της Νάντια Ουρμπινάτι
Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
Ο φασισμός ποτέ δεν πέθανε. Σε μια ατομοκεντρική κοινωνία αντιπροσωπεύει την ανάγκη για συλλογική και ιεραρχική βεβαιότητα. Η αναστήλωση των πεπερασμένων συμβόλων δεν υποδηλώνει αφ' εαυτής μια επιστροφή στο παρελθόν, γιατί δεν πρόκειται περί αυτού. Η σκιά του φασισμού απλώνεται πάνω στη δημοκρατία, ακόμα και όταν, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, είναι γέννημα ενός αντιφασιστικού αγώνα. Η αιτία αυτής της ανθεκτικότητας δεν μπορεί να αποδοθεί, απλουστεύοντας, στη διαπίστωση ότι δεν είναι στέρεοι οι δεσμοί, η παιδεία και η κουλτούρα που κάνει αναφορά στα δικαιώματα. Το αντίθετο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Δηλαδή, ότι η επικράτηση της κουλτούρας των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η φιλελεύθερη αντίληψη, σε συνδυασμό με την έλλειψη συλλογικοτήτων αναφοράς -ικανών να απαλύνουν την ατομική μοναξιά- είναι η αιτία ενδυνάμωσης της επιταγής για κοινωνική ταυτότητα. Μια ανάγκη που εκφράζεται εν μέρει μέσα από τη φασιστική αντίληψη, δεδομένου ότι για τους πολλούς ο φασισμός δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τη βία και την έλλειψη ανοχής για το διαφορετικό (παρ' ότι αυτά είναι τα πιο εμφανή και ανησυχητικά χαρακτηριστικά).
Ο φασισμός ανακάμπτει στην καπιταλιστική δημοκρατική Δύση. Η αναζωπύρωση της ξενοφοβίας και του εθνικισμού (την οποία οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης ονύχων επιμένουν να τη χαρακτηρίζουν ως «λαϊκισμό») σηματοδοτούν μια λανθασμένη απάντηση, στην εκτράχυνση ενός κοινωνικού συστήματος που λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο εάν και εφόσον υφίσταται ένα δίκτυο μηχανισμών κοινωνικής αναφοράς ικανών να αφομοιώνουν τις εντάσεις που συνεπάγεται ο ατομικισμός, το είδωλο του οποίου λατρεύουν μόνο όσοι δεν είναι χειρώνακτες. Εν τη απουσία πλέγματος κοινωνικών δικαιωμάτων, η καλλιέργεια των ατομικών δικαιωμάτων μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Η γένεση της μεταπολεμικής δημοκρατίας εμπεριείχε την ελπίδα να περιλάβει τους εργαζόμενους και προσέκρουσε στο οχυρό του οικονομικού κατεστημένου το οποίο δεν ήθελε να περιορίσει την έφεσή του στη συσσώρευση, αναγνωρίζοντας ένα πλέγμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Η μεταπολεμική δημοκρατία γεννήθηκε στα ερείπια του παγκόσμιου πολέμου, όχι όμως και στα συντρίμμια μιας συλλογικής ηθικής [...].
Με την επικράτηση των ατομικών δικαιωμάτων, οι συλλογικότητες απογυμνώθηκαν από κάθε περιεχόμενο, παραμένοντας έκφραση μιας ηθικής εξέλιξης, ανεπαρκείς όμως να διασφαλίσουν την υπαρξιακή ευδαιμονία. Τα δικαιώματα είναι δαπανηρά, όχι μόνο για το κράτος, που είναι επιφορτισμένο με τη διασφάλισή τους, αλλά και για τους δικαιούχους. Ένα δικαίωμα είναι ένας μανδύας μοναχικότητας, που προσδιορίζει τη σχέση ελευθερίας ενός ατόμου σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους και την ίδια την κοινωνία.
Η απουσία δομημένων κοινωνικών σχέσεων, χωρίς τους ενδιάμεσους κοινωνικούς πυρήνες, οικογένεια - τοπική πρόνοια, είναι συνώνυμο μιας κοπιώδους ελευθερίας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φιλελεύθεροι σοσιαλιστές ποτέ δεν διαχώρισαν την ελευθερία από την κοινωνική δικαιοσύνη: την ηθική διάσταση που τη συνδέει εκ νέου με τα ατομικά δικαιώματα.
Δεν επιδιώκεται η δικαιολόγηση της αναγέννησης του φασισμού και της ανάδειξης των συμβόλων του παρελθόντος. Ισχυριζόμαστε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι αυτό το οποίο εμφανίζεται σαν μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν, συνιστά ένα σύγχρονο φαινόμενο, που απορρέει από τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες.
Είναι τρεις οι τομείς όπου αυτά είναι εμφανή· μόνο ένας μύωπας δεν θα τα έβλεπε. Ο πρώτος αφορά την παρακμή της νομιμοποίησης της πολιτικής, η οποία έχει χάσει κάθε ηθικό έρεισμα καθώς και εκείνο της προσφοράς και έγινε -τόσο για τη Δεξιά αλλά και την Αριστερά- ένα παιχνίδι προσωπικοτήτων, με τα κόμματα να συντάσσουν καρτέλ για την κατοχύρωση ηγεσιών και την προβολή νέων υποψήφιων, επιδιώκοντας την αποδοχή τους με ρητορικά τεχνάσματα, ενώ παράλληλα αποκλείουν την εμπλοκή των πολιτών στα κοινά - η εκπροσώπηση μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα αξίωμα.
Ένας άλλος τομέας αφορά στη αποδυνάμωση των κοινωνικών φορέων στήριξης [...] Ο τρίτος χώρος είναι ο ευρύτερη κοινωνία, ο κόσμος που καταδυναστεύεται από την υπαρξιακή μοναξιά, η οποία συνδέεται με την αποδόμηση της κοινωνικής ζωής.
Με άλλα λόγια, η εξατομίκευση του υποκείμενου, η μοναξιά των ατόμων, η επιδιωκόμενη μοναξιά αυτών που, όπως λέει ο Ούρλιχ Μπεκ, οραματίζονται ότι μπορεί να δώσουν "λύσεις βιογραφικές στις συστημικές αντιφάσεις" συνιστούν τον υπ’ αριθμό ένα κίνδυνο σε αυτή την συντεταγμένη οριζόντια κοινωνία. Αποτέλεσμα, και αυτό είναι εμφανές παρακολουθώντας τα κοινωνικά δίκτυα και ακούγοντας τους πολιτικούς μας, να διαπιστώνεται η απίσχνανση κάθε σχέσης με την Ιστορία, με τη μνήμη, τη γνώση όλων όσα άφησαν οι γενιές που προηγήθηκαν, ως εάν να είναι εφικτό το μέλλον να καταστεί αυτοφυές.
Απόσπασμα άρθρου της συγγραφέα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica», 12.7.2017
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου