Δύση. Ακόμη και σήμερα η γλώσσα των δικαιωμάτων δεν αφορά μόνο συνθήκες και συντάγματα. Είναι σύνθημα και πρόσκληση σε αγώνα προς αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης.
Μετά το 1989 τα ανθρώπινα δικαιώματα (ΑΔ) έγιναν η ιδεολογία μετά «το τέλος των ιδεολογιών», η τελευταία «ουτοπία» σε έναν κόσμο χωρίς αξίες. Παρά τις ρητορικές εξάρσεις όμως, η μεταχείριση των προσφύγων, των μειονοτήτων και των φτωχών, η μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης και οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι, δείχνουν ότι ο «θρίαμβός» τους συμπίπτει με τις μεγαλύτερες παραβιάσεις τους, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, της μεταδημοκρατικής συνθήκης και της αντικατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης από το νεοφιλελευθερισμό. Οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές τους επαναλαμβάνουν μερικές ανακουφιστικές κοινοτοπίες, ζητώντας μας να μη το ψάχνουμε πολύ, αλλά να συστρατευτούμε, να «σώσουμε» τον κόσμο. Έχουμε συμβάσεις και νόμους, επιτροπές και δικαστήρια. Τι χρειαζόμαστε την κριτική και πολιτική σκέψη; Αυτό το άρθρο επιδιώκει να ξεκινήσει μια συζήτηση για έναν από τους πιο σημαντικούς θεσμούς της εποχής, που υποφέρει στα χέρια φανατικών εχθρών και άσπονδων φίλων. [1]

Η ηθική στον προνεωτερικό κόσμο

Τα ΑΔ είναι δημιούργημα του 20ού αιώνα, αλλά η θεωρητική τους καταγωγή ανάγεται στο αρχαιοελληνικό φυσικό δίκαιο. Στον προνεωτερικό κόσμο έμψυχα και τα άψυχα όντα έχουν μια μοναδική φύση, η οποία καθορίζει το τέλος ή το σκοπό τους ως μελών του οργανικά δομημένου κόσμου. Ο σκοπός της κληματαριάς είναι να δημιουργεί το γλυκύτερο κρασί, του τσαγκάρη να φτιάξει τα καλύτερα σανδάλια, του στρατιώτη να γίνει ο πιο γενναίος πολεμιστής. Μια πόλη είναι δίκαιη, αν δίνει στους κατοίκους της τη δυνατότητα να φτάσουν την τελειότητα σύμφωνα με τη μοναδική τους φύση και σκοπό. Η επινόηση της ιδέας της «φύσης» επέτρεψε στον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη, στους Σοφιστές και τους Στωικούς, να εξετάσουν τι είναι «δίκαιο και ορθό», σύμφωνα με τη φύση κάθε οντότητας και σχέσης, χρησιμοποιώντας τη λογική ενάντια στην ιερατική και προγονική αυθεντία. Η «φύση» ήταν λοιπόν αρχικά η πιο πολιτισμική και επαναστατική ιδέα. Σήμερα, πολλοί καταφεύγουν στη φράση «είναι φυσικό», όταν δεν έχουν καλά επιχειρήματα.
Μία κοινή αντίληψη για το αγαθό και το ήθος ένωνε τον αρχαιοελληνικό κόσμο, χωρίς αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο ηθικό και το νόμιμο. Ατομικά δικαιώματα δεν υπήρχαν, καθώς η σύγχρονη έννοια του υποκείμενου ήταν άγνωστη. Οι ισχυροί οικογενειακοί και κοινοτικοί δεσμοί δημιουργούσαν καθήκοντα και αρετές. Όπως είχε πει η Χάνα Άρεντ, οι σκλάβοι στην αρχαία Αθήνα ζούσαν καλύτερα από τις απάτριδες μειονότητες του μεσοπολέμου – ή τους πρόσφυγες σήμερα – που θεωρητικά έχουν διάφορα δικαιώματα, αλλά πρακτικά ελάχιστη προστασία.
Αργότερα, οι στωικοί φιλόσοφοι μετέτρεψαν το φυσικό δίκαιο σε έναν οικουμενικό «σπερματικό λόγο» που ενώνει τα πάντα. Όταν το φυσικό δίκαιο πέρασε από τους Έλληνες Στωικούς, που δίδασκαν την «αταραξία», στους Ρωμαίους αυτοκράτορες και νομικούς, βοήθησε στην οικοδόμηση της αυτοκρατορίας. Ο Κικέρωνας μετέτρεψε τον οικουμενικό λόγο και τις «κοινές έννοιες» των Στωικών σε jus gentium, το «αιώνιο και αμετάβλητο» δίκαιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έκτοτε, ο φιλοσοφικός οικουμενισμός οδηγεί, αταλάντευτα, στις διάφορες μορφές του ιμπεριαλισμού.
Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το ορθολογικό φυσικό δίκαιο αντιπαρατέθηκε στις θεολογικές προτεραιότητες, στις οποίες ο Θεός είναι ο παντοδύναμος νομοθέτης. Οι «κοινές έννοιες» των Στωικών και το εκλεπτυσμένο ρωμαϊκό δίκαιο μετατράπηκαν σταδιακά σε ένα σύνολο βιβλικών εντολών. Η νέα μορφή του δοσμένου από το Θεό φυσικού δικαίου ανακηρύχθηκε ανώτερη από το κρατικό δίκαιο και έγινε ισχυρό όπλο στον αγώνα της Εκκλησίας για επικράτηση. Όταν εδραιώθηκε όμως η εκκλησιαστική ανωτερότητα, το φυσικό δίκαιο μετατράπηκε σε μέσο νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Το μεγάλο πλεονέκτημα του φυσικού δικαίου ήταν η ελαστικότητά του και η δύναμη που έδινε στους ερμηνευτές του. Τα ΑΔ έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.
Το 14ο αιώνα, οι «νομιναλιστές» θεολόγοι Γουλιέλμος του Όκαμ και Ντανς Σκότος υποστήριξαν ότι η βούληση του Θεού υπερισχύει της λογικής. Το φυσικό δίκαιο έχει επιβληθεί από το Θεό και Εκείνος μπορεί να το αλλάξει ριζικά. Ο Θεός μπορεί να ορίσει ότι δύο και δύο κάνει πέντε, είπε ο Καρτέσιος, ή ότι η μοιχεία δεν είναι αμαρτία, αλλά αρετή. Οι νομιναλιστές εγκατέλειψαν την κλασική πίστη στην ορθολογικότητα του κόσμου και υποστήριξαν ότι τα άτομα -και όχι οι κοινότητες- είναι οι θεμελιώδεις οντότητες και ότι οι σχέσεις τους είναι εξωτερικές και όχι εμμενείς. Αφηρημένες έννοιες όπως «το δίκαιο» ή «η πόλη» είναι τεχνητά κατασκευάσματα. Αποκτούν υπόσταση επειδή τους έχουμε δώσει όνομα (από δω και ο «νομιναλισμός»), αλλά δεν είναι τίποτα παραπάνω από το σύνολο των στοιχείων που τις απαρτίζουν. Όπως το έθεσε η Μάργκαρετ Θάτσερ (που ήταν μια σύγχρονη νομιναλίστρια), δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οικογένειες. Με τον νομιναλισμό όλες οι κλασικές θεολογικές έννοιες – η παντοδυναμία του Θεού, η απεριόριστη βούληση και νομοθετική του εξουσία, ο καθορισμός της ιστορικής κίνησης – μεταφέρθηκαν στον Κυρίαρχο, το «θνητό Θεό» του Χομπς, και η εσχατολογία έγινε ανθρωπολογία και φιλοσοφία της ιστορίας. Η πολιτική θεολογία αποτελεί την μεταφυσική της Νεωτερικότητας.
Στις σημερινές συζητήσεις μια σημαντική διαμάχη είναι ανάμεσα σε εκείνους που πιστεύουν ότι τα ΑΔ ισχύουν οικουμενικά και στους κοινοτιστές και σχετικιστές που το αρνούνται. Οι σχετικιστές μοιάζουν με τους φιλοσόφους της κλασικής Ελλάδας. Κάθε ηθικός κώδικας αναδύεται οργανικά μέσα από τη κοινωνία και μπορεί να λειτουργήσει μόνο εφόσον ανταποκρίνεται στις αξίες της. Η εξωτερική επιβολή είναι και λαθεμένη και αναποτελεσματική. Αντίθετα, οι οικουμενιστές ακολουθούν το νομιναλισμό: οι καθολικοί νόμοι και αξίες μπορούν και πρέπει να επιβάλλονται απ’ έξω σε κοινωνίες που αντιστέκονται. Εφόσον οι κοινωνικές σχέσεις είναι επιφανειακές και τεχνητές, ακόμα και απρόθυμες κοινωνίες θα πειθαρχήσουν τελικά και θα αποδεχτούν τον οικουμενικό κώδικα. Οι πόλεμοι στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν και το Ιράκ είχαν σαν πρόσχημα την εξαγωγή των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, επαναλαμβάνοντας στην ύστερη Νεωτερικότητα τη νομιναλιστική θεολογική παράδοση. Τα αποτελέσματα τους δείχνουν την ανοησία του οικουμενισμού.

Ατομικά δικαιώματα της Νεωτερικότητας

Η Νεωτερικότητα και ο καπιταλισμός αφαίρεσαν το πνεύμα από τη φύση και μετέτρεψαν την κοινωνία σε άθροισμα ιδιοτελών ατόμων. Το αρμονικό φυσικό δίκαιο διαιρέθηκε στους αμετάβλητους νόμους της φύσης και στο κρατικό δίκαιο που πειθαρχεί και τιμωρεί τους ανθρώπους που δεν είναι πια ενάρετοι. Το «δίκαιο» σύμφωνα με τη φύση μετατράπηκε στα «φυσικά δικαιώματα»: ένα σύνολο από ατομικές εξουσίες και ελευθερίες, που ακολουθούν τη μορφή του περιουσιακού δικαιώματος. Αυτό ήταν το πρώτο δικαίωμα και το πρότυπο για όλα τα υπόλοιπα. Τα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία ή την επιδίωξη της ευτυχίας δημιουργήθηκαν από τις επαναστάσεις, αλλά ανακηρύχθηκαν αιώνια και απόλυτα. Οι φιλόσοφοι παρατηρούσαν τις δραστηριότητες και επιδιώξεις των πρώιμων καπιταλιστών και τις πρόβαλαν ως βασικές ανάγκες και επιθυμίες της ανθρώπινης φύσης, σχεδιάζοντας συντάγματα τα οποία ακολουθούν κάποιο φανταστικό «κοινωνικό συμβόλαιο». Τα ατομικά δικαιώματα έγιναν έτσι τα εργαλεία μέσω των οποίων τα νεωτερικά άτομα, έχοντας χάσει την κοινή αντίληψη για το «αγαθό» και το «ευ ζην», επιδιώκουν ανταγωνιστικά τις ιδιαίτερες επιλογές τους για την ευτυχία.
Οι διακηρύξεις του 18ου αιώνα, αποτέλεσμα επαναστάσεων, περιελάμβαναν και το δικαίωμα στην αντίσταση. Ωστόσο, το ανατρεπτικό δυναμικό του, προφανές για στους θριαμβευτές επαναστάτες, σύντομα ατρόφησε, μαζί με τα φυσικά δικαιώματα. Ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή της κοινωνικής μηχανικής. Τα φυσικά δικαιώματα αντιμετωπίζονταν σαν αντιδραστικά εμπόδια στην πρόοδο. Όπως το έθεσε ο Τζέρεμι Μπένθαμ, τα περί φυσικών δικαιωμάτων είναι «ανοησίες, ανοησίες σε ξυλοπόδαρα» (nonsense on stilts). Ο Ντιρκέμ, ο Μαρξ και ο Βέμπερ κατέρριψαν το μύθο των φυσικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού συμβολαίου, των πρώτων μεγάλων ιδεολογικών κατασκευών. Οι αγώνες για τη χειραφέτηση των σκλάβων, για την ψήφο, τα δικαιώματα των γυναικών, την προστασία της εργασίας και των μειονοτήτων ήταν πολιτικοί, όχι νομικοί. Τα λίγα δικαιώματα ανήκαν στους πολίτες και όχι γενικά στους ανθρώπους. Ήταν εργαλεία για την κοινωνική κινητοποίηση, όχι για δικαστικούς αγώνες. Ακόμη και σήμερα η γλώσσα των δικαιωμάτων δεν αφορά μόνο συνθήκες και συντάγματα. Είναι σύνθημα και πρόσκληση σε αγώνες για την αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης. Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη δικαιωμάτων: τα νομικά δικαιώματα και τα δικαιώματα του «δρόμου». Χωρίς τα δεύτερα, χωρίς δηλαδή την ανυπακοή και την αντίσταση, κανένα από τα νομικά δικαιώματα που θεωρούμε δεδομένα δεν θα είχε γεννηθεί. 
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων είχε απορριφθεί συνολικά. Το φυσικό δίκαιο επανεμφανίστηκε στη Νυρεμβέργη, στις δίκες των ναζί εγκληματιών πολέμου, με τη μορφή των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Το δικαστήριο, έχοντας να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο θετικιστικό επιχείρημα ότι οι κατηγορούμενοι εφάρμοζαν ισχύουσα νομοθεσία, αποφάσισε ότι η συστηματική εξολόθρευση Εβραίων, Ρομά, κομμουνιστών και ομοφυλόφιλων, παραβίαζε το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις αρχές των «πολιτισμένων» εθνών. Η Δύση είχε διαπράξει επανειλημμένα αποτρόπαια εγκλήματα με τη δουλεία, την εξολόθρευση ιθαγενών πληθυσμών και τις αγριότητες των αποικιοκρατών. Τώρα που κάποιοι Ευρωπαίοι εξολόθρευσαν άλλους Ευρωπαίους, η έννοια των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας» μπήκε στο νομικό λεξιλόγιο. Μετά από τη Νυρεμβέργη, η ανθρωπότητα χωρίστηκε για πάντα σε τρεις ρόλους: θύματα, θύτες και σωτήρες. Οι θύτες και τα θύματα προέρχονται από τα «σκοτεινά» μέρη του κόσμου, ενώ οι σωτήρες τους από τη Δύση.

Είναι οικουμενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Η Οικουμενική Διακήρυξη του 1948 αποτέλεσε δημιούργημα της σύντομης ανακωχής μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης μετά το τέλος του πολέμου. Περιλαμβάνει μακρύ κατάλογο οικονομικών και συλλογικών δικαιωμάτων που έκανε τον Πρόεδρο Ρήγκαν να την ονομάσει «γράμμα στον Αη Βασίλη». Αλλά με την αρχή του Ψυχρού Πολέμου, τα δικαιώματα έγιναν ιδεολογικό όπλο της Δύσης. H Συνθήκη της Γενεύης ίσχυε μόνο για πρόσφυγες από την Ευρώπη (επεκτάθηκε στην υφήλιο μόλις το 1967) και χρησιμοποιήθηκε για να προστατεύσει τους αντιφρονούντες από τα νεοσύστατα κομμουνιστικά καθεστώτα. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1951 ήταν προσπάθεια της απονομιμοποιημένης Ευρωπαϊκής δεξιάς να αποκτήσει ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στο Δεύτερο και τον Τρίτο κόσμο. Δεν περιελάμβανε κανένα οικονομικό δικαίωμα, εκτός από την ιδιοκτησία, και είναι γεμάτη ψυχροπολεμικές προβλέψεις περί κατάστασης ανάγκης.
Ο ιστορικός Σάμιουελ Μόιν έχει δείξει στο βιβλίο του «Η τελευταία ουτοπία» [2] ότι τα ΑΔ απέκτησαν τη σημερινή σημασία τους μόλις στη δεκαετία του 1970. Οι αγώνες για την αποαποικιοποίηση, το 1950 και 1960, δεν χρησιμοποίησαν τη γλώσσα των δικαιωμάτων. Ο Γκάντι, ο Φανόν, ο Σεζέρ και ο Νκρούμα τα θεωρούσαν σαν μια προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει μια νομική νεο-αποικιοκρατία στα πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένα κράτη. Μόνο όταν οι ΗΠΑ χρειάστηκαν νέα νομιμοποίηση μετά από την ήττα στο Βιετνάμ και το τέλος των κινημάτων του 1968, ο πρόεδρος Κάρτερ επανέφερε την ρητορική των ΑΔ. Με την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τα δικαιώματα έγιναν η επίσημη ιδεολογία της Δύσης.
Τα διεθνή ΑΔ επινοήθηκαν ως ένα είδος ανώτερου νόμου που θα υπερίσχυε των εθνικών δικαιϊκών τάξεων. Για να παραφράσουμε τον Νίτσε, αν ο Θεός, η πηγή του φυσικού δικαίου, είναι νεκρός, έχει αντικατασταθεί από το διεθνές δίκαιο. Άραγε λοιπόν, είναι τα ΑΔ δυτικά ή οικουμενικά; Το οικογενειακό τους δέντρο είναι αναμφίβολα δυτικό. Ο κομφουκιανισμός, ο ινδουισμός, ο ισλαμισμός και οι αφρικανικές θρησκείες έχουν τις δικές τους προσεγγίσεις για την ηθική, την αξιοπρέπεια και την ισότητα. Οι μη δυτικές φιλοσοφίες και θρησκείες διατηρούν μια ισχυρή κοινοτική βάση, δίνοντας έμφαση στα καθήκοντα που απορρέουν από στέρεους κοινωνικούς δεσμούς. Δεν αποτέλεσαν μέρος της πρώιμης ανάπτυξης του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Τζον Χάμφρεϊ, που ετοίμασε το προσχέδιο της Οικουμενικής Διακήρυξης, θυμάται ότι του είχε ζητηθεί να μελετήσει κινεζική φιλοσοφία πριν καταπιαστεί με το έργο του. «Δεν πήγα στην Κίνα ούτε μελέτησα τα γραπτά του Κομφούκιου», έγραψε αργότερα.
Είναι οικουμενικά τα δικαιώματα του ανθρώπου; Η ιστορία τους είναι δυτική. Σήμερα έχουν παγκοσμιοποιηθεί. Το αν είναι οικουμενικά με την κανονιστική έννοια του όρου είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Θα απαντήσουμε σε επόμενο σημείωμα.

* Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής Νομικής στο Κολλέγιο Birkbeck του Λονδίνου, βουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.

[1] Κώστας Δουζίνας, Το Τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Παπαζήσης, 2007.
[2] Samuel Moyn, The Last Utopia, Harvard, 2010.

Πηγή: Αυγή

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Star Wars: The Last Jedi


Να που τελικά προέκυψε ένας νέος κινηματογραφικός θεσμός καθώς τα τρία τελευταία χρόνια η σεζόν κλείνει με μία ταινία Star Wars. Η αρχή έγινε με το The Force Awakens το οποίο με απογοήτευσε αλλά ήρθε το Rogue One να με ξεσηκώσει, καθώς μου πρόσφερε μία εντυπωσιακή αστροπολεμική ιστορία. Με το The Last Jedi ο πήχης ανέβηκε ακόμη ψηλότερα, κλείνοντας με θεαματικό τρόπο μία άκρως απολαυστική κινηματογραφική χρονιά. 
Θεωρώ τα Star Wars ως μια ευχάριστη κινηματογραφική διασκέδαση, καθώς θεωρώ πως είναι το ομορφότερο παραμύθι της γενιάς μου. Γι' αυτό το λόγο τα κρίνω με τα συναισθήματα που μου προκαλούν και το πόσο απολαυστική είναι η προβολή τους. Στις δύο αυτές απαιτήσεις μου, το The Last Jedi ξεπέρασε κάθε προσδοκία. 
Επέλεξα να απολαύσω την ταινία στην μεγάλη αίθουσα sphera των Village, την οποία κι επισκέφθηκα πρώτη φορά και πραγματικά η κινηματογραφική εμπειρία που μου πρόσφερε ήταν μοναδική. Επίσης ενώ ήμουν προκατειλημμένος με την κινηματογραφική παιδεία του κοινού που επιλέγει αυτές τις κινηματογραφικές αλυσίδες, εξεπλάγην με την ατμόσφαιρα που επικράτησε μέσα στην αίθουσα. Καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία ενώ σε αρκετές σκηνές δράσεων κι ανατροπών, το κοινό ξεσπούσε σε χειροκροτήματα και πανηγυρισμούς λες και βρισκόμασταν σε κερκίδα γηπέδου, γεγονός που όχι μόνο δεν ενοχλούσε αλλά πρόσφερε περισσότερη ζωντάνια στην προβολή. 


Για την ταινία δε χρειάζεται να γράψω πολλά. Αν κι αντίθετος με την εμπορική εκμετάλλευση μιας τριλογίας που έγινε θρύλος, δε μπορώ να αντισταθώ στις νέες ταινίες του συγκεκριμένου αστρικού έπους. Όμως το The Last Jedi κατάφερε να ξεχωρίσει. Μπορεί να θυμίζει λίγο το The Empire Strikes Back όπως το The Force Awakens θύμιζε αρκετά το A New Hope αλλά η ατμόσφαιρά του είναι αρκετά σκοτεινή και καθόλου συνηθισμένη με τις παλιότερες ταινίες, προσφέροντας μια υποτιθέμενη σοβαρότητα σε μία ταινία επιστημονικής φαντασίας. 
Ένα ακόμη θετικό στοιχείο της ιστορίας είναι οι πολλαπλές ανατροπές που επιφυλάσσει στους θεατές. Γι' αυτόν τον λόγο αποφεύγω να αναλύσω το σενάριο, σεβόμενος όσους δεν έχουν δει ακόμη την ταινία. Αυτό όμως που μπορώ με σιγουριά να πω είναι πως η εξέλιξη αλλά κι η δράση είναι με αρκετά έξυπνο τρόπο απλωμένη στην δυόμισι ωρών διάρκειας ταινία, κάτι που την βοηθάει στο να μην κάνει κοιλιά. 
Οι μάχες στο διάστημα, στους πλανήτες αλλά και μεταξύ των ηρώων είναι ανατρεπτικές κι απολαυστικές, μπορεί να μην αποφεύγονται τα γνωστά κλισέ των ταινιών αυτού του είδους αλλά προσφέρονται με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο, μ' αποτέλεσμα να συγχωρείται ή κάθε εύκολη λύση που δίνεται. 
Τα εφέ στην ταινία είναι εντυπωσιακά και η 3D εκδοσή του ήταν αρκετά πετυχημένη, προσφέροντάς μου μία έντονη αίσθηση διαστημικής αιώρησης. Επίσης τα πλάνα των μαχών ήταν εκπληκτικά και πλούσια σε ένταση, με μία σκηνή που πραγματικά μου προκάλεσε δέος και σίγουρα θα μείνει χαραγμένη γι' αρκετό καιρό στο μυαλό μου.
Ωστόσο ένα γεγονός που με ξάφνιασε στο συγκεκριμένο Star Wars ήταν η πολιτική του χροιά, η οποία δε ξέρω κατά πόσο πέρασε απαρατήρητη στο κοινό. Κι ενώ στο διάστημα στήνονται τα πιόνια για έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο, σε έναν μακρινό πλανήτη κάποιοι "τυχεροί" τζογάρουν τα κέρδη που βγάζουν από το εμπόριο όπλων σε πολυτελή καζίνο και σε κούρσες ταχύτητας. Με έξυπνο τρόπο παρουσιάζεται η κομπίνα της πρόστυχης αγοράς όπλων καθώς οι πλούσιοι επιλέγουν να προμηθεύουν και τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές κάτι που προσφέρει μεγαλύτερη διάρκεια στον πόλεμο, η οποία αντιστοιχεί σε περισσότερα κέρδη. Κι αν αυτό το γεγονός ακούγεται υπερβολικό, μπορούμε να το συναντήσουμε σε πολλές πτυχές της νεώτερης ιστορίας μας, εγχώριας και παγκόσμιας. Μπορώ να φέρω ένα παράδειγμα όσον αφορά την Ελλάδα, όπου κατά τη διάρκεια του πολέμου λειτουργούσαν καζίνο στα οποία οι μαυραγορίτες έπαιζαν τα βρώμικα κέρδη τους. 


Πάντως ότι και να πούμε για την συγκεκριμένη ταινία αλλά και τις υπόλοιπες του σειράς της, είναι απερίγραπτη η αίσθηση που έχουμε όταν ακούγεται το εντυπωσιακό μουσικό χαλί της έναρξης με μία οθόνη γεμάτη άστρα και με τη γνωστή πλέον γραμματοσειρά του Star Wars. Ένα μούδιασμα κυριεύει ολόκληρο το κορμί μας, οι τρίχες του σβέρκου σηκώνονται στον αέρα, τα άκρα συσπώνται ανεξέλεγκτα κι η συγκίνηση γίνεται εμφανής στα βλέμματά μας καθώς η διάθεσή μας κυριεύεται από μία παιδική νοσταλγία. 
Στην προβολή της Πέμπτης στάθηκα τυχερός έχοντας δίπλα μου έναν άγνωστο συνομήλικό μου, ο οποίος ζούσε σε υπέρτατο βαθμό την ταινία. Χειροκροτούσε με πάθος σε κάθε δικαίωση και συγκινούταν βαθύτατα σε κάθε δυνατή σκηνή, κάτι το οποίο επηρέαζε και μένα κάνοντας με να ζω κι εγώ έντονα την ταινία.
Το The Last Jedi ήταν μία θεαματική υπερπαραγωγή που δύσκολα θα ξεχάσω, κλείνοντας με τον πιο όμορφο τρόπο μία χρονιά που ήταν πλούσια σε καλές ταινίες και κινηματογραφικές στιγμές.
Κι αν η φετινή χρονιά μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ικανοποιητική κινηματογραφική συνουσία, το τελευταίο Star Wars ήταν ο καλύτερος κινηματογραφικός οργασμός. 

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Η ανθρωπιά είναι το προ-ιστορικό απωθημένο της ανθρωπότητας



του Κώστα Μαρούντα

«Οι στόχοι και τα ιδανικά που μας παρακινούν γεννιούνται από τη φαντασία μας. Δεν έχουν φτιαχτεί, όμως, από φανταστικά περιστατικά. Αποτελούνται από τα σκληρά συστατικά του κόσμου των εμπειριών, της φύσης και της κοινωνίας» 
 (Τζον Ντιούι)  

Πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως η επίκληση θετικά φορτισμένων λέξεων σηματοδοτεί αυτόματα και κάποια όψιμη ενεργοποίηση τους. Σα να πρόκειται, να το πούμε λίγο σκωπτικά, για μία απλή διαδικασία όπως με ένα καινούριο κινητό τηλέφωνο που μόλις βγάλαμε από τη συσκευασία του.
Άλλοι πάλι, πατώντας πάνω στα γενικότερα φαινόμενα των καιρών, επιλέγουν να λανσάρουν ένα είδος «υπεράνω» κυνικότητας, θεωρώντας πως έτσι μπαίνουν πάνω από τις ίδιες τις περιστάσεις. Επειδή, όμως, αυτά τα δύο διαφορετικά είδη συμπεριφοράς κάνουν από ένα σημείο και μετά «μπαμ», ευδοκιμεί ένα καινούριο είδος ατόμου. Εκείνο που συνδυάζει τον κυνισμό με τη θετικά φορτισμένη αφηρημένη έννοια. Που πότε προωθεί τον πρώτο και πότε επικαλείται κάποια από τις άλλες, τις δεύτερες. Mέχρι να γίνει «μπαγιάτικο» κι αυτό, θα κρατάει τα ηνία.
Η ανιαρή τροπή του καθημερινού ανατρέπεται πολύ γρήγορα και παραχωρεί εξαναγκαστικά τη θέση της σε εκείνο που καλείται να λειτουργήσει υπερασπιστικά, είτε υπάρχει «παράβαση», είτε όχι. Kάποια πράγματα τα παίρνει ο άνεμος ευκολότερα, ενώ κάποια άλλα προλαβαίνουν σε πολύ σύντομο χρόνο να αφήσουν τη στάμπα τους στα μελλούμενα.
Κάποιοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι, κάποιοι άλλοι αποδεικνύονται καθοριστικοί. Κάποιες επιλογές ανήκουν στη βάση της κοινωνικοποιημένης μηχανικότητας, κάποιες άλλες είναι τόσο κομβικές που δεν συνιστούν απλές επιλογές, αλλά γεγονότα που δεν σε αφήνουν να προλάβεις να χάσεις χρόνο. 
Όλοι θέλουν να είναι -ή τέλος πάντων να εμφανίζονται- ως αποφασιστικοί. Το «έωλο» κυνηγιέται με σφοδρότητα, το «ήξεις αφήξεις» διαβάλλεται και εξορίζεται (με τη συγκατάβαση του «αγανακτισμένου»). Για λόγους ντομπροσύνης ή για λόγους σύγχυσης; Θέλουμε «καθαρές κουβέντες» γιατί μας αρέσει η καθαρότητα ή γιατί φοβόμαστε αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε; Είναι δύσκολο να έχεις προσωπικό αξιακό κώδικα και να ψάχνεις στην καθημερινότητα την εφαρμογή του ή τις δικαιώσεις του.
Είναι χρησιμότερο -αν τον έχεις- να φτιάχνεις τείχη για να τον περιφρουρήσεις από κάθε λογής επαπειλούμενες εισβολές. Πρέπει να μπορέσεις να μιλήσεις όταν σου κλείνουν χέρια «που φοράνε γάντια» το στόμα, πρέπει να μάθεις να σιωπάς όταν όλα τα μικρόφωνα μπροστά σου τα έχει τοποθετήσει το εγώ σου και ιδιαίτερα κάποιες άσχημες πτυχές του.
Σε μία πραγματικότητα που για πολλούς λόγους ο καθένας θέλει να βγάζει κάθε στιγμή αυτό που θεωρεί ως τον καλύτερο του εαυτό, δεν δικαιολογείται και πολύ μία συνειδητή τακτική «αργοπορίας». Οι ατομικές και συλλογικές «αφυδατώσεις» προτρέπουν -ύπουλα- σε ταχείες επεμβάσεις για όψιμες αποκαταστάσεις.
Όμως, η προ-ιστορία προχωράει από την ικανότητα που ξέρει να επιβάλλεται. Η ανθρωπότητα κινείται από τη βούληση των πιο αντιφατικών προθέσεων. Και η ανθρωπιά εδραιώνεται μονάχα από τις υπερβάσεις και τα συγχωροχάρτια που αφήνονται δίχως υπογραφή αποστολέα. Η ανθρωπιά είναι το προ-ιστορικό απωθημένο της ανθρωπότητας, γιατί έχει κουραστεί να εμφανίζεται ως λύση ανάγκης και όχι ως κυρίαρχη βάση και επιλογή.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Μας ενδιαφέρει η δικτυακή ουδετερότητα;



του Νίκου Σαραντάκου

Στη σφυγμομέτρηση που κάνουμε για τη Λέξη της χρονιάς δεν νομίζω να έχει προταθεί ο όρος του τίτλου, «δικτυακή ουδετερότητα», και όχι άδικα διότι μέχρι τώρα δεν έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη στην Ελλάδα παρά μόνο όσους ασχολούνται με τα ιντερνετικά -εννοώ με το Διαδίκτυο ως μέσο και με τη δημοκρατία στο Διαδίκτυο. Ίσως όμως να μας απασχολήσει στο μέλλον η δικτυακή ουδετερότητα και ίσως τότε να είναι αργά.
Ο όρος αποδίδει τον αγγλικό όρο net neutrality. Τι σημαίνει όμως ουδετερότητα; Σημαίνει την υποχρέωση που έχουν οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP) να αντιμετωπίζουν με την ίδια προτεραιότητα όλη την ιντερνετική κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πού προέρχεται και τι είδος περιεχομένου αντιπροσωπεύει. Πρόκειται για αρχή κατοχυρωμένη και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, Ευρώπη και ΗΠΑ, που όμως τώρα αμφισβητείται από τη νέα κυβέρνηση Τραμπ.
Αν αρθεί η υποχρέωση της ουδετερότητας δικτύου (σ.σ.: εδώ οι τελευταίες εξελίξεις), οι μεγαλοπάροχοι θα μπορούν να δίνουν (με το αζημίωτο) προτεραιότητα σε συγκεκριμένους ιστοτόπους ενώ οι άλλοι ιστότοποι θα αργούν απελπιστικά να φορτώσουν -ή ακόμα θα μπορούν να μπλοκάρουν ενοχλητικούς ιστοτόπους κατά βούληση.
Σήμερα συνεδριάζει η αμερικανική FCC (Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών) και δεν αποκλείεται να καταργήσει την αρχή της ουδετερότητας δικτύου. Άλλωστε, ο νέος επικεφαλής της, ο Ajit Pai, που διορίστηκε από τον Τραμπ και παλιότερα ήταν νομικός σύμβουλος της Verizon, έχει διακηρυγμένο στόχο να την καταργήσει. (Παρεμπιπτόντως: ένα ακόμα περιστατικό που δείχνει πόσο μακριά νυχτωμένοι ήταν οι δικοί μας υπεραριστεροί κουφιοκεφαλάκηδες που χειροκρότησαν τη νίκη του Τραμπ).
Θεωρητικά, ακόμα κι αν η FCC αποφασίσει την άρση της ουδετερότητας, αυτό δεν επηρεάζει εμάς εδώ διότι στην ΕΕ η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας ισχύει πάντοτε και μάλιστα ο BEREC, (Body of European Regulators for Electronic Communications – Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες), που είναι το αντίστοιχο με την FCC ευρωενωσιακό όργανο, πέρυσι δημοσίευσε νέες κατευθυντήριες γραμμές για την αυξημένη προστασία της δικτυακής ουδετερότητας.
Ωστόσο, σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο δικτυωμένο, με όλες τις σημασίες, και παγκοσμιοποιημένο, και με δεδομένη την πρόθεση εναρμόνισης των νομοθεσιών, τίποτα δεν αποκλείει το νομοθετικό πλαίσιο και στην ΕΕ να επηρεαστεί από την αλλαγή και να υπάρξουν πιέσεις ώστε να αρθεί και στην Ευρώπη η ουδετερότητα, ας πούμε για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους οι ευρωπαϊκές εταιρείες ή για να μη χάσουν την ηγετική τους θέση στην τεχνολογική έρευνα.
Οπότε, η σημερινή απόφαση της FCC μάς ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με πρώτη ματιά.
Μεταφράζω πολύ πρόχειρα μια πρόσφατη έκκληση του Tim Berners-Lee, του εφευρέτη του Παγκόσμιου Ιστού. Όπως θα δείτε, κάθε άλλο παρά αντικαπιταλιστική είναι η θέση του -αλλά τάσσεται αναφανδόν υπέρ της διατήρησης της δικτυακής ουδετερότητας.
Σε δυο μολις μέρες, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (FCC) θα ψηφίσει σχετικά με μια πρόταση που μπορεί να καταφέρει ένα θανάσιμο πλήγμα στη δικτυακή ουδετερότητα στις ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφή για το Διαδίκτυο.
Η ουδετερότητα του δικτύου, δηλαδή η αρχή σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP) αντιμετωπίζουν ισότιμα κάθε είδος κίνησης- είναι ακρογωνιαίος λίθος για το Διαδίκτυο όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Η αρχή αυτή έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια Αμερικανούς να ιδρύσουν επιχειρήσεις, να συνδεθούν με τους φίλους και την οικογένειά τους, να ξεκινήσουν κοινωνικά κινήματα και να μοιραστούν τις ιδέες τους ελεύθερα.
Όταν εφεύρα τον Παγκόσμιο Ιστό το 1989, δεν μου ζήτησε κανείς να πληρώσω κάποιο τέλος, ούτε είχα να ζητήσω κανενός την άδεια για να τον διαθέσω μέσω του Διαδικτύου. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γράψω μια καινούργια εφαρμογή και να συνδέσω τον υπολογιστή μου στο δίκτυο. Αν καταργηθούν οι αμερικανικές διατάξεις περί δικτυακής ουδετερότητας, οι καινοτόμοι του μέλλοντος θα είναι αναγκασμένοι πρώτα να διαπραγματευτούν με κάθε πάροχο, ώστε να καταφέρουν να βάλουν το νέο προϊόν τους σε ένα πακέτο προϊόντων Διαδικτύου. Δεν θα υπάρχει λοιπόν για την καινοτομία χώρος ελεύθερος από άδειες. Οι πάροχοι θα έχουν την εξουσία να αποφασίζουν ποιους ιστότοπους θα μπορείτε να επισκέπτεστε και με ποια ταχύτητα θα φορτώνουν. Με άλλα λόγια, θα μπορούν να αποφασίζουν ποιες εταιρείες θα πετυχαίνουν στο Διαδίκτυο, ποιες φωνές θα ακούγονται -και ποιες θα φιμώνονται.
Η δικτυακή ουδετερότητα διαχωρίζει την αγορά της συνδεσιμότητας από την αγορά περιεχομένου. Σαν διαχωρισμένες αγορές, άκμασαν και οι δύο. Αν όμως οι ΗΠΑ επιτρέψουν στο Διαδίκτυο να ακολουθήσει το παλιό επιχειρηματικό μοντέλο της καλωδιακής τηλεόρασης (όπου οι ίδιες εταιρείες έλεγχαν και τα καλώδια και το περιεχόμενο) ο ανταγωνισμός και στις δυο αγορές θα υποφέρει. Και δεδομένου ότι άλλες χώρες διατηρούν χωριστές και έντονα ανταγωνιστικές αγορές, η Αμερική θα πάψει να είναι η βασική δύναμη ψηφιακής κανοτομίας.
Τα πρώτα χρόνια του Διαδικτύου, οι πάροχοι δεν είχαν την τεχνική ικανότητα να επιβάλλουν διακρίσεις στη διαδικτυακή κίνηση. Οι υπολογιστές τους δεν ήταν αρκετά γρήγοροι, κι έτσι η δικτυακή ουδετερότητα επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων. Με τον καιρό, καθώς αναπτύχθηκε η τεχνολογία και αυξήθηκε η αξία του περιεχομένου που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο, οι πάροχοι ανέπτυξαν την ικανότητα αλλά και τα κίνητρα για να επιβάλλουν διακρίσεις στη διαδικτυακή κίνηση ώστε να προσποριστούν ένα μερίδιο από τα κέρδη. Χρειαζόμαστε κανόνες που να κρατάνε τους παρόχους εστιασμένους σε αυτό που κάνουν καλύτερα: να προσφέρουν φτηνότερη και ταχύτερη πρόσβαση.
Ιστορικά, τόσο υπό ρεπουμπλικανική όσο και υπό δημοκρατική ηγεσία, η FCC είχε αντικείμενο να εξασφαλίζει τον σεβασμό των αρχών της δικτυακής ουδετερότητας, στέλνοντας στους παρόχους το μήνυμα ότι δεν μπορούν να επιδίδονται σε αποκλεισμό περιεχομένου, επιβράδυνση της ταχύτητας ιστοτόπων ή να προσφέρουν προτεραιότητα σε περιεχόμενο επί πληρωμή. Το 2015, αυτές οι αρχές της δικτυακής ουδετερότητας επισημοποιήθηκαν σε νέους αυστηρούς κανόνες που είχαν στόχο να εξασφαλίσουν ότι το Διαδίκτυο θα παρέμενε ελεύθερο και ανοιχτό.
Τώρα όμως, η νέα ηγεσία της FCC προσπαθεί να αποξηλώσει αυτές τις προστατευτικές διατάξεις.
Η πρόταση της FCC, αν περάσει στην ψηφοφορία της 14ης Δεκεμβρίου, θα ανοίξει το δρόμο ώστε όλοι οι πάροχοι να αρχίσουν να δρουν με γνώμονα βραχυπρόθεσμα κίνητρα και να θέσουν τέρμα στο Διαδίκτυο όπως το γνωρίζουμε.
Οι προστατευτικές διατάξεις της δικτυακής ουδετερότητας είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να προστατευτεί το μέλλον του ανταγωνισμού και της καινοτομίας στις ΗΠΑ· υποστηρίζουν το δικαίωμά μας να εκφραζόμαστε ελεύθερα και να επιλέγουμε τι θα διαβάζουμε στο Διαδίκτυο και με ποιον θα επικοινωνούμε. Αυτές οι αξίες είναι αμερικανικές και είναι θεμελιώδεις για τη δημοκρατία. Χωρίς δικτυακή ουδετερότητα, οι πάροχοι θα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εξουσία που έχουν ως θυρωροί του Διαδικτύου, κλείνοντας την πόρτα στην δημιουργικότητα και στην καινοτομία που δίνουν στο Διαδίκτυο το μεγαλείο του.
Θέλω ένα Διαδίκτυο στο οποίο οι επιχειρήσεις περιεχομένου θα ακμάζουν ανάλογα με την ποιότητά τους, και όχι με την ικανότητά τους να πληρώνουν για να έχουν δική τους τη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας. Θέλω ένα Διαδίκτυο στο οποίο οι ιδέες εξαπλώνονται επειδή εμπνέουν και όχι επειδή συμπλέουν με τις απόψεις των στελεχών των εταιρειών τηλεπικοινωνιών. Θέλω ένα Διαδίκτυο στο οποίο οι καταναλωτές αποφασίζουν τι έχει επιτυχία, ενώ οι πάροχοι εστιάζονται στο να προσφέρουν την καλύτερη συνδεσιμότητα.
Αν αυτό είναι το Διαδίκτυο που θέλετε κι εσείς, πρέπει να δράσετε τώρα. Όχι αύριο, όχι την επόμενη εβδομάδα. Τώρα.
Και ακολουθούν δυο σύντομες παράγραφοι στις οποίες ο συντάκτης παρακινεί τους Αμερικανούς πολίτες που θα το διαβάσουν να πιέσουν τους αντιπροσώπους της περιφέρειάς τους ενόψει της κρίσιμης σημερινής ψηφοφορίας.
Προσθέτω σύνδεσμο προς ένα εκλαϊκευτικό άρθρο ενός ελληνικού ιστοτόπου, απ’ όπου έχω πάρει και τη γελοιογραφία που συνοδεύει το άρθρο. Στο τέλος του άρθρου, υπάρχει και αναφορά στα πακέτα διαφόρων ελληνικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, τα οποία προσφέρουν απεριόριστη ή εκτεταμένη πρόσβαση σε ιστοτόπους μουσικής και βίντεο, Γιουτούμπ και τέτοια. Κατά τη γνώμη των συντακτών του άρθρου, οι προσφορές αυτές δεν παραβιάζουν τη δικτυακή ουδετερότητα.
Ωστόσο, άλλοι όπως η ΕΕΛΛΑΚ θεωρούν ότι οι προσφορές αυτές συνιστούν παραβίαση της δικτυακής ουδετερότητας.
Το θέμα αξίζει συζήτηση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τυπικά το πρώτο άρθρο έχει δίκιο, δηλαδή οι προσφορές δεν παραβιάζουν την ουδετερότητα. Ωστόσο, έμμεσα και κυρίως δυνητικά συνιστούν επίσης απειλή κατά της ουδετερότητας και δεν είναι νομίζω τυχαίο ότι τραμπικοί βουλευτές επικαλέστηκαν ακριβώς παρόμοιες προσφορές (ενός πορτογαλικού παρόχου) σαν επιχείρημα ότι η δικτυακή ουδετερότητα δεν ισχύει σε άλλες χώρες.
Αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον αυτό θέμα είναι το έλασσον. Η απόφαση που θα παρθεί σε λίγες ώρες στην Ουάσινγκτον είναι το μείζον. Αλλά μπορούμε να συζητήσουμε και τα δυο. Περιμένω τις δικές σας απόψεις.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Οι εξόριστες της Χίου




Υπήρξα μαθητής του 7ου Δημοτικού Σχολείου Χίου την περίοδο 1990-1996. Πάντα ένιωθα ένα απροσδιόριστο συναισθηματισμό για το κτίριο αυτό. Ίσως έπαιζε ρόλο το ότι το πατρικό μου βρίσκεται απέναντί του, κι έτσι μεγάλωσα έχοντάς το σχολείο ως φόντο της παιδικής μου καθημερινότητας. Ο κόσμος μου τότε ήταν περιορισμένος και το σχολείο δέσποζε μέσα σ' αυτόν.
Θυμάμαι ένα απόγευμα που καθόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού και το χάζευα. Η γιαγιά μου παρατήρησε το βλέμμα μου που περιεργαζόταν τις λεπτομέρειες του κτιρίου, τις ψηλές κολώνες του προαυλίου, τα τεράστια παράθυρα και την ασυνήθιστη αρχιτεκτονική του για τα δεδομένα του νησιού και μου 'πιασε την κουβέντα.
- Φοίτησα κι εγώ κάποτε σ' αυτό το σχολείο.
- Μα πόσο παλιό είναι βρε γιαγιά; αναρωτήθηκα με παιδική αφέλεια.
- Πολύ παλιό. Όταν ήμουν παιδί κι εγώ, θυμάμαι που είχε φιλοξενήσει κάποιες κοπέλες από την Αθήνα.
- Από την Αθήνα; Και τι δουλειά είχαν εδώ;
- Ήταν κάποιες γυναίκες του θεάτρου και των γραμμάτων.
- Κάνατε παρέα;
- Όχι. Ήταν κλεισμένες εκεί μέσα κι εμείς τις κοιτούσαμε όποτε περνούσαμε από δω.
Μεγαλώνοντας έμαθα πως οι γυναίκες του θεάτρου και των γραμμάτων ήταν εξόριστες, θύματα ενός χυδαίου παρακρατικού καθεστώτος που ρίζωνε στη χώρα με τις ευλογίες των τότε Συμμάχων. Μία ανατριχίλα με διαπέρασε στη πρώτη μου συνειδητοποίηση πως το σχολείο που φοίτησα υπήρξε στρατόπεδο συγκέντρωσης βασανισμένων ψυχών.
Τρεις σχεδόν δεκαετίες μετά, η όψη του κτιρίου έχει αλλάξει αρκετά. Μία νέα πτέρυγα προστέθηκε όσο ήμουν ακόμα μαθητής, καλύπτοντας ένα μεγάλο κομμάτι της πίσω αυλής, κι ένα νηπιαγωγείο γέμισε τον ήδη περιορισμένο προαύλιο χώρο. Παρ' όλα αυτά ακόμα θυμάμαι τα μαγειρεία που αναφέρονται στο παραπάνω ντοκιμαντέρ και μία συστοιχία δέντρων που ξεριζώθηκε για να πέσουν τα νέα θεμέλια.
Οι μαντρότοιχοι που διέκοπταν την επικοινωνία των εξόριστων γυναικών με τον έξω κόσμο, για μένα ήταν ένα μέρος να βγάζω το άχτι μου. Με πεσμένα ξυλάκια που μάζευα από χάμω, αποκολλούσα τα σαθρά δομικά υλικά που ήταν σφηνωμένα ανάμεσα στις πέτρες, λες και γνώριζε η παιδική μου ψυχή την απάνθρωπη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου εμποδίου. Και το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι πως δεν το έκανα μόνο εγώ αλλά κι άλλοι συμμαθητές μου. Σαν να αισθανόμασταν την κακή αύρα και προσπαθούσαμε να γκρεμίσουμε τον αρρωστημένο κόσμο που μας είχε προσφερθεί από τις προηγούμενες γενιές.
Μερικές δεκαετίες μετά μία άλλη ομάδα νέων, αποφάσισε να γκρεμίσει τα υπολείμματα που άφησε το δικό μας "γκρέμισμα", με το να μας παρουσιάσουν τις μαρτυρίες αυτών των γυναικών. Κι η κίνηση αυτή δεν είναι μόνο συγκινητική αλλά κι ελπιδοφόρα.
Σε μία από τις μαρτυρίες που ακούστηκαν, μία εξόριστος περιγράφει τις πρώτες της εικόνες από το δημοτικό σχολείο το οποίο πριν λίγες μέρες είχε κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές. Στους πίνακες ήταν ακόμα γραμμένες με κιμωλία οι ευχές μικρών παιδιών για καλό καλοκαίρι. Ένα μειδίαμα ξεπήδησε στα χείλη μου με τη σκέψη πως ίσως ένα απ' αυτά τα παιδιά να ήταν κι η δική μου γιαγιά.
Χαιρετίζω λοιπόν όλους τους συντελεστές του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, Παναγιώτης Παυλιδάκης, Σοφία Σκουφάλου, Ματίνα Ζήσιμου, Αρετή Παληού, Μαρκέλλα Αλιφιέρη, Αγγελίνα Σκουφάλου, Μάκης Γεωργακάκης, Νάγια και Τάνια Νομικού για το συγκινητικό τους δημιούργημα αλλά και τον διευθυντή του 7ου δημοτικού σχολείου κ. Γιάννη Τσιροπινά που παραχώρησε το κτίριο για τα γυρίσματα.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Η κρίση της Καταλονίας γεννήθηκε στη Μαδρίτη



του Sébastien Bauer
Μετάφραση: Αθανασία Παπαγγελοπούλου

Αν και βρίσκονται σε σύγκρουση σχετικά με το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, οι πολιτικοί ηγέτες που βρίσκονται στην εξουσία στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη μοιάζουν σε κάτι: πιστεύουν ότι η αδιαλλαξία τους θα κάνει να ξεχαστούν τα σκάνδαλα διαφθοράς για τα οποία κατηγορούνται. Πρόκειται για μια νοοτροπία που αρέσκεται στις υπερβολές, συμπεριλαμβανομένης και της καταστολής. Ωστόσο, η εύρεση μιας λύσης στη σύγκρουση προϋποθέτει μια αναδρομή στις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση.
Από τη σκοπιά της Ευρώπης, οι θέσεις των αντιμαχόμενων πλευρών για το ζήτημα της Καταλονίας μπορεί να φαίνονται παράξενες ή ακόμα και αλλοπρόσαλλες. Εντούτοις, ακολουθούν δύο στρατηγικές, τις οποίες αντιλαμβανόμαστε καλύτερα αν αφήσουμε στην άκρη το ερμηνευτικό πλαίσιο «αποσχιστικές τάσεις εναντίον κεντρικού κράτους». Όχι επειδή είναι λανθασμένο –εξάλλου, αυτό επικαλούνται όλοι– αλλά επειδή καλύπτει ένα άλλο, βαθύτερο πρόβλημα: το ισπανικό Σύνταγμα δεν εξελίχθηκε μετά την υιοθέτησή του το 1978, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, χάνοντας έτσι σταδιακά την επαφή με την πραγματικότητα της κοινωνίας που όφειλε να ρυθμίσει. Η ερμηνεία με βάση την επιδίωξη της απόσχισης δεν εξηγεί γιατί ο πρωθυπουργός της Ισπανίας προκαλεί τέτοια αναστάτωση στην Καταλονία την 1η Οκτωβρίου και αμέσως μετά ζητάει εκλογές, ούτε και γιατί ο Καταλανός ομόλογός του κηρύσσει ανεξαρτησία χωρίς καμία πραγματική συνέπεια, δυσαρεστώντας τόσο τους υποστηρικτές όσο και τους αντιπάλους του. Η απάντηση είναι ότι, στην καταλανική κρίση, κάποιες συγκρούσεις που γεννήθηκαν αλλού ανάγονται σε εδαφικό ζήτημα.
Από την έναρξη της εφαρμογής των δρακόντειων πολιτικών λιτότητας το 2011, η Ισπανία γνώρισε μια περίοδο αστάθειας που χαρακτηρίζεται από κρίσεις ολοένα και πιο σοβαρές: το κίνημα των καταλήψεων των πλατειών «15-Μ» το 2011 (1), την κρίση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης το 2015 και το 2016 (που οδήγησε σε τριακόσιες δεκαπέντε ημέρες χωρίς κυβέρνηση, κατά τις οποίες τα τρέχοντα ζητήματα διαχειριζόταν ένα συμβούλιο από απερχόμενους υπουργούς) και την πρόκληση της καταλανικής απόσχισης. Ποιο είναι το κοινό πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από τις τρεις αυτές κρίσεις; Είναι οι αρχές ενός Συντάγματος που σχεδιάστηκε ως αφετηρία για τη μετάβαση από τον φρανκισμό στη δημοκρατία, κατέληξε όμως να αποτελεί πρόσκομμα στη διαδικασία που όφειλε να υλοποιήσει.
Σίγουρα έχουμε δει και πιο δημοκρατικά κείμενα. Το σύστημα του aforamiento, για παράδειγμα, αποτελεί κατάλοιπο του παλιού καθεστώτος, μέσω του οποίου 17.000 άτομα με δημόσια αξιώματα αποφεύγουν τα δικαστήρια πρώτου βαθμού και κρίνονται από ανώτερα δικαστήρια, τα οποία είναι πιο επιρρεπή στις παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Παρόμοιο με το «καθεστώς εξαίρεσης», που στη Γαλλία προστατεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση, στην Ισπανία καλύπτει όλους τους βουλευτές (συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι των τοπικών Κοινοβουλίων) και τους δικαστές. Επίσης, στα πολιτικά κόμματα αποδίδεται ένας «θεμελιώδης» ρόλος στην «πολιτική συμμετοχή» (Άρθρο 6), ο οποίος ξεπερνάει κατά πολύ τον παραδοσιακό ρόλο του μεταξύ τους ανταγωνισμού για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δημοκρατίες (2).
Ενώ αλλού αντιλαμβάνονται τη συλλογική βούληση ως την υπέρβαση των ατομικών συμφερόντων, το ισπανικό σύστημα αναπτύσσει ένα όραμα του κόσμου σύμφωνα με το οποίο οι μάζες πρέπει πρώτα να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο προκειμένου να σχηματίσουν έναν λαό. Έτσι, το καθεστώς του Φράνκο οργάνωσε την κοινωνία γύρω από το Εθνικό Κίνημα και το Συνδικάτο με κάθετη οργάνωση. Μετά τον θάνατο του δικτάτορα, η Ισπανία ανοίχτηκε στον πολιτικό και συνδικαλιστικό πλουραλισμό, όμως δεν άλλαξε θεμελιωδώς την ουσία της λειτουργίας των θεσμών της. Οι πολίτες ψηφίζουν έναν σχηματισμό, που στη συνέχεια επιλέγει τους βουλευτές του βάσει μια κλειστής λίστας, κατ’ αναλογία του συνολικού ποσοστού που έλαβε. Και απ’ ό,τι φαίνεται, οι βουλευτές δεν έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά προς τις εκλογικές περιφέρειές τους…
Τα ισπανικά πολιτικά κόμματα είναι δομημένα λιγότερο ως ενώσεις ατόμων συνδεδεμένων με ιδεολογική συγγένεια και περισσότερο ως εταιρείες, που δεν τις αγγίζει και τόσο η διάθεση της κοινής γνώμης, οχυρωμένες ακόμη και απέναντι στην ίδια τη βάση των υποστηρικτών τους. Πώς να μην μας προκαλεί έκπληξη το επίπεδο διαφθοράς τους; Οι αποκαλύψεις σχετικά με την «υπόθεση Gürtel» –υπεξαίρεση 43 εκατομμυρίων ευρώ προς όφελος του Λαϊκού Κόμματος (PPE)– συσσωρεύονται, σχεδόν καθημερινά, στον Τύπο εδώ και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για ένα από τα αμέτρητα σκάνδαλα διαφθοράς, η οποία είναι πλέον ενδημική. Το 2014, το ισπανικό παράρτημα της οργάνωσης Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) είχε ζητήσει να «αλλάξει το σύστημα με τις κλειστές λίστες των κομμάτων» και επίσης τα κόμματα «να δημοσιεύουν τα οικονομικά στοιχεία της προεκλογικής εκστρατείας τους εντός τριών μηνών από τις εκλογές» (3). Μια έκκληση που απλώς δεν εισακούστηκε.

Νοσταλγία για τους Δημοκρατικούς της δεκαετίας του 1930

Θα πρέπει άραγε να νιώθουμε έκπληξη όταν διαπιστώνουμε πως, κατ’ εικόνα των κομμάτων, οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν από το Σύνταγμα του 1978 περιορίζονται σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στη δημοκρατία και τον φρανκισμό; Οι πατέρες του κειμένου επιδίωξαν πρώτα απ’ όλα να αποφύγουν την πιθανότητα να ξεσπάσει ξανά εμφύλιος πόλεμος. Συνεπώς, βασική παράμετρος του όλου εγχειρήματος ήταν να βρεθεί κοινός δρόμος ανάμεσα στη δημοκρατία και το σύστημα των «προυχόντων» που χαρακτήριζε την εθνικο-καθολική Ισπανία. Κάτι που στη συνέχεια θα αποτελούσε την αφετηρία της μετάβασης στην «καθαρή δημοκρατία» ενόσω θα εξελισσόταν η κοινωνία. Αντί όμως να προχωρήσει στην εξέλιξη του κειμένου του 1978, η χώρα το αγιοποίησε: από τότε που κυρώθηκε, η Ισπανία δεν έχει προχωρήσει σε αναθεωρητικό έργο, αποτυγχάνοντας να υλοποιήσει μια υπόσχεση συνυφασμένη με τη μετάβαση στη δημοκρατία.
Σίγουρα, η ισπανική κοινωνία έχει εγκαταλείψει τις αξίες και τις συμπεριφορές που την έδεναν με την εποχή της δικτατορίας. Σαράντα χρόνια μετά το τέλος της λογοκρισίας, στη χώρα μιλάμε πλέον ανοιχτά για την ευθανασία, για τα ζητήματα φύλου, τη σεξουαλικότητα ή τη χρήση ναρκωτικών για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Η συχνότητα και η ελευθερία στην έκφραση με τις οποίες οι τηλεοπτικοί αστέρες απευθύνονται στην εξουσία θυμίζουν περισσότερο τις ΗΠΑ παρά την Καθολική Ευρώπη. Στην Ισπανία του 1978, δεν πήγαιναν όλα τα παιδιά στο σχολείο, οι δρόμοι σε πολλές κωμοπόλεις δεν ήταν καν ασφαλτοστρωμένοι, κάποιες περιοχές δεν είχαν ταχυδρομικές υπηρεσίες, κάποιες άλλες δεν είχαν σύνδεση στο αποχετευτικό δίκτυο, τα μέσα μαζικής μεταφοράς και το σύστημα υγείας παρείχαν μόνο τα στοιχειώδη… Το 2017, ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτιστικός μετασχηματισμός είναι έκδηλος. Ωστόσο, έχοντας επικεντρώσει όλες της τις δυνάμεις σε αυτό το καθήκον, η χώρα παραμέλησε τα υπόλοιπα. Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1986 κουκούλωσε την απουσία συνταγματικών μεταρρυθμίσεων: αφού η κοινωνία έγινε δημοκρατική μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν φανέρωνε άλλωστε ότι οι θεσμοί της τα είχαν καταφέρει επιτυχώς;
Σε αυτό το πλαίσιο, η καταλανική πρόκληση, η οποία παρουσιάζεται ως αποσχιστικό κίνημα, αντλεί την κινητήρια δύναμή της από το χάσμα μεταξύ των Ισπανών και των θεσμών τους, από την απόρριψη της διαφθοράς (παρούσα ωστόσο τόσο στην Καταλονία όσο και αλλού), δίχως να ξεχνάμε και την ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στα απομεινάρια της απολυταρχίας, πολυάριθμα ακόμη σε μια Ισπανία όπου ο βασιλιάς, η εκκλησία και οι «δυνατοί» παραμένουν οι κυριότεροι ιδιοκτήτες γης στη χώρα –και ως εκ τούτου επωφελούνται από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη (επιχορηγήσεις 1,85 εκατ. ευρώ για τη δούκισσα της Άλμπα το 2003).
Η αναστολή του καθεστώτος αυτονομίας της Καταλονίας από το Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010 αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε τη φωτιά στην πεδιάδα της Καταλονίας. Δύο σημεία αξίζουν επισήμανση σχετικά με αυτό το θέμα. Το πρώτο έχει σχέση με τη συγκυρία: η αναστολή της αυτονομίας πυροδοτήθηκε από το δικαστικό αίτημα του Μαριάνο Ραχόι για λογαριασμό του Λαϊκού Κόμματος, κατά την εποχή των χαμηλότερων εκλογικών επιδόσεών του, με τον ίδιο τον Ραχόι να δέχεται επιθέσεις από τους αντιπάλους του στους κόλπους του Λαϊκού Κόμματος. Ο Ραχόι ανέλαβε τότε την πρωτοβουλία της συλλογής υπογραφών εναντίον του καθεστώτος αυτονομίας της Καταλονίας σε ολόκληρη την Ισπανία, ποντάροντας σε μια πρόκληση που πάντα είχε απήχηση στο πιο αντιδραστικό κομμάτι των ψηφοφόρων του.
Το δεύτερο σημείο έχει τις ρίζες του στην Ιστορία: εξηγεί για ποιον λόγο η αναστολή του καθεστώτος αυτονομίας ξανάνοιξε μια παλιά πληγή και ρίχνει φως στη στρατηγική του προέδρου της Καταλονίας Κάρλες Πουτζδεμόν. Στις 14 Απριλίου 1931, οι Ισπανοί Δημοκρατικοί κέρδισαν τις δημοτικές εκλογές στις περισσότερες μεγάλες πόλεις, ανακηρύσσοντας στη συνέχεια πολλές τοπικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Καταλονίας υπό την ηγεσία του Λουίς Κουμπάνιες, δημοτικού συμβούλου της Esquerra Republicana de Catalunya (ERC, Δημοκρατική Αριστερά της Καταλονίας). Θέτοντας σε εφαρμογή ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα, οι ανεξάρτητες αυτές δημοκρατίες κήρυξαν τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία, την οποία τερμάτισε ο Φράνκο. Μόλις πέθανε ο δικτάτορας, οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν ότι η ομοσπονδιακή δημοκρατία παρέμενε το νόμιμο καθεστώς, στο οποίο όφειλε να επιστρέψει η χώρα. Το ζήτημα –όπως ακριβώς και εκείνο της εδαφικής ενότητας– διευθετήθηκε με συμβιβασμό: οι Καταλανοί εγκατέλειψαν την ιδέα του σχηματισμού ομοσπονδιακής δημοκρατίας και αποδέχθηκαν τόσο τη μοναρχία (άρθρο 1.3 του Συντάγματος) όσο και την «ακατάλυτη ενότητα του ισπανικού έθνους» (άρθρο 2), εγκαταλείποντας το σχέδιο μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας τους όπως το 1931. Σε αντάλλαγμα, απέκτησαν το δικαίωμα να αναπτύξουν δικό τους καθεστώς αυτονομίας και αστικό δίκαιο, έστω και αν παρέμειναν υπό στενή επιτήρηση. Το 2006, προκειμένου να προχωρήσει η μεταρρύθμιση του καταστατικού αυτονομίας, το οποίο διεύρυνε τις αρμοδιότητες της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας, χρειάστηκε: πρώτον, να εξασφαλιστεί η κανονική έγκριση του καταλανικού Κοινοβουλίου, δεύτερον, να εγκριθεί και από τη Βουλή και από τη Γερουσία της Ισπανίας με ενισχυμένη πλειοψηφία, και τρίτον, να επικυρωθεί με δημοψήφισμα. Παρ’ όλο που είχαν εκπληρωθεί όλες οι προϋποθέσεις, το νέο αυτό καταστατικό τέθηκε σε αναστολή μετά από πρωτοβουλία του Λαϊκού Κόμματος το 2010, από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο του οποίου η πλειοψηφία των μελών είχαν διοριστεί από τους συντηρητικούς. Εξ ου και η εντύπωση ότι η τρέχουσα κρίση οφείλεται στη σκληρή πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος…
Μέχρι τις εκλογές του 2015, η συντηρητική Δεξιά του CiU (που προέκυψε από τη συμμαχία μεταξύ της Δημοκρατικής Σύγκλισης της Καταλονίας και της Δημοκρατικής Ένωσης της Καταλονίας) είχε ηγεμονικό ρόλο στο καταλανικό Κοινοβούλιο. Πριν από το 2012, αντιμετώπιζε με τρόμο την απόσχιση. Όμως, ο ηγέτης της Αρτούρ Μας διέκρινε στο λαϊκό ρεύμα ανεξαρτησίας –τροφοδοτημένο από τη λιτότητα, που είχε συνδεθεί με τη Μαδρίτη (4)– ένα μέσο για να ξεχαστούν τα σκάνδαλα διαφθοράς, που είχαν τοποθετήσει το CiU στο ίδιο επίπεδο ανυποληψίας με το Λαϊκό Κόμμα. Έτσι, το 2014, η Δεξιά επινόησε ένα δημοψήφισμα με τρεις πιθανές απαντήσεις –ένωση, ομοσπονδία ή ανεξαρτησία: «Θα επιθυμούσατε η Καταλονία να γίνει κράτος; Εάν ναι, θα θέλατε να είναι ανεξάρτητο;» Η ακύρωση του εν λόγω δημοψηφίσματος δεν ενόχλησε τους Συντηρητικούς, ό,τι και αν είχαν δηλώσει δημοσίως, καθώς η επιδίωξή τους ήταν να μετρήσουν τους εκλογείς –όπως ένα συνδικάτο υπολογίζει τους διαδηλωτές– πριν αρχίσουν να διαπραγματεύονται την επαναφορά των άρθρων του Estatut (το καταστατικό της καταλανικής αυτονομίας) που είχαν ανασταλεί. Αν αυτό το κομμάτι της καταλανικής ελίτ ανακτούσε την εξουσία στις επερχόμενες εκλογές, τις οποίες ο Ραχόι επιθυμούσε διακαώς, θα ήταν αναμφίβολα ικανοποιημένο από μια επιστροφή στην προ του 2010 κατάσταση και η θεσμική κρίση (την οποία εκ φύσεως απεχθάνεται) θα λάμβανε τέλος αρκετά γρήγορα.
Όμως, από το 2015, ο κυβερνών συνασπισμός στην Καταλονία κυριαρχείται από τη Δημοκρατική Αριστερά και η σχετική πλειοψηφία του αντέχει χάρη στην υποστήριξη της ριζοσπαστικής αριστεράς της Λαϊκής Ενότητας (CUP). Αυτή η αλλαγή στις εσωτερικές ισορροπίες εξηγεί την εμφάνιση της επιλογής για δημοκρατικό καθεστώς στο δημοψήφισμα του 2017, την αλλαγή στάσης της Μαδρίτης και τη ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων μετά την 1η Οκτωβρίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολύ λίγο πείθει η πρόσφατη από κοινού πρόταση του Σοσιαλιστικού και του Λαϊκού Κόμματος να προχωρήσουν επιτέλους σε μεταρρύθμιση του Συντάγματος: θεωρείται ως η ελάχιστη παραχώρηση που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί εκ μέρους δύο κομμάτων συνυπεύθυνων για σαράντα χρόνια ακινησίας, σε μια χώρα που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Και πλέον δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι και τα πλήθη που βγήκαν στους δρόμους δεν θα απορρίψουν μια συμφωνία επί των ελάχιστων: η «γενική στάση της χώρας» της 3ης Οκτωβρίου (που συγκλήθηκε από τις οργανώσεις των εργοδοτών και όλα τα συνδικάτα, μέχρι την αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας [CNT], μαζί με τις ενώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας) λέει πολλά για την απόρριψη των διεφθαρμένων κομμάτων και των απαρχαιωμένων θεσμών από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Και, από την άλλη πλευρά, οι διαδηλώσεις εναντίον της ανεξαρτησίας δίνουν και αυτές το στίγμα τους στις διεξαγόμενες συζητήσεις, ζητώντας να ακουστεί η «σιωπηλή πλειοψηφία». 

Στρατηγική έντασης

Ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων και των μέσων ενημέρωσης της Ισπανίας δίνουν την εντύπωση ότι επικροτούν τη στρατηγική του Ραχόι να μετατρέψει το πολιτικό πρόβλημα σε νομικό (προσφεύγοντας στα ανώτατα δικαστήρια) και ταυτόχρονα να προκαλεί όλο και περισσότερες εντάσεις. Από την άλλη, η έκκληση κάποιων Καταλανών ηγετών για «μόνιμη κινητοποίηση» ή η πρόσφατη εκστρατεία της Λαϊκής Ενότητας (με σύνθημα «Να ζεις σημαίνει να συμμετέχεις») δείχνουν ότι η ριζοσπαστικοποίηση γοητεύει εξίσου και άλλους πρωταγωνιστές του δράματος. Οι αστυνομικές έφοδοι της 1ης Οκτωβρίου κατέληξαν να χωρίσουν την Ισπανία σε δύο στρατόπεδα, και όλοι έκτοτε καλούνται να πάρουν θέση υπέρ εκείνου που υποστηρίζουν. Στις 9 Οκτωβρίου, σε συνέντευξη Τύπου του κόμματος του Ραχόι, όπου ανακοινώθηκε η απόρριψη κάθε διαμεσολάβησης, ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Πάμπλο Κασάδο προειδοποίησε τον πρόεδρο της Καταλονίας ότι «θα μπορούσε να καταλήξει όπως ο Κουμπάνιες» (5), που εκτελέστηκε από τους υποστηρικτές του Φράνκο το 1940. Μία εβδομάδα αργότερα, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες φυλακίσεις με τη σύλληψη των Ζόρντι Σάντσες και Ζόρντι Κουσάρτ, προέδρους δύο οργανώσεων πολιτών υπέρ της ανεξαρτησίας (Assemblea Nacional Catalana και Òmnium Cultural), με την κατηγορία της υποκίνησης σε στάση.
Ένα πράγμα παραμένει πάντως ανησυχητικό: γιατί ο βασιλιάς μπήκε στο παιχνίδι της έντασης, παρεμβαίνοντας δημοσίως για να ζητήσει από την κυβέρνηση Ραχόι να «αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη»; Κανονικά, το Σύνταγμα ρυθμίζει τις περιπτώσεις όπου μπορεί να πάρει τον λόγο ο μονάρχης, ο οποίος δεν έχει εξουσία επί των υποθέσεων εσωτερικής πολιτικής (ο πατέρας του είχε μιλήσει δύο φορές από την τηλεόραση, χωρίς ποτέ όμως να πάρει θέση). Αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο, ο βασιλιάς Φίλιππος ΣΤ΄ ενισχύει την άποψη ότι η μοναρχία έχει βρεθεί υπό την επιρροή του Λαϊκού Κόμματος (από το οποίο ποτέ δεν είχε πάρει αποστάσεις). Η επιλογή μιας επιθετικής ρητορικής υπό έναν βαρύ διάκοσμο γεμάτο συμβολισμούς (ο βασιλιάς μίλησε μπροστά από το πορτρέτο του προγόνου του Καρόλου Γ΄, ο οποίος επέβαλε τα Καστιλιάνικα σαν μοναδική γλώσσα σε όλη την επικράτεια κατά τον 15ο αιώνα) συνέβαλε στην περαιτέρω όξυνση των πνευμάτων.
Η στρατηγική της έντασης του Μαριάνο Ραχόι ανταποκρίνεται περισσότερο στην ανάγκη να σωθεί το κόμμα του παρά στην επιθυμία να λυθεί το καταλανικό ζήτημα. Από την ακύρωση δεκατεσσάρων άρθρων του καταστατικού αυτονομίας της Καταλονίας το 2010 μέχρι τα πιο πρόσφατα γεγονότα, η επιμονή του να παριστάνει τον μαθητευόμενο μάγο σε μια χώρα που δεν μπόρεσε να επουλώσει επιτυχώς τις πληγές του εμφυλίου πολέμου έχει συνεισφέρει στη νομιμοποίηση της επιλογής της απόσχισης, η οποία μέχρι πρόσφατα είχε την υποστήριξη μόλις του 12% του πληθυσμού της Καταλονίας (6). Μετά την αποτυχία του κοινωνικού κινήματος του 2011 να δώσει ώθηση στην αναγκαία πολιτική αλλαγή και αφού η μακρά κοινοβουλευτική κρίση του 2015-2016 ολοκληρώθηκε με την ανασύνταξη της προηγούμενης κυβέρνησης, η καταλανική πρόκληση αποτελεί απειλή –εξίσου όμως και ευκαιρία: μια ευκαιρία να κατευνάσει τις εντάσεις που διαλύουν την ισπανική κοινωνία, η οποία ενώ έχει γίνει ξεκάθαρα δημοκρατική, η εξέλιξή της παρεμποδίζεται από ένα απαρχαιωμένο Σύνταγμα. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει τα μάτια μας να δουν πέρα από την άμεση επικαιρότητα. Είναι άραγε αυτό ακόμη δυνατόν;

(1) Βλ. Raúl Guillén, «Alchimistes del la Puerta del Sol», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2011. 
(2) Το Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, για παράδειγμα, προβλέπει ότι «τα κόμματα και οι πολιτικές ομάδες διαγωνίζονται για την έκβαση της ψηφοφορίας».
(3) Βλ. Jesús Lizcano Álvarez, «Partidos politicos y corrupción: la hora del cambio», «El País», Μαδρίτη, 7 Φεβρουαρίου 2014.
(4) Βλ. Jean-Sébastien Mora, «Άρνηση της λιτότητας και αναζωπύρωση της ιδέας της ανεξαρτησίας», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 2 Νοεμβρίου 2013, http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article483
(5) «El PP blande el código penal y recuerda a Puigdemont que puede acabar como Companys», «La Vanguardia», Βαρκελώνη, 9 Οκτωβρίου 2017.
(6) «Así han influido los hitos políticos en el sentimiento independentista», «La Vanguardia», 9 Απριλίου 2016.

Πηγή: monde-diplomatique.gr

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Εγώ, ο Κολοκυθάκης


Σε κάθε κινηματογραφικό έτος υπάρχει κι ένα animation που μου κλέβει την καρδιά σε σημείο να το λατρεύω πολύ περισσότερο κι από την καλύτερη ταινία της χρονιάς. Μετά λοιπόν από την μαγευτική Κόκκινη Χελώνα του 2016 και το άκρως συγκινητικό Με τα Μυαλά που Κουβαλάς του 2015, ήρθε φέτος ο υπέροχος Κολοκυθάκης να γεμίσει με αμέτρητα συναισθήματα τη ψυχή μου. 
Το εντυπωσιακό της συγκεκριμένης ιστορίας είναι πως ενώ το σενάριο είναι δακρύβρεχτο και στενάχωρο, μας παρουσιάζεται με τόσο όμορφο τρόπο που μας προκαλεί μία απερίγραπτη χαρμολύπη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της ταινίας, ένα χαμόγελο να μένει μόνιμο στα χείλη μας κι ένας πόνος να γίνεται όλο και πιο αισθητός στην καρδιά μας. 
Ο μικρός Ίκαρος, ή αλλιώς Κολοκυθάκης όπως ο ίδιος επιθυμεί να τον αποκαλούν, είναι ένα εννιάχρονο παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας. Ο πατέρας του είναι απών, δε γνωρίζουμε αν έχει πεθάνει ή αν έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, ενώ η μητέρα του είναι μία αλκοολική γυναίκα που ξεσπάει την οργή της πάνω του. Ο μικρός εξακολουθεί να χει τον πατέρα του ως πρότυπο, σχεδιάζοντάς τον ως υπερήρωα πάνω σε έναν χαρταετό. Την ίδια στιγμή πονάει που βλέπει την μητέρα του να λιώνει στο αλκοόλ και στην τηλεόραση. Γι' αυτό κι επιλέγει να ζει μες στη φαντασία του, σχεδιάζοντας έναν ονειρικό κόσμο στη σοφίτα του σπιτιού τους. Σε μία όμως κρίση της μητέρας του, προκαλείται από τον ίδιο ένα ατύχημα που την σκοτώνει. Αυτό έχει ως συνέπεια ο μικρός να οδηγηθεί στο ορφανοτροφείο. Εκεί θα γνωριστεί με παιδιά παρόμοιων οικογενειακών καταστάσεων. Μέσα από τις καθημερινές τους στιγμές θα γνωριστούν και θα δεθούν μεταξύ τους, καθώς μαθαίνουν ο ένας τον άλλον μέσα από εντάσεις, καβγάδες και ζήλιες. Στη πορεία όμως συνειδητοποιούν πως όλοι μαζί ενωμένοι μπορούν να πραγματοποιήσουν όλα τα θαύματα του κόσμου. Παράλληλα ο μικρός δένεται με τον αστυνομικό που τον συνόδευσε στο ορφανοτροφείο, μιας και βρίσκει σ'αυτόν την γονεϊκή θαλπωρή που του έλειπε κι ερωτεύεται ένα δυναμικό κορίτσι, την Καμίλ.


Θέλω πολλά να γράψω για το συγκεκριμένο animation αλλά δε ξέρω από που να ξεκινήσω. Οι σκέψεις πολλές και τα συναισθήματα περισσότερα. Η ιστορία περνάει ξεκάθαρα τον σκληρό κόσμο των παιδιών. Την συναίσθηση που έχουν στο ότι είναι ευάλωτα κι άβουλα σε κάποιες αποφάσεις μεγαλυτέρων. Αυτό τα μετατρέπει σε αγρίμια καθώς εφαρμόζουν το νόμο της ζούγκλας για να επιβιώσουν. Την ίδια στιγμή όμως ξέρουν να κρύβουν την κάθε τραγωδία με το να βυθίζονται στη δικιά τους φαντασία. Κι αν νοητά το καταφέρνουν, ψυχολογικά εγκλωβίζονται σε διάφορα αδιέξοδα κάτι που τα μετατρέπει σε αντικοινωνικά κι αντιδραστικά πλάσματα. Μόνη τους σωτηρία είναι το σπάσιμο του καβουκιού τους, ο εναγκαλισμός με τους φίλους τους κι η ανταλλαγή συναισθημάτων, σκέψεων κι εμπειριών. Για παράδειγμα, ο Κολοκυθάκης έπρεπε πρώτα να πλακωθεί με τον νταή του ορφανοτροφείου, για να διαπιστώσουν στη πορεία πως κι οι δυο κουβαλούν παρόμοια συμπλέγματα από τις οικογένειές τους. Μέσα απ' αυτόν τον διάλογο μαθαίνουμε το ιστορικό του κάθε παιδιού που φιλοξενείται εκεί κι αμέσως σου βγαίνει η επιθυμία να τα πάρεις όλα από μια ζεστή αγκαλιά μέχρι να βγάλουν από μέσα τους όλον τον πόνο που κουβαλούν. 
Επίσης, η ταινία περιγράφει με όμορφο τρόπο την συναισθηματική ιδιοφυΐα των παιδιών σε αντίθεση με το στειρωμένο τρόπο ζωής των μεγάλων. Ηχηρό χαστούκι ήταν η σκηνή σε ένα χιονοδρομικό κέντρο όπου ένα άγνωστο κορίτσι, δανείζει τα γυαλιά σκι σε ένα από τα αγοράκια του ορφανοτροφείου. Αμέσως η μητέρα του, ξεσπάει στον μικρό αποκαλώντας τον κλέφτη και ψεύτη, χαρακτηρισμοί που τον σοκάρουν διότι αμέσως θυμάται τον ψυχολογικό πόλεμο που είχε βιώσει από τους γονείς του. Συνειδητοποιώντας το κοριτσάκι, τη λάθος συμπεριφορά της μητέρας της, του χαρίζει κρυφά τη μάσκα γεμίζοντας την οθόνη χαμόγελα και τους θεατές με δάκρυα. 
Ένα ακόμη στοιχείο που με γοήτευσε στην ιστορία είναι η ανακάλυψη του έρωτα από τους μικρούς ήρωες. Ο τρόπος που τον φαντάζονται είναι πράγματι ευφάνταστος κι ονειρικός ενώ διασκεδαστική είναι η αντίδραση των μικρών απέναντι σε κάθε τι χυδαίο. Γέλασα με τη ψυχή μου, στη σκέψη τους πως όταν φιλιούνται δυο άνθρωποι, ο άνδρας πάντα εκρηγνύεται. Όταν λοιπόν ετοιμάζονται για ένα ταξίδι με το σχολικό λεωφορείο, τα πιτσιρίκια κρυφοκοιτάζουν ένα ζεύγος καθηγητών που φιλιέται περιμένοντας με ανυπομονησία την έκρηξη του δασκάλου τους. 
Τέλος, θέλω να σχολιάσω ένα στοιχείο της ταινίας που πραγματικά λάτρεψα, κι αυτό είναι η παρακάτω εικόνα. Η (συναισθηματική) μετεωρολογία των παιδιών, στην οποία κάθε πρωί εξέφραζαν την συναισθηματική τους φόρτιση με τον συγκεκριμένο πίνακα. Ότι πιο όμορφο κι έξυπνο έχω δει με θέμα τον ψυχικό κόσμο των παιδιών. 


Επιτρέψτε μου να αναφερθώ και σε ένα ευαίσθητο θέμα που παρουσιάζει η ταινία, τον "θάνατο" του γονέα. Η μοναδική σωτηρία της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του καθενός μας είναι ο απογαλακτισμός από τους γονείς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται με βίαιο τρόπο, αλλά μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί ξεκάθαρα. Μόνοι μας οφείλουμε να πατήσουμε γερά στα πόδια μας και να κυνηγήσουμε το όνειρο. Ενδεικτικό σημείο στη ταινία είναι η συμπεριφορά ενός μικρού κοριτσιού που το εγκατέλειψε η μητέρα του για να πάει στην Αφρική. Η μικρή έκτοτε ζει με την ελπίδα πως η μητέρα της θα ξαναφανεί. Έτσι, κάθε φορά που ακούει αμάξι να μπαίνει στο ορφανοτροφείο, τρέχει πρώτη στη πόρτα φωνάζοντας "μαμά" αλλά πάντα απογοητεύεται. Όταν όμως η μητέρας της γυρνάει για να την πάρει, η μικρή δηλώνει φοβισμένη πως "δε θέλει να φύγει", διότι πολύ απλά έμαθε να επιβιώνει μόνη της. 
Σκηνοθετικά, η ταινία είναι γεμάτη υπέροχα χρώματα τα οποία παίζουν το δικό τους ιδιαίτερο ρόλο στην αφύπνιση των ναρκωμένων παιδικών μας συναισθημάτων. Αυτό όμως που με μάγεψε πιο πολύ στην ταινία, είναι τα τεράστια μάτια στα ήδη μεγάλα κεφάλια των ηρώων. Είναι εντυπωσιακό πως ένα άψυχο αντικείμενο, όπως είναι οι κούκλες του έργου, αποκτά τόση εκφραστικότητα. Καρφώνεσαι στα μάτια του καθενός κι αμέσως βλέπεις ολόκληρο τον ψυχικό του κόσμο. Και μ' αυτόν τον τρόπο δένεσαι με όλους τους χαρακτήρες. 
Ένα δεύτερο δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι οι φωνές. Είναι τόσο πετυχημένο το δέσιμο των φωνών με τις κούκλες που μεμιάς ξεχνάς ότι βλέπεις ένα animation. Γι' αυτό και προτείνω να παρακολουθήσετε την ταινία με υπότιτλους κι όχι μεταγλωττισμένη διότι χάνει πολύ από την μαγεία της. 
Ο Κολοκυθάκης λοιπόν για μένα είναι ένας ύμνος στο πείσμα των ανθρώπων να κυνηγούν το όνειρο ακόμα κι όταν η ζωή δεν τους τα φέρνει βολικά. Το μόνο που χρειάζεται είναι φαντασία, αγνότητα, ανιδιοτέλεια κι αγάπη. Και το κυριότερο είναι να πάψουμε να πιστεύουμε πως "κανείς δεν μας αγαπάει".
Το "Εγώ, ο Κολοκυθάκης" είναι από τις σπάνιες περιπτώσειε που τις προτείνω λέγοντας "να την δείτε οπωσδήποτε". 

Βαθμολογία: 9/10

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Οι κηπουροί και οι ψεματοφύλακες



του Γιώργου Τσιάρα

Κάτι έχω πάθει σήμερα και λέω, τώρα που όλος ο κόσμος βρίζει υποκριτικά τον Τραμπ για την de facto αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, να τον «υπερασπιστώ» λιγάκι, κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου και θυμίζοντας, με την ευκαιρία, μερικές άβολες αλήθειες για μια από τις πιο κακοφορμισμένες, διαχρονικά χαίνουσες ιστορικές πληγές της ανθρωπότητας – αυτήν του μεσανατολικού προβλήματος.
Πέσανε λοιπόν όλοι οι Φαρισαίοι να φάνε τον ομολογουμένως θρασύτατο καζινά με τα πορτοκαλί μαλλιά γιατί, λέει, με την (όντως ανιστόρητη και άθλια) απόφασή του παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο και ανατρέπει την... καλή πολιτική των προκατόχων του «πλανηταρχών» όσον αφορά το status της Ιερής Πόλης.
Και ο καημένος ο Μαχμούντ Αμπάς τόλμησε να ψελλίσει ότι οι ΗΠΑ παραιτούνται, λέει, με την ανακοίνωση αυτή, από τον ρόλο του... έντιμου μεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών.
Ορίστε; Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε; Αυτό το μάρανε το έρημο το Διεθνές Δίκαιο και τους αυτόκλητους θεματοφύλακες ή σωστότερα... ψεματοφύλακές του, Ευρωπαίους, Αραβες και άλλους, ότι θα μετακομίσει την πρεσβεία ο Τραμπ;
Αν δεν κάνω λάθος, η ίδια η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ και η συνεχής, συστηματική του επέκταση στην αραβική γη εδώ και 70 ολόκληρα χρόνια αποτελεί στρατηγική επιλογή των δυτικών επικυρίαρχων τουλάχιστον από το 1917 και τη διαβόητη Διακήρυξη Μπάλφουρ, με σκοπό ακριβώς την τοποθέτηση ενός απολύτως εξαρτημένου από αυτούς –και άρα αξιόπιστου– «χωροφύλακα» στο μεσανατολικό πετρελαϊκό χρυσωρυχείο του πλανήτη.
Και όταν λέμε «δυτικοί επικυρίαρχοι», εννοούμε ξεκάθαρα τη Μεγάλη Βρετανία και την κληρονόμο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας της, την Αμερική.
Για την ακρίβεια, όταν στις 14 Μαΐου 1948 ο ιστορικός ιδρυτής του Ισραήλ, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, κήρυξε τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν χρειάστηκε ακριβώς... έντεκα λεπτά για να αναγνωρίσει το νέο κρατικό «εμφύτευμα», γνωρίζοντας φυσικά πολύ καλά το μακελειό και τη διαρκή, συνεχιζόμενη και σήμερα εθνοκάθαρση –οι Παλαιστίνιοι το λένε απλά «Νάκμπα», Καταστροφή– που θα επακολουθούσε.
Μία εθνοκάθαρση που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει χωρίς τη συνεχή έμπρακτη (όχι στα λόγια, αλλά με όπλα και χρήματα) υποστήριξη των Αμερικανών, και φυσικά τη διπροσωπία και τα κροκοδείλια δάκρυα των υπολοίπων.
Ναι, μεν, οι Βρετανοί φύτεψαν τον σπόρο του κακού, αλλά οι επίμονοι κηπουροί που τον καλλιέργησαν ώς τη σημερινή του γιγάντωση έχουν αμερικανική προφορά.
Μισός αιώνας έχει περάσει από τον αιφνιδιαστικό πόλεμο των «Εξι Ημερών» του 1967, όταν το Ισραήλ με μια «προληπτική» επίθεση κατέλαβε στρατιωτικά (αφού πρώτα χρησιμοποίησε προηγμένα αμερικανικά και γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη και άλλα οπλικά συστήματα για να καταστρέψει στο έδαφος την αιγυπτιακή αεροπορία) τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Οχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψίπεδα του Γκολάν.
Η επίθεση αυτή και η στρατιωτική κατοχή-ρατσιστικό απαρχάιντ, που ακολουθεί ώς και σήμερα, καταδικάστηκε από το σύνολο σχεδόν του πλανήτη, και φυσικά από τον ΟΗΕ με διαδοχικά ψηφίσματα, και παραμένει ώς σήμερα «μαύρη σελίδα» στην παγκόσμια Ιστορία.
Ομως η «μαμά Αμερική» είχε –και έχει, με ή χωρίς Τραμπ– άλλη αντίληψη για το Διεθνές Δίκαιο: αντί να τιμωρήσει τους Ισραηλινούς εισβολείς, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ανακοίνωσε τον Οκτώβριο του 1967 το μεγαλύτερο ώς τότε «πακέτο» δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας προς το Ισραήλ.
Εκτοτε, και παρά τα κατά καιρούς δήθεν «σκαμπανεβάσματα» στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις, ο ομφάλιος λώρος μεταξύ Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ δεν κόπηκε ποτέ, όσο προκλητικοί κι αν ήταν οι Ισραηλινοί στην ψήφιση των διεθνών εκκλήσεων και την παραβίαση των αμέτρητων διπλωματικών πρωτοβουλιών, όσους προληπτικούς βομβαρδισμούς και εισβολές κι αν επιφύλαξαν στους Αραβες γείτονές τους.
Για να μείνουμε μόνο στη νεότερη εποχή και τον...«καλό» προκάτοχο του «κακού» Τραμπ, τον... Νομπελίστα Ειρήνης Ομπάμα, να θυμίσουμε πως, ενώ οι σχέσεις του με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν υποτίθεται εξαρχής «τεταμένες», με τον πρώτο μαύρο πρόεδρο των ΗΠΑ να πιέζει και καλά το Ισραήλ να σταματήσει τον συστηματικό εποικισμό των κατεχομένων, και να επιμένει δημόσια στην εύγευστη πλην πλασματική καραμέλα της «λύσης των δύο κρατών», και αργότερα οι δυο ηγέτες κυριολεκτικά «έκοψαν την καλημέρα» μετά τη συμφωνία του Ομπάμα με το Ιράν, στην πραγματικότητα η αμερικανο-ισραηλινή συμμαχία δεν απειλήθηκε ποτέ.
Κάτι που φάνηκε άλλωστε ξεκάθαρα τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν οι δύο άσπονδοι σύμμαχοι υπέγραψαν χαμογελαστοί στην Ουάσινγκτον ένα πρωτόκολλο που προβλέπει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας αξίας 38 δισ. δολαρίων προς το Ισραήλ για την περίοδο 2019-2028 – μακράν το μεγαλύτερο «πακέτο» βοήθειας στη διμερή ιστορία.
Για το ξεκάρφωμα, βέβαια, ο απερχόμενος Ομπάμα διέταξε τον πρέσβη του στον ΟΗΕ να μην ασκήσει βέτο σε μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας η οποία καταδίκαζε τον εβραϊκό εποικισμό, για πρώτη φορά από το 1979 – γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο οδοστρωτήρας Τραμπ θα ανέτρεπε έτσι κι αλλιώς το κακοστημένο αυτό σκηνικό «αντιπαράθεσης».
Οπως κι έγινε: στις 15 Φεβρουαρίου, στη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου μαζί με τον Νετανιάχου από τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ εκτίμησε ότι η «λύση των δύο κρατών» δεν είναι η μοναδική για την επίλυση της ισραηλο-παλαιστινιακής σύγκρουσης.
Και στις 15 Μαΐου τοποθέτησε πρέσβη στο Ισραήλ τον στενό συνεργάτη του Ντέιβιντ Φρίντμαν, έναν από τους θερμότερους υποστηρικτές του εβραϊκού εποικισμού – ενώ στις 22 Μαΐου προσευχήθηκε μπροστά στο Τείχος των Δακρύων, κάτι που δεν έχει ξανακάνει ποτέ Αμερικανός πρόεδρος.
Καλό θα είναι, δε, να μην ξεχνάμε ότι και η αντίπαλος του Τραμπ στις εκλογές του 2016, η «γερακίνα» Χίλαρι Κλίντον, βρίσκεται στην «καρδιά» του ισραηλινού λόμπι των ΗΠΑ, και έδειξε επανειλημμένα κατά τη θητεία της ως υπουργός Εξωτερικών πώς εννοεί τον ρόλο του «έντιμου μεσολαβητή» και των «ίσων αποστάσεων» στο μεσανατολικό πρόβλημα...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών