Το "Λωβοκομείο" όπως το αποκαλούμε εμείς το λεπροκομείο της Χίου είναι ένα από τα πιο γνωστά σημεία της Χώρας. Λίγο έξω από την πόλη μέσα σε μία ρεματιά έχει κερδίσει επάξια τον όρο του στοιχειωμένου μέρους.
Όλοι μας στην ηλικία που μπορούσαμε να οδηγήσουμε νόμιμα ή παράνομα μηχανάκι κάναμε κοπάνες από το σχολείο για να το επισκεφθούμε. Πάντα το δρόμο μας τον έφραζε μία τεράστια σιδερένια πόρτα η οποία γράφει με τεράστια γράμματα "Άσυλο Λεπρών" καθώς και τις ημερομηνίες 1378 και 1909, όμως εμείς σαν κατακτητές έτοιμοι να ανακαλύψουμε νέους τόπους ανεβαίναμε από την απότομη πλαγιά ώστε να βρεθούμε στον πίσω χώρο του συγκροτήματος. Εκεί υπήρχε ένα μονοπάτι που μας οδηγούσε στο παλιό νεκροταφείο. Διασχίζαμε τους λίγους τάφους για να φτάσουμε σε ένα στενό δρομάκι το οποίο με τη σειρά του μας έβγαζε στο προαύλιο χώρο της εκκλησίας και του εστιατορίου. Από αυτό το σημείο και μετά ως νικητές απολαμβάναμε τη παραμονή μας στον χώρο. Ελεύθεροι και άνετοι προσπαθούσαμε πάντα να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο στον χώρο αυτό. Τότε θυμάμαι το λεπροκομείο ήταν στην ιδιοκτησία κάποιου ο οποίος είχε κλειστή την κεντρική πύλη και όλα τα σπιτάκια. Αναγκαζόμασταν μέσα από σχισμές και τρύπες να παρατηρήσουμε τι υπάρχει μέσα σε κάθε δωμάτιο. Αυτός ο αποκλεισμός προς τους εσωτερικούς χώρους δημιουργούσε ένα μυστήριο που μας ερέθιζε τη φαντασία και τον φόβο. Ποτέ δε πηγαίναμε νύχτα παρα μόνο πρωινά ή μεσημέρια. Και φεύγαμε πριν πέσει ο ήλιος. Πράγματι το μέρος ήταν στοιχειωμένο. Και αυτό διότι ήταν ένας τόπος ζωντανός.
Μετά από πολλά χρόνια επισκέφθηκα ξανά το λεπροκομείο. Ήθελα να το φωτογραφίσω και να το δω πλέον με μία πιο ώριμη ματιά. Πλέον η περιοχή έχει αλλάξει. Ο περιφερειακός που ενώνει το αεροδρόμειο με τον Βροντάδο περνάει δίπλα από το μονοπάτι που οδηγεί στη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Η πόρτα αυτή πια είναι ανοιχτή και ο κόσμος μπορεί να μπαίνει άνετα στο παλιό άβατο μέρος του Λεπροκομείου. Δυστυχώς όμως δεν έχουν λείψει οι βανδαλισμοί. Οι τοίχοι έχουν βαφτεί με σπρέι με αποτέλεσμα να μουτζουρώνεται η όμορφη κοκκινοκίτρινη πρόσοψη των κτιρίων. Όμως οι πόρτες πλέον ήταν ανοιχτές και έτσι κατάφερα να μπω στους χώρους που τους έβλεπα κάποτε μέσα από τρύπες και σχισμές. Τότε συνειδητοποίησα γιατί νιώθαμε πως ο χώρος αυτός ήταν στοιχειωμένος. Διότι όλα τα δωμάτια ήταν γεμάτα με σκεύη, αντικείμενα, έπιπλα, ρούχα και ότι άλλο χρησιμοποιούσαν και είχαν οι λεπροί που ζούσαν εδώ.
Στο πρώτο κτίριο βρήκαμε ξύλινες σόμπες με σκεύη πάνω τους ενώ πίσω από την πόρτα κρυβόταν ένα τραπεζάκι που είχε πάνω του ένα πιάτο με μαχαιροπίρουνα. Λες και ο κάτοικος να φυγε από το σπίτι στη μέση του φαγητού. Ανάμεσα σε κάθε δύο κτίρια υπάρχουν δύο μικρά δωμάτια, μία κουζίνα και μία τουαλέτα, πιθανότατα κοινόχρηστα. Σε ένα άλλο κτίριο είναι μαζεμένα όλα τα κρεβάτια. Ένα κουβάρι από σκουριασμένα σίδερα δε σ' αφήνει να μπεις πιο μέσα. Στη συνέχεια είναι το φαρμακείο. Είναι το μόνο δωμάτιο που είναι ακόμα κλειδωμένο. Όμως από τα παράθυρά του παρατηρείς το χάος που επικρατεί. Ανοιχτά τα ντουλάπια, πεταμένα φάρμακα στο πάτωμα και στα τραπέζια παρουσιάζουν ένα σκηνικό βανδαλισμού και αρπαγής πριν κλείσει ο χώρος αυτός για τους επισκέπτες. Πιο κάτω βρίσκουμε έναν ενιαίο χώρο. Πιο κάτω τα ανδρικά λουτρά και το εστιατόριο με πρόσοψη μπλε. Η ερήμωση του χει σβήσει το γράμματα αλλά όχι την διάθεση που προσπαθούσε να φτιάξει στους κατοίκους αυτού του συγκροτήματος. Δίπλα ακριβώς από το εστιατόριο βρίσκεται η εκκλησία η οποία ήταν η παλιά είσοδός μας στον χώρο αυτό.
Ξαφνικά ένιωσα θεατής μιας στιγμής. Στεκόμουν δίπλα στο εστιατόριο και έβλεπα τις φιγούρες του εαυτού μου και των φίλων μου Μάνου, Γιάννη και Γιώργου να βγαίνουν από το στενό και να τρέχουν μέσα στο χώρο, να κάνουν χαζομάρες και να τραβάνε φωτογραφίες. Παλιές όμορφες στιγμές που όλοι θέλουμε να ξαναζήσουμε αλλά φοβόμαστε μη παρεξηγηθούμε που θέλουμε να ξανανιώσουμε παιδιά. Οι φιγούρες αυτές συνεχίσανε τις ανωριμότητες καθώς χανόντουσαν στο βάθος...
Συνεχίσαμε την πορεία μας και πιο πέρα. Φτάσαμε σε έναν μεγάλο ενιαίο χώρο που μάλλον θα ήταν η τραπεζαρία του Λεπροκομείου. Ζωγραφιστό ταβάνι και ένας μεγάλος καναπές δείχνουν την άνεση αλλά και την ποιότητα της ζωής των λεπρών. Σε κάποια εντοιχισμένα ράφια βρήκα παρατημένα βιβλία παραγγελιών. Άνοιξα ένα. Ημερομηνία 1931. Όνομα προμηθευτή και όνομα οικονόμου κάτω από την λίστα με τις παραγγελίες. Κρέας, ψάρια, ελιές, ψωμί ήταν κάποιες από τις παραγγελίες τους. Μία παντόφλα παρατημένη στο πάτωμα μου τράβηξε την προσοχή. Λες και εξαφανίστηκαν όλοι...
Το συγκρότημα τελειώνει με κάποια τελευταία κτίρια. Μετά αρχίζει ένα βοτσαλοτό μονοπάτι. Αριστερά ένα ερειπωμένο κτίριο προσπαθεί μάταια να κρυφτεί πίσω από τον κορμό ενός δέντρου. Σημάδια από τις καταστροφές της πρόσφατης καταιγίδας εμφανίζονται μπροστά μου. Το μονοπάτι συνεχίζει. Αριστερά μας μία μαρμάρινη βρύση λες και βγήκε από μία παραμυθένια σκηνή χάνει την γοητεία της από μία συνηθισμένη δεξαμενή που βρίσκεται από πάνω της. Στο βάθος αρχίζουν να φαίνονται οι γκρεμισμένοι τοίχοι μιάς παλιάς εκκλησίας. Μπαίνεις από μία πορτούλα. Η οροφή λείπει ενώ κάποια ψηλά δέντρα προσπαθούν να σε σκεπάσουν. Στη μέση μία πετρόχτιστη αγία τράπεζα με ένα καντηλάκι μονίμως (;) αναμένο. Οι τοιχογραφίες ξεθωριασμένες αλλά και ημιτελής σε αγριεύουν.
Η ώρα έχει περάσει και ο ήλιος έχει πέσει πίσω από το βουνό. Σκοτεινιάζει. Ένα αεράκι μας καθοδηγεί προς την πόρτα. Βγαίνουμε έξω και παίρνουμε το μονοπάτι για να γυρίσουμε πίσω. Κάτι αρχίζει να μας αναστατώνει. Επιταγχύνουμε τον βηματισμό μας. Ένας θόρυβος μας κάνει να σταματήσουμε. Κοιτάξαμε γύρω μας και συνεχίσαμε να περπατάμε. Δεύτερος θόρυβος αλλά δε μας σταματάει. Τότε ερχόμαστε σε επαφή με τους υπαίτιους των θορύβων που μας είχαν τρομάξει. Κάποιες κατσίκες μπροστά μας παρατηρούν με περιέργια. Γελάμε προσπαθώντας να κρύψουμε τον φόβο μας. Τα ζωντανά φεύγουν και μεις παίρνουμε τον δρόμο προς την πύλη. Ο αέρας κάνει τα παράθυρα να τρίζουν. Τα φυλλώματα δημιουργούν απειλητικές σκιές. Το καντηλάκι μιάς εικόνας ανάβοσβήνει μπροστά μας. Σε λίγο φτάνουμε στην σιδερένια πόρτα. Το αμάξι μας περιμένει για να φύγουμε.
Γυρίζω και βγάζω μία τελευταία φωτογραφία. Ασυναίσθητα. Απλά ήθελα να περάσω την στοιχειωμένη εικόνα που δημιουργεί και έχει αυτός ο τόπος...
Βάζω μπρος το αμάξι και φεύγω. Δε κοιτάω πίσω μου. Πείτε με φοβιτσιάρη, πείτε με ότι θέλετε. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο τόπος δε σ' αφήνει ήσυχο...