Στην εκπνοή του χρόνου, επιτρέψτε μου να παρουσιάσω ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα σιμά στο τέλος του.
Στα χνάρια των παλιών ταξιδιωτών ο Γιώργος Χατζελένης μου/μας πρόσφερε ένα οδοιπορικό στα Δυτικά Βαλκάνια, με τη ματιά του ανθρώπου που σκύβει με αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον στον τόπο που επισκέπτεται και στοχάζεται με αφορμή τα τοπία, τη γεωγραφία, τη φύση, τους ανθρώπους και τα δημιουργήματά τους, τα μνημεία, τους δρόμους, τα σπίτια, την ιστορία, τον καθημερινό βίο, το παρόν και το παρελθόν των γειτονικών μας χωρών.
Το βιβλίο του δεν είναι ένας ακόμη τουριστικός οδηγός, γιατί ο συγγραφέας και η παρέα του δεν πραγματοποίησαν αυτό το ταξίδι σαν τρελαμένοι τουρίστες που τρέχουν να απαθανατίσουν την ύπαρξή τους στα προβεβλημένα τοπόσημα των ταξιδιωτικών πρακτορείων.
Ο Γ. Χατζελένης και οι δύο φίλοι του, στους οποίους μάλιστα αφιερώνει το βιβλιο, οργάνωσαν μόνοι τους το οδοιπορικό σε έξι χώρες. Στην πορεία δεν ανακάλυψαν μόνο τις αθέατες όψεις των τόπων που επισκέφθηκαν αλλά και τις κρυμμένες πτυχές του εσωτερικού τους κόσμου.
Το ταξίδι είχε διπλή παράλληλη πορεία. Μία προς τη θέαση του εξωτερικού κόσμου και μία προς τα μέσα, στα ενδότερα αφανή στρώματα της ψυχής τους. Έτσι η διαδρομή εμπλουτίστηκε φιλοσοφικά με τους κραδασμούς που προκαλεί η βαθύτερη ματιά στα πράγματα. Αυτή είναι η διαφορά και το χάρισμα του βιβλίου.
Στα χνάρια ενός Βενιαμίν της Τουδέλης(12ος αιώνας) και του Κυριακού Αγκωνίτη (14ος αιώνας) ή ενός Πουκεβίλ(18ος αιώνας), για να μην αναφέρω τους δυτικούς περιηγητές του 19ου αιώνα στη Βαλκανική ενδοχώρα, ο Γιώργος Χατζελένης με πήρε στα βήματά τους και με συνεπήρε τόσο η περιγραφή του που ονειρεύομαι το επόμενο ταξίδι προς την αγαπημένη αυτή περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς μας, μήπως και προλάβω να νιώσω το πνεύμα της προτού προλάβει να το αλλοιώσει εντελώς η περίφημη τουριστική ανάπτυξη. Κι αν δεν καταφέρω να πάω, θα έχω κερδίσει αυτήν την "άλλη ματιά" και στα κοντινά μου τοπία.
Εχω ταξιδέψει στη Σερβία, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία και τη Β. Μακεδονία αλλά όχι στην Αλβανία, στο Μοντενέγκρο την Κροατία και την Σλοβενία. Θα είναι η επόμενη έξοδος.
Το οδοιπορικό, που εξελίσσεται σε 529 σελίδες και με ασπρόμαυρες φωτογραφίες (εξαιρετική επιλογή, σαν γκραβούρες, θύμισαν τα παλιά βιβλία ) άνοιξε τον ορίζοντά μου πλουτίζοντάς τον με εικόνες, μελωδίες, γεύσεις, κουβέντες με τους ντόπιους, στοχασμού κοινωνικούς και πολιτικούς για παλιά και πρόσφατα γεγονότα της ιστορίας των πολύπαθων Βαλκανίων.
Ανέτρεψε στερεότυπα, διηγώντας τα όλα με έξοχη λογοτεχνική γλώσσα, με αναφορές σε ταινίες, μουσικές και διαβάσματα που πολύ αγάπησα.
Το αιτούμενο είναι να μην είμαστε τουρίστες ούτε στη ζωή ούτε στα ταξίδια. Η προοπτική του αληθινού περιηγητή απαιτεί υπομονή, χρόνο και ενατένιση, όχι την ταχύτητα και τη φευγαλέα ματιά της ρηχής καθημερινότητάς μας ούτε βέβαια πεντάστερα ξενοδοχεία, SPA, αγορές και λουξ παροχές.
Την κατάδυση στην απλότητα της ομορφιάς απόλαυσα στην ξενάγηση του Χατζελένη, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, εργάζεται ως συντηρητής αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Δυσκολεύτηκα να διαλέξω ένα απόσπασμα γιατί θα αδικούσα το σύνολο.
Κάποια βιβλία δε μας ταξιδεύουν απλώς, μας κάνουν καλύτερους με τον ανθρωπισμό που εκλύει σαν άρωμα κάθε γραμμή τους.
Οι Βαλκανευτές ανήκουν σ' αυτά.
Το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη “Βαλκανευτές” περιγράφει το ταξίδι με αυτοκίνητο τριών φίλων στα δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για ένα σύγχρονο road trip στην καρδιά των Βαλκανίων. Το αυτοκίνητο ξεκινάει το ταξίδι του από την Αθήνα, διασχίζει την Ελλάδα φτάνει στα σύνορα με την Αλβανία και στη συνέχεια “χάνεται” σε τόπους ξένους. Βουτάει στην ιστορία των λαών που συναντάει και αναδύεται στο παρόν και στο σήμερα για να πιάσει τον παλμό της καθημερινής ζωής και των ανθρώπων.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεματολογικά το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην περιγραφή του ταξιδιού, στις εκτενείς κι εμπεριστατωμένες ιστορικές αναφορές και στην εσωτερική ενδοσκόπηση του συγγραφέα. Ίσως να μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε μία τέταρτη κατηγορία, τον σχολιασμό της ελληνικής πραγματικότητας.
Σε ότι αφορά στο ταξίδι, η παρέα των νέων ανδρών ακολουθεί τον χάρτη, επισκέπτεται τα μνημεία της κάθε πόλης, τα καφέ, τις μπιραρίες, τα εστιατόρια. Φλερτάρει, ανακατεύεται στις αγορές με τους ντόπιους και γενικά κάνει ό,τι θα έκανε και ο κάθε ξένος επισκέπτης. Μόνο που η δική τους επίσκεψη έχει έναν προσκυνηματικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας δεν βλέπει απλώς τους ανθρώπους, του κάθε τόπου. Δεν τους προσπερνάει. Τους παρατηρεί. Το βλέμμα του τους σκανάρει, σχεδόν ηδονοβλεπτικά. Προσπαθεί να μαντέψει και άλλοτε είναι σίγουρος για τα κίνητρα των πράξεων τους, για τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους.
Διαβάζουμε:
“Σε ένα από αυτά τα φαρδιά σκαλοπάτια κάθονταν δύο κοπέλες κι απολάμβαναν τον τον απογευματινό τους καφέ, ενώ διπλά τους ένας κύριος διάβαζε προσηλωμένος την εφημερίδα του. Η όψη του μου κέντρισε την προσοχή καθώς κουβαλούσε την αύρα ενός αυτοεξόριστου συγγραφέα που επιθυμούσε να κρυφτεί από κάποιο παρελθόν, έχοντας συντροφιά ένα πανέμορφο σκυλί.”
Οι τρεις φίλοι στέκονται με θαυμασμό απέναντι στα δημιουργήματα των ανθρώπων και απολαμβάνουν στο έπακρο τα μνημεία της φύσης. Τα νιώθουν με όλες τις αισθήσεις τους. Ένα παράλληλο ταξίδι των αισθήσεων που ξεκινάει με το βλέμμα στο καινούργιο, με τους ήχους των δρόμων, τις μυρωδιές από τα πλακόστρωτα στενά των ιστορικών κέντρων των πόλεων, τις ιδιαίτερες γεύσεις και τη βροχή που πέφτει πάνω τους. Γιατί αυτή η βροχή είναι σαν να ποτίζει για πάντα τις ψυχές τους με τα τοπία.
Διαβάζουμε:
“Μέσα σ΄ αυτό το βροχερό σύθαμπο, ήχοι και μυρωδιές ξύπνησαν τη ναρκωμένη μου παιδικότητα. Κοιτούσα τις λακκούβες που είχαν γεμίσει νερό και γλιστρούσα πάνω στη ρευστή τους επιφάνεια που χοροπηδούσε ασταμάτητα από τις σταγόνες της βροχής.”
Παράλληλα με την περιγραφή του ταξιδιού, εκτενείς είναι και οι ιστορικές αναφορές. Ο συγγραφέας δεν μας παρασύρει μόνο στον τόπο αλλά μας καθοδηγεί και στον χρόνο μέσα από τα ιστορικά γεγονότα τόσο της μακρινής όσο και της πρόσφατης ιστορίας των λαών που άλλαξε τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής των Βαλκανίων. Ο αναγνώστης αποκομίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, την εντύπωση ότι οι Βαλκανευτές - οι ταξιδευτές των Βαλκανίων – στέκονται με σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους, στους τόπους και στην ιστορία. Και αυτό είναι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα, ο οποίος δεν περιγράφει απλά, αλλά εξιστορεί τα γεγονότα με τρόπο που φανερώνει φροντίδα και επιμέλεια χωρίς να φοβηθεί να πάρει θέση απέναντι στην ιστορία.
Διαβάζουμε:
“Για μια ακόμα φορά ξεπήδησαν από μέσα μου πολλά ερωτήματα προσπαθώντας να κάνω εικόνα το Σπλιτ να βομβαρδίζεται από το Σπλιτ. Τι είναι τελικά το έθνος; Είναι πράγματι μια αιώνια πραγματικότητα ή μια αρχέγονη κι ανεξάλειπτη οντότητα που στηρίζεται στην ανθρώπινη ύπαρξη κι επομένως επηρεάζει διαρκώς το ανθρώπινο γίγνεσθαι; Ή πρόκειται για μια προσωρινή πραγματικότητα;”
Αυτό όμως που πραγματικά κάνει απολαυστική την ανάγνωση του βιβλίου είναι το εσωτερικό ταξίδι του αφηγητή στον κόσμο των προσωπικών του αναζητήσεων. Άλλοτε με αφορμή την εικόνα και άλλοτε αναίτια και εντελώς συνειρμικά, ο αφηγητής βρίσκει ευκαιρία και καταβυθίζεται στις προσωπικές του σκέψεις. Και είναι τόσο πραγματική και οικεία αυτή η εικόνα του ταξιδιώτη – στοχαστή. Γιατί με τα ταξίδια μπορεί να καταφέρνουμε να δραπετεύουμε από την καθημερινότητα, όμως ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από τον εαυτό μας τον ίδιο όσο μακριά και αν πάμε. Και όσο ευγενικός – γιατί πράγματι, και ας μου επιτραπεί να πω, ότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Χατζελένη θα πρέπει να είναι η ευγένεια – όσο ευγενικός λοιπόν είναι ο συγγραφέας με τη στάση του απέναντι στους ανθρώπους, φίλους και ξένους, τόσο αυστηρός και σκληρός στέκεται απέναντι στον εαυτό του. Έτσι ανελέητα και μια σχεδόν ηδονική εμμονή πηγαίνει όλο και πιο βαθιά στον ψυχισμό του.
“Ήρθαν πάλι να με ταράξουν διάφορες σκέψεις που σχετίζονταν με το πέρασμα του χρόνου. Σκέψεις που με αγχώνουν όταν συνειδητοποιώ πως κάθε λεπτό που περνάει φθείρει όχι μονάχα το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου. Πίεσα το μυαλό μου και αναζήτησα μια φυγή, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξω τον πανικό. Τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να βυθιστώ απεγνωσμένος σε ανήσυχα όνειρα που με ξυπνούσαν συνεχώς. Όμως ακόμα και σε αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση, παρηγοριόμουν στη σκέψη πως είναι προτιμότερη από μια νύχτα δίχως όνειρα, διότι περισσότερο από το πέρασμα του χρόνου, με τρόμαζε ο μαύρος ύπνος που μοιάζει αρκετά με πρόβα θανάτου.”
Ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει:
“Νομίζω πως η σημερινή μέρα είναι ιδανική για μια ακόμη ενδοσκόπηση. Αυτός ο ψυχρός ήλιος, που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα του ουρανού δίχως ορίζοντα διεισδύει ευλαβικά και ανεμπόδιστα εντός μου μέσα από τις μικρές οπές των δύο υπνωτισμένων μου ματιών. Αυτό το απαλό φως αρκελι για να μπορέσω να ατενίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Όμως είναι στιγμές που φοβάμαι να εισχωρήσω πιο βαθιά μήπως και δεν βρω κάποιο νόημα”
Όπως προανέφερα, χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του συγγραφέα για την ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Σκέψεις που μας μεταφέρουν από το άγνωστο στο οικείο και που προσωρινά διακόπτουν τη γραμμική αφήγηση.
“Όμως, αν το καλοσκεφτώ νομίζω πως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας αποφεύγουν να δεθούν μαζί της. Μια σπάνια μη λειτουργική σχέση μεταξύ κατοίκων και πόλης, που ξεκίνησε όταν άρχισε να συγκεντρώνεται η μισή Ελλάδα στο λεκανοπέδιο της Αττικής.”
και πιο κάτω ο συγγραφέας μας λέει:
“Εκείνη την Παρασκευή που γέμισε η πλατεία Συντάγματος από χιλιάδες νέους που τάσσονταν υπέρ του “όχι”, εγώ βρισκόμουν στο πλοίο και ταξίδευα για Χίο. Οι τηλεοράσεις που ήταν διασκορπισμένες στα σαλόνια του καραβιού εξακολουθούσαν να τρομοκρατούν τους πολίτες με κάθε τρόπο.”
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη τοποθέτηση για τους Βαλκανευτές, θα ήθελα να επισημάνω τον πλούσιο λόγο του Γιώργου Χατζελένη. Η γραφή του είναι γενναιόδωρη, χωρίς να λυπάται να ξοδευτεί στις ενδελεχείς περιγραφές.
Διαβάζουμε:
“Σε μια από τις γέφυρες του ποταμού που διασχίσαμε, συναντήσαμε δυο δράκους που έστεκαν φρουροί του περάσματος. Με το στητό τους σώμα και τους σφιγμένους τους μυς μαρτυρούσαν την επιφυλακτική τους στάση καθώς επιτηρούσαν όσους περνούσαν από εκεί για να ανηφορήσουν προς το φρούριο. Τα γαμψά τους νύχια μπήγονταν στις τσιμεντένιες βάσεις και το στόμα τους ανοιχτό με α κοφτερά δόντια έχασκε απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, προσπαθώντας να επιβληθούν με την επιθετική τους όψη. Όμως πίσω από το τρομακτικό τους παρουσιαστικό κρυβόταν επιδέξια ένα βλέμμα τρομαγμένο.”
Μέσα από το ταξίδι των Βαλκανευτών, πέρα από του τόπους, τους λαούς και την ιστορία τους, ο αναγνώστης θα κάνει ένα παράλληλο ταξίδι στον ψυχισμό του συγγραφέα και θα ταξιδέψει μαζί του στις απορίες που γεννούν στο νου οι παναθρώπινες αξίες. Θα έρθει αντιμέτωπος με ανομολόγητες φοβίες και αδιέξοδα κοινά και για τον ίδιο. Θα βρεθεί όμως μπροστά και σε μια αξία δυνατή χαλκευμένη από την κοινή πορεία στον χρόνο και από την ανιδιοτέλεια. Θα γνωρίσει την αληθινή φιλία. Γιατί εκτός από όλα όσα ανέφερα παραπάνω, το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη είναι ένας ύμνος στη φιλία, στην αποδοχή και στον σεβασμό του πλουραλισμού της γνώμης και των απόψεων. Και προχωρώντας ακόμα περισσότερο τη σκέψη μου, το βιβλίο είναι μια δυνατή φωνή απέναντι στον ρατσισμό κάθε είδους.
Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου "Βαλκανευτές" που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου στο cafe-bar το "Μπλέ Ελάφι"
(Παύλου Μελά 42). Διοργανωτής της παρουσίασης ήταν το βιβλιοπωλείο η "Στοά του βιβλίου" του Δημήτρη Μόσχου κι οι εκδόσεις Ενύπνιο. Την παρουσίαση υποστήριξαν η τοπική εφημερίδα "Χρόνος" και το τοπικό κανάλι "Top Channel".
Για το βιβλίο μίλησαν οι:
Ελένη Γκόρα, Δρ. Δημιουργικής Γραφής
Εύα Αραμπατζή, συγγραφέας
Σταύρος Γαβριηλίδης, ιστορικός
Την παρουσίαση συντόνισε ο δημοσιογράφος κι εκδότης Ιωάννης Κωσταρέλλας.
Πριν επτά χρόνια υπήρξα περαστικός στη Σόφια. Η μονοήμερη διαμονή μου στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας αρκούσε για να συνειδητοποιήσω πως είναι μια παρεξηγημένη και αδίκως υποτιμημένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Επιστρέφοντας από εκείνο το ταξίδι, έβαλα σκοπό να επισκεφθώ ξανά τη Βουλγαρία για να μπορέσω να δω με άλλο μάτι τις καλά κρυμμένες ομορφιές της και για να αφιερώσω περισσότερο χρόνο τόσο στη Σόφια όσο και σε κάποιες άλλες πόλεις της. Πραγματοποίησα την υπόσχεσή μου το φετινό φθινόπωρο, όπου μέσα από μια εβδομαδιαία οδοιπορική περιπλάνηση στην καταπράσινη βαλκανική χώρα, συμπέρανα πως οι βουλγαρικές πόλεις είναι πανέμορφες, ατμοσφαιρικές, ανθρώπινες, ήρεμες και πλούσιες σε ιστορία και μνημεία.
Η Σόφια είναι η 14η μεγαλύτερη πόλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με πληθυσμό πάνω από 1,3 εκατομμύρια κατοίκους. Η γεωγραφική της θέση είναι μοναδική καθώς βρίσκεται στο κέντρο της βαλκανικής χερσονήσου μεταξύ Μαύρης Θάλασσας κι Αδριατικής, αλλά η πιο κοντινή της θάλασσα είναι το Αιγαίο. Η Σόφια θεωρείται πως είναι η δεύτερη αρχαιότερη πόλη στην Ευρώπη καθώς έχει ίχνη κατοίκισης από το 7000 π.Χ., με αρχαιότερη επίσημη αναφορά της πόλης τον 7ο αιώνα π.Χ. Γι' αυτό το λόγο έχει το "μότο" πως είναι μια πόλη που "μεγαλώνει αλλά δεν γερνά". Η Σόφια είναι χτισμένη σε υψίπεδο 545 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Βίτοσα, κατατάσσοντάς της στην πρώτη υψομετρική θέση των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, αποτελούσε πάντοτε σημαντικό σταυροδρόμι πολλών αυτοκρατοριών, κάτι το οποίο μαρτυρείται με τα πολλά ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά της μνημεία.
Σε αντίθεση με την κρατούσα σλαβική ετυμολογία των υπολοίπων βουλγαρικών πόλεων, το όνομα Σόφια προέρχεται από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Τα αρχαιότερα έργα, στα οποία έχει καταγραφεί το όνομα αυτό, είναι ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου της Σαρδικής, ένας διάλογος μεταξύ δύο εμπόρων από το Ντουμπρόβνικ γύρω στα 1359, ο Καταστατικός Χάρτης της Βίτοσα του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Σισμάν του 14ου αιώνα και οι σημειώσεις ενός εμπόρου, επίσης από το Ντουμπρόβνικ, του 1376. Στα έγγραφα αυτά η πόλη αναφέρεται Σόφια, αλλά συγχρόνως η περιοχή και οι κάτοικοί της ονομάζονται ακόμη με την παλαιότερη ονομασία Σρεντέτσεσκι. Η συγκεκριμένη ονομασία προέρχεται από το σλαβικό όνομα Σρέντετς, που πρωτοεμφανίσθηκε σε γραπτά κείμενα του 11ου αιώνα και παρέμεινε σε χρήση μεταξύ των ντόπιων Βουλγάρων μέχρι και τον 20ό αιώνα. Το 1879, η Σόφια έγινε πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, ενώ το 1944, μετά την είσοδο του ρωσικού στρατού στη χώρα, ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Κομμουνιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.
Αναχωρήσαμε πρωί από τα ΚΤΕΛ της Θεσσαλονίκης, για να φτάσουμε μεσημέρι στη Σόφια, έχοντας κάνει στο ενδιάμεσο μια σύντομη στάση στον συνοριακό έλεγχο και στη φοιτητούπολη Μπλαγκόεβγκραντ, ενώ κατά τη διάρκεια της διαδρομής προσπεράσαμε διάφορα άγνωστα γραφικά χωριά της βουλγαρικής υπαίθρου. Η ηλιόλουστη Σόφια μας υποδέχτηκε με ένα ψηλό γκρίζο τείχος σοσιαλιστικών μπλοκ που έστεκαν σαν παρελθοντικοί φρουροί στα προάστειά της. Η μονοτονία αυτών των τσιμεντένιων γιγάντων έσπαγε με τις διακριτές πολύχρωμες πινελιές των μικρών μπαλκόνια τους. Όμως, θεωρώ πως οι τσιμεντένιοι όγκοι λειτουργούσαν κι ως προστάτες της άγνωστης ομορφιάς που κρύβει η συγκεκριμένη πόλη.
Φεύγοντας από τον σταθμό των λεωφορείων κι εισχωρώντας στο κέντρο της Σόφιας, παρατήρησα πως υπάρχουν πάρα πολλές εκτεταμένες πράσινες ζώνες και τεράστια πάρκα. Περισσότερο συναντούσες διάσπαρτες πολυκατοικίες μέσα σε πράσινες εκτάσεις παρά μικρές οάσεις πρασίνου εγκλωβισμένες ανάμεσα σε κτίρια. Από τα μεγάλα πάρκα της πόλης ξεχωρίζουν ο Κήπος Μπορίσοβα και τα πάρκα Νότιο, Δυτικό και Βόρειο. Υπάρχουν όμως κι αρκετά άλλα μικρότερα όπως ο Δημοτικός Κήπος και ο Κήπος των Γιατρών, τα οποία βρίσκονται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου. Επίσης υπάρχει και το Φυσικό Πάρκο Βίτοσα, το οποίο είναι κι ο παλαιότερος εθνικός δρυμός των Βαλκανίων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του ομώνυμου όρους, καταλαμβάνοντας μια έκταση 270 τ.χλμ. Το εντυπωσιακό είναι πως το συγκεκριμένο πάρκο-δρυμός βρίσκεται εντός των όριων της πόλης. Κατά τη γνώμη μου, η Σόφια είναι ένα πελώριο πάρκο.
Μπαίνοντας στο ιστορικό κέντρο, μας καλωσόρισε ο επιβλητικός καθεδρικός ναός του Αλέξανδρου Νιέφσκι κι η κομψή ρωσική εκκλησία με τους χρυσούς της τρούλους και τη φουντωτή ιτιά στον προαύλιο χώρο της. Η όψη της πόλης άλλαξε απότομα καθώς τα σοσιαλιστικού ύφους κτίρια αντικαταστάθηκαν με αναγεννησιακά και μπαρόκ μέγαρα, τα οποία ανταγωνίζονταν με τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο των προσόψεών τους. Επίσης, μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα παλιά ειδικά φυλάκια που χρησιμοποιούσαν οι τροχονόμοι για να ελέγχουν την κυκλοφορία, που λόγω του χαρακτηριστικού τους σχήματος, οι κάτοικοι τα ονομάζουν «χωνάκια παγωτού». Και φυσικά, τα πάρκα που εξακολουθούσαν να κυριαρχούν, προσφέροντας μια διάθεση ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες της πόλης.
Η Σόφια είναι μια πόλη απλωμένη κι αραιοκατοικημένη. Παρόλο που έχει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους, η έκτασή της φτάνει στο μέγεθος της Αθήνας. Μπορεί οι αποστάσεις να είναι μεγάλες όμως υπάρχει εξαιρετική συγκοινωνία κι οι συνοικίες της έχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Επίσης, η πόλη έχει μια ποικιλία καλοδιατηρημένων μνημείων, τα οποία αναδεικνύονται με σεβασμό, όπως οι αρχαιότητες που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια των έργων κατασκευής του σταθμού μετρό στην πλατεία Λάργκο και διατηρηθήκανε στη θέση τους, σε αντίθεση με το έγκλημα που σημειώθηκε στο σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Με τις εικόνες που αντίκρισα μέσα από τις πρώτες μου περιπλανήσεις στη Σόφια, θεωρώ πως οι κάτοικοι της μπορούν να περηφανεύονται για μια καταπληκτική ποιότητα ζωής σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό της χώρας μας, ο οποίος ζει στο δικό του τόπο και χρόνο.
Οι περιπλανήσεις μου στις όμορφες γωνιές της Σόφια που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, ξεκινούσαν από τον πεζόδρομο Βίτοσα, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το τεράστιο βουνό που δεσπόζει πάνω από την πόλη. Στον συγκεκριμένο πεζόδρομο χτυπάει ο παλμός της Σόφιας, καθώς οι κάτοικοι της τον επιλέγουν για τις αγορές τους αλλά και για τον καφέ τους.
Η μια άκρη του πεζόδρομου καταλήγει στην τεράστια πλατεία της Βουλγαρίας. Η συγκεκριμένη πλατεία συνδέεται με το πάρκο Yuzhen μέσω μιας εναέριας πεζογέφυρας, η οποία παρόλο που δεν έχει επίσημο όνομα, είναι δημοφιλής στους ντόπιους ως η "Γέφυρα των Ερωτευμένων", διότι πολλά ερωτευμένα ζευγάρια κάθονται εκεί τα καλοκαιρινά βράδια, χαζεύοντας τα οχήματα που περνούν από κάτω τους. Επίσης, στη πλατεία της Βουλγαρίας βρίσκεται το NDK, ή αλλιώς «Εθνικό Παλάτι Πολιτισμού», το οποίο είναι ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της πόλης. Πρόκειται για το μεγαλύτερο, πολυλειτουργικό Συνεδριακό και Εκθεσιακό Κέντρο στη νοτιοανατολική Ευρώπη, το οποίο άνοιξε τις πύλες του το 1981 για τον εορτασμό της 1300ης επετείου της Βουλγαρίας. Στα εγκαίνιά του είχε τραγουδήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. Με έκταση 123.000 τετραγωνικών μέτρων σε οκτώ ορόφους και τρία υπόγεια επίπεδα, το Εθνικό Παλάτι Πολιτισμού διαθέτει 13 αίθουσες και 15.000 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακού χώρου, ενώ παράλληλα διαθέτει εμπορικό κέντρο και χώρο στάθμευσης. Στην κύρια αίθουσά του μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 3.000 άτομα. Τον Ιούλιο του 2005 ανακηρύχθηκε ως το καλύτερο Συνεδριακό Κέντρο στον κόσμο, από τον Διεθνή Οργανισμό Συνεδριακών Κέντρων.
Η άλλη άκρη του πεζόδρομου Βίτοσα φτάνει στον πολυσύχναστο κόμβο Σερντίκα (Sedika) ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το ρωμαϊκό όνομα της πόλης Ουλπία Σερδίκη (Ulpia Serdika). Εκεί βρίσκεται το στιβαρό Μέγαρο της Δικαιοσύνης (Sadebna Palata), από το οποίο ξεχωρίζουν οι δυο λέοντες που στέκουν άγρυπνοι φρουροί στην είσοδό του και το πολυτελέστατο ξενοδοχείο "Sofia Hotel Balkan". Επίσης, πάνω στην πλατεία του κόμβου, στέκει ο καθεδρικός ναός της Αγίας Κυριακής (Sveta Nedelya), ο οποίος χτίστηκε μεταξύ 1856-1863 κι ανακατασκευάστηκε το 1925 μετά από μια βομβιστική επίθεση που υπέστη. Η ιστορία της εκκλησίας πηγαίνει πάρα πολύ πίσω στον χρόνο και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, καθώς έχει καταστραφεί και έχει ξαναχτιστεί πολλές φορές. Πιθανότατα, η πρώτη εκκλησία που χτίστηκε στο σημείο αυτό να ήταν τον 10ο αιώνα και ήταν ξύλινη με πέτρινα θεμέλια. Ωστόσο η πρώτη αναφορά, γι' αυτήν γίνεται από έναν Γερμανό περιηγητή το 1578. Στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου ονομαζόταν "ο Άγιος Βασιλέας" (Свети Крал), επειδή στην εκκλησία αυτή είχαν τοποθετηθεί τα οστά του Σέρβου βασιλέα Στέφανο Ούρο Β' Μιλουτίν (Стефан Урош II Милутин 1253-1321). Όμως στις 25 Απριλίου του 1856, άρχισε να χτίζεται στη θέση της ένας νέος εντυπωσιακός καθεδρικός ναός, ο οποίος άνοιξε επίσημα στις 11 Μαΐου του 1867, ενώ το 1898 προστέθηκαν νέοι τρούλοι στην οροφή του. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στον σεισμό του 1858 που προκάλεσε αρκετές ζημιές στη μέχρι τότε κατασκευή του. Στις 16 Απριλίου του 1925, κατά την διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας για τον Στρατηγό Κονσταντίν Γεοργκίεβ (Константин Георгиев), ο οποίος είχε σκοτωθεί από επίθεση κομμουνιστών στις 14 του ίδιου μήνα, η στέγη του ναού κατέρρευσε μετά από έκρηξη βόμβας. Η ενέργεια έγινε από μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι είχε ως στόχο τον Τσάρο Μπόρις Γ'. Εκείνος κατάφερε να γλιτώσει από την απόπειρα δολοφονίας του, και σαν αντίποινα οδήγησε στον θάνατο πάνω από 150 άτομα, από τα οποία τα περισσότερα ανήκαν στην στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Η εκκλησία πήρε την σημερινή της μορφή μετά τις ανακαινίσεις που σημειώθηκαν στο διάστημα από το καλοκαίρι του 1927 έως την 7η Απριλίου του 1933. Το εικονοστάσι της, το οποίο είχε γλιτώσει από την έκρηξη του 1925, έχει φιλοτεχνηθεί πιθανότατα γύρω στο 1856, ενώ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 1971-1973. Ωστόσο μου δημιουργήθηκε μεγάλη απορία για την αγιογράφηση του ναού κατά την διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.
Κάτω από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής απλώνεται το διασημότερο κομμάτι της πόλης, το οποίο είναι το αρχιτεκτονικό σοσιαλιστικό σύμπλεγμα της πλατείας του Λάργκο. Το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα χτίστηκε το 1950 και θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής», η οποία μετέβαλε αισθητά την αρχιτεκτονική γραμμή του ιστορικού κέντρου, που μέχρι τότε αποτελούσε έναν συνδυασμό Νεομπαρόκ, Νεοροκοκό, Νεοαναγέννησης και Νεοκλασσικισμού. Το κεντρικό κτήριο υπήρξε η έδρα της Κομμουνιστικής Κυβέρνησης, που εγκαθιδρύθηκε στη Βουλγαρία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1944.
Στην πλατεία του Λάργκο υπάρχουν πολλά μνημεία κι αξιοθέατα που μπορεί να θαυμάσει κανείς. Αρχικά, το βλέμμα πέφτει σε μια στήλη 15 μέτρων, όπου στέκει το χάλκινο άγαλμα της Αγίας Σοφίας. Το μνημειακό γλυπτό ανεγέρθηκε το 2000 και το συνολικό του ύψος είναι 24 μέτρα, παίρνοντας τη θέση που κατείχε παλαιότερα ένα άγαλμα του Λένιν. Ακριβώς κάτω από το χάλκινο άγαλμα της Αγίας Σοφίας, βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Πέτκας των Σελοποιών, το οποίο είναι εν μέρει σκαμμένο στο έδαφος και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Το εκκλησάκι αυτό είναι κτισμένο στη θέση ενός παλαιότερου ρωμαϊκού θρησκευτικού κτηρίου και είναι γνωστό για τις τοιχογραφίες του από τον 14ο, 15ο, 17ο και 19ο αιώνα, όπου απεικονίζονται βιβλικές σκηνές. Στην ίδια περιοχή στέκουν υπογείως τα αρχαία απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, τα οποία δεν αποσπάστηκαν για τις εργασίες κατασκευής του σταθμού μετρό, το τζαμί Banya Bashi, το εντυπωσιακό Μουσείο Ιστορίας, η επιβλητική συναγωγή και το κτήριο της κλειστής αγοράς Χαλίτη ή Χάλι. Μέσα σε μια μικρή έκταση είναι αρμονικά συγκεντρωμένα πολλά και διαφορετικά εθνολογικά και θρησκευτικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα υπέροχο και πολύχρωμο πολιτισμικό μωσαϊκό
To εντυπωσιακό τζαμί Banya Bashi της Σόφιας αποτελεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά μνημεία της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας στην βουλγαρική πρωτεύουσα. Ακριβώς δίπλα του στέκεται το Ιστορικό Μουσείο, το οποίο λειτουργούσε στο παρελθόν ως κτίριο ορυκτών λουτρών λόγω των ιαματικών πηγών που υπάρχουν εκεί. Το Ιστορικό Μουσείο εντυπωσιάζει με την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του, χάρη στον νεοβυζαντινό του ρυθμό, τις σύνθετες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες της στέγης του και τον παρακείμενο κήπο του που είναι πάντα γεμάτος με ντόπιους. Το Μουσείο παρουσιάζει την ιστορία της πόλης από το 6000 π.Χ. έως το 1940, φιλοξενώντας συνολικά πάνω από 1.000 εκθέματα, μεταξύ των οποίων και ένα χρυσό άρμα από το παλάτι των Βερσαλλιών. Όσον αφορά τις ιαματικές πηγές και το μεταλλικό νερό, η Σόφια θα έπρεπε να είναι παγκοσμίως γνωστή γι' αυτό. Η πόλη είναι γεμάτη ιαματικές πηγές, με μια απ' αυτές (κι η πιο γνωστή) να βρίσκεται στην πλατεία Banski, δίπλα ακριβώς από το Ιστορικό Μουσείο.
Κοντά στην πλατεία Λάργκο βρίσκεται το Προεδρικό Μέγαρο με τις φημισμένες αλλαγές της προεδρικής φρουράς. Το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα σχηματίζει μια εσωτερική αυλή, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τη Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου, η οποία είναι το παλαιότερο σωζόμενο κτίριο της πόλης, κτισμένο με κόκκινα τούβλα και διακοσμημένο εσωτερικά με σημαντικές τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα. Απ' αυτές, ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες 22 προφητών στον θόλο της εκκλησίας.
Φεύγοντας από την πλατεία Λάργκο συναντάμε το πρώην Βασιλικό Ανάκτορο, στο οποίο σήμερα συστεγάζονται η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνογραφικό Μουσείο. Το παλάτι άρχισε να κτίζεται το 1880 στην θέση του παλιού τούρκικου κονακίου (Διοικητηρίου) κι εγκαινιάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1882. Ο σχεδιασμός έγινε από τον Αυστριακό Friedrich Grünanger, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της βουλγαρικής βασιλικής αυλής και από το 1879 έως και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδίασε έναν μεγάλο αριθμό δημοσίων κτιρίων στη Βουλγαρία. Στη συλλογή των μουσείων υπάρχουν τουλάχιστον 50.000 εξαιρετικά δείγματα κλασικής τέχνης της χώρας, αλλά και πολλά εκθέματα από τη μεσαιωνική περίοδο. Επίσης υπάρχουν έργα μοντέρνα τέχνης από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των σύγχρονων εικαστικών τεχνών της Βουλγαρίας.
Πάνω στη λεωφόρο Tsar Osvobotitel που βρίσκονται η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνογραφικό Μουσείο, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά κι όμορφα κτίρια κι αξιοθέατα, όπως το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης της Βουλγαρίας και το άγαλμα του Τσάρου Osvobotitel (Τσάρος Απελευθερωτής), ο οποίος ατενίζει προς τη βουλγαρική εθνοσυνέλευση καθήμενος πάνω στο άλογό του. Το άγαλμα αυτό είναι προς τιμήν του Ρώσου ηγεμόνα Αλέξανδρου Β', από τον οποίο πήρε το όνομά της η συγκεκριμένη κεντρική λεωφόρος. Επίσης στην ίδια λεωφόρο βρίσκεται η πανέμορφη ρωσική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία είναι χτισμένη με το διάσημο μοσχοβίτκο ύφος κι η επιβλητική Λέσχη των Αξιωματικών, η οποία είναι περιτριγυρισμένη από πανέμορφα κτίρια, τα οποία σήμερα φιλοξενούν πρεσβείες άλλων χωρών. Στο τέρμα της λεωφόρου ορθώνεται το Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας» (Sofia University «St. Kliment Ohridski»), το παλαιότερο και σημαντικότερο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Βουλγαρίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1888 κι αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα και αναγνωρισμένου κύρους πανεπιστημιακά και επιστημονικά κέντρα της χώρας, προσφέροντας 92 προγράμματα σπουδών σε 5 γλώσσες.
Όλα αυτά τα αξιόλογα σημεία της πόλης που αξίζει κανείς να επισκεφθεί και να θαυμάσει, περιστοιχίζουν το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Σόφιας, το οποίο είναι ο Καθεδρικός ναός του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Ο συγκεκριμένος καθεδρικός νεοβυζαντινού αρχιτεκτονικού ύφους, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ναός στα Βαλκάνια (μετά τον Καθεδρικό του Άγιου Σάββα, στο Βελιγράδι) και ένας από τους μεγαλύτερους στον κόσμο (11ος μεγαλύτερος ναός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας). Το συγκεκριμένο οικοδόμημα απλώνεται σε 3.170 τετραγωνικά, έχοντας τη δυνατότητα να φιλοξενήσει μέχρι 10.000 άτομα. Ο επιβλητικός αυτός ναός ολοκληρώθηκε το 1912, με τον χρυσό του θόλο να φτάνει στα 45 μέτρα και το καμπαναριό του στα 50 μέτρα. Η εκκλησία έχει 12 καμπάνες με συνολικό βάρος 23 τόνους.
Ο ναός άρχισε να χτίζεται το 1892, κάμποσα χρόνια μετά τη λήξη των απαγορεύσεων της οθωμανικής διακυβέρνησης στη Βουλγαρία, που αφορούσαν την ανέγερση χριστιανικών εκκλησιών (καταργήθηκαν το 1839). Η κατάργηση αυτή έφερε μια άνθηση στη θρησκευτική αρχιτεκτονική, η οποία εντάθηκε όταν επικράτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία ως εθνική θρησκεία των Βουλγάρων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση του αρχιτεκτονικού τύπου της βυζαντινής βασιλικής, υπό την επίδραση της ρωσικής σχολής. Η κατασκευή του καθεδρικού ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι (που σχεδιαζόταν από τις 19 Φεβρουαρίου 1879) ξεκίνησε το 1882, όταν τέθηκε ο θεμέλιος λίθος, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του χτίστηκε μεταξύ 1904 και 1912. Ο Άγιος Αλέξανδρος Νιέφσκι ήταν Ρώσος πρίγκιπας και ο καθεδρικός ναός κατασκευάστηκε προς τιμή των Ρώσων στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να απελευθερωθεί η Βουλγαρία από την Οθωμανική κυριαρχία.
Ο καθεδρικός ναός σχεδιάστηκε από τον Αλέξανδρο Πομεράντσεφ, με τη βοήθεια των Αλέξανδρου Σμιρνόφ και του Αλέξανδρου Γιάκοβλεφ, που άλλαξε ριζικά το αρχικό σχέδιο του 1884-1885 του Ιβάν Μπογκομόλοφ. Το τελικό σχέδιο ολοκληρώθηκε το 1898, και η κατασκευή και διακόσμησή του έγιναν από ομάδα Βούλγαρων, Ρώσων, Αυστροούγγρων και άλλων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και εργατών, περιλαμβανομένων των προαναφερθέντων αρχιτεκτόνων, καθώς και των Πέτκο Moμτσίλοφ, Γιορντάν Μιλάνοφ, Χαραλάμπι Tάτσεφ, Ιβάν Μρκβίτσκα, Βασίλι Μπολότνοφ, Νικολάι Μπρούνι, Αλέξανδρου Κισέλιοφ, Αντον Μίτοφ και πολλών άλλων. Τα μαρμάρινα μέρη και τα φωτιστικά κατασκευάσθηκαν στο Μόναχο, τα μεταλλικά στοιχεία για τις πύλες στο Βερολίνο, οι ίδιες οι πύλες κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιο του Καρλ Μπάμπεργκ στη Βιέννη ενώ τα ψηφιδωτά μεταφέρθηκαν από τη Βενετία.
Δίπλα στον καθεδρικό ναό, βρίσκεται η βασιλική της Αγίας Σοφίας, η οποία χάρισε το όνομά της στην πόλη. Η εκκλησία χτίστηκε στη θέση πολλών παλαιότερων εκκλησιών από τον 4ο αιώνα και τόπων λατρείας που χρονολογούνται από τις μέρες που λειτουργούσε ως νεκρόπολη της ρωμαϊκής πόλης Σερδική. Στη θέση αυτή υπήρξε κι ένα ρωμαϊκό θέατρο τον 2ο αι. Κατά τους επόμενους αιώνες, αρκετές άλλες εκκλησίες κατασκευάστηκαν στο ίδιο σημείο, αλλά καταστράφηκαν από εισβολείς όπως Γότθους και Ούννους. Το σχέδιο της σημερινής βασιλικής, με τους δύο ανατολικούς πύργους και έναν πύργο-τρούλο, πιστεύεται ότι είναι η πέμπτη κατασκευή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού στα μέσα του 6ου αιώνα (527-565). Είναι επομένως σύγχρονη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, ο ναός απέκτησε το καθεστώς μητροπολιτικής εκκλησίας και τον 14ο αιώνα έδωσε το όνομά της στην πόλη. Τον 16ο αιώνα, κατά την οθωμανική κυριαρχία, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, μ' αποτέλεσμα να προστεθούν μιναρέδες και να καταστραφούν οι αρχικές τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Τον 19ο αιώνα, δύο σεισμοί, ένας το 1818 και ένας το 1856 κατέστρεψαν έναν από τους μιναρέδες και το τζαμί εγκαταλείφθηκε. Μετά την αυτονομία της Βουλγαρίας το 1878, ο μισοκατεστραμμένος ναός χρησίμευσε ως αποθήκη πετρελαίου ενώ στην κορυφή του είχε κτιστεί ένας πύργος της πυροσβεστικής. Οι εργασίες αποκατάστασης άρχισαν μετά το 1900 και λειτούργησε ως εκκλησία μετά το 1930 ενώ το 1950 ανακηρύχθηκε μνημείο, καθώς η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι πλέον ένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το σημερινό κτίριο είναι μια σταυροειδής βασιλική με τρεις βωμούς. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι καλυμμένο με πολύπλοκα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά με φυτικά και ζωικά μοτίβα. Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας βρίσκεται στη μέση μιας αρχαίας νεκρόπολης και έχουν ανακαλυφθεί πολλοί τάφοι, περίπου 100, κάτω και κοντά στην εκκλησία. Μερικοί από τους τάφους διαθέτουν ακόμη τοιχογραφίες.
Πίσω από τον Καθεδρικό ναό του Αλέξανδρου Νέφσκι, βρίσκεται το "Kvadrat 500", το νεότερο Mουσείο Τέχνης της πόλης, όπου φιλοξενούνται περισσότερα από 2.000 έργα τέχνης απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων πίνακες ζωγραφικής από τους Delacroix, Renoir, Picasso κι άλλους διάσημους δημιουργούς. Προσπερνώντας το νεότερο Μουσείο Τέχνης και το ήσυχο πάρκο των γιατρών, φτάνουμε στο πάρκο με το εντυπωσιακό μνημείο του Σοβιετικού Στρατού, το οποίο έχει μετατραπεί σε σημείο συνάντησης για τους νέους καθώς εκεί κοντά βρίσκεται και το Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Το μνημείο κατασκευάστηκε το 1954 με αφορμή την 10η επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τον Σοβιετικό Στρατό. Στο τεράστιο σύμπλεγμα που δεσπόζει στη κορυφή μιας πανύψηλης βάσης, απεικονίζεται ένας στρατιώτης του Σοβιετικού Στρατού, ένας εργάτης και μια γυναίκα αγρότισσα. Όμως το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτού του ιδιαίτερου δυναμισμού μνημείου, είναι πως τα ανάγλυφα που βρίσκονται στη βάση του έχουν μετατραπεί κατά καιρούς σε καμβά των ντόπιων καλλιτεχνών. Παρόλα αυτά το μνημείο παραμένει άριστα διατηρημένο κι ο χώρος γύρω του εξαιρετικά περιποιημένος. Μάλιστα, την μέρα που το επισκέφθηκα δε συνάντησα κάποια εικαστική πινελιά πάνω του.
Επιστρέφοντας στο ιστορικό κέντρο της πόλης, διασχίσαμε ένα ακόμη πάρκο, όπου βρίσκεται το πανέμορφο Εθνικό Θέατρο της Βουλγαρίας, το οποίο έχει φιλοξενήσει μερικές από τις σπουδαιότερες παραστάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη βουλγαρική πρωτεύουσα. Το θέατρο ιδρύθηκε το 1904 από τους καλλιτέχνες της ομάδας "Δάκρυα και Γέλιο" (Salza i Smyah) κι η αρχική του ονομασία ήταν απλά Εθνικό Θέατρο. Τη σημερινή κι επίσημη ονομασία του, την πήρε από τον γνωστό Βούλγαρο συγγραφέα Ιβάν Βαζόφ, του οποίου το έργο «The Outcasts» ήταν το πρώτο που έκανε πρεμιέρα στη σκηνή του θεάτρου αμέσως μετά τα εγκαίνια. Όμως, προτού ονομαστεί προς τιμήν του εξέχοντα συγγραφέα Ιβάν Βάζοφ, έφερε από το 1952 έως το 1962 το όνομα του Κραστιού Σαράφοφ. Το κτίριο του θεάτρου είναι νεοκλασικό, σχεδιασμένο από τους διάσημους Βιεννέζους αρχιτέκτονες θεάτρων Χέρμαν Χέλμερ και Φέρνιναντ Φέλνερ. Ολοκληρώθηκε το 1906 και άνοιξε στις 3 Ιανουαρίου 1907. Το θέατρο υπέστη εκτεταμένες ζημιές από πυρκαγιά το 1923, κατά τη διάρκεια ενός εορτασμού επετείου, αλλά ανακατασκευάστηκε το 1929 από το Γερμανό αρχιτέκτονα Μάρτιν Ντούλφερ. Οι βομβαρδισμοί της Σόφιας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο κτήριο, το οποίο ανακατασκευάστηκε το 1945. Άλλη μια ανακατασκευή ακολούθησε τα χρόνια 1971-1975, και μια εργασία αποκατάστασης κόστους 100,000€ τέθηκε σε εφαρμογή το 2006. Η όψη του είναι εντυπωσιακή με το επιχρυσωμένο του αέτωμα και τον γλυπτό του διάκοσμο. Πολλοί όμως λένε ότι ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ο εσωτερικός του χώρος. Μπορεί να μην κατάφερα να αντικρύσω την εσωτερική ομορφιά του θεάτρου αλλά στάθηκα τυχερός κι απόλαυσα ένα φολκλορικό δρώμενο στον προαύλιο χώρο του με παραδοσιακή μουσική και κυκλικούς χορούς κι επίσης μαγεύτηκα με το γοητευτικό άγαλμα της χορεύτριας στο σιντριβάνι.
Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο τα μνημεία και τα αξιοθέατά τους. Οι πόλεις έχουν και τις αθέατες πλευρές τους που αξίζουν ένα πέρασμα κι από αυτές. Μια απ' αυτές είναι η υπαίθρια αγορά Zhenski Pazar, το παζάρι των γυναικών. Πίσω από τη συναγωγή υπάρχει ένα μεγάλο παζάρι εκατό μέτρων γεμάτο αρώματα και μεθυστικές μυρωδιές που μας ταξιδεύει σε ανατολίτικες εποχές. Έχουν διατηρηθεί ακόμα παλιά μαγαζάκια με πραμάτειες κι υπαίθριες φωτογραφίες που παρουσιάζουν την παλιά του όψη. Στην περιοχή αυτή στέκει κι η εκκλησία του Κύριλλου και Μεθόδιου που έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον ενώ στον εσωτερικό της χώρο κυριαρχεί ένας μυσταγωγικός φωτισμός λόγω των κιτρινωπών της παραθύρων.
Την τελευταία μέρα στη Σόφια, αποφασίσαμε να ανεβούμε στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού Βίτοσα για να επισκεφθούμε ένα μοναδικό Μνημείο Πολιτισμικής Κληρονομιάς της Unesco (ανακηρύχθηκε το 1979). Εκεί βρίσκεται η περίφημη Εκκλησία της Μπογιάνα κρυμμένη στις σκιές πανύψηλων σεκογίων, και ένα από τα πληρέστερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της μεσαιωνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Η εκκλησία αυτή χτίστηκε σε πολλά στάδια, τα οποία είναι εμφανή τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Η ανατολική πτέρυγα της διώροφης εκκλησία κατασκευάστηκε αρχικά στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, στη συνέχεια προστέθηκε η κεντρική πτέρυγα το 13ο αιώνα επί της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ενώ το κτίριο ολοκληρώθηκε με μια περαιτέρω επέκταση προς τα δυτικά στα μέσα του 19ου αιώνα. Στους τοίχους του ναού απεικονίζεται ένα σύνολο 89 σκηνών με 240 ανθρώπινες μορφές και δύο Βούλγαρων ηγεμόνων, του Τσάρου Κωνσταντίνου Άσεν και του Τσάρου Κολογιάν. Το κτίσμα αυτό ανήκει στο διώροφο τύπο τάφου-εκκλησίας. Αποτελείται από ισόγειο οικογενειακό τάφο, με ένα ημικυλινδρικό θόλο και δύο αρκοσόλια στο βόρειο και νότιο τοίχο, και ένα άνω όροφο, οικογενειακό παρεκκλήσι, πανομοιότυπου σχεδιασμού με την ανατολική εκκλησία. Η εξωτερική όψη είναι διακοσμημένη με κεραμικά.
Το τελευταίο τμήμα χτίστηκε με δωρεές από την τοπική κοινωνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εκκλησία έκλεισε για το κοινό το 1954, προκειμένου να συντηρηθεί και να αποκατασταθεί κι άνοιξε ξανά το 2006.
Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού, οι καλύτερα σωζόμενες από τις οποίες χρονολογούνται από το 1259, είναι από τα σπουδαιότερα δείγματα βουλγαρικής μεσαιωνικής ζωγραφικής, που επηρέασαν τη θρησκευτική εικονογραφία σε εκκλησίες και μονές της Σερβίας και της Ρωσίας. Οι ανώνυμοι καλλιτέχνες, οι οποίοι δημιούργησαν τις αριστουργηματικές αυτές νωπογραφίες, ακολουθώντας το εικονογραφικό ύφος της Βυζαντινής παράδοσης, προσέδωσαν στις εικονιζόμενες μορφές μια έντονη ζωντάνια κι ένα βαθύ ρεαλισμό.
Εκτός από το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών του 11ου και 12ου αιώνα, από τις οποίες σώζονται μόνο θραύσματα, και το περίφημο δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών από το 1259, η εκκλησία διαθέτει επίσης ένα μικρότερο αριθμό μεταγενέστερων τοιχογραφιών του 14ου και 16ου και 17ου αιώνα, καθώς και από το 1882. Οι τοιχογραφίες αποκαταστάθηκαν και καθαρίστηκαν το 1912-1915 από έναν Αυστριακό και ένα Βούλγαρο ειδικό, ενώ στην πορεία ακολούθησαν κι άλλες αποκαταστάσεις το 1934 και το 1944.
Η εκκλησία οφείλει την παγκόσμια φήμη της κυρίως στις τοιχογραφίες της του 1259, οι οποίες αποτελούν ένα δεύτερο στρώμα πάνω από τα έργα ζωγραφικής των προηγούμενων αιώνων. Από μια επιγραφή στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα, γίνεται γνωστό ότι η εκκλησία εικονογραφήθηκε στη διάρκεια της ηγεμονίας του τσάρου της Βουλγαρίας Κωνσταντίνου Α΄ Τιχ το 1259.
Δεκαοκτώ σκηνές στο νάρθηκα απεικονίζουν τη ζωή του Αγίου Νικολάου. Ο ζωγράφος εδώ απεικόνισε ορισμένες πτυχές της ζωής της εποχής του. Στο Θαύμα στη Θάλασσα, το πλοίο και τα καπέλα των ναυτικών θυμίζουν τον Ενετικό στόλο. Οι προσωπογραφίες των προστατών της εκκλησίας - του Σεβαστοκράτορα Καλογιάν και της συζύγου του Ντεσισλάβα, που προσφέρουν ένα ομοίωμα του ναού στον προστάτη της εκκλησίας Άγιο Νικόλαο, καθώς και εκείνες του Βούλγαρου τσάρου Κωνσταντίνου Α΄ Τιχ και της Τσαρίνας Ειρήνης, κόρης του Θεοδώρου Β' Λάσκαρι, θεωρούνται από τις εντυπωσιακότερες και ζωντανότερες τοιχογραφίες της εκκλησίας και βρίσκονται στον βόρειο τοίχο της. Εδώ εικονίζεται και ο προστάτης άγιος του βουλγαρικού λαού, ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα, ιδρυτής του περίφημου Μοναστηριού της Ρίλα.
Αναχώρησα από τη Σόφια και τη Βουλγαρία μαγεμένος από τις ομορφιές που συνάντησα και αναπάντεχα φορτωμένος με υπέροχες εικόνες και ιδιαίτερες στιγμές. Η Βουλγαρία μου ξεδίπλωσε τις ομορφιές της απλόχερα και ταπεινά, φανερώνοντάς μου πως είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Ένας τόπος αξιοζήλευτος για τον σεβασμό που δείχνει τόσο στη φύση όσο και στην πολιτιστική του κληρονομιά. Ένας τόπος ζεστός αλλά ακόμη απόμακρος. Αντί λοιπόν να πω πως ολοκλήρωσα την υπόσχεση που είχα θέσει στον εαυτό μου για μια μελλοντική επίσκεψή μου στη Βουλγαρία, θεωρώ πως απλώς την ανανέωσα καθώς είμαι πεπεισμένος πως έχω να ανακαλύψω κι άλλους θησαυρούς στη γειτονική μας χώρα.
Οπότε δεν έχω κάτι παραπάνω να πω πέρα από ένα "Ще се видим отново България" (εις το επανιδείν Βουλγαρία!).
Αφήσαμε πίσω μας τους πολύβουους δρόμους της Σόφιας και κινήσαμε νοτιοανατολικά, ακολουθώντας τις αρχαίες διαδρομές που ένωναν κάποτε την Ευρώπη με την Ασία, επιθυμώντας να φτάσουμε στην παλαιότερη πόλη της Βουλγαρίας και μια από τις αρχαιότερες της Ευρώπης, την Φιλιππούπολη. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο αισθητή νοητά γινόταν η κάθοδός μας σε μια απέραντη πεδιάδα που απλώνεται ανάμεσα στις οροσειρές της Ροδόπης και της Σρέντνα Γκόρα. Στο κέντρο αυτής της κοιλάδας κι ανάμεσα σε τρεις από τους έξι εναπομείναντες λόφους (ο έβδομος λόφος Μάρκοβο Τέπε ισοπεδώθηκε αρχές του 20ου αιώνα) της περιοχής απλώνεται η αιώνια γοητεία της Φιλιππούπολης.
Η πόλη πήρε το όνομά της προς τιμή του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας, γιού του Αμύντα Γ΄ και πατέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου, μετά την εισβολή του στην ευρύτερη περιοχή και κατάληψή της ύστερα από αλλεπάλληλες μαχες με τους Θράκες. Σκοπός του ήταν να υποτάξει ολόκληρη την περιοχή, που ήταν αποικία των Αθηναίων, για να αποκόψει τις εμπορικές συναλλαγές που είχαν αναπτύξει προς τον Εύξεινο Πόντο.
Αφού έδιωξε από το θρόνο τον Κερσοβλέπτη (357 - 341 π.Χ.), βασιλιά των Οδρυσών, οι οποίοι ήταν μια από τις φυλές που κατοικούσαν στην αρχαία Θράκη, άρχισε να οργανώνει τη διοίκηση της περιοχής πάνω σε νέες βάσεις. Έκτισε πόλεις-φρούρια, στη μέση της κοιλάδας του Έβρου, μεταξύ αυτών και τη Φιλιππούπολη, η οποία ήταν μεγαλύτερη από όλες τις υπόλοιπες.
Κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η πόλη ονομάστηκε Τριμόντιον (Trimontium) δηλαδή «Τρίλοφος» ή «Πόλη των Τριών Λόφων», από τους 3 λόφους πάνω στους οποίους ήταν κτισμένη, τους Νεμπέτ Τεπέ (Nebet Tepe), Τζαμπάζ Τεπέ (Dzhambaz Τepe) και Ταξίμ Τεπέ (Taksim Τepe). Τον 9ο αιώνα οι Βούλγαροι την μετονόμασαν σε Παπάλντιβ, Πλό(β)ντιβ, Πλάντιβ, Πλάντιν, Πλάπντιβ ή Πλόβντιν βασιζόμενοι στην παλιά θρακιώτικη ονομασία Πουλπουδέβα. Επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε έγγραφο του 1448, η πόλη αναφερόταν στα τουρκικά ως Φιλιμπέ (Filibe), παραφθορά του Φίλιππος. Ωστόσο, στην υπόλοιπη Ευρώπη, η πόλη είχε παραμείνει γνωστή ως Φιλιππούπολη, ως τις αρχές του 20ου. Η σύγχρονή της ονομασία τεκμηριώθηκε ως Пло(в)дївь, βασιζόμενη σε ένα βουλγαρικό απόκρυφο χρονικό του 11ου αιώνα.
Η Φιλιππούπολη θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλης της Ευρώπης, έχοντας ίχνη κατοίκησης από την 6η χιλιετία π.Χ. και την Νεολιθική εποχή. Τον 12ο αιώνα π.Χ. ο οικισμός της εξελίχθηκε σε μεγάλη πόλη, η οποία κατοικείτο από Θράκες. Στην ιστορία της δέχτηκε αρκετές εισβολές από Πέρσες, Έλληνες, Κέλτες, Ρωμαίους, Γότθους, Ούννους, Βούλγαρους, Ρώσους, Σταυροφόρους και Τούρκους. Η τελευταία μάχη που δόθηκε γι' αυτήν ήταν στις 4 Ιανουαρίου του 1878, όταν ο ρωσικός στρατός αποδέσμευσε την πόλη από την κυριαρχία των Οθωμανών. Στην αρχή έγινε η πρωτεύουσα της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας και το 1885 έγινε τμήμα της υπόλοιπης Βουλγαρίας.
Μεσημέρι μπήκαμε στα γκρίζα προάστιά της, ανυπομονώντας να αντικρίσουμε την ομορφιά της παλιάς πόλης με τα ιδιαίτερα έντονα χρώματα της βουλγαρικής αρχιτεκτονικής αναγέννησης. Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς πάνω στον διάσημο πεζόδρομο Knyaz Aleksander I. Από το παράθυρο του δωματίου απλωνόταν το εναπομείναν κομμάτι του Αρχαίου Σταδίου (01:55-02:10), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά μνημεία της πόλης. Το Αρχαίο Στάδιο χτίστηκε τον 2ο αιώνα, κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού κι απλωνόταν ανάμεσα στους λόφους Σαχάτ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Το μνημείο αυτό χτίστηκε στα πρότυπα του αντίστοιχου σταδίου των Δελφών και είχε μήκος περίπου 240 μέτρα και πλάτος 50 μέτρα κι ήταν χωρητικότητας 30.000 θεατών. Στις μέρες μας, έχει μείνει ορατό ένα μικρό κομμάτι του βόρειου τμήματός του, με 14 σειρές καθισμάτων, το οποίο οι κάτοικοι αποκαλούν "σφεντόνα" λόγω του καμπυλωτού του σχήματος. Το υπόλοιπο τμήμα εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης.
Δίπλα στα απομεινάρια του Αρχαίου Σταδίου βρίσκεται το Τζαμί Τζουμαγιά, το οποίο θεωρείται πως είναι το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίριο των Βαλκανίων από την περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας. Ωστόσο το παλιό τζαμί κατεδαφίστηκε επί εποχής του Μουράτ Β΄ (1421-1451) για να χτιστεί στη θέση του το σημερινό, το οποίο ανακαινίστηκε το 1785 και το 1818 μετά από καταστροφές που υπέστη από σεισμούς. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τζαμιού είναι το ηλιακό ρολόι που βρίσκεται στην νοτιοανατολική του πλευρά κι οι εννιά μολυβένιοι θόλοι του.
Από εκεί περπατήσαμε στον πεζόδρομο Knyaz Alexander I με την κεντροευρωπαϊκή του αύρα, η οποία εκπέμπεται από τα αρχοντικά του κτίρια που έχουν την χαρακτηριστική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της Βουλγαρίας. Ο μακρόστενος δρόμος μας οδήγησε στην πλατεία Στέφαν Σταμπολόφ (00:51-01:06) με το μεγάλο στρογγυλό σιντριβάνι και την πλατεία Τσεντράλεν όπου δεσπόζει το κτίριο του Κεντρικού Ταχυδρομείου με τον χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό ρυθμό της σοσιαλιστικής εποχής (01:13). Στη συγκεκριμένη πλατεία έχουν μείνει τα απομεινάρια του Ρωμαϊκού Φόρουμ (01:47) και του Ρωμαϊκού Ωδείου (01:07), το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ 2ου και 5ου αιώνα και ήταν το δεύτερο και μικρότερο αρχαίο θέατρο της Φιλιππούπολης, καθώς είχε μόνο 350 θέσεις. Αρχικά χτίστηκε ως βουλευτήριο κι αργότερα ανακατασκευάστηκε ως θέατρο. Το μνημείο αυτό αναστηλώθηκε το 2004.
Δίπλα από την κεντρική πλατεία της πόλης απλώνεται το πελώριο πάρκο του Τσάρου Συμεών (00:09-00:50), το οποίο είναι γεμάτο περίτεχνα σιντριβάνια και όμορφα γλυπτά. Ένα απ' αυτά τα γλυπτά, θεωρώ πως είναι από τις πιο όμορφες προτομές που έχω αντικρίσει στα μέχρι σήμερα ταξίδια μου. Η μορφή αυτή ανήκει στον αρχιτέκτονα που σχεδίασε τα πάρκα της χώρας, δίνοντας τους ένα έντονο κεντροευρωπαϊκό ύφος. Η επιτυχία στο έργο του εκτιμήθηκε δεόντως και θαυμάζεται μέχρι σήμερα, δίνοντάς του τον τιμητικό τίτλο του "Υπουργού των Πάρκων".
Αφού περιπλανηθήκαμε στην πεδινή πλευρά της Φιλιππούπολης, πήραμε τα καλντερίμια που ανηφόριζαν προς την Παλιά Πόλη. Η Παλιά Πόλη της Φιλιππούπολης είναι αναρριχημένη στους τρεις λόφους Νεμπέτ Τεπέ, Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ και έχει χαρακτηριστεί ιστορική διατηρητέα περιοχή λόγω του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ύφους της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Όλα τα αρχοντικά σπίτια της περιοχής ξεχωρίζουν μεταξύ τους τόσο στις επιλογές χρωμάτων των όψεών τους όσο και στα σχήματα των κτιρίων με την πλούσια εξωτερική κι εσωτερική τους διακόσμηση, γεγονός που τα κάνει μοναδικά, δίνοντας την εντύπωση πως οι πλούσιες οικογένειες εκείνης της εποχής είχαν στήσει έναν έντονο ανταγωνισμό καλαισθησίας και χρώματος. Από τα πρώτα λιθόστρωτα μονοπάτια της παλιάς πόλης, γίνεται αισθητή η ελληνική συνεισφορά στη διαμόρφωση της πρόσφατης πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης, καθώς ασχολούνταν με την κατεργασία και το εμπόριο μαλλιού. Η έντονη παρουσία των Ελλήνων είναι έκδηλη κι αποτυπώνεται στα εξαιρετικά δίπατα και τρίπατα αρχοντικά με τις ζωγραφιστές προσόψεις, οι οποίες μαρτυρούν την ευρωστία και την καλαισθησία της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας. Πολλά από αυτά τα κτίρια είναι επισκέψιμα καθώς έχουν μετατραπεί σε μουσεία.
Το πιο διάσημο απ' αυτά τα αρχοντικά είναι η κατοικία του πλούσιου Έλληνα καπνεμπόρου Αργύρη Κουγιουμζτόγλου (04:24-04:48), η οποία στεγάζει σήμερα το Εθνογραφικό (Λαογραφικό) Μουσείο. Το αρχοντικό χτίστηκε το 1846-48 από τον αρχιτέκτονα Hadzhi Georgi. Το κτίριο είναι 570 τ.μ. και έχει 12 μεγάλες αίθουσες και 130 παράθυρα, κάτι που το χαρακτηρίζει ως το «Βασιλικό Σπίτι» κι αποτελεί μοναδικό δείγμα αρχιτεκτονικής της Εθνικής Αναγέννησης του 19ου αιώνα. Από το 1917 μετατράπηκε σε μουσείο, φιλοξενώντας περισσότερα από 40.000 εκθέματα, όπως παραδοσιακές στολές, κεντήματα, υφαντά, μουσικά όργανα, χρηστικά αντικείμενα και γεωργικά εργαλεία. Ένα παρόμοιο αρχοντικό σπίτι της οικογένειας Κουγιουμτζόγλου βρίσκεται και στην πόλη της Ξάνθης, όπου κι αυτό με τη σειρά του έχει μετατραπεί σε Λαογραφικό & Ιστορικό Μουσείο.
Περιφερόμενος στην Παλιά Πόλη συνάντησα κι άλλα αρχοντικά που θαύμασα για κάμποση ώρα κι απόλαυσα να τα φωτογραφίζω από αρκετές γωνίες λήψης όπως συνέβη με το "Σπίτι του Λαμαρτίνου" με τα πολλά παράθυρα και την κατοικία του εμπόρου Στεπάν Χιντλιάν με τις έντονα χρωματιστές του πινελιές. Όμως για μένα, το πιο όμορφο κι εντυπωσιακό αρχοντικό της Παλιάς Πόλης είναι η κατοικία του εύπορου εμπόρου Μπαλαμπάνοφ (05:22-05:30), η οποία στεγάζει σήμερα το Ιστορικό Μουσείο της πόλης. Ο αρχιτεκτονικός πλούτος της Παλιάς Πόλης ποικίλει και διαφέρει από καλντερίμι σε καλντερίμι, γεμίζοντας τους επισκέπτες με όμορφες εικόνες κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών τους, διότι πέρα από τα παραπάνω διάσημα αρχοντικά, υπάρχουν κι άλλα κτίρια που κουβαλούν τη δική τους γοητεία και φυσικά την μοναδική τους χρωματική πινελιά, σχηματίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο έντονο μωσαϊκό γήινων χρωμάτων απλωμένο στους λόφους της Φιλιππούπολης. Η αρχοντιά κι η καλαισθησία της Παλιάς Πόλης είναι τόσο ελκυστική που με ώθησε να περιπλανηθώ για ώρες στα σοκάκια της, σε μια επιθυμία μου να αντικρίσω τις εναλλαγές των χρωματιστών όψεων τόσο στο φως της μέρας όσο και στο θερμό νυχτερινό φωτισμό των δρόμων.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο της Παλιάς Πόλης είναι η ορθόδοξη εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης του 1832 με το πολυφωτογραφημένο λευκό της καμπαναριό (04:48-05:00). Η σημερινή εκκλησία είναι χτισμένη στη θέση μιας παλιότερης του 4ου αι. που ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Σεβερίνο και Μέμνο, οι οποίοι μαζί με άλλους κατοίκους της Φιλιππούπολης είχαν μαρτυρήσει κατά την περίοδο των διωγμών του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Επίσης, κάτω από το ναό υπάρχουν τα υπόγεια ενός οκταγωνικού πύργου, ο οποίος υπήρξε μέρος του αρχαίου κάστρου, και χρησιμοποιήθηκε ως κατακόμβες και νεκροταφείο των θυμάτων κατά την περίοδο των διωγμών των πρώτων Χριστιανών. Το 313 μ.Χ. ο ναός μετονομάστηκε σε Αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης, προς τιμήν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και της μητέρας του, αλλά υπέστη αρκετές ζημιές από φωτιά το 1830. Το 1832 ξαναχτίστηκε παίρνοντας τη σημερινή του μορφή. Το πλούσιο τέμπλο του φιλοτεχνήθηκε το 1839 από τον Μετσοβίτη τεχνίτη Γιάννη Πασκούλη, στα πρότυπα των σχεδίων της Βιέννης, ενώ οι εικόνες του κι οι εξωτερικές τοιχογραφίες του ναού είναι έργα του διάσημου ζωγράφου της Βουλγαρικής Αναγέννησης, Ζαχάρι Ζογκράφ (1810-1853).
Όμως το μεγάλο στολίδι της Φιλιππούπολης κι ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα μνημεία της Βουλγαρίας είναι το Αρχαίο Θέατρο (07:21-07:30). Το μνημείο αυτό κατασκευάστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραϊανού, αναπαυόμενο μεταξύ των δυο λόφων Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Το θέατρο ήταν χωρητικότητας 7.000 ατόμων αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι η τριώροφη σκηνή, η οποία είναι διακοσμημένη με αγάλματα. Το μνημείο αποκαταστάθηκε μεταξύ 1968 και 1984 και σήμερα θεωρείται λειτουργικό φιλοξενώντας αρκετές εκδηλώσεις όπως το Φεστιβαλ Βέρντι και το Διεθνές Φολκλορικό Φεστιβάλ. Πέρα από το θέατρο, απλώνεται η σύγχρονη μεριά της πόλης με τον λόφο Μποναρτζίκ, πάνω στον οποίον στέκει το γιγαντιαίο άγαλμα του Σοβιετικού στρατιώτη Αλιόσα. Το μνημείο αυτό στήθηκε στη μνήμη όλων των θυμάτων του σοβιετικού στρατού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τις βραδινές μας περιπλανήσεις στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης που είχαν αποκτήσει μια παραμυθένια ατμόσφαιρα, κατευθυνθήκαμε στην περιοχή Καπάνα (02:24-02:52), η οποία στα βουλγάρικα σημαίνει παγίδα. Η περιοχή αυτή κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν βιοτεχνική καθώς ήταν γεμάτη χρυσοχόους, παπουτσάδες, κεραμίστες κι άλλους τεχνίτες. Με την πάροδο των χρόνων ερήμωσε αλλά κατάφερε να διατηρήσει μέχρι τις μέρες μας το παρελθοντικό της ύφος. Σήμερα έχει γίνει η καρδιά της νυχτερινής ζωής στην πόλη με την εναλλακτική καλλιτεχνική της ατμόσφαιρα καθώς είναι γεμάτη με γουστόζικα μπαράκια και μικρές γκαλερί. Η αναγέννησή της ήρθε όταν η πόλη επιλέχθηκε να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2019. Τότε ο οργανισμός πολιτιστικής πρωτεύουσας νοίκιασε δέκα καταστήματα ζητώντας ιδέες από νέους επιχειρηματίες για να τα χρησιμοποιήσουν. Αυτό έδωσε την ώθηση να ακολουθήσουν κι άλλοι μετατρέποντας το Καπάνα σε μια καλλιτεχνική, καλαίσθητη και μοδάτη γειτονιά. Αξίζει μια βόλτα στα στενά της δρομάκια τόσο τη μέρα για να θαυμάσει κανείς τα εντυπωσιακά γκράφιτι όσο και το βράδυ που ανάβουν τα πολύχρωμα λαμπάκια στους δρόμους της.
Μετά από δυο μέρες περιπλανήσεων στην όμορφη αυτή πόλη της Βουλγαρίας, διαπίστωσα πως το μότο της στο σύμβολο που έχει είναι πέρα για πέρα εύστοχο. Η Φιλιππούπολη είναι μια αρχαία πόλη που σέβεται και διατηρεί το παρελθόν της τιμώντας τόσο την ιστορία της όσο και τις φυλές που πέρασαν από εκεί προσφέροντας ένα κομμάτι του πολιτιστικού τους πλούτου στην πολυπολιτισμική της ταυτότητα. Επίσης, η Φιλιππούπολη είναι μια πόλη αιώνια επενδύοντας στις νέες γενιές τόσο με τα πανεπιστήμιά της όσο και με τις πρωτοβουλίες που παίρνει προς όφελος της νεολαίας, κάτι που φάνηκε ακόμη και στην ορθή αξιοποίηση του θεσμού της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Γι' αυτούς τους λόγους τη θαυμάζω και τη θεωρώ μια πόλη πρότυπο στην Ευρώπη.
Επίσης, επτά χρόνια από την προηγούμενη επίσκεψή μου, διαπίστωσα πως η Φιλιππούπολη ζει μια νέα νιότη και μια εντυπωσιακή άνθηση, παρατηρώντας αρκετές αλλαγές από την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα. Οπότε θεωρώ πως θα είναι ένας από τους νέους ανερχόμενους προορισμούς που τα επόμενα χρόνια θα τραβήξουν τα βλέμματα των απανταχού περιπλανώμενων της Γηραιάς Ηπείρου.
Αντίκρισα για πρώτη φορά το Βέλικο Τάρνοβο πριν από εφτά χρόνια καθώς κατευθυνόμουν προς τα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που βγαίνοντας από ένα τούνελ, εντυπωσιάστηκα με μια συνοικία που κρεμόταν κυριολεκτικά από έναν γκρεμό. Αμέσως ρώτησα τον αρχηγό του γκρουπ να μου πει ποια είναι αυτή η πόλη. "Αυτό είναι το Βέλικο Τάρνοβο, η παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας" μου είπε κάπως αόριστα κι αδιάφορα. Μεμιάς έκρυψα την εικόνα αυτή στην μνήμη μου κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως κάποια στιγμή θα επισκεφθώ ξανά τη Βουλγαρία για να περιπλανηθώ με περισσότερη άνεση στη Σόφια και στη Φιλιππούπολη και φυσικά να επισκεφθώ το μυστηριώδες κι ατμοσφαιρικό Βέλικο Τάρνοβο, που το είχα αποτυπώσει ως εικόνα στο μυαλό μου να στέκεται σαν αυτοκρατορικό στέμμα σε τρεις λόφους, τον Τσάρεβετς, την Τραπέζιτσα και την Σβέτα Γκορά (το Ιερό Βουνό ή Άγιο Όρος). Τελικά, χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου αυτή.
Έχοντας αναχωρήσει καταγοητευμένοι από την αρχαία κι αιώνια πόλη της Φιλιππούπολης, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη βόρεια Βουλγαρία, ακολουθώντας μια διαδρομή τριών ωρών μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Σ' αυτές τις μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα σε διάφορες πόλεις, απολαμβάνω τις στιγμές που διασχίζουμε επαρχιακούς δρόμους και περνάμε μέσα από χωριά που είναι ξεχασμένα από όλους. Το ίδιο συνέβη και στη συγκεκριμένη διαδρομή, όπου μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα μικρά και σχεδόν παρατημένα χωριά της βουλγαρικής υπαίθρου με τα μεγάλα και καλοδιατηρημένα τους σχολεία.
Η είσοδός μας στο Βέλικο Τάρνοβο είχε μια ανοδική κλίση, προσπαθώντας η πόλη ακόμη και μ' αυτόν τον τρόπο να μας τονίσει πως ανηφορίζουμε στην "Πόλη των Τσάρων". Το άγριο τοπίο της κοιλάδας του ποταμού Γιάντρα, μας υποδέχτηκε με έναν μουντό καιρό που έκανε την πόλη να δείχνει ακόμη πιο ατμοσφαιρική. Τα κρεμασμένα σε απόκρημνους βράχους σπίτια της, ακολουθούσαν τους απότομους μαιανδρισμούς του ποταμού Γιάντρα, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη και μακρόστενη αστική μορφολογία.
Η περιοχή της παλιάς πόλης και των φρουρίων, είναι από τις παλαιότερες κατοικημένες περιοχές της χώρας καθώς έχουν ανακαλυφθεί ίχνη από τους προϊστορικούς χρόνους κι από θρακικά φύλα. Μάλιστα, στο λόφο Τραπέζιτσα έχουν βρεθεί οχυρωματικά έργα που χρονολογούνται από την Εποχή του Ορείχαλκου (5η-6η χιλιετία π.Χ.). Έπειτα, ήρθαν οι Ρωμαίοι να υψώσουν τα δικά τους τείχη στον συγκεκριμένο λόφο, ενώ αργότερα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έχτισε ένα κάστρο.
Τον 7ο αι. κατέβηκαν τα πρώτα σλαβικά φύλα και κατέλαβαν την πόλη. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε η Δυναστεία των αδελφών Ιβάν Ασέν Α' και του Πέτρου Ασέν, οι οποίοι μετέτρεψαν το Βέλικο Τάρνοβο σε ορμητήριο κατά του Βυζαντίου. Η αίγλη της πόλης όλο και μεγάλωνε μαζί με τον πληθυσμό της.
Όταν έπεσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το Βέλικο Τάρνοβο επεδίωξε να χριστεί Τρίτη Ρώμη, βασιζόμενο στην εξέχουσα πολιτιστική και διοικητική επιρροή που είχε στην Ανατολική Ευρώπη. Εξάλλου, ως πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ήταν μια πόλη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, γεμάτη ξένους εμπόρους κι απεσταλμένους άλλων χωρών. Μάλιστα, η σπουδαιότητά της ήταν τόσο μεγάλη που επιβεβαιώνεται και με το γεγονός ότι η πόλη έδωσε το όνομα της στη φιλολογία, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική της διάσημης «σχολής του Τάρνοβο». Όμως, η πολιτική, οικονομική και πνευματική ακμή της πόλης ανασχέθηκε όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς στις 17 Ιουλίου του 1393 μετά από μια πολιορκία τριών μηνών. Όταν η πόλη έπεσε, οι Οθωμανοί έσφαξαν τους ευγενείς κι εξόρισαν αρκετές οικογένειες στη Μικρά Ασία. Μετά την πτώση του Βέλικο Τάρνοβο άρχισε κι η κατάληψη της υπόλοιπης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, η οποία ολοκληρώθηκε μετά από τρία χρόνια.
Η Οθωμανική κυριαρχία διήρκεσε 484 χρόνια και τερματίστηκε με την απελευθέρωση της πόλης στις 7 Ιουλίου του 1877 από τον Ρώσο στρατηγό Ιωσήφ Γκούρκο, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878). Με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, ιδρύθηκε το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, το οποίο απλωνόταν από τον Δούναβη μέχρι την οροσειρά του Αίμου, έχοντας πρωτεύουσα το Βέλικο Τάρνοβο.
Η πόλη όμως άλλαξε ξανά χαρακτήρα κατά την Κομμουνιστική περίοδο. Δέκα χιλιάδες κάτοικοί της έγιναν μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, πολλές εκκλησίες κι ιδιωτικές επιχειρήσεις έκλεισαν κι οι μεγάλες βιομηχανίες που βρίσκονταν έξω από την πόλη κρατικοποιήθηκαν. Παράλληλα, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο "Αγίων Κυρίλλου και Μεθόδιου" το οποίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ τη δεκαετία του ΄70 αναγερθήκαν περιμετρικά της πόλης νέες βιομηχανίες μηχανημάτων, ηλεκτρονικών, φαρμάκων, επίπλων κι υπολογιστών. Εκείνη την περίοδο άρχισε κι η αστικοποίηση του πολεοδομικού ιστού, αλλάζοντας ριζικά την όψη του Βέλικο Τάρνοβο.
Σήμερα, το Βέλικο Τάρνοβο είναι μια όμορφη πανεπιστημιούπολη καθώς διαθέτει δυο μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα (το πανεπιστήμιο των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου και τη στρατιωτική ακαδημία Βασίλ Λέφσκι), ενώ παράλληλα έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό, αυξάνοντας σταθερά τον ετήσιο αριθμό των επισκεπτών της.
Πρώτη μας εξόρμηση στο Βέλικο Τάρνοβο ήταν η επίσκεψή μας στο επιβλητικό φρούριο Τσάρεβετς που δεσπόζει αντικριστά της παλιάς πόλης. Κατηφορίζοντας προς την πύλη του με το χαρακτηριστικό λιοντάρι, το παρατηρούσαμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας, σταματώντας κάθε τόσο για να το θαυμάσουμε. Το αυτοκρατορικό φρούριο διαθέτει εντυπωσιακά οχυρωματικά τείχη, παρατηρητήρια, ένα βασιλικό παλάτι, 400 κατοικίες και 18 εκκλησίες. Όλα αυτά συγκεντρωμένα πάνω σε έναν λόφο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως το Φρούριο Τσάρεβετς θεωρείται ένα από τα ισχυρά σύμβολα της Βουλγαρίας καθώς θυμίζει το ένδοξο παρελθόν της, από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα που η Βουλγαρική αυτοκρατορία ήταν μεγάλη πολιτική δύναμη κι ανταγωνίσιμη με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα ανάμεσα σε πολεμίστρες και χαλάσματα παλιών κατοικιών κι εκκλησιών. Από τα τείχη του κάστρου διέκρινα το τούνελ που διέσχισα πριν από εφτά χρόνια κι αμέσως αναλογίστηκα τη δύναμη της μνήμης. Έχοντας πλέον μια ξεκάθαρη εικόνα της περιοχής, διαπίστωσα πως σε εκείνο το πέρασμά μου, είχα διασχίσει τον δρόμο ανάμεσα στην παλιά πόλη και τον λόφο Τραπέζιτσα, όπου βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο της πόλης. Ακριβώς κάτω από το φρούριο Τσάρεβετς βρίσκεται ένας μικρός οικισμός, χωμένος μέσα σε πυκνό δάσος. Ανάμεσα στα μικρά σπιτάκια ξεχωρίζουν δυο εκκλησίες, οι οποίες διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, καθώς η μια έχει έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά ενώ η άλλη ακολουθεί ένα πιο σλαβικό ύφος στην αρχιτεκτονική της. Θεωρώ πως δεν είναι τυχαία η ονομασία του οικισμού "Μικρή Βουλγαρία".
Επιστρέφοντας στην παλιά πόλη, διασχίσαμε την γραφική Σαμοβόντσκα Τσαρσίγια, ο οποίος είναι ο παλιός εμπορικός της δρόμος. Στα παλιά χρόνια γινόταν πανδαιμόνιο στον δρόμο αυτόν από τους εμπόρους και τους αγρότες που έρχονταν από το κοντινό χωριό Σαμοβόντενε, για να πουλήσουν την πραμάτεια των αγρών τους αλλά και για να αγοράσουν προϊόντα. Από το χωριό αυτό πήρε την ονομασία του ο συγκεκριμένος δρόμος. Στις μέρες μας, ο πεζόδρομος αυτός εξακολουθεί να είναι πέρασμα αλλά με διαφορετικό χαρακτήρα καθώς από εμπορικός έχεις μετατραπεί σε τουριστικό. Εκεί συναντήσαμε αρκετά καταστήματα με τοπικά προϊόντα κι αναμνηστικά, μικρές καφετέριες που έχουν τις βεράντες τους στραμμένες προς το φρούριο Τσάρεβετς κι ανακαινισμένα χάνια. Η αλλαγή αυτή προήλθε από μια απόφαση της δεκαετίας του '80, όπου προτάθηκε να διατηρηθεί το παραδοσιακό ύφος του συγκεκριμένου δρόμου και να μετατραπεί σε ένα υπαίθριο ζωντανό μουσείο, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η βουλγαρική καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά. Οπότε μπορεί κανείς να πετύχει διάφορους τεχνίτες επί το έργον, όπως ξυλογλύπτες, μαχαιροποιούς, υφαντουργούς, αγγειοπλάστες κ.α. Αν όμως απουσιάζουν από τα εργαστήριό τους, μπορεί κανείς να τους θαυμάσει σε ξύλινες μορφές, οι οποίες βρίσκονται διασκορπισμένες κατά μήκος του πεζόδρομου.
Πέρα από το φρούριο Τσάρεβετς και το γραφικό Σαμονόντσκα Τσαρσίγια, δεν υπάρχει κάποιο άλλο αξιοθέατο, παρά μόνο το μνημείο της Μητέρας Βουλγαρίας που δεσπόζει απέναντι από το δημαρχείο της πόλης.
Το μόνο που μας έμενε να επισκεφθούμε ήταν το Μνημείο των αδελφών Ιβάν και Πέτρου Ασέν, το οποίο βρίσκεται έξω από την παλιά πόλη. Όμως θα μπορούσε κανείς να πει πως το μνημείο αυτό βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της παλιάς πόλης, καθώς το Βέλικο Τάρνοβο απλώνεται αμφιθεατρικά γύρω του. Δίπλα σ' αυτό συναντήσαμε και την Πινακοθήκη Τέχνης Boris Denev, της οποίας η αυστηρή αρχιτεκτονική την κάνει να διαφέρει απόλυτα με τα υπόλοιπα κτίσματα της πόλης.
Αναχώρησα για Σόφια νιώθοντας μια γλυκιά ικανοποίηση που εκπλήρωσα την υπόσχεση, την οποία είχα δώσει στον εαυτό μου πριν κάμποσα χρόνια. Αυτό όμως που διαπίστωσα είναι ότι οι προσδοκίες που είχα μαζέψει για τη συγκεκριμένη πόλη ήταν περισσότερες από αυτό που βρήκα μέσα από την επίσκεψή μου, τις περιπλανήσεις μου και τις στιγμές που έζησα εκεί. Γι' αυτό φυσικά δεν φταίει η πόλη, η οποία είναι από τη φύση της μοναδική, φιλόξενη και πανέμορφη αλλά οι δικές μου επιθυμίες που μεγάλωσαν με την πάροδο των χρόνων. Οπότε, η επίσκεψή μου στην πόλη αυτή δεν ήταν μόνο εκπλήρωση μιας υπόσχεσης κι απόλαυση ατελείωτων περιπλανήσεων αλλά κι ένα εύστοχο δίδαγμα για μένα. Αυτό μ' έκανε να εκτιμήσω ακόμη περισσότερο το "αυτοκρατορικό" Βέλικο Τάρνοβο.
Η επίσκεψή μου στο Λόβετς ήταν μια από τις αναπάντεχες κι ευχάριστες εκπλήξεις των μέχρι σήμερα ταξιδιών μου. Έχοντας λοιπόν αναχωρήσει οδικώς από το Βέλικο Τάρνοβο για να επιστρέψουμε στη Σόφια, συζητούσαμε για το απέραντο πράσινο των πυκνών δασών που καλύπτουν σχεδόν όλη τη χώρα της Βουλγαρίας. Κι ενώ το αμάξι τραβούσε σχεδόν αυτόματα προς τη δύση, ο οδηγός της παρέας, μας αιφνιδίασε στρίβοντας απότομα δεξιά. Ίσα που πρόλαβα να διακρίνω μια πινακίδα που έγραφε ότι το Λόβετς απέχει δέκα χιλιόμετρα.
"Γιατί να μην πιούμε έναν απογευματινό καφέ στο Λόβετς πριν επιστρέψουμε Σόφια;" απάντησε παρατηρώντας τη σαστιμάρα που είχε σχηματιστεί στα πρόσωπα όλων μας. Κανείς μας δεν έφερε αντίρρηση παρά τη συσσωρευμένη κούραση των προηγούμενων ημερών αλλά και μετά την πρωινή μας περιπλάνηση στο μικρό γραφικό χωριό Αρμπανάσι (00:04-00:52).
Πριν αναφερθώ στο Λόβετς, θα ήθελα να πω δυο λόγια για αυτό το μικρό χωριό που έχει γίνει αρκετά δημοφιλές λόγω των καλά διατηρημένων ιστορικών του κτιρίων. Το Αρμπανάσι βρίσκεται λίγο πιο έξω από το Βέλικο Τάρνοβο, το οποίο υπήρξε ιστορική πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Το χωριό ιδρύθηκε από χριστιανούς τον 15ο αιώνα κι ήταν ιδιοκτησία του Ρουστέμ πασά, του Μεγάλου Βιζέου στον Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα μέσα του 16ου αιώνα. Γι' αυτόν τον λόγο, πολλά από τα παλιά του κτίρια εξακολουθούν να έχουν οθωμανική διακόσμηση και σχεδιασμό. Επίσης, το όνομα του χωριού φανερώνει πως οι πρώτοι κάτοικοί του προέρχονταν από την Αλβανία.
Το χωριό αυτό έζησε μεγάλη ακμή τον 17ο και 18ο αιώνα καθώς πολλοί κάτοικοί του ήταν τεχνίτες που ασχολούνταν με τον χρυσό, τις χαλυβουργίες και το μετάξι. Επίσης, οι εκκλησίες που χτίστηκαν εκεί φανερώνουν τη συγκεκριμένη ευημερούσα περίοδο. Η πιο γνωστή κι ιστορική εκκλησία του χωριού είναι η Εκκλησία της Γεννήσεως (που ονομάζεται επίσης κι η Εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού),
της οποίας οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι εξολοκλήρου χωρίς ακάλυπτο χώρο με σκηνές που συναντιούνται πολύ σπάνια στην εικονογραφία εκείνης της περιόδου. Επίσης, η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού ήταν κατοικία των μητροπολιτών του Βέλικο Τάρνοβο κατά το 17 αιώνα. Τέλος σημαντικό αξιοθέατο του χωριού είναι το σπίτι του Κοσταντσαλίεφ που έχει μετατραπεί σε μουσείο, του οποίου η θεματική είναι η καθημερινή ζωή στο Αρμπανάσι την εποχή της ευημερίας του.
Από αυτό το χωριό αναχωρήσαμε το πρωί, αποχαιρετώντας την ευρύτερη περιοχή του Βέλικο Τάρνοβο, παίρνοντας τον δρόμο για να επιστρέψουμε Σόφια, χωρίς να υποψιαζόμαστε μια πιθανή επίσκεψη σε μια ακόμη πόλη. Και να, που λίγο μετά το μεσημέρι, κατηφορίζαμε προς την κοίτη του ποταμού Όσαμ, εισχωρώντας διακριτικά στην "πόλη με τις πασχαλιές" της βόρειας Βουλγαρίας.
Το γλυκό όνομα της πόλης Λόβετς (Ловеч) προέρχεται από τη σλαβική ρίζα λοβ που σημαίνει κυνήγι και τη σλαβική κατάληξη -ετς, και θεωρείται πως είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της Βουλγαρίας. Όπως προκύπτει από αρχαιολογικά ευρήματα, υπήρξε προϊστορικός οικισμός, με τους πρώτους κάτοικους της πόλης να ανήκουν στη θρακική φυλή των Meldi, των οποίων τα ίχνη τους χρονολογούνται από τον 4ο π. Χ. αιώνα κι οι οποίοι ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους με το όνομα Melta, που βρισκόταν στη σημερινή Βαρόσα (Varosha), την παλιά πόλη του Λόβετς.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, το Λόβετς αποτελούσε μεγάλης στρατιωτικής σημασίας σταθμό των Ρωμαίων, με το όνομα Πρεζίντιουμ (Prezidium). Στα μέσα του 11ου αιώνα, η πόλη και το κάστρο του Λόβετς συνδέονται με τις επιδρομές των Πετσενέγκων (Pechenegs) στη Βόρεια Βουλγαρία. Mετά την επανάσταση των Βουλγάρων κατά τον 12ο αιώνα, με αρχηγούς τους αδελφούς Πέτκο κι Άσσεν, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, με την οποία η Βουλγαρία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο βασίλειο.
Κατά τον Μεσαίωνα, η πόλη του Λόβετς υπήρξε σημαντικό κέντρο στρατηγικής σημασίας αλλά το 1393 υπέκυψε στις τουρκικές εισβολές και αποτέλεσε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα τέλη της τουρκικής κυριαρχίας κατά το 19ο αιώνα, το Λόβετς έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο βουλγαρικό αγώνα εναντίον της τουρκικής καταπίεσης και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του αντιτουρκικού αισθήματος. Κατά την περίοδο αυτή, ο εθνικός ήρωας της Βουλγαρίας και ηγέτης του επαναστατικού αγώνα εναντίον των Τούρκων Βασίλι Λέφσκι (Vasil Levski) συνελήφθη στο χωριό Κάκρινα (Kakrina), πολύ κοντά στο Λόβετς, κι οδηγήθηκε στη Σόφια όπου κι απαγχονίστηκε.
Στις μέρες μας, το Λόβετς έχει μετατραπεί σε κέντρο της σύγχρονης διδασκαλίας ξένων γλωσσών στη Βουλγαρία συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο την ιστορική παράδοση που θέλει το πρώτο Αμερικανικό κολλέγιο της χώρας να ιδρύεται στη συγκεκριμένη πόλη το 1881 και την πρώτη σχολή ξένων γλωσσών το 1950. Όμως στην πορεία, η διδασκαλία των αγγλικών και των γαλλικών μεταφέρθηκε στη Σόφια και τη Βάρνα αντίστοιχα με την ίδρυση των πρώτων γλωσσικών σχολών στις πόλεις αυτές, κι έτσι έμειναν τα γερμανικά ως η μόνη διδασκόμενη γλώσσα στη σχολή του Λόβετς κατά την περίοδο 1959-1984, μ' αποτέλεσμα να μετονομαστεί ανεπίσημα το ίδρυμα σε Γερμανική Σχολή.
Το πιο γνωστό αξιοθέατο της πόλης είναι η «Σκεπαστή Γέφυρα» (βουλγαρικά: Покрит мост, Pokrit most), η οποία στέκει πάνω από τον ποταμό Όσαμ, κι ενώνει τη σύγχρονη πόλη με την παλιά πόλη του Λόβετς, τη Βαρόσα. Η σημερινή μορφή της γέφυρας προέρχεται από την αναστήλωσή της το 1931 μετά την καταστροφή που υπέστη από μια πυρκαγιά του 1925. Η περίφημη Σκεπαστή Γέφυρα, που προϋπήρχε στη θέση της σημερινής γέφυρας, χτίστηκε στα 1872 -1874 από τον Βούλγαρο αρχιμάστορα και γλύπτη Kolyo Ficheto (1800 - 1881). Το μήκος της είναι 106 μέτρα και στο εσωτερικό της υπάρχουν μικρά μαγαζάκια που πουλάνε κυρίως χειροποίητα προϊόντα κι αναμνηστικά για τους επισκέπτες. Στο μέσον της γέφυρας υπάρχει ένα άνοιγμα απ' όπου μπορεί κανείς να διακρίνει από κάτω το ποτάμι και να θαυμάσει σε μακέτες κάποια από τα αξιοθέατα της πόλης.
Όμως για μένα η πραγματική ομορφιά της πόλης βρίσκεται στα γραφικά και καταπράσινα καλντερίμια της παλιάς πόλης Βαρόσα με τις κατοικίες-μνημεία Ντράσοβα και Ράσοβα, που ανηφορίζουν προς το φρούριο. Μέσα στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς ξεπετάγονταν μικρά αρχοντικά σπίτια, με τις χαρακτηριστικές τους μαύρες στέγες και τα σκουρόχρωμα ξύλινα μπαλκόνια τους. Μαγεύτηκα με τα χαλιά που είχαν απλωθεί σε ένα μπαλκόνι, παρακολουθώντας το παιχνίδι των χρωμάτων της βουλγαρικής σημαίας με τα πολύχρωμα μοτίβα των χαλιών και φυσικά κυνήγησα με τον φακό μου τα περίεργα βλέμματα των γατιών που με παρατηρούσαν εκ του ασφαλούς από τους μαντρότοιχους των αυλών.
Στην κορυφή της πλαγιάς με υποδέχτηκε ο θεόρατος ανδριάντας του Βασίλι Λέφσκι. Αγέρωχος κι επιβλητικός στέκει και παρακολουθεί κάτω την πόλη με βλέμμα αυστηρό, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ικανοποίηση πως η θυσία του απέφερε καρπούς για την απελευθέρωση της χώρας του.
Το απόγευμα μας βρήκε σε ένα κεντρικό καφέ να απολαμβάνουμε τον καφέ μας με φόντο μια από τις σύγχρονες πλατείες της πόλης. Ένας νεαρός σε ένα απομακρυσμένο παγκάκι έπαιζε φάλτσα με το κλαρίνο του από απόσταση ασφαλείας και μια παρέα πιτσιρικιών προσπαθούσαν να σβήσουν την μελωδία του με τα ποδοβολητά και τα χαχανητά τους. Στα γύρω τραπεζάκια παρατήρησα πως σχεδόν όλοι οι θαμώνες έπιναν χαμομήλι έχοντας δίπλα τους ένα μπουκάλι coca-cola. Μια από τις περίεργες συνήθειες των Βουλγάρων, μου είπαν από την παρέα διακρίνοντας την απορία μου στο θέαμα αυτό.
Έπειτα στράφηκα στα πρόσωπα των παρευρισκόμενων προσπαθώντας να αφουγκραστώ τον χαρακτήρα αυτής της μικρής πόλης των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Άρχισα να διακρίνω πρόσωπα ήρεμα κι ολίγον θλιμμένα. Άνθρωποι κάποιας ηλικίας που κοιτούσαν προς το ποτάμι κουβαλώντας έναν καημό και νέοι που έδειχναν να ασφυκτιούν στην μικρή κοιλάδα του ποταμού Όσαμ. Κι εμείς, ανάμεσά τους να αναλογιζόμαστε πως το μικρό οδοιπορικό μας στη Βουλγαρία, ολοκληρώθηκε με μία ιδιαίτερη πινελιά που μόνο το Λόβετς μπορούσε να μας προσφέρει.
Ο συγγραφέας Γιώργος Χατζελένης απέναντι στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου “Βαλκανευτές”.
Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα “Βαλκανευτές” από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Τι πραγματεύεται;
Το τέταρτο βιβλίο μου, οι «Βαλκανευτές», είναι η καταγραφή των περιπλανήσεών μου στα Δυτικά Βαλκάνια την άνοιξη του 2016. Το εν λόγω ανάγνωσμα αποτελεί ένα οδοιπορικό δοκίμιο μέσω του οποίου επεδίωξα να συνταιριάξω τις ονειρικές στιγμές του ταξιδιού και τις μαγευτικές ομορφιές των τοπίων, με την οδυνηρή ιστορία των πόλεων που επισκεφθήκαμε και τους προβληματισμούς που αναδύθηκανμέσα από συζητήσεις και συναντήσεις,τόσο σε μένα όσο και στους δυο συνταξιδευτές μου.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τους τρεις βασικούς ήρωες. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι τους;
Οι τρεις βασικοί ήρωες του βιβλίου είναι συνακόλουθα και τρεις ετερόκλητες προσωπικότητες που έτυχε να συναντηθούν, να σμίξουν και να συμπορευτούν μέσα από τυχαίες περιστάσεις που τους επεφύλαξε η ζωή. Ανήκουμε στην πρώτη φουρνιά που αντίκρισε μουδιασμένη τα όνειρά της να θυσιάζονται στον βωμό των μνημονίων και των κοινωνικοπολιτικών ανωμαλιών της χώρας μας. Συγκαταλεγόμαστε στη χαμένη γενιά της οικονομικής κρίσης. Παρόλο που ο καθένας μας γαλουχήθηκε διαφορετικά, ορμώμενος από τη δική του αφετηρία και χαράσσοντας ξεχωριστή πορεία, δομώντας μ’ αυτόν τον τρόπο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, οι συγκυρίες και τα γεγονότα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, μας έφεραν πιο κοντά και μας έσμιξαν γερά. Οι μεταξύ μας συζητήσεις, αναλύσεις και συγκρούσεις φανέρωσαν πως κι οι τρεις μαζί μπορούμε να καλύψουμε σφαιρικά και να αντιμετωπίσουμε αλληλέγγυα κάθε τι που μας απασχολεί. Έπειτα, μέσα στα χρόνια μάθαμε να σεβόμαστε τις προσδοκίες και τους στόχους του καθενός, πυροδοτώντας ο καθένας με τον τρόπο του το απαραίτητο κίνητρο για να εκπληρώσει ο άλλος τα όνειρα και τους σκοπούς του.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα, ο αναγνώστης, από τους “Βαλκανευτές”;
Εξαρτάται τι προσδοκά ο εκάστοτε αναγνώστης να αποκομίσει μέσα από το βιβλίο. Αναλογιζόμενος συζητήσεις που έχω μοιραστεί με αναγνώστες του βιβλίου, έχω παρατηρήσει την ικανοποίηση που αισθάνονται αντιλαμβανόμενοι πως όλοι κατακλυζόμαστε από παρόμοιες καθημερινές σκέψεις και κοινούς προβληματισμούς, τους οποίους διστακτικά αποφεύγουμε να εξωτερικεύσουμε. Είτε από ανασφάλεια, είτε από αδυναμία, αδυνατούμε να αποκαλύψουμε και να μοιραστούμε με τους γύρω μας όλα όσα μας απασχολούν. Επομένως θεωρώ και θέλω να πιστεύω πως διαβάζοντας κάποιες από τις σκέψεις μου αλλά και τις σκέψεις των φίλων μου, καθώς και τον τρόπο που τις μοιραζόμαστε μεταξύ μας, δίνεται η αφορμή στον αναγνώστη να ξεδιπλωθεί απελευθερωτικά κι ο ίδιος. Ίσως να είναι ένα από τα πιο εξέχοντα αποστάγματα του βιβλίου. Η διαφυγή μας. Όχι μόνο η αίσθηση της διαφυγής που μας παραχωρεί απλόχερα το κάθε ταξίδι από μια στάσιμη κατάσταση και μια μίζερη καθημερινότητα, αλλά και μια σωτήρια διαφυγή από το αποπνικτικά περίκλειστο κλουβί που οι ίδιοι έχουμε αναγείρει κι έχουμε εγκλωβιστεί εντός του. Μια διαφυγή από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η ζωή είναι ένα ταξίδι με προορισμό ή ένας προορισμός χωρίς πυξίδα στο χέρι;
Η ζωή είναι ένα θαύμα που δυστυχώς δυσκολευόμαστε να το αντιληφθούμε. Όσο πιο έγκαιρα το καταλάβουμε τόσο περισσότερες εμπειρίες, γνώσεις και συναισθήματα θα αποκομίσουμε και τόσο λιγότερες ανεπιστρεπτί χαμένες στιγμές θα προσμετρούμε για να θρηνήσουμε φτάνοντας προς την ολοκλήρωση του προορισμού.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω ουσιωδώς με τους ανθρώπους γύρω μου με ώθησε να προσφύγω στη γραπτή επικοινωνία. Η συγγραφή με ξεκλείδωσε, με απελευθέρωσε και συνέδραμε να προσδιορίσω τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματά μου.
Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός βιβλίου;
Κι η έμπνευση αλλά κι η σκληρή δουλειά παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργικότητα, αλλά θεωρώ πως μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζει η ειλικρίνεια πρωτίστως απέναντι στον εαυτό μας κι επακόλουθα στους γύρω μας. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία με περίτεχνη γραφή, εντούτοις χωρίς ουσία και βιβλία με λιτή γραφή που βρίθουν από προβληματισμούς, περιγραφές, χαρακτήρες, νοήματα και συναισθήματα. Θεωρώ πως διανύουμε μια περίοδο που παρόλη τη σκληρή δουλειά που καταβάλλει ο καθένας μας, η έμπνευση έχει σχεδόν κορεστεί κι η ειλικρίνεια δυστυχώς έχει εκλείψει.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Η πλειονότητα του κόσμου θεωρεί πως η ψηφιακή επανάσταση εκβάλει στο λυκόφως την εποχή του βιβλίου. Κατά την άποψή μου, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Συμφωνώ πως ο ψηφιακός κόσμος έχει διεισδύσει καθοριστικά στη ζωή μας κι έχει παραγκωνίσει αρκετές συνήθειές μας, ωστόσο για τους βιβλιοφάγους τα βιβλία θα αποτελούν δια παντός ένα ξεχωριστό κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, που μάλλον ακατόρθωτα θα αντικατασταθεί από tablets και κινητά. Όπως είχα αναφέρει και σε μια προηγούμενη συνέντευξή μου, πιστεύω ακράδαντα πως τα βιβλία μπορούν να συνυπάρξουν με τον ψηφιακό κόσμο και να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Προσωπικά, έχω ανακαλύψει αρκετά αξιόλογα βιβλία μέσα από λογοτεχνικές σελίδες που ακολουθώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Σε έναν «επερχόμενο» μήνα καραντίνας θα προτιμούσα να ξαναδιαβάσω βιβλία που ήδη λάτρεψα και τα έχω συμπεριλάβει στη λίστα των λογοτεχνικών έργων που θα ήθελα να επιστρέψω ξανά με την πρώτη δοθείσα ευκαιρία. Δυστυχώς, η επιλογή είναι δύσκολη κι είμαι βέβαιος πως θα αδικήσω αρκετά. Οπότε, θα αναφερθώ σε αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό. Σίγουρα είναι ο «Φίλος» της Σίγκριντ Νιούνεζ, «Εμείς οι άλλοι» του Γιάννη Κιουρτσάκη, τα «Γραπτά» του Γιώργου Μακρή, «Αναφορά στον Γκρέκο» κι «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, οι «Καταστάσεις» του Ζαν-Πολ Σαρτρ και κάποια βιβλία του Κορνήλιου Καστοριάδη, διότι σκέφτομαι πως θα είναι μια ιδανική ευκαιρία στους ήπιους ρυθμούς που θα επιφέρει η στασιμότητα της καραντίνας να επικεντρωθώ στις θεωρίες του, οι οποίες είναι άψογα δομημένες σε ορισμένα από τα βιβλία του τα οποία είχα διαβάσει παρελθοντικά, όπως είναι «Η άνοδος της Ασημαντότητας» κι «Ο Θρυμματισμένος κόσμος». Συγχωρήστε με καθώς δεν κατάφερα να επικεντρωθώ σε μόνο πέντε βιβλία.
Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Αδιαμφισβήτητα θα έμοιαζε ονειρικό να έπινα καφέ σε ένα μπιστρό δίπλα στα μονοπάτια του ποταμού Νέκαρ με συντροφιά τον Μίλαν Κούντερα, τον Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, καθώς συγκαταλέγονται στους συγγραφείς που έχω διατρέξει σχεδόν ολόκληρη τη βιβλιογραφία τους κι έχω συγκεντρώσει αρκετές ερωτήσεις για να τους απευθύνω.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Πιστεύω στην τύχη, όμως περισσότερο πιστεύω στις συνέπειες των πράξεων και των αποφάσεών μας.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Και τα δυο είναι εξίσου απαραίτητα. Ο ρομαντισμός είναι επιτακτικός για να διαφυλάξουμε την ανθρώπινη υπόστασή μας και να τροφοδοτούμαστε με εμπνευσμένα κίνητρα στο κυνήγι των στόχων μας, ακόμη κι όταν αυτοί είναι ανέφικτοι. Ο ρεαλισμός κρίνεται επωφελής για να πατάμε γερά τα πόδια μας στη γη, διότι οι αιθεροβάμονες κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν με την πρώτη αποτυχία ή δυσκολία. Επίσης θεωρώ πως είναι κατά καιρούς χρήσιμος κι ο κυνισμός, για να μπορέσουμε να αντιταχθούμε στην τοξικότητα που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της χώρας μας.
Οι φετινές θερινές κινηματογραφικές βραδιές ήταν αφιερωμένες στον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη Λουί Μάλ, τιμώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Αυτό στάθηκε αφορμή να παρακολουθήσω κάποιες από τις ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του που μου είχαν διαφύγει. Μια απ' αυτές ήταν "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ", την οποία είχα αποφύγει παρελθοντικά φοβούμενος πως θα με απογοήτευε το πειραματικό της ύφος καθώς είχα συσχετίσει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη με τα αξεπέραστα αριστουργήματά του "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει", "Ασανσέρ για Δολοφόνους" και "Αντίο Παιδιά". Παρόλα αυτά αποφάσισα να την δω κι ομολογώ πως με μια επιφύλαξη την κατέταξα στην προσωπική μου λίστα με τα αριστουργήματα του παρελθόντος κι αυτό χάρη στην συγκλονιστική ολοκλήρωση του χαοτικού σουρεαλιστικού διαλόγου που μου πρόσφεραν οι δυο συγγραφικοί φίλοι Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι.
Το πρωτοποριακό (για εκείνην την εποχή) κινηματογραφικό πείραμα του Λουί Μαλ ξεκινάει με μια άκρως διασκεδαστική κι αυτοσαρκαστική διάθεση, με τη βαριεστημένη φιγούρα του Γουόλας Σον να περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης μοιραζόμενος μαζί μας τις σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του θεωρώ πως περισσότερο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του παρά τους θεατές, πως το επάγγελμα του συγγραφέα είναι αρκετά σκληρός κι απαιτητικό. Παράλληλα προσπαθεί να συνοψίσει τα αδιέξοδα της προσωπικής του ζωής αλλά και της φιλίας του με τον Αντρέ που διεκόπη απότομα, γεγονός που τον απογοήτευσε αρκετά μαζί του αλλά και τον έκανε να απορήσει που δέχτηκε την πρότασή του για ένα δείπνο μετά από πολλά χρόνια.
Μέσα από τη σύντομη περιπλάνηση του Γουόλας Σον μαθαίνουμε ότι ο "Γουόλι" νιώθει πως έχει αποτύχει ως θεατρικός συγγραφέας και προσπαθεί να επιβιώσει ψάχνοντας δεύτερες δουλειές, έχοντας απαρνηθεί τα χρήματα των γονιών του θέλοντας από μικρός να γίνει καλλιτέχνης. Όμως η έμπνευσή του έχει στερέψει κι η διάθεσή του έχει χαθεί καθώς σε καθημερινή βάση αγχώνεται για εύρεση δουλειά αλλά και για την αποπληρωμή των λογαριασμών που κατακλύζουν το γραμματοκιβώτιό του. Αντιθέτως ο Αντρέ, τον οποίον υποδύεται ο Αντρέ Γκρέγκορι, είναι ένας πετυχημένος κι αναγνωρισμένος θεατρικός σκηνοθέτης που στο απόγειο της δόξας του τα παράτησε όλα κι άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορες μεριές του κόσμου (Πολωνία, Σαχάρα, Αγγλία κ.α.) προσπαθώντας από τη μια να συλλέξει εμπειρίες κι από την άλλη να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τον ρόλο του στη ζωή αλλά και την σχέση του με τον θάνατο. Μετά από τις πολύχρονες περιπλανήσεις του επιστρέφει στην Νέα Υόρκη τελείως αλλαγμένος. Μάλιστα ο Γουόλι αναφέρει μια φήμη που άκουσε πως τον είδαν να βγαίνει από την προβολή της ταινίας "Φθινοπωρινή Σονάτα" του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και να μονολογεί με αναφιλητά την εξής φράσης: «Μπορώ να ζήσω μόνο μέσα στο έργο μου, αλλά όχι στη ζωή μου».
Έχοντας σχηματίσει μια εικόνα για τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών, γίνονται φανεροί οι λόγοι που ο Γουόλι δεν έχει διάθεση να δειπνίσει με τον Αντρέ. Όμως τον τρώει η περιέργεια να μάθει από πρώτο χέρι όλα αυτά που έζησε ο Αντρέ στα ταξίδια που έκανε και κατά κάποιον τρόπο θέλει να "απολαύσει" τον δημιουργικό εκπεσμό του άλλοτε στενού του φίλου.
Η ταινία αποκτά άλλη ροή όταν οι δυο φίλοι συναντιούνται στο εστιατόριο. Από εκείνο το σημείο και μετά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον παίρνει η ίδια η συζήτηση που φουντώνει ανάμεσά τους. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή γίνεται αισθητή η αμηχανία και η ψυχρότητα τους, η οποία σιγά σιγά εξαφανίζεται όταν καταφθάνουν στο τραπέζι τα ποτά και τα κυρίως πιάτα. Για τη συζήτηση αυτή, ο Λουί Μαλ προσφέρει εξαιρετικές λήψεις, δίνοντας μας την εντύπωση πως κι εμείς συμμετέχουμε στην κουβέντα των δυο φίλων, σαν να είμαστε το τρίτο πρόσωπο που κάθεται στο τραπέζι και παρακολουθεί βουβά τον αχαλίνωτο μονόλογο του Αντρέ.
Από ένα σημείο κι έπειτα έχασα τον ειρμό των απόψεων του Αντρέ. Το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Πολωνία τον έκανε να αναθεωρήσει αρκετές απόψεις που είχε για το θέατρο και την ίδια του την ζωή. Έπειτα ακολούθησαν κι άλλες φυγές σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κι από παντού κουβαλούσε μια εμπειρία που ξέφευγε από τα όρια της πραγματικότητας. Φαντασιώσεις, οράματα, οπτασίες κι άλλα πολλά που δυστυχώς αδυνατούσα να κατανοήσω και να συγκρατήσω στη μνήμη μου. Ο Αντρέ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν χείμαρρο σουρεαλιστικών περιγραφών και πνευματικών προβληματισμών, τα οποία προσωπικά μου φάνηκαν αβάσιμα κι ανούσια. Κατά κάποιον τρόπο, η ροή της συζήτησης κατάφερε να αποστρέψει την προσοχή μου και το ενδιαφέρον μου από την ίδια την ταινία. Περισσότερο κοιτούσα την ώρα που περνούσε κι αναρωτιόμουν για ποιον λόγο χάνω τον χρόνο μου παρακολουθώντας μια φλύαρη συζήτηση δυο διανοούμενων της Νέας Υόρκης.
Όμως, στο σημείο που αποφάσισα να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να φύγω, ήρθε η απόλυτη ανατροπή της συζήτησης καθώς ακολούθησε μια συγκλονιστική ανάλυση σύγχρονων σκέψεων κι επίκαιρων προβληματισμών που μ' ενδιαφέρουν και μ' αφορούν απόλυτα. Μια αντίρρηση του Γουόλι στα πιστεύω του Αντρέ, έδωσε το έναυσμα μιας εσώψυχης κατάθεσης και ενός οργουελικού εφιάλτη για τον μοντέρνο τρόπο ζωής που όχι μόνο αποδείχτηκε ανατριχιαστικά προφητικός αλλά θεωρώ πως τον βιώνω κι εγώ ο ίδιος τα τελευταία χρόνια.
Έχοντας πλέον παραδοθεί ψυχικά και σωματικά, πορεύομαι προς τη λήξη του διαλόγου και την ολοκλήρωση της ταινίας με την λατρεμένη μελωδία του Ερίκ Σατί, την οποία ο Λουί Μαλ είχε επιλέξει και στην πολυαγαπημένη μου ταινία "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει". Ο Γουίλι συγκινημένος από την συζήτηση με τον φίλο του, επιστρέφει με ταξί στο σπίτι παρατηρώντας την πόλη του από το πίσω μέρος του καθίσματος, αντικρίζοντας μέρη γνώριμα με άλλο μάτι, καθώς η συνάντησή του με τον Αντρέ μετατράπηκε σε μια αφετηρία αναθεώρησης και της δικής του ύπαρξης. Την ίδια τακτική προσπάθησα να εφαρμόσω κι εγώ μετά το πέρας της προβολής γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι.
Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή ταινία ήταν ένα δημιούργημα τόσο του Λουί Μαλ όσο και των δυο θεατρικών συγγραφέων Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι. Οι δυο πρωταγωνιστές ερμήνευαν τους ίδιους τους εαυτούς. Μάλιστα, ο Αντρέ Γκρέγκορι είχε πράγματι φύγει σε ένα ταξίδι προσωπικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης. Όμως δεν γνωρίζω στο κατά πόσο αυτοσχεδίασαν τη συζήτηση που ανέπτυξαν μπροστά στην κάμερα, αν και κάπου διάβασα πως ο διάλογός τους ήταν προϊόν προηγούμενων ηχογραφημένων τους συζητήσεων.
Όπως και να χει, ο Λουί Μαλ, ο Γουάλας Σον κι ο Αντρέ Γκρέγκορι, μας πρόσφεραν ένα αφοπλιστικό έργο, το οποίο καταφέρνει να μας κερδίσει και να μας προβληματίσει μέσα από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τέχνη, την επιτυχία ή την αποτυχία του καθενός αλλά και την αναζήτηση της πολυπόθητης ευτυχίας. Τα θέματα τα οποία θίγονται είναι επίκαιρα και οι ανησυχίες του Αντρέ δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν λίγες δεκαετίες μετά από την κινηματογραφική του συζήτηση με τον Γουόλι.
Είναι όμως εντυπωσιακό το πως μεταστρέφεται η κουβέντα κι από τα (ψευτο)φιλοσοφικά θέματα επικεντρώνεται σε καίρια ερωτήματα όπως το νόημα της ύπαρξή μας κι ο τελικός μας ρόλος στη ζωή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συζήτηση μετατρέπεται από ακαδημαϊκή και φιλοσοφική σε υπαρξιακή κι ανθρώπινη κι αποκτά μια ειλικρίνεια, μια ζεστασιά και μια ανησυχία.
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που διέκρινα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η τέχνη του διαλόγου, η οποία δυστυχώς έχει εκλείψει στις μέρες μας τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Οι άνθρωποι έπαψαν να συνδιαλέγονται και να μοιράζονται απόψεις και σκέψεις καθώς ο εγωισμός έχει καλύψει μάτια κι έχει βουλώσει αυτιά. Στις μέρες μας θεωρούμε πως έχουμε περισσότερη αξία μόνο όταν μιλάμε κι όχι όταν ακούμε τους διπλανούς μας. Γι' αυτόν τον λόγο γοητεύομαι μ' αυτού του είδους τις ταινίες. Διότι παρακολουθώ μια κατάσταση που πλέον δεν υφίσταται πια.
Είμαι βέβαιος πως "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ" θα φανεί φλύαρος και κουραστικούς κι οι ιδέες του θα θεωρηθούν όχι αδίκως ξεπερασμένες. Όμως το νόημα της ζωής που τίθεται στη συζήτηση των δύο φίλων, αποδεικνύεται πως είναι ένα ζήτημα διαχρονικό. Επίσης επιβεβαιώνει πως τα ερωτήματα που προκύπτουν πάνω σ' αυτό το θέμα παραμένουν αναπάντητα. Αυτό όμως δεν γίνεται αφορμή για παραίτηση κάθε προσπάθειας καθώς αυτά τα ερωτήματα είναι που μετατρέπονται σε μοχλούς δημιουργικότητας κι ατέρμονης αναζήτησης του ίδιου μας του εαυτού ως στο τέλος της ύπαρξης μας.
Κάθε σκηνοθέτης διακρίνεται από ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αναγνωρισμένους κι αγαπημένους δημιουργούς. Για τον Ασγκάρ Φαραντί, αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι η διακριτικότητα των έργων του, μια άποψη την οποία βασίζω τόσο στην ταπεινή και σχεδόν αθόρυβη προώθηση των ταινιών του στις σκοτεινές αίθουσες όσο και στον τρόπο με τον οποίο διεισδύει στον κόσμο των ηρώων του και των προβλημάτων που οι ίδιοι κουβαλούν και τους βασανίζουν. Επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχω παρατηρήσει στις ταινίες του Ιρανού σκηνοθέτη, είναι τα κοινωνικά ζητήματα που θέτει, τα οποία μου είναι τόσο οικεία, δημιουργώντας μου το ερώτημα στο αν τελικά υπάρχουν περισσότερα στοιχεία που μας ενώνουν με τους Ιρανούς παρά μας χωρίζουν. Η τελευταία ταινία του "Ένας Ήρωας" θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γυριστεί στην Ελλάδα ή και σε κάποια άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, όπως το ίδιο έχουμε πει και για τις προηγούμενες ταινίες του "Ο Εμποράκος" κι "Ένας Χωρισμός".
Κεντρικό πρόσωπο στην νέα ταινία του Ασγκάρ Φαραντί είναι ο Ραχίμ (Ελεήμων στη γλώσσα μας), ο οποίος έχει φυλακιστεί επειδή δεν κατάφερε να εξοφλήσει ένα δάνειο που είχε ζητήσει κάποτε. Η ιστορία ξεκινάει με την έξοδό του από τη φυλακή για διήμερη άδεια. Αμέσως σπεύδει να συναντήσει τους δικούς του γεμάτος αισιοδοξία, διότι πιστεύει πως ίσως βρήκε τον τρόπο να αποφυλακιστεί νωρίτερα. Η ελπίδα του αυτή πατάει στο γεγονός πως η σύντροφός του Ραχίμ έχει βρει μια τσάντα με χρυσά νομίσματα, τα οποία σκέφτονται να τα εξαργυρώσουν για να πληρώσει το χρέος που τον κρατάει κλεισμένο στη φυλακή. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εκείνος κι η σύντροφός του σχεδιάζουν. Από την μια είναι το σκαμπανέβασμα της τιμής του χρυσού που δεν αρκεί για να καλύψει το χρέος του προς τον πιστωτή του κι από την άλλη τον βασανίζει το ηθικό δίλημμα στο αν πρέπει να επιστρέψει την τσάντα με τα χρυσά νομίσματα στον κάτοχό τους.
Αποφασίζει λοιπόν να "σκηνοθετήσει" την εύρεση της τσάντας με τα χρυσά νομίσματα από τον ίδιο κι επιδιώκει να ακουστεί στον ευρύ περίγυρο η προσπάθειά του στην αναζήτηση του κατόχου, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να κερδίσει την εύνοια τόσο των δεσμοφυλάκων όσο και του πιστωτή στον οποίον χρωστάει τα χρήματα. Όμως το καλά οργανωμένο του σχέδιο γκρεμίζεται από τη στιγμή που εμφανίζεται μια γυναίκα ως κάτοχος της τσάντας, καθώς στην πορεία αποδεικνύεται πως ήταν μια απατεώνισσα που βρήκε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την όλη κατάσταση για να αποσπάσει το χρηματικό ποσό της τσάντας.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, ο Ραχίμ μες στην απελπισία του προσπαθεί να υποστηρίξει το σχέδιό του λέγοντας το ένα ψέμα μετά το άλλο, μ' αποτέλεσμα να πέσει σε αρκετές αντιφάσεις. Παράλληλα, οι άνθρωποι που τον στήριξαν και βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν ως "ήρωα" και συνάμα θύμα της σκληρότητας του δανειστή του, αρχίζουν να τον αντιμετωπίζουν ως έναν απατεώνα που προσπάθησε να τους εκμεταλλευτεί για να αποφυλακιστεί. Ο Ραχίμ έχοντας χάσει την αξιοπιστία του, πέρα από τον αμετανόητο δανειστή του, έρχεται αντιμέτωπος και με άλλους ανθρώπους αλλά και με την ίδια του την οικογένεια. Η μη αναστρέψιμη κατάσταση κάνει την ψυχολογία του να πέσει στα τάρταρα, οδηγώντας τον σε μια απελπισμένη παραίτηση κάθε προσπάθειας να αποφυλακιστεί.
Μετά από μια όχι και τόσο πετυχημένη προσπάθεια να γυρίσει μια ταινία σε ευρωπαϊκό έδαφος (αναφέρομαι στο "Το Ξέρουν Όλοι"), ο Ασγκάρ Φαραντί επιστρέφει στην πατρίδα του και ξανακαταπιάνεται με το θέμα που γνωρίζει καλύτερα απ' όλους τους σύγχρονους σκηνοθέτες, φέρνοντας τους θεατές αντιμέτωπους με τις ηθικές αξίες των κοινωνιών και την αυστηρότητα των νόμων των κρατών. Στη συγκεκριμένη ταινία θέτει ένα επιπλέον ερώτημα, στο αν πάντα το δίκαιο είναι και σωστό αλλά και στο κατά πόσο η ζωή μπορεί να σου ξεπληρώσει μια καλή πράξη που έχεις κάνει.
Με την τελευταία του ταινία, ο Ιρανός σκηνοθέτης πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα αποφεύγοντας την εύκολη λύση της ηθικολογίας. Αντιθέτως "τιμωρεί" αργά και βασανιστικά τον ήρωά του, επειδή αποφάσισε να αποκρύψει και να τροποποιήσει την αλήθεια, παρόλο που το έκανε για καλό σκοπό. Μέσα από τον αγχωτικό γολγοθά του Ραχίμ προσπαθεί να δείξει πως όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του καθενός, το ψέμα πάντα οδηγεί στην καταστροφή κάνοντας τους ανθρώπους να χάνουν το δίκιο τους και την ψυχραιμία τους. Τους οδηγεί πιο γρήγορα προς την καταστροφή τόσο την δικιά τους όσο και των γύρω τους.
Μέχρι όμως να φτάσουμε στο λυτρωτικό (;) φινάλε, ο Ασγκάρ Φαραντί μας περιστρέφει μαεστρικά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, εισχωρώντας μας στο άψογα δομημένο ψυχολογικό του θρίλερ. Με έξυπνο τρόπο καταφέρνει να μας βάλει στη θέση του πρωταγωνιστή, κάτι που βοηθάει στο να αντιληφθούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήρε τις όποιες λανθασμένες αποφάσεις αλλά και δημιουργώντας μας έναν προβληματισμό στο τι θα πράτταμε αν ήμασταν εμείς στη θέση του.
Στην παραπάνω κινηματογραφική προσπάθεια του Ιρανού δημιουργού παίζει σημαντικό ρόλο κι η εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Amir Jadidi, ο οποίος καταφέρνει να διατηρήσει μια συναισθηματική απόσταση με το κοινό της ταινίας, μ' αποτέλεσμα να μην γίνεται ούτε συμπαθητικός αλλά ούτε κι αντιπαθητικός. Εξάλλου σκοπός του Ασγκάρ Φαραντί δεν είναι να λυπηθούμε τον ήρωά του αλλά να τον κατανοήσουμε. Να μπορέσουμε να βιώσουμε την απελπισία ενός ηττημένου ανθρώπου που βάλλεται από παντού εξαιτίας κάποιων λανθασμένων επιλογών κι αποφάσεών του. Εξαιρετικοί στις ερμηνείες τους κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί της ταινίας, οι οποίοι καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ειλικρινές αληθοφανές κλίμα στην ταινία.
Κλείνοντας το κείμενό μου για την συγκεκριμένη ταινία, θέλω να αναφερθώ και στον τίτλο της. Θεωρώ πως περισσότερο θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός "Ένας Αντιήρωας" καθώς αυτό προσπάθησε ο Ασγκάρ Φαραντί να περάσει. Από την άλλη όμως, αναγιγνώσκοντας ξανά τον τίτλο, διακρίνω έναν τόνο ειρωνείας. Ίσως ο δημιουργός να ήθελε να σαρκάσει μ' αυτόν τον τρόπο την ευκολία με την οποία δημιουργούνται στις μέρες μας οι ήρωες αλλά και το πόσο εύκολα μπορούν να αποκαθηλωθούν με τη συνδρομή των social media και των χειριζόμενων κοινωνιών από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Εξάλλου τα καθεστώτα και τα συστήματα που τα εξυπηρετούν (όπως οι φυλακές στη συγκεκριμένη ταινία) έχουν ανάγκη από ήρωες για να μπορούν να υπερασπιστούν την εικόνα τους αλλά και για να μπορούν να κρύβουν τις αδυναμίες και τα εγκλήματά τους. Άλλο που δε θέλουν κι οι δοκιμαζόμενες κοινωνίες να αποκτούν νέους ήρωες που να τους εμπνέουν ή νέα θύματα για να στήνουν λαϊκά δικαστήρια.
Η τελευταία ταινία του Ασγκάρ Φαραντί 'Ένας Ήρωας" είναι μια καλογραμμένη ιστορία που έφτασε να διεκδικήσει τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, φεύγοντας τελικά από τις Κάννες με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (από κοινού με την ταινία "Βαγόνι Αριθμός 6" του Γιούχο Κουοσμάνεν). Ωστόσο δεν κατάφερε να φτάσει στα επίπεδα των παλιών εξαιρετικών έργων του που τον ανέδειξαν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα όπως το "Ένας Χωρισμός" κι "Ο Εμποράκος". Όμως υπάρχει ένα αγκάθι στη συγκεκριμένη ταινία που έχει μετατρέψει τον ίδιο τον Ασγκάρ Φαραντί σε έναν από τους αντιήρωες της φιλμογραφίας του, καθώς μια πρώην συνεργάτιδα και μαθήτριά του, τον μήνυσε για λογοκλοπή της πλοκής για την συγκεκριμένη ταινία. Μάλιστα η ίδια δήλωσε πως η πλοκή βασίστηκε σε ένα αληθινό περιστατικό, όχι ευρέως γνωστό, που ήταν γνώριμο στον σκηνοθέτη. Η ίδια το απέδειξε στο δικαστήριο κι η υπόθεση μέχρι σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη, με την πρώτη απόφαση να μην δικαιώνει τον Ιρανό σκηνοθέτη. Οπότε σύντομα θα μάθουμε αν το "Το Ξέρουν Όλοι" ήταν η αρχή ενός δημιουργικού κατήφορου και το "Ένας Ήρωας" η χαριστική βολή ενός αγαπημένου σκηνοθέτη.