του Παναγιώτη Νούτσου
Η αρχική πρόσληψη του έργου του Αλμπέρ Καμί από την ελληνική σκέψη υπήρξε αδρή και μονομερής. Είχε καταταχθεί στην αντίθετη όχθη προς τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», εκεί όπου εκτοπίζονται όσοι υποθάλπουν τον «ατομισμό», συστηματοποιούν τη σκέψη του κόσμου που «πάει προς τη δύση του» και κάνουν τέχνη την «απελπισία των κυρίων που εξαφανίζονται», κατά το αδίκημα που έμοιαζε να διαπράττει ο Καζαντζάκης με την επιτυχή θητεία του στον μυθιστορηματικό λόγο ή αντίστοιχα ο Καμί. Ο δεύτερος μάλιστα θεωρήθηκε υπεύθυνος για την «ηθική και πολιτική αποσύνθεση του προοδευτικού κοινωνικού κινήματος» στη Γαλλία («Η Αυγή», 5.10.1952, 4).
Ετσι, εντείνεται η αντιπαράθεση με τον Καμί για τον «αστικό πεσσιμισμό» του (Μ. Αυγέρης, «Η Αυγή», 19.6.1955, 2) και την εντός εισαγωγικών «φιλοσοφία» του (Κ.Δ. Σωτηρίου, «Η Αυγή», 20.5.1955, 2· βλ. τον Δ' τόμο της Σοσιαλιστικής σκέψης στην Ελλάδα, 1994, 292, 295, 69).
Σε μεγάλο βαθμό αναπαράγεται η εκτίμηση των διανοουμένων του Κ.Κ.Γαλλίας ή όσων συμπορεύονται μ’ αυτό, όπως ο Ζ-Π. Σαρτρ, έως τη χιονοστιβάδα της «αποσταλινοποίησης». Ο ίδιος ο Καμί πολύ νωρίς απομακρύνεται από το γαλλικό Κ.Κ. (1934), χωρίς να διστάσει να πρωταγωνιστήσει στην αντιστασιακή (1943) παρισινή εφημερίδα Combat (βλ. το βιβλίο μου: Philosophy, 2009: 23, 26).
Πάντως, ως προς το θεατρικό του έργο, η μετονομασία του «Théâtre du Travail» (1936) σε «Théâtre de l’ Equipe» (1937), δηλαδή ως μετάβαση από τον κόσμο της «εργασίας» στο «πνεύμα αλληλεγγύης», είναι ενδεικτική του κλίματος που συνέχει τον «Καλιγούλα» (1938) – ένα έργο που στη συνέχεια θα συγκρατήσει την ένταση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ώσπου να εμφανιστεί για πρώτη φορά στη σκηνή στο Παρίσι το 1946.
Ο συγγραφέας του ήδη θα έχει καταστεί πλήρως αναγνωρίσιμος δοκιμιογράφος (για παράδειγμα με τον «Μύθο του Σίσυφου», 1943) και μυθιστοριογράφος, με σειρά κειμένων που βέβαια επικοινωνούν με το θεατρικό του έργο. Για παράδειγμα: «Ο κόσμος που ζω μου προξενεί αηδία, αλλά αισθάνομαι να ’μαι κοντά στους ανθρώπους που πάσχουν» ή «Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε» (L’ homme révolté, Paris 1951, 212, 36˙ το βιβλίο είχα αξιοποιήσει στα πρώτα δοκίμιά μου: Τεχνικός και καλλιτεχνικός κόσμος, 1971 :11, 18 και Η γλωσσική δοκιμασία της Δύσης, 1973: 2, 8, 10, 11).
Χωρίς να αγνοηθεί η διπλωματική του εργασία («Μεταφυσική του Χριστιανισμού και Νεοπλατωνισμός», 1936) έχει καταγραφεί μια καίρια συνιστώσα του συνολικού του έργου: ο Καμί «σκέφτεται ως καλλιτέχνης και αισθάνεται ως φιλόσοφος» με τρία επιμέρους «καθήκοντα της φιλοσοφίας»: το «παράλογο (και την εξέγερση), την κριτική και τη σκέψη του μεσημεριού» (βλ. Γ. Πρελορέντζος, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960, Αθήνα 2016, 420). Πρόκειται για τη νεανική του απόφανση: «Σκεφτόμαστε μόνο με εικόνες. Αν θέλεις να είσαι φιλόσοφος, γράψε μυθιστορήματα» ή «οι εικόνες δεκαπλασιάζουν τη φιλοσοφία» («Σημειωματάρια». Βιβλίο πρώτο, Μάιος 1935 - Φεβρουάριος 1942, μτφρ., Ν. Καρακίτσου - Dougé, Μ. Κασαμπάλογλου - Roblin, 2017, 23, 251).
Στον «Καλιγούλα», με δεδομένη την αδιάπτωτη συνεργασία του συγγραφέα του με τον δάσκαλό του καθηγητή της Φιλοσοφίας Ζαν Γκρενιέ, η λεκτική παράκαμψη της φιλοσοφίας (κατά τον «Ηλικιωμένο Πατρίκιο»: «Θα σε πείραζε να πάψεις να φιλοσοφείς; Το απεχθάνομαι») υπερκαλύπτεται από μια συγκεκριμένη φιλοσοφική στάση που είναι ολοένα και εμφανέστερη.
Επίσης, είναι αντιληπτή η αξιοποίηση μιας διακριτικής «αίσθησης της ιστορίας» ή του «ιστορικού πνεύματος» («Σημειωματάρια», 158, 182). Ο,τι δηλαδή συμβαίνει και στην «Πανούκλα» (1947), όπου ο «αφηγητής παίζει το έργο του ιστορικού» αντλώντας από τον Θουκυδίδη (Fr. Hartog, Évidence de l’ histoire, Paris 2005, 244, 338˙ βλ. και «Σημειωματάρια», 249). Στον «Καλιγούλα» πρωταγωνιστεί ο μικρός που μεγάλωσε στη Γερμανία, φορώντας στρατιωτικές αρβύλες («caliga», δηλαδή «Αρβυλάκιας»), γίνεται Καίσαρας («Germanicus») που εκστράτευσε σε Ανατολή και Δύση (Γαλατία, Βρετάνη) για το «μεγαλείο της Ρώμης» και την «Αυτοκρατορία» της, ώσπου να τον μαχαιρώσουν οι πατρίκιοι, «μετατρέποντας» το γέλιο του σε επιθανάτιο ρόγχο.
Αν ληφθούν υπόψη οι χρονολογίες συγγραφής και πρεμιέρας του έργου, δεν ήταν άστοχη η αναγωγή του Καλιγούλα σε Χίτλερ (βλ. και «Σημειωματάρια», 165, 180, 226). Ολα τα παραθέματα του «Καλιγούλα» που προηγήθηκαν αντλήθηκαν από την ελληνική μετάφραση της Φρ. Αρβανίτη. Δημοσιεύτηκε για να αξιοποιηθεί από την παράσταση που με εξαιρετική επιτυχία πραγματοποίησε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Και για να μην ξεχαστεί η τρίτη εστία της φιλοσοφικής στάσης του Καμί, η «σκέψη του μεσημεριού» («pensée de midi»), παραπέμπω στο βιβλίο της Μ. Χατζηγιακουμή «Η αίσθηση της ιστορίας στο έργο του Οδ. Ελύτη» (2 2014). Συνάμα θα επιμείνω στο δοκίμιό του «Το καλοκαίρι» (1939): «Χόρταινα τις δύο δίψες μου, αυτές τις δίψες που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μαραίνεις το είναι σου: το ν’ αγαπάς δηλαδή και να θαυμάζεις».
* ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου