Όταν βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το φιλανδικό "Η πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλλι Μάκι", υπέθεσα πως θα παρακολουθούσα ένα ακόμη Ρόκι μ' ευρωπαϊκή χροιά. Από το τρέιλερ όμως, μου δημιουργήθηκε η παρακάτω απορία, θα μπορούσε ποτέ ένα βίαιο άθλημα όπως είναι το μποξ, να συνδυαστεί αρμονικά με τον αφελή ερωτισμό μιας αγνής ψυχής; Με διστακτικότητα πήγα την περασμένη Τετάρτη στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ, για να παρακολουθήσω την ταινία. Και πράγματι, το έργο ξεχωρίζει τόσο για την κινηματογραφική του δουλειά όσο και για την ποιητική του ματιά. Άξια κέρδισε τον βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ των Κανών (ξεχωρίζει από παλιότερες ταινίες που έχουν κερδίσει το ίδιο βραβείο).
Η ιστορία αναφέρεται στον πιο διάσημο μποξέρ της Φιλανδίας κι έναν από τους καλύτερους στην ευρωπαϊκή ιστορία του συγκεκριμένου αθλήματος. Ο Όλλι Μάκι, επαρχιώτης κι ερασιτέχνης μποξέρ, διακρίθηκε το 1959 ως πρωταθλητής Ευρώπης στην ελαφριά κατηγορία. Το 1962 έχοντας γίνει πλέον επαγγελματίας αθλητής, ταξιδεύει στο Ελσίνκι για να αναμετρηθεί με τον Αμερικανό Ντέιβι Μουρ, σε έναν αγώνα για τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή. Η Φιλανδία ανήγαγε την αναμέτρηση σε εθνική υπόθεση ενώ την ίδια στιγμή ο Όλλι Μάκι έδινε προτεραιότητα στον νέο του έρωτα.
Πέρα από τον Όλλι Μάκι, τα υπόλοιπα πρόσωπα που τον περιβάλλουν είναι η σύντροφός του κι ο προπονητής-διοργανωτής του αγώνα Έλις Ασκ. Ο προπονητής έχει πάρει ζεστά το θέμα και προσπαθεί να ξυπνήσει τον πρωταγωνιστή από τον αφελή του λήθαργο. Με κάθε τρόπο του εξηγεί πως στον επαγγελματικό αθλητισμό είναι σημαντικές οι δημόσιες σχέσεις και οι σπόνσορες. Στον φιλήσυχο όμως μποξέρ, ο κλοιός των δημοσιογράφων και των μελών της αριστοκρατικής κοινωνίας, είναι ασφυκτικός και τον τρομάζει. Για εκείνον η μαγεία δε βρίσκεται στα φλας των φωτογράφων και στις χειραψίες με τους πλούσιους οπαδούς του αθλήματος. Γι' αυτόν η μαγεία κρύβεται σε απλές καθημερινές στιγμές, στις βόλτες δίπλα σε λίμνες, στα χαμόγελα με τη σύντροφό του και στους αιώνιους όρκους που ανταλλάσσει μαζί της σε ανύποπτες στιγμές. Η νέα αυτή κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί, τον βρίσκει απροετοίμαστο. Ο τελικός περνάει σε δεύτερη μοίρα, το ίδιο και οι δημόσιες σχέσεις, διότι το μόνο που επιθυμεί είναι να βρεθεί ξανά δίπλα στη σύντροφό του.
Η ταινία έχει αρκετά θετικά αλλά κι αρνητικά στοιχεία. Στα θετικά στοιχεία τοποθετώ τον πανέξυπνο τρόπο με τον οποίον έχει γυριστεί. Κάμερα των 16mm στον ώμο του κάμεραμαν κι ασπρόμαυρο φιλμ, κάτι που μας βοηθάει να γυρίσουμε στην εποχή του '60. Τα πρόσωπα που έχουν επιλεχθεί έχουν χαρακτηριστικά από εκείνη την εποχή, δίνοντας έναν αξεπέραστο ρεαλισμό στην ταινία. Είναι στιγμές που πραγματικά αναρωτιόμουν αν είναι ταινία εκείνης της εποχής ή σύγχρονη; Επίσης η μουσική επένδυση ήταν απρόσμενα καλή. Η φωτογραφία και τα πλάνα είναι εκπληκτικά, θυμίζοντάς μου έντονα την αριστουργηματική Ida. Η ταινία όμως ξεχωρίζει κυρίως για τις ποιητικές της στιγμές, οι οποίες μπορεί να είναι λίγες αλλά είναι δυνατές.
Στα αρνητικά της ταινίας θα αναφερθώ στο χιλιοπαιγμένο ρομαντικό μοντέλο, το οποίο πραγματικά κουράζει και δημιουργεί μία κοιλιά κάπου στα μισά. Επίσης η γλώσσα είναι τόσο δύσκολη και κακόηχη, που προσωπικά μου χαλούσε κάπως τις όμορφες σκηνές του έργου. Τέλος, η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας ήταν επιτηδευμένη κι είχα την αίσθηση πως αντέγραφε υπερβολικά την Μαριόν Κοτιγιάρ.
Όσο για τις ποιητικές σκηνές, θα αναφερθώ σε δυο που με συγκίνησαν πολύ. Στην πρώτη σκηνή ο πρωταγωνιστής είναι σε ένα περίεργο "λούνα παρκ" όπου το κοινό προσπαθεί να πετύχει ένα στόχο με μπαλάκια, με σκοπό να πέσει μία κοπέλα σε μια δεξαμενή με νερό. Ο πρωταγωνιστής ενώ κρατάει τις μπάλες στα χέρια του, δε ρίχνει καμιά, νιώθοντας ένοχος που ανήκει από την μεριά των αστών, οι οποίοι διασκεδάζουν με την ταπείνωση συνανθρώπων τους. Ίσως νιώθει πως κι ο ίδιος είναι εν μέρει θύμα τους, όταν βρίσκεται πάνω στο ρινγκ. Οι σκέψεις του αυτές επιβεβαιώνονται όταν κρυφοκοιτάζει την βρεγμένη κοπέλα, η οποία κλαίγοντας προσπαθεί να στεγνώσει τα ρούχα της μέσα στο καμαρίνι της.
Η άλλη σκηνή βρίσκει τους δυο ήρωες στις όχθες ενός ποταμού να περπατούν ανέμελοι. Κάποια στιγμή συναντούν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αφού το προσπερνούν γίνεται ο εξής διάλογος, ο οποίος ξεκινάει από την κοπέλα:
- Λες να γίνουμε κι εμείς σαν αυτούς;
- Τι εννοείς; Γέροι;
- ...κι ευτυχισμένοι.
- Θα γίνουμε!
Κι αμέσως αρχίζουν να μαζεύουν πέτρες από κάτω και να τις πετούν στο ποτάμι. Η αβάσταχτη ελαφρότητα της παιδικότητάς μας, υπέροχα αποτυπωμένη σε ασπρόμαυρο πλάνο. Πολλά συναισθήματα μαζεμένα μέσα σε λίγα κινηματογραφικά δευτερόλεπτα, με κυριότερο συναίσθημα την νοσταλγία. Από τις πιο όμορφες σκηνές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Δυστυχώς η ταινία σταμάτησε να παίζει στις σκοτεινές αίθουσες της Αθήνας.
Βαθμολογία: 7/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου